ἀνθρώπους : οὗτός ἐστιν ὁ ἀγα - θὸς δαίμων . μακαρία ψυχή , ἡ τούτου πληρεστάτη , κακοδαίμων δὲ ψυχὴ
οὕτως ῥητέον , ὦ μάκαιρ ' ἄνασσα Ὄγκα , ὦ μακαρία θεὰ Ἀθηνᾶ πρὸ τῆς πόλεως γενομένη βοήθησον αὐτῇ .
6723650 μακαριος
ἔθος Ῥωμαίων Ῥωμαῖοι διαφυλάττοντες : ὃ οὐ μόνον διατετήρηκεν ὁ μακάριος ὑμῶν ἐπίσκοπος Σωτὴρ , ἀλλὰ καὶ ἐπηύξηκεν : ἐπιχορηγῶν
: Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις γὰρ μεθόδῳ πενίαν , τὴν ἀνίατον νόσον
6696774 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
6655187 μητερ
δ ' Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός , ἀλλ ' οὐ βαρβάρους μῆτερ , Ἑλλήνων : τὸ μὲν γὰρ δοῦλον , οἱ
σκωλήκων ; συνάρμοσον δέ μου βλέφαρα τῇ σῇ χερί , μῆτερ . ἂν δὲ μὴ συναρμόσῃ σου , ἀλλὰ βλέπων
6651770 ἐφυς
. Τουτὶ μὰ Δί ' οὐκ ἐπεπύσμην . Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας , ὃς
ἐπίστασαι φίλους . ἀμαθής τις εἶ θεὸς ἢ δίκαιος οὐκ ἔφυς . αἴλινον μὲν ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾶι Φοῖβος ἰαχεῖ
6637906 προδουσα
ποῖ τράπωμαι ; πότερα πρὸς πατρὸς δόμους , οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην ; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας ;
οὕτω γὰρ φανῇ πλείστοις κακή , θανόντα πατέρα καὶ φίλους προδοῦσα σούς . Μηδὲν πρὸς ὀργήν , πρὸς θεῶν :
6622637 Ἀσκληπιε
ἄλλα τὰ παραπλήσια ; Φεῦ τῆς πολλῆς πλάνης , ὦ Ἀσκληπιέ . τὰ μᾶλλον πληρέστατα καὶ μεστότατα ὄντα , ταῦτα
κινεῖται τὸ πᾶν , τί εἴπομεν ; Ἀσώματον , ὦ Ἀσκληπιέ . Τὸ οὖν ἀσώματον τί ἐστι ; Νοῦς ὅλος
6603901 Φιλαι
αὖθις ὧδ ' ἔρημος ἄπορος αἰῶνα τλάμον ' ἕξω ; Φίλαι , τρέσητε μηδέν . Ἀλλὰ ποῖ φύγω ; Καὶ
, ἵν ' αὐτῆς κοσμίως πυθώμεθ ' ἅττα λέξει . Φίλαι γυναῖκες , ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τρόπου , ὅτι μὲν φίλος
6590086 κοὐκετ
τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ ' ἐλαύνει : πλεῖ δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε . Ποίων
γυναικὸς γὰρ κρατοῦντ ' ἐν δώμασιν δουλοῖ τὸν ἄνδρα , κοὐκέτ ' ἔστ ' ἐλεύθερος . πλοῦτος δ ' ἐπακτὸς
6572236 πολυτιμητ
τριμέτρους ἀκαταλήκτους ζʹ . σύστημα κατὰ περικοπήν . ὦ Γ πολυτιμήτ ' : ὅτι ἐξεβλήθη τὸ η . Γ ἐν
τριμέτρους ἀκαταλήκτους ζʹ . σύστημα κατὰ περικοπήν . ὦ Γ πολυτιμήτ ' : ὅτι ἐξεβλήθη τὸ η . Γ ἐν
6566027 οἰκτρα
πῶς ἐν ἄντρωι παῖδα σὸν λιπεῖν ἔτλης ; πῶς ; οἰκτρὰ πολλὰ στόματος ἐκβαλοῦς ' ἔπη . φεῦ : τλήμων
. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων : ὁ δὲ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων , τουτέστιν ὁ εὐτελὴς καὶ πένης ἀφώνως ἠχεῖ
6558555 δεσποιν
ς ἐμῆς ταύτης μέλει [ ] εἴπηι φλήναφον . [ δέσποιν ] ' Ἀθηνᾶ , σῶιζέ με [ ἀκριβῶς ]
ν ἡλίκη ει [ ] λομαι ? εἶναι [ ] δέσποιν ' οἰκίας . ὦ Ἡράκλεις [ ] Σιμίας ἀπίωμεν
6554637 σαυτης
ἢ ἐννοίᾳ ἢ πράξει : ἀντὶ τοῦ : κατὰ τὴν σαυτῆς καρδίαν καὶ τὸν λογισμόν . προσλήψῃ σχήσεις : τέκνοις
αὐτὴν συνείς : “ Ἀλλὰ σύ γε οὐδενὸς μετέχεις τῶν σαυτῆς , ἀλλ ' ἔοικας τοῖς ἐν γραφαῖς ἐσθίουσιν .
6540153 Φευ
ἀναχθέντα γυμνὸν ἐπὶ τῆς χιόνος μένειν συμπεποδισμένον τὼ πόδε . Φεῦ τῶν κακῶν , ὀτοτοῖ , παππαπαιάξ . Τί τοῦτο
, ἔφθιτο . Καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ . Φεῦ φεῦ , τί δῆτ ' ἄν , ὦ γύναι
6531277 Εὐ
† πολλὴν γὰρ ἀβλάβειαν ἡ σιγὴ φέρει . } † Εὖ ἔχειν σπούδαζε μὴ τῷ σχήματι : τὸ σῶμα μᾶλλον
ὄφρ ' ἐῢ εἴδω . . . . α : Εὖ εἰδῶ : τὸ εἰδῶ Τυραννίων μὲν βαρύνει , Ἀρίσταρχος
6528476 ἀκουεις
γέρων ὤν . ὦ Ζεῦ πολυτίμητ ' , ἆρ ' ἀκούεις ἅ με λέγει ὁ πανοῦργος υἱός ; ἀτράφαξυν ἕψους
, χρυσὸν , ὁ δὲ ἄργυρος τὸν ἄργυρον . Οὐκ ἀκούεις τὸν ἀρχαιότατον λέγοντα : Ὁ σπείρων σῖτον , σῖτον
6518232 μολουσα
παῖς , ἣ κατὰ Σπάρτην ποτ ' ἦν . πόθεν μολοῦσα ; τίνα τὸ πρᾶγμ ' ἔχει λόγον ; Λακεδαίμονος
' οἶδεν : ἀλλ ' οὐκ οἶσθα σὺ ὁπόταν ἄφνω μολοῦσα διολέσῃ κακούς . μακάριος ὅστις νοῦν ἔχων τιμᾷ θεὸν
6462101 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων
6461584 εὐμαθης
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος .
6451021 φιλτατη
τήνδε [ τὴν ] ψυχὴν [ ] ἅπαξ σοί , φιλτάτη τεκοῦσα , παρεθέμην [ ] μολών ? [ :
ὧν ἕνεκα ἤθλουν , καὶ φημὶ πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν :
6443747 μελεος
: ἀποκείρεται σὸν ἄνθος πόλεος , ὁ Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις
Κάλανος , ὁ μάταιος ὑμέτερος φίλος καὶ οὐχ ἡμέτερος : μέλεος καὶ τῶν ἀθλίων ἐλεεινότερος τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ ἀπώλεσε φιλαργυρήσας
6442220 σωτειρα
, παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαί νᾶες
βοτήρ : καὶ ἀπὸ τοῦ βοτὴρ βότειρα , ὡς σωτὴρ σώτειρα καὶ Δημήτηρ Δημήτειρα , καὶ βότης , ὅπερ καὶ
6440108 ποτνι
καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς θεὸν οὖσαν . θ πότνι ' ] ἣν δι ' ἀρᾶς ἐπήγαγε τοῖς παισίν
ἀληθῆ ] τὰς ἀράς . ἀληθῆ ] τὰ πράγματα . πότνι ' ] σεβασμία . πότνι ' ] ἡ μεγάλη
6436719 γεραια
ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον
ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια
6426240 φιλ
Χῖος ἐν † τῶι κατωτικῶι † δούμωι . Ἑρμῆ , φίλ ' Ἑρμῆ , Μαιαδεῦ , Κυλλήνιε , ἐπεύχομαί τοι
τινὸς αὐτῶν λάβηται . ἡ δ ' ἔξεχ ' ὦ φίλ ' ἥλιε παιδιὰ κρότον ἔχει τῶν παίδων σὺν τῷ
6418720 αἰδοιος
αἰδέσιμος , πλὴν ὅτι τὸ μέν ἐστι ποιητικὸν , τὸ αἰδοῖος , τὸ δὲ παρὰ τοῖς κοινοῖς ἐν χρήσει :
γὰρ τὴν ω δίφθογγον εἰς οι τρέπειν , οἷον αἰδῷος αἰδοῖος , ἠῷος ἠοῖος , οὕτως Ἀχελῷος Ἀχελοῖος . ἢ
6417633 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
6413129 οἰχηι
συμφορὰς οἰκτίρομεν , κόρη Κρέοντος , ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους οἴχηι γάμων ἕκατι τῶν Ἰάσονος . ] φίλαι , δέδοκται
. σὺ δ ' ἐν ἥβαι νέαι νέου προθανοῦσα φωτὸς οἴχηι . τοιαύτας εἴη μοι κῦρσαι συνδυάδος φιλίας ἀλόχου :
6408834 τλημον
ἀνταποδίδως ταύτην τὴν τιμωρίαν ; τίνος ἕνεκα τιμωρῇ ; . τλῆμον ] ἄθλιε διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις
πέσῃ . ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ ' ὡς θανουμένη . ὦ τλῆμον , οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου . ἅπαξ ἔτ '
6407422 λελογχεν
κρείσσων Θησεὺς γένοιτο , καὶ τύχης ὁ μὲν θείης ὄντως λέλογχεν , Ἡρακλῆς δὲ δουλείης . λέγων δ ' ἐνίκα
ἓ καὶ υἱόν , ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία . θάλλει δ ' ἀρεταῖσιν σόν τε
6405561 πεφυκα
τί σοι κακόν ἐστιν ἐνταῦθα ; οἷα λέγεις ; πέτεσθαι πέφυκα ὅπου θέλω , ὕπαιθρον διάγειν , ᾄδειν ὅταν θέλω
ἐξετείνοντο ἐπὶ συγκεκροτημένοις καὶ ὄγκον ἔχουσι μέλεσιν , ἀπὸ τοῦ πέφυκα παρακειμένου , ἐνεστὼς πεφύκω , ὡς ἀπὸ τοῦ δέδοικα
6400834 αἰσχρος
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς
6384460 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
6382391 γενεθλον
ὑμᾶς . διδαχθεὶς ἂν τόδ ' εἰδείην πλέον , ὅπως γένεθλον σπέρμα τ ' Ἀργεῖον τὸ σόν . κλῃδοῦχον Ἥρας
τὸν προμάτορος Ἰοῦς ποτ ' ἔκγονον Ἔπαφον , ὦ Διὸς γένεθλον , † ἐκάλες ' ἐκάλεσα βαρβάρωι βοᾶι , ἰώ
6376381 θυγατερ
' ἄκροις ἕστακ ' Ἄρεος στεφάνοισιν . ἡγοῦ πάροιθε , θύγατερ : ὡς τυφλῶι ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ , ναυβάταισιν
ὦ θεοδˈμάτα , λιπαροπˈλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοί
6373498 εστιν
αὐτοῦ γαστέρα , οὐχὶ πρὸς ἁγνὰν ἄρουραν , τουτ - έστιν πρὸς ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα : ἡ δὲ ἄνοια
μονὰς καὶ ἕνλέγουσι δὴ καὶ τὸ ἕν , τουτ - έστιν ἡ πρώτη καὶ νοητὴ οὐσία τοῦ ἑνός , ἑκάστου
6373233 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
6369429 καμνω
] αὑτοῦ δυσθυμίαν εἰπόντος ὡς Βομβύκης ἐρῶ καὶ διὰ τοῦτο κάμνω τὴν ψυχήν , ὁ Μίλων προσπαίζων αὐτῷ τὴν φίλην
: ὡς δ ' ὅτε σῦν ἀκάμαντα . παρὰ τὸ κάμνω κάματος καὶ ἀκάματος . . . . , .
6368830 δεσποινα
ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ '
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον
6368230 εὐνατειρα
τοῦ στρατοῦ . . θεοῦ μὲν ] τοῦ Δαρείου . εὐνάτειρα ] σύνοικος . θεοῦ δὲ ] τοῦ Ξέρξου .
: Μοῦσαν δ ' ὀθνείαν οὔτιν ' ἐφελκυσάμαν . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα ,
6366193 λεχη
εἰργάσω . σὺ δ ' οὐκ ἔμελλες τἄμ ' ἀτιμάσας λέχη τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ οὐδ ' ἡ τύραννος
' εὐσεβοῦς πατρὸς κρείσσω φανεῖσαν † τἄμ ' ἀποδοῦναι † λέχη . εἰ δ ' ἐμὲ γυναῖκα τὴν ἐμὴν συλήσετε
6363596 θανηι
μυρίων μῆτερ τροπαίων , Ἕκτορος φίλον σάκος , στεφανοῦ : θανῆι γὰρ οὐ θανοῦσα σὺν νεκρῶι : ἐπεὶ σὲ πολλῶι
φεῦγ ' ὡς τάχιστα τῆσδ ' ἀπαλλαχθεὶς χθονός . ] θανῆι πρὸς ἀνδρὸς οὗ τάδ ' ἐστὶ δώματα . τί
6359131 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
6341609 ἐρρετω
ἀξίας ] εὐώνους . Γ ὁ πόλεμος ἑρπέτω : γράφεται ἐρρέτω , τουτέστι χαιρέτω , ὅ ἐστιν , οὐδεμίαν φροντίδα
καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν , ἐρρέτω , κακή : πολλὴν γὰρ αὐτὴν δειλὸς ὢν ἐκτήσατο
6337537 ὁμοτεχνος
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
6332455 Ἀληθη
εὑρόντες ἐπειθόμεθ ' ἄν , ἄμουσον δέ , ἠπιστοῦμεν ; Ἀληθῆ . Νῦν δέ γ ' , οἶμαι , εἴ
οἶμαι οὕτω καλῶς ὡς δρεπάνῳ τῷ ἐπὶ τούτῳ ἐργασθέντι . Ἀληθῆ . Ἆρ ' οὖν οὐ τοῦτο τούτου ἔργον θήσομεν
6330432 κακοτεχνος
ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος
ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης ,
6329574 νοημων
γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος
ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις
6319820 ἐφυν
σοφόν . ἃ δεῖ μάλιστα , ταῦτ ' ἔγωγ ' ἔφυν σοφός . κείνου δ ' ἀκούσας πρῶτα τοὺς λόγους
κλύων , Λαερτίου παῖ , τούσδε καὶ πράσσειν στυγῶ : ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς , οὔτ '
6319340 μεγασθενης
τ ' Οἰδίπου σκιά : μέλαιν ' Ἐρινύς , ἦ μεγασθενής τις εἶ . ἠέ . ἠέ . δυσθέατα πήματα
καὶ πολισσοῦχοι θεοί , Ἀρά τ ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής , μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον
6307546 εἰσορωσα
ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην ἐν τῷ γάμῳ τοῦ Διός
ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' ἔχων
6304764 τεκνον
τέκνον . Ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; Κριβανίτας , ὦ τέκνον . Ὁ δὲ μεθύων ἤμει παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας .
τὴν θυγατέρα Ὀμύρητος , καὶ αὐτῷ γίνεται ἐκ κοίτης θῆλυ τέκνον , ᾧ οὔνομα τίθεται Κρηθηΐδα . καὶ αὐτὸς μὲν
6290644 παππα
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ
6284497 προσφιλως
ἔκτεινε , τῷδ ' ἐπέστεφε . Σκέψαι γὰρ εἴ σοι προσφιλῶς αὐτῇ δοκεῖ γέρα τάδ ' οὑν τάφοισι δέξεσθαι νέκυς
τὸν κοινὸν τοῦ παντὸς γένους καὶ πάσης τῆς πόλεως ἔπαινον προσφιλῶς καὶ κεχαρισμένως ἀποτίσωμεν καὶ ἀποδώσομεν . ἑλισσομέναν : κυλιομένην
6280574 Προμηθευ
. . . ἐπιβαίνοντας . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ † λεύσσω Προμηθεῦ : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη . τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς
οὐκ ἀκούσαις καὶ μὴ βουλομέναις ἡμῖν τοῦτο εἶπας , ὦ Προμηθεῦ , δηλονότι τὸ , ἔλθετε καὶ ἀκούσατε , ἵνα
6273817 τεος
ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας . οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ : τὼ καί μιν λαοὶ μὲν
διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν παγκρατιαστήν . ἤτοι μεταΐξαντα καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει : μήτρως ἢ ὁ τῆς μητρὸς ἀδελφὸς
6265336 εὐλογια
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία ,
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι
6261723 ἐλεει
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη
6253950 ἐδοξας
: σὺ δὲ ὅσον ἀπὸ τοῦ συμποσίου τὸν Πλάτωνά μοι ἔδοξας λέγειν . Ὀρθῶς ἀνέγνως . τὸ δὲ λεγόμενον ὡς
τότε . εἰ δὲ τοῖς αὐτοῖς ἐβούλου τιμᾶν , τιμᾶν ἔδοξας ἂν ἄνδρα ἑταῖρον , ἀλλ ' οὐ κολακεύειν τύχην
6250194 Δημητερ
πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν θεοῖν . Δέσποινα πολυτίμητε Δήμητερ φίλη καὶ Φερρέφαττα , πολλὰ πολλάκις μέ σοι θύειν
ὁ ἀναιρῶν τοὺς καταδίκους , δημόκοινος δὲ ὁ βασανίζων . Δήμητερ καὶ Δάματερ διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων
6247323 φθονωι
μή , βίαι δορὸς ἤδη τότ ' ἔσται κοὐχὶ σὺν φθόνωι θεῶν . δόξαι δὲ χρήιζω καὶ πόλει πάσηι τόδε
ἑαλωκότες γὰρ ἤδη κατὰ τὸ ἰσχυρὸν οἱ ἄνθρωποι οὔτε τῶι φθόνωι ἔτι δύνανται χρῆσθαι οὔτε ἀπατᾶσθαι ἔτι οἴονται . ἔτι
6244578 Ἀπολλον
ἐνταῦθα . δᾶ ] γῆ . Ἄπολλον ] ὦ . Ἄπολλον ] ὦ . σύστημα . ἀνωτότυξας ] διὰ τοῦ
ὀνομάτων τὸ κύριον παριστῶσα : λέξις μὲν Φοῖβε ἀντὶ τοῦ Ἄπολλον , καὶ Ἐννοσίγαιε ἀντὶ τοῦ Πόσειδον , καὶ ὄφρα
6242108 Σε
παρίει : ὡς οὗτος ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ . Σὲ δ ' ἐκ Ποτειδαίας ἔχοντ ' εὖ οἶδα δέκα
ὅτι καὶ ἑτέρωθι μεμνημένος περὶ αὐτῶν ἐν διθυράμβῳ τινὶ ” Σὲ δ ' ἐγὼ παρ ' ἁμὶν ” φησὶν „
6239120 ταλαιπωρος
ὑποθέσεις . Εἰ δὲ συνεπιμερίζει τούτῳ ὁ Κρόνος , ἔσται ταλαίπωρος τῷ σώματι καὶ νοσήσει νόσον δεινὴν καὶ μακρὰν καὶ
' αἱ μὲν ἐλπίδες λαμπραὶ ἀτελείας , ἀποσπασθεὶς δὲ ὁ ταλαίπωρος τῶν βωμῶν , πρὸς οἷς ἱκέτευεν , ἔρχεται τρέμων
6238320 πρασσει
θεῶν τε πνεῦμ ' ἔρως θ ' ὑμνῳδίας ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ μὴ πράσσειν παρόν , μῶρος , παρὸν ζῆν
ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν , ἐφ ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς : ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ : πεπαιδευμένου τὸ
6238277 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
6236407 φιλαιτιος
εἰ μὴ βιαιότερον . ὀνόματα δὲ φιλεγκλήμων , μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος ,
τὴν πόλιν καὶ τῆς χρείας καταφυγήν : οὐδέ γε οὕτω φιλαίτιος οὐδεὶς ὅστις ἂν μέμψαιτο ἐκείνης τῆς πόλεως τοὺς ὅρους
6235995 λεξον
ὄνομα συμφορᾶς γέμον διπλῆς . Οἴμοι . τί τοῦτο ; λέξον , οὗ δέομαι , γέρον . Ἐκ τοῦ τόπου
. ἔλαβε . ἀφείλκυσεν εἰς ἑαυτὸν . ὦ ἄγγελε . λέξον . ναῶν ] ἀπὸ . αἳ ] νῆες Περσικαὶ
6234013 φιλουμενη
] ἀπέθανεν ὡς ἤκουσας . φιλήτωρ ] ἡ ἐκ ψυχῆς φιλουμένη . παροψόνημα ] ἤγουν τρυφήν . στροφὴ κώλων ιδʹ
. φαίνεται δὲ ἡ θεωρητικὴ ζωὴ αὐτὴ δι ' ἑαυτὴν φιλουμένη . καὶ γὰρ οὐδὲν ἀπ ' αὐτῆς ἄλλο ζητοῦμεν
6231928 φωνεις
, σάφ ' ἴσθι , λευσίμους ἀράς . σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ , κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός
. Τίν ' αὖ σὺ τήνδε πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις ἐλθοῦσα φωνεῖς , ὦ κασιγνήτη , φάτιν , κοὐδ ' ἐν
6231400 μογερα
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ]
6228318 φιλοσωματος
, κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος ἰδιωτικόν
φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης
6226918 ἐλθους
δ ' , ὦ γεραιὰ μῆτερ ἡ Ξέρξου φίλη , ἐλθοῦς ' ἐς οἴκους κόσμον ὅστις εὐπρεπὴς λαβοῦς ' ὑπαντίαζε
φίλαι . Ἑκάβη , τί μέλλεις παῖδα σὴν κρύπτειν τάφωι ἐλθοῦς ' ἐφ ' οἷσπερ Ταλθύβιος ἤγγειλέ μοι μὴ θιγγάνειν
6226256 φιλε
ἄλλων ὧν λέγεις πέρι μυθολογοῦντα . Ἔστι γάρ , ὦ φίλε Φαῖδρε , οὕτω : πολὺ δ ' οἶμαι καλλίων
γὰρ ἀποκαλύψας ἐγὼ λέγω . Ἐκ τῆς Πολιτείας „ Ὦ φίλε Ὅμηρε , εἴπερ μὴ τρίτος ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἶ
6224518 χορευσαι
ὡς ἂν μὴ λόγωι ' παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ
ὧν ἐχόρευσα . πῶς οὖν με κελεύεις καὶ νῦν αὐτῷ χορεῦσαι τῷ ἅπαξ καταφρονήσαντί μου : χάριν διδοῦσα ἧς χάριν
6219339 ἀφροντις
, τὰ ἀκροστόλια . Ἀπολλόδωρος . : Ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα . Σάλη γὰρ ἡ φροντίς
] ἕνεκα , τιμῆς . . ἀμέλει ] ἀργόν , ἄφροντις ἀφρόντιστος ἔσο , ἀφροντίστως ἔχε . , μὴ φρόντιζε
6219184 σωι
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ
6218666 θανουσα
Κυκλωπιᾶν πόνον χερῶν ; ἐθρέψαθ ' Ἑλλάδι με φάος : θανοῦσα δ ' οὐκ ἀναίνομαι . κλέος γὰρ οὔ σε
τίς ἡγεμών μοι ποδὸς ὁμαρτήσει τυφλοῦ ; ἥδ ' ἡ θανοῦσα ; ζῶσά γ ' ἂν σάφ ' οἶδ '
6217147 κλυε
. Ἀλλὰ , φίλος , πρόφρων μ ' ὑποδέχνυσο καὶ κλύε μῦθον μειλιχίαις ἀκοαῖς , καὶ λισσομένῳ ὑπάκουσον Ἀξείνου Πόντοιο
! οὐκέτι ] θωρηχθέντες [ Ζεῦ ] τῆλε ? ? κλύε ? ? ταῦτα ? [ ] [ ! !
6214573 ἐπιχαρη
, καὶ πορεύου θαρρῶν . ποιεῖ γάρ σε προσφιλῆ , ἐπιχαρῆ , εὐσύστατον πρὸς πάντας καὶ πάσας . ἐὰν δὲ
παραβλῶπες ὄντες εἰς τὸ ἐντὸς ὡς ἐπὶ τὴν ῥῖνα , ἐπιχαρῆ καὶ ἀφροδισιαστὴν καὶ φιλητὸν ἄνδρα καὶ ἐρωτικὸν σημαίνουσιν .
6212407 Μηδεποτε
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ
6208417 βροτειων
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι
6205838 ἀιων
ὡς χαριεστάτας ἐπὶ τοὺς θεοὺς ἀναφέρουσιν . κλῦθι ἰδὼν ⌊ ἀίων τε ⌋ : ὡς πάντα ἐφορῶν καὶ ἀκούων τῶν
' ἐφορᾷ καὶ πάντ ' ἐπακούει 〛 . κλῦθι ἰδὼν ἀίων τε : 〚 σύ , ὦ Ζεῦ , ὁ
6204167 πολυολβε
τε καὶ Εὐνομίης βαθυκόλπου , Ἀγλαΐη Θαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε , χαρμοσύνης γενέτειραι , ἐράσμιαι , εὔφρονες , ἁγναί
καὶ Ζηνὸς ἄνακτος , Εὐνομίη τε Δίκη τε καὶ Εἰρήνη πολύολβε , εἰαριναί , λειμωνιάδες , πολυάνθεμοι , ἁγναί ,
6203325 πραος
οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει
[ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ
6203152 Ὀρθως
γάρ που ἐν ἑαυτῷ ὅλῳ τὸ ἓν ἐφάνη ὄν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις τὸ ἕν ;
μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾶν δρᾶν μηδ ' ὁτιοῦν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν μιμήματα μὲν ἂν ἑκάστων ταῦτα εἴη τῆς
6202960 Εὐνομια
πολίων : ἐφ ' ὧν πᾶσα πόλις ἀσφαλῶς βέβηκεν . Εὐνομία , Δίκη , Εἰρήνη ἀδελφαὶ ἐκ Θέμιδος . ἐθέλοντι
ὁ τῆς εὐνομίας ταμίας , οὗ πάρεδρος Δίκη τε καὶ Εὐνομία : ᾧ παραστατοῦσιν αἱ Χάριτες , Εὐφροσύνη καὶ Ἀγλαΐα
6200928 Διοσκορω
ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς ; αἱ μὲν γὰρ χάριτες , ὦ Διοσκόρω , πολλαί , καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς
. Εὖ γ ' , εὖ γε ποιήσαντες , ὦ Διοσκόρω . Ἴσως ἂν εὖ γένοιτο : θαρρεῖτ ' ,
6182515 σοφωτατε
ἡδονήν . εὖ γ ' , ὦ κράτιστε ἄνθρωπε καὶ σοφώτατε : τοῦ γὰρ μασᾶσθαι κρεῖττον οὐδὲν ἔστιν ἀγαθόν :
ταύτῃ ἀνέχειν ἅπασι τὴν ἀρχήν . ἄθρει γάρ , ὦ σοφώτατε , ὡς ἐγὼ εἰσελήλυθα τήμερον οὐ κολακεύσων οὐδὲ θωπεύσων
6181785 γεραιε
τῶν νεωτέρων κακῶν . τί δ ' ἔστιν , ὦ γεραιέ ; μὴ φθόνει φράσαι . οὐδέν : μετέγνων καὶ
ἐμπλῆσαι χαρᾶς , ἔνσπονδος . οὗτος δ ' , ὦ γεραιέ , τίς κυρεῖ , ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῖ βεβώς
6180388 τιει
Πυθίη προσαγορεύει τοῖσδε τοῖσι ἔπεσι : Ἠετίων , οὔτις σε τίει πολύτιτον ἐόντα . Λάβδα κύει , τέξει δ '
] ποίηνα ! [ [ ] ιβσε ? ? ! τίει μ ? [ [ ] δ ? ' οὐρανι
6176250 δυστηνος
διῆλθ ' Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών . Ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν ὑπεστέναζον , νῦν δ ' ὁρῶν
. λέγοντος δὲ τοῦ γήμαντος αὐτὴν σωφρονεῖ παρ ' ἐμοί δύστηνος εἶ ἔφη εἰ [ γυναῖκα ] δοκεῖς παρ '
6171976 σεαυτης
καὶ γυναιξὶ τοῖς ἀνδράσι χρωμένη : οὕτω γὰρ παιδεύεις τοὺς σεαυτῆς φίλους , τῆς μὲν νυκτὸς ὑβρίζουσα , τῆς δ
ἀποκοπτέον οὖν , ὦ ψυχὴ πειθαρχοῦσα τῷ διδάσκοντι , τὴν σεαυτῆς χεῖρα καὶ δύναμιν , ἐπειδὰν ἄρξηται τῶν γεννητικῶν ἢ
6170450 ξεν
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ?
6167216 ἐσθλης
χεῖμα κακῆς , θέρει ? ἀργαλέης , οὐδέ ποτ ' ἐσθλῆς ” , | Δίου δὲ καὶ Πυκιμήδης ? [
παρασχηματισμὸν μῆχος , ὡς ἡδονὴ ἦδος : οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος . ἀλύξαι : φυγεῖν , εἰς τὸ
6166780 Ἰακχε
' ἐν ἕδραις ἐνθάδε ναίων , Ἴακχ ' , ὦ Ἴακχε , ἐλθὲ τόνδ ' ἀνὰ λειμῶνα χορεύσων ὁσίους εἰς
καλεῖτε θεόν . καὶ οἱ ὑπακούοντες βοῶσι , Σεμελήϊ ' Ἴακχε πλουτοδότα . ἢ πρὸς τὸ ἐν ταῖς θυσίαις ἐπιλεγόμενον
6166449 Πωλε
. Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὅτι , ὦ Πῶλε , ἐρομένου Χαιρεφῶντος τίνος Γοργίας ἐπιστήμων τέχνης , ἐγκωμιάζεις
, ὦ Σώκρατες , ἐξελέγξαι . Οὐ δῆτα , ὦ Πῶλε , ἀλλ ' ἀδύνατον : τὸ γὰρ ἀληθὲς οὐδέποτε
6164572 πρεσβυ
κηφῆνες ἀγαπητῶς ἐν τοῖς ἑαυτῶν κυττάροις ἡσυχάζουσιν , αἵ τε πρεσβύ - τεραι διαιτῶνται ἰδίᾳ καὶ αἱ νέαι ἰδίᾳ καὶ
τριηκόσια : τὴν δὲ εἴκοσί τε ἐτέων καὶ ἑκατόν : πρεσβύ - τερόν τε Διόνυσον Ἡρακλέος δέκα καὶ πέντε γενεῇσιν
6163204 ὠνειδισας
. Λέγω δ ' , ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ ' ὠνείδισας : σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν ' εἶ
πτωχὸς ὢν ἡμᾶς λέγειν , καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας ; Νὴ τὸν Ποσειδῶ , καὶ λέγει γ '
6160896 ἐνθεος
ὃ ἐκεῖνος ἔγραφε σὺν πολλῇ σπουδῇ κτησάμενος καὶ αὐτὸς ᾤετο ἔνθεος ἔσεσθαι καὶ κάτοχος ἐκ τοῦ πυξίου : ἀλλ '
ὁ ἐραστὴς τὰ παιδικά . θειότερον γὰρ ἐραστὴς παιδικῶν : ἔνθεος γάρ ἐστι . διὰ ταῦτα καὶ τὸν Ἀχιλλέα τῆς
6156403 Θαρρει
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται .

Back