: παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ μετάθεσιν τοῦ π εἰς φ , εἰσέρχεται ' | ||
παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ μετάθεσιν τοῦ π εἰς φ : τὸ γὰρ |
τῷ Περὶ θεωρίας . . . : Σκάλοψ , ὁ σπάλαξ λέγεται παρὰ Ἀττικοῖς , καὶ λέγει Νικοκλῆς σκάλοπας , | ||
. . . . ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ μετάθεσιν τοῦ π |
σφάλλω ἀσφαλής , . , . Ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ | ||
ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι , καὶ τοῦ σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ |
κλήματος μέλανα καὶ λευκὸν φέρειν ἢ καὶ ἐν αὐτῷ τῷ βότρυϊ καὶ ὅσα δὴ τοιαῦθ ' ἕτερα ποιοῦσι , πλείω | ||
ὅταν ἔχῃ τὴν αἰτιατικὴν ἰσοσύλλαβον : ἰδοὺ γάρ ἐστι τῷ βότρυϊ , καὶ οὐ λέγομεν τὴν αἰτιατικὴν τὸν βότρυα ἀλλὰ |
αὐτοῦ τοῦ πληγέντος δήπουθεν πρῶτον ἀέρος φερομένου μέχρι καὶ τοῦ ἀγγείου καὶ πάλιν αὐτοῦ τούτου ἀνακλωμένου μέχρι τοῦ πλήξαντος , | ||
καταστῇ , ὡς τὴν εὔροιαν ἐπακολουθῆσαι , τῆς διαιρέσεως τοῦ ἀγγείου κατ ' εὐθὺ γενομένης τῇ τοῦ δέρματος διαιρέσει . |
' ἕκαστον , ἀλλὰ κἀκεῖθεν : πᾶν τετράγωνον σχῆμα διαγωνίως διαιρεθὲν εἰς δύο τρίγωνα λύεται καὶ πᾶς τετράγωνος ἀριθμὸς εἰς | ||
τὸ ἔνυδρον , ἐάν τις τὸ ζῷον τὸ εἰς αὐτὰ διαιρεθὲν ἐπιτηδεύῃ διελεῖν εἰς λογικὸν καὶ ἄλογον : ἀδύνατον γάρ |
καὶ πλείω : καὶ ἐκ τῶν νεφῶν δὲ ἑφθὸν ἤδη χεῖσθαι τὸ ὕδωρ . Τοῦτο δ ' οἱ μὲν περὶ | ||
φευκτικόν φυγῆς ποιητικόν χηραμὰ δὲ τὰ κοιλώματα , παρὰ τὸ χεῖσθαι καὶ χωρεῖν ἐν αὐτοῖς . * χηραμά : τὰς |
ἐπὶ τοὺς βόας γύης καλεῖται , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ γύου ἱστοβοεύς . τοῦ δὲ ζυγοῦ τὰ ἐπὶ τοὺς αὐχένας | ||
κόμου ἔχομεν ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου : |
συμφώνου τρόπον ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ | ||
ποιοῦσι : τὸ γοῦν ἔχω ἴσχω φασὶ καὶ τὸ ἔπω ἴσπω καὶ ἐνίσπω , οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , |
ὁ δ ' αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου ὥσπερ καδίσκου περιέλειχε τὸ στόμα . Ὁ μὲν Δημόκριτος περὶ Ὁμήρου φησὶν | ||
ὁ δ ' αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου ὥσπερ καδίσκου περιέλειχε τὸ στόμα . ἄλλαι δὲ κυαμίζουσιν αὐτῶν : εἰσί |
: τούτῳ κατάχριε τὸ ἥμιϲυ μέροϲ τοῦ μετώπου κατὰ τοῦ κροταφίτου δηλονότι μυόϲ . ἐφ ' ὧν δὲ μὴ πολλὴ | ||
χρίειν δὲ τούτῳ τὸ ἥμισυ μέρος τοῦ μετώπου μετὰ τοῦ κροταφίτου μυός . χρησιμώτατον δ ' ἐστὶ πρὸς τὰς ψυχρὰς |
κρανίου διαίρεσις κατά τι μέρος μετὰ τοῦ τὰ κατεαγότα ὀστάρια ὑποκεχωρηκέναι κάτω ὡς πρὸς τὴν μήνιγγα . τῶν δ ' | ||
ἐστιν ὀστοῦ διακοπὴ μετὰ τοῦ τὸ διακείμενον εἰς τὸ βάθος ὑποκεχωρηκέναι καὶ ἀπεληλυθῆναι τῷ ἀπαθεῖ ὀστῷ . τκʹ . Ἐκπίεσμά |
ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Ἀττικὴν ἐπικαιρίως κεῖται τῷ Σουνίῳ πλησιάζον τὸ χωρίον : ἔχει δ ' ἱερὸν Ποσειδῶνος ἐπισημότατον | ||
κειμένη : εἰ γοῦν μὴ ἔχει τὴν ἁφήν , οὐδὲ πλησιάζον τὸ τρέφον γνωρίσει : μὴ γνωρίζον δὲ οὐκ ἂν |
. Λέγοις ἂν τὸ μετὰ τοῦτο . Θεογονίαν τοίνυν καὶ ζῳογονίαν ἀναγκαῖον , ὡς ἔοικεν , πρῶτόν μοι , κακῶς | ||
τὸ αὐτοτελὲς παρασχεῖν , εἰ μὴ τὴν ἀπὸ τῶν τελείων ζῳογονίαν λάβοι . ἔρχεται γὰρ ὁ γόνος , φησίν , |
δὲ διεγείρεται : τὸ δὲ περὶ τὴν ναῦν προσρήγνυται . πιτνὸν ] προσπῖπτον . ἄλλο δ ' ἀείρει ] ὑψοῖ | ||
] ὑψοῖ . ἡ μὲν σύνταξις ἀεῖρον ἀπῄτει πρὸς τὸ πιτνὸν , ὁ δὲ ἀείρει πρὸς τὸ θάλασσα εἶπεν . |
μὴ κατὰ τὴν γαστέρα τάμῃς , καὶ ψιλώσῃς τι τοῦ ἐμβρύου , ἔξεισι γὰρ ἡ γαστὴρ καὶ τὰ ἔντερα καὶ | ||
, ὡς μηδὲ παντάπασί τι παραδέχεσθαι : ἀπολυομένου δὲ τοῦ ἐμβρύου τῆς μήτρας διΐσταται ὁ πόρος οὗτος , ἔστι δὲ |
ἀναγαγόντεϲ ὑπηρέτῃ πρὸϲ διακράτηϲιν ἀποδῶμεν , κατωτέρω δὲ τοῦ κατάγματοϲ περιθέντεϲ τὸν βρόχον τὰϲ ἀρχὰϲ εἰϲ κατάταϲιν ἑτέρῳ ὑπηρέτῃ δώϲομεν | ||
διαιροῦϲι τὸ ἀγγεῖον ϲμιλίῳ διγώνῳ , εἶτα ϲπόγγον τῷ ὀφθαλμῷ περιθέντεϲ ἐπερείδουϲι καυτήριον τῷ τόπῳ , οὐκ ἄχριϲ ὀϲτέου , |
πολίτης Ἀθωΐτης . . . ἀθῷος : ὥσπερ , τὸ καταβάλλω γίνεται θῳή : ὁ γὰρ ζημιούμενος καταβάλλεταί τι . | ||
δεδόκησαι : ὥστ ' ἤδη τὴν ὀργὴν χαλάσας τοὺς σκίπωνας καταβάλλω ἀλλ ' , ὦ τῆς ἡλικίας ἡμῖν τῆς αὐτῆς |
θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς , καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς , καὶ ἐγένετο | ||
ἀδικημάτων ἔχειν λόγον φασί τινες . τό γε μὴν „ ἐνεφύσησεν „ ἴσον ἐστὶ τῷ ἐνέπνευσεν ἢ ἐψύχωσε τὰ ἄψυχα |
, ὀδόντες , [ καὶ ] χείλη , ῥίς , οὐρανίσκος καὶ ὁ γαργαρεών . φωνή ἐστι πλῆξις ἀέρος ἢ | ||
, ὅ ἐστι τοὺς ὀφθαλμοὺς πελιώματα . Ὑπερώα . ὁ οὐρανίσκος . Ὅμηρος : χείλεα μέν τ ' ἐδίῃν ' |
. τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ γεωργῶ τὸ γεωργός , | ||
, Αἴγισθος , ὁ αἶγα θηλάσας : καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργῶ οὖν τοῦ σημαίνοντος τὸ φαίνω ἄργυφος , καὶ πλεονασμῷ |
, ἐπεισόδῳ δὲ τοῦ μ ὡς ἀχυρμιά ἢ χερμάδιον καὶ τυμπάνιον : ὁ γὰρ πλεονασμὸς τοῦ μ πολύς . Φοιταλέων | ||
τῷ προσώπῳ παρέχειν , καὶ νομίζειν κόσμον : ὅπου δὲ τυμπάνιον περικεῖσθαι πρὸς μὲν τῷ ἰνίῳ περιφερὲς καὶ σφίγγον τὴν |
τὸν ἄνθρωπον : ζητητέον δὲ , τίς ἡ διαφορὰ τοῦ ἐμπίπτοντος ὅρου καὶ στοχασμοῦ ἐμπίπτοντος , καὶ φαμὲν ὅτι ἐν | ||
' ἡ φωνὴ καὶ μέγας ὁ ψόφος γίνεται πολλοῦ πνεύματος ἐμπίπτοντος ἰσχυρῶς ἰσοσθενεῖ σώματι : πλήττειν τε γὰρ οὕτως ἔφαμεν |
ἔχουσαν , ἐν ᾗ ἐνῆν καὶ τάδε : Καταπέμπω Κῦρον κάρανον τῶν εἰς Καστωλὸν ἁθροιζομένων . τὸ δὲ κάρανον ἔστι | ||
οὐκ ἔστιν εὑρεῖν : διὸ τὸ μὲν κάρα ἀπὸ τοῦ κάρανον ἀποκεκόφθαι φαμέν : τὸ δὲ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
τε σύνοδος ἐκείνη λαμπρότατα φαίνεται τό τε τρίτον εὖ ποιοῦν ἠκολούθηκεν . εὐθυμοῦνται μὲν αἱ πόλεις , ἀνθοῦσι δὲ οἱ | ||
πράττειν εἰδώς , τῷ δὲ βούλεσθαι τὸ δύνασθαι καλῶς ποιοῦν ἠκολούθηκεν ὑπάρχον μὲν καὶ πάλαι , νῦν δὲ ηὐξημένον : |
. δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη | ||
ἐπικεκαῦσθαι τὴν ὄψιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου . , ἀρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , καὶ τὸ ὄπτω ὄψω παρῆκται |
. . . † ἀπωμόρξατο : ἐκ τοῦ ἀμέργω τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω | ||
κτισάντων τὴν πόλιν , ἥτις τῇ Κολχίδι φωνῇ Πόλαι καλεῖται σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος τοὺς φυγάδας , ὥς φησι Καλλίμαχος . |
χεῖρα καὶ πρόσωπον καὶ ἕτερα τοιαῦτα . ὁ μὲν οὖν ἱέραξ αὐτοῖς σημαίνει πάντα τὰ ὀξέως γινόμενα , διὰ τὸ | ||
καὶ αἱ ταύταις παραπλήσιαι : ἀπὸ δὲ ζώων καρκίνος , ἱέραξ , κριὸς , λαγωὸς , χελώνη : ἀπὸ δὲ |
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον | ||
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ |
Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ | ||
μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι |
στάχυας ἀντὶ τοῦ ταῖς χερσὶ συντρίβοντες . καὶ ψῶ τὸ καίω , ἐξ οὗ καὶ ψωλὸς δαλὸς ὁ κεκαυμένος καὶ | ||
μέλλων μαρῶ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ μαυρῶ , ὡς καίω καύσω καὶ κλαίω κλαύσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ῥηματικὸν |
Σῦς . δύναται δὲ καὶ εἶναι παρὰ τὸ ὕεσθαι . ὕω ὕσω ὕεσθαι , ὅ ἐστι βρέχεσθαι : ἐπεὶ τοῖς | ||
. , . Αὔω : τὸ ξηραίνω : παρὰ τὸ ὕω , τὸ βρέχω , γίνεται μετὰ τοῦ στερητικοῦ α |
Ἑνικά . Ἔτυπτον : ἡ γενικὴ τῆς μετοχῆς τοῦ ἐνεστῶτος ἀποβάλλουσα τὴν ἐσχάτην συλλαβὴν καὶ τὴν ἄρχουσαν αὔξουσα χρονικῶς ἢ | ||
σύμφωνον τρέπει , οἷον κατανεῦσαι καννεῦσαι : καταβάλλειν καββάλλειν : ἀποβάλλουσα ἀββάλλουσα : ἀπόβασκε ἄββασκε : εἰ δὲ τὸ Ν |
πρόπαν̆ ἢ σύμπαν̆ : πάλιν γὰρ ἀπὸ ὀνοματικῆς συντάξεως εἰς ἐπιρρηματικὴν ἐχώρησεν . ἔστι τὸ πᾶν , ὅπερ μονοσύλλαβον μὲν | ||
παρηγμένων . πρόκειται δὲ ὅτι αἱ προθέσεις , παραγόμεναι εἰς ἐπιρρηματικὴν προφοράν , τόπου σχέσιν ἐπαγγέλλονται . εἰ οὖν μόνον |
τῶν διὰ τοῦ η : καὶ ἰστέον ὅτι τὰ εἰς ηξ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ἁπλᾶ διὰ τοῦ κ κλίνονται , | ||
τέτριπται : αἱ γὰρ ἄλλαι οὐκ εὔχρηστοι . Τὰ εἰς ηξ εἰωθότα Δωρικῶς τρέπεσθαι εἰς α , διὰ τοῦ η |
, εἰς α τρέπεται , ὡς δερῶ ἔδαρον ἐδάρην , ἔπαρον ἐπάρην , ἔφθαρον ἐφθάρην , τὰ δὲ μὴ οὕτως | ||
ἰδοὺ ὑπεροχή . πάλιν ὁ τετράγωνος ἐξ ὑπεροχῆς δυάδος : ἔπαρον οὖν τῶν δ β , ἰδοὺ καταλείπονται β . |
οὕτως καλούμενος , ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκός , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλέσω Ἀλείσιον : πέτρης τ ' Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου | ||
ἔχειν τὸ σ ἐγκεχαραγμένον / . ⌈ ἁλῶ / [ ἀλῶ ] ] συντρίψω . τὸν σειραφόρον ] τὸν τοὺς |
τοῖς ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ὀνόμασι τὴν τελευτῶσαν ἀπὸ φωνήεντος ἀρχομένην δασύνεσθαι . πάντως γὰρ εἶναι ψιλὴν αὐτὴν παρακολούθηκεν , νεὤς | ||
εἰ τὸ ἀρκτικὸν τῆς μετ ' αὐτὴν συλλαβῆς στοιχεῖον συμβαίη δασύνεσθαι : αἱ δ ' ἀπὸ τῶν θέσει μακρῶν , |
τὸ ρ μακρῷ τῷ α παραλήγεται κατὰ τὸν μέλλοντα , φυρῶ φυράσω , γηρῶ γηράσω , ξυρῶ ξυράσω , Ἀττικοὶ | ||
Λεσβίων ἄξια : παροιμία ἐπὶ τῶν ἀπράκτων . λευκὴν μᾶζαν φυρῶ σοι : παροιμία ἐπὶ τῶν μεγάλα ὑπισχνουμένων . λευκὴ |
Ἴσως τις ὑμῶν οἴεταί μοι τὴν δουλείαν ὑφ ' ᾗ τέθεικα πάντα ἄνθρωπον , ἐξελεγχθήσεσθαι τῇ τῶν ἀρχόντων μερίδι καὶ | ||
Ἑνικά . Τεθείκοιμι , τεθείκοις , τεθείκοι : τὸ ῥῆμα τέθεικα , ἡ μετοχὴ τεθεικώς τεθεικότος , καὶ τὸ εὐκτικὸν |
ξηραίνοντες : μάτην δ ' ἱστορεῖται ὅτι διωκόμενον τὸ ζῷον ἀποσπᾷ τοὺς διδύμους καὶ ῥίπτει : ἀδυνατεῖ γὰρ ἅψασθαι αὐτῶν | ||
μὴ παύσηται τὸ νούσημα , λεπίδας ἀπὸ τῆς ἀρτηρίης ἀποβήσσων ἀποσπᾷ , οἵας περ ἀπὸ φλυκταινίδων , καὶ ὀδύνη ἐμπίπτει |
Γλυκέρας . ποῦ γὰρ ἐν Αἰγύπτῳ ὄψομαι ἐκκλησίαν καὶ ψῆφον ἀναδιδομένην ; ποῦ δὲ δημοκρα - τικὸν ὄχλον οὕτως ἐλευθεριάζοντα | ||
φύσιν καὶ στιλπνόν , μὴ πέττοντος καλῶς τοῦ ἥπατος τὴν ἀναδιδομένην τροφήν . Κατ ' ἀρχὰς εὐθέως ἐμβρεκτέον ἐλαίῳ μυρσίνῳ |
, καὶ διὰ τοῦτο οὐδὲν τῶν κινουμένων μορίων ἑνὶ κέχρηται μυΐ , ἀλλ ' εἰ μὲν ἄνωθέν τις ἐμφύοιτο , | ||
αὐτοῦ συνεχὲς ἀκριβῶς ἐστι τῷ κατὰ σιμὰ ὠμοπλάτης τοῦ θώρακος μυΐ . ὁ δ ' ἕτερος ὁ πρόσθιος τοῦ τραχήλου |
ὁμαλῆ , καθάπερ σχοῖνος . ὁ δὲ τοῦ κυπείρου καὶ βουτόμου καυλὸς ὁμαλότητά τινα ἔχει παρὰ τούτους : ἔτι δὲ | ||
. Οἱ δὲ τῷ σπέρματι προσφάτως ληφθέντι παρατρίψαντες σειρὰν ἐκ βουτόμου πεπλεγμένην , εἰς τάφρον ἐμβάλλουσιν . Οἱ δὲ κάλλιον |
οἱ λοιποὶ δὲ δύο μύες ὑμενώδεις ὄντες ἀνωτέρω τοῦ στρογγύλου μυὸς ἔχουσι τὴν θέσιν : ἐκφύονται μὲν γὰρ ἔκ τε | ||
γίγνεσθαι τὸ σύμπτωμα , ἐπὶ δὲ τῶν διὰ παράλυσιν τοῦ μυὸς , τοῦ τραχήλου , τῆς κύστεως , καὶ ἐν |
σπῶ παράγωγον σπάζω , ὡς βῶ βάζω . τούτῳ τῷ σπάζω ἡ α ἐπίτασις ἐπῆλθε καὶ ἐποίησεν ἀσπάζω καὶ ἀσπάζομαι | ||
σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ σπάζω ἡ α ἐπίτασις ἐπῆλθε , καὶ ἐποίησεν ἀσπάζω καὶ |
φράσω . Ἥκω γὰρ εἰς γῆν , φησί , καὶ κατέρχομαι : ἥκειν δὲ ταὐτόν ἐστι τῷ κατέρχομαι . Νὴ | ||
ἁμάρτημα . τὸ ἥκω , φησὶ , ταυτόν ἐστι τῷ κατέρχομαι . . . μάκτραν , εἰ δὲ βούλει , |
ὅτι ἐπηκολούθησεν αὐτῷ . καὶ δῆλον ὅτι παρὰ τὸ ἕπω ἥφθη ἢ εἵφθη ὤφειλεν εἶναι ὁ ἀόριστος , καὶ κατὰ | ||
ἀπὸ τοῦ ἅπτω , οὗ γίνεται ἀόριστος , φησίν , ἥφθη καὶ ποιητικῶς ἅφθη , προσόδῳ δὲ τοῦ ε ἑάφθη |
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε . | ||
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ |
ἧπαρ , τυφώδη : εἰ δὲ περὶ τὸν πνεύμονα , κρυμώδη . δεῖται δὲ ὁ τοιοῦτος πυρετὸς ψυχόντων καὶ ὑγραινόντων | ||
καὶ διακεκαυμένην ὀνομάζουσιν . τὴν δὲ κατεψυγμένην ἂν εἴποις κρυώδη κρυμώδη , ψυχράν , σκιεράν κατάσκιον , ἄπυρον , ἀνήλιον |
ποταμοῦ τοῦ Ἰνδοῦ καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὑψηλόν τε καὶ δασὺ ἀγρίῃ ὕλῃ καὶ ἀκάνθῃ κυνάρᾳ . Δίδυμος δ ' | ||
ψιλότητι : ψιλὸν μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι τὸ τ , δασὺ δὲ τὸ θ , μέσον δὲ καὶ ἐπίκοινον τὸ |
ἐν τούτοις . Σημειοῦται ὁ τεχνικὸς τὸ κόμης κόμου καὶ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα . Καὶ ἰστέον ὅτι τὸ κόμης | ||
“ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς μακρὰν καὶ ὑψηλήν |
ὧν τοὺς μὲν εἴκοσιν ὑπὲρ τὸ προϋπάρχον βάθος πληροῦν μέχρι χείλους τὸ ῥεῖθρον , τοῖς δ ' εἴκοσιν ὑπέρχυσιν εἶναι | ||
τῇ γνώμῃ , βεβαίως καὶ ἀκλινῶς , ἐπὶ τοῦ ποταμίου χείλους , τοῦτο δέ ἐστιν ἐπὶ τοῦ στόματος καὶ τῆς |
ὁ μέλλων βόσω καὶ βόσις , ἡ τροφή , ὡς ἀρόσω ἄροσις : ἀφ ' οὗ βοτήρ , ὡς ἀροτήρ | ||
, . . . * ? Ἀροτρεύς : παρὰ τὸ ἀρόσω ἀροτρεύς . ἢ παρὰ τὸ ἄροτρον ἀροτρεύς . οὕτως |
. . . . . . ἀλακάτη , , : ἀλακάτη : καὶ ἠλακάτη Ἰωνικῶς : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω | ||
πλεονάσαντος ἐγένετο ἀκαλός . . . . , . : ἀλακάτη καὶ ἠλακάτη : ἀπὸ τοῦ ἄγω ἄξω ἀκτὸς εἴρηται |
. . , , , : κνήμη : ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήσω κινήμη καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη . | ||
Ἐρεχθεὺς ὁ Ποσειδῶν ἢ ὁ Ζεὺς παρὰ τὸ ἐρέχθω τὸ κινῶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὴν Λαίτριναν , ἥτις ἐστὶ χωρίον |
: μολύβδοις : κάθετός ἐστιν ἄγκιστρον μέγα , εἰς βάθος καθιέμενον , ἐκ τοῦ καθίημι τὸ χαλῶ , ἄλλοι δὲ | ||
τοῦ δέοντος ἡ ἰσχνότης πρὸς τῷ μηδὲ λαθεῖν δύνασθαι τὸν καθιέμενον δάκτυλον τὴν τοσαύτην ξηρότητα δι ' ἣν ἠναγκάσθη μύειν |
, καὶ ἐφυλάχθη ἡ αὐτὴ κλίσις : τὸ δὲ νύξ νυχός διὰ τοῦ χ ἐκλίθη , ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ νύσσω | ||
ποῖόν ἐστι τοῦ παρακειμένου ; τὸ χ , καὶ γίνεται νυχός : πλεονάζει γὰρ τὸ τ ἐν πολλαῖς λέξεσιν , |
κνησμῶν καὶ πόνων , ἔσθ ' ὅτε μὲν καὶ λεπίδας ἀποπίπτειν , ὅτε δὲ καὶ ἐπινέμεται πλείονα μέρη τοῦ σώματος | ||
κλέος ἔπραξεν : ἔθος γὰρ Πινδάρῳ ἀπὸ πληθυντικοῦ εἰς ἑνικὸν ἀποπίπτειν ἀριθμόν . κρίνεται δ ' ἀλκά : πρόσεστι δύναμις |
δὲ τὸ πρῶτον ἀντικνημιάζειν , ἀναλόγως καὶ τὸ γαστρίζειν ἢ μυκτηρίζειν . . . : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ | ||
ῥεῖν τὰ ἐξ ἐγκεφάλου ὑγρά : μυκτῆρες δὲ ἐκ τοῦ μυκτηρίζειν ἢ ἐκ τοῦ μύξας ἐξιέναι δι ' αὐτῶν . |
ἀλόγων , ἡ διὰ τῶν χρεμετισμῶν τῶν ἵππων ἀναπνεομένη : καπῶ τοίνυν τὸ θέμα , ἤως τὸ ῥῆμα , καπήσω | ||
τοῦ κ κεκαφηὼς κεκαφηότος . κεκαφηότα καθίσταται οὕτως ἔστι θέμα καπῶ τὸ πνέω , ἔνθεν καπνὸς ἡ πυρώδης πνοὴ , |
τῷ ξεϲτίῳ , εἶτα ἕτερον ὀϲτράκινον ἀγγεῖον ἄωτον λαβὼν μακροτράχηλον ϲτόμιον ἔχον ἁρμόδιον τῷ ϲτομίῳ τοῦ περιέχοντοϲ τὰ εἰρημένα εἴδη | ||
ϲτομίου τῆϲ ὑϲτέραϲ μετέωρον κἄπειτα λαβόμενον αὖθιϲ ἀπευθύνειν ἐπὶ τὸ ϲτόμιον . εἰ δὲ πλείονα τοῦ ἑνὸϲ ἐμβρύου καταφέροιτο , |
Δωρικὴν γίνεται φάζω ὡς βῶ βάζω , καὶ Αἰολικῶς κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ φαύζω : οἱ γὰρ Αἰολεῖς εἰώθασι τῷ | ||
ἐν Ἠλιακῶν πρώτῳ . τὸ ἐθνικὸν Νωνακρίτης , καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Νωνακριάτης , ὁ Ἑρμῆς . Λυκόφρων „ |
τοῦ Ν γινόμενα : κυνῶ καὶ ἐν συνθέσει προσκυνῶ , πλανῶ σινῶ . τὸ δὲ τιῶ τίνω κατ ' ἐπένθεσιν | ||
ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ ἢ ὀλοθρεύω , . , . . . + |
γινομένη , ἐνίκη τις οὖσα . Νίτρον . παρὰ τὸ νίζω νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον | ||
τροπῇ τῶν δύο σσ εἰς ζ δοάσσω , ὡς νίσσω νίζω , δοάζω , καὶ δοιάζω πλεονασμῷ τοῦ ι καὶ |
. . . . ἀμύμων : ἄψογος : παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ | ||
βαρύνονται δίχα ὡς εἴρηται τῶν παραληγομένων τῷ ο , οἷον μύω , κλύω , πλέω , νάω , τίω ” |
εἰς α σάω γίνεται , ἀφ ' οὗ καὶ ὁ σάος , καὶ ὁ σαώτερος : ὡς τὸ , σαώτερος | ||
πνοαί ὑψιπετᾶν ἀνέμων . ὄλβος οὐκ ἐς μακˈρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος , πολὺς εὖτ ' ἂν ἐπιβˈρίσαις ἕπηται . σμικˈρὸς |
καὶ τῆς ἔξω καὶ τῆς ὀπίσω , κέκαμπται ἡ χεὶρ ἐκτείνεσθαι μὴ δυναμένη , ἐπὶ δὲ τῆς ἔμπροσθεν διαφορᾶς ἐκτέταται | ||
καὶ ἐκτεινομένων , ἐκ δὲ τοῦ πάθους συναγομένων οὕτως ὥστε ἐκτείνεσθαι μὴ δύνασθαι . γίνεται δ ' ἤτοι τῶν νεύρων |
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας , | ||
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ |
τὸ εὐφραίνομαι : εἰ δὲ τὸ σαπρὸν , παρὰ τὸ ἴημι τὸ πέμπω : οἷον τὸ ἀπόπεμπτον . Κατασπιλάζοντες , | ||
καὶ τὸ εἶμι τὸ πορεύομαι . Τοῦτο μὲν οὖν τὸ ἴημι ψιλοῦται : τὸ δὲ ἵημι , ὃ σημαίνει τὸ |
. . ἀπρίξ : ἀπρίξ : . . . ἔστι πρίζω πρίσω καὶ Δωρικῶς πρίξω καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐπίρρημα ἀπρίξ | ||
κνίζω κνίσω καὶ κνίσσα , ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω |
ἄκρον τῆς οὐρᾶς : οὗτος γάρ , μέλλων θηρεύεσθαι , ἀποβάλλει τὰς τρίχας καὶ τὸ ἄκρον τῆς οὐρᾶς . Ἄνθρωπον | ||
, οὗ τὰ γευσάμενα κτήνη τρίχας καὶ ὁπλὰς καὶ κέρατα ἀποβάλλει . ἐν δὲ ταῖς καλουμέναις ταριχείαις ἡ λίμνη μὲν |
τῇ ἐπιφανείᾳ ἐν τοῖς βλεφάροις γίνεται : δεῖ οὖν τοῦ βλεφάρου διατεινομένου ταινίδιον περιχαράσσειν κατὰ πλάτος ἀνάλογον τῷ τοῦ ὄγκου | ||
ξηραίνει . Τὸ μὲν τράχωμα τραχύτηϲ ἐϲτὶ τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου , ἡ δὲ τούτων ἐπίταϲιϲ , ὥϲτε καὶ οἷον |
ἐκπυρώσεως τῶν ὅλων . . . . . Ζήνωνι καὶ Κλεάνθει καὶ Χρυσίππῳ ἀρέσκει τὴν οὐσίαν μεταβάλλειν οἷον εἰς σπέρμα | ||
μὲν Σωκράτης καὶ Ξενοκράτει Πλάτων , Ἀριστοτέλης δὲ Θεοφράστῳ καὶ Κλεάνθει Ζήνων , οἳ τοὺς ἰδίους μόνον αἱρετιστὰς ἔπεισαν : |
δὲ γενέτης ἢ ἐκ τοῦ γείνω , τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . . | ||
δὲ γενέτης ἢ ἐκ τοῦ γείνω , τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . . |
Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν λαγῶ καὶ περισπωμένως , ἐπεὶ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἐστι λαγός . | ||
φαμὲν , οἳ τοὺς νόμους ἐπὶ μισθῷ πωλοῦσιν . . περισπωμένως ὡς Μηλιᾶς . λέγει γὰρ τοὺς πολίτας . τὸ |
τῷ ἀναδεδιπλωμένῳ τὸ ὁλόκληρον , οἷον μένω μίμνω , γένω γίγνω , οὕτω δὲ καὶ μέλω μέμλω καὶ πλεονασμῷ [ | ||
κινεῖν τὴν ὀσφύν φασιν . ὥσπερ δὲ παρὰ τὸ γνῶ γίγνω , οὕτως παρὰ τὸ κλῶ κίγκλω καὶ κίγκλος . |
ʹ δʹ ἀστέρες ζ μεγέθους δʹ . ὁ ἐν τῷ ῥάμφει καὶ κοινὸς τοῦ Ὕδρου . . . . . | ||
πτερά , καὶ τοῦ πηλοῦ περιπαγέντος , ἐντεῦθεν ὑπαποψήχουσα τῷ ῥάμφει τὴν προκειμένην οἰκοδομίαν χειρουργεῖ . ἁπαλά τε ὄντα τὰ |
ἀγκυλοχειλής ἀγκυλοχειλοῦς καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλους ὤφειλεν εἶναι , ἀλλὰ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου φαμέν , ὥστε ἄρα οὐκ ἐγένετο οὕτως , ἀλλ | ||
εἰρηνάρχου , Ἄραξος Ἀράξης Ἀράξου : οὕτω καὶ ἀγκυλόχειλος ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου : τὰ δὲ ὀξύτονα εἰς ους , κυκλοτερός κυκλοτερής |
ὅπερ ἀβλεψίαν ποιεῖ . διὰ τοῦτο γοῦν τὰ σκοτεινὰ φησὶν ἐπάργεμα , κατὰ ἀντίφρασιν : ἀργὸν γὰρ λέγεται τὸ λευκόν | ||
ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς γινομένου ἐπιχύματος , ὃ καλοῦσι λεύκωμα . ἐπάργεμα ] σκοτεινά , τυφλά τοιαῦτα ] ἀπόθεσις ταῦτ ' |
κέρδος φόβῳ ζημίας ἀδήλου ; θαυμάζω δέ , εἰ χρημάτων ἀποβολὴν ὑφορώμενος ἔνδειαν σαυτῷ προξενεῖς καὶ μέλλουσαν μὲν δυσχεραίνεις πενίαν | ||
τῆς ἀφροσύνης προσεκτήσατο τὴν φρόνησιν , ἢ κατὰ τὴν ἐκείνης ἀποβολὴν καὶ τὴν ταύτης κτῆσιν γέγονε φρόνιμος . καὶ εἰ |
καταπλασθεῖσα . Μολυβδοῦν δισκάριον παχύτερον ὡς οἱ σπόνδυλοι μεῖζον τοῦ γαγγλίου ἐπιτίθει : τῷ βάρει γὰρ διαλύει αὐτὸ ἐν χρόνῳ | ||
καὶ θύμους ἐκβάλλουσιν . λεπὶς μολύβδου λεπτὴ καλῆς ἐπιτεθεῖσα κατὰ γαγγλίου τελέως ἀφανίζει . τὰ δὲ κονδυλώματα στέλλει ἐλαίας ἄνθη |
δὲ τὸ ἀροτριάσω : περὶ τούτου δὲ εὑρήσεις ἐν τῷ Ῥηματικῷ τοῦ Χοιροβοσκοῦ , . . . . Ἄροσιν : | ||
: „ τὴν δὲ γενὴν οὐκ οἶδα „ . Φιλόξενος Ῥηματικῷ . . . . . δέμα : δέμα : |
τοῦ προσήκοντος τέλους . λστʹ . Περικράνιος ὑμήν ἐστι νευρώδης περιειληφὼς πᾶν τὸ κράνιον . λζʹ . Μήνιγγές εἰσι τὰ | ||
: λόγος θεοῦ συνεχής , ἐοικὼς δρόσῳ , κύκλῳ πᾶσαν περιειληφὼς καὶ μηδὲν μέρος ἀμέτοχον αὑτοῦ ἐῶν . φαίνεται δ |
. . . , : ἀκτίς : παρὰ τὸ ἀΐσσω ἀΐξω ἀκτός : καὶ παρώνυμον ἀκτίς : ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν | ||
τὸ ζῷον . παρὰ τὸ ἀΐσσω , τὸ ὁρμῶ , ἀΐξω , ἀποβολῇ τοῦ ω γίνεται ἄϊξ καὶ κατὰ συναίρεσιν |
ἡ πέμπτη τὰ ἀμετάβολα τηρεῖ μετὰ συστολῆς τῆς παραληγούσης καὶ περισπωμένου τόνου , σπείρω σπερῶ , ψάλλω ψαλῶ : ἡ | ||
πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς . χρῶνται δὲ τῷ ἔμπαν ἀντὶ περισπωμένου τοῦ ὁμῶς , ὅ ἐστιν ἴσον τῷ ὁμοίως : |
δεῖ με ; τέτταρα καὶ δύο . Ἀπὸ λασάνων θερμὴν ἀφαιρήσω χύτραν . Ἡ μίλτος οἶμαι καὶ τὸ τιγγάβαρι . | ||
. ἀνάσχου δὲ μικρὸν ἄνωθεν ἀκούων , μῆκός τε γὰρ ἀφαιρήσω τῆς διηγήσεως , καὶ σὺ μᾶλλον εὑρήσεις , ἃ |
! ! ! ] ? ? [ [ ] ειν δυάκις [ ] ! ! ! ! ! [ [ | ||
εἶναι τό τε δίς καὶ τρίς , ἐκ δὲ τοῦ δυάκις καὶ τριάκις συγκεκόφθαι , ἐπειδὴ τὰ εἰς ς λήγοντα |
γρώνη : . . . παρὰ τὸ γῶ , τὸ χωρῶ , γώνη καὶ προσθέσει τοῦ ρ γρώνη : ἡ | ||
. διὸ πιστεύω καὶ μαρτυρῶ : εἰς ζωὴν καὶ φῶς χωρῶ . εὐλογητὸς εἶ , πάτερ . ὁ σὸς ἄνθρωπος |
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος | ||
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας , |
ἀποστρέφεται τὴν διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφήν : οἷον , ἔθω τὸ ἐξ ἔθους τι διαπράττεσθαι : ἔθος : ἔθειρα | ||
βαρύνεται : οἷον , σπέθω : σχέθω : μέθω : ἔθω : κενέθω : ἀρέθω : κερέθω : φαέθω : |
, ἐπειδή , ὥσπερ εἰρήκαμεν , παρώνυμόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ Ποσειδέης : ἐμάθομεν δὲ ὅτι τὰ εἰς ων παρώνυμα βαρύτονα | ||
, τὸ δὲ Ποσειδῶν παρώνυμόν ἐστιν , ἀπὸ γὰρ τοῦ Ποσειδέης γέγονε Ποσειδέων παρωνύμως , ὥσπερ καὶ ἀπὸ τοῦ Ἡρακλέης |
τριῶν . ὧδε μὲν ἔχει κατασκευῆς ἡ ἴδιος οὐσία τοῦ λάρυγγος : ὁ γὰρ δὴ χιτὼν ὁ ἔνδον αὐτὸν ὑπαλείφων | ||
ἀρυταινοειδὴς χόνδρος : ἔστραπται γὰρ κἀκεῖνος εἰς τὴν εὐρυχωρίαν τοῦ λάρυγγος , ὥστε ἡ ῥύμη τῶν ἀναφερομένων ἐκ τοῦ στομάχου |
ἄμπυκος ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ | ||
κλίσεως ἔτυχε . καὶ ἕνεκα κλίσεως καὶ συντάξεως τὸ μὲν πτύξ ὄνομά ἐστιν , ἐπεὶ καὶ πτυχός καὶ πτύχες : |
μᾶλλον , τῷ δὲ μεγαλοπρεπεῖ τὸν δεινόν , ὡς τοῦ γλαφυροῦ μὲν μικρότητά τινα καὶ κομψείαν ἔχοντος , τοῦ δεινοῦ | ||
τὸ μὲν κῶλον οὐ ποιητικὸν ἔχουσαν , ἐγγὺς δὲ τοῦ γλαφυροῦ καὶ ἡδέος . Διονύσιος δὲ ὁ Ἁλικαρνασσεύς , ὃν |
ψῶρα καλεῖται . λέγεται δὲ φάλαινα παρὰ τὸ εἰς φῶς ἅλλεσθαι . μακρὸν δὲ ἔχει τὸ α [ καὶ ] | ||
ἐφέλκεται : ἕτερον δὲ καὶ φοβερὰ ὀνομάζει : καὶ κελεύουσιν ἅλλεσθαι καὶ καταπίπτειν ἐς τὰ φρέατα καὶ ἄγχεσθαι , ἅτε |
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν . . ΓΗΡΑΝΤΕΣΣΙ . Γηράω γηρῶ , γηράσω , ἐγήρασα , ὁ γηράσας , τοῦ | ||
φωνήεντι Α ἢ Η ἢ Ω περισπᾶται : κηρῶ πληρῶ γηρῶ τηρῶ ὠρῶ τιμωρῶ . σεσημείωται τὸ ἄρω βαρύτονον . |
” ⌈ , ὅπερ ἐστὶ Γ [ : ἐστὶ δὲ κλοιὸς ] τὸ ξύλον τὸ ἐμβαλλόμενον εἰς τὸν τένοντα τοῦ | ||
ἐν τῷ ξύλῳ κατακεκλειμένα : τῆς μὲν γὰρ ἡμέρας ὁ κλοιὸς ἤρκει καὶ ἡ ἑτέρα χεὶρ πεπεδημένη , εἰς δὲ |
κἄπειτ ' ἀνοιδῆσάν τε καὶ πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον ποντίωι φυσήματι χωρεῖ πρὸς ἀκτὰς οὗ τέθριππος ἦν ὄχος . αὐτῶι | ||
, χοιρίδια περιφόρινα κρομβώσας ὅλα : δούρειον ἐπάγω χῆνα τῷ φυσήματι . ἣν οὐδ ' ὁ πατὴρ ἐφίλησεν οὐδεπώποτε , |
παχὺς γὰρ ὢν ὁ χυμὸς καὶ χολώδης , οὐ πέφυκεν ἀναλύεσθαι εἰς ἱδρῶτας . ὁ μέντοι ξανθοχολικὸς , ἅτε λεπτομερὴς | ||
οὐχ ὑπὸ τοῦ πυρὸς , ἀλλ ' ἐκ τοῦ ὕδατος ἀναλύεσθαι δύνανται . οὕτω μὲν , εἰ φλέγμα πεπλασμένον εἴη |