τινὸς τοιαύτην ἔσχε τὴν τελευτήν . Ἀτίμῳ τυπτομένῳ ὁ υἱὸς ἐπαμύνας , κρίνεται ὕβρεως ὁ παῖς . Ἡ συνεζευγμένη στάσις
μὴ ὑπεραποθανόντος τοῦ φίλου ἀνδρὶ φίλῳ θνήσκοντι παρὼν πέλας οὐκ ἐπαμύνας , ἤλυθες οὐ καθαρός : περικαλλέος ἔξιθι νηοῦ .
7272394 Πριαμε
δόμοι , ὦ πλεῖστ ' ἔχων μάλιστά τ ' εὐτεκνώτατε Πρίαμε , γεραιά θ ' ἥδ ' ἐγὼ μήτηρ τέκνων
[ × – ˘ × × – ˘ – × Πρίαμε ] ⋮ συμ [ × – ˘ × ×
7189158 σημαινε
ἡ ὀμφὴ , ἐπὶ τῶν μάντεων παρ ' Ὁμήρῳ : σήμαινε . κροκάλοισιν : αἰγιαλοῖς : κροκάλη ἀπὸ τοῦ κρούω
τὴν βουλὴν , τὴν γνῶσιν . Φαῖνε : δείκνυε . σήμαινε : δείκνυε , λέγε , δήλου , ἃ προθέμην
7131681 εἱρπον
τοῖσιν δ ' αὐτίκ ' ἔπειτα θεοὶ τέραα προὔφαινον : εἷρπον μὲν ῥινοί , κρέα δ ' ἀμφ ' ὀβελοῖς
ε θέματα προσλαμβάνει τὸ ι ἐν τῇ κινήσει οἷον ἕρπω εἷρπον , ἕλκω εἷλκον , ἕπομαι εἱπόμην , ἐπιφέρει καὶ
7121805 Θησευ
? ? [ ] προσεφώνεε μειλιχίοισι : [ ] [ Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? ,
ἀμειβόμενος ? ? [ ] προσεφώνει μειλιχίοισι : [ ” Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? ,
7034712 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
7030467 ξεν
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ?
7016161 γᾳ
] κατά . πρῶν ' ] ἐξοχήν . . τᾷδε γᾷ ] τῇ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι
ἀνδρῶν , εἰ θεοὶ θεοί , τούσδ ' ὀλέσειαν ἐν γᾷ . ἕκτον λέγοιμ ' ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον ἀλκήν τ
6981873 Κεινος
βλέπειν τὸν οὐκέτ ' ὄντα ζῶντ ' Ἀχιλλέα πάλιν . Κεῖνος μὲν οὖν ἔκειτ ' : ἐγὼ δ ' ὁ
, δύναιτ ' ἂν οὐδ ' ἂν ἰσχύων φυγεῖν . Κεῖνος γὰρ ἄλλης ἡμέρας , ὅθ ' ἱππικῶν ἦν ἡλίου
6956734 μαντι
Ἄμμων κερατηφόρε κέκλυθι μάντι . Ζεῦ Λιβύηϲ Ἄμμων κερατηφόρε κέκλυθι μάντι . , : Περὶ δὲ τῆς γενέσεως αὐτῶν Φανόδημος
ἄγος ἐπαίροντα . στροφὴ ἑτέρα κώλων εʹ . ἴαμβος . μάντι ] ὦ . αὐτὸς ἑαυτὸν καλέσας ἐπὶ τῶι μιᾶναι
6947794 διωγμασιν
χθονία ἠδ ' οὐρανία πάλιν αὐτή , ἐγκυκλία , παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις , ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλι
: ἐκπεφεύγασιν γάμοι με . κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν , πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους : νῦν δὲ
6938810 πρευμενης
μόρφνος ὁ ἀετὸς , ἐκ τοῦ πρᾷος καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ
ἀκραιφνὲς αἶμ ' ὅ σοι δωρούμεθα στρατός τε κἀγώ : πρευμενὴς δ ' ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
6910051 Λυκει
. . πελαζόμεθα ] τῷ σῷ βωμῷ πλησιάζομεν . . Λύκει ' ἄναξ , λύκειος γενοῦ ] Λύκειόν φασι τὸν
γενοῦ , οἷον ἐπὶ τοῦ πολέμου . παρήχησιν ἐνταῦθα ποιεῖ Λύκει ' ἄναξ λύκειος γενοῦ εἰπών , ἤτοι πολέμιος αὐτοῖς
6908478 ἀγγειλον
δέ , ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων , αὐτός σφι ἄγγειλον . Ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω , δόξω πλάσας
. σῶς ] μὴ παθών τι ὑπ ' ἐκείνου . ἄγγειλον ] εἰπέ . νικόβουλος ἐγενόμην : ἐγώ , φησί
6894113 πευθομαι
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς
6866622 αἰακτος
, δι ' ὧν τοσοῦτον πλῆθος ἀπώλεσα ἐν Ἑλλάδι . αἰακτὸς ] ποταπὸς θρηνητικός . . γέννᾳ ] τῶν Περσῶν
τοι . βόα νυν ἀντίδουπά μοι . οἰοῖ οἰοῖ . αἰακτὸς ἐς δόμους κίε . ἰὼ ἰώ [ Περσὶς αἶα
6865914 μυστης
λόγῳ ποικίλλοντές τε καὶ περιγράφοντες ὡς βάρβαρος βαρβάρῳ | καὶ μύστης μύστῃ παρέχων διαφυγὴν καὶ σωτηρίαν : ὁ δὲ Φράβιθος
αὐτῆς γεννώμενος ἱεροφάντης ἐγένετο : ἱερὸς γὰρ ὁ δράκων καὶ μύστης [ καὶ πᾶσι μυστηρίοις παρών ] . ἦν δὲ
6850665 λεκτρ
τουε ! ! [ ολβωι [ εσπερ [ κουρη [ λεκτρ ! [ αιγε ! ! [ πατρο ! [
τουε ! ! [ ολβωι [ εσπερ [ κουρη [ λεκτρ ! [ αιγε ! ! [ πατρο ! [
6835122 ἀγγελιης
τὸν Τυδέα ἄγγελον ἀπέστειλαν , καὶ “ σεῦ ἕνεκ ' ἀγγελίης . ” Ζηνόδοτος δὲ τοῦτο ἀγνοήσας μεταγράφει “ ἧς
' εἰ δ ' ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι λυγρῆς ἀγγελίης , ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι . ἤδη μὲν σὲ
6831800 θανουμεθα
ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί
ἐλεύθεροι γὰρ κοὐδὲν ἠδικηκότες τῆς σῆς ἕκατι ζημίας [ ] θανούμεθα . [ ] πολλοῖσι δῆλον [ ὡς θεήλατον ]
6824133 μολε
κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην .
ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε .
6818983 ἀκλαυτος
Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων ,
' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης
6816851 κλεινα
ἐνεργητικὸν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ὦ κλεινὰ Σαλαμίς , σὺ μέν που ναίεις ἀντὶ τοῦ κατοικῇ
γάνυται : φέρε δ ' ἶνιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μάτηρ τὰν ἀστάκτων ὑδάτων συμβακχεύουσαν Διονύσωι Παρνάσιον κορυφάν
6801426 ἀπωλομην
μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ]
ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς
6796957 Οὐτι
ξύμπαντι , ᾧ τῶν θεῶν μοίρᾳ μουσικὴν συνέβη ἐπιτηδευθῆναι . Οὔτι τοι λέγω τὴν δι ' αὐλῶν καὶ ᾠδῇς καὶ
, τίς ἐμοὶ κείσεται χάρις παρὰ σοί ; Κἀκεῖνος : Οὔτι μέμψῃ , ἔφη , μεθέξεις γὰρ τῆς ἀρχῆς οὐκ
6794005 πατρᾳ
παῖς ] ὁ Καμβύσης . αἰσχύνη ] ὢν δηλονότι . πάτρᾳ ] τῇ πατρίδι . θρόνοισι ] ἤγουν τῇ ἀρχαίᾳ
τέταρτος ηὔθυνε στρατόν . πέμπτος δὲ Μάρδος ἦρξεν , αἰσχύνη πάτρᾳ θρόνοισί τ ' ἀρχαίοισι : τὸν δὲ σὺν δόλῳ
6792085 συνηδομαι
λέξον . ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου γόον ἔκλυον , οὐδὲ συνήδομαι , ὦ γύναι , ἄλγεσι δώματος , ἐπεί μοι
τὸν ποτούμενον παρ ' ἐλπίδα θηρεύει . Νῦν τῇ τύχῃ συνήδομαι . Καὶ οὐκ ἄρα σκαιὸς ἦν ὁ ἄνεμος ,
6780501 χαιροις
, καὶ σκευασία μὴ μί ' ᾖ τῆς μουσικῆς . χαίροις , Ὑψιπύλη φίλη . τοὺς ἐμοὺς πλέκω κορύμβους .
βροτοβάμων : τῇ σύριγγι , ὦ Πάν , τὴν ψυχὴν χαίροις . βροτοβάμονα δὲ εἴρηκε τὸν Πᾶνα ὡς πετροβάτην ἀπὸ
6775045 τλαμων
εὐδαίμων , πᾶσιν περίφαντος αἰεί . ἐγὼ δ ' ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ ' οὗ χρόνος Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι '
ποτ ' ἦμεν . βέβακ ' ὄλβος , βέβακε Τροία τλάμων . ἐμῶν τ ' εὐγένεια παίδων . φεῦ φεῦ
6770444 ἀυσε
δέ οἱ ἀγλαὸν ἦτορ . Τῷ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσε πάις Ποίαντος ἀγαυοῦ : Αἰνεία , σύ γ '
ἐν πολέμῳ ἢ χείροσιν ἀμφιπολεύειν : καί ῥ ' ὀλοφυδνὸν ἄυσε μέγ ' ἀχνυμένη κέαρ ἔνδον : Εἰ δ '
6764489 πηνικ
κάλυπτε . . ἀντὶ τοῦ καλύπτου τὸ σκιάδειον . . πηνίκ ' ἄττ ' ἀπώλετο : 〚 Ὅτι 〛 οὐκ
τε μύρτα . ὡστ ' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδε πηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ δι
6755441 τἀρ
τὴν λοιδορίαν , τὸν κωλακρέτην , τὰ τριώβολα . Ἅπαντα τἄρ ' αὐτῷ ταμιεύει ; Φήμ ' ἐγώ . Ἥν
μὲν αὑτὴν χὤστις Αἴγισθον στυγεῖ . ἐμοί τε καὶ σοί τἄρ ' ἐπεύξομαι τάδε . αὐτὴ σὺ ταῦτα μανθάνους '
6752881 Υἱος
φρενός . Δίκας γραφόμενος πρὸς γονεῖς μαίνει , τάλαν . Υἱὸς δ ' ἀμείνων ἐστὶν εὐνοίᾳ πατρός . Ἡδύ γ
ἔνθεν ἀυτὴν ἀγχεμάχων ἀνδρῶν : κύδαινε δὲ πολλὸν Ἀχαιούς . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἔχεν πολὺ φέρτατον ἄλλων
6742337 ἰνδαλλω
, τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , ἐξ οὗ καὶ ἴνδαλμα . . . ,
οἷον ἰέναι ποιῶ . . . . . ἰνδάλλω : ἰνδάλλω : ὥσπερ παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ
6741717 παμβασιληος
! ! ! ! ! ! ] Αβαδιος ἐπὶ χθονὶ παμβασιλῆος ἔπλετο δωρσιεω ? ? ? ! ! ! !
? ? ? ὔμμι ? ? γενέθλῃ . ἐν χθονὶ παμβασιλῆος ? ? ? ? ? ? ? ? ?
6740367 διατριβω
τῆλ ' Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται , οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον , ἀλλὰ κελεύω γήμασθ ' ᾧ κ
καὶ μειρακίου παρ ' ὑμῖν , οὐκ ἀφανεῖς δὲ διατριβὰς διατρίβω , ἀλλ ' ἐν ταῖς ἐκκλησίαις μεθ ' ὑμῶν
6735509 συκοφαντεις
δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε , συκοφαντεῖς ; τί λόγους πλάττεις ; τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις
φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ ' οὗ
6731675 ἐρρωσο
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε
6730580 ἐσιδεσθαι
τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς
Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν
6726514 ὀμοσας
τὸν δὲ Εὐρυσθέα ἐασάσης διὰ τὸ βασιλεῦσαι . Καὶ γὰρ ὀμόσας ὑπῆρχεν ὁ Ζεὺς τοῖς θεοῖς τάδε : ὁ τικτόμενος
ἐμοῦ ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον , ἠξίου οὗτος καὶ αὐτὸς ὀμόσας ἀπηλλάχθαι . ἐγὼ δ ' εἰ μὲν μὴ περιφανῶς
6725941 ἀνεκτος
ἐμὰ στήσεσθαι Ἀχαιοὺς λισσομένους : χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ ' ἀνεκτός . ἀλλ ' ἴθι νῦν Πάτροκλε Διῒ φίλε Νέστορ
τὸ ἀποθνῄσκειν πάρισον . εἰ μέτριος εἴη μέχρι δεῦρο , ἀνεκτός , ἀλλ ' οὐκ ἀνήσει . πάλιν γοῦν ἐν
6721926 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
6714978 δυσορνις
ἀπεῖπεν οὐδ ' ἀπηγόρευσε τὸ ποιῆσαι τὰ δεινά . ἧ δύσορνις ἅδε : δυσοιώνιστος γέγονεν αὐτοῖς ἡ συμρορὰ τῆς μάχης
. . δυσφόρους ] γράφεται καὶ δυσμόρως . . ἦ δύσορνις ] ὄντως δύσορνις καὶ δυσοιώνιστος καὶ οὐ κατὰ σκοπὸν
6713442 ἀμυνων
Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς
ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες
6708733 ὠφθην
, Πολυμῆστορ , ἐν τοιοῖσδε κειμένη κακοῖς . ὅτωι γὰρ ὤφθην εὐτυχοῦς ' , αἰδώς μ ' ἔχει ἐν τῶιδε
ὃς ἂν ἐμὲ διασώσῃ πολεμουμένην , οὐδὲ πρὸς σὲ ἂν ὤφθην ἀγνώμων τοιαῦτα πεποιηκότα , ἀλλὰ κἂν ὅπλοις κἂν λόγοις
6703659 δωομεν
. . . + * . Ἀμπλάκημα : ἁμάρτημα . δώομεν ἀμπλακίην ὡς καὶ πάρος εὐμενέοντες . Ἀπολλώνιος , .
ἔχουσιν : ἀλλ ' ἵληθ ' , ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ ἠδὲ χρύσεα δῶρα , τετυγμένα : φείδεο δ
6697406 ἀπεχθης
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ '
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
6696864 σημαιν
ἀλλ ' εἴπερ εἶ γενναῖος , ὡς αὐτὸς λέγεις , σήμαιν ' ὅτου τ ' εἶ χὠπόθεν : τὸ γὰρ
ἀλόχωι τοῖς τ ' ἐμοῖς δόμοισιν εἶ . λέγε καὶ σήμαιν ' , ἵνα καὶ γλώσσηι σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν
6695137 μελε
πόθεν ἥκεις , Πραξαγόρα ; τί δ ' , ὦ μέλε , σοὶ τοῦθ ' ; ὅ τί μοι τοῦτ
Μὰ Δί ' οὐκ ἔμοιγ ' ἐπέβαλεν οὐδείς , ὦ μέλε . Κἄπειτα δῆθ ' οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς
6692098 προσμενω
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει
6690233 εἰσοραις
, ἠισθόμην γάρ , Ἀγάμεμνον , σέθεν φωνῆς ἀκούσας , εἰσορᾶις ἃ πάσχομεν ; ἔα : Πολυμῆστορ ὦ δύστηνε ,
' Ἀργείων δορὶ πλείστους διώλες ' Ἕκτορος , τάδ ' εἰσορᾶις ; ὁρῶ τὰ τῶν θεῶν , ὡς τὰ μὲν
6688118 τραγωιδων
: . . . . ἀπάργματα λέγεται τὰ ὑπὸ τῶν τραγωιδῶν λεγόμενα μασχαλίσματα : ταῦτα δέ ἐστι τὰ τοῦ φονευθέντος
Ὑπόθεσ . . . . , . : ἐπὶ Μένωνος τραγωιδῶν Αἰσχύλος ἐνίκα Φινεῖ , Πέρσαις , Γλαύκωι Ποτνιεῖ ,
6686849 τοὐπιγραμμα
. ἐνταῦθα ἔληγεν . εἶθ ' ὑπεγέγραπτο τοῦ λόγου δὴ τοὐπίγραμμα , φιλοστέφανος , ἢ φιλησιστέφανος . ὅσον μὲν οὖν
προσοικοδομήσας ὕστερον ὁ δῆμος Ἀθηναίων μεῖζον μῆκος τοῦ βωμοῦ ἠφάνισε τοὐπίγραμμα : τοῦ δ ' ἐν Πυθίου ἔτι καὶ νῦν
6685713 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
6680166 ἑκατηβολε
καὶ νῦν ἀτρεκέως μάλα τοι λέξαντος ἕκαστα ἡμετέροις , ἥρως ἑκατηβόλε , πείθεο μύθοις . Ὣς ἄρ ' ἔφη Πριάμοιο
ἐπισσείων φοβέειν ἥρωας Ἀχαιούς : σοὶ δ ' αὐτῷ μελέτω ἑκατηβόλε φαίδιμος Ἕκτωρ : τόφρα γὰρ οὖν οἱ ἔγειρε μένος
6674569 Ἀτρεϊδῃσιν
' , ἥ τ ' ἔπλετο νείκεος ἀρχή , δωσέμεν Ἀτρεΐδῃσιν ἄγειν , ἅμα δ ' ἀμφὶς Ἀχαιοῖς ἄλλ '
μὲν ἐν νήεσσι κορωνίσιν Ἴλιον εἴσω ᾤχεθ ' ἅμ ' Ἀτρεΐδῃσιν : ἐμοὶ δ ' ὄνομα κλυτὸν Αἴθων , ὁπλότερος
6666393 μυθοισιν
ἔφατ ' ἀντομένη : τοῦ δὲ φρένες ἰαίνοντο ἧς ἀλόχου μύθοισιν , ἔπος δ ' ἐπὶ τοῖον ἔειπεν : “
πρὸς Ἀγαμέμνονα . . . . . λαὸς Ἀχαιῶν Πείσονται μύθοισιν : ὅτι πρὸς τὸ νοητὸν ἀπήντηκεν , ὁ λαὸς
6665321 Φεραυλας
ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν : ὥστε μοι δοκῶ , ἔφη ὁ Φεραύλας , νῦν διὰ τὸ πολλὰ ἔχειν πλείω λυπεῖσθαι ἢ
δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ
6653867 συγγνωθι
τῆς φλεγμονῆς τῶν δακρύων μου . Ἀλλά , κύριε , σύγγνωθί μοι , ὅτι ἥμαρτόν σοι ἐν ἀγνοίᾳ καὶ λελάληκα
, διαφαυλίζεις . Μὴ θαυμάσῃς , ὦ Μέγιλλε , ἀλλὰ σύγγνωθί μοι : πρὸς γὰρ τὸν θεὸν ἀπιδὼν καὶ παθὼν
6652787 συγγον
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
6649970 θεο
? ? ? [ ] [ ! ! ! ] θεο [ ] [ ! ! ! ] ! σσα
δὲ πρὸς τὰς διαθέσεις , ὡς τὰ νάρδινα καὶ τὰ θεο - δότια καλούμενα . τὰ δὲ πρὸς ῥεύματα ,
6648070 τελω
καὶ Λιβάνιος : ” ὡς τὰ αὐτὰ ἐφροντίζομεν “ . τελῶ λέγεται τὸ πληρῶ , ἀφ ' οὗ καὶ τέλος
καὶ τελευτὴ ὁ θάνατος : τελῶ καὶ τὸ γίνομαι , τελῶ καὶ τὸ μυοῦμαι καὶ τὸ διδάσκομαι , ὡς ἐνταῦθα
6645815 ὀρχαμε
Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές , ὄρχαμε λαῶν , ἤλυθον εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις
ἐγὼ κλισίηθεν ἰοῦσα : νῦν δέ σε τεθνειῶτα κιχάνομαι , ὄρχαμε λαῶν , ἂψ ἀνιοῦς ' . ὥς μοι δέχεται
6638596 ἀεισατε
γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . [ νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε , ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες , κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο .
ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ Παιᾶνα κλυτόμητιν ] ἀείσατε [ κοῦροι Λατοΐδαν Ἕκατον ] , ἰὲ Παιάν ,
6638576 ὑπηρχες
τῷ αὐτοῦ ἔρωτι . * † ἀφανής . * † ὑπῆρχες . * τῇ Εὐρυανάσσῃ : † τῇ Εὐρυανάσσῃ τοὔνομα
μεμήνυκε τῇ γραΐ : ἤτοι πάλαι ποτέ μοι ἄκοντι χρησίμη ὑπῆρχες διὰ τὴν ἔνδειαν , νῦν δ ' οὐκέτι σου
6637705 δειλοισιν
ἀγὼν γὰρ οὐ μέλλοντος ἀθλητοῦ μένει ἀλκήν . ἔνεισιν ἐν δειλοῖσιν ἀνδρεῖοι λόγοι . ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύοις ἁλώσομαι .
' ἑταίρους ποιοῦνται θῶπας πλούτου καὶ τύχης κόλακας . Νόσος δειλοῖσιν ἑορτή : οὐ γὰρ ἐκπορεύονται ἐπὶ πρᾶξιν . Κακὸς
6637555 ἠφανισμενη
ἐπεί . . φροῦδα ] ἠφανισμένα . ; φρούδη ] ἠφανισμένη . . χροία ] ὄψις , χρῶμα . φρούδη
μετὰ τοῦ πρέμνου ὃν καλοῦσι στέλεχον . πανώλεθρον ] παντελῶς ἠφανισμένη . πανώλεθρον ] παντελῶς ὀλεθρευθεῖσαν . ἐκθαμνίσητε : δίκην
6634866 ἀγαθε
, τοὺς ἄλλους λαθών : “ οὐ σώσεις , ὦ ἀγαθέ , τὴν πατρίδα ; ” ὃ δὲ καὶ τοῦτ
ἀδελφιδοῦς ἐπιμελεῖσθαι τούτου τοῦ παιδίου ; Ἀλλ ' , ὦ ἀγαθέ , τοῦτο μὲν καὶ λαθεῖν φήσαιτ ' ἂν ὑμᾶς
6625080 Φοιβ
βέλτιον τὸ πρᾶγμα τῇ πόλει ξυνοίσεται . ἀμφί μοι αὖτε Φοῖβ ' ἄναξ Δήλιε , Κυνθίαν ἔχων ὑψικέρατα πέτραν :
τί σὺ πρὸς μελάθροις ; τί σὺ τῆιδε πολεῖς , Φοῖβ ' ; ἀδικεῖς αὖ τιμὰς ἐνέρων ἀφοριζόμενος καὶ καταπαύων
6623683 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
6619757 πατρῳ
βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν
πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος
6615783 κατθανηι
τῶι Πανδίονος . σὺ δ ' , ὥσπερ εἰκός , κατθανῆι κακὸς κακῶς , Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνωι πεπληγμένος ,
ἔα . καὶ σὺ τῶνδ ' ἔξω κομίζου τειχέων ἢ κατθανῆι . πρὸς τίνος ; τίς ὧδ ' ἄτρωτος ὅστις
6615590 Διονυσοδωρῳ
ἐπειδὴ καὶ πρεσβύτης εἰμί , παρακινδυνεύειν ἕτοιμος καὶ παραδίδωμι ἐμαυτὸν Διονυσοδώρῳ τούτῳ ὥσπερ τῇ Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ . ἀπολλύτω με
ἀλλὰ διάπειραν ὑμῶν λαμβάνειν βουλόμενος . Τὰ μὲν τοίνυν πεπραγμένα Διονυσοδώρῳ ἀκηκόατε , ὦ ἄνδρες δικασταί : οἴομαι δ '
6614197 ἑψομαι
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη
6611218 πρεποντ
δὲ παροιμία : δοῦλε δεσποτῶν ἄκουε καὶ δίκαια κἄδικα . πρέποντ ' ἀρχὰς βίου : πρέποντά μοί ἐστι καὶ ὀφειλόμενα
] , Θησεῦ , τῆι τ ' Ἀθηναίων πόλει [ πρέποντ ' ἔλεξας : τοῖσι δυστυχοῦσι γὰρ ἀεί ποτ '
6608437 Εὐβουλευ
[ χθονίων ] καθαρά , χθονίων βασίλεια , Εὖκλε καὶ Εὐβουλεῦ καὶ ὅσοι θεοὶ δαίμονες ἄλλοι : καὶ γὰρ ἐγὼν
ἄριστε , ἁβροκόμη , φιλέρημε , βρύων ὠιδαῖσι ποθειναῖς , Εὐβουλεῦ , πολύμορφε , τροφεῦ πάντων ἀρίδηλε , κούρη καὶ
6604220 ὑπατε
δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη : ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ τοι σθένος
καταφρονήσῃς οἰκέτου φλυαρίας . Ναὶ πάτερ ἡμέτερε , Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων , γουνοῦμαί σε θεὰ γλαυκῶπις , τριτογένεια ,
6600714 ἀμυνετε
πτερόεντα προσηύδα : δεῦτε φίλοι , καί μ ' οἴῳ ἀμύνετε : δείδια δ ' αἰνῶς Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες στῆτ ' ἐλελιχθέντες καὶ ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ Αἴανθ ' , ὃς βελέεσσι βιάζεται ,
6600071 δουλευσω
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ
6599833 διοτρεφες
ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ ξείνω δή τινε τώδε , διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε , ἄνδρε δύω , γενεῇ δὲ Διὸς
' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ διοτρεφὲς οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς : φρονέω δὲ
6599512 μενεπτολεμων
μῶλον βάλλεν , ἐπεὶ μάλα πολλὰ κακῆς ἀλκτήρια χάρμης κεῖτο μενεπτολέμων ἐπὶ τείχεσι Δαρδανιώνων : τοῖσί περ Αἰνείας μεγάλῳ περὶ
θέμις ἔστ ' ἀγορεύειν : Κέκλυτέ μευ , φίλα τέκνα μενεπτολέμων Ἀργείων : ἴστε γὰρ ὡς σάφα οἶδα θεοπροπίας ἀγορεύειν
6595629 δαμημεναι
' Ἄρεϊ δάμναται ἀνήρ : εἰ δέ μοι αἴσιμόν ἐστι δαμήμεναι εἵνεκ ' Ἀχαιῶν , τεθναίην ῥέξας τι καὶ ἄξιον
ἱεροῖο θύγατρες Μοῖραι ἐπεκλώσαντο καὶ ἀθανάτοις περ ἐοῦσι πρῶτα Ποσειδάωνι δαμήμεναι , αὐτὰρ ἔπειτα θαρσαλέῳ Πηλῆι καὶ ἀκαμάτῳ Ἀχιλῆι ,
6593580 ἐπιχειρω
εἰ δὲ δή τι κἀμοὶ λόγου πρόσεστιν ἄξιον καὶ παιδεύειν ἐπιχειρῶ , οὐ πατήρ , ὡς ἔοικε , μόνον ,
καὶ τὴν γλῶτταν ἀπολλύουσιν ὑπὸ τῆς σοφίας . Ἐγὼ δὲ ἐπιχειρῶ μέν , ὦ ἄνδρες , καὶ προθυμοῦμαι εἰς τὴν
6582147 Τοιαυτ
στρατοῦ , οἵας λατρείας ἀνθ ' ὅσου ζήλου τρέφει . Τοιαῦτ ' ἐρεῖ τις , κἀμὲ μὲν δαίμων ἐλᾷ ,
σοι εἰς τὰς πλευρὰς πολλῇ στρατιᾷ κἀδενδροτόμησε τὸ νῶτον ; Τοιαῦτ ' ἀφελὼν κακὰ καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ ' ἀγεννῆ
6578856 εὐεπιχειρητος
ἐνεδρευτικὸς ῥᾳδιουργὸς ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος
, ἐς μέρη πολλὰ διασπώμενος ὑπὸ τῆς δυσχωρίας , ὡς εὐεπιχείρητος ἄν , εἴ τις ᾔσθετο , γενέσθαι . περὶ
6578663 Εὐμηλῳ
ἄλλοι , ὡς καὶ Στησίχορος ἐν Ἰλιοπέρσιδι καὶ Σοφοκλῆς ἐν Εὐμήλῳ . Καθήκοντα : Δημοσθένης ἐν ιʹ Φιλιππικῶν φησὶν “
τούτους καὶ ῥώμῃ παρῆλθεν ὁ Κῦρος . τῆς ἔναγχος εἰρημένης Εὐμήλῳ παραβαλλούσης τὸν λέγοντα καὶ δόξαν ἐντεῦθεν αὐτῷ φερούσης ὑπεροψίας
6571897 μουσοποιος
τοῖς παισὶν εἶπε χρήσιμα . μεγάλα χάρις αὐτῷ . Ὁ μουσοποιὸς ἐνθάδ ' Ἱππῶναξ κεῖται . εἰ μὲν πονηρός ,
' αἰῶνος μακροῦ πένθη μέγιστα δακρύων καρπουμένωι : ἀεὶ δὲ μουσοποιὸς ἐς σὲ παρθένων ἔσται μέριμνα , κοὐκ ἀνώνυμος πεσὼν
6569965 ἀγειρω
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα
6567961 πιθεσθε
ὡς μάθητε διὰ τέλους τὸ πᾶν . πίθεσθέ μοι , πίθεσθε , συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι . ταὐτά τοι πλανωμένη
φίλοι , Κυθέρειαν ἐπικλείοντες ἀμύνειν , ἤδη νῦν Ἄργοιο παραιφασίῃσι πίθεσθε . ” Ἴσκεν : ἐπῄνησαν δὲ νέοι , Φινῆος
6566310 Οὐκετ
καὶ πηδῶντος μεθ ' ὁρμῆς ἐτέθη τὸ ἀκταινῶσαι . Αἰσχύλος Οὐκέτ ' ἀκταίνω φησί , βαρυτόνως , οἷον οὐκέτι ὀρθοῦν
. Οὔτ ' ἰχθὺς φωνὴν οὔτ ' ἀπαίδευτος ἀρετήν . Οὐκέτ ' ἐμὸν τὸν πρᾶγμα : πολλὰ χαιρέτω : παρόσον
6561651 κεχολωμενος
ἐλατῆρ ' ἀφίει ἀκαχήμενον ἵππων . τῶν ὃ γέρων ἐπέων κεχολωμένος ἠδὲ καὶ ἔργων ἐξέλετ ' ἄσπετα πολλά : τὰ
φησὶ καὶ εὔχεται οὕνεκ ' Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει κεχολωμένος ἦτορ : κείνου δ ' οὔ τι λίην ποθὴ
6561636 σιδαρος
τὴν Παφίην . Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη .
Πραξιτέλης ; Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο , οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης , ὥς ποτε κρινομένη
6561325 Φειδιππιδη
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ
6554764 Ἐτεοκλεης
Οἰδίπου , λόγων ἄκουσον : ἀρχὰς τῆσδε γῆς ἔδωκέ μοι Ἐτεοκλέης παῖς σός , γάμων φερνὰς διδοὺς Αἵμονι κόρης τε
' ἱδρὼς ἢ τοῖσι δρῶσι διὰ φίλων ὀρρωδίαν . ] Ἐτεοκλέης δὲ ποδὶ μεταψαίρων πέτρον ἴχνους ὑπόδρομον , κῶλον ἐκτὸς
6553201 ʹʹγʹ
μεσόγειοι Θίσβη ναʹ λζʹ γοʹʹ Θεσπιαί ναʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹ Ὀρχομενός ναʹ γʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Κορώνεια ναʹ
Ἄβεα μθʹ ∠ ʹʹδʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Λακω Λεῦκτρον μθʹ ∠ ʹʹγʹ ιβʹʹ λδʹ γοʹʹ Ταιναρία ἄκρα νʹ λδʹ γʹʹ καὶ
6542133 ἐστης
τινος δυσχεροῦς ἠνίασας . εἰ δ ' ἐπὶ τῆς προσρήσεως ἔστης , σὺ μὲν ἂν ἦσθα βελτίων , ὁ δὲ
γὰρ ἔμοιγ ' ἐπάμυνας ἀνὰ μόθον , ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ ἔστης ἦρα φέρων , μή τίς νύ σε δουρὶ δαμάσσῃ
6540577 κεδνων
ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ , πρὸς ἔρυμα τόδε κεδνῶν κακῶν τ ' ἀπότροπον , ἄγος ἀπεύχετον , κεχυμένων
ἐν ἀνθρώποισιν , ἀλλ ' αὐτὴ κρατεῖ . ὦ μοῖρα κεδνῶν καὶ κακῶν κυνηγέτι ἡ τὰ θνητῶν καὶ τὰ θεῖα
6540310 μαινομαι
δίμετρον Ἀνακρεόντειον , οἷόν ἐστι τὸ , καὶ μαίνομαι κοὐ μαίνομαι . ἐφ ' ἑκάστῳ συστήματι παράγραφος : ἐπὶ δὲ
βραχέος εἰς τὸ α μακρόν . . 〚 μᾶλλον ἢ μαίνομαι . οἱ μὲν , φασὶν , ἐκτείνουσιν : οἱ
6539642 ἐνστατικως
Δευτέρα ἀντίθεσις : ἀλλὰ δι ' ἐμὲ ἐσώθητε . ΛΥσεις ἐνστατικῶς , ὅτι οὐ διὰ σὲ , ἀλλὰ διὰ τὴν
τόδε ποιῆσαι , κεφάλαιον : ἀλλ ' οὐ δύσκολον , ἐνστατικῶς : εἰ δὲ καὶ δύσκολον , ποιητέον , ἀντιπαραστατικῶς
6539204 ἀρωγος
' ἀναπτυχαί : πῶς ποτε ἐκφύγω τὰς παρούσας τύχας : ἀρωγός : φανείη δηλονότι : τοῦτο γὰρ ἀπὸ κοινοῦ :
ἐν συνθέσει ἀποφήλιος , καὶ τροπῇ ἀποφώλιος , ὡς ἀρήγω ἀρωγός καὶ ῥήσσω ῥωγμός . : ῥωχμὸς ἔην γαίης ,
6538330 κηρυσσω
, τὸ δὲ ἐπὶ τοῦ λαμβανομένου . Λιγαίνω : τὸ κηρύσσω . Λιγυφθόγγοις : ἡδυφώνοις , ὀξυφώνοις . Λιπαροκρήδεμνος :
διψῶσιν οἴονται κἀμέ . τί οὖν αὐτοῖς ποιήσω ; περιερχόμενος κηρύσσω καὶ λέγω μὴ πλανᾶσθε , ἄνδρες , ἐμοὶ καλῶς

Back