τῶν διὰ τοῦ η : καὶ ἰστέον ὅτι τὰ εἰς ηξ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ἁπλᾶ διὰ τοῦ κ κλίνονται ,
τέτριπται : αἱ γὰρ ἄλλαι οὐκ εὔχρηστοι . Τὰ εἰς ηξ εἰωθότα Δωρικῶς τρέπεσθαι εἰς α , διὰ τοῦ η
6944831 σκωληκος
τρέφει ὄμβριος αἶα τὰ ἔντερα τῆς γῆς . ἕλμινς εἶδος σκώληκος , ἀπὸ σήψεως τῇ γαστρὶ ἐγγινόμενον . . *
γὰρ οὕτως ταῦτα ἔχει , βαλὼν κάθευδε καὶ τὰ τοῦ σκώληκος ποίει , ὧν ἄξιον ἔκρινας σεαυτόν : ἔσθιε καὶ
6892645 ἰωνικως
τὰ κρέα ἀττικῶς . ὦ κρέατα κοινῶς , ὦ κρέαα ἰωνικῶς , ὦ κρέα ἀττικῶς . Ἑνικά . Τὸ τεῖχος
ὅτε δὴ κείρασθαι , καί τινα ἐπιστολὴν ἀνέπλασαν ξυγκειμένην μὲν ἰωνικῶς , τὸ δὲ μῆκος ἄχαρι , ἐν ᾗ βούλονται
6877751 ωξ
: τρύξ : πτύξ : λύγξ : λύξ . Ἐς ωξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενα ὀλίγα ἐστὶν ,
: φλόξ : ζόρξ : δόρξ : ὥσπερ καὶ εἰς ωξ μέγα : τὸ βώξ : πτώξ : καὶ ῥώξ
6791063 συναλοιφῃ
οὐ γὰρ , ὡς τινὲς , ὦ ἐμοὶ , καὶ συναλοιφῇ ὤμοι . πῶς γὰρ τῇ δοτικῇ ἐπεφέρετο εὐθεῖα ,
φρῶ ἡ φρήν . παρὰ τὸ ἴω καὶ προΐω , συναλοιφῇ φρῶ . καὶ φρὴν , ἐφ ' ἧς προΐεται
6783827 ῥηματικα
προείρηται δὲ ἡμῖν τὰ τῆς προσῳδίας ὡς τὰ εἰς της ῥηματικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεσθαι θέλει ,
γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : Σίμων Σίμωνος οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει
6754649 βωκος
διὰ τοῦ κ κλίνονται , οἷον πτώξ πτωκός καὶ βῶξ βωκός : πρόσκειται ἐν τῷ κανόνι ἁπλᾶ διὰ τὰ σύνθετα
δοίδυκας , ὦ δοίδυκες . Ἑνικά . Ὁ βῶξ τοῦ βωκός : τὰ εἰς ωξ ἁπλᾶ διὰ τοῦ κ κλίνεται
6740152 κολλα
ἄλσος . σταδίων δὲ οἷον ἑδραίων . ὁ οὖν Ἵππαρις κολλᾶ καὶ προστίθησιν ἐπὶ τῇ πόλει τοὺς θαλάμους , καθὸ
πρῖνοϲ . τὰ δὲ φύλλα πάϲηϲ δρυὸϲ καταπλαϲϲόμενα τραύματα νεότρωτα κολλᾶ , ὥϲπερ ἐγὼ κατ ' ἀγρὸν ἐπειράθην . οἱ
6738996 λεπισμα
ὁ σῖτος καθαίρεται . λέμμα . λέμμα : φλοιός , λέπισμα . δρυόχων . τὰ στηρίγματα τῆς πηγνυμένης νεὼς δρυόχους
δαπάνην . πεφυσιγγωμένοι : πεφυσημένοι . φύσιγξ λέγεται τὸ ἐκτὸς λέπισμα τῶν σκορόδων , ἡ φυσίγγη . ἔπαιξεν οὖν καὶ
6734951 ιξ
. . παρὰ τὸ στρέφω : γίνονται γὰρ τὰ εἰς ιξ ὀνόματα ἀπὸ τῶν εἰς ος , ὡς φοινὸς φοῖνιξ
μος μα [ [ ] ! λίας ? δ ' ιξ [ [ ] γειαπολλ ? ? [ [ ]
6700359 ἑλκω
; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν
ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν
6692176 ἐπιθετικα
ἄμητος καὶ ἀμητός . τὸ δὲ ἑψητός λαλητός ὀξύτονα καὶ ἐπιθετικά : καὶ τὸ ἀλαλητός ἀπὸ τοῦ λαλητὸς προσθέσει τοῦ
μεθυπλήξ . τὸ ὕσπληξ καὶ ἀντίπηξ βαρύνεται , ὅτι οὐκ ἐπιθετικά . τὸ δὲ χηναλώπηξ καὶ αὐτὸ βαρύνεται , ὡς
6681448 αξ
. κζʹ . Ὁ Θώραξ . Ἔστι μὲν τῆς εἰς αξ καταλήξεως , κλίνεται δὲ Θώρακος διὰ τοῦ Κ δικαίως
Κ , καὶ ἡ αἰτία δήλη ἐστὶν ἀπὸ τῶν εἰς αξ ἀρσενικῶν ὀνομάτων , ὥσπερ ἐπ ' ἐκείνων τὰ εἰς
6667088 ἀδραφαξυς
ἀδηφάγον . ἀδηφάγον ἅρμα : τὸ τέλειον καὶ μέγα . ἀδράφαξυς : εἶδος λαχάνου , ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀτράφαξυν καλοῦσι
] : ἔστι γὰρ ἄτροφα . τεῦτλον μαλάχη λάπαθα ὀξυλάπαθα ἀδράφαξυς καταχρέοις μόνοις ἐστὶν ἀγαθὰ διὰ τὸ τὴν γαστέρα ἐκταράσσειν
6650793 ἰψ
. Τὰ εἰς Ψ μονοσύλλαβα ὀξύνεται : κνάψ μάψ φλέψ ἴψ λίψ Νίψ καὶ κνίψ . Τὰ εἰς ΩΣ ἀρσενικὰ
ὄνομα : κατασκευάζει γὰρ αὐτὸ οὕτως : [ ἔστιν ] ἴψ ζῷον [ ἐσθίον τὰ ξύλα καὶ ] κλίνεται ἰπός
6646569 κροτωνος
ὥστε παλαιούμενον μεταβάλλειν , ὥσπερ ἐπὶ τῆς λεύκης καὶ τοῦ κρότωνος . εἴδη δ ' ἐστὶ πλείω τῆς ἕλικος ,
φύλλων μετασχηματισμὸς καὶ ἑτέρων κοινός : ἐπεὶ καὶ τὰ τοῦ κρότωνος ἔνια περιφερῆ φυόμενα τὴν ἀρχὴν ὕστερον ἀπογωνιοῦται καθαπερανεὶ διαρθρούμενα
6643965 ὠλξ
ε εἰς ο ὂλξ καὶ ἐπεκτάσει τοῦ ο εἰς ω ὤλξ . , ; . . , = . :
τὸ βώξ : πτώξ : καὶ ῥώξ : πρώξ : ὤλξ . Εἰς ηξ διὰ τοῦ η γραφόμενα σπάνιά ἐστι
6623319 σφηξ
σου διαφέροντα ὅσον τέττιγες σφηκῶν . σφὰξ βομβέων : ὁ σφήξ , φησί , σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ
, καὶ σημειώσεως δεόμενα : ἔστι γὰρ τὸ βήξ : σφήξ : κήξ : ῥήξ . Τὰ εἰς ιξ μονοσύλλαβα
6604012 κλινομενα
, ὄρνις ὄρνιθος , Λάχης Λάχητος , βότρυς βότρυοςπρόσκειται περιττοσυλλάβως κλινόμενα διὰ τὸ κοχλίας κοχλίου , Αἰνείας Αἰνείου : ταῦτα
Αὐγέας . Τὰ εἰς ΔΗΣ δισύλλαβα μὴ διὰ τοῦ ΟΥΣ κλινόμενα βαρύνονται : Πύδης ᾅδης Γράδης μέδης . τὸ μέντοι
6540432 βαρυτονουμενον
καὶ Τρύφων ἐν τῷ δευτέρῳ Περὶ Ἀττικῆς προσῳδίας : τὸ βαρυτονούμενον γὰρ τὸ φυτὸν παρὰ τοῖς παλαιοῖς ? , [
δύο συλλαβὰς βαρυτονεῖται κατὰ τὸ υ , μὴ ὀξυτονούμενα ἀλλὰ βαρυτονούμενον τὸ στοιχεῖον ἔχοντα , οἷον κορδύλη , Δαμύλη ,
6533893 διχρονων
βραχέσι συστελλόμενα : ἀπὸ δ ' αὐτῶν τῶν τριῶν τούτων διχρόνων οὐκ ἔδει προτάξαι τὸ Ι : ἀλλ ' οὐδὲ
ι δὲ λήγει τὸ οὐδέτερον , καθότι τὰ συστελλόμενα τῶν διχρόνων ἀποβολῇ τοῦ ς τὸ οὐδέτερον ποιοῦσι , ταχύς ταχύ
6518613 σωληνος
ἁπλῶς ἐπὶ τοῖς ἐρίοις κατὰ τῆς ὑποτιθεμένης ἕδρας τοῦ ἀνοίκτου σωλῆνος : μάλιστα δὲ οὗτος ὁ τρόπος τῆς ἐπιδέσεως ἁρμόδιος
. καὶ μετὰ τὴν κατούλωσιν δὲ συμφέρει βραδῦναι τὴν τοῦ σωλῆνος ἔνθεσιν πρὸς ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν θεραπείαν . καὶ ἐν
6516946 βωξ
δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ καλλιώνυμος βαρεῖς . βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτος , ὑγρὸν ἀνιείς ,
λέγεται θηλυκῶς . τῷ βωκί , τὸν βῶκα , ὦ βῶξ . Δυϊκά . Τὼ βῶκε , τοῖν βωκοῖν ,
6515299 παιωνια
τὰς χορδὰς πρὸς φθόγγων μελῳδίαν : καὶ τὸν ἰατρὸν ἑτοιμάζοντα παιώνια φάρμακα πρὸς ἄμυναν τῶν παθῶν : καὶ τὸν στρατηγὸν
ἴθι μετὰ παίδων τῶν ἐπὶ Ἴλιον στρατευσαμένων , ἴθι νῦν παιώνια νούσου φέρων ἄκη . Εὐκαρπήσει δὲ γῆ ῥίζας καὶ
6489704 μονοσυλλαβα
ἔχοντα τόπον τῆς βαρείας , πάντα βαρύνεται : τὰ δὲ μονοσύλλαβα , οὐ δυνάμενα ἐκτὸς τῆς ὀξείας γενέσθαι , δυνάμει
διὰ τοῦ ι γράφονται ὡς δικατάληκτα . Τὰ εἰς ρ μονοσύλλαβα ἐξ ἴσου τὴν διὰ τοῦ ι , καὶ τὴν
6488598 ληγοντα
τάσιν , κατὰ τὰς ἑαυτῶν συζυγίας . Τὰ εἰς ΒΩ λήγοντα βαρύνεται . τότε περισπᾶται , ὅτε ἐν ταῖς δυσὶ
στρέφεται καί τ ' Ὠρίωνα δοκεύει . Τὰ εἰς ων λήγοντα ἀρσενικὰ δισύλλαβα βαρύτονα βραχείᾳ παραληγόμενα φυλάττει τὸ ω ,
6477269 βουπληγος
κενεῶνα φασγάνῳ ἀντετόρησε διαμπερὲς ἄλκιμος ἰχθύς , οἱ δὲ θοῶς βουπλῆγος ὑπ ' εὐχάλκοιο τυπῇσιν ἐκ γενύων ἤραξαν ἅπαν ξίφος
δὲ σύνθετα ὡς τὸ βουπλήξ καὶ ἀκανθοπλήξ διὰ τοῦ γ βουπλῆγος ἀκανθοπλῆγος , διὰ τὸ μέσον εἶναι τὸ Γ τοῦ
6466429 πησσω
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . .
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α .
6451961 ΒΟΣ
ἀττέλαβος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ παραλόγως ὀξύνουσι . Τὰ εἰς ΒΟΣ ἐπιθετικὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς , εἰ μὴ τῷ Η
λήγοντα καθαρά . Τὸ δὲ ἕκτον ἀρξάμενον ἀπὸ τῶν εἰς ΒΟΣ συμπληροῖ τὰ εἰς ΛΟΣ : κατὰ γὰρ τὴν τῶν
6442082 ὀνυξ
, παρθένῳ καὶ χήρᾳ ψόγον . Ὁ τοῦ μικροῦ δακτύλου ὄνυξ ἀγαθόν . Ὁ τοῦ δευτέρου ἀποδημίαν ἀγαθήν . Ὁ
, σκόροδον . ὑποθυμιᾶται δὲ πρὸς ταὐτὰ γαγάτης λίθος , ὄνυξ ὁ ἀπὸ τῶν πορφυρῶν , ἄσφαλτον , καστόριον ,
6438713 χεω
διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω ,
καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων : τέρπω τερπών , χέω χεών καὶ χιών . οὕτως οὖν καὶ ἀρήγω ἀρηγών
6437222 κινω
. . , , , : κνήμη : ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήσω κινήμη καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη .
Ἐρεχθεὺς ὁ Ποσειδῶν ἢ ὁ Ζεὺς παρὰ τὸ ἐρέχθω τὸ κινῶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὴν Λαίτριναν , ἥτις ἐστὶ χωρίον
6435746 καμινων
ἐπ ' ἀναιδείην τρεφθέντες ψεύδε ' ἄρησθε , συγκαλέω δἤπειτα καμίνων δηλητῆρας , Σύντριβ ' ὁμῶς Σμάραγόν τε καὶ Ἄσβολον
ἄλλη ἡ ἕψησις , καὶ ἄλλη ἡ ὄπτησις , δύο καμίνων χρεία , πρῶτον φανῶν , ληκυθίων , ἔπειτα κηροτακίδων
6435413 τερεβινθος
πολυειδέα δὲ καρπὸν τὸν ποικίλον τῇ χροιᾷ . ὁ γὰρ τερέβινθος τοὺς κόκκους φέρει , διαφόρους χροιὰς καὶ εἴδη ἔχοντας
τό τε καλούμενον κινάμωμον διάφορον χρείαν παρεχόμενον καὶ ῥητίνη καὶ τερέβινθος ἄπλατος εὐώδης φύεται περὶ τοὺς τόπους . ἐν δὲ
6431895 σμω
χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω ,
σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον
6428035 προπαροξυτονα
διφθόγγου γραφόμενα . Τὰ διὰ τοῦ ωνιος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς προπαροξύτονα κύριά τε καὶ προσηγορικὰ , μὴ σημαίνοντα μέρος σωματικὸν
διὰ τὸ πορνεύω , πορνεῖον . Τὰ διὰ τοῦ ηϊον προπαροξύτονα Ἰωνικὰ τὴν πρὸ τέλους ἔχει διὰ τοῦ ι ,
6415302 κοκκυγος
ἐπιάλτην ἐρρεντι ἐσύνηκε εὐρυδάμαν ϝρῆξις κάλιον κατώρης Κήτειος Κίκις κίνδυνι κόκκυγος κότυλοι μετρῆσαι ἐπὶ τοῦ ἀριθμῆσαι ΝΕΡΗ οἱ . .
: κοκκύζειν ⌈ γὰρ [ δὲ Γ ] ἐπὶ τοῦ κόκκυγος . Γ θἠρῷον : τὸ ἱερὸν τοῦ ἥρωος Λύκου
6413074 ἐλαυνω
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας ,
6411763 ὀρτυξ
ἐν γύρῳ τοὺς ὄρτυγας κόπτειν , [ στυφόκομπος ὁ μάχιμος ὄρτυξ . παρὰ τὸ στερεῶς κόπτειν . παρὰ τὸ κολάπτειν
χῆνες , ψᾶρες , κίττα , κολοιός , κόψιχος , ὄρτυξ , ὄρνις θήλεια ἄμητες , ἄμυλοι ἐπίτοκος ἡ γυνή
6410734 αο
, ἀφ ' οὗ φάος , καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ αο εἰς ω φῶς : καὶ τὸ ὦς , ὃ
[ [ ] αυτ ? ! [ [ ] ! αο ? ! [ [ ] εμ ? [ [
6407067 γυου
ἐπὶ τοὺς βόας γύης καλεῖται , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ γύου ἱστοβοεύς . τοῦ δὲ ζυγοῦ τὰ ἐπὶ τοὺς αὐχένας
κόμου ἔχομεν ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου :
6405645 σωλην
ὄστρεα , πίννη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λέπας , τῆθος , βάλανος .
φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος .
6400126 κλιθεν
Φαέθων Φαέθοντος , Πυριφλεγέθων Πυριφλεγέθοντος . Τὸ μέντοι Φέρων Φέρωνος κλιθέν , ὡς παρὰ Μυρτίλῳ : Φέρωνος ἄρα ποῦ ἐστιν
Τελέσσωνος : σεσημείωται τὸ Ἰάσων Ἰάσονος διὰ τοῦ ο μικροῦ κλιθέν : τὸ Ὑψίζων Ὑψίζοντος , δηλοῖ δὲ ὄνομα ποταμοῦ
6388406 υος
ὀξύνεται , ὥσπερ ὁ ἡδύς , κλίνεται δὲ διὰ τοῦ υος βότρυς βότρυος : κοινῷ γὰρ λόγῳ τὰ εἰς υς
. Κανόνες . . , , : τὰ διὰ τοῦ υος καθαροῦ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς κύρια προπαροξύτονα διὰ τοῦ υ
6386838 ἀκανθοπληξ
γράφεται : οἷον , ἁρματοπήξ : κλινοπήξ : ξυμπήξ : ἀκανθοπλήξ : παραπλήξ : μολυβδοτήξ : κεραμοτήξ : εὐθήξ :
πλήξω οἰστροπλήξ οἰστροπλῆγος , παραπλήξ παραπλῆγος , λαοπλήξ λαοπλῆγος , ἀκανθοπλήξ ἀκανθοπλῆγος , βουπλήξ βουπλῆγος . Ταῦτα δὲ πάντα σύνθετα
6382078 τρωγλη
. . , : τρώγλη : παρὰ τὸ τρώγω τρώξω τρώγλη : τὸ διαβεβρωμένον καὶ τετρημένον μέρος τοῦ τοίχου .
καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν ἔκπεσε χειρός „ . . , : τρώγλη : παρὰ τὸ τρώγω τρώξω τρώγλη : τὸ διαβεβρωμένον
6379784 κλινεσθαι
ἄκλιτα , Τλῶς Κρῶς , ἃ ὤφειλεν ἀποβολῇ τοῦ ς κλίνεσθαι : αἱ δὲ κλητικαὶ κοινῶς μὲν εἰς οι ,
γαμψοὺς : ἤγουν τὰς καμπτούσας καὶ πλαγίους νεφέλας ἐν τῷ κλίνεσθαι . . . . Οἰωνοί ; οἰωνοὺς ] ὄρνεις
6379293 ἑψω
τῆς νυκτὸς λόγον . Πότερον ἐγώ τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ;
μέγας : ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας τρῖμμα συκαμίνινον . γλαύκου φέρω κεφάλαια παμμεγέθη δύο
6370311 ἁρπαγος
ἄνθρακος , τὰ δὲ εἰς γος , ὡς τὸ ἅρπαξ ἅρπαγος , τὰ δὲ εἰς κτος ὡς τὸ ἄναξ ἄνακτος
θώρακος λινοθώραξ λινοθώρακος , Φαίαξ Φαίακος φιλοφαίαξ φιλοφαίακος , ἅρπαξ ἅρπαγος φιλάρπαξ φιλάρπαγος . Πρόσκειται ἐν τῷ κανόνι ὑπὲρ μίαν
6367782 στρεφω
, παρὰ τὸ θῶ , τρίτης ἐστὶ συζυγίας , τὸ στρέφω , θήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα θώνη , καὶ
τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς α καὶ τοῦ φ
6349144 Ἀλκμανος
γενικὴν καὶ φυλάττουσι τὸ α πανταχοῦ μακρόν , οἷον Ἀλκμάν Ἀλκμᾶνος , Τιτάν Τιτᾶνος , παιάν παιᾶνος , Πάν Πανός
Καὶ γένηται τοῖσδε σάμερον κοπίς . Τὰ Στησιχόρου τε καὶ Ἀλκμᾶνος Σιμωνίδου τ ' ἀρχαῖον ἀείδειν : ὁ δὲ Γνήσιππος
6344923 βραχειᾳ
προβάλῃς , μακρὰν δὲ τὴν χεῖρα τὴν ἡνιοχοῦσαν προτείνων σὺν βραχείᾳ τῇ ἡνίᾳ οὔσῃ ποτὲ μὲν ἐξόρμα ποτὲ δὲ καθίστη
τὴν ἄσημον φωνήν , εἴπερ καὶ ταῦτα καταμετρεῖται μακρᾷ καὶ βραχείᾳ συλλαβῇ . ἐν δὲ τῷ Περὶ ἑρμηνείας διαλαμβάνει τὸ
6344291 παρεδρευομενα
βαρυνόμενα γὰρ οὐκ ἔστιν ἐπινοῆσαι ὑπὲρ δύο συλλαβὰς τῷ ε παρεδρευόμενα , δισύλλαβα μέντοι , πλέω , ῥέω , κέω
ἂν συνηγορίαν ἐν τῇ αι διφθόγγῳ τήνδε . τὰ μακρᾷ παρεδρευόμενα ἀποβολῇ τοῦ θεν ποιεῖ τὸ ἐπίρρημα τὸ πρωτότυπον ,
6339896 κλινομενη
διὰ τοῦ η : οὐδέποτε γὰρ γενικὴ διὰ τοῦ τος κλινομένη ἀρσενικὴ ἔχει ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , οἷον
ἡ κλίσις , ποτὲ μὲν περιττοσυλλάβως , ποτὲ δὲ ἰσοσυλλάβως κλινομένη : καὶ πρόσσχες , πότε μὲν περιττοσυλλάβως , πότε
6338333 ἀποκοπη
ὑπὸ τῆϲ πτυάδοϲ προϲεπτυϲμένοιϲ ἀμαύρωϲιϲ , διόγκωϲιϲ προϲώπου καὶ ἀκοῆϲ ἀποκοπή , πόνοϲ ἐλαφρὸϲ καὶ οὐκ ἄτερ ἡδονῆϲ , διὸ
οὐρανὸν , ἤγουν τὸ λογιστικὸν ἡμῶν . ΕΔΩΡΗΣΑΝ , Ἀττικὴ ἀποκοπή . κἂν καὶ τοῦτο ὁ Πρόκλος Ἰωνικὸν λέγῃ .
6334360 ἀμεταβολα
ν , ρ , σ , διπλᾶ τε ὄντα καὶ ἀμετάβολα . Οὐδέποτε τὰ ἁπλᾶ σύμφωνα μετὰ τῶν διπλῶν συμφώνων
δὲ λακπάτητον σημαίνει τὸν ἀπὸ λακτίσματος τόπον πατούμενον . Τὰ ἀμετάβολα πρὸ τῶν ἀφώνων ἐν διαστάσει εἰσὶν , οἷον ἕρπω
6326826 ναρθηκος
δέ ἐστι καὶ τὸ ναρθηκοπλήρωτον , ὤφειλε γὰρ εἰπεῖν ἐντὸς νάρθηκος . ἔστι δὲ τὰ τοιαῦτα ὀνόματα , τό τε
Ἄγρει δ ' ἑξάμορον κοτύλης εὐώδεα πίσσαν , καὶ χλοεροῦ νάρθηκος ἀπὸ μέσον ἦτρον ὀλόψας , ἠὲ καὶ ἱππείου μαράθου
6315259 περδιξ
, ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός , κορυδαλλός . Ἀγαθαρχίδης δὲ
φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε : ὁ πέρδιξ ἐστὶ μὲν χερσαῖος , σχιδανόπους , ζῇ δὲ ἔτη
6311404 πρωξ
ἥτις ἀναφύει ἅμα τῷ φανῆναι τοὺς τέττιγας . λέγεται δὲ πρὼξ καὶ ἡ δρόσος . πρῶκας : πρωϊνὴν δρόσον .
πρὼξ καὶ ἡ δρόσος . πρῶκας : πρωϊνὴν δρόσον . πρὼξ ἡ δρόσος ἀπὸ τοῦ πρωΐ πέμπεσθαι . οὐ Δᾶν
6309391 κλοιος
” ⌈ , ὅπερ ἐστὶ Γ [ : ἐστὶ δὲ κλοιὸς ] τὸ ξύλον τὸ ἐμβαλλόμενον εἰς τὸν τένοντα τοῦ
ἐν τῷ ξύλῳ κατακεκλειμένα : τῆς μὲν γὰρ ἡμέρας ὁ κλοιὸς ἤρκει καὶ ἡ ἑτέρα χεὶρ πεπεδημένη , εἰς δὲ
6292944 θρυαλλις
εἰσι μακρόβια , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ λύχνου εἰ λεπτὴ ἡ θρυαλλίς ἐστι καὶ πλεονάζει τὸ ἔλαιον , ἀντέχειν ἐπὶ πλέον
ἴα , κρόκος , λωτός , νάρκισσος , ὑάκινθος , θρυαλλίς , σισυμβρία , ἕρπυλλον , ἀνεμῶναι . οἱ δὲ
6288355 ῥωξ
καὶ ἐπὶ τῆς σταφυλῆς διὰ τοῦ ω λεγόμενον , οἷον ῥώξ ῥωγός παρὰ Ἀρχιλόχῳ . . Τῷ βωκί , τὸν
κ κλίνεται , βωκός πτωκός , πλὴν τοῦ ῥωγός : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς
6283790 μονοσυλλαβων
αὐτῶν Ἰωάννου Χάρακος . Πρῶτος δὲ κείσθω ὁ περὶ τῶν μονοσυλλάβων : τὰ εἰς ων μονοσύλλαβα καὶ ὀξύνεται καὶ προσθέσει
τὸ τ ἐν τῷ ῥήματι . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . Τηλοῦ . παρὰ τὸ τέλος τελοῦ ἐστὶ
6282052 ἀμεταβολου
Φάγρητος καὶ Μάγνης Μάγνητος καὶ Ἴγνης Ἴγνητος ἔχουσιν ἄφωνον πρὸ ἀμεταβόλου καὶ κοινὴν τὴν συλλαβὴν ἔχουσιν , καὶ ὡς ἔχοντα
ἔλεγον , ὡς ἡνίκα τὸ ε πρὸ [ τοῦ ] ἀμεταβόλου , εἰς α τρέπεται , ὡς δερῶ ἔδαρον ἐδάρην
6275000 τουτεϲτιν
τοῦ εἰπεῖν ἔϲτιν ⸒ ἄξιοϲ εἴπῃ ἔϲτι ⸒ Νάξιοϲ , τουτέϲτιν ἀπὸ τῆϲ Ναξίαϲ τῆϲ νήϲου . οὕτωϲ καὶ τὰ
κῆποϲ δῆμοϲ . Ἡ γὰρ βαρεῖα ϲυλλαβικὸϲ τόνοϲ ἐϲτί , τουτέϲτιν εἰϲ τὴν ϲυλλαβὴν τὴν μὴ ἔχουϲαν τὸν κύριον τόνον
6274754 ῥεω
ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ
βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο
6272181 ληγοντων
καὶ Σαμαρείτης : ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται . Ὤρικος , πόλις ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ
Ἡ αἰδώς : ἔστι μὲν καὶ αὐτὴ τῶν εἰς Σ ληγόντων : ἔχει δὲ πρὸ τοῦ Σ τὸ Ω μέγα
6272139 χαραδριος
πληρωσάμενος . οὐκ ἐμπλησθεὶς ἀλλὰ προσδεὴς ὤν . χαραδριοῦ . χαραδριὸς ὄρνις τις ὃς ἅμα τῷ ἐσθίειν ἐκκρίνει . εἰς
κράζειν . [ ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκρύπτετο . ] χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς τὰ προκείμενα .
6269859 φιλυρα
δηλονότι . . φιλύρινον : Καλλίστρατος χλωρόν . ἡ γὰρ φιλύρα χλωρόν . χλωρὸς δὲ καὶ οὗτος . Εὐφρόνιος κοῦφον
τὰς θερινὰς στραφέντα τὰ φύλλα τῆς ἐλαίας , ὥσπερ ἡ φιλύρα , καὶ ἡ πτελέα , καὶ ἡ λεύκη .
6263156 χαλω
διπλασιασμὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , ὡς χῶ , χαλῶ , καὶ καχαλῶ , καγχαλῶ . παρὰ τὸ ἐν
Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μάχλος . παρὰ τὸ χαλῶ , μαχαλὸς , πλεονασμῷ καὶ συγκοπῇ μάχλος , ὁ
6263121 σχολια
τῶι τέλει κορωνίς . + τὸ προοίμιον διηγηματικόν . + σχόλια παλαιά . Ἣ δὴ τὸ μητρός : ἢ τῆς
] Μελῳδίᾳ . Τὸ προοίμιον προσφωνητικόν . Τοῦ σοφωτάτου μαγίστρου σχόλια . Πινδάρου Πύθια ] * Κυραῖοι , ἔθνος περὶ
6256165 ἐρωδιος
, καὶ πελαργὸς καὶ κρὲξ πρὸς αἴθυιαν καὶ ἅρπη καὶ ἐρωδιὸς πρὸς λάρον : κορυδαλλὸς δὲ ἀκανθυλλίδι νοεῖ πολέμια ,
ἐρχόμενοι κατὰ γεῖσα τινάσσονται πτερύγεσσιν : ἢ ἐπὶ κῦμα διώκει ἐρωδιὸς ὀξὺ λεληκώς . Τῶν τοι μηδὲν ἀπόβλητον πεφυλαγμένῳ ὕδωρ
6250370 κτητικα
γενικῶν παραγόμεναι καὶ εἰς γενικὴν μεταλαμβανόμεναι , καθάπερ καὶ τὰ κτητικὰ τῶν ὀνομάτων . Οὐχ ὑγιές τε λέγειν , ὅτι
, παιδίσκη : λεκανίσκη : στεφανίσκη . Τὰ εἰς κη κτητικὰ ἀπὸ τῶν εἰς κος κτητικῶν παρηγμένα , τὴν αὐτὴν
6248062 κατακορη
ἡ παράθεσις . ταύτηι καὶ τὰ τῆς συμπαθίας ἐστὶν ἀμφοῖν κατακορῆ . θάτερον γὰρ τῶι ἑτέρωι συμπαθὲς καὶ οὔτε τῶν
τῇ νήστει καὶ αὐτὴ πιμελώδης ἐστί : τὰ δὲ χολώδη κατακορῆ συνεκκρινόμενα ἐπὶ τούτων καὶ τὸ ἐνοχλοῦν δίψος , ὡς
6247975 ἐκφερομενα
παιδίον , φωνῆέν ἐστι . Ἄλλως τὰ διὰ Α μακροῦ ἐκφερόμενα ῥήματα κατὰ τὸν μέλλοντα τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων
δεῖται γραμματικῆς καθάπερ τὰ ἐν ξέναις ἱστορίαις κείμενα ἢ αἰνιγματωδῶς ἐκφερόμενα , ταῦτ ' ἐστιν ἄχρηστα , ὥστε καὶ τῇ
6243104 Ἰωνικα
γενικὴν διὰ τοῦ δος κλινομένην , δηλονότι οὐ δύνανται λέγεσθαι Ἰωνικά : ἄλλως τε δὲ τὰ Ἰωνικὰ οὐδέποτε ἐκφέρονται διὰ
κίων καὶ ἡ Μαραθών . οὐ πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα Ἰωνικά εἰσιν : ἐπεὶ καὶ οἱ Ἀττικοὶ πολλὰ τῶν ὀνομάτων
6239584 παραγομενα
παράγεται . Τὰ εἰς μα οὐδέτερα ἀπὸ τῶν εἰς μι παραγόμενα , καὶ αὐτὰ ἀπὸ παθητικοῦ παρακειμένου τὴν γένεσιν ἔχοντα
τοῦ ι , καί τοι τὰ ἀπὸ τῶν εἰς α παραγόμενα εἰς ευς φυλάττει τὴν παραλήγουσαν : διὸ καὶ τὸ
6238788 χολιξ
ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ ' ὑφαίνεται . ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ ; πόθεν , ὦ ' γάθ ' ; ἀλλὰ
. . κρόκης ὑφαίνεται . χολάς . χόλιξ : ⌈ χόλιξ λέγεται τὸ τοῦ Γ βοὸς ἔντερον , ὅ ἐστι
6232145 αἰολικως
ἐν τῇ θαλάσσῃ τρεφόμενα . Εἰπέμεν : ὥστε εἰπεῖν , αἰολικῶς . οἱ Δωριεῖς εἰώθασι τὴν με συλλαβὴν τιθέναι ἐπὶ
τὸ δὲ τλήσετ ' εἴνεκα * ψιλοῦται * ἰωνικῶς καὶ αἰολικῶς : ἐκεῖνοι γὰρ πάντα ψιλοῦσιν ὡς τὸ Λεύκιππος ,
6231325 ὀρχος
' αὖτ ' ἐς ταλάρους ἐφόρευν . παρὰ δέ σφισιν ὄρχος χρύσεος ἦν , κλυτὰ ἔργα περίφρονος Ἡφαίστοιο , [
τοῦ οἴγειν καὶ ἀνοίγειν . ὄγμος ἡ τάξις , ὁ ὄρχος . ἄλλοι δὲ ὄγμον τὸ γεωργικὸν ἐργαλεῖόν φασιν .
6229464 ἐκφερεται
Οὐχὶ οὖν ἄπορον ἔσται πῶς τὰ μὲν ὀνόματα μετὰ ἄρθρων ἐκφέρεται , αἱ δὲ ἀντὶ τούτων παραλαμβανόμεναι ἀντωνυμίαι ἀπεώσαντο τὴν
ἕκτης τῶν βαρυτόνων γίνονται , ἥτις διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , ἐρεύνα μοι ταύτην τὴν ἕκτην : εἰ μὲν
6227593 κυφωνες
Πενία . . κολαστήρια ὄργανα τά τε τύμπανα καὶ οἱ κύφωνες . τοῦτο δὲ λέγει δεικνὺς , ὅτι τῶν τοιούτων
εἰ τοὺς δικαίους φῂς ποήσειν πλουσίους . Ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες , οὐκ ἀρήξετε ; Οὐ δεῖ σχετλιάζειν καὶ βοᾶν
6226783 βοειος
σπλῆνα δὲ ἐκ πολλῶν μερῶν συγκεί - μενον καθάπερ ὁ βόειος νεφρός : αἰδοῖον ὁ ἄρρην μακρὸν ὡς καὶ ὁ
διαφέρει . βοὸς μὲν γὰρ πούς ἐστιν ἐπὶ ζῶντος , βόειος δὲ ὁ τοῦ νεκροῦ . βούλει καὶ βούλῃ διαφέρει
6224677 κλινεται
γὰρ τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἀεὶ ὀξύνεται καὶ διὰ τοῦ ο κλίνεται καὶ τὸ οὐδέτερον εἰς ον λῆγον ἔχει , ἡ
. οὕτως Μεθόδιος . ἰστέον δέ , ὅτι τὸ Αἰνείας κλίνεται Αἰνεία Δωρικῶς : καὶ οἱ μὲν Ἴωνες προστιθέασι τὸ
6219391 μετοχικον
ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ
ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν .
6217514 κρανεια
φορεῖ , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας
φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . ἀσυμβόλου δείπνου γὰρ ὅστις ὑστερεῖ , τοῦτον
6214060 συκεα
συναιρούμενον , φησίν , ἀπὸ τοῦ κωλέα κωλῆ , ὡς συκέα συκῆ , λεοντέα λεοντῆ . Ἀριστοφάνης : οἴμοι δὲ
. Τὰ εἰς Η συναληλιμμένα περισπᾶται : λεοντέα λεοντῆ , συκέα συκῆ , γαλέα γαλῆ , ἀμυγδαλέα ἀμυγδαλῆ . Τὰ
6213028 φυτλη
ἐν ἅπασι φύουσα καὶ κινουμένη . . . . . φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω
. τὰ δὲ εἰς λη , οὐκέτι : ὁμίχλη , φύτλη , γενέθλη , αἴγλη , τρώγλη . ὁμοίως οὖν
6205740 δισυλλαβα
ὅμοιον καὶ τὸ φερνὴ ὀξύτονον . Τὰ διὰ τοῦ ενη δισύλλαβα μονογενῆ τὸ ε παραληγόμενα δύο ἐστίν : θένη ,
κύριον βαρύνεται , ὥσπερ τὸ πῶλος . Τὰ εἰς ΜΟΣ δισύλλαβα διφθόγγῳ παραλήγοντα ἀπὸ συμφώνου ἀρχόμενα ὀξύνεται : λοιμός λαιμός
6201747 δυακις
! ! ! ] ? ? [ [ ] ειν δυάκις [ ] ! ! ! ! ! [ [
εἶναι τό τε δίς καὶ τρίς , ἐκ δὲ τοῦ δυάκις καὶ τριάκις συγκεκόφθαι , ἐπειδὴ τὰ εἰς ς λήγοντα
6193434 κρεαος
ἡ δὲ τῶν Ἰώνων καθ ' ὑποστολὴν τοῦ τ , κρέαος γήραος , ἡ δὲ τῶν Ἀττικῶν συναιροῦσα τὸ αο
κατὰ συναίρεσιν αἱ Ἀττικαί , οἷον κρέατος ὑποστολῇ τοῦ τ κρέαος καὶ κράσει κρέως : αἱ δὲ λοιπαὶ πτώσεις πρόδηλοι
6190665 ἀησω
ἄνεμος , παρὰ τὸ ἀεῖν καὶ πνεῖν . ἀῶ , ἀήσω , ἀήτης . οὕτως Ἡσίοδος φησίν : διασκιδνᾶσιν ἀέντος
, ἡ ἄγαν ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω
6186675 γαλεος
ἄγε . καρῖδας ἔλαβον πρῶτον , ἀπεταγήνισα ταύτας ἁπάσας . γαλεὸς εἴληπται μέγας , ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ
ᾔτησας ἥκω δεῦρ ' ἄγων . ὁ πάππος ἦν μοι γαλεὸς ἀστερίας ἴσως . ἀναλφάβητος καὶ δὴ δεδειπνήκασιν αἱ γυναῖκες
6174645 παρωνυμα
: τὸ Τίμων Τίμωνος : Σίμων Σίμωνος οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα , διὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει τὴν παραλήγουσαν
λέγω εἴργω πνίγω ἀμέλγω ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ ,
6166922 μεταστῃ
πολλάκις δὲ καὶ ἐς τὴν περιπλευμονίην μεθίσταται , καὶ ἢν μεταστῇ , τάχα ἀποθνήσκει . Τοῦτον δὲ ὧδε χρὴ θεραπεύειν
ἥπατος , ἢ λευκοῦ φλέγματος , ἢ δυσεντερίης ἐς ὕδρωπα μεταστῇ , θεραπεύειν μὲν τοῖσιν αὐτοῖσι ξυμφέρει : διαφεύγουσι δὲ
6165395 δελφιν
, ὁπότε τὴν σκευὴν ἀμπισχόμενος τὸν ὄρθιον ἀείδοι νόμον , δελφὶν ἐκ τοῦ πελάγους κάτεισι , πρός τε τὸ ἐπίφορον
, ἀλλ ' ἐπιπηδῶσί ποτε καὶ πέτραις ἠλιβάτοις . Ὁ δελφὶν ἡγεμονεύει τῶν ἰχθύων , ὡς ἀετὸς τῶν πτηνῶν ,
6160441 κος
δὲ , ἤτοι ὁ ἐν Ἀργῷ φωνῶν : εἰρηνι - κὸς γὰρ ὁ θεὸς καὶ ἀψευδής : οἱ δὲ νεώτεροι
ἐστι τῆς ἐκλείψεως . καὶ πάλιν τί ἐστι μουσι - κὸς ἄνθρωπος * * * ἐπιστήμη εἰδο * * *
6158351 καθαρου
ἀκακίαν μίσγουσιν . φώγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπὶ καθαροῦ καὶ διαπύρου ὀστράκου κινουμένη μύστρῳ , μέχρι ἂν πᾶσα
βοσκήματα ἀπόσχοιτ ' ἄν . εἰσὶ μὲν νῦν αἱ πηγαὶ καθαροῦ καὶ ποτίμου ὕδατος , ὥς φασιν , ἐκτὸς τῶν
6156899 συνεσταλη
τὸ η , θηρός Σηρός φηρός : τὸ κήρ καρός συνεστάλη , ἐπεὶ μόνον ὑπῆρχε θηλυκόν : κλίνεται δὲ καὶ
. ὑπερβολικῶς : ὁ οὐρανὸς δὲ ἔφριξεν αὐτήν , τουτέστι συνεστάλη , ἐφοβήθη , καὶ ἡ γῆ ἡ μήτηρ πάντων
6151470 ἀϊξ
ὁ μέλλων ἀποβάλλων τὸ ω ἀποτελεῖ ὄνομα : ἀΐσσω ἀΐξω ἄϊξ . ἄλλως τε τὰ εἰς ξ λήγοντα ὀνόματα ἀποστρέφονται
ἀποστρέφονται γὴν ει δίφθογγον : τέττιξ πέρδιξ , οὕτως καὶ ἄϊξ . πρόσκειται τὴν ει δίφθογγον διὰ τὸ γλαῦξ καὶ
6144515 πελανος
κατέφυγεν ἐπὶ τὴν ἐσχάραν . . θέλουσα θῦσαι πέλανον ] πέλανος κυρίως ὁ πεπηγὼς ῥύπος λέγεται . Ἄλλως . ὁ
ἐκπαιδεύεται ] † εἰς παιδείαν ἐκείνων αὔξουσι τὰ κακά . πέλανος ] ῥύπος . αἱματοσταγὴς ] † ἐκ τοῦ αἵματος

Back