εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν , πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ
Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν θεραπαινίδα τετιμήκαμεν , οὐκ ἀποδώσομεν δὲ τὴν χάριν τῇ Ἀφροδίτῃ
8503968 Δοξαν
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν
8249474 Θεωριαν
' ἐπιπίοις βληχωνίαν . Ἀλλ ' ὡς τάχιστα τήνδε τὴν Θεωρίαν ἀπάγαγε τῇ βουλῇ λαβών , ἧσπέρ ποτ ' ἦν
ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν ἀντὶ τοῦ θυσίαν ἀπενεγκεῖν .
8200672 εἰσπορευεσθαι
; [ Ἔφη οὔ . ] Οὐ γὰρ θέμις Δόξαν εἰσπορεύεσθαι πρὸς τὴν Ἐπιστήμην , ἀλλὰ τῇ Παιδείᾳ παραδιδόασιν αὐτούς
ἂν ἐξελασθῇ πόλεως δίκη καὶ νόμος , εἰς ταύτην στάσις εἰσπορεύεσθαι φιλεῖ καὶ πόλεμος . καὶ ὅσοι μὲν οὐκ ἦλθον
8198855 Βρισεως
δὲ τὴν τύχην ἐλευθέρα καὶ Λάκαινα . καλὴ μὲν ἡ Βρισέως , καλλίστη δὲ γυναικῶν ἡ Λήδας θυγάτηρ . ὅσῳ
πρότερον ἐκαλεῖτο . . . Τ , : Κατὰ Μνασέαν Βρισέως υἱὸς ἦν Ἠετίων . . . Υ , :
8149384 ἐκελευ
παῖδ ' ἀλείμματα παρὰ τῆς θεοῦ λαβοῦσαν εἶτα τοὺς πόδας ἐκέλευ ' ἀλείφειν πρῶτον , εἶτα τὰ νόνατα . ὡς
λέγεται τὸ προστάσσω , ὁ παρατατικὸς ἐκελόμην ἐκέλου καὶ Αἰολικῶς ἐκέλευ : οἱ γὰρ Αἰολεῖς τὴν ου εἰς ευ τρέπουσιν
8147493 μηλωτην
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον ,
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ
8128492 ἐπιδοϲιν
ἀκμὴν ἐγγὺϲ οὖϲαν ἢ μακράν , ἐὰν καλῶϲ ἐπιϲκοπήϲῃϲ τὴν ἐπίδοϲιν : τὰ μὲν γὰρ [ ὀρθῶϲ ] κατὰ μικρὸν
ὁ ἄρρωϲτοϲ γίγνεται , οἷον κατὰ τὴν εἰϲβολὴν ἢ τὴν ἐπίδοϲιν ἢ κατὰ τὴν ἀκμὴν ἢ τὴν παρακμὴν τοῦ παροξυϲμοῦ
8087675 Χρυσαν
δὲ νῦν τὸ χωρίον τελέως : εἰς δὲ τὴν νῦν Χρῦσαν τὴν κατὰ Ἁμαξιτὸν μεθίδρυται τὸ ἱερόν , τῶν Κιλίκων
συμμαχίας ἀφαιρούμενοι τοὺς Τρῶας . ἐξ ὧν μίαν ἑλόντες , Χρῦσαν , γέρας ἔδοσαν Ἀγαμέμνονι Χρυσηίδα , Χρύσου ἱερέως Ἀπόλλωνος
8029800 Χαρικλω
αἱ τοῦ Κενταύρου ἁγναὶ κόραι ἀνέθρεψαν . πὰρ Χαρικλοῦς : Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , θυγά - τηρ Ἀπόλλωνος ἢ ὥς
ὑφ ' ὧν ἐτράφη ὁ Ἀχιλλεύς : ὧν ἡ μὲν Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , Φιλύρα δὲ μήτηρ . λίπτοντα :
8027288 Ψυλλαν
. Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον
τάφους , πανώλεθρον κηλῖδα θωύξας γένει , ὁ τὴν πόδαργον Ψύλλαν ἡνιοστροφῶν καὶ τὴν ὁπλαῖς Ἅρπινναν Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν
8011967 Γοργονα
αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν ἄλλως πρόλαλον ὄντα
χάσματι , ὁ Περσεὺς δὲ τῇ λαιᾷ μὲν προδείκνυσι τὴν Γοργόνα , τῇ δεξιᾷ δὲ καθικνεῖται τῷ ξίφει : καὶ
8004003 Μυνδος
ταύτην γάρ φησι ἐν τῷ μαγεύειν . ὁ Μύνδιος : Μύνδος πόλις Ἀρκαδίας , ἔνθεν ἦν ὁ νεανίας . οἱ
, πόλις Αἰγύπτου . Ἑκαταῖος . ὁ πολίτης Μυλοπολίτης . Μύνδος , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . ἔστι καὶ
7951156 ἐστιγμενην
Οἷον τὸ ΠΟΙΚΙΛΟΔΕΙΡΟΝ , τὴν ποικιλόφωνον λέγει , ἢ τὴν ἐστιγμένην καὶ ποικίλην ἔχουσαν τὴν δειρὴν , ἤγουν τὸν τράχηλον
Θρᾷσσαν καὶ Δαρδανίδα τὴν αὐλητρίδα . ἢ τὴν αὐλητρίδα φησὶν ἐστιγμένην διὰ τὸ κεκαλλωπισμένην εἶναι καὶ διὰ τὸ κατέχειν δᾷδας
7947995 Ἀσωπιαν
τὴν ἀρχὴν Ἀσωπὸς ὁ παραρρέων τὴν Σικυῶνα καὶ ποιῶν τὴν Ἀσωπίαν χώραν , μέρος οὖσαν τῆς Σικυωνίας . ἔστι δ
Εὔμηλος δὲ Ἥλιον ἔφη δοῦναι τὴν χώραν Ἀλωεῖ μὲν τὴν Ἀσωπίαν , Αἰήτῃ δὲ τὴν Ἐφυραίαν : καὶ Αἰήτην ἀπιόντα
7937362 προσεκυνησε
ἔκλαυσεν ὑφ ' ἡδονῆς Διονύσιος ἰδὼν καὶ ἡσυχῆ τὴν Νέμεσιν προσεκύνησε . μόνην δὲ Πλαγγόνα προσμεῖναι κελεύσασα τοὺς λοιποὺς προέπεμψεν
, γράμματα παρὰ βασιλέως δεξάμενος οὐκ ἐῶντος πολιορκεῖν , ἀναγνοὺς προσεκύνησε τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔθυσεν εὐαγγέλια ὡς μεγάλα δὴ ἀγαθὰ
7936492 Κασανδραν
δὲ ὀφρύων τὸ ἐπιπρεπὲς καὶ παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς οἵαν τὴν Κασάνδραν ἐν τῇ λέσχῃ ἐποίησεν τοῖς Δελφοῖς , καὶ ἐσθῆτα
λαβόμενος ἐπελάθου τῆς περὶ τὸν Βόσπορον τρυφῆς , ἐπεὶ καὶ Κασάνδραν εἴ τις ἤγαγεν εἰς Δελφοὺς καὶ παρήγαγεν εἰς τὸ
7916737 παραπηχυ
δοκεῖ ; ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς γναφεῖον : εἶτ ' ἐπεὶ
μέρη τραγικῆς ἀνδρείας σκευῆς . γυναικείας δὲ συρτὸς πορφυροῦς , παράπηχυ λευκὸν τῆς βασιλευούσης : τῆς δ ' ἐν συμφορᾷ
7906880 καρδοπον
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον .
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ]
7900956 μανῃ
συμμιγέντος , Ἥρα ἀπεθηρίωσεν αὐτήν , καὶ ὅτι ἡνίκα ἂν μανῇ , τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξαιρεῖ καὶ εἰς κοτύλην βάλλει ,
. ἐν δὲ τοῖς πνευματώδεσι καὶ ψυχροῖς καὶ τῇ φυτείᾳ μανῇ ἀναυξέστερα μέν , πυκνότερα δὲ καὶ ξηρότερα . συνίστησι
7886941 Τροιζηνιαν
[ νέαν ] Τροιζηνίαν ? ? ? ? [ ] Τροιζηνίαν [ νέαν νεανίϲκοϲ ] [ κόρην ἐπρίατο [ ἐραϲθεὶϲ
[ Ἰωνίαν ] . κόρην ] νεανίϲκοϲ [ νέαν ] Τροιζηνίαν [ ] , Τροιζηνίαν [ νέαν νεανίϲκοϲ ] [
7884960 Εὐαδνην
μιχθεῖσα : ἥτις μιχθεῖσα τῷ Ποσειδῶνι Πιτάνη λέγεται τὴν ἰοπλόκαμον Εὐάδνην τεκεῖν , καὶ διαλαθεῖν ἐγκυμονοῦσαν , καὶ κρύψαι τὴν
τῶι Φέρητος Θετταλῶι , Ἀμφινόμην δὲ Ἀνδραίμονι Λεοντέως ἀδελφῶι , Εὐάδνην δὲ Κάνηι τῶι Κεφάλου , Φωκέων τότε βασιλεύοντι .
7881548 παννυχιζων
καὶ τοιαυτὶ καὶ δεῦρο σχηματίσαντες . Ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Ἐν τοῖς ὄρεσιν δ '
, φησὶν Ἔφιππος . Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά φησιν
7880202 μακρολογιαν
τε οὐχ ἥκιστα αὐτῆς ἕνεκα τῆς δυσχερείας ἣν περὶ τὴν μακρολογίαν τὴν περὶ τὴν ὑφαντικὴν ἀπεδεξάμεθα δυσχερῶς , καὶ τὴν
ἀνθρώπων σπεύδοντα . ἀλλ ' ἐνταῦθα πάλιν ἑτέραν κατηγορίαν φυλαττόμενος μακρολογίαν μὲν εἰσαῦθις ὑπερθήσομαι , νῦν δὲ ἐπιτρέψω τῷ λόγῳ
7874467 ἀπηγετο
, ἠλέει δὲ αὐτὴν ὁ Κλυτός . Καὶ ἡ μὲν ἀπήγετο εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι
εἴθ ' ὡς ὁ Φάβιος παραδέδωκε δέσμιος εἰς τὴν Ἄλβαν ἀπήγετο . Ῥωμύλος δ ' ἐπειδὴ τὸ περὶ τὸν ἀδελφὸν
7860219 ἐδοξ
Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν , ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν . ἔδοξ ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις , ἐσλόν γε φῶτα καὶ
ξένῳ πατήρ με τῷδ ' ἔδωκεν εὐνέτιν . * * ἔδοξ ' ὄρους κατ ' ἄκρα Σιναίου θρόνον μέγαν τιν
7852825 παναληθη
. πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον θεόν , οὐ θεοῖς ὁμοίαν , παναληθῆ , κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους
κακοῖς ἀληθεύουσαν : ἃ γὰρ εἶπεν νύκτωρ ταῦτα ἐγένετο . παναληθῆ ] τὴν ἐπὶ κακοῖς ἀληθεύουσαν . παναληθῆ ] τὴν
7852289 Στατειραν
δὲ παρελθὼν εἰς Σοῦσα τὴν μὲν πρεσβυτέραν τῶν Δαρείου θυγατέρων Στάτειραν ἔγημεν , τὴν δὲ νεωτέραν Ἡφαιστίωνι συνῴκισε Δρυπῆτιν .
σὺν αὐτῶι ἀναπεμφθέντες Ἕλληνες πλὴν Μένωνος . λοιδορία Παρυσάτιδος πρὸς Στάτειραν , καὶ ἀναίρεσις διὰ φαρμάκου τοῦτον διασκευασθέντος τὸν τρόπον
7846771 λογικοτητα
ὅτι τὸ λογικὸν καὶ ἄλογον συνθέτων πραγμάτων εἰσὶν ὀνόματα , λογικότητα δὲ καὶ ἀλογίαν ὁ πολὺς ἄνθρωπος οὐκ οἶδεν ,
' οὐδὲ τῷ λογικώτερον ἄνθρωπον ἀνθρώπου λέγεσθαι κατὰ τὴν οὐσιώδη λογικότητα διαφέρειν αὐτοὺς εἴποιμεν ἀλλὰ κατὰ τὴν ἕξιν ἢ τὴν
7841323 μισθαριον
' οὐδενός . Τί λέγων ἀποτρώγειν ἀξιώσει νῦν ἐμοῦ τὸ μισθάριον ; μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῦ . Οὗ δὴ λέγεται
' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ κναφεὺς δ
7838726 σαγην
οἶμαι ἀντὶ τοῦ ἐοικώς . παντελῆ ] τελείαν . παντελῆ σαγὴν ] πανοπλίαν ἢ τελείαν περιβολὴν ἔχων ξένου . φωνὴν
μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ ' ἐφ '
7837897 Δωρι
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν .
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν
7837016 Θρηικην
τὴν πόλιν εἶχον . Οἰόβαζον μέν νυν ἐκφεύγοντα ἐς τὴν Θρηίκην Θρήικες Ἀψίνθιοι λαβόντες ἔθυσαν Πλειστώρῳ ἐπιχωρίῳ θεῷ τρόπῳ τῷ
Θεσσαλοί , ὡς ὁρᾶτε , ἐπείγομαι κατὰ τάχος ἐλῶν ἐς Θρηίκην καὶ σπουδὴν ἔχω , πεμφθεὶς κατά τι πρῆγμα ἐκ
7836808 δαμαρτ
' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων [ καὶ τὴν τάλαιναν ἀθλίαν δάμαρτ ' ἐμὴν λάβωμεν , ἧι δεῖ ξυνθανεῖν ἐμῆι χερὶ
ὄντι δοὺς πόσει τάδε πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ ' ἐμὴν δάμαρτ ' ἔχων , ὡς τοὺς γάμους τοὺς τῆσδε συνδαίσας
7831716 Χρυσηιδα
: ὁ Ἰλιακὸς δι ' Ἑλένην , ὁ λοιμὸς διὰ Χρυσηίδα , Ἀχιλλέως μῆνις διὰ Βρισηίδα , καὶ ὁ ἱερὸς
, ἐκεῖνος δὲ πλησίον : ἐκεῖθεν γοῦν ἁλοῦσαν λέγει τὴν Χρυσηίδα . ἀλλ ' οὐδὲ Κίλλα τόπος οὐδεὶς ἐν τῇ
7831041 ἀπενεγκε
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . ἀγαθοῦ δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκ ποδῶν . Ὁ κάπηλος γὰρ οὑκ τῶν
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . Ἀγαθοῦ Δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκποδών . Ξέναρχος ἐν Διδύμοις : ὡς ὑπό
7830813 τραμιν
: οὐκ εὐπόρως τε γὰρ ἔχω καὶ τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ ' ἀστράβης ὀχηθείς . ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης
. Ὕδωρ ὕδωρ , ὦ γείτονες , πρὶν ἀντιλαβέσθαι τὴν τράμιν μου τῆς φλογός . Θάρρει . Τί θαρρῶ καταπεπυρπολημένος
7830499 Γλυκεριον
δ ' αἰσχρὸν εἰ μὴ τοῖσι χρωμένοις δοκεῖ ; Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον
δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ Γλυκέριον . καὶ σύ . πολλοστῷ χρόνῳ ὁρῶ σε .
7824594 τροφεως
ἔδοξα δὲ καὶ περὶ τῶν ἐν Σμύρνῃ θεῶν ἀκοῦσαι τοῦ τροφέως , οἶμαι , ὡς οὐκ ὀρθῶς αὐτῶν ἐπιλελησμένος τυγχάνοιμι
γενόμενος τοίνυν ἐπ ' ἐξουσίας καὶ δυνάμεως τοσαύτης ὥστε καὶ τροφέως χώραν , οὐχὶ διδασκάλου μόνον τῶν παίδων ἔχειν ,
7791703 κωτιλλουσα
δὲ ἐκείνῃ : ἐὰν δέ σε καὶ ἀπατᾶν ἐπιχειρήσῃ αἱμύλα κωτίλλουσα , φύ - λαξαι τὴν ἀπάτην : περίκειται γὰρ
κόπις Νησοῦς θυγατρός , ἤ τι Φίκιον τέρας , ἑλικτὰ κωτίλλουσα δυσφράστως ἔπη . ἐγὼ δὲ λοξὸν ἦλθον ἀγγέλλων ,
7788607 ἐντολην
ὠτός , ὡς πατὴρ ἀποθνῄσκων : ἔμελλε γάρ σοι πᾶσαν ἐντολὴν δώσειν , ἀρχὴν τοσαύτην πῶς λαβοῦσα τηρήσεις . σὺ
οὕτως ἁπλῶς διακονῶν τῷ θεῷ ζήσεται . φύλασσε οὖν τὴν ἐντολὴν ταύτην , ὥς σοι λελάληκα , ἵνα ἡ μετάνοιά
7776595 Πανδωρη
' ἐξολισθὼν ἱκέτευε τὴν κράμβην τὴν ἑπταφύλλιον , ᾗ θύεσκε Πανδώρη . καὶ Ἀνάνιος δέ φησι : καὶ σὲ φιλέω
] ! ! [ [ ] ! ! [ . Πανδώρη ] κακόδωρος [ ] ? , ἑκούσιον [ ]
7773034 πηκτιδα
' ἐξέπιον κάδον : νῦν δ ' ἁβρῶς ἐρόεσσαν ψάλλω πηκτίδα τῆι φίληι κωμάζων † παιδὶ ἁβρῆι † . ψάλλω
καὶ ἡ ἑτέρα χεὶρ ] τείνει τὸν νοῦν ἐς τὴν πηκτίδα καὶ παραφαίνει τῶν ὀδόντων ὅσον ἀπόχρη τῷ ᾄδοντι ;
7767869 τουτοθεν
, αὐτόθεν αὐτῶ , αὐτῶ ὁρῇς , Φύσκα ; , τουτόθεν τουτῶ , τουτῶ θάμεθα . Τῇδε εἶχε καὶ τὸ
αὐτοῦ τὸ αὐτόθεν ἐγένετο , καὶ παρὰ τὴν τούτου τὸ τουτόθεν , παρὰ τὴν αὐτόθεν αὐτῶ . οὐδὲν οὖν ἐμποδών
7753708 δεσποτιν
χρόνους ἢ πόνους ἔχει βραχεῖς , τὴν δὲ ὑπό τινων δεσπότιν εἰσαγομένην πάντων ἐγγελῶντος εἱμαρμένην καὶ μᾶλλον ἃ μὲν κατ
; φράζε μοι σαφέστερον . γυναῖκ ' ἐφ ' ἡμῖν δεσπότιν δόμων ἔχει . οὔ που τετόλμηκ ' ἔργον αἴσχιστον
7753227 πιτυαν
εἰ δὲ βούλει παύσασθαι , ἀπόπλυνε τὸν δάκτυλον . Λαγωοῦ πιτύαν ἢ λέοντος στέαρ χρίε τὸ αἰδοῖον : εἶτα τρία
' ὀξυμέλιτοϲ ἢ πύρεθρον ϲὺν οἴνῳ ἢ χαμαιλέοντοϲ ῥίζαν ἢ πιτύαν ἐρίφου ἢ ἀρνὸϲ ἢ γεντιανῆϲ ῥίζαν ἢ περιϲτερεῶνα :
7752257 Τισις
τὸ ἐθνικὸν Τισιάτης ὡς Ἀσιάτης , καὶ Τισιᾶτις θηλυκόν . Τῖσις , πόλις Αἰγύπτου , ἣν ἔκτισε Τῖσις . ὁ
, ἀπεδύσατο μὲν εἰς τὴν αὐτὴν παλαίστραν , οὗπερ καὶ Τῖσις ὁ φεύγων τὴν δίκην . ὀργῆς δὲ γενομένης ἐς
7750220 ἁβραν
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
7745058 Δημ
ὡς ἕτεροί τινες λέγουσιν , οἷον Λ . τε καὶ Δημ . ὁ Ἀβδηρίτης , εὔλογα τὰ συμβαίνοντα : φασὶ
. . σκαφίον : Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Δημ . γρ . ἀπολ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον
7737318 πανδακρυτον
πῶς ποτ ' ἀμφιπλήκτων ῥοθίων μόνος κλύων , πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν : ἵν ' αὐτὸς ἦν πρόσουρος
. ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος , ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος : ὤμοι , πατρὸς δὴ νῦν
7735534 Θεσπικην
τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας αὐτῇ , τὴν δὲ Θεσπικήν . ἐπλούτει δὲ σφόδρα ἡ Φρύνη καὶ ὑπισχνεῖτο τειχιεῖν
τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας αὐτῇ , τὴν δὲ Θεσπικήν . ἐπλούτει δὲ σφόδρα ἡ Φρύνη καὶ ὑπισχνεῖτο τειχιεῖν
7735458 κεφ
ὅτι τῶν Καππαδοκῶν αἱ αἶγες κείρονται τὸ αἴγειον ἔριον . κεφ . ιζʹ . περὶ δόρκου . ὅτι ἐὰν διωκόμενος
θηρία ἐφελκόμενος ἐπὶ τὸν ἴδιον ἄγει φωλεὸν καὶ κατεσθίει . κεφ . ιεʹ . περὶ αἰγάγρου . ὅτι ὁ αἴγαγρος
7723753 Ἱκεσιου
ἢ ῥοδίνου ἔχουσαν ἀμμωνιακὸν καὶ λίβανον , ἔμπλαστροι ἥ τε Ἱκεσίου καὶ ἡ δι ' ἰτεῶν τό τε Νειλέως ἐπίθεμα
δὲ σπληνίοις , οἷά ἐστιν ἡ Σεραπίωνος μηλίνη καὶ ἡ Ἱκεσίου καὶ ἡ πανάκεια . ἐχρησάμην δὲ αὐτός ποτε ἐν
7723515 Πεσσινουντα
παιδὸς ἔρως ἔσχεν Ἄγδιστιν . αὐξηθέντα δὲ Ἄττην ἀποστέλλουσιν ἐς Πεσσινοῦντα οἱ προσήκοντες συνοικήσοντα τοῦ βασιλέως θυγατρί : ὑμέναιος δὲ
, Τεκτόσαγες δὲ τὰ πρὸς τῇ μεγάλῃ Φρυγίᾳ τῇ κατὰ Πεσσινοῦντα καὶ Ὀρκαόρκους : τούτων δ ' ἦν φρούριον Ἄγκυρα
7723461 περικεφαλαιαν
, ποτὲ ἔθου πεφιλημένην . . . χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . .
κυνέην : νέφος τι καὶ ἀορασία : ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν : ἐν γὰρ αὐτῇ τὸ πρόσωπον ἔκρυψεν ἡ Ἀθηνᾶ
7718204 πανδοκευτριαν
οὖσα κατὰ φύσιν φοβερά , ἀλλὰ μάτην ἀπατῶσα ἡμᾶς . πανδοκεύτριαν : ἀντὶ τοῦ “ κάπηλιν ” . ἢ διὰ
οὖσα κατὰ φύσιν φοβερὰ , ἀλλὰ μάτην ἀπατῶσα ἡμᾶς . πανδοκεύτριαν : Ἀντὶ τοῦ κάπηλιν , παρὰ τὸ δέχεσθαι πάντας
7717047 ἐξωμιδα
' εἴ τινα ἴδοιεν γεωργοῦ στολὴν ἔχοντα ἢ ποιμένος , ἐξωμίδα ἔχοντα ἢ διφθέραν ἐνημμένον ἢ κοσύμβην ὑποδεδυκότα οὐ χαλεπαίνουσιν
καὶ ἀνδράποδα ; καὶ ὑμεῖς δὲ ἴσως ὁρᾶτε αὐτοῦ τὴν ἐξωμίδα ὡς φαύλη , καὶ τὸ δέρμα , ὃ ἐλήλυθε
7714433 Νυμφην
φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο θεασάμενοι τὸ εἴδωλον καὶ τὸν Αἰθιόπων λίθον
παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο οὗτος ὁ θεός , προφῆτιν δὲ Ἐρατὼ Νύμφην αὐτῷ γενέσθαι ταύτην ἣ Ἀρκάδι τῷ Καλλιστοῦς συνῴκησε :
7713767 ἐφερομην
τὴν ἑπτακότυλον , τὴν χυτραίαν , τὴν καλήν , ἣν ἐφερόμην , ἵν ' ἔχοιμι συνθεάτριαν . Χρῶμαι γὰρ αὐτοῦ
πρὸς μακάρων λιτάς . . ἀλλ ' ] οὐ μάτην ἐφερόμην πρὸς τὴν πόλιν . ἀρχαῖα βρέτη ] τὰ ἐξ
7707857 Θρηικι
μοι τήνδ ' ἀσφαλῶς διὰ στρατοῦ γυναῖκα . καὶ σὺ Θρηικὶ πλαθεῖσα ξένωι λέξον : Καλεῖ ς ' ἄνασσα δή
Πάγγαιον ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῦσαι μεγίστην εἰς ἔριν μελωιδίας κλεινῶι σοφιστῆι Θρηικὶ κἀτυφλώσαμεν Θάμυριν , ὃς ἡμῶν πόλλ ' ἐδέννασεν τέχνην
7702597 καταγιγαρτισαι
βʹ ἰαμβικὰ δίμετρα , τὸ δὲ ἓν μονόμετρον . Γ καταγιγαρτίσαι : ἀντὶ τοῦ κατὰ τῶν γεωργικῶν γιγάρτων βαλεῖν καὶ
τοῦ φελλέως , μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι . Φαλῆς Φαλῆς , ἐὰν μεθ ' ἡμῶν ξυμπίῃς
7700698 ὠλισθεν
. εὑρέθη βοῦς : ἠκολούθει . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ μὲν Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησεν
βοῦς : ἠκολούθει οὖν αὐτῇ . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησε ,
7692544 λεηλατησαντες
μετὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ὅσην ἐβούλοντο τῆς τῶν Σαβίνων λεηλατήσαντες , ὡς οὐδεὶς αὐτοῖς οὐκέτι περὶ τῆς χώρας ἐξῄει
πολλὰς ἡμέρας αὐτόθι διατρίψαντες καὶ τὴν ἀρίστην τῶν Οὐιεντανῶν χώραν λεηλατήσαντες ἀπῆγον ἐπ ' οἴκου τὴν στρατιάν . ὡς δ
7683099 συνθεατριαν
τὴν χυτρίαν , τὴν καλὴν ἣν ἐφερόμην ἵν ' ἔχοιμι συνθεάτριαν : εἴρηται γὰρ νῦν ἐπὶ ἐκπώματος , ὥσπερ καὶ
καὶ Ληναϊκόν , καὶ τὸ πλῆθος θεατάς . Ἀριστοφάνης δὲ συνθεάτριαν εἴρηκεν , ὥστ ' οὐ θεατὴν μόνον εἴποις ἂν
7683020 κακομαντιν
σύνταξις οὕτως : ἡ δὲ Ἐριννὺς ἡ παιδολέτωρ ὀτρύνει τὴν κακόμαντιν πατρὸς εὐκταίαν Ἐριννὺν εἰς τὸ πληρῶσαι τὰς τοῦ Οἰδίποδος
ἃ γὰρ εἶπε νύκτωρ , ταῦτα καὶ ἐγένετο . . κακόμαντιν ] τὰ κακὰ τοῖς ἀνθρώποις μαντευομένην . . πατρὸς
7678465 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
7676517 στενεις
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα
7675410 γραιαν
. καὶ Εὐριπίδης ἐν Ἡρακλεῖ γέροντα τὴν δ ' ἔσω γραῖαν δόμων ἀντὶ τοῦ ἔνδον . καὶ Εὔβουλος ὁ τῆς
καρδία σφαλήσεται . καὶ τὸν γέροντα τήν τ ' ἔσω γραῖαν δόμων τιμᾶτε πατρὸς μητέρ ' Ἀλκμήνην ἐμοῦ ξένους τε
7674909 ἐπιπληξιν
ἀναλαμβάνων αὐτὸν ” θάρρει , „ ἔφη „ οὐ γὰρ ἐπίπληξιν ποιούμενος , ἀλλὰ τοὐμὸν ὑπογράφων σοι ταῦτα εἶπον .
ἀλλὰ δῆλον ἐπὶ λόγους , ἐπὶ συμβουλὴν ἦλθεν , ἐπὶ ἐπίπληξιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . ταῦτα ἐννοῶν , ταῦτα
7671717 γαλεαγραν
ἀποθανεῖν . σὺ δέ , ὦ Οὐλπιανέ , εἰ τὴν γαλεάγραν ζητεῖς , ἔχεις παρ ' Ὑπερείδῃ τῷ ῥήτορι :
: κατάρχεις τήνδ ' ἐμοῦσαν εἰσάγων , ἐμβληθῆναι ἐκέλευσεν εἰς γαλεάγραν καὶ δίκην θηρίου περιφερόμενον καὶ τρεφόμενον , κολαζόμενον οὕτως
7671254 φερηι
θεῶν , Ὁσία δ ' ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαι πτέρυγι φέρηι , τάδε Πενθέως ἀίεις ; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν
γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν . ἐπίσχες ὀργὰς αἷσιν οὐκ ὀρθῶς φέρηι , Θεοκλύμενε , γαίας τῆσδ ' ἄναξ : δισσοὶ
7670731 παρθενωσι
παρθένον Πισάτιδα ἐκτήσαθ ' Ἱπποδάμειαν , Οἰνόμαον κτανών , ἐν παρθενῶσι τοῖσι σοῖς κεκρυμμένην . ὦ φίλτατ ' , οὐδὲν
χρανθεῖς ' ἄλεκτρος ἀνδρός : πατὴρ δέ μιν κλῄσας ἐν παρθενῶσι σφραγῖσι δέμας φυλάσσει . ταῦτ ' ἐτήτυμα μαθεῖν θέλω
7670368 Κοραν
' ] Ἀπεφθέγξατο , εἶπεν . Ἀθανάτου ] Θείου . Κόραν ] Ἤγουν νέαν γῆν καὶ νῆσον . Ῥίζαν ]
τελέως μ ' ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπός , ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , τὰν Φερρέφατταν , ὡς δάμαλις
7668490 ἁρμαμαξαν
; Συχναῖς καὶ ἅμα τῇ κόρῃ παρεσκεύασε πομπὴν ἐπιφανῆ , ἁρμάμαξάν τε λαμπρὰν καὶ ἐσθῆτα σοβαρὰν καὶ θεραπείαν συχνὴν εὐνούχων
; Συχναῖς καὶ ἅμα τῇ κόρῃ παρεσκεύασε πομπὴν ἐπιφανῆ , ἁρμάμαξάν τε λαμπρὰν καὶ ἐσθῆτα σοβαρὰν καὶ θεραπείαν συχνὴν εὐνούχων
7667250 φορινην
δὲ τοῖς κέρασι κατακόπτει ὡς πελέκεσιν . εἰ γὰρ καὶ φορίνην ὁ ῥινόκερως ἔχει στερεὰν καὶ δυσδιακόντιστον , ἀλλ '
φορίνης : ὅτι γὰρ καὶ ἐπ ' ἀνθρώπων τάσσουσι τὴν φορίνην δῆλον ποιεῖ Ἀντιφῶν ἐν βʹ Ἀληθείας . Πηγαί :
7666581 Καρυανδα
Πολυβίου ἱστορίαν . , , : ἐν δὲ τῶι μεταξὺ Καρύανδα λιμὴν καὶ νῆσος καὶ πόλις ὁμώνυμος ταύτηι , ἣν
. Λάδη : νῆσος Ἰωνίας . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . Καρύανδα : πόλις καὶ † λίμνη ὁμώνυμος πλησίον Μύνδου καὶ
7665217 Ποδαπος
δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος
δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος
7664875 Ὑψω
τὴν πανουργίαν , ὡς Εἰδοθέα , Εἰδώ καὶ Ὑψιπύλη , Ὑψώ . . . . . , . : τῶν
: ἢ ὡς παρὰ τὸ εἶδος καὶ ὕψος Εἰδώ καὶ Ὑψώ , οὕτω καὶ παρὰ τὸ κέρδος κερδώ ἡ κερδαλέα
7659859 Ὁσια
ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν , ἔνθα Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνες . Ὅσια . τὰ ἰδιωτικὰ καὶ μὴ ἱερά . Ὀσταφίδα οὐχ
ἀλλὰ θαυμάζων αὐτήν . Ὁσία , κλυτὰν χέρα ] * Ὅσια δὲ τὰν χέρα γράφε : οὕτω γὰρ ἔχει πρὸς
7656889 πρευμενως
ἐκέκτηντο καὶ μετὰ θάνατον ἔχουσιν . ἡμέτερον . † δέον πρευμενῶς εἰπεῖν , πρευμενεῖς εἶπε πρὸς τὸ χοάς : εἰ
χοὰς ] τὰς θυσίας αὐτῆς . πρευμενεῖς ] † ἤγουν πρευμενῶς . ἐγγὺς ] πλησίον . τάφου ] τοῦ .
7655058 κληδονα
τῶι σῶι πατρί ; μή σοί τιν ' αἰσχρὰν προσβαλοῦσα κληδόνα ἥβης ἐν ἀκμῆι σοὺς διαφθείρηι γάμους . οὐ γάρ
νῦν τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν καὶ οὐχὶ τὴν κληδόνα : αὐδηθησομένων : τὸ ἔπαρμα καὶ ἡ ὁρμὴ τῆς
7645699 ἐγημ
κακοῦργος ὤν . οἱ δὲ πρὸς θρόνους ἔσω μολόντες ἇς ἔγημ ' ὁ τοξότας Πάρις γυναικός , ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι
, ἀντὶ τοῦ νῦν ἢ ἀντὶ τοῦ ταχέως . Μένανδρος ἔγημ ' ἔναγχος . εἰλυμένος : κεκαλυμμένος οἷον κεκρυμμένος :
7645573 Τελειαν
χελιδόνα ποιήσειν ἔαρ , οὕτως μηδὲ βραχὺν χρόνον εὐδαιμονίαν . Τελείαν γὰρ εἶναι δεῖν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τελείου συνεστῶσαν ἀνδρός
ὃν ἔτεκε , Κρόνῳ κομίζουσά ἐστι : τὴν δὲ Ἥραν Τελείαν καλοῦσι , πεποίηται δὲ ὀρθὸν μεγέθει ἄγαλμα μέγα :
7637660 πεμψασα
τὸν ποταμὸν οἰκοδομεόμενος . Ἔχοντι δέ οἱ τοῦτον τὸν πόνον πέμψασα ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε τάδε : Ὦ βασιλεῦ Μήδων
, παρά τε ἀνδρὶ φίλῳ αὑτοῦ εἱστιᾶτο ; ἡ δὲ πέμψασα τὸ φάρμακον καὶ κελεύσασα ἐκείνῳ δοῦναι πιεῖν ἀπέκτεινεν ἡμῶν
7637375 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
7634812 Ἀργιοπην
τριστοίχοις δεῖμα φέρον κεφαλαῖς . Ἔνθεν ἀοιδιάων μεγάλους ἀνέπεισεν ἄνακτας Ἀργιόπην μαλακοῦ πνεῦμα λαβεῖν βιότου . Οὐ μὴν οὐδ '
αὐτὸν Φιλάμμωνος καὶ Ἀργιόπης τῆς νύμφης εἶναι . τὴν δὲ Ἀργιόπην τέως μὲν περὶ τὸν Παρνασσὸν οἰκεῖν , ἐπεὶ δὲ
7633374 γναφειον
. κναφεύει : Γναφεύω , τὸ τὰ δέρματα ξέω . γναφεῖον , ὁ τόπος , ὥσπερ κουρεῖον . γνάφαλλα ,
μεμαρτύρηται ὑμῖν . μετὰ δὲ ταῦτα τὸ μὲν μειράκιον εἰς γναφεῖον κατέφυγεν , οὗτοι δὲ συνεισπεσόντες ἦγον αὐτὸν βίᾳ ,
7631559 παισαι
: νῦν δέ , μοι δοκεῖ , δεῖν ᾠηθήτην πρότερον παῖσαι πρὸς σέ . ταῦτα μὲν οὖν , ὦ Εὐθύδημέ
καὶ ἀίξαντος , ὡς εἶχε συγχύσεως καὶ θυμοῦ , ξιφήρους παῖσαι τὸν τοῦ πατρὸς καταδικαστήν , ὡσανεὶ φονέα , Ἄγχιτον
7625889 ἐκκαλει
' : ἀποτρέχω ? ? ? . δέδειχά σοι [ ἐκκάλει ] καὶ διαλέγου [ ] ὢν τυγχάνω [ ]
! ! ! τρ ' ἔχω δέδειχα σοί : [ ἐκκάλει ] κααλετου [ ! ! ] ? ? ?
7624615 βοσκου
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ .
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν
7623851 ἀσιν
αὐξητικόν , Κρυσηὶς διὰ τὸ κρυερόν , Ἀσίη διὰ τὴν ἄσιν καὶ τὸν ῥύπον , ὃν φέρει , ἢ παρὰ
οὔτινα , φημί , χερειοτέρῃσιν ἐδωδαῖς τέρπεσθαι : πᾶσαν γὰρ ἄσιν ἁλός , ἥν κε κίχῃσι , φέρβεται : ἱμείρει
7618098 ὀλολυγην
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
7617134 τραυλος
τραυλίσαντι ] ⌈ παρακεκομμένα [ παρακεκομμένως / ] εἰπόντι . τραυλός ἐστιν ὁ τὸ ῥῶ αὔων καὶ λέγων λῶ :
βαρύνεται , οἷον : φαῦλος δοῦλος οὖλος . τὸ δὲ τραυλός ὀξύνεται καὶ τὸ δειλός . Τὰ εἰς δύο ΛΛ
7614863 ὠνομασμενην
: ἕδραν γὰρ καὶ διακοπὴν ταὐτὸν εἶναί φησιν Ἱπποκράτης , ὠνομασμένην οὕτως διὰ τὸ κατὰ τὴν γενομένην διακοπὴν ἑδράζεσθαί τε
. Ὅστις , ἤγουν ὁ Ψαῦμις , τὴν ἀπὸ σοῦ ὠνομασμένην πόλιν , ὦ Καμαρίνα , κατὰ μεταπλασμὸν ἀντὶ τοῦ
7613370 δρακαιναν
τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστήριον , Λεάνδριος καὶ Καλλίμαχος εἶπον : δράκαιναν δὲ αὐτήν φησιν εἶναι , θηλυκῶς καλουμένην Δέλφυναν ,
καὶ θῆρας ποιοῦσαν , τὸ παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ . * δράκαιναν διὰ τὸ ἄγριον τὴν Κίρκην λέγει ἢ διὰ τὸ
7609392 παρεουσαν
προτέρην ἡμέρην πάντα σφι κακὰ ἔχειν , τὴν δὲ τότε παρεοῦσαν πάντα ἀγαθά . Παραλαβὼν δὲ τοῦτο τὸ ἔπος ὁ
τέχνης ἐξευρήματα , σώζων οὐκ ἀλλοιῶν φύσιν , ἀποίσει τὴν παρεοῦσαν πικρίην ἢ τὴν παραυτίκα ἀπιστίην . Ἡ γὰρ τοῦ
7603321 ἀπορριψῃς
θέλει συμβοηθῆσαι αὐτῷ καὶ τὴν Ἀφροδίτην : σὺ δὲ μὴ ἀπορρίψῃς τὴν τοῦ Διὸς συνουσίαν , ἀλλ ' ἔξελθε πρὸς
μίξιν καὶ συνελθεῖν . . ἀπολακτίσῃς ] ἀποφύγῃς . . ἀπορρίψῃς , ἀτιμάσῃς . . Λέρνη ] πηγὴ Ἄργους .
7600084 κοινολεκτρον
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον
7597000 κατερρυην
τὸ λεγόμενον . Ἀριστοφάνης Ἀναγύρῳ : ὅρμου παρόντος τὴν ἀτραπὸν κατερρύην . οἶαι Ἀττικοί , Ἴωνες δὲ ὄϊαι διφθέραι ,
χειμέρια βροντᾷ μάλ ' αὖ . Ὅρμου παρόντος τὴν ἀτραπὸν κατερρύην . Ἐν τῷ στόματι τριημιωβόλιον ἔχων . Τοῦτ '
7595920 δερηι
: οὐδὲν σοῦ ξίφει λελείψομαι : ἀλλ ' ἀμφιθεῖναι σῆι δέρηι θέλω χέρας . τέρπου κενὴν ὄνησιν , εἰ τερπνὸν
σωτηρία . ] ἔχεσθ ' ἔχεσθε , φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος ,
7594895 λαφυραγωγιαν
τῷ ἀγῶνι εὐδαιμονίαν καὶ τοῦ κλέους βεβαίωσιν . ἤτοι τὴν λαφυραγωγίαν . ἀκρόθινα ] ἀπαρχάς : ἀντὶ μιᾶς συλλαβῆς .
τε τὸν στρατὸν καὶ πᾶσαν τὴν λεῖαν , ἤγουν τὴν λαφυραγωγίαν , ἐσταθμᾶτο , ἀντὶ τοῦ κατεμέτρει χάριν τοῦ πατρὸς

Back