νουμηνία : ἐπὶ τῶν φύσει ἀργῶν παρόσον ταύτας τὰς ἡμέρας ἀργὰς ἐνόμιζον . Τερπνὸν χρῆμα ἀλλήλοις ἡλικιῶται : ἐπὶ τῶν
τεκμήριον δέ : ἐὰν γάρ τις ἐργάσηται τὰς διὰ χειμῶνος ἀργὰς ἀρχομένου τοῦ θέρους εὐθὺ τὰ κλήματα πυκνόφθαλμα γίνεσθαι διὰ
6867136 αἰκιζειν
: διὰ τὸ ἀεὶ ᾄδειν . Ἄκανθα : διὰ τὸ αἰκίζειν ἤγουν πλήττειν . Ἀστραπή : διὰ τὸ ἀστάτως καὶ
: διὰ τὸ ἀεὶ ᾄδειν . Ἄκανθα : διὰ τὸ αἰκίζειν ἤγουν πλήττειν . Ἀστραπή : διὰ τὸ ἀστάτως καὶ
6840485 περιθυμους
ὀργίλους ἢ τὰς περὶ τὸν θυμὸν οὔσας ἀγαπητάς . τὰς περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς
περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς περιθύμους ] ὀργίλας , τὰς ἐκ ψυχῆς ῥηθείσας . Ξ
6810800 ἐκμανως
τούτοις ἀναβολὴν θανάτου τῷ Φαλάριδι ἐχαρίσατο . ὅτι φιλόπαις ἦν ἐκμανῶς Ἀλέξανδρος . Βαγώου γοῦν τοῦ εὐνούχου οὕτως ἥττητο ὡς
Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς . Δικαίαρχος γοῦν ἐν τῷ
6782837 νομιμους
καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀποκλείων ταῖς ἡδοναῖς συναλίζει ὑμῖν τὰς νομίμους ἁπανταχόθεν . ὥστε καὶ ὅσα παρ ' ἑτέροις ἀγαπητὰ
πρὸς τὴν βουλὴν ὁμολογίαι . τὸ δ ' ἐκβαίνειν τοὺς νομίμους ὅρους καὶ τὴν βίαν κρείττονα ποιεῖν τῆς δίκης οὐκέτι
6662705 μετεποιησεν
γένους . ἐλευθέρους ἐποίησε πάντας τῇ φύσει , δοῦλον δὲ μετεποίησεν ἡ πλεονεξία ] . ἡ δ ' αὖ τύχη
γένους . ἐλευθέρους ἐποίησε πάντας τῇ φύσει , δοῦλον δὲ μετεποίησεν ἡ πλεονεξία . † ἡ ἐξ ἀρχόντων , νόμος
6641205 ἐμπολαιον
παντὶ δήλη , ὅστις Ἑρμῆν καλεῖ λόγιον καὶ ἀγοραῖον καὶ ἐμπολαῖον : ἐναγωνίῳ δὲ καὶ ἀντὶ χορηγοῦ καθέστηκεν . Ὅμηρος
: καταχρηστικῶς δὲ πᾶς πωλῶν κάπηλος λέγεται . ἀλλ ' ἐμπολαῖον : Ποιήσατε πράτην . . πραγματευτήν . . πραγματευτικόν
6635873 ὠιδας
ὁ τᾶς μέθας ἐραστάς : μετὰ κρότων , μετ ' ὠιδᾶς τέρπει με κἀφροδίτα : πάλιν θέλω χορεύειν . Ὅτ
ὁ τᾶς μέθας ἐραστάς : μετὰ κρότων , μετ ' ὠιδᾶς τέρπει με κἀφροδίτα : πάλιν θέλω χορεύειν . Ὅτ
6618495 Δωδωνιδας
Πληιάδες εἴρηνται . Φερεκύδης δὲ . . . τὰς Ὑάδας Δωδωνίδας νύμφας φησὶν εἶναι καὶ Διονύσου τροφούς . . .
„ . καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι ” τὰς θεσπιῳδοὺς ἱερίας Δωδωνίδας ” . Ἀπολ - λόδωρος δὲ ἐν αʹ περὶ
6568873 εὐστομειν
ταῦτα ταῖς ἑορταῖς ἀποδώσομεν : καὶ τοὺς μὲν παῖδας κελεύομεν εὐστομεῖν , κἀν τοῖς διδασκαλείοις καὶ κατ ' οἰκίαν προδιδάσκοντες
. τὰ δὲ τῆς γλυκύτητος ὑφειμένα , προσλαμβάνοντα δ ' εὐστομεῖν διὰ τὴν ποσὴν στῦψιν εὐστομαχώτερα . εἶναι δὲ αὐτῶν
6549441 γελωτοποιειν
καὶ ἐνέδρας σημαίνουσιν . [ τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν γελωτοποιεῖν μιμολογεῖν ὑποκρίνεσθαι καὶ ἐξαπατῆσαί τινας σημαίνει . ] ᾄσματα
ὡς ἀμυδρὸν βλέπειν : ἀποκαθῆσθαι δὲ ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν . . . : περὶ δὲ τὴν Μολοσσίδα οἱ
6549383 σκαιων
μὲν Ἀσκληπιάδου , οἱ δὲ Θεαιτήτου φασίν . ὑηνῶν : σκαιῶν καὶ ἀμαθῶν [ καὶ ὑηνία : σκαιότης καὶ ἀμαθία
Πουλυτίωνος κειμένην ὑπώβολον ; ὗς διὰ ῥόδων : ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων . Κράτης Γείτοσιν . ὗς ὑπὸ ῥόπαλον
6537176 ἀχιτωνας
μωρόφρονας , λιτούς , ἀσχήμονας , αἰσχρογέλωτας , κρατοπλαγεῖς , ἀχίτωνας , ἀεὶ κορυφῇσι φαλακρούς , ὧν ὁ βίος χλεύῃ
ἔθνεα . αὐτίκα Λακεδαιμονίοις τὰς κόρας γυμνάζεσθαι καὶ ἀχειριδώτως καὶ ἀχίτωνας παρέρπεν καλόν : Ἴωσι δὲ αἰσχρόν . καὶ τοῖς
6536751 παλλεσθαι
σεσηρέναι καὶ διαχάσκειν ποιεῖ . ἢ παρὰ τὸ σείεσθαι καὶ πάλλεσθαι . ὁμοίως δὲ καὶ πάντα τὰ ἄστρα σείρια καλοῦσιν
πάλλεσθαι πρὸς τὴν ἄρσιν τοῦ λαγχάνοντος , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι τὴν καρδίαν τῶν κληρουμένων . ὅθεν ἁμαρτάνουσιν οἱ γράφοντες
6513713 σκοτιοι
οἰκίαν : νομίμη , γνησίων παίδων τροφός . οἱ γὰρ σκότιοι παῖδες ἐκρίπτονται : γνησίων ἐπὶ σπορᾷ παίδων [ .
, δολεροί , ἐπίβουλοι , κακότεχνοι , παλίμβουλοι . ὀφθαλμοὶ σκότιοι ὑγροὶ κοῖλοι αὐτάρκως μεγέθους ἔχοντες εὐσταθεῖς φροντιστήν , πολυθεάμονα
6501703 φυγαν
τῶν γὰρ οὐ δεῖται πόλις . ἴδοιτο δῆτ ' ἄνατον φυγὰν ἱκεσία Θέμις Διὸς κλαρίου . σὺ δὲ παρ '
, ἐπεὶ προθυμῆι τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς . ἴθ ' ἐς φυγὰν τάλαιναν : ὄρεγε χέρα φίλαν , πάτερ γεραιέ ,
6501622 Ὡρας
τὰ δέοντα ποιεῖν , μή πως ὀκνήσας κινδύνῳ περιπέσῃ . Ὥρας δέ ποτε χειμῶνος τυγχανούσης , μύρμηκες σῖτον ἡλίαζον βραχέντα
ἐν πενιχρᾷ ἐσθῆτι ἢ ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ γαυρούμενον . Ὥρας δέ ποτε χειμῶνος τυγχανούσης , μύρμηκες σῖτον ἡλίαζον βραχέντα
6497913 δρακεις
ἔπαθον , αἱ Λοκρίδες ᾖδον καὶ καθύμνουν τὸν Ἱέρωνα . δρακεῖς ' ἀσφαλές : ἐλεύθερον βλέπουσα . Ἀναξίλας γὰρ καὶ
παρθένος ἀπύει , πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖς ' ἀσφαλές : θεῶν δ ' ἐφετˈμαῖς Ἰξίονα φαντὶ
6488026 Βουλου
. Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν . Βούλου δ ' ἀρέσκειν πᾶσι , μὴ σαυτῷ μόνον .
. † Βάρος μολίβδου καὶ κακῶν βροτῶν ἴσον . † Βούλου τὸ πρῶτον εὐσεβεῖν πρὸς τὸν θεόν . Βουλὴ πονηρὰ
6486601 ἀηδονας
' ἱππῆες , καὶ τριγλίδας ἰχθυβολῆες , κάπριον ἰχνευτῆρες , ἀηδόνας ἰξευτῆρες . ἀλλὰ σὺ μέν , Νηρεῦ , καὶ
τις βρόχῳ . Τοὺς κοσσύφους δὲ καὶ τὰς εὐφώνους ἔστιν ἀηδόνας ἑλεῖν ἐν τοῖς συνεχέσι θάμνοις στήσαντα πάγην , ἧς
6486550 μαινομενας
οὐδ ' ὁ Μελάμπους , ὃς μόνος τὰς Προιτίδας ἔπαυσε μαινομένας , καταστήσειεν ἄν . καὶ ἀλλαχοῦ δὲ περὶ τοῦ
πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς : πρῆσαι γὰρ τὸ ⌈ φυσσῆσαί φυσῆσαί [
6482384 ἰφυα
ἱμάντα μου ἔχουσι καὶ τἀνάφορον . εἰκὸς δήπου πρῶτον ἁπάντων ἴφυα φῦναι καὶ τὰς κραναὰς ἀκαλήφας . στίλβη θ '
τε Ἀριστοφάνης ἐν Φοινίσσαις οὕτως : ἔχε τὸν πρῶτον πάντων ἴφυα φῦναι εἶθ ' ἑξῆς τὰς κραναὰς ἀκαλήφας . καὶ
6481751 μειρακας
. . . . μειρακίων ] παῖδας τοὺς ἀνήβους , μείρακας τοὺς ἀρξαμένους ἡβᾶν , ἕως ἂν ἐκ τῶν ἐφήβων
Ἀττικοί , μάλη Ἕλληνες . μειράκια τοὺς ἄρρενας Ἀττικοί , μείρακας τὰς θηλείας Ἕλληνες . μύλος ἡ τράπεζα τοῦ μύλου
6480645 θυννιδας
φησὶ Σώφρων . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . θυννίς . τοῦ ἄρρενος ταύτῃ φησὶ διαφέρειν Ἀριστοτέλης
θυννοθήρας ἐστίν . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . ΘΥΝΝΙΣ . τοῦ ἄρρενος ταύτην φησὶ διαφέρειν ὁ
6480256 πασταδας
σήραγγας ἕτεροι καὶ πλάττοντες τὰς ἐν αὐταῖς καμάρας καὶ τὰς παστάδας ἐγείροντες , καὶ τοῖς ταῦτα πράττουσι χειροτέχναις ὑπηρετοῦντες χαλκοτύποι
ἡμεῖς τε διανοούμεθα καὶ ταῖς γυναιξὶν ᾄδομεν , ὅσας ἐποίησε παστάδας ἐρήμους ὁ πόλεμος , εἰς λήθην αὐτὰς ἀφελκόμενοι τῶν
6477302 σειρηνας
ἄπαιδες ἐγένοντο : ἐτελεύτων γάρ . ἄλλως . ἀηδόνας τὰς σειρῆνας λέγει διὰ τὸ θελκτικόν , στείρας δὲ ἢ ὅτι
ἀποτελείωσιν . καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας γενήσονται . κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος ,
6468908 ψυλλας
γῆν , χερσαῖαι γίνονται . ὅτι ἡ χελώνη ἐσθίει τὰς ψύλλας . ὅτι ἐάν τις ῥίψῃ αὐτὴν εἰς νῶτα ,
μικροῖς ἔτι οὖσι τούτοις παραπήξῃς . τάς τε γὰρ οὔσας ψύλλας φθείρει , καὶ ἄλλας οὐκ ἐᾷ γενέσθαι . Ἐὰν
6462681 ἁζεο
, τὸ δ ' Ἔρωτος ἐμὲ φλέγει ἐνδόμυχον πῦρ . ἅζεο πῦρ , κραδίη , μὴ δείδιθι νήχυτον ὕδωρ .
ἐκ τοῦ τὸν Ἀλκμᾶνα εἰπεῖν : ἀγίσδεο : ἀντὶ τοῦ ἅζεο ἀγίσδεο εἶπεν , . , + . , +
6461278 κραναας
εἰκὸς δή που πρῶτον ἁπάντων ἴφυα : φῦναι καὶ τὰς κραναὰς ἀκαλήφας . στίλβη θ ' ἣ κατὰ νύκτα μοι
κνίδας Εὔπολις ἀκαλήφας ὀνομάζει καὶ Ἀριστοφάνης , ὃ μὲν εἰπὼν κραναὰς ἀκαλήφας , ὃ δὲ ἀκαλήφαις ἐστεφάνωσθαι . Δίφιλος δὲ
6448889 διωκαθειν
Ἕλληνες . δοίημεν δοίητε Ἀττικοί , δῴημεν δῴητε Ἕλληνες . διωκάθειν κοινὸν Δωριέων καὶ Ἰώνων , διώκειν Ἕλληνες . δεδιττόμενος
. θητός . θὴς θητός , ὁ μισθοῦ δουλεύων . διωκάθειν . διώκειν . χρῆν . ἔδει . ἵνα .
6440433 Τωνδε
τοῦ Ἀρτεμισίου Ἀθηναίων δεηθέντων ἐς Σαλαμῖνα κατίσχει τὰς νέας . Τῶνδε δὲ εἵνεκα προσεδεήθησαν αὐτῶν σχεῖν πρὸς Σαλαμῖνα Ἀθηναῖοι ,
κατεῖχόν τε μέχρι Μουνιχίης πάντα τὸν πορθμὸν τῇσι νηυσί . Τῶνδε δὲ εἵνεκα ἀνῆγον τὰς νέας , ἵνα δὴ τοῖσι
6440180 σαιρειν
σεσηρότα γέλωτα σαρδάνιον ἐντεῦθεν λέγεσθαι , ἐπεὶ γελῶντες ἀποθνῄσκουσιν : σαίρειν δέ ἐστι τὸ διέλκειν τὸ στόμα καὶ χαίνειν .
ἀεὶ σὺν τῷ κ . κορεῖν παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ σαίρειν καὶ φιλοκαλεῖν . λύχνους λέγουσιν οἱ Ἀθηναῖοι , λύχνα
6425411 ἀποπνεων
ἰχθύων , πάντων τῶν τοιούτων ἁπλῶς ξηραντήριον . ὄζων ] ἀποπνέων . τρυγός ] οἴνου . τρασιᾶς ] ὀσμῆς .
ἀνόητε . . , μωρέ . Κρονίων ὄζων ] μωριῶν ἀποπνέων , μωρίας βρωμῶν . , παλαιῶν μωριῶν . μωρίας
6424888 κληδονας
. δυσκρίτους ] δυσνοήτους . . ὕπαρ ] φανερῶς . κληδόνας δυσκρίτους ] μαντείας δυσγνώστους . . κληδὼν λέγεται ἡ
ἄρσενος δίχα ἧσθαι δόμοις ἔρημον ἔκπαγλον κακόν , πολλὰς κλύουσαν κληδόνας παλιγκότους : καὶ τὸν μὲν ἥκειν , τὸν δ
6416795 ἐνοπας
, πουλυσθενές , ὀβριμόθυμε θεά , κλύε σῶν ἱερῶν μερόπων ἐνοπάς . μέγα σὸν κράτος , ὀλβιόφρον Ποδάγρα , τὰν
λατρεύματα σχεῖν : ἐπὶ δ ' ἔσεισεν κόμαν παῦσαι νυχίους ἐνοπάς , ὑπὸ δ ' ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν ,
6416225 λιγαινειν
. δόλος ] πανουργία . . ὀρθῶς ] ἀληθῶς . λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . . δύσφρονες ] κακογνώμονες . .
. λιγαίνειν ] κλαίειν . λιγαίνειν ] ὀλολύζειν . θ λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . τροχαϊκὰ τὰ γʹ , τὸ δὲ
6415706 σωφρονησαι
, ὡς γυνὴ καὶ τέκνον καὶ παιδοτροφία μεταγνῶναί ποτε καὶ σωφρονῆσαι ποιήσει : γυναικὸς δὲ οὔσης αὐτῷ καὶ μειρακίου καὶ
ἀσεβεῖν περὶ τὸν Διόνυσον : αἱ ποιότητες , ὅτι δεῖ σωφρονῆσαι καὶ τοὺς ἄλλους δημαγωγούς : ὥστε μὴ τὴν πόλιν
6414669 δεται
δεδεμέναι ὦσιν . καὶ Ὅμηρος δετὰς λέγει : καιόμεναί τε δεταί : ἴσως οὐκ αὐτάς , ἀλλὰ τὸ πῦρ τὸ
ἡ συνδεδεμένη ἐκ παπύρων . καὶ Ὅμηρος : καιόμεναί τε δεταί . Γ τὰς δετὰς ] τὰς λαμπάδας . τωθάσω
6400478 κλυουσαν
, οὐ μακροῦ χρόνου . Ὕπεστί μοι θράσος , ἁδυπνόων κλύουσαν ἀρτίως ὀνειράτων . Οὐ γάρ ποτ ' ἀμναστεῖ γ
. δωμάτων ἄτιμα ] ἀπεσπασμένους καὶ φυγαδευθέντας τῶν οἴκων . κλύουσαν ] ἀντὶ τοῦ κλυούσηι . καὶ τότε ] ὅτε
6396298 μελλουσας
ἀποτρέπειν , ἢν πάντῃ ἀξύμφοροι ἔωσι , μάλιστα δὲ ταύτας μελλούσας : εἰ δὲ μὴ , ἀρχομένας ἔτι . καʹ
ἂν ἱδρῶτος ἀγγεῖον αὐτὸ γενησόμενον , ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰς μελλούσας ἔσεσθαι τῶν κώλων κινήσεις ἀνθέξοντα . τὸ μὲν οὖν
6394976 αἰνεσει
. εἴ ς ' ὄψεταί τις θῆλυν ὄντ ' οὐκ αἰνέσει . ζῶ σοι ταπεινός ; ἀλλὰ πρόσθεν οὐ δοκῶ
ὅτ ' οὐδὲν ἔσται μῆχος ὠφελεῖν πάτραν , τὴν φοιβόληπτον αἰνέσει χελιδόνα . Τόσς ' ἠγόρευε καὶ παλίσσυτος ποσὶν ἔβαινεν
6394226 δαμαλεις
τινων . περί : ἕνεκα . πόρτεις : τὰς νέας δαμάλεις , μικρὰς , τὰς νέας , δαμάλεις , τὰς
] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] τὰς βοῦς ἐριγάστορας ] βρωτικάς μόσχους ] τοὺς
6385595 καμῃσι
τε κλῆρόν τε πολυμνήστην τε γυναῖκα , ὅς οἱ πολλὰ κάμῃσι , θεὸς δ ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ , ὡς
λέων ἀπὸ μεσσαύλοιο , ὅς τ ' ἐπεὶ ἄρ κε κάμῃσι κύνας τ ' ἄνδρας τ ' ἐρεθίζων , οἵ
6382905 κατορθωτικον
ἐν ἕξει τινὰ γενέσθαι τοῦ εὖ ἐνεργεῖν ἐν ἅπασι καὶ κατορθωτικὸν τῶν δεόντων ἐν τοῖς ἔργοις φαίνεσθαι . διὸ οὐδ
τέχνας . ἔστι γὰρ καὶ σκαπτῆρα τὸ σκάπτειν ἔργον ἔχοντα κατορθωτικὸν εἶναι περὶ τοῦτο καὶ διὰ τοῦτο σοφὸν ὀνομάζεσθαι ,
6373637 ἐπιγινομενας
ἀπ ' αὐτῆς ταύτης τῆς δυνάμεως ὁρμηθέντα πεπεῖσθαι γράφειν τὰς ἐπιγινομένας πράξεις καλῶς , ὃ πέπεισται Τίμαιος , τελέως εὔηθες
καὶ ψιλοὺς νωτοφύλακας διὰ τὰς ἐκ τοῦ νώτου ὡς εἰκὸς ἐπιγινομένας ἀδοκήτως ἐφόδους . Τοὺς δὲ ψιλοὺς , τοὺς μὲν
6371691 οἰκησω
ἔλακ ' ἄρα βίοτον , ἐρημίαι δ ' ὀρφανοὺς δόμους οἰκήσω . τίς οὖν ἐχρήσθη ; τῶι συνῆψ ' ἴχνος
ὦ σχῆμα δόμων , πῶς εἰσέλθω , πῶς δ ' οἰκήσω , μεταπίπτοντος δαίμονος ; οἴμοι . πολὺ γὰρ τὸ
6371534 Ἐασον
καταθῦσαι ταύτην . Ἡ δὲ ἐθρήνει ταῦτα οὕτως βοῶσα : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , ὅπως σοι κἀγὼ
καταθῦσαι . Ἡ δ ' ἱκέτευεν αὐτὸν λέγουσα οὕτως : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , κἀγὼ δέ σοι
6370050 μελεδωνας
τοι , Μενέλαε , θεοὶ ποίησαν ἄριστον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἀποσκεδάσαι μελεδῶνας . ὁ τῶν Κυπρίων τοῦτό φησι ποιητής , ὅστις
ψυχρὸν ὕδωρ ἐπάγων . τοῦ πίνων ἀπὸ μὲν χαλεπὰς σκεδάσεις μελεδῶνας , θωρηχθεὶς δ ' ἔσεαι πολλὸν ἐλαφρότερος . Εἰρήνη
6369200 θαλπωρην
. Ἔπειτα εἰ διὰ τὸ προστυχὸν κρύος παχυνθείη , διὰ θαλπωρὴν τοῦ περιέχοντος λεπτυνθείη ἄν . Ἀλλὰ μὴν ἔστιν ἰδεῖν
καὶ τὸν φόβον κρυόεντα προσαγορεύει , ἐκ δὲ τοῦ ἐναντίου θαλπωρὴν τὸ θάρσος καὶ τὴν ἀγαθὴν ἐλπίδα . τὰ μὲν
6365943 ἡλκωμενας
Ἄλλο . Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ
ἔχειν λύπην ἢ πένθος σημαίνει : ἰσχνὰς μὲν λύπην , ἡλκωμένας δὲ πένθος : καὶ γὰρ ἐν τοῖς πένθεσι λωβῶνται
6365126 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
6363974 κατηφη
εἰ δέ γε πορρωτέρω γένοιο , δεδακρυμένην δόξεις ὁρᾶν καὶ κατηφῆ γυναῖκα . ἰόντων δὲ Ἀθήνῃσιν ἐς τὴν ἀκρόπολιν ἀπὸ
λύσειε συμφορὰς πρᾳότατα καταστησάμενος τὴν ἀρχήν . τοῦτον νῦν εἶδον κατηφῆ καὶ συνεσταλμένον . καὶ δάκρυα πρὸ τῶν λόγων ἀφεὶς
6361941 παιεσθαι
ἡ φύσις ἔδειξε κρησφύγετα , ὥστε ὑπὸ τοῦ σάλου μὴ παίεσθαι μηδὲ ἀφανίζεσθαι : ἀσθενεῖς γάρ εἰσι καὶ ἥκιστα πρὸς
λέγεις καὶ πενίαν καὶ τὸ στρεβλοῦσθαι παρὰ τῶν μοχθηρῶν καὶ παίεσθαι καὶ τὸ ὅλον ἀναιρεῖσθαι ; Ταῦτά φημι . Ἀλλὰ
6345757 Ὠγυγιας
ἐπίκλησίν ἐστιν Ὑψίστου . τὰς δὲ ἐπὶ ταύταις πύλας ὀνομάζουσιν Ὠγυγίας , τελευταῖαι δέ εἰσιν Ὁμολωίδες : ἐφαίνετο δὲ εἶναί
καὶ ἐπὶ τῶν παλαιῶν σῳζόμενον . προτιμᾷ μὲν Ὀδυσσεὺς αὐτῆς Ὠγυγίας καὶ Καλυψοῦς τὴν μικρὰν Ἰθάκην [ καὶ νῆσον ]
6341762 ἀμαρυγας
στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν † ἀπὸ φλόγα , τῆς δ ' ἀμαρυγάς ὀφθαλμῶν ἥρπαζεν , ἰαίνετο δὲ φρένας εἴσω τηκομένη ,
ὅ ἐστι βλέπειν . . . . . ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς , , . : ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς : σημαίνει
6339217 ὀρθιαζοντες
θρηνεῖτε καὶ καλεῖσθε καὶ ἀνακράζετέ με ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Ἅιδου ὀρθιάζοντες καὶ μεγάλως ἠχοῦντες καὶ θρηνοῦντες ἐν γόοις ψυχαγωγοῖς ,
. ὑμεῖς δὲ θρηνεῖτ ' ἐγγὺς ἑστῶτες τάφου καὶ ψυχαγωγοῖς ὀρθιάζοντες γόοις οἰκτρῶς καλεῖσθέ μ ' : ἐστὶ δ '
6334636 ἀκελευστος
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς .
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων
6325858 κυδαινε
πάμπαν ἤθελε λαὸν ὀλέσθαι Ἀχαιϊκὸν Ἰλιόθι πρό , ἀλλὰ Θέτιν κύδαινε καὶ υἱέα καρτερόθυμον . Ἀργείους δὲ Ποσειδάων ὀρόθυνε μετελθὼν
ὅς μιν πλεόνεσσι μετ ' ἀνδράσι μοῦνον ἐόντα τίμα καὶ κύδαινε . μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθ ' : ἤδη γάρ
6320822 τοποισι
ἐπιγενομένων , συντομώτερον . Ὅσα δὲ τῶν ἀλγημάτων ἐν τοῖσι τόποισι τούτοισι μὴ παύσηται μήτε πρὸς τὰς ἀναπτύσιας , μήτε
πομπὸν δέ με χωρεῖν , ἵν ' εἰ μὲν ἐν τόποισι τοῖσδ ' ἔχεις τὰς παῖδας ἡμῶν , αὐτὸς ἐκδείξῃς
6320798 λεοντ
[ ] τὰς ? ' ὀτρύνν [ [ ] εσιν λεοντ ? [ [ ] οππα [ [ ] ´
λτ ? [ ! ] ! [ ! ] [ λεοντ ? [ χειρεστ ? ? ? ? [ απασ
6313160 Τοιαυτην
ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην μὲν ἐγὼ εἶδον ἑκταίην οὖσαν τὴν γονήν . Ἐρέω
ἂν φιλοσοφίᾳ , ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον αὐτῇ ὑπάρχουσαν . Τοιαύτην δὲ αὐτὴν ὑπάρχουσαν κατὰ πολλὰς ὁδοὺς εὑρίσκομεν χρωμένην τῇ
6306534 βακκαρει
* οὐδὲ γὰρ ἂν ἀποθανόντες ἐστεφανωμένοι προὐκείμεθ ' , οὐδὲ βακκάρει κεχριμένοι , εἰ μὴ καταβάντας εὐθέως πίνειν ἔδει .
καὶ μύρα , καὶ Σημωνίδης κἠλειφόμην μύροισι καὶ θυώμασι καὶ βακκάρει . . . . . , . : ×
6306480 ἀγαγες
Ἰὼ κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός , ἃ τότε θοὰν νύμφαν ἄγαγες ἀπ ' αἰπεινᾶς τάνδ ' Οἰχαλίας αἰχμᾷ . Ἁ
δ ' ἀμαχανίας πόρον εἶδες ἐν ἄλγεσι καὶ λάμπρον φάος ἄγαγες ἐν σκότεϊ , προφερεστάτα θεῶν . πᾶν ὅττι κεν
6306218 προηγησις
νζ κ καὶ ἡμερῶν νθ ἔγγιστα , ἡ δὲ ὅλη προήγησις μοιρῶν θ νδ μ καὶ ἡμερῶν ριη . Πάλιν
ἐγγὺς παρέξει τὸ διάφορον τοῖς μαθήμασιν . ἔτι δὲ ἡ προήγησις τῶν ἐν τῇ συστάσει τοῦ παντός , πρώτη οὖσα
6300712 Ἐρινυας
ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί : ἐν πέμπτῃ γάρ φασιν Ἐρινύας ἀμφιπολεύειν Ὅρκον γεινόμενον , τὸν Ἔρις τέκε πῆμ '
μαντείου . ἰδοῦσα γὰρ Ὀρέστην ἐπὶ τοῦ βωμοῦ καὶ τὰς Ἐρινύας κοιμωμένας ἔξεισι τεταραγμένη τετραποδηδὸν ἐκ τοῦ νεώ . ὁρῷ
6299133 γενεθλιαν
Ἴλιον ἐνεγκόντες τὰ τοῦ ἥρωος λείψανα ἔθηκαν αὐτὰ ἐκεῖσε . γενεθλίαν δὲ πλάκα φησὶ τὰς Θήβας παρ ' ὅσον τινές
λέγε τὴν σπορὰν ἐν ἡμέρᾳ γεγενῆσθαι , ἐὰν δὲ τὴν γενεθλίαν Σελήνην εὕρῃς ἐν τοῖς προανηνεγμένοις ζῳδίοις τοῦ τῆς σπορᾶς
6294597 ἀτολμως
μὲν καὶ αὐτὸς ὁ Μυρτίλος , ἐς δὲ τὸν ἀγῶνα ἀτόλμως ἔχων ὑπεῖκε καὶ ἡνιόχει τῷ Οἰνομάῳ . τέλος δὲ
ὀκνῶν κατοκνῶν . καὶ τὰ ἐπιρρήματα δειλῶς , ἀγεννῶς , ἀτόλμως , ἀνάνδρως , εὐλαβῶς , συνεσταλμένως , κατεπτηχότως ,
6293760 ἀπετειχισαν
Θρᾴκης πολέμιον Ἀθηναίοις , ἣν ἐφρούρουν ἐπιεικῶς : ἣν πολιορκήσαντες ἀπετείχισαν . ἀντὶ τούτου : ⌈ ἀντὶ τοῦ πατρὸς τούτου
εἶναι τῆς ἀποστάσεως : τοὺς δ ' ἐν τῇ ἀκροπόλει ἀπετείχισαν ἑκατέρωθεν τείχει ἐς θάλασσαν καὶ φυλακὴν ἐπικαθίσταντο . ἐπειδὴ
6292066 Κρεισσον
λαβεῖν ἑκατὸν Βαβυλῶνας ἐπὶ τῷ μὴ Ζώπυρον ἔχειν ὁλόκληρον . Κρεῖσσον ὀλίγον φωτίζεσθαι , ἢ παντελῶς σκοτίζεσθαι . Κριτὴς κάκιστος
διδόναι τοὺς ἀδικοῦντας , ἐλεεῖσθαι δὲ τοὺς ἀδίκως κινδυνεύοντας . Κρεῖσσον δὲ χρὴ γίγνεσθαι ἀεὶ τὸ ὑμέτερον δυνάμενον ἐμὲ δικαίως
6291651 ἀναχωρησασα
μανιῶν , ἵν ' ᾖ : ἄνες με τῆς μανίας ἀναχωρήσασά μου : μέσον μ ' ὀχμάζεις : συνέχεις ἐπαίρεις
μανιῶν , ἵν ' ᾖ : ἄνες με τῆς μανίας ἀναχωρήσασά μου : μέσον μ ' ὀχμάζεις : συνέχεις ἐπαίρεις
6291581 βωστρειν
. . Π , . ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν , βωστρεῖν δὲ Κράταιιν , μητέρα τῆς Σκύλλης , ἥ μιν
δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα . Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ : βωστρεῖν τε † Κράτει : † Κράτεϊς Κρατέϊδος † ἡ
6290648 ῥυσασθε
ψυχῶν ὑμῶν , μάθετε καλὸν ποιεῖν , ἐκζητήσατε κρίσιν , ῥύσασθε ἀδικούμενον , κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν . “
προέστατε τῆς Ἑλλάδος . Νῦν ὦν πρὸς θεῶν τῶν Ἑλληνίων ῥύσασθε Ἴωνας ἐκ δουλοσύνης , ἄνδρας ὁμαίμονας . Εὐπετέως δὲ
6290643 μωρων
τὴν οἰκίαν ] τὸν οἰκίσκον τοῦ διδασκάλου . ἀδολεσχῶν ] μωρῶν . , φλυάρων . Ξανθία ] δοῦλος ὢν ὁ
κατὰ πάντα τρόπον τῆς κακίας ὑποσπορά . ὁρμῶνται δὲ ἀπὸ μωρῶν ὀπτασιῶν καὶ μαρτυριῶν ἐν ᾧ εὐαγγελίῳ ἐπαγγέλονται . φάσκουσι
6290243 μονῳδιας
θεῖος ποιητὴς τά τε ἄλλα ἡμᾶς ἐπαίδευσε καὶ τὸ τῆς μονῳδίας εἶδος οὐ παραλέλοιπε : καὶ γὰρ Ἀνδρομάχῃ καὶ Πριάμῳ
τέρψεως . : πολλοὺς δ ' ὀδυρμοὺς ] Προαναφωνεῖ τὰς μονῳδίας αὐτοῦ . Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φρένες : Χαλεπαί εἰσι
6286752 ἀπροσορατον
θεῶν , οἵτινες δίκαιοι ἦσαν ζῶντες . τοὶ δ ' ἀπροσόρατον : οἱ ἀσεβεῖς . ἀπροσόρατον δὲ , ἤτοι ὃν
ἀενάου βασιλῆα μέγιστον , Κύρβαντ ' ὀλβιόμοιρον , Ἀρήιον , ἀπροσόρατον , νυκτερινὸν Κουρῆτα , φόβων ἀποπαύστορα δεινῶν , φαντασιῶν
6286649 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
6286619 ἐκλυες
. πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ ' , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς , ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν
' , αἴ ποκα κἀτέρωτα τᾶς ἔμας αὔδως ἀίοισα πήλυ ἔκλυες , πάτρος δὲ δόμον λίποισα , χρύσιον ἦλθες ἄρμ
6286426 πρημναδας
πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . . πρημνάδας δὲ τὰς θυννίδας ἔλεγον . Πλάτων Εὐρώπῃ : ἁλιευόμενός
τριχίαν ὀνομάζει . Νικοχάρης Λημνίαις : τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . .
6282307 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
6281257 ἀτονους
εἰς ὕδωρ θερμὸν δίδου καταῤῥοφεῖν . [ βʹ . Πρὸς ἀτόνους καὶ ναυτιῶντας . ] Ἡδυόσμου κλῶνας βʹ . ἢ
πιδακίτιδας παρ ' ἡμῖν καλεομένας , ἃς δὴ ἀσθενέας καὶ ἀτόνους καὶ γλυκυχύλους εἶναι πέπεισμαι . Πάντα δὲ ὁκόσα χυλοί
6280096 χοιρινας
τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας ⌈ πιέζων “ Γ [ πιέζοντα κωμῳδῶν ] .
ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων . Γ ἢ παρὰ τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας
6274339 Ἐνδον
ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν ,
δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ
6273509 ἐνθυμησεις
, μηδαμῶς ἐλλιπές , ἐκ τῶν ἀρίστων κεκραμένον , τὰς ἐνθυμήσεις ὀξύν , τὴν παιδείαν βαθύν , τὰς ἐννοίας ἀνθρώπινον
. . γνώμας ] εἰς βουλάς , βουλάς . , ἐνθυμήσεις , λόγους . , ἀποφάσεις . , ζητήματα .
6269768 βαυνους
ἐλήλυθε δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τῶν πρὸς πῦρ ἐργαζομένων : βαύνους γὰρ ἐκάλουν τὰς καμίνους , ἐντεῦθεν δὲ καὶ πάντας
ἃ μὴ δεῖ ἀναλίσκειν , οὐ μόνον οἱ περὶ τὰς βαύνους , τουτέστι τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . καὶ δῆλον
6267133 περιεργιας
κάλλιστον , ἡσυχίαν , τὰ δὲ ὦτα ἐπουρίσας ἕνεκα πολυπράγμονος περιεργίας : τὰ γὰρ ἑτέρων εἴτε ἀγαθὰ εἴτ ' αὖ
. αἱ δὲ ἀδελ - φαὶ τῆς Πανδρόσου ἀνοίγουσιν ὑπὸ περιεργίας , καὶ θεῶνται τῷ βρέφει παρεσπειραμένον δράκοντα : καὶ
6265526 ἐλαυνετε
μᾶλλον πέτεσθε τῶν ἵππων καὶ τῶν ἡνιόχων , καὶ γελοίως ἐλαύνετε καὶ ἡνιοχεῖτε καὶ διώκετε καὶ ἡγεῖσθε καὶ πίπτετε .
παρὰ θεὸν γένεσιν εἶναι τῶν κακῶν ; ἐλαύνετε οὖν , ἐλαύνετε , ὦ μύσται καὶ ἱεροφάνται θείων ὀργίων , τὰς
6262713 Ὁπλων
γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη . , : Αἰσχύλος ἐν Ὅπλων κρίσει : τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον ὃς λύπας
αὐτήν . πρέσβειρα : ὁ στίχος ἀπὸ δράματος Αἰσχύλου , Ὅπλων κρίσεως οὕτως ἐπιγεγραμμένου , ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας
6261678 συνοφρυς
εἰς ΥΣ πάντα σύνθετα συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ Υ προπαροξύνεται : σύνοφρυς λεύκοφρυς κάλλιχθυς δίβραχυς . Τὰ εἰς ΥΣ θηλυκὰ ἐκτείνοντα
λιγυρῶς ἀνεβάλλετ ' ἀείδεν : κἤμ ' ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν
6260477 κολακευε
μου , οὐκέτι μένω μετὰ σοῦ . ἀπελθὼν τὴν κύνα κολάκευε , ᾗτινι τὰ μέρη πέπομφας . “ ὁ Ξάνθος
δικαίᾳ καὶ μεμετρημένῃ διαθέσει τίμα , ἀλλὰ μὴ ἀμέτροις δωρεαῖς κολάκευε : οὔτε γὰρ κολακείᾳ χαίρει θεὸς οὔτε ὁ κολακεύων
6250002 εἰσορω
καὶ μὴν ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε : ξιφηφόρον γὰρ εἰσορῶ πρὸ δωμάτων βαίνοντ ' Ὀρέστην ἐπτοημένωι ποδί . ποῦ
μ ' ἔχει . Ὦ θεοί , τίν ' ὄψιν εἰσορῶ ; Τίς εἶ , γύναι ; Σὺ δ '
6245412 ματαιους
. αἰσχρόν γ ' ὅταν τις ἐπὶ γλώσσῃ φυεὶς γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίσῃ λόγους . ἀεὶ τὰ σεμνὰ πάντα κέκτηται φθόνον
καταστῆσαι ὅ τι λέγοις . ὁρῶ γὰρ τῶν μὲν ἀπίστων ματαίους καὶ ἀδυνάτους καὶ ἀτίμους τοὺς λόγους πλανωμένους : οἳ
6239808 φιλανθρωπους
θεῷ προσεννέπων , πολυχρονικοὺς δεσπότας εἶναι ἡμῖν , καὶ τοὺς φιλανθρώπους ἀδελφοὺς ἐνδόξους , Καλλίνικον , Δωρόθεον ἀμφιβεβοημένους . ζώοιτέ
εἰρήνην , ἀεὶ τοὺς ὑπὲρ ἡμῶν λόγους καὶ δικαίους καὶ φιλανθρώπους ὁρῶ φαινομένους , καὶ λέγειν μὲν ἅπαντας ἀεὶ τὰ
6238966 συνιμεν
τοίνυν τοῖς αὐτοῖς περιπεπτώκαμεν πάθεσι , τί δήποτε ἀλλήλοις μὴ σύνιμεν ; ἐγώ τε γὰρ φιλήσω σὲ ὡς ἐκείνην ,
' ὀκτὼ τί ποιήσομεν ; εἰπέ , Τιμόκρατες : οὐ σύνιμεν καὶ βουλευσόμεθ ' ἄν τι δέῃ ; εἶτ '
6237728 προστροπαις
μαντεύσῃ νέμων . ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων πρωτοκτόνοισι προστροπαῖς Ἰξίονος ; λέγεις : ἐγὼ δὲ μὴ τυχοῦσα τῆς
χοροὺς ἐπ ' ἐσθλαῖς συμφοραῖσιν ἱστάναι βωμούς τε κνισᾶν βουθύτοισι προστροπαῖς . νῦν γὰρ μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν :
6236418 φωτιζεσθαι
καὶ ζοφερὸν καὶ ἀνήλιον , οὐκ οἶδ ' ὅπως αὐτοῖς φωτίζεσθαι δοκοῦντα πρὸς τὸ καὶ καθορᾶν τῶν ἐνόντων ἕκαστον :
σωματικῶν ἡδυπαθειῶν ἀμβλυῶττον καὶ ἐπισκοτιζόμενον διὰ τῆς φιλοσοφίας ἐγείρεσθαι καὶ φωτίζεσθαι πέφυκεν . αὕτη δὲ ἡ περὶ τὴν ψυχὴν ἐνέργεια
6234809 βαρβαρωι
τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ '
' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς
6233229 ἁδυεπης
πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν . τὶν δ ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ ' αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν :
τοῦτο καὶ τὰς τῶν ἀδελφῶν οἰκίας ἀδελφὰς ἐκάλεσεν : Σέθεν ἁδυεπής . ἢ συνεργησάσης τῆς ἐν σοὶ θεᾶς , ἢ
6232253 Πτῳον
Θεμιστοῦς γενέσθαι παῖδας , Σχοινέα , Ἐρύθριον , Λεύκωνα , Πτῷον : νεωτάτους δὲ Φρίξον καὶ Ἕλλην : οὓς διὰ
ἀνώροφον στέγην εἱρκτῆς ἁλιβδύσασα λυγαίας δέμας , ἡ τὸν Θοραῖον Πτῷον Ὡρίτην θεὸν λίπτοντ ' ἀλέκτρων ἐκβαλοῦσα δεμνίων , ὡς
6231757 διαχυθεν
, τὰ δὲ οὔ , οἷόν ἐστι τὰ τοιάδε , διαχυθὲν , πιληθὲν κενωθῆναι . Τῷ μεμνημένῳ τῶν ἀνωτέρω οὐδὲν
αὐτὸ δι ' ὀθονίου προσεπιχέων ὕδωρ , ἵνα πᾶν τὸ διαχυθὲν ὑλισθῇ , καὶ ποίει τὸ αὐτὸ πάλιν , μέχρις
6229578 καπανας
Ἑπτὰ δὲ καπάνας ἔτρεφον εἰς Ὀλυμπίαν . τί λέγεις ; καπάνας ; ναί : καπάνας Θετταλοὶ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας
ἑπτὰ δὲ καπάνας ἔτρεφον εἰς Ὀλύμπια . τί λέγεις ; καπάνας ; πῶς ; καπάνας Θετταλοὶ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας
6229029 ἀϊειν
. ἠϊόσιν : τοῖς αἰγιαλοῖς . Αἰγιαλὸς ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ ἀΐειν διὰ τὸ ἀνεπιπροσμάχητον , ἢ παρὰ τὸ δίκην αἰγὸς
ἐπίθετον , ὃ δηλοῖ τὴν † ἐνυπόστατον κίνησιν : ἔνθεν ἀΐειν , τὸ ὁρμᾶν , καὶ ἀΐσσειν . οὕτως Μεθόδιος

Back