ξηραίνοντες : μάτην δ ' ἱστορεῖται ὅτι διωκόμενον τὸ ζῷον ἀποσπᾷ τοὺς διδύμους καὶ ῥίπτει : ἀδυνατεῖ γὰρ ἅψασθαι αὐτῶν | ||
μὴ παύσηται τὸ νούσημα , λεπίδας ἀπὸ τῆς ἀρτηρίης ἀποβήσσων ἀποσπᾷ , οἵας περ ἀπὸ φλυκταινίδων , καὶ ὀδύνη ἐμπίπτει |
ὧδε ποίει : ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα τήκει καὶ διόλλυσι καὶ ἄγει εἰς τὸ μηδὲ σῶμα εἶναι | ||
διαλύων , πηγνύς , χέων . τὸ ξηρὸν εἰς ὑγρὸν τήκει καὶ εἰς λύσιν αὐτὸ καθίστησι , καὶ λιβάδας μὲν |
ἄκρον τῆς οὐρᾶς : οὗτος γάρ , μέλλων θηρεύεσθαι , ἀποβάλλει τὰς τρίχας καὶ τὸ ἄκρον τῆς οὐρᾶς . Ἄνθρωπον | ||
, οὗ τὰ γευσάμενα κτήνη τρίχας καὶ ὁπλὰς καὶ κέρατα ἀποβάλλει . ἐν δὲ ταῖς καλουμέναις ταριχείαις ἡ λίμνη μὲν |
' ἀφαυροῦ : ἀμφότερα διὰ τὸ ψυχρὸν τῶν τόπων : πήγνυται γάρ . καὶ λέγεται Κρόνιος πόντος , ὡς μέν | ||
ἐστι , καὶ ἐπειδάν τις ἀρύσηι τὸ ὕδωρ αὐτῆς , πήγνυται ὥσπερ τυρός . τούτου οὖν τοῦ πηκτοῦ ὅσον τρεῖς |
καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας | ||
καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ |
καὶ ἦχόν τινα βομβώδη ἀφίησι καὶ τραχύν : ὁ δὲ μύωψ τῇ κυνομυίᾳ προσείκασται , βομβεῖ δὲ τοῦ οἴστρου μᾶλλον | ||
ἰδιαζόντων : μονώψ κελαινώψ τυφλώψ . τὸ δὲ ἑλίκωψ καὶ μύωψ βαρύνεται , ὥσπερ τὸ κύκλωψ καὶ κέκρωψ καὶ ἴωψ |
δ ' εἰσὶν ἀνώνυμοι , οἷον τὸ ἔναιμον καὶ τὸ ἄναιμον : ἐφ ' ἑκατέρῳ γὰρ τούτων οὐ κεῖται ἓν | ||
οὐδέποτέ ἐστι ταὐτὸν τῷ εἴδει , οὐδὲ τὸ ἀνάπαλιν τὸ ἄναιμον τὸ ἔνυδρον τῷ χερσαίῳ τῷ ἀναίμῳ ταὐτόν ἐστί ποτε |
τὴν ὑγρότητα , ἔνθεν σκληροτέρα ἀπὸ τῆς ψύξεως γίνεται ἡ κόπρος . κγʹ . Ἐλλέβορον πιόντα θᾶσσον καθαίρειν ἢν ἐθέλῃς | ||
ἐν τῷ αὐτῷ συγγράμματι κλῶνας εἶπεν : οἷον καὶ ἡ κόπρος πάντων τῶν φυτῶν ταῖς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένη , |
διεπεράσαμεν , [ καὶ ] ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Καὶ γὰρ πάλαι πέττει τὰ νικητήρια . * | ||
ἰδοῦσα καὶ ἐποχετευσαμένη ἀντὶ τοῦ : ἐπελθόντος δὲ τοῦ ἐποχετεύοντος ἄρδεται ὡς ἐπὶ τῶν φυτῶν , ὅταν κατίδῃ τὸ ἐφετόν |
: οὕτω γὰρ παρηγορεῖται εἰς ἄνεσιν μὲν τὸ θλῖβον , νοτίζεται δὲ εἰς ὄλισθον τὸ δυσοδοῦν . μετὰ δὲ ταῦτα | ||
οἷον νὴ ἔπιος . Νῶτος . ἐπειδὴ τῶν ἄλλων μερῶν νοτίζεται μᾶλλον , καὶ ἐς τοῦτο τὸ μέρος ὁ ἱδρὼς |
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης | ||
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι . |
αὐτῇ , ὁ δὲ γρὺψ καὶ βοῦν σθένων ἁρπάσαι τοὺς ὄνυχας περιελίσσει . οὓς λῦσαι οὐ δύναται , καὶ μὴ | ||
τοὺς τῶν χειρῶν δακτύλους καὶ | ὑπεσταλκότας ταῖς ῥαξὶν τοὺς ὄνυχας . γραμμάτων μὲν ἐντός [ εἶναι ] , ἵνα |
προσεχόμενον καὶ ὥσπερ διὰ ῥίζης τρεφόμενον διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ , συμμεμυκότα δὲ ἔχον καὶ ἀτελῆ τὰ αἰσθητήρια καὶ τὰ σπλάγχνα | ||
, τηθύνια , κτένια , βαλάνους , πορφύρας , ὄστρεια συμμεμυκότα , τὰ διελεῖν μέν ἐντι χαλεπά , καταφαγῆμεν δ |
ἐνίοτε δὲ καὶ ἐλαιῶδες ἢ πιμελῶδες : ἡ γὰρ νεοπαγὴς πιμελὴ καὶ σὰρξ ὑπὸ τοῦ διακαοῦς πυρετοῦ ἀναλύεται καὶ τήκεται | ||
γε τὸ γονιμώτατον , ὤκιστα ἀναδίδοσθαι : καὶ ἡ μὲν πιμελὴ αὐτῆς ἔξωθεν , φησί , περιχεῖται , ἡ δὲ |
ἤν τι καὶ μικρὸν τῶν ἰδίων ἐγκαλέσωσι , πολὺς ὁ μόλυβδος , ὁποῖον δή τι καὶ τὸ νῦν , ὡς | ||
πρᾶγμα , καὶ τοσοῦτον ἐοικότας ἀλλήλοις τοὺς βίους , ὅσον μόλυβδος ἀργύρῳ καὶ χαλκὸς χρυσῷ καὶ ἀνεμώνη ῥόδῳ καὶ ἀνθρώπῳ |
ἕνεκα , ἡ μὲν ἀρετὴ σῴζει , ἡ δὲ μοχθηρία φθείρει . καὶ γὰρ διὰ μὲν τῆς ἀρετῆς ἀφικνούμεθα εἰς | ||
, τὰ δ ' ἄλλα τῶν κακώσεων ἐλαττοῖ τε καὶ φθείρει : μετὰ δὲ Ἄρη Κρόνου τε ἡ Σελήνη προσοῦσα |
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ | ||
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα |
τὸ ψυχρὸν φλεβῶν ῥηκτικόν . ἀλλ ' ἡ μὲν θερμασία ῥήγνυσι τὸ τέμνειν καὶ διαβιβρώσκειν καὶ διαιρεῖν , ἡ δὲ | ||
μεγάλοιο , ὃ δ ' ἐσσύμενος ποτὶ γαῖαν δένδρεά τε ῥήγνυσι καὶ οὔρεα παιπαλόεντα : ὣς ὃ θοῶς Τρώεσσιν ἐπέσσυτο |
ὕλη φύσιν , πρίν τινα μορφὴν ὑποδέξασθαι , οἱονεὶ δυνάμει σὰρξ καὶ τὸ δυνάμει ὀστοῦν , ὅταν γένηται ὀστοῦν ἐνεργείᾳ | ||
' ἐσχάτων τῶν καιρῶν . τότε ἀναστήσε - ται πᾶσα σὰρξ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης , |
Ἐνθέρμῳ φύσει , ἐν θερμῇ ὥρῃ κοίτη ἐμψύχει , κοίτη παχύνει , ἐν θερμῷ λεπτύνει . Οὗτος ὁ λόγος μέρος | ||
ὡς ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες , καὶ ὅτι τὰ τοιαῦτα τῶν βρωμάτων παχύνει τὸν νοῦν τροφιμώτερα ὄντα καὶ πολλὴν ἀνάδοσιν ποιοῦντα . |
; βρασμώδης στενοχωρία τοῖς ἔνδοθεν ἐπιγίνεται σπλάγχνοις , ἐξ ἧς ἀναθυμίασις πλείστη ὑγρῶν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον γίνεται . ὁ δὲ | ||
τριχοῦσθαι τὸ γένειον πέφυκε γίνεσθαι , πλείων καὶ ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις γίνεται . τό τε οὖν πρᾶγμα ὡς ἐπὶ τὸ |
συνεχῶς ὑγραινομένας : εὐσταθεῖς δὲ τὴν διάνοιαν καὶ ἱλαράς : εὐρύτερα τὰ περὶ τὴν ὀσφὺν καὶ τὸ ἐπιγάστριον ἐχούσας , | ||
πρόσωπον ἐπέραστος , ὁ ἀριστερὸς ὀφθαλμὸς ὑποκέχυται , τὰ στήθη εὐρύτερα , εὔτολμος τὴν ψυχήν , σημεῖον ἕξει περὶ τὴν |
θ καὶ μαλακίζεσθαι , οὐχὶ μαλθακίζεσθαι . μάλθη : μεμαλαγμένος κηρὸς ὁ ἐν τῷ γραμματείῳ , ἐν ᾧ γράφουσι διά | ||
πεπονθέναι δὲ δύναταί τι καὶ ἄνευ αἰσθήσεως , οἷον ὁ κηρὸς τακεὶς καὶ ὁ πηλὸς ξηρανθείς . ὁμοίως δὲ καὶ |
ἀναπετάννυσιν ὥσπερ ἵππος ἐκ δρόμου , καὶ τὴν γλῶσσαν θαμινὰ ἐκβάλλει , καὶ τὰ στήθεα αὐτῷ ἀείδειν δοκέει καὶ βάρος | ||
δυνάμεωϲ , ὧν τὸ ἀφέψημα καταμήνιά τε κινεῖ καὶ ἔμβρυα ἐκβάλλει . ἡ δὲ ἐν τοῖϲ ἐνύδροιϲ χωρίοιϲ φυομένη δυϲωδεϲτέρα |
προσβαλεῖν , καὶ τὰς ἐν τῇ ὄσχῃ φλέβας σχάσαι τὰς παχυτάτας . Οὗτος οὕτω θεραπευόμενος τάχιστα ὑγιὴς ἔσται . Περιίσταται | ||
, φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν ὑπανίσχειν παχυτάτας : τὴν γοῦν τροφήν , καὶ ταύτης γε τὸ |
παιδοτροφίας ἀγύμναστοι καὶ παιδικὸν ἔτι καὶ ἀμέγεθες καὶ πυκνότερον τὸ σύγκριμα τῶν μαστῶν ἔχουσιν , αἱ δὲ πολλάκις μὲν ἀποκυήσασαι | ||
ἀπὸ μὲν τοῦ παντελοῦς διακρίματος τῶν πάντων ἐπὶ τὸ παντελὲς σύγκριμα τῶν πάντων ἄνιμεν , καὶ ἀπὸ τοῦ πληθυσμοῦ πάντων |
τοῦ δὲ χρόνου προϊόντος , πτύαλον ἐπιφαίνεται ὑπόμελαν ἐὸν καὶ θολερὸν , καὶ τὰ στήθεα πῦρ ἔχει τοῦ ἄλλου σώματος | ||
αὔξεται καὶ ὄγκῳ καὶ σταθμῷ κατατιθέμενος ἐν οἴκοις καταγείοις ἀέρα θολερὸν ἔχουσιν , ὡς εὐρῶτος πληροῦσθαι ταχέως τὰ κατ ' |
δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν | ||
ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ |
ἔχουσι , κοὐδὲν ἀφ ' ὑὸς γίγνεται πλὴν ὑστριχὶς καὶ πηλὸς ἡμῖν καὶ βοή . ἐξιόντι μοι ἁλιεὺς ἀπήντησεν φέρων | ||
' Ἀλέξανδρον . ὡς δὲ ἐνέτυχε χωρίῳ , ἵνα οὐ πηλὸς αὐτῷ ἐφαίνετο , ἀλλὰ ὑπὸ ψάμμου γὰρ ξύμπαν ἦν |
καὶ ἐκδεχόμενος τὴν ἔλευσιν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ . καὶ ἰδοὺ ὀσμὴ εὐωδίας ἤρχετο πρὸς αὐτὸν , καὶ φωτὸς ἀπαύγασμα : | ||
ὁ τοῦ χρώματος τῷ σώματι τροπὴν ἐμποιήσας , οὐδὲ ἡ ὀσμὴ ἀλλὰ τὸ κινηθὲν ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ ὁ |
σαρκώσει , αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . | ||
αἱματώδεις , δίψαι , στόματος ξηρότης καὶ πικρότης , πνεύματος δυσωδία , ὕπνοι μετέωροι καὶ ἀηδεῖς , ἐμπνευματώσεις καὶ στρόφοι |
Ἀπίων ψιλῶς γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο . | ||
λέγει ὑπὸ πάντων πίπτειν . παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἀστεϊζομένη ἡ ἐλαία φησίν , ἐγὼ φαύλη πάντων τῶν δένδρων εἰμί . |
τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα | ||
ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ |
ἀλλὰ στάσιμα , ὅσα φῦσαν παρέχουσιν : τὰ γὰρ ὑγρὰ ξηραινόμενα φῦσαν ποιέουσι , καὶ τὰ στύφοντα , καὶ τὰ | ||
πίνεται . μᾶλλον δ ' ἐστὶν ἐμφρακτικώτερα ὁμοίως τὰ βάτινα ξηραινόμενα καὶ ἀποτιθέμενα . Τοὺς μὲν στρογγύλους ἕλμινθας ἱκανὸν ἀποκτεῖναι |
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης | ||
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου : |
τὸ πρόϲωπον τοῦ πάϲχοντοϲ ψυχρόν ἐϲτι καὶ ὕπωχρον , καὶ ξηραίνεται τὸ ϲτόμα . φλεβοτόμει οὖν τὸν οὕτω πάϲχοντα καὶ | ||
τοι κἀπειδὰν ἐπὶ θάτερα τῶν μορίων φέρηται τὸ αἷμα , ξηραίνεται θάτερα . θαυμαστὸν οὖν οὐδέν , εἰ καὶ τὰ |
ἑκατέρᾳ τῶν ὑλῶν ψεύδεται , ἥ τε λέγουσα οὐδεὶς ἄνθρωπος ἀναπνεῖ , καὶ οὐδεὶς ἄνθρωπος περιπατεῖ . ἐπὶ δὲ τῆς | ||
ἢ ἕλκει , ὅ ἐστι σπᾷ τὸν ἀέρα καὶ ὀλίγον ἀναπνεῖ , εἰ καὶ ἐπὶ τῆς ταραχῆς Ὅμηρος αὐτὸ τέθεικεν |
ἀφαιροῦνται . Προσθετὰ καθαρτικὰ ἰσχυρὰ , ὕδωρ ἄγειν δυνάμενα καὶ μύξας καὶ δέρματα μᾶλλον τῶν πρόσθεν : τοῦ πεπέρεος κόκκους | ||
εἴρηκε τὸν κορυδόν . Πλάτων δὲ ἀρσενικῶς . Κορυζᾷν . μύξας ῥεούσας ἔχειν . Κόρυζα γὰρ ἡ μύξα . Κράδη |
πολύ . ἢ τὴν καταιγίδας ἔχουσαν καὶ συστροφὰς ἀνέμων . εἰλεῖν γὰρ τὸ συστρέφειν . Ὅμηρος . καυσία : εἶδος | ||
τρυφερόν . οὖλον γὰρ τὸ ἁπαλόν : ἢ παρὰ τὸ εἰλεῖν : τρόπῳ γὰρ τινὶ τείχους ἔχει τάξιν εἰς διακράτησιν |
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα . | ||
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα |
πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν ποιήσαντες ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον καθῆκεν , ἡ δὲ βάτος | ||
ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν ὕστερον , περὶ ὧν πρότερον πταίσωμεν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμενοι ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον |
οὖν ὑλικὸν αἴτιον ἡ παχυτέρα ὕλη , ποιητικὸν δὲ ἡ πυρώδης θερμασία , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἐκτὸς ὁρῶμεν : | ||
φωτεινὴ θεῶν ἐξ αἰθέρος συνέστηκεν , ὅς ἐστι λαμπρὸς καὶ πυρώδης οὐδέποτε στάσιν ἔχων , ἀλλ ' ἀεὶ φερόμενος κύκλωι |
στέατος ἐλαφείου , στέαρ χήνειον . ἀντὶ στέατος μοσχείου , στέαρ χοίριον παλαιόν . ἀντὶ στέατος ὑαίνης , στέαρ χήνειον | ||
στύραξ , χαλβάνη , χόνδρος , βούτυρον , οἴσυπος , στέαρ ὕειον . Ὕδωρ εὔκρατον καταντλούμενον , ὑδρέλαιον , ἔλαιον |
κλύζε διὰ κλυστῆρος τὸν φάρυγγα τοῦ συναγχικοῦ : κατασπᾷ γὰρ δάκρυον πολὺ καὶ κουφίζει . ἄλλο . οὖρον συνεχῶς ἀναγαργαριζόμενον | ||
Ἡλίου βούλεται ὁ μῦθος αὐτὰς εἶναι . διὸ καὶ τὸ δάκρυον αὐτῶν φωτεινοειδὲς λέγεται εἶναι , ἤλεκτρον ὀνομαζόμενον , ἐπεὶ |
πονηροῖς . παρὰ τούτῳ τῷ Πανὶ πῦρ οὔ ποτε ἀποσβεννύμενον καίεται . λέγεται δὲ ὡς τὰ ἔτι παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο | ||
φησι καὶ Ἐ . πολλὰ δ ' ἔνερθε οὔδεος πυρὰ καίεται . . . . . διέκρινε μὲν γὰρ τὸ |
ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη | ||
τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης |
ἵστασαν οἴνου κίρνασθαι , θυέων δ ' ἄπο τηλόθι κήκιε λιγνύς : αἱ δὲ πολυκμήτους ἑανοὺς φέρον , οἷα γυναῖκες | ||
ἄπο τρύγα τήν τε καμίνων ἔντοσθεν χοάνοιο διχῆ πυρὸς ἤλασε λιγνύς : ἄλλοτε δὲ χρυσοῖο νέον βάρος ἐν πυρὶ θάλψας |
: μετὰ ταῦτα , δή . ἀσχαλόων : λυπούμενος . ῥίπτει : προσαράπτει , κρούει , καταφρονεῖ , τύπτει . | ||
ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα , τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον , ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν . οἳ |
οὖν , ὦ Ζεῦ , ὠχρίακας ἡμῖν καὶ συγκροτεῖς τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ τρόμου ; θαρρεῖν χρὴ καὶ τῶν τοιούτων | ||
ὄψεις ἀποβαλὼν οὐ κεκώλυται βιοῦν , τῷ δὲ ἐκκοπέντι τοὺς ὀδόντας ἐφεδρεύει θάνατος οἴκτιστος . εἰ δή τις ἐπιβουλεύει περὶ |
μίξεσι σωζομένου τοῦ νόμου τῆς φύσεως ἐπικρατεῖ τὸ τοῦ ἄρρενος σπέρμα , δῆλον ὡς ὅταν ἡ ὕλη μὴ ἀντάρῃ κατὰ | ||
. ὅτι μὲν γὰρ ἐκ τῆς χειρὸς δεῖ ῥίπτεσθαι τὸ σπέρμα καὶ σύ που οἶσθα , ἔφη . Καὶ γὰρ |
Ἄκις διὰ τῆς Σικελίας ῥεῖ : οὗτος τοῦ μὲν θέρους ἰλυῶδες ἔχει ὕδωρ , τοῦ δὲ χειμῶνος καλόν τε καὶ | ||
ὑπῆλθέ τι ὕφαιμον , οἷον μυξῶδες , καὶ πάλιν οἷον ἰλυῶδες , μετὰ δὲ , πρασοειδέα σφόδρα καὶ μέλανα . |
ἧς κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ , ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον , ἧς ἦν τὸ μὲν πλάτος ὀκτὼ πηχῶν | ||
οἱ ἀρχαῖοι τὸ διάφραγμα . φιλεῖ : εἴωθεν . | φολίδα χαλκοῦ : τὴν λεπίδα . φαλακροῖσι : περιφερέσι . |
. . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται τὸ οὐραῖον τεινόμενον * ὁμῶς : πάντοτε ὁμοίως ἔμπης * ἐπιτείνεται | ||
, σκόμβρος , θυννίς , κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , |
ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον διὰ τῶν ῥοιῶν κολλύριον ξηρόν , λειότατον γενόμενον καὶ ἐμφυϲώμενον ἢ διὰ πυρῆνοϲ μήληϲ | ||
εἰσι φύσει , συμμέτρως δ ' ἔχουσι τῆς κατὰ τὸ ξηρόν τε καὶ ὑγρὸν κράσεως , ἐπεγείρειν τε αὐτῶν καὶ |
ταύτῃ μόνον , ἀλλὰ καὶ τῷ στόματι παντὶ παροχετεύει τὸ σίελον . οὔτε δ ' ἐκ τῶν ἀντιάδων οὔτε ἐκ | ||
καταῤῥέον , καὶ βῆχά τε παρέχει λεπτὴν , καὶ τὸ σίελον πικρότερον ὀλίγῳ τοῦ ἐωθότος , καὶ ἄλλοτε θέρμη λεπτή |
Ἵππος ποτάμιος γραφόμενος ὥραν δηλοῖ . Ἔλαφος κατ ' ἐνιαυτὸν βλαστάνει τὰ κέρατα , ζωγραφουμένη δέ , πολυχρόνια σημαίνει . | ||
ἄνωθεν καὶ ἐπικοπῇ τὸ ἄκρον , φθείρεται πάντα καὶ οὐ βλαστάνει , καθάπερ οὐδ ' ἐπικαυθέντα ἢ πάντα ἢ ἔνια |
- τερὴς οὖσα καὶ πρὸς αὑτὴν πεφυκυῖα βούλεσθαι συνιέναι , σφίγγει πάντα καὶ κενὴν χώραν οὐδεμίαν ἐᾷ λείπεσθαι . διὸ | ||
γυῖα καὶ τὰ μέλη : τὰ γὰρ σπάργανα συγκολλᾷ καὶ σφίγγει τὰ τῶν βρεφῶν μέλη . τύμβον δὲ καὶ τάφον |
ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην . μηδ ' ὅτε ῥικνῆεν φολίδων περὶ γῆρας ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ , | ||
πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς ἐπιστείβων , ὅτε φωλεὸν εἴαρι φεύγων |
ὅ τε τίθησι καὶ ὃ αἴρει , καὶ εἰ τοῦτο αἴρει ὃ τίθησιν ἢ ἄλλο , καὶ εἰ ἕτερα ἢ | ||
ὀρνίθων πρόσφατος περιχριομένη χίμετλα καὶ παρατρίμματα ἐξ ὑποδημάτων ἰᾶται . αἴρει δὲ καὶ μυρμηκίας . ποθεῖσα δὲ ἄκρως τοῖς μύκητας |
ἀκρεμόσιν : αἰεὶ δὲ πλείων καὶ βελτίων ἡ εἰς τὸ στέλεχος συρρέουσα τῆς εἰς τοὺς ἀκρεμόνας . Διαφέρουσι δὲ καὶ | ||
μὲν κρανείᾳ : ὁ μὲν Ἴδας κρανείῳ δόρατι τὸ κοῖλον στέλεχος τῆς δρυὸς οὐτάσας τῶν διπτύχων ἤτοι τῶν Διοσκούρωνδίδυμοι * |
ἀφυΐας δὲ γινομένη φευκτὴ γίνεται . Οὕτως καὶ ἡ ἡμῶν μαγνησία , ἢ τὸ στίμμι , ἢ οἱ πυρίται , | ||
. Καὶ ἀλλαχοῦ : Ὁ δὲ μόλυβδός ἐστιν ἡμῶν ἡ μαγνησία , ὑγροῦ αὐτοῦ ὄντος κατὰ τὴν φύσιν . Ἀλλὰ |
τὰ ἄστρα . ὁ δὲ Σοφοκλῆς μέλαιναν . . . πάχνην θ ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν ] ἐκ διαδοχῆς | ||
καὶ ἧττον καὶ πλήθει καὶ ὀλιγότητι . χιόνα γὰρ καὶ πάχνην εἶναι ταὐτὸν καὶ ὑετὸν καὶ δρόσον , ἀλλὰ τὸ |
καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀπορούμενον , διὰ τί ὁ μὲν ἥλιος μελαίνει τὴν σάρκα , τὸ δὲ πῦρ οὔ . συμβαίνει | ||
: θεῖον ἐπὶ τέλει : ἡ δ ' ἕψησις αὐτοῦ μελαίνει τὰς ἐμπλάστρους . Γῆ πᾶσα καὶ λίθοι ἐμβάλλονται ἐπὶ |
τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι , πάγη δ ' ἐν νηδύϊ χαλκός , ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων : ὃ δ | ||
' ἐγώ , “ ἔστ ' ἂν χαλκὸς μὲν ὁ χαλκός , τὸ δὲ ἔργον Δημήτριος ὁ Ἀλωπεκῆθεν εἰργασμένος ᾖ |
προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς | ||
συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς |
* πρὸς λαμπρὰν ἔσται πορφύραν [ ] πᾶν σῶμα λαμπρύνουσα βάπτει ἡλίου μορφὴν χρυσέκλαμπρόν τε καὶ χρυσόχροον . τρισσουμένη γὰρ | ||
ὁ καπνὸς ἐν αὐτοῖς , καὶ μέλας ὢν φύσει καθάπερ βάπτει . διὸ μελάντατοι οἱ σκευαστοί . καίουσι γὰρ οὕτως |
, καὶ διώξει τοὺς κώνωπας . ἀπελαύνει αὐτοὺς καὶ βδέλλιον θυμιώμενον . Δάφνη μετὰ ἐλλεβόρου μέλανος κοπεῖσα , καὶ μετὰ | ||
ποιήσας θυμιάσεις . καὶ καθ ' ἓν δὲ αὐτῶν ἕκαστον θυμιώμενον ἐξελαύνει τὰ ἑρπετά . Φασὶ δέ τινες , τὸν |
ὅσον χηραμίδα , ταῦτα ἐν οἴνῳ δίδου πίνειν . Ἐπιμήνια κατασπᾷ . Πευκέδανον καὶ πάνακες καὶ γλυκυσίδης ῥίζαν ἐν οἴνῳ | ||
χαῦνον καὶ τὸν ὄγκον εἰσάγει , ὑψοῖ τὸ μικρὸν καὶ κατασπᾷ τὸ πλέον , Δίωνα τὸν τέττιγα , τὴν σοφὴν |
πέπρακται βίῳ . ΓΘ εἰς τὰς κοχώνας : εἰς τοὺς γλουτούς . ΓΓΘ εἰς τὰς κοχώνας ] ὑπὸ τὸν πρωκτόν | ||
ἀγρίου ἠὲ λέοντος ἅπτηται κατόπισθε ποσὶν ταχέεσσι διώκων ἰσχία τε γλουτούς τε , ἑλισσόμενόν τε δοκεύει , ὣς Ἕκτωρ ὤπαζε |
σμικρὰ , πυκνά : μεγάλα , ἀραιά : σμικρὰ , ἀραιά : πυκνὰ , μεγάλα : ἔξω μεγάλα , εἴσω | ||
. Πλάτων γὰρ ἐν Τιμαίῳ λέγει Μακροχρονιώτερον . Μανά , ἀραιά : καὶ Μανότης , ἀραιότης : οὕτω Πλάτων . |
ὑγρὰν οὖσαν , αὐχμηρὸν δ ' ἐργαζομένων ἐκ τούτου τὸ δέρμα , καὶ τὴν θερμασίαν τῶν μορίων αὐξανόντων , καὶ | ||
φαρμάκων , ὅσα δύναμιν ἔχει ἐκ τοῦ βάθους ἐπὶ τὸ δέρμα τὰς περιουσίας τῶν ὑγρῶν ἐπισπᾶσθαι : αἱ δὲ διαφορητικαὶ |
σμύρνα , χαλκῖτις , θεῖον , στυπτηρία σχιστή , σηπέας ὄστρακον , φλοιὸς λιβάνου , σκίλλα , ἀμμωνιακόν , ἰχὼρ | ||
ἔκρυψε νέφεσιν , ἔνθεν εἰς ὄρος ῥίψας ἤραξεν αὐτῆς οὖλον ὄστρακον νώτων . ἡ δ ' εἶπεν ἐκψύχουσα “ σὺν |
: ἑψηθέντα μέντοι δὶς ἢ τρὶς ἀποτίθεται τὴν δριμύτητα , λεπτύνει δ ' ὅμως ἔτι . τὸ ὀρῶδες τοῦ γάλακτος | ||
τὰ κρόμυα : ἀνάλογον δὲ καὶ θερμαίνει τὸ ϲῶμα καὶ λεπτύνει τοὺϲ ἐν αὐτῷ χυμοὺϲ καὶ τέμνει τοὺϲ γλίϲχρουϲ . |
, παρὰ τὸ ἄνω ὁρᾶσθαι : ὑπέρροον δὲ τὸ ἄνωθεν ῥέον ὕδωρ . ὕπαρ ὀνείρατος διαφέρει . ὕπαρ μέν ἐστιν | ||
. λαμπρῶν : † ἐσθλῶν . δένδρων . τὸ ἐκεῖ ῥέον . ῥόδα , κρίνα , ἴα . τρέφει . |
ἱλαρὰ γένοιτο . δράγματα : τὴν Δήμητράν φησι μὴ μόνον ἀστάχυς , ἀλλὰ καὶ μήκωνας ἔχειν . διὰ τοῦ ἐν | ||
τις εἰπεῖν καὶ πνεῦμα τὰς ἀρούρας ἐπέφλεξεν , ἄνεμος τοὺς ἀστάχυς ἐκένωσεν , ὕδωρ τοὺς καρποὺς οὐκ ἔθρεψεν , ἢ |
* * * * * * * * πιστὸς ἀνὴρ τρέφεται ἐγκρατείᾳ . γνῶθι ῥήματα καὶ κτίσματα θεοῦ καὶ τίμα | ||
Ὄσιρις , ὅπου ὁ βοῦς ὁ Ἆπις ἐν σηκῷ τινι τρέφεται , θεὸς ὡς ἔφην νομιζόμενος , διάλευκος τὸ μέτωπον |
ἐπὶ τὸν Καύκασον κατέφυγεν ὁ Τυφὼς διωκόμενος , καὶ ὅτι καιομένου τοῦ ὄρους ἔφυγεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν Ἰταλίαν , ὅπου | ||
δάκρυον ϲὺν ἐλαίῳ ἀλειφόμενον καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ κλήματοϲ καιομένου ἱδρούμενον ὑγρόν . Ἄλλο ἄτριχον . τιθυμάλλου κιβωρίτου χυλοῦ |
τὴν κλαδείαν δρέπανα ὀξύτατα καὶ τομώτατα εἶναι . Εὐφορήσει ἡ ἄμπελος , τοῦ κλαδεύοντος αὐτὴν κισσῷ στεφομένου . εἰ δὲ | ||
: ” ἐκ γὰρ ἀμπέλου ” φησί „ Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν , καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας : |
, στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ | ||
προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ |
εἰς τὰ κοῖλα τῶν χωρίων . Ποσειδώνιος δὲ λίμνην οὖσαν παγῆναι μετὰ κλυδασμοῦ , καὶ διὰ τοῦτο εἰς πλείονας μερισθῆναι | ||
καὶ ἀρθείϲηϲ πτερῷ τῆϲ ἐπινηχομένηϲ ῥυπαρίαϲ : μετὰ δὲ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται ἐν ὀϲτρακίνῳ καινῷ ἀγγείῳ , ἀποξυομένηϲ ἐπιμελῶϲ τῆϲ |
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι , | ||
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι |
Κλέωνα τοῦτ ' αἰνίσσεται , ὡς κεῖνος ἀναιδέως τὴν σπατίλην ἐσθίει . Ἀλλ ' εἰσιὼν τῷ κανθάρῳ δώσω πιεῖν . | ||
τὴν οὐρὰν αὐτῆς περιλαμβάνει , ἡ δὲ τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὸν ἐσθίει , καὶ τὰ μὲν τῶν μελῶν ἐν τῇ γαστρὶ |
ὁρᾶν . πλείστης δὲ καὶ παχυτάτης ἀναθυμιωμένης ὑγρότητος ἀτμὶς ἀναχεῖται δροσώδης τῷ περιέχοντι , ὡς καὶ διάβροχα ποιεῖν τὰ προσπελάζοντα | ||
Ὠρίων ; ἔργων δὲ τίς σε πρωινῶν ἀναμνήσει , ὅτε δροσώδης ταρσός ἐστιν ὀρνίθων ; ” κἀκεῖνος εἶπεν : “ |
ἐν Ταμασσῷ , ἐν οἷς τὸ χαλκανθὲς γίνεται καὶ ὁ ἰὸς τοῦ χαλκοῦ , πρὸς τὰς ἰατρικὰς δυνάμεις χρήσιμα . | ||
φίλον τὸν εὐτυχοῦντ ' ἄνευ φθόνων σέβειν . δύσφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προσήμενος ἄχθος διπλοίζει τῷ πεπαμένῳ νόσον : τοῖς |
ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε ποτ ' Ἀρχίας , νάσω Τρινακρίας μύελον , ἄνδρων δοκίμων πόλιν . νῦν μὰν οἶκον ἔχοις | ||
μένει . τῷ δ ' ὀ πόθος καὶ τὸν ἔσω μύελον ἐσθίει ὀμμιμνασκομένῳ , πόλλα δ ' ὄραι νύκτος ἐνύπνια |
ἄλλοι δέ φασι ζῷον εἶναι ὅμοιον κανθαρίδι . ἄλλως : βούπρηστις δὲ ζῷόν ἐστι παραπλήσιον φαλαγγίῳ , ὃ διατίθησι τοὺς | ||
: ζῶα μὲν οὖν ἐστι φθαρτικὰ τάδε : κανθαρὶς , βούπρηστις , σαλαμάνδρα , πιτυοκάμπη , λαγωὸς θαλάσσιος , φρῦνος |
γλυκύτατον ἐκ δρυπεποῦς μάλιστα τοῦ καρποῦ . Κασία , κηκὶς ὀμφακῖτις : στοιχὰς ῥώννυσι τά τε σπλάγχνα πάντα καὶ πᾶσαν | ||
ἄξομεν τὸ ἕλκος : ἐπιτήδεια δ ' εἰς τοῦτο κηκὶς ὀμφακῖτις καὶ τὰ τῆς ῥοιᾶς λέμματα μετρίως ξηραίνοντα . ὅσα |
. Νουμήνιος δέ φησιν , ὀρίγανον διδόναι μετ ' οἴνου χλωρὸν ἢ ξηρὸν πρὸς δύναμιν : μετὰ δὲ τοὺς ἐμέτους | ||
ξηραινόντων , ὑγρότερόν τε δηλονότι καὶ ἧττον θερμόν ἐστι τὸ χλωρὸν ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥστε πεπτικώτερον μὲν καὶ ὑπνοποιὸν |
τῶν ὅλων ὑφίσταται γένεσιν , ἀφ ' ἧς τὸ πᾶν ῥιζωθὲν εἰς ὃ νῦν βλέπομεν ἥκει κατάστημα . Παλαιοὶ γὰρ | ||
τε καὶ λίθους σπείροντας , οὗ μήποτε φύσιν τὴν αὑτοῦ ῥιζωθὲν λήψεται γόνιμον , ἀπεχομένους δὲ ἀρούρας θηλείας πάσης ἐν |
πρὸς τὸ ἑαυτοῦ ἰδίωμα μεταποιεῖ πως . Κρόνος μὲν γὰρ μέλανας ποιεῖ , δυσειδεῖς τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ | ||
τρόπῳ . Τούτων οὖν ἡ χολὴ μετὰ νίτρου σμηχομένη , μέλανας ἀλφοὺς ἰᾶται καὶ οὐλὰς μελαίνας ὁμόχρους ποιεῖ . καὶ |
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται , | ||
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία : |
ἔστι δὲ καὶ ἀπὸ κηροῦ : κνίσσα δὲ αὐτὸ τὸ λίπος καὶ ἡ ἀναθυμίασις τῶν καιομένων κρεῶν : παρὰ τὸ | ||
ὑπομένειν τὸ ψῦχος , ὥστε ὃς ἂν τὸ τοῦ Λυκάονος λίπος φάγῃ , ἐκκλίνει τὴν φρίκην . . . . |
γὰρ σῶμα κινοῦν καὶ κινεῖται : ἢ γὰρ ὠθοῦν ἢ ἕλκον ἢ δινοῦν ἢ ὀχοῦν ἢ † ῥιπτούντων ἄλλος λόγος | ||
γὰρ τῶν ἁπλῶν τε καὶ πρώτων μορίων , τὸ οἰκεῖον ἕλκον ἀπὸ τῆς οἰκονομηθείσης τροφῆς , κατέχει μὲν πρώτως , |
ἐν τῷ ὀξυκράτῳ λαμβανέτω ἢ χόνδρον πλυτὸν ἢ ὄρυζαν ἢ ὠὸν ἁπαλὸν ψυχρόν . ἐν τόπῳ δὲ φαρμάκων πρὸς τὴν | ||
ἐκπληροῦν ὅλον τὸν ὀφθαλμόν . ἔριον δὲ μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ὠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεῖν |
ἧπαρ , τυφώδη : εἰ δὲ περὶ τὸν πνεύμονα , κρυμώδη . δεῖται δὲ ὁ τοιοῦτος πυρετὸς ψυχόντων καὶ ὑγραινόντων | ||
καὶ διακεκαυμένην ὀνομάζουσιν . τὴν δὲ κατεψυγμένην ἂν εἴποις κρυώδη κρυμώδη , ψυχράν , σκιεράν κατάσκιον , ἄπυρον , ἀνήλιον |
, ἀλλ ' ὑπὸ πλήθους ἀνδρῶν προωθούμενον ἐποίησε [ ὑπότροχον σκέπασμα ] . Γήρας δὲ ὁ πρῶτος εὑρὼν τὸ ὑπότροχον | ||
ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἄνω τὸ ὀστρακῶδες καὶ κοῖλον ἔχων αὐτοῦ σκέπασμα , μήπως αὐτὸν γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : |
τοιαῦτα ὁ Δόρκων καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Δάφνις : Ἐμὲ αἲξ ἀνέθρεψεν ὥσπερ τὸν Δία : νέμω δὲ τράγους τῶν | ||
αὐτὸ φορῇ , πάντα γνώσεται . ὁμοίως δὲ καὶ ἡ αἲξ κέρας μὴ ἔχουσα τὸ αὐτὸ δρᾷ ἐὰν αὐτὸ φορῇ |
ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρέα δ ' ἔσται τ ' | ||
χρυσοῦται : ἐὰν δ ' ἐφθαρμένον ὑπάρχῃ , τὴν ἠλλαγμένην ὑγρασίαν ἀποπτύει , καὶ διατηρεῖ τῆς ὕλης τὴν οὐσίαν , |
βαλαύστιόν τε καὶ κύτινοι καὶ κηκῖδες ὀμφακίτιδες καὶ στυπτηρία καὶ ῥοῦς καὶ γλαύκιον καὶ ἀφέψημα μυρσίνης καὶ σχιστῆς : συμπεφθείσης | ||
ὀρῶν ἐπέβη , ἀφ ' ὧντινων ὀρῶν βάσιν ὁ μέγας ῥοῦς τοῦ ἀνατολικοῦ ὠκεανοῦ φέρεται . Ἐκεῖσε δύο στήλας περὶ |
, πιτυοκάμπη , φρύνος , λαγωὸς θαλάσσιος , ἕλειος ἄφωνος βάτραχος , βδέλλαι : σπέρματα δ ' ὑοσκύαμος , κώνειον | ||
, οὕτω κἀγὼ πρὸς αὐτούς . βάτραχος : ὁ μὲν βάτραχος τραχύφωνός ἐστιν , ὅθεν καὶ ὠνόμασται βοάτραχός τις ὤν |
ποτὲ δὲ μελαίνης : ἡ δ ' ἄλλη σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως | ||
. ξηρᾶς μὲν οὖν ἄγαν καὶ λεπτῆς ἀναθυμιάσεως οὔσης λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον |