ἀεθλεύωσι μέγαν πόνον ἐξανύοντες , εὐχόμενοι μακάρεσσιν ἁλὸς μεδέουσι βαθείης ἀρῶνται κήτειον ἀλεξῆσαί σφισι πῆμα , μήτε τιν ' ἀντιάσαι
Ἀττικῆς ὑμᾶς σύριγγος γεύσωμεν ] ; καὶ μὴν οὕτω τινὲς ἀρῶνται τῇ Πιερίᾳ γνήσιοι γείτονες χαίρων οὖν φέρω τοὐπίταγμα ,
6353916 Μητε
ἐπὶ τὴν ἐπιστολήν : ” Ἐπίκουρος Μενοικεῖ χαίρειν . “ Μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν , μήτε γέρων ὑπάρχων
καὶ τὸν φρονήσεως βίον ἰδόντες χωρίς . Πῶς εἶπες ; Μήτε ἐν τῷ τῆς ἡδονῆς ἐνέστω φρόνησις μήτ ' ἐν
5817684 συνεμπορον
φρίκῃ γελᾷ ἄψοφον ἔχειν στόμα ἀνίερος τύχη ἄψυχον ἄνδρα λαμβάνειν συνέμπορον δημεχθής δισχιδὴς ὁδός δυσμάραντον κακόν δυσπρόσωπα ὄμματα δυσήλιον θέρος
θαλάττης κρατοῦντος μήτε τὸν ἰχθὺν τὸν ξιφίαν τῇδε τῇ ἴλῃ συνέμπορον ἀφικέσθαι μήτε μὴν δελφῖνα . ὁ γοῦν γενναῖος ξιφίας
5271978 κεκλεισμενον
εἶ . ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν κεκλεισμένον τε τἀλειπτήριον . ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου
δὲ καὶ τοὺς τὸ Βυζάντιον πολιορκήσοντας : ἔμενε γὰρ ἔτι κεκλεισμένον , τῶν στρατηγῶν τοῦ Νίγρου ἐκεῖσε καταφυγόντων . ὅπερ
5223581 Καυνιοις
ἔγωγε παρὰ τούτοις μηδὲ εὐεργέτας ἀδικεῖσθαι . τίς γὰρ παρὰ Καυνίοις γέγονε γενναῖος ἀνήρ ; ἢ τίς πώποτε ἐκείνους ἀγαθόν
δὲ βαλανείου ἐσχάρα καὶ ἀλειπτήριον : φησὶ γοῦν Ἄλεξις ἐν Καυνίοις ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν καὶ
5184029 μητ
μεταλαμβάνει , τῇ τοῦ ὅλου δυνάμει μεταλαμβάνειν αὐτοῦ πάσχοντος μηδὲν μήτ ' οὖν ἄλλο τι μήτε μεμερισμένου . Τῷ μὲν
λεχθεῖσι . καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἀδηλοτέρας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιβουλὰς μήτ ' ἴσον παρέχων καὶ κοινὸν ἀκροατὴν ἑαυτὸν τοῖς τὰς
5158413 στεργε
πο - λύν . Οἱ στίχοι Λάωνος : Βοιωτὸν ἄνδρα στέργε , τὴν Βοιωτίαν μὴ φεῦγ ' : ὁ μὲν
* * γὰρ ἀποτρέπεται ὡς ἔχει τὸ μήτε προπετῆ γέλωτα στέργε , σαφὲς ὡς οὐκ ἔστιν οὐσιῶδες . δεύτερον δὲ
5122148 μηθ
κοὐκ ἂν προδοῦναί μ ' . ἀλλὰ μήτε μοι χοὰς μήθ ' αἷμ ' ἐάσητ ' εἰς ἐμὸν στάξαι τάφον
πόλεως , ἧς ἐγὼ οὔτ ' ἂν τοὔνομα εἴποιμι , μήθ ' αἱ συμφοραὶ παραπλήσιοι γένοιντο αὐτῆς μηδενὶ τῶν Ἑλλήνων
5095218 ἐλα
, ὅπερ δηλοῖ τὸ τὸν ὄρρον φρίττειν . Αἰσχύλος : ἔλα δίωκε μή τι μαλκίων ποδί . . Ἱστορ .
ἀνελκέμεν : σύρειν . Μετά : εἰς . δέξατο : ἔλα , ἔβαλεν . Ἐλήλαται : κρέμαται , ἐκκρέμαται .
5027352 γεναμενος
γυνὴ πόρνη , ἡ δὲ λαθοῦσα σώφρων . τέλειος οὖν γενάμενος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πατρίδα , τὴν τοῦ κυνὸς
οὖν ἀπὸ θεῶν λήψεσθαι χρηστὰς ἐλπίδας . ” Περιχαρὴς δὲ γενάμενος καὶ πάλιν ἀνελόμενος τὴν δίκελλαν ἤρξατο σκάπτειν . ὁ
4983532 μητε
ἐν τοῖς περὶ κριτηρίου . εἰ οὖν μήτε τὸ ψεῦδος μήτε τὸ ἀληθὲς διδάσκεται , παρὰ δὲ ταῦτα διδακτὸν οὐδέν
ἐπαινέω . ὦ σχέτλιε , ὃς τοιάδε ἔτλης , οἷα μήτε σὲ παθέειν μήτ ' ἐμὲ ἰδέσθαι ὤφελεν : οὐ
4978530 θελ
] ωσαγ ? [ [ ] πινε [ [ ] θελ [ [ ] ! έσθ ! [ [ ]
ἀπε [ τ ' ἄστυ , παντοφώνοις δ ' ὀργάνοις θελ [ ἄλλος παρ ' ἄλλον σὺν γέλωι γῆρυν προ
4974059 ἀσκοπον
, ἀσφαλές , τάχα καὶ ἀστραβές , ὡς τὸ ἐναντίον ἄσκοπον , ἄστοχον , ἀτυχές δυστυχές , διημαρτημένον , ἐσφαλμένον
μηδέ ς ' ἔθος πολύπερον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν , κρῖναι δὲ
4949801 ἀπιαν
. . . ἐξ ἀπίης γαίης : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπίαν τὴν πολὺ ἀφεστῶ - σαν , οὐχ ὡς οἱ
φασιν : Ὅμηρος δ ' Ἀπιδόνας μὲν οὐ λέγει , ἀπίαν δὲ τὴν πόρρω μᾶλλον . ὅτι δ ' Ἄργος
4931509 χρυσοπεδιλον
Ῥώμην ὃς ἔπεμψεν ἐμὲν βασιλείαν ἀθρῆσαι καὶ βασίλισσαν ἰδεῖν χρυσόστολον χρυσοπέδιλον : λαὸν δ ' εἶδον ἐκεῖ λαμπρὰν σφραγεῖδαν ἔχοντα
δμηθεῖσα Κρόνῳ τέκε φαίδιμα τέκνα , Ἱστίην Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον , ἴφθιμόν τ ' Ἀίδην , ὃς ὑπὸ χθονὶ
4928758 ἀνταλλαττεσθαι
λείπεται , πῶς οὐχ ἑτοιμότερος τὸ τελευτᾶν τοῦ ζῆν ἀφανῶς ἀνταλλάττεσθαι ; τῷ μὲν οὖν ἐπαινεῖν βουλομένῳ τὸν νόμον καὶ
καὶ μήτε κομᾶν , ὡς γοῦν ἔχεις , τρίβωνά τε ἀνταλλάττεσθαι τουτουὶ τοῦ λίνου καὶ τὸ ὑπόδημα παραιτεῖσθαι τοῦτο :
4928463 ἀστραβης
Ἑλλάδα παραγινομένης τὴν Μακεδονικήν : λεία τε γάρ ἐστι καὶ ἀστραβὴς καὶ ἔχουσα θυῖον . δευτέραν δὲ τὴν Ποντικήν ,
τὴν οἰκίαν . ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα : μεταφορικῶς εἶπεν . ἀστραβὴς δὲ λέγεται ὁ ἰσχυρὸς καὶ μὴ ῥᾳδίως συστρεφόμενος .
4901906 σοφωτατην
τὸ μὴ μνησικακεῖν πρὸς ἀλλήλους ἔνορκον ἡμῖν καταστησάντων , ὅθεν σοφωτάτην ἅπαντες τὴν πόλιν ἡγήσαντο εἶναι , κἀνταῦθα ἀναφύντος τοῦ
. δίκης ] κατηγορίας , κρίσεως . , τιμωρίας . σοφωτάτην ] φρονιμωτάτην , λίαν σοφήν . ὁμολογεῖν ] συνομολογεῖν
4889122 ἐγκλιτεον
περισσῷ . . . . , Ι , . . ἐγκλιτέον , ἐγκεκλιμένως ἀναγνωστέον Α , ἐγκλιτέον τὴν ἀνάγνωσιν Λ
τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς τὸ ἀντίσιγμα . . ὅτι οὐκ ἐγκλιτέον τὸν δέ σύνδεσμον , ὡς ἄν τις εἴποι ὑφ
4889117 τευξουσι
τραχήλωι περικεχύσθαι . . . . : σηκὸν δέ μοι τεύξουσι Δαυνίων ἄκροι / Σάλπης παρ ' ὄχθαις . .
' ἑὴν ἐς πατρὸς ἀνωγέτω ἀπονέεσθαι : οἱ δὲ γάμον τεύξουσι . † ) ἡδέως τῷ σχήματι ἐχρήσατο : εἰπὼν
4887082 ὁμωροφιον
ἀγριότητα πιστοῦνται τῶν ἠθῶν , οἵτινες οὔ φασιν ὁμοτράπεζον ἢ ὁμωρόφιον ἕξειν τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα ἢ πάλιν τῷ
Προδόντες . Παραδύεσθαι . Τὸ λάθρα ὑπεισιέναι . Μηθ ' ὁμωρόφιον μηθ ' ὁμόσπονδον γεγενημένον . Ὁμωρόφιος : ὁ ὑπὸ
4845133 ἡσται
Σώπατρος λέγων φησί : δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . καὶ
ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . βαυκαλὶς
4837310 φευγωμεν
πάντα τοῦ κόρου παίγνια . κόρον γεννᾷ ἡ συνήθεια . φεύγωμεν τὸν κόρον , ὦ παῖδες : τοξεύει πολλάκις δι
' ἄγεθ ' ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω πειθώμεθα πάντες : φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν : οὐ γὰρ
4826363 Καδμειαν
οἱ Πλαταιεῖς μένειν τὴν εἰρήνην σφίσιν ἔφασαν , ὅτι τὴν Καδμείαν Λακεδαιμονίοις κατασχοῦσιν οὔτε βουλεύματος οὔτε ἔργου μετεσχήκεσαν : Θηβαῖοι
τὸ Ἀόνιον καλούμενον πεδίον , ὃ διατείνει [ εἰς τὴν Καδμείαν ] ἀπὸ τοῦ Ὑπάτου ὄρους . Τὸ δ '
4776198 χειν
τὸ γὰρ αἰχμὴ σύνθετον οἱ παλαιοὶ ἔφασαν ἐκ τοῦ αἷμα χεῖν : παρ ' αὐτὸ δὲ καὶ τὸ αἰχμάζω αἰχμήτης
, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν . ΓΘ κατασπένδειν : χεῖν . χεῖσθαι δὲ λέγεται οὐ μόνον τὰ ὑγρά ,
4718454 ἀγην
, οἷον : ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ : παρὰ τὸ † ἄγην , ὃ σημαίνει τὴν ἔκπληξιν , γίνεται ἄγην ,
τὼς μὲν ἁμὼς ἄνδρας ἁμὲς πείσομες παντᾶ δικαίως ἄδολον εἰράναν ἄγην : τὸν τῶν Ἀσαναίων γα μὰν ῥυἅχετον πᾶ κά
4708717 ὀναρια
τὴν πόλιν . οἱ δὲ οἰκεῖοι αὐτοῦ ἔζευξαν ἅμαξαν καὶ ὀνάρια εἰπόντες : ” ἔλαυνε μόνον καὶ αὐτά σε ἐνελθόντα
χειμῶνος δὲ καὶ σκότους γενομένου ἐν μέσῳ τῆς ὁδοῦ τὰ ὀνάρια ἐπλανήθησαν καὶ ἀπῆλθον ἐπί τινα τόπον κρημνώδη . ὁ
4707419 φευγον
. τὸ γὰρ μειράκιον ὡς ἔγνω , ῥῖψαν θοἰμάτιον , φεῦγον ᾤχετο , οὗτοι δὲ αὐτὸν ἐπεδίωκον , ἐγὼ δὲ
μετὰ φαντασίας ἢ ὀρέξεως : οὐθὲν γὰρ μὴ ὀρεγόμενον ἢ φεῦγον κινεῖται , ἀλλ ' ἢ βίᾳ μεταβὰν ἔσται ,
4697956 λαθοιμι
παρθένοι , φίλαι , πῶς ἂν ἀπέλθοιμι καὶ τὸν Σκύθην λάθοιμι ; Κλύεις , ὦ προσᾴδουσα τἄμ ' ἐν ἄντροις
Νοσσίδι χρῆσαι τῆι μὴ δοκέωμέζον μὲν ἢ δίκη γρύζω , λάθοιμι δ ' , Ἀδρήστειαχιλίων εὔντων ἔνα οὐκ ἂν ὄστις
4693899 Ἀντηνωρ
θ ' Ἱκετάονά τ ' ὄζον Ἄρηος Οὐκαλέγων τε καὶ Ἀντήνωρ πεπνυμένω ἄμφω ἥατο δημογέροντες ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι , γήραϊ
. . . . ἀγήνωρ : ἐκ τοῦ ἄγαν εὐήνωρ Ἀντήνωρ ἀγήνωρ : τὸ δὲ Νικάνωρ κατὰ τροπὴν γέγονε Βοιωτικὴν
4686630 λυγραν
, ἀλλ ' ἐπιπειθεῖς γενόμενοι τῷ ὀρθῷ λόγῳ φεύγοιμεν τὴν λυγρὰν ἔριν τῇ ἀγαθῇ ἔριδι , οὐ φιλονεικοῦντες ἀπειθεῖν τῷ
φῶ τόδ ' εἶναι ? ; πότερ ' ἀγρεύομεν [ λυγρὰν φάλαιναν ἢ ζύγαιναν ἢ κιρράν ? [ τινα ;
4681950 ἐκδρομην
κλύδωνα . ἡ θάλασσα γὰρ τῷ βυθῷ φυσωμένη καὶ τὴν ἐκδρομὴν πρὸς τὴν χέρσον ἐρευγομένη , τῷ διαφράγματι τοῦ τῇδε
δόξειαν καὶ μὴ ἁπλῆν ἀλλ ' ὡς ἔνι ποικίλην τὴν ἐκδρομὴν ποιεῖσθαι . σημείοις δὲ διακεκριμένοι ἐπελαύνουσιν , οὐ τοῖς
4674309 ἑλκομενην
ἔμπαλιν αὐερύουσα ῥόον φυσήτορι πορθμῶι ἀτμὸν ἀνυψώσασα καὶ ἁρπακτῆρι βελέμνωι ἑλκομένην πύκνωσε χύσιν βητάρμονι πυρσῶι καὶ νεφέλην ἤειρε πεπηγότι χεύματι
οὔρεος Ἠμωδοῖο ὀρνύμενοι προρέουσιν ἐπὶ Γαγγήτιδα χώρην , πρὸς νότον ἑλκομένην παρὰ τέρματα Κωλίδος αἴης . ἡ δ ' ἤτοι
4665099 θρυπτομενων
καὶ ἀκόσμως γελώντων . Γέλως Μεγαρικός : ἐπὶ τῶν ἀώρως θρυπτομένων : ἤκμαζε γὰρ ἡ Μεγαρικὴ κωμῳδία ἐπὶ χρόνον .
αὐτοῦ εὐτέλειαν εἰς γάμον συνελθεῖν , καὶ μήτε γάμων τῶν θρυπτομένων καὶ τρυφώντων τῷ πλούτῳ ἐπιθυμῆσαι τὸν ὄντα χερνήταν ,
4664035 ἀριδηλον
κινήσεως λέγοντες φανερῶς καὶ ἐπὶ τούτων ἐροῦμεν , καθαρὰν καὶ ἀρίδηλον τὴν περὶ τούτων θεωρίαν παραδιδόντες ὡς καὶ τὴν περὶ
, ἀλλ ' ἵνα τῇ κινήσει τὴν ὄψιν ἐκκαλῇ πρὸς ἀρίδηλον θέαν : ὁράσεως γὰρ ἐπαγωγὸν κίνησις ἐξερεθίζουσα καὶ ἀνεγείρουσα
4662696 σκηψασαν
γῆν κατελθοῦσαν αὐτὸν σχήσειν . σκήψασαν ] ἐπελθοῦσαν . θ σκήψασαν ] ἐμπεσοῦσαν . ἐμποδὼν ] ὡς ὁδῷ ἔπι οἰκία
μὴ θέλοντός φησιν , οὐδὲ τὴν Διὸς † Ἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν τὰς δ ' ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους
4658576 ἐλελιξεν
ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ ' ἀθανάτοιο : μέγαν δ ' ἐλέλιξεν Ὄλυμπον , καὶ οὐδὲν ῥῆμα αὐτοῦ παλινάγρετον οὐδ '
Ζεὺς νεμέσησεν ἀπ ' αἰθέρος , ἀμφὶ δὲ γαῖαν Ἀργείων ἐλέλιξεν ὑπαὶ ποσί , σὺν δ ' ἐτίναξεν ἠέρα πᾶσαν
4652374 ἀτραπον
μεθόδου , δι ' ἧς ἂν ἀπαλλάξωμαι τῶν χρεῶν . ἀτραπὸν ] ὁδόν , ⌈ ὃ κοινῶς μονοπάτιον λέγεται .
δ ' ἐκήρυξα γένει τῷ ἀθανάτωι : ἐκλογὴν ἐξελεξάμην καὶ ἀτραπὸν τὴν ἐπὶ τὸ ὕψος ὑπέδειξα τοῖς ἀνιοῦσι κατὰ τὴν
4649627 ἀποαιρεο
γυναικὸς χάριν : μήτε σὺ τόνδ ' ἀγαθός περ ἐὼν ἀποαίρεο κουρεῦ , μήτε σὺ Πηλείδη . Ὅτι δὲ ἦν
. . . μήτε σὺ τόνδ ' ἀγαθός περ ἐὼν ἀποαίρεο κουρήν : ὅτι ἀρχαικῶς τὸν δ ' ἀφαιροῦ ,
4646055 μνηστην
πέπον , μέτρον γὰρ ἔχεις γλυκεροῖο ποτοῖο , στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ
ἱμείρουσα μετ ' ἀλλοδαποῖσιν ἐόντος ἀνδράσιν , ᾧ κέν μιν μνηστὴν κομέωσι τοκῆες τῷ ἴκελος προπόλοιο κατὰ στίβον ἤιεν ἥρως
4641772 αἰπυν
: ὑποδύεται , καὶ ὑπέρχεται . Ἔγνω : ἐνόησεν . αἰπύν : χαλεπόν . ἀπειρεσίοις : ἀπείροις , ἐν πολλοῖς
” ἀντὶ τοῦ πολλαί . ἄθυμοι κεκακωμένοι τὴν ψυχήν . αἰπύν ὑψηλὸν κυρίως . σημαίνει δέ ποτε καὶ τὸν μέγαν
4640258 ὀχημ
καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα . Ὦ Θρασύβουλ ' , ἐρατᾶν ὄχημ ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον . ἐν ξυνῷ
ἀπειρηκὸς σῶμ ' ἀναπαύσω . ἒ ἔ : ὦ στυγνὸν ὄχημ ' ἵππειον , ἐμῆς βόσκημα χερός , διά μ
4637949 ναιεταειν
ἀρείω ἴσχαν ' , ἐπεὶ πάτρην μοι ἅλις Πελίαο ἕκητι ναιετάειν : μοῦνόν με θεοὶ λύσειαν ἀέθλων . εἰ δ
ἰαύειν . Οὐ μέντοι τό γε θαῦμα Δίκην ἀπάτερθε θαλάσσης ναιετάειν : οὐ γάρ τι πάλαι πρέσβειρα θεάων οὐδὲ μετὰ
4636316 ἐδοξ
Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν , ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν . ἔδοξ ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις , ἐσλόν γε φῶτα καὶ
ξένῳ πατήρ με τῷδ ' ἔδωκεν εὐνέτιν . * * ἔδοξ ' ὄρους κατ ' ἄκρα Σιναίου θρόνον μέγαν τιν
4634698 μελλητας
ὁρίοις τυχών . ὁ Κρόνος ἐν τόπῳ Ἄρεως νωθεῖς , μελλητάς , ἐν ἰδίαις καὶ ἐν δημοσίαις πράξεσιν ἀτόνους .
δὲ ἐξικέσθαι ἀντὶ τοῦ ἀρκεῖν . πιστεῦσαι : θαρρῆσαι . μελλητάς : ἀναβεβλημένους . ἀποδημηταί : ὑπερόριοι τῆς οἰκείας πατρίδος
4629847 ἀκταν
πνεύμασι Ζεφύρου , τὰν πολυόρνιθον ἐπ ' αἶαν , λευκὰν ἀκτάν , Ἀχιλῆος , δρόμους καλλισταδίους , ἄξεινον κατὰ πόντον
ἀλλά μ ' ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει τὰν Ἀχέροντος ἀκτάν , οὔθ ' ὑμεναίων ἔγκληρον , οὔτ ' ἐπὶ
4629607 αὐχεσιν
τὼ πόδε σκύτεσιν χαρακώσαντες , καὶ χρυσὸν οἱ μὲν τοῖς αὐχέσιν , οἱ δὲ ταῖς κεφαλαῖς , οἱ δὲ τοῖς
' ἄρα Τυδείδης καὶ Δηριμαχείης ἄμφω κρᾶτ ' ἀπέκοψε σὺν αὐχέσιν ἄχρις ἐπ ' ὤμοις ἄορι λευγαλέῳ : ταὶ δ
4625907 ἠλθετε
νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος , ὅτι μ ' ἤλθετε κηδήσοντες ; ἦ ὀνόσασθ ' ὅτι μοι Κρονίδης Ζεὺς
τοῦ : διότι δὴ ἐπὶ τὸ κατ ' ἀλλήλων μονομαχεῖον ἤλθετε : ἄθλιοι : διότι εἰς ἐνθύμησιν μονομαχίας ἤλθετε :
4608815 ἀπειρονι
ἔπρεπε μαρναμένοισι Τρωσὶν ἐρισθενέεσσι , κίεν δ ' ἅμ ' ἀπείρονι λαῷ ἐς Τροίην , νήπιος : οὐδ ' ἄρ
ἀκαμάτοις τείως μὲν ἐπισταδὸν ᾐωρεῖτο , ὕστερον αὖτ ' ἀμενηνὸς ἀπείρονι κάππεσε δούπῳ . Κεῖνο μὲν οὖν Κρήτῃ ἐνὶ δὴ
4601587 κατηγμεναι
ἄρα ἐστὶ πασῶν τῶν τομῶν καὶ τεταγμένως ἐπ ' αὐτὴν κατηγμέναι αἱ ΑΒ , ΔΕ . ἤχθω δὴ ἀπὸ τοῦ
τὴν ΑΓ ἤχθωσαν αἱ ΒΕ , ΚΝ : τεταγμένως ἄρα κατηγμέναι εἰσί . καὶ ἐπεὶ ὅμοιόν ἐστι τὸ ΒΕΖ τρίγωνον
4584930 ἡνιαν
. δαπάνην ἄκαιρον μηδαμῶς προσίεσο , γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν : μόνη γὰρ ὧν πέπονθεν οὐκ ἔχει χάριν
καὶ ὁ χαριζόμενος τούτοις οὐδὲν ἄλλο ἢ ὅλην ἐφίησι τὴν ἡνίαν αὐτοῖς : ὥστε βέλτιόν ἐστι τὸ τῷ πένητι καὶ
4583277 Κολχοισιν
ἀοσσητήρ τε κασίγνητός τε τέτυκται , οὐδ ' ἂν ἐγὼ Κόλχοισιν ὑπείξαιμι πτολεμίζων ἀντιβίην , ὅτε μή με διὲξ εἰῶσι
δὲ δὴ Μινύαισι τοίην ἀνενείκατο φωνήν : Εἰ μὲν δὴ Κόλχοισιν ἀρηιφάτοισιν ἐσάντα μαρναμένοις ἐπιθεῖσθον , ἀποφθίσειν μένος ἀνδρῶν ἔλπεσθ
4581953 κτησαιντο
† . κτῆσιν δὲ ἀπ ' οὐδενὸς ἂν οὕτω καλὴν κτήσαιντο ὥσπερ ἀφ ' οὗ ἂν προτελέσωσιν εἰς τὴν ἀφορμήν
ὡς ἀφ ' ὑμῶν εἰσιν εἴποιεν ἢ τὴν ἴσην ὑμῖν κτήσαιντο δύναμιν , αἱ δὲ κύκλῳ περιέρχονται ζητοῦσαι τρόπον τινὰ
4577767 ἑτερην
πᾶσαν , ἵνα δὴ μὴ ζητέοιεν σιτία , τὴν δὲ ἑτέρην σιτέεσθαι παυομένους τῶν παιγνιέων . Τοιούτῳ τρόπῳ διάγειν ἐπ
, ἥσθην τε κάρτα καὶ ξενίην ὑπισχνεομένου σέο καὶ τὴν ἑτέρην διαίτην . Ἔλθοιμεν δ ' ἂν αἰσίῃ τύχῃ ,
4576882 παγιδα
σαίνουσα καὶ ὑποθέλγουσα κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐμβιβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς παγίδα , ἤτοι εἰσάγει αὐτὸν εἰς κίνδυνον . διὸ οὐκ
σαίνουσα καὶ καταθέλγουσα κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐμβιβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς παγίδα , ἤτοι εἰσάγει εἰς κίνδυνον . διὸ οὐκ ἔστιν
4570881 ειτ
. [ ] ε ? ! [ [ ] ! ειτ [ [ ] ! νθ ? [ . .
ς [ ] ! ! ! α . [ ] ειτ [ ] [ ] ! θηρ [ ] [
4545380 ἀτρυγετον
τὸ ἑταίρους πολλάκις . . . . πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων . * ) [ ὁ ἀστερίσκος
εἴ μιν κεῖνος ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει , πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον . πέμψω δέ μιν οὔ πῃ ἐγώ γε :
4542977 δειναν
ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν . φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θˈρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατˈρίων οἴκων ἀπό τ ' Ἄργεος : ἀρχοὶ
περσέπολιν κλήιζω πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε
4540037 μακαριστοι
τοῖς τοιούτοις ἀλλήλους . ἐσπούδαζον δὲ δοκεῖν εὐδαίμονες εἶναι καὶ μακαριστοί . οὐ μὴν περί γε τὴν τοῦ βίου τελευτὴν
περισπούδαστος ὁ μὴ ἀσφαλὴς , οὔτ ' αὖ τὸ ἐναντίον μακαριστοί εἰσιν οἱ πένητες , ἔχοντες μὲν ἰσχὺν τὴν αὐτῶν
4539785 ἀλλοτριαν
, μᾶλλον βουληθέντες ἐν τῇ αὑτῶν ἀποθνῄσκειν ἢ ζῆν τὴν ἀλλοτρίαν οἰκοῦντες , συμμάχους μὲν ὅρκους καὶ συνθήκας ἔχοντες ,
, τοὺς εἰς τὴν σφετέραν ἐμβαλεῖν ἀξιώσαντας , εἰς τὴν ἀλλοτρίαν ἀπαν - τήσαντες , τρόπαιον δὲ στήσαντες καλλίστου μὲν
4531689 δικαν
ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες , βιασθέντες λύᾳ . κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ . ἀνδροδάμαντ ' Ἐριφύλαν , ὅρκιον
μοι . ὤιμωξα κἀγὼ πρὸς τέκνων χειρουμένης . νέμει τοι δίκαν θεός , ὅταν τύχηι . σχέτλια μὲν ἔπαθες ,
4531431 βιασθω
σε , φησίν , ” ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κάτα τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν ,
εἶργε νόημα μηδέ ς ' ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω , νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν καὶ γλῶσσαν
4525563 οἰκωι
, ἢ τὸ μὲν οἴκους νοήσεις διὰ τοὺς ἐν τῶι οἴκωι θεράποντας καὶ θεραπαινίδας : εἰκὸς γὰρ ἦν θρηνεῖν κἀκείνους
ἐκ δίκης ὀρώρηκεν , ποδὸς κρέμαιτ ' ἐκεῖνος ἐν γναφέως οἴκωι . κάλ ' ὖμιν , ὦ γυναῖκες , ἐντελέως
4523421 χαλεπ
' ἀσκοῦσιν . . . καὶ μὴν Στίλπων ' εἰσεῖδον χαλέπ ' ἄλγε ' ἔχοντα ἐν Μεγάροις , ὅθι φασὶ
παρῳδῆσαι εἰς αὐτὸν οὕτω : καὶ μὴν Στίλπων ' εἰσεῖδον χαλέπ ' ἄλγε ' ἔχοντα ἐν Μεγάροις , ὅθι φασὶ
4522706 ἰσοτιμιαν
τὰ παρ ' ὑμῖν πάντα ὁρῶ : τό τε γὰρ ἰσοτιμίαν ἅπασιν εἶναι καὶ μηδένα τοῦ πλησίον διαφέρειν , ὑπερήδιστον
μυθικῶν μὲν ἀλογοῦσι πλασμάτων , περιέχονται δὲ ἀκραιφνοῦς ἀληθείας . ἰσοτιμίαν γοῦν ἅπασιν ἐπηλύταις διδοὺς καὶ χαρισάμενος ὅσα καὶ τοῖς
4513844 ἐσχαρῃ
υἱέας ἐγρήσσοντες : αὐτὸς δ ' ἐν μέσσοισι παρ ' ἐσχάρῃ ἧσθ ' ὁ γεραιός , πείρατα ναυτιλίης ἐνέπων ἄνυσίν
τῷ ἡ μὲν ἐπ ' ἐσχάρῃ ἀντὶ τοῦ παρ ' ἐσχάρῃ . . . . . Ἰλίου ἱρῆς : ἡ
4512435 ἀστοι
, καὶ πρὸς ἄντρ ' εἰπὼν ἕνα πύθοιντ ' ἂν ἀστοὶ πάντες ἃ κρύπτειν χρεών . ἐμοὶ γὰρ εἴη πτωχός
συγγόνου μέτα θανῆι πάλιν μολοῦσα δεσποτῶν χέρας . ὦ πάντες ἀστοὶ τῆσδε βαρβάρου χθονός , οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἡνίας
4507141 Πηλειδη
τόνδ ' ἀγαθός περ ἐὼν ἀποαίρεο κουρεῦ , μήτε σὺ Πηλείδη . Ὅτι δὲ ἦν τις περὶ αὐτοὺς δόξα παρὰ
περ ἐών , ἀποαίρεο , κουρεῦ , μήτε σύ , Πηλείδη . βάλλον δ ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν μήτε σὺ
4506548 ἑρπ
ἄκραι πολλῶν θανόντων σώμαθ ' ἕξουσιν νεκρῶν . ἀλλ ' ἕρπ ' Ὄλυμπον καὶ κεραυνίους βολὰς λαβοῦσα πατρὸς ἐκ χερῶν
δὲ τοῦ βίου δίκαια διατηρῶν κρίσει . Νῦν δ ' ἕρπ ' ἀπ ' οἴκων τῶνδε : τὴν γυναῖκα γάρ
4500643 βιησεται
νούσους ἰήσεται : εἰ δέ κε κρείσσων χρειὼ ἀναγκαίη σε βιήσεται αἰνὰ παθόντα ἀργαλέου ὑδέροιο , τότ ' αὖ κακότητα
πρὸς Ἤλιδος ἱπποβότοιο : τῶν οὔ τίς μ ' ἀέκοντα βιήσεται , αἴ κ ' ἐθέλωμι καὶ καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι
4499079 πολυπειρον
ἀφ ' ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα μηδέ ς ' ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω , νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ
οὐκέτι εἰμὶ ἐγὼ σημειολύτης οὐδὲ ὀρνεοσκόπος , οἰκέτην δὲ ἔχω πολύπειρον καὶ οὗτος ὑμῖν τὸ σημεῖον διαλύσει . καὶ ἐὰν
4496982 Ἀβυδοθεν
' ” υἱὸν Πριάμοιο νόθον βάλε Δημοκόωντα , ὅς οἱ Ἀβυδόθεν „ ἦλθε παρ ' ἵππων ὠκειάων . ” ἐν
ἀλλ ' υἱὸν Πριάμοιο νόθον βάλε Δημοκόωντα , ὅς οἱ Ἀβυδόθεν ἦλθε , παρ ' ἵππων ὠκειάων : ἡ διπλῆ
4494686 θυμωι
εὐμενέοντες ἐπ ' εὐφήμοισι λόγοισι , βουκόλωι εὐάντητοι ἀεὶ κεχαρηότι θυμῶι . Παλλὰς μουνογενής , μεγάλου Διὸς ἔκγονε σεμνή ,
? ] [ ] τελεῖν , φρονέειν δ ' ἐπαρηρότα θυμῶι . ” [ ] ε καὶ ἴαχε ? λαὸς
4492850 ερ
! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ερ ? ! ! ! ! ! ! ! !
[ ] ! ! αυταιϲ [ ξα ? [ ] ερ ? ! [ ! ! ] ! ? !
4482204 ἀγαυοι
Πηνελόπεια : “ κῆρυξ , τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες ἀγαυοί ; ἦ εἰπέμεναι δμῳῇσιν Ὀδυσσῆος θείοιο ἔργων παύσασθαι ,
καὶ παρωνύμως Βριαρεύς , ὡς πομπός πομπεύς , καὶ πομπῆες ἀγαυοί : καὶ ἀπὸ τοῦ Βριαρεύς Ἀττικῶς γενικὴ Βριαρέως :
4471189 ἐπελθωσιν
τοὺς Ἀθηναίους μὴ ἐξ αὐτοῦ ὁρμώμενοί ποτε σφίσι μείζονι παρασκευῇ ἐπέλθωσιν , οἱ δὲ Λοκροὶ κατὰ ἔχθος τὸ Ῥηγίνων ,
δηλονότι . διὰ φόβου εἰσί : φοβοῦνται Καρχηδόνιοι μὴ αὐτοῖς ἐπέλθωσιν Ἀθηναῖοι τάδε : τὰ καθ ' ἡμᾶς . ἐν
4469639 ἀμηχανοισι
† ἄτη ' κιχήσατο . θυμέ , θύμ ' , ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε , † ἀναδευ δυσμενῶν † δ '
ἡμεῖς ὄντες ἐν τάφοις τότε τοῖς τἀμὰ παρβαίνουσι νῦν ὁρκώματα ἀμηχάνοισι † πράξομεν δυσπραξίαις , ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους
4459591 καταξειν
τῷ πλήθει παραπλησίαν , καὶ μετὰ τὴν τοῦ πολέμου κατάλυσιν κατάξειν τοὺς βουλομένους εἰς τὰς πατρίδας . τῶν δὲ Σικανῶν
κώμας τοὺς ἀνθρώπους διῴκισε . Μαντινέας δὲ ἐκ τῶν κωμῶν κατάξειν ἐς τὴν πατρίδα ἔμελλον Θηβαῖοι μετὰ τὸ ἔργον τὸ
4459431 μελανοχροες
' ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ ' ἀλωὴν θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ ,
εἰ καί ποθ ' ἕλοιεν ἐϋστρέπτοισι βρόχοισιν ἵππαγρον δολίοισι λόχοις μελανόχροες Ἰνδοί , οὔτε βορὴν ἐθέλει μετὰ χείλεσιν αἶψα πάσασθαι
4458361 αἰτ
: ἀμφὶ γὰρ αἶαν κείνην ἀμφοτέρωθεν ἐρηρέδαται δύο πέτραι , αἴτ ' ἄμφω συνίασι δονεύμεναι , εὖτέ τις ἀρχὴ γίνεται
, τοῖς ἐμὸν ἐρχομένοισι παρ ' ἠρίον εἴπατε χαίρειν , αἴτ ' ἀστοὶ τελέθωντ ' αἴθ ' ἑτεροπτόλιες : χὤτι
4453139 ἀπαγομενος
' οὐδὲν λογισθῆναι , εἰς εἱρκτὴν αὐτὸν ἀπαχθῆναι κελεύει . ἀπαγόμενος τοίνυν ὁ Αἴσωπος ἔκραξεν : „ ὁρᾷς , ὦ
ἠλέησαν , ἀλλ ' εἷλκον αὐτὸν μετ ' ὀργῆς . ἀπαγόμενος δὲ ὁ Αἴσωπος ἔφη “ ἀκούσατε , ὦ Δελφοί
4447611 θεραπαινιδα
εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν , πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ
Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν θεραπαινίδα τετιμήκαμεν , οὐκ ἀποδώσομεν δὲ τὴν χάριν τῇ Ἀφροδίτῃ
4435874 μηχανην
πολιορκητὴς Δημήτριος . καί ποτε ὁ μὲν τείχει προσέφερέ τινα μηχανήν , ἡ δ ' ἦν ἀπειθής τε καὶ ἐπαχθής
ταύτης ἀξίῳ , τὰς παρ ' ἀνθρώπων φεύγων αἰτίας , μηχανήν τινα μηχανᾶται τῆς ἐπιθυμίας ἀδικωτέραν καὶ ἣν ᾤετο ῥᾳδίως
4429638 ραν
τοὺς θεοὺς πάντας καὶ πάσας , ὅσοι τὴν χώ - ραν ἔχουσι τὴν Ἀττικήν , καὶ τὸν Ἀπόλλω τὸν Πύθιον
. . . [ ] σιν ? [ [ ] ραν ? [ [ ] ος : ᾱ [ [
4428982 τετμησθαι
μάλιστα ἐν Διδύμοις καὶ Ἰχθύσι διὰ τὸ ταῦτα τὰ ζῴδια τετμῆσθαι ἀπ ' ἀλλήλωνἐὰν οὖν οὕτως ἔχοντες οἱ κακοποιοὶ ὡς
μάλιστα ἐν Διδύμοις καὶ Ἰχθύσι διὰ τὸ ταῦτα τὰ ζῴδια τετμῆσθαι ἀπ ' ἀλλήλωνἐὰν οὖν οὕτως ἔχοντες οἱ κακοποιοὶ ὡς
4423856 Ποντοιο
ἀπειρέσιοι , καλέουσι δὲ μητέρα Πόντου : ἐκ τῆς γὰρ Πόντοιο τὸ μυρίον ἕλκεται ὕδωρ ὀρθὸν Κιμμερίου διὰ Βοσπόρου ,
πελάγους . Αἱμονίῃ : τῇ Θεσσαλίᾳ . Κόλχων , οἳ Πόντοιο : τῶν Κόλχων οἱ μετὰ Ἀψύρτου ὄντες κατῴκησαν ἐν
4423714 ἐδυνασθε
παρ ' Ὁμήρῳ οὐδέ τιν ' ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην ἐδύνασθε . τοῦ δ ' ἐφέξειν ] κωλύσειν τοῦ δικάζειν
εἴχετε καινὰς ἐν αἷς ἐβοηθήσατε ; ἀλλ ' οὐκ ἂν ἐδύνασθε . ἄλλα πόλλ ' ἔχοι τις ἂν εἰπεῖν ἃ
4419995 ἀξιην
ἐπὶ ἐλέφαντι μιγῆναι , ἀλλὰ καὶ σεμνὸν δοκέει τῇσι γυναιξὶν ἀξίην τὸ κάλλος φανῆναι ἐλέφαντος . γαμέουσι δὲ οὔτε τι
δὲ καὶ συμμισγόμενα , τά τε ἄλλα ὅσα γε καὶ ἀξίην λόγου ὠφελείην ἔχει . Ὅσα ὑγιαίνουσι ξύμφορα , ταῦτα
4417604 εὑδοντ
Τότ ' ἄσμενοί μ ' ὡς εἶδον ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ ' ἐπ ' ἀκτῆς ἐν κατηρεφεῖ πέτρῳ , ῥάκη
μήτ ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε παρ ' ἡμῖν μήθ ' εὕδοντ ' ἐπέγειρε , Σιμωνίδη „ . οὐ γὰρ ἐπ
4416226 ἀκταισιν
οὐδ ' ἀπίθησέ ἱν , ἀλλ ' ἥρως ἐπ ' ἀκταῖσιν θορών , χειρί οἱ χεῖρ ' ἀντερείσαις δέξατο βώλακα
γῆν Μενέλεως Τροίας ἄπο , λιμένα δὲ Ναυπλίειον ἐκπληρῶν πλάτηι ἀκταῖσιν ὁρμεῖ , δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς :
4412714 ὀρφανην
πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος ἤτοι ἅρπαξ δυοῖν πελειαῖν ὀρφανὴν καὶ ἔρημον οὖσαν τῆς γονῆς τῶν βʹ περιστερῶν ἤτοι
οὐκ ἀναγκαία , ὡς ἐν τοῖς τοιούτοις ζητήμασιν : ἐπίτροπος ὀρφανὴν βιασάμενος κρίνεται μὲν κακῆς ἐπιτροπῆς , ἀξιοῖ δὲ δοῦναι
4408762 αἰχματαν
ἀυτᾶς , οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου . παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου
σάμασιν ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα . καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός . εὕδει δ ' ἀνὰ
4408578 ὠμοσαν
, ὡς οὐκέτι τῆς γῆς μενούσης , ἐφ ' ἧς ὤμοσαν . Βρέννος , Γαλατῶν βασιλεὺς , πεῖσαι βουλόμενος αὐτοὺς
ἐκέλευσαν τὰ μέγιστα τέλη ἐν ἑκάστῃ πόλει ὁρκῶσαι . καὶ ὤμοσαν πάντες πλὴν Ἠλείων . Ἐξ ὧν δὴ καὶ οἱ
4394386 βεβολημενοι
' ἐννεσίῃσι φέρειν μακάρων ἐπὶ γαῖαν . Τοὔνεκα καὶ στυγερῇ βεβολημένοι ἦτορ ἀνίῃ μίμνον πὰρ νήεσσιν ἑὸν κατὰ θυμὸν ἄνακτα
ἀναζείεσκε διοιγομένοιο κλύδωνος . Οἳ δ ' ἄρ ' ἀμηχανίῃ βεβολημένοι οὔτ ' ἐπ ' ἐρετμῷ χεῖρα βαλεῖν ἐδύναντο τεθηπότες
4394222 τηρ
? ? ] αν ? ? ! ! ! ] τηρ ] τε νοϲ δὲ εὔλυτ ? [ αθεὲ αἰνότατε
[ φερωτ [ τοϲτερ ? [ βαϲταζ [ βαϲταζω [ τηρ ϲεβ [ έ - ταξεν λ [ μη πλη
4392555 Ἡβη
χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους Ἥρη πρέσβα θεὰ θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο : Ἥβη δ ' ἀμφ ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα
ὧν εὐφρανθῆναι σημαίνει . Ὀσφύος τὸ μέσον κέρδος σημαίνει . Ἥβη πάλλουσα ἀγαθὰ παρά τινος σημαίνει . Βουβὼν εὐώνυμος πορισμὸν
4387932 ζησεσθε
Ἐὰν πίνητε οἶνον ἐν εὐφροσύνῃ μετὰ φόβου Θεοῦ αἰδούμενοι , ζήσεσθε . Ἐὰν γὰρ πίνητε μὴ αἰδούμενοι , καὶ ἀποστῇ
καὶ ἀπολέσαι , καὶ τηρεῖτε τὰς ἐντολὰς ταύτας , καὶ ζήσεσθε τῷ θεῷ . λέγω αὐτῷ : Κύριε , νῦν
4384302 τετυμμενα
τετυμμένα Πληθ . οἱ τετυμμένοι , αἱ τετυμμέναι , τὰ τετυμμένα Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . ὁ τυφθείϲ , ἡ τυφθεῖϲα
παρηγορέων φίλον υἱέα μηδενὶ εἴκειν ἐν πολέμῳ , καὶ στέρνα τετυμμένα δείκνυε παιδὶ ταρφέα σήματ ' ἔχοντα παλαιῆς δηιοτῆτος .
4383095 Κωνσταντινῳ
Θεοδώραν μετὰ τὸν τοῦ πατρὸς μόρον τῷ τοῦ Διογένους υἱῷ Κωνσταντίνῳ , τοῦ πατρὸς ἤδη τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα διέπειν λαχόντος
πρέσβεις . οἱ δ ' ἐπανήκοντες ἀπαγγέλλουσι πάντα τῷ βασιλεῖ Κωνσταντίνῳ καὶ τοῖς ἐν τέλει Ῥωμαίων , τά τε ἄλλα
4380549 Οἱην
, οὐδ ' ἔτ ' ἔφη εἰσωπὸς ἐλεύσεσθαι καλέουσιν . Οἵην χρύσειοι πατέρες γενεὴν ἐλίποντο χειροτέρην : ὑμεῖς δὲ κακώτερα
ἀνάγκης λείπηται , μηδ ' ὅστις ὑπόβρυχα νήχεται ἰχθύς . Οἵην μὲν φιλότητα μετ ' ἀλλήλοισι ῥύονται καὶ πόθον ὀξυβελῆ
4376733 ἀπελαβον
πονηρὸς ὤν τε χρηστὸς εἶναί φησί τις , ἐγκωμιάζων τοῦτον ἀπέλαβον χάριν . γλαύκου βεβρωκὼς τέμαχος ἑφθὸν τήμερον αὔριον ἕωλον
διεφθάρησαν , τὰ δὲ πολιτεύματα τὴν ἐκ τῆς αὐτονομίας παρρησίαν ἀπέλαβον καὶ συνεμάχουν τοῖς περὶ τὸν Πολυπέρχοντα . μόνων δὲ

Back