ἧς κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ , ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον , ἧς ἦν τὸ μὲν πλάτος ὀκτὼ πηχῶν
οἱ ἀρχαῖοι τὸ διάφραγμα . φιλεῖ : εἴωθεν . | φολίδα χαλκοῦ : τὴν λεπίδα . φαλακροῖσι : περιφερέσι .
7498829 ἀχνην
' ἄκρας κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται , ἀποπτύει δ ' ἁλὸς ἄχνην : ὣς τότ ' ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες νωλεμέως
τῶν παραδείσων τάττειν τὴν ἅλω . οἱ γὰρ ἄνεμοι τὴν ἄχνην , τουτέστι τὰ λεπτὰ τῶν ἀχύρων , ἐπιφέροντες λεληθότως
7332190 ὁλκαιην
τῶν ἤτοι θήλεια παλίγκοτος ἀντομένοισι δάχματι , πλειοτέρη δὲ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν : τοὔνεκα καὶ θανάτοιο θοώτερος ἵξεται αἶσα
γίνεται τῷ μακρῷ διασπασμῷ καὶ εἱλιγμῷ τῆς γαστρὸς κατὰ τὴν ὁλκαίην ἀτραπόν , οἱονεὶ τὴν ἐπιμήκη . * κατεναντίον :
7283478 δορκαδος
σὺ παρέλθῃς , ἐγὼ οὐκ ἀποθνῄσκω : ζωὴν γὰρ ζήσω δορκάδος ὑπερτέραν . Τοὺς δολίους ὑποκριτάς , τοὺς λέγοντας φιλεῖν
πρόσωπον ἔχοντες τὸ δὲ λοιπὸν σῶμα πάνθηρος , μέγεθος δὲ δορκάδος : καὶ ταῦροι δ ' εἰσὶν ἄγριοι καὶ σαρκοφάγοι
7263800 ἀκανθαν
, καθωμιλημένον δὲ μᾶλλον τὸ περὶ τὴν ἐν τῇ Σικελίᾳ ἄκανθαν τὴν καλουμένην κάκτον : εἰς ἣν ὅταν ἔλαφος ἐμβῇ
, οὐδὲ δικαιοτέρας : ἡ γὰρ κατ ' αὐτὴν τὴν ἄκανθαν ἰθυωρίη τῆς κατατάσιος κάτωθέν τε καὶ κατὰ τὸ ἱερὸν
7197791 ἀγραυλοιο
φαίδιμος Αἴας . στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο ὄνθον ἀποπτύων , μετὰ δ ' Ἀργείοισιν ἔειπεν :
μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν , ἥ τε κατ ' ἀγραύλοιο βοὸς κέρας ἐμβεβαυῖα ἔρχεται ὠμηστῇσιν ἐπ ' ἰχθύσι κῆρα
7192158 ψαμμον
στρατηλάτην σῦν , καρτερὸν Γόργης τόκον , τῇ μὲν Λίβυσσαν ψάμμον ἄξουσι πνοαὶ Θρῇσσαι ποδωτοῖς ἐμφορούμεναι λίνοις , τῇ δ
ἓν ἄγειν ἐκ μεταφορᾶς τῶν θεριστῶν : οὕτως οὖν ἐνταῦθα ψάμμον οἱ ἰχθύες ἀμᾶσθαι λέγονται ἀντὶ τοῦ ἐπισωρεύειν , ὥστε
7185618 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
7168981 ἀντυγα
μέσον ἤλυθε Λυγκεύς , σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ ' ἀσπίδος ἄντυγα πρώτην : ὣς δ ' αὔτως ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος
ἑσπερίης πόμα λίμνης αἰθερίην κροτέοντες ὑπ ' ἴχνεσιν ἀτραπὸν ἵπποι ἄντυγα μυδαλέην λιποφεγγέος ἕλκον ἀπήνης . ἠέρι δ ' ἠγερέθοντο
7163384 ἀζαλεης
εἷος ἐπῆλθε νέμων . φέρε δ ' ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη . ἔντοσθεν δ '
βασιλήων . Πυρκαϊῇ δ ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι πεύκης ἀζαλέης : ὑπὸ δ ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ . Δὴ
7142218 βυσσον
: βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , σπουδάζοντα . ποτὶ βυσσόν : πρὸς τὸν βυθόν . ὑποβρυχίοισι : βυθίοις ,
Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ ' αὐτά
7118148 φορεει
ἐπὶ δὲ τῆς ἅλω “ ὡς δ ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ ' ἀλωάς . ” ἀλύσσοντες δυσφοροῦντες καὶ
μορφὴ οἵη περ τῶν ὕδρων : πτίλα δὲ οὐ πτερωτὰ φορέει , ἀλλὰ τοῖσι τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι μάλιστά κῃ ἐμφερέστατα
7091076 μηριων
τε καὶ Ἄργην ὀνομάζοντάς τε καὶ ἀγείροντας , καὶ τῶν μηρίων καταγιζομένων ἐπὶ τῷ βωμῷ τὴν σποδὸν ταύτην ἐπὶ τὴν
δευτέραν σύνθεσιν διαφρῶ καὶ εἰσφρῶ . Ἀριστοφάνης : ” τῶν μηρίων τὴν κνῖσαν οὐ διαφρήσετε ” . γέγονε δὲ ἡ
7047886 μυξαν
οἷον κέγχρους ἔχῃ λαμπράς : καὶ ἐὰν ἐν κύκλῳ τὴν μύξαν περιγράφῃ λαμπρὰ γραμμή . Ὁ τῆς σχίνου καρπὸς σημαίνει
ἢ καλαμίνθηϲ διὰ ῥινεγχύτου ἐγχυθεὶϲ εἰϲ τοὺϲ μυκτῆραϲ ἄγει πολλὴν μύξαν . Ἄλλο . πυρῆνα μήληϲ ὕδατι βάπτων ἀναλάμβανε χάλκανθον
7032401 χαιτη
νιφόεντι κιχὼν ἐφράσσατο δειρῇ . τῆς μὲν ἀμαρακόεσσα χυτὴ περιδέδρομε χαίτη , ἄνθεα δὲ χρύσεια φαείνεται : ἡ δ '
ἑλλανοδίκης τοῦ ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ
7014996 φολιδων
ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην . μηδ ' ὅτε ῥικνῆεν φολίδων περὶ γῆρας ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ ,
πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς ἐπιστείβων , ὅτε φωλεὸν εἴαρι φεύγων
7004715 γλαυκῳ
κρέμασον κἄπειτα κατόπτα : πάσσειν δ ' ἁλσὶ κυμινοτρίβοις καὶ γλαυκῷ ἐλαίῳ ἐκ χειρὸς κατακρουνίζων θεοδέγμονα πηγήν . τὸν δ
πυργοσκάφῳ . ἣν δή ποτ ' ἐν ῥήτρῃσι δημοτῶν σταθεὶς γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας
6988773 πυρραν
πορφυρέᾳ βαφῇ , ἤτοι τῇ διὰ τοῦ αἵματος , τὴν πυρρὰν γενειάδα τὴν ζαπληθῆ καὶ ἄγαν πολλὴν καὶ δασύτριχον .
μᾶλλον ᾠκείωται , διὰ τοῦτο μελαίνης ἵππου φησίν . . πυρρὰν ] ξανθήν . ζαπληθῆ ] πολλήν . δάσκιον ]
6972945 ἁλλεται
. ἢ παρὰ τὸ ἀσπαίρω ἀσπάραγος , καὶ ἀσφάραγος : ἅλλεται γὰρ καὶ κινεῖται ἐν τῷ καταπίνειν . ἢ παρὰ
τὸ δ ' αὖ εἰς ἄνω ἐξαίρουσα , οἷα κίγκλος ἅλλεται . ἀμνοὶ δὲ βληχάζουσιν ὑπ ' ἀγαλαξίας . Οἷα
6935452 εἰλειται
ζώνας ὑπαινιξάμενος . Ἡ μὲν γὰρ ἀνωτάτω περὶ τὸν βόρειον εἰλεῖται πόλον , ἀρκτικὴν δὲ αὐτὴν ὀνομάζουσιν : ἡ δ
: ἔνθ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἀγαλλόμενος περὶ ῥίζης πυθμένας εἰλεῖται στρωφώμενος , ἠΰτε κοῦρος , ὅστε νέον προμολοῦσαν ἑὴν
6933578 στεφανην
ποταμός , ” ἐπὶ δὲ εἴδους περικεφαλαίας “ αὐτὰρ ἐπεὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας . ” καὶ κόσμου γυναικείου γένος :
δὲ ὕψος πηχῶν εʹ . Ποιῆσαι δὲ ἐπ ' αὐτῷ στεφάνην πρὸς τὴν βάσιν ἔξω ὑπερέχουσαν πῆχυν ἕνα πρὸς τὸ
6901089 ἰλυν
κανθοὺς κάτω σανίδας προσήλωσεν , ὅπως οἱ τροχοὶ ἐς τὴν ἰλὺν τοῦ ποταμοῦ μὴ καταδύοιντο : ἄνδρας δὲ ἐρρωμενεστάτους τὰ
ὑπερανεστηκότες τόποι . λέγεται δὲ πρόσχωμα κἀκεῖνο ἔνθα καταρρέον ὕδωρ ἰλὺν περιττὴν καὶ ψάμμον τίθησι σωρηδόν . . ἐνταῦθα ἤγουν
6897963 οὐλον
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
6896734 νεατῃ
, κυανέου πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ
, ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . Τότε δ ' αὐτὸν
6886846 πευκην
. δηλοῖ τὸ θερμὸν , καὶ καυστικόν . παρὰ τὴν πεύκην τὴν ἐπιτηδείαν πρὸς καῦσιν . Πρόβασις . ἡ τῶν
. διαφορὰν δ ' ἔχει καὶ ταύτην μεγάλην πρὸς τὴν πεύκην : πεύκην μὲν γὰρ ἐπικαυθεισῶν τῶν ῥιζῶν οὐκ ἀναβλαστάνειν
6874655 πεταλοισιν
ἄλθεα πίσαις , ἄλλοτε βουκέραος χιληγόνου ὅ ῥα κεραίας εὐκαμπεῖς πετάλοισιν ὑπηνεμίοισιν ἀέξει , ἀτμενίῳ μέγ ' ὄνειαρ ὅτ '
βοτανώδεσι τόποις ἐν καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν .
6866272 ἀνθρακος
, ἔτι δὲ βορβορίζουσαν τῇ γεύσει : κἂν ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθῇ ἡ ἄδολος , ἐπιάζει ἀερόχρους γινομένη .
ξ , τὰ μὲν εἰς κος , ὡς τὸ ἄνθραξ ἄνθρακος , τὰ δὲ εἰς γος , ὡς τὸ ἅρπαξ
6851441 δειραδα
τὴν δίκην ἔσχε . κατὰ ταύτην τὴν ἐπώνυμον τοῦ λῃστοῦ δειράδα ποταμὸς ἀπὸ μεσημβρίας κατιὼν ἐς τὸν Ἀλφειὸν καταντικρὺ τοῦ
, εἰς τοῦτον τὸν τόπον . ἐν Αἰγίνῃ . Κορίνθου δειράδα : ἐν γὰρ τῇ Κορίνθῳ τιμᾶται ὁ Ποσειδῶν .
6827639 ἑλισσεται
ὀλοῆς ὑπὸ μάρνατ ' ἀνάγκης , ἀμφὶ δέ οἱ μελέεσσιν ἑλίσσεται , ἄλλοτε ἄλλας παντοίας στροφάλιγγας ὑπὸ σκολιοῖσιν ἱμᾶσι τεχνάζων
ἐξερχομένῳ πνεύματι : πρῶτον γὰρ περὶ τὸ χεῖλος τῆς σύριγγος ἑλίσσεται τὸ πνεῦμα . φορέοιτε βάτοι : βάτος . .
6826414 μιτρα
, καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον
μοι ; πέπλοι ποδήρεις : ἐπὶ κάραι δ ' ἔσται μίτρα . ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο προσθήσεις
6823597 κληϊδα
πονέειν ὀσφύν . Τρίτῃ πόνος τραχήλου , κεφαλῆς , κατὰ κληῗδα , χεῖρα δεξιήν : διὰ ταχέων δὲ γλῶσσα ἠφώνει
ὑπὸ τὰς φρένας ᾖ τὸ ἄλγημα , ἐς δὲ τὴν κληῗδα μὴ σημαίνῃ , μαλθάσσειν δεῖ τὴν κοιλίην , ἢ
6810015 σπειρῃ
χρῆσθαι ἐκλεξάμενον , ἐάν τε πολὺ ἐάν τε ὀλίγον σπέρμα σπείρῃ τις , ἢ ἀρξάμενον ἀπὸ τοῦ πρωιμωτάτου μέχρι τοῦ
: οὐρὴ δὲ κρέμαται ὑπὲρ αὐτοῦ Κενταύροιο . Μέσσῃ δὲ σπείρῃ Κρητήρ , πυμάτῃ δ ' ἐπίκειται εἴδωλον Κόρακος σπείρην
6796919 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
6782852 κυκλοτερως
στενοὺ τελαμῶνος ἡ μεσότης κατὰ μετώπου , αἱ δὲ ἀρχαὶ κυκλοτερῶς ἐπὶ ἰνίον , ἐνταῦθά τε πρὸς ἑαυτὰς καὶ πρὸς
ὅπως μὴ αἰδουμένης | συσταλῇ τὸ σῶμα , δακτύλῳ δὲ κυκλοτερῶς διαστελλέτω τό τε στόμιον τῆς ὑστέρας καὶ τὰ πτερυγώματα
6779645 κυανου
, ξήρανον ἐν ἡμέρας ιʹ , καὶ λαβὼν ὤχρας καὶ κυανοῦ ἀνὰ μέρος αʹ , λείου ὄξει ἀκράτῳ : ποιήσας
ἁψίδας , τὰς μὲν αὐτὸς ὡραΐζων , τὰς δὲ μίξει κυανοῦ χρώματος ἐναλλὰξ πεποιημένου φαιδρύνων , ὡς ἐν μέρει καλλωπίζεσθαι
6778564 ἀραιην
τὸ ἀμύσσω . Ὅμηρος [ Ε ] : κατεμύξατο χεῖρα ἀραιήν : ὑβρίζεις ἀφανίζεις : τὸ κρήδεμνόν φησιν : ὦ
τε καὶ φλεγμαίνει , καὶ ὀδύνην παρέχει λεπτὴν καὶ βῆχα ἀραιήν τε καὶ ξηρὴν τὸ πρῶτον , ἔπειτα ἐπὶ μᾶλλον
6778558 νεατην
Ω , καὶ ἀπὸ τοῦ βόμβυκος ἐπὶ τὴν ὀξυτάτην [ νεάτην ] ἐν αὐλοῖς , ἧς [ ? ] ὁ
ἄρτιοι καὶ περισσοὶ καὶ ἀρτιοπέρισσοι . | τὴν μὲν γὰρ νεάτην ἔχει ἀρτίαν ἐκ δώδεκα μονάδων , τὴν δὲ παραμέσην
6777719 ἐρφος
: Νίκανδρος ] † ἔνθα : ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος : τὴν μὲν ὅθ ' ἁδρύνηται ὀροιτύποι οἱ ἀβατῆρες
ἰλυῶδες , τὸν ῥύπον ἵζει ] καθίζει τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ]
6773652 πετραιον
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε
6771714 ἐντιθεται
ἐπὶ δὲ τῶν νηπίων καὶ χόνδρος ἁλὸς καθ ' ἑαυτὸν ἐντίθεται ἐλαιωθείς , καὶ μέτρον πυρῆνι ὅμοιον , καὶ ἀγλιθάριον
λέγομεν πειρίνθια , τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης , εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν , ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν
6745987 χευεν
ἐβάλοντο . Ὕῃ ταυροκέρωτι Διωνύσῳ κοτέσασα Ῥειώνη ἄμυδις βλαψίφρονα φάρμακα χεῦεν , ὅσς ' ἐδάη Πολύδαμνα , Κυτηϊὰς ἢ ὅσα
ἄρ ' ἔφη , βλεφάρων δὲ κατ ' ἀθρόα δάκρυα χεῦεν . οἵη δ ' ἀφνειοῖο † διειλυσθεῖσα δόμοιο ληιάς
6745477 ἐπινηχεται
ἀσφαλῶς διαγινώσκειν γίνηται . Ἐπεὶ δὲ καί τινα ἑτεροειδοῦς αἰτίας ἐπινήχεται τοῖς οὔροις ἀραχνίαις τε καὶ στίγμασιν ὡς ἐξ ἐλαιῶν
, οὐ καταδύεται καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις ὕδασιν , ἀλλὰ ἐπινήχεται τοῖς ἐπισταμένοις ὁμοίως . φύσει γὰρ τοῦτο τὸ ὑγρὸν
6742794 καμαραν
σκευήν . . . . . ψαλίδα . ἁψῖδα ἤτοι καμάραν , ὡς νῦν , ἢ ταχεῖαν κίνησιν , ἢ
θόλος καὶ θολιὸς διαφέρει . θόλος τὸ οἰκοδόμημα ὃ νῦν καμάραν καλοῦσι : θολιὸς τὸ μέλαν τῆς σητηός † †
6742433 οὐρη
τοῦ συνῆκται , ἔσφιγκται , πέπλεκται . πεδανὴ δέ οἱ οὐρή : καὶ γὰρ πεδανὴ λέγεται ἡ λεπτὴ οὐρὰ καὶ
κύνεσσι πανείκελον ὠπήσαιο μείζοσι ποιμενικοῖς , λασίη δ ' ἐπιέσπεται οὐρή : ἡ δέ τε κυρτοῦται μεσάτην ῥάχιν , ἀμφὶ
6741692 ὀρυζαν
ἱστορεῖ Μέρυλλος ἐν πρώτῳ Βοιωτιακῶν . : Μέγιλλος δὲ τὴν ὀρύζαν σπείρεσθαι μὲν πρὸ τῶν ὄμβρων φησὶν , ἀρδείας δὲ
ἱστορεῖ Μέρυλλος ἐν πρώτῳ Βοιωτιακῶν . : Μέγιλλος δὲ τὴν ὀρύζαν σπείρεσθαι μὲν πρὸ τῶν ὄμβρων φησὶν , ἀρδείας δὲ
6727856 καριδα
τὰ τῆς δέρης ἁπαλά . οὐκοῦν ὃ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν οἴεται δεῖπνον ἕξειν , ἣ δὲ ἐν ἐξουσίᾳ
τὰ τῆς δέῤῥης ἁπαλά . οὐκοῦν ὁ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν , οἴεται δεῖπνον ἔχειν : ἡ δὲ ἐν
6727808 κυρτη
καὶ θερμανθέντα λειήνας ] κόψας ὑπέρ ] διά καὶ σχοινίδι κύρτη : τῇ ἐκ σχοίνου πεποιημένῃ κύρτῃ πορεῖν ] δός
πλευρὰ καὶ κατὰ ῥάχιν ἤλαυνε παίων . ἀλλὰ μὴν καὶ κύρτη σιδηρᾶ ἀγγεῖόν τι , οἷον οἰκίσκος ὀρνίθειος , παρὰ
6725379 κρυμωδη
ἧπαρ , τυφώδη : εἰ δὲ περὶ τὸν πνεύμονα , κρυμώδη . δεῖται δὲ ὁ τοιοῦτος πυρετὸς ψυχόντων καὶ ὑγραινόντων
καὶ διακεκαυμένην ὀνομάζουσιν . τὴν δὲ κατεψυγμένην ἂν εἴποις κρυώδη κρυμώδη , ψυχράν , σκιεράν κατάσκιον , ἄπυρον , ἀνήλιον
6723406 ῥεος
τὰς οὐλομένας : ἔτεγξα καὶ ἔβρεξα τὴν παρειὰν ἐμοῦ δηλονότι ῥέος καὶ ῥεῦμα δακρυσίστακτον ἀπὸ τῶν ὄσσων καὶ τῶν ὀφθαλμῶν
λεπτόν . : ῥαδινῶν ] Εὐκινήτων , λεπτῶν . : ῥέος : Ῥεῦμα : παρὰ τὸ ῥέω ῥέος , ὡς
6722355 πολυφυλλος
Τῶν δ ' ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος καὶ διὰ τὸ πολύφυλλος εἶναι πολλαχόθεν καὶ διὰ τὸ πυκνοσπορεῖσθαι καὶ διὰ τὸ
εὐαυξὴς καὶ ὑψηλὸς καὶ παχύς . ὁ δὲ λεπτὸς καὶ πολύφυλλος , ὁ δὲ ὀλιγόφυλλος καὶ μονόφυλλος . ὅλως δὲ
6715688 τρυπησας
ὀφθαλμοὺς περιγράψας ; τίς ὁ τὰς ῥῖνας καὶ τὰ ὦτα τρυπήσας ; τίς ὁ τὸ στόμα διανοίξας ; τίς ὁ
βαλὼν εἰς βελόνην ῥάμμα λευκὸν καὶ διὰ μέσον τοῦ ὠοῦ τρυπήσας καὶ διαγαγών , ἐὰν μελανωθῇ τὸ ῥάμμα , ἐστὶν
6714772 καυσις
. Καὶ ὅσα ἄλλα ὀνόματά εἰσιν . ἡ γὰρ λεύκωσις καῦσίς ἐστι , καὶ ἡ ξάνθωσις , ἀναζωοπύρησις : αὐτὰ
. Καὶ ὅσα ἄλλα ὀνόματά εἰσιν . ἡ γὰρ λεύκωσις καῦσίς ἐστι , καὶ ἡ ξάνθωσις , ἀναζωοπύρησις : αὐτὰ
6713104 θρομβους
πολλάκις δὲ καὶ ἡ φάρυγξ λανθάνει αἵματος πιμπλαμένη : ἔπειτα θρόμβους αἵματος ἐκβράσσεται κατ ' ὀλίγον θαμινά : ἐνίοτε καὶ
ἐν ἑωυτῷ φακῶν ἢ ἐρεβίνθων ἐρίγμασι παραπλήσια , ἢ οἷον θρόμβους αἵματος εὐανθεῖς , κατὰ τὴν ὀδμὴν ὅμοιον τῷ τῶν
6711840 κορυνην
πόλλ ' ἐμενοίνα , δέρμα τε θηρὸς ὁρῶν χειροπληθῆ τε κορύνην , ὁππόθεν ὁ ξεῖνος : μεμόνει δέ μιν αἰὲν
ὀνειδείην τὴν αἰσχύνην βρωμήεντος : τοῦ ὄνου ἐναλδήσασα : ἐναυξήσασα κορύνην : οὕτως λέγει τὸ αἰδοῖον τοῦ ὄνου σκύλαιο κάρη
6705683 δριμειαν
κεφαλὴ ἢ ἕτερον μόριον . οὔτε γὰρ τὴν θερμὴν καὶ δριμεῖαν ἔχει ποιότητα τοῦ ὀρροῦ τὸ ὀξύγαλα οὔτε τὴν λιπαρὰν
. Δεύτερον κεφάλαιόν ἐστιν ἐν ᾧ ὑποτίθεται τὴν ὕλην τὴν δριμεῖαν καὶ διαβρωτικὴν οὐκέτι τὴν κεφαλὴν ἐπηρεάζουσαν , ἀλλὰ φερομένην
6704336 χροιην
ῥύσις ] ἡ ῥεῦσις πίμπραται ] οἰδαίνουσιν καὶ τὸ εἰδήνατο χροιήν , ἀντὶ τοῦ ὡμοιώθη τῷ ] τῷ φαρμακευθέντι ὁτέ
τοῦ ἀλέω ἀλεύω . Πλέξηται : περιπλακῇ , περιλάβῃ . χροιήν : ὄψιν τῆς πέτρας . ἀμφιέσηται : περιβάλληται .
6699397 ἐρευγεται
πολὺς ὠκεανός : τρεῖς γὰρ κόλπους μεγάλα κύματα ἔχοντας συστρέφων ἐρεύγεται ἢ ἀποτίκτει ἐξ ἑαυτοῦ ἔσωθεν βάλλων εἰς τὴν ἤπειρον
' ἀμφαδὸν ἄμμιγα παύροις Πόντον ἐς Ἄξεινον κυρτὴν ὑπ ' ἐρεύγεται ἄκρην . καί νύ κε δηθύνοντες Ἀμαζονίδεσσιν ἔμειξαν ὑσμίνην
6694183 μυραινα
οἱ Σάμιοι τοὺς ἁλόντας μετὰ ταῦτα Ἀθηναίων ἔστιξαν . Ταρτησία μύραινα : ἐπ ' εὐμεγέθους : ὡς ἐκεῖ γενομένων μεγίστων
: γαστέρα , κοιλίαν . Ἡ μέν : ἤως ἡ μύραινα . ὑπέκ : ὑποκάτω : κρυφιότητα δηλοῖ ἡ ὑπό
6693643 ῥεε
ποτὶ γαίῃ κόπτ ' : ἐκ δ ' ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε , δεῦε δὲ γαῖαν . τοὺς δὲ διὰ μελεϊστὶ
προτὶ γαίῃ κόπτ ' : ἐκ δ ' ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε , δεῦε δὲ γαῖαν . πολὺ ἂν ἔργον εἴη
6687989 ὀσφυν
ἐστὶν εἴδη , καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὸ τὰ μὲν ὀσφὺν μᾶλλον ἢ χεῖρας ἢ σκέλη διαπονεῖν , τὰ δὲ
τὸ μὲν μέγεθος μικραί , ἀπὸ δὲ κεφαλῆς ἐπὶ τὴν ὀσφὺν μακραὶ καὶ σιμαί , κέρατα οὐκ ἔχουσαι , ὀστέα
6683336 στυφελην
Χαδησίας δὲ αὐτὰς εἶπεν ὡς Ἑκαταῖος ἀπὸ τοῦ Χαδησίου . στυφελήν : τραχεῖαν καὶ σκληράν : οὕτως Κλειτόριοι λέγουσιν ,
καὶ Ἀντίμαχος ἐν τῇ Λύδῃ ἡφαιστοτεύκτους τοὺς ταύρους ἀπεφήνατο . στυφελήν : τραχεῖαν . τετράγυον : πεντηκοντόγυόν φησι Φερεκύδης ἐν
6683332 πνοην
, οἷον ἐλάσσονα κατὰ δύναμιν . ὑπεράει ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν . ὑπεροπλίσαιτο . ἡ λέξις ἐν τῇ Ρ τῆς
μυκτῆρας εἰσέλθοι τις , ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῆ : τοσαύτην ἐξακοντίζει πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης
6682788 ἀσταχυων
ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην . ” ἀμαλλοδετῆρες οἱ τὰς ἀμάλλας τῶν ἀσταχύων δεσμεύοντες . ἀμύντορας βοηθούς : “ ἤ τινας ἐκ
δέδιθι , σωφρονέστερον γὰρ αὐτῷ χρήσῃ . μὴ τέμνε τῶν ἀσταχύων τοὺς ὑψηλούς τε καὶ ὑπεραίροντας , ἄδικος γὰρ ὁ
6669983 λοφιην
. . κἀκεῖνο δέ τινες ὀρθοτονοῦσι προσπνέοντες , φρίξας εὗ λοφιήν : ἀντὶ τοῦ τὴν αὑτοῦ . Ἡ ἕο κατ
ἀνίσταται τοῦ ὕδατος . ὑπερτέλλοιτο : ἀνατέλλοιτο , ἀναφαίνοιτο . λοφιήν : κεφαλήν , ῥάχιν . φαείνων : δεικνύων .
6664752 λαπτει
ψοφεῖ , ἀναταράσσει βράττει ] ἐσθίει , θηλάζει βράττει ] λάπτει ἀνακρούουσα ] κτυποῦσα χύσιν ] τὸ γάλα χύσιν ]
δ ' ἀγωγὸς εἱστήκει πεινῶσα θήρης , καρδίην δὲ νεβρείην λάπτει , πεσοῦσαν ἁρπάσασα λαθραίως , καὶ τοῦτο κέρδος εἶχεν
6661628 ἀκανθα
Σοφοκλῆς ἐν Κολχίσι κυνάραν καλεῖ , ἐν δὲ Φοίνικι κύναρος ἄκανθα πάντα πληθύει γύην . Ἑκαταῖος δ ' ὁ Μιλήσιος
, γλαύκιον ἢ κόπρος ὄϊος . ἀντὶ ἀκτῆς βοτάνης , ἄκανθα ἢ ἀκάνθου κεράτια . ἀντὶ ἁλικακάβου , δορυκνίου ἢ
6660039 λευκοτητα
τῶν ἑπτὰ εἰδῶν τοῦ ποσοῦ κατηγορεῖται , οἷον πολλὴν λέγομεν λευκότητα διὰ μέσου τῆς ἐπιφανείας : πολὺ γὰρ τὸ λευκὸν
λευκόν , ὅπερ ἐστὶν οὐσία : οὐδὲ γὰρ δύνανται τὴν λευκότητα διελεῖν εἰς ψιμύθιον καὶ κύκνον καὶ χιόνα , ἐπειδὴ
6658769 λοφιαν
, ῥίνην . Δωρίων δέ φησι τὸν ἀλωπεκίαν μίαν ἔχειν λοφιὰν πρὸς τῷ οὐραίῳ , ἐπὶ δὲ τῆς ῥάχεως οὐδαμῶς
τένοντες . τὸ δὲ μέχρι τέρθρων κύρτωμα παραλοφία , διότι λοφιὰν τὴν κατὰ νῶτον προβολὴν καλοῦσιν . ἡ μέντοι σύμπασα
6658451 κορσην
τὸν κρόταφον , . . . . . , : κόρσην κεφαλήν . ἐπὶ νηυσὶ χόλον θυμαλγέα πέσσει : ἡ
ὠκειάων . τόν ῥ ' Ὀδυσεὺς ἑτάροιο χολωσάμενος βάλε δουρὶ κόρσην : ἣ δ ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ
6647129 χροιαν
, λέγω δὴ ὁ ἄρρην , τὴν αὐτὴν μὲν ἔχει χροιάν , τὴν δὲ κεφαλὴν ἔχει στενοτέραν , καὶ τὸν
καθαρός , πορφυροῦς , ἡλιόφεγγος . Λίθος ὁ χαλκηδόνιος τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς ἄνθρακι ὅμοιος , ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου
6645083 καθαπτων
καὶ εἰς μίαν ὄρσεο κόρσην , σπεῖραν ὑπὸ σπυρίδεσσι νεοπλέκτοισι καθάπτων , ὄφρα δύο κροκόωντες ἐπιζυγέοντε κορύμβοι μέσφα συνωρίζωσιν ὑπερφιάλοιο
ὁδούς , καὶ ἐκ τῶν τριμμῶν εἰς τὰ συμφέροντα , καθάπτων τοὺς περιδρόμους ἐπὶ τὴν γῆν , τὰ ἀκρωλένια συνάγων
6640181 ἐχιος
καθαροῦ τοῦ ος κλίνονται , οἷον ὄφις ὄφιος , ἔχις ἔχιος , πόσις πόσιος , μάντις μάντιος : προσηγορικά εἴπομεν
τὸν αἴτιον τῆς ἐς Κωκυτὸν ἀφίξεως θρῆνον * ἐχιναῖον : ἔχιος * ἐπικλείουσιν : ἀκούουσιν καλοῦσιν * τοῦ : τοῦ
6633134 σκιδναται
ὠλλύμαν , ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας
ἐγκέφαλον πρῶτον ἀφικνέεται , καὶ οὕτως ἐς τὸ λοιπὸν σῶμα σκίδναται ὁ ἀὴρ , καταλιπὼν ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἑωυτοῦ τὴν
6631389 μυδοεν
μυδόεν τεκμήρατο νύγμα : γράφεται καὶ δῆγμα : τὸ γὰρ μυδόεν , ὅ ἐστι δίυγρον , ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ
παρέχουσα . * πιτναμένη : ἀραιουμένη * μυδόεν : σεσηπός μυδόεν τεκμήρατο νύχμα : τουτέστι δίυγρον ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ
6623542 ἀγκιστρον
μοι ἐθελήσῃ πρὸς ὀλίγον χρῆσαι τὴν ὁρμιὰν ἐκείνην καὶ τὸ ἄγκιστρον , ὅπερ ὁ ἁλιεὺς ἀνέθηκεν ὁ ἐκ Πειραιῶς .
δὲ πρῶτον ἐκ τῶν κατωτέρω μερῶν . εἰ μὲν οὖν ἄγκιστρον ὑποβεβλῆσθαι τύχοι , λαβόντες ἕτερον ἄγκιστρον καὶ κατὰ τοῦ
6618701 ἀνθησιν
καῦμα : διαρρήγνυνται γάρ . Ἐν Τάραντι δὲ περὶ τὴν ἄνθησιν ὁτὲ μὲν ἀπερυσιβοῦνται διὰ τὴν ἄπνοιαν , ὁτὲ δὲ
ἐκπίπτει δὲ τοῦ θέρους , ὅταν τοῦτο διαχάνῃ . τὴν ἄνθησιν ποιεῖται κατὰ μέρος , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῆς σκίλλης
6614079 κορυμβοι
ἄρθρα παραλύουϲιν . ἐπὶ πλέον δὲ ἅπτεται ϲμύρνα λίβανοϲ κιϲϲοῦ κόρυμβοι καὶ ταράττουϲι τὴν διάνοιαν ὁλοϲχοίνου καρπὸϲ κρόκοϲ πευκέδανον κυκλάμινοϲ
ἐκ δ ' ἄρα κόρσης ἀμφὶ μέτωπα τριχῶν πυκινοὶ σείοιντο κόρυμβοι : ὄμμα τορόν , πυρσωπόν , ἐπισκυνίοισι δαφοινόν :
6610390 δειρην
φέρει , ἔνθα μέσην περὶ παῖδα λαβὼν ἀγκῶν ' ἐφίλησα δειρήν , ἡ δὲ τέρεν φθέγγετ ' ἀπὸ στόματος .
ἐμμενέως : ὁ δ ' ἑλίσσεται ἀμφί τε γοῦνα , δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται
6604978 θριξ
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου :
6598374 λεπτην
καὶ τὰ παχέα δὲ καταξύσαντες . ἔχει δὲ καὶ ἐντεριώνην λεπτὴν ξανθήν , ᾗ κοιλαίνεται . ἴδιον δ ' αὐτῶν
εὐθείας συνέβαινε πρὸ τούτου πᾶσαν τὴν δύναμιν ἐκτασσομένην μακρὰν καὶ λεπτὴν εὑρίσκεσθαι , ταύτην ἐν διπλῇ τάξει ἐποιήσαμεν , οὐ
6593073 χλωραν
δὲ εἶδος φυτοῦ ὅμοιον πεύκῃ . * ἔγχλοα : χλωρόν χλωράν κρότωνος : εἴρηται τὸν φλοιὸν ἢ αὐτὴν τὴν ῥίζαν
τοῦ σφετέρου διατειχίσματος , πόαν εἴ τινα εὕροιεν ἢ φυλλάδα χλωράν , νεμόμενοι . καὶ τοὺς ἀποψύχοντας ὁ Λεύκιος ἐς
6591372 οὐραν
δὲ αὐτὸν περιέρχονται χρυσῷ προσεικασμέναι ἀπὸ τῶν βραγχίων ἐς τὴν οὐρὰν καθήκουσαι , μέση δὲ αὐτὰς διατέμνει ἀργύρῳ προσεικασμένη .
κύνας τοὺς οἰκουροὺς ἵνα μὴ ἀποδιδράσκωσι τετέχνασται ἐκεῖνο . τὴν οὐρὰν αὐτῶν καλάμῳ μετρήσαντες χρίουσι τὸν κάλαμον βουτύρῳ , εἶτα
6587581 σπιλαδων
πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι
σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ ,
6586187 ἐρυθημα
γὰρ μέλανα ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ νότου , ποτὲ δὲ ἐρύθημα ἐκ τῆς ψύξεως τοῦ βοῤῥᾶ . λέγει δὲ ὁ
, ἀπορίη , βάροϲ τοῦ τόπου , ἔνθα ῥήϲϲεται , ἐρύθημα τοῦ προϲώπου , ἢν μηδέκω ῥαγῇ . κἢν μὲν
6580958 σταφυλην
τόπον , καὶ εἶθ ' οὕτως καίειν ἢ τέμνειν τὴν σταφυλήν , καὶ χρῆσθαι τοῖς προειρημένοις βοηθήμασι . πλὴν δεῖ
ἐργασίας ἐξ Ὀποῦντος ἥκοντα παρὰ τοὺς Χόας , πέμψαι αὐτῷ σταφυλήν : τὸν δὲ Σοφοκλέα λαβόντα εἰς τὸ στόμα ῥᾶγα
6580501 Ἀλοη
εὐώδεις , δριμεῖαι , ὑπολίπαροι . ὑδρηλὰ φιλεῖ χωρία . Ἀλόη φύλλον ἔχει παραπλήσιον σκίλλῃ , παχύ , λιπαρόν ,
ἀπὸ τῶν χολὴν καθαιρόντων φαρμάκων . Χολῆϲ ξανθῆϲ καθαρτικά . Ἀλόη τὸ μὲν ϲῶμα ὅλον οὐ κενοῖ , τὴν παρακειμένην
6578284 φοινικουν
καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι
ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις
6577396 στορεσας
' , ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ : τὴν δ ' ἀτέραμνον στορέσας ὀργὴν εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα σπεύδων σπεύδοντί ποθ
ἔφην δαμασθῇ . . ἀτέραμνον ] σκληρὰν καὶ ἄκαμπτον . στορέσας ] μαλακίσας καὶ καταβαλών . . ἀριθμόν ] γράφεται
6576928 ταρασσομενη
ἱδρυνθέντα ἐμφράσσει τὴν κάτω κοιλίαν ὑπολείβεται ] στάζει κυκοωμένη ] ταρασσομένη τοῖς πνεύμασι ἔβρασεν ] ἀπέπτυσεν , ἔρριψεν ἔβρασεν ἤλιθα
, ἀκονήτου , . Ἄγρια : ἀγρίως . κυμαίνουσα : ταρασσομένη . κορύσσεται : διεγείρεται , ἐπαίρεται , ὁπλίζεται ,
6575594 δροσωδη
ἀληθινόν . οὔνομα σωλήν : ὄνομα σωλῆνι . Ἐρσήεντα : δροσώδη , ἁπαλὰ , ὑγιῆ . τερσήεντα : τὰ σκληρά
' ἱδρῶτα πηγῆς ; οἶνον εἰπὲ συντεμών . λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη ; παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ ' αὔραν
6573124 σκωρια
οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς ὅσα καὶ ἡ σκωρία τοῦ σιδήρου . Λίθος νάξιος καὶ τὸ τῆς ναξίας
φ . Σής : ὁ σκώληξ . Σκώρ : ἡ σκωρία : οἱ δέ , τὸ κόπρον . Κρῖ :
6570926 εὐθαλη
τῷ δαμάζοντι Ποσειδῶνι , τῷ πατρί σου , θύων ταῦρον εὐθαλῆ καὶ μέγαν , οὕτως ἐπίδειξον αὐτόν . καὶ δαμαίῳ
' ὁ ἄνεμος οὐκ ἐφῆκεν . ἐθεώμεθα μέντοι τὴν χώραν εὐθαλῆ τε καὶ πίονα καὶ εὔυδρον καὶ πολλῶν ἀγαθῶν μεστήν
6570377 ἐρινεου
ὁ δὲ , ὃ συμβέβηκε τῷ Ὀδυσσεῖ κατὰ τὴν τοῦ ἐρινεοῦ ἐποχὴν ἐν τῷ στομίῳ τῆς Χαρύβδεως , ἐπὶ τὴν
. πλεύσαντες δὲ τόν τε ποταμὸν ἐξεῦρον καὶ κατά τινος ἐρινεοῦ πλησίον τῆς θαλάττης πεφυκότος ἄμπελον ἐθεάσαντο κατακεχυμένην , ἐξ
6568323 ἀμφισβαιναν
: ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι , ναυτίλων
ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * τὴν μέν : τὴν ἀμφίσβαιναν * ἁδρύνηται : αὔξηται , παχυνθῇ , αὐξηθῇ ,
6563931 θραυομενων
ἀρσενικὸν καὶ σανδαράκη καὶ τίτανος ἄσβεστος , τῶν σφοδρῶν δηλονότι θραυομένων τῇ τῶν ἀσθενεστέρων μίξει . τὰ δὲ λεπτύνοντα τὰς
ἁπλῶς δὲ τῶν παραγγελλομένων οὐδεὶς οὐδὲν ἤκουε , τῶν σκαφῶν θραυομένων καὶ παρασυρομένων τῶν ταρσῶν , ἅμα δὲ καὶ τῇ
6563738 νηδυν
σικύοιο : τοῦ ἀγριοσύκου τοῦ ἀγρίου σύκου νηδὺν δέ τὴν νηδὺν καίπερ βαρυνομένην ταῖς ἀνίαις καὶ τὰ ἑξῆς . *
ἢ ' πίκωμος ἢ μαζαγρέτας , Ἅιδου τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων . ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται ,
6561352 ὁδευει
[ , ἥδε μὲν ἡ ὁ ] δὸς εἰς Αἴγυπτον ὁδεύει [ , εἰ δὲ ] ὁδεύεις εἴκοσιν ἡμέρας [
ἀεὶ τηροῦντα νόμοισιν , οἷσιν ἄνωθε φέρων μέγαν οὐρανὸν αὐτὸς ὁδεύει , καὶ φθόνον † οὐ δίκαιον † ῥοίζου τρόπον
6559597 λασιων
μαλακὴ , οὐδὲ τάπητες , οὐδὲ χλαῖναι τῶν παχειῶν καὶ λασίων , οὐδὲ τοιοῦτον οὐδέν . Καὶ ἡ σκληρότης ἡ
ὑπὸ νύκτα , πάρος μέγα πεφρικυῖα . Πᾶσα δέ οἱ λασίων ὀρέων ἐστείβετο πέτρη καὶ κρημνοί , πᾶσαι δὲ διεπρήσσοντο
6557549 ἀπερευγεται
κατὰ τὸ δαίτην ] τὴν τροφήν δαίτην ] τὴν βρῶσιν ἀπερεύγεται ] ἐμεῖ αἱματόεσσαν ] αἱματώδη νηδυίων ] τῶν ἐντέρων
συστρεφόμενος εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον τὸ ἀχνῶδες καὶ χορτῶδες αὐτοῦ ἀπερεύγεται , ἀπὸ Ἀρμενίου ὄρους ἀρξάμενος . Πρὸς δὲ τὴν
6550577 ὀρυξασθαι
ποταμοῖο , οἶος ἄνευθ ' ἄλλων ἐνὶ φάρεσι κυανέοισιν βόθρον ὀρύξασθαι περιηγέα , τῷ δ ' ἔνι θῆλυν ἀρνειὸν σφάζειν
πέτραι ἀμμώδεις κλύζωνται ἐπ ' ἄκρῃ κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ΚΙΧΛΑΙ καὶ
6549446 στεινην
εἶναι Κύραυιν , μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων , πλάτος δὲ στεινήν , διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου , ἐλαιέων τε μεστὴν
τὰ παρίσθμια ἴσθμια ] τὸν λαιμόν φάρυγος ] τοῦ λάρυγγος στεινήν ] τὴν στενήν ἐμφράσσεται ] ἐμφράττει οἶμον ] ὁδόν

Back