ἔπαθον , αἱ Λοκρίδες ᾖδον καὶ καθύμνουν τὸν Ἱέρωνα . δρακεῖς ' ἀσφαλές : ἐλεύθερον βλέπουσα . Ἀναξίλας γὰρ καὶ
παρθένος ἀπύει , πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖς ' ἀσφαλές : θεῶν δ ' ἐφετˈμαῖς Ἰξίονα φαντὶ
8647297 κεχαλκευται
δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται , ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί , πρὸς δ ' Ἀφροδίτας
μαρμαριζοίσας δρακὼν μὴ πόθῳ κυμαίνεται , ἐξ ἀδάμαντος ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται μέλαναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί . τῶν δὲ φαύλων ἐρώτων
8611864 κυμαινεται
δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται , ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ
γίνεται διὰ τὴν βίην τοῦ πνεύματος , τό τε πέλαγος κυμαίνεται , ὁλκάδες τε ἄπειροι τῷ μεγέθει ἐς ὕψος διαῤῥιπτεῦνται
8470216 σιδαρου
κοίταισι παρ ' αὐλᾶι ἔριδας [ θάμ ' ἀμειβόμενοι ] σιδάρου [ τ ' εἰρεσίαι ] σφαγᾶι [ τε δῆλον
πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει , τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου . μακˈρά μοι νεῖσθαι κατ ' ἀμαξιτόν : ὥρα
7652465 ἀτιμασθεις
τὴν ἀρχήν . ὁ δ ' ὡς ἀπῆλθε κινδυνεύσας καὶ ἀτιμασθείς , βουλεύεται ὅπως μήποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ
ἀπέστειλε λόγον , ἵνα κόσμῳ φανῇ , ὃς ὑπὸ λαοῦ ἀτιμασθείς , διὰ ἀποστόλων κηρυχθείς , ὑπὸ ἐθνῶν ἐπιστεύθη .
7638411 σβεσεν
: ὁ δ ' ἐκ ποταμοῖο ῥοάων αὐτῇ ἀφυσσάμενος κυνέῃ σβέσεν ὕδατι δίψαν : γνάμψε δὲ γούνατ ' ἐλαφρά ,
' ἀνέρας ὅστις ἵκοιτο : τὴν δ ' αὐτὴ φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν , χερσὶν ἀφυσσαμένη , λῆξεν δ '
7539539 φορειται
μὲν οὔπω γαστέρι νειαίρῃ , τὰ δ ' ὑπέρτερα νυκτὶ φορεῖται . τὰ μέντοι γε ἐπιφερόμενα οὐδὲν ἔτι πρὸς αὐτὴν
μάλα πολλοὶ Χηλάων : ἐν τῷ δ ' Ὀφιούχεα γοῦνα φορεῖται . Οὐ μὴν Αἰητοῦ ἀπαμείρεται , ἀλλά οἱ ἐγγὺς
7479240 ἀδαμαντος
οὐδὲ μίνυνθα βροτῶν ἄνσχοιτο πελάσσας , οὐδ ' εἴ οἱ ἀδάμαντος ἐληλάμενον κέαρ εἴη : ἀλλά με πικρὴν δαῖτα κατ
! ! ! ! ! ! ] ης δ ' ἀδάμαντος ? ? ? ? [ ἐπὶ ] ? σπιλάδεσσι
7432505 κηλιδας
καλὸν ἔξω : τοὐναντίον δὲ ἐὰν ἄφρων ᾖ , τὰς κηλῖδας ἔξω ἐᾷ . καὶ τὸν βίον οὖν τῶν ἀνθρώπων
καὶ πάσης ἀρετῆς δόγμασιν ἀπερρυψάμεθα τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας , οὐκ ἂν ἴσως ἀπηξίωσεν ὁ θεὸς ἄκρως κεκαθαρμέναις
7288713 Ἀφροδιτας
ϝῶ παιδός † τοὺς τέκε θυγάτηρ † Γλαύκω μάκαιρα . Ἀφροδίτας † ὄνομα † τέμνων καὶ Χαρίτων ἀνάμεστος . ἀλλ
Ἡλίου καὶ Ῥόδης ἐγένοντο παῖδες ἑπτὰ καὶ θυγάτηρ Ἠλεκτρυώνη . Ἀφροδίτας : Ποσειδῶνος καὶ Ἀφροδίτης Ἡρόδωρος γενεαλογεῖ παρ ' Ἡροφίλῳ
7283896 μελεδωνας
τοι , Μενέλαε , θεοὶ ποίησαν ἄριστον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἀποσκεδάσαι μελεδῶνας . ὁ τῶν Κυπρίων τοῦτό φησι ποιητής , ὅστις
ψυχρὸν ὕδωρ ἐπάγων . τοῦ πίνων ἀπὸ μὲν χαλεπὰς σκεδάσεις μελεδῶνας , θωρηχθεὶς δ ' ἔσεαι πολλὸν ἐλαφρότερος . Εἰρήνη
7175879 ἑδανοιο
μέν ] τῷ πεπωκότι τὸ κόριον ἑδανοῖο : γλυκείας οἴνης ἑδανοῖο ] ἑδάνη εἶδος ἀμπέλου ἑδανοῖο ] ἡδείας : ἥδω
βοόωσιν ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ . τῷ μέν τ ' ἐξ ἑδανοῖο πόροις δέπας ἔμπλεον οἴνης , Πράμνιον αὐτοκρηές , ὅπως
7157549 ἐερση
ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ τε πόσις καὶ βρῶσις θῆλυς ἐέρση , καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν
* * θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση † λήϊον ἀλδήσκων † , καὶ ἀναλδήσκοντες ὑπὸ χθόνα
7123675 οἰστρου
ἐστιν ἐντεῦθεν ] ἐκ τούτου τοῦ τόπου οἰστρήσασα ] ὑπὸ οἴστρου ἐκβακχευθεῖσα τὴν ] εἰς παρακτίαν ] τὴν παραθαλασσίαν κέλευθον
οἰστροπλήξ ὁ πλήσσων οἶστρος , οἰστρόπληξ δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων ,
7109318 ταχυπουν
' ἀπὸ στρατιᾶς κῆρυξ , νεοχμῶν μύθων ταμίας , στείχει ταχύπουν ἴχνος ἐξανύτων . τί φέρει ; τί λέγει ;
, περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ταχύπουν . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς
7093697 κεκρυμμενας
γῆς ὑπὸ ἀρότρου : μεταφορικῶς ἀπὸ † τοῦ βαθείας φρένας κεκρυμμένας σημαίνει . ἐκ τῶν Ῥητορικῶν , , . .
ἀνήρ ; ἀπωλόμεσθ ' ἄρ ' , ὦ φίλαι : κεκρυμμένας θήρας ξιφήρεις αὐτίκ ' ἐχθροῖσιν φανεῖ . ἄφοβος ἔχε
7063021 ἀκελευστος
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς .
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων
7058672 περιθυμους
ὀργίλους ἢ τὰς περὶ τὸν θυμὸν οὔσας ἀγαπητάς . τὰς περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς
περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς περιθύμους ] ὀργίλας , τὰς ἐκ ψυχῆς ῥηθείσας . Ξ
7046285 ματερος
ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς
ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον
7043853 τιτυσκων
ἐλαφροῖς , μικροῖς . πάγην : παγίδα , δόλον . τιτύσκων : κατασκευάζων . Πυρούς : σίτους : ἐκ τῶν
ἀληθῶς ὦτα ὄνου ἀπέκοψεν αὐτά , ὅθεν καὶ ἐπιφέρει δαπταῖς τιτύσκων αἱμοπώτῃσι φόβον οἷον διὰ τὸ αἷμα καὶ τὰ τραύματα
7042138 ἀξῃ
ταχέως μὴ ] † ἵνα μή ἠλιθιώσῃ ] εἰς ἀναισθησίαν ἄξῃ μύκημ ' ] κτύπος ἀτέραμνον ] σκληρὸν καὶ σφοδρόν
: ἔλαττον γὰρ τὸ ληφθὲν τοῦ προσδοκωμένου . Ὁπόταν δὲ ἄξῃ ψυχὴ ἐπὶ πρᾶγμα ἑστὸς καὶ ὡμολογημένον καὶ πεπερασμένον καὶ
7018509 ἀμαρυγας
στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν † ἀπὸ φλόγα , τῆς δ ' ἀμαρυγάς ὀφθαλμῶν ἥρπαζεν , ἰαίνετο δὲ φρένας εἴσω τηκομένη ,
ὅ ἐστι βλέπειν . . . . . ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς , , . : ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς : σημαίνει
7012443 φαρυγος
παχὺν αὐχένα , κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ : φάρυγος δ ' ἐξέσσυτο οἶνος ψωμοί τ ' ἀνδρόμεοι :
: τῶι δ ' ὕπνωι παρειμένος τάχ ' ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα . δαλὸς δ ' ἔσωθεν αὐλίων †
7004484 καλλυνει
καὶ τὴν βάσιν τοῦ νεὼ ἐν πηγῷ καὶ λευκῷ πλόκῳ καλλυνεῖ καὶ κοσμήσει . Πρίαμος γὰρ ἐν τῷ τοῦ Ἑρκείου
Ὁ δ ' ἀμφὶ τύμβῳ τἀγαμέμνονος δαμεὶς κρηπῖδα πηγῷ νέρθε καλλυνεῖ πλόκῳ , ὁ πρὸς καλύπτρης τῆς ὁμαίμονος τάλας ὠνητὸς
7001671 ἀνεισα
ἄραξε καὶ οὐκ ἐφράσσατο πέτρην : ἤθελεν ὀρφναίων γυάλων κληῖδας ἀνεῖσα , ἐκ χθονίων Τιτῆνας ἀναστήσασα βερέθρων οὐρανὸν ὑψιμέδοντος ἀιστῶσαι
ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης , αὐτίκα μοι σπεύδοντι πολὺν διὰ μῦθον ἀνεῖσα ἔννεπε , Καλλιόπεια , καὶ ἀρχαίην ἔριν ἀνδρῶν κεκριμένου
6987684 ἀδρανιη
, εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό
οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν :
6984602 πορτιος
. ἐν δ ' ἦν Ζεὺς Κρονίδης ἐπαφώμενος ἠρέμα χερσί πόρτιος Ἰναχίης τήν θ ' ἑπταπόρῳ παρὰ Νείλῳ ἐκ βοὸς
. ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς τοὺς ἀμφοτέρους
6977841 τεινας
καὶ ἐν συνθέσει ἄντυξ καὶ καταίτυξ : ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας , ἐξάψας τὰς ἡνίας τῆς τοῦ ἅρματος περιφερείας .
κόσμῳ χαλινὸν ἐμβαλὼν καὶ τὸ κεχαλασμένον τῶν ἡνιῶν ὀπίσω βίᾳ τείνας καὶ τοὺς κημοὺς ἐπισφίγξας , μάστιξι καὶ κέντροις ἀναμνήσει
6965733 ἐκπνεων
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν ,
6958313 ἀδαματον
μέγα ματρός , εὐνὰς ἀνδρῶν , ἒ ἔ , ἄγαμον ἀδάματον ἐκφυγεῖν . θέλουσα δ ' αὖ θέλουσαν ἁγνά μ
δνόφοι καλύπτουσι δόμους δεσποτᾶν θανάτοισι . σέβας δ ' ἄμαχον ἀδάματον ἀπόλεμον τὸ πρὶν δι ' ὤτων φρενός τε δαμίας
6956498 εἰκαια
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα
6925037 νεαλης
ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Λημνίαις διὰ μακροῦ τοῦ α τὸ νεαλὴς τέθεικεν ἐπὶ τοῦ νέου καὶ ἀκμάζοντος . νουμηνία :
σπέρμα τὸν αὐτὸν κατασκευαζόμενα τρόπον ὠφελεῖ . καὶ τυρὸς ἁπαλὸς νεαλὴς μετὰ σελίνου φύλλων καταπλασσόμενος , καὶ ἄρτος ἐξ οἴνου
6922752 ἐπιπνειουσα
' ἐπὶ τοῦ τετρωμένου Σαρπηδόνος ; οὐ ῥιπὴ βόρειος ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ἀναψύξεως δεομένου τοῦ σώματος ἐν
αὖθις δ ' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν : τοῦ γὰρ λειποθυμοῦντος τὸ πνεῦμα
6919101 ὀσσων
ὡς ἔχω , τὸν ἄθλιον ; ὁρῶ : κατ ' ὄσσων δ ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυ . οὐκ ἔστι
Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς πτερύγων ῥιπαῖς κατὰ
6906016 στυγω
” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , ἄλγος ἀλγῶ , σιγή σιγῶ , ῥῖγος ῥιγῶ
καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων τῶνδε κωμῆται
6894467 Περσεφονεια
ἰωνιάδας τε χαμηλάς ὀρφνοτέρας , ἃς στύξε μετ ' ἄνθεσι Περσεφόνεια . σὺν δὲ καὶ ὑψῆέν τε πανόσμεον , ὅσσα
ἰωνιάδας τε χαμηλὰς ὀρφνοτέρας , ἃς στύξε μετ ' ἄνθεσι Περσεφόνεια . σὺν δὲ καὶ ὑψῆέν τε πανόσμεον ὅσσα τε
6882850 ἁλικιᾳ
στρατιὰν ὠκύτατι . θεόθεν ἐραίμαν καλῶν , δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ . τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακˈροτέρῳ
ὑπερκατάληκτον . τὸ κβʹ ἀντισπαστικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον . Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε : τῷ Κλεάνδρῳ τις καὶ τῇ ἡλικίᾳ αὐτοῦ
6876716 σφαιρηδον
προϊδὼν ὀλοφώϊον ἑρπυστῆρα , φραξάμενος πυκινῇσιν ὑπὸ προβλῆσιν ἀκάνθαις εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων
φυσῶντος . ἐνιχρίμψειεν : βάλοιεν . Αἶψα : ταχέως . σφαιρηδόν : σφαίρασα παρὰ τὸ αἴραν , οἱονεὶ εἰς ὕψος
6871997 ἀμαρυγμα
' ἐκ χειρὸς βοὰν ὤτρυνε λαῶν ἢ τελευτάσας [ ] ἀμάρυγμα πάλας : τοίῳ [ θ ' ὑπερθύμῳ ] σθένει
καὶ πλεονασμῶ τοῦ α , ἀμαρύσσω : ἐξ οὗ καὶ ἀμάρυγμα . ἀμιχθαλόεσσα , ἡ ἀπρόσιτος : καὶ ἀμιγής :
6870795 βιασθω
σε , φησίν , ” ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κάτα τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν ,
εἶργε νόημα μηδέ ς ' ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω , νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν καὶ γλῶσσαν
6850427 σκιδναται
ὠλλύμαν , ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας
ἐγκέφαλον πρῶτον ἀφικνέεται , καὶ οὕτως ἐς τὸ λοιπὸν σῶμα σκίδναται ὁ ἀὴρ , καταλιπὼν ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἑωυτοῦ τὴν
6847138 ὀλεσασα
! ! ! ! ! ! ] μίαν ? γλήνην ὀλέσασα [ ! ! ! ! ! ! ! !
καὶ νῦν Πριάμοιο πολυχρύσοιο πόληα ἐκπέρσει Τρώων τε καὶ Ἀργείων ὀλέσασα ἀνέρας , ὅν κ ' ἐθέλῃσι : θεῶν δ
6827145 ἀκαμπτος
δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν
ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ]
6823885 οἰστρῳ
σὸς ἔρωτος , ὅταν κούφῃ νεότητι Κύπριδος ἱμερόεντι καταφλεχθῇ φρένας οἴστρῳ . ὀργὴν οὖν πρήυνον ἀμειδέα , μηδ ' ἐπιτείνειν
κρεῖσσον . Σοφίης Ἔρως ὁ λάτρις , Χάριτες πάλιν σὺ οἴστρῳ : ἔχε , Παλλάς , Ἀφροδίτης γλυκερὴν ὅλην γενέθλην
6822426 ἀφυλλος
πόα δ ' ἐστὶ λευκή , λεπτόκαρπος , πικρά , ἄφυλλος , θυλάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσα , περιεκτικὸν σπέρματος
κλήματα καὶ τὸν καρπὸν ἡ ποντία . Ἡ δὲ συκῆ ἄφυλλος μὲν τῷ δὲ μεγέθει οὐ μεγάλη , χρῶμα δὲ
6819940 ἀλγους
τοῦ ἄλγος ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν
τὸ ἔξωθεν δέρμα τοῦ ὀφθαλμοῦ : ἀλλ ' ἐκ γὰρ ἄλγους : ἀλλὰ γὰρ ἐκ τῆς παλαιᾶς δυστυχίας τῆς κατεχούσης
6817992 πιδακι
ὕλην , οἷ αὐτῇ μέγ ' ἄγαλμα , τρέφει παρὰ πίδακι γαῖα : τοίη Πενθεσίλεια κατ ' ὠκέος ἤριπεν ἵππου
πεπτηυῖαι ἄπλητον μεμάασιν ἐπήτριμοιὧς τότ ' ἀολλεῖς πετραίῃ Μινύαι περὶ πίδακι δινεύεσκον . καί πού τις διεροῖς ἐπὶ χείλεσιν εἶπεν
6815493 ἀναβοασω
τίνα τούτων στεναγμὸν μετὰ δακρύων , ὦ δόμος δόμος , ἀναβοάσω . ἢ τὸ προσῳδόν ἐξ ὁλοκλήρου τὸν θρῆνον νοητέον
φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι πατρὶ Ταντάλῳ . τάν οἱ πατὴρ : τὴν
6813565 χυτριζειν
βρίθεται ταὐτοῦ χρόνου αὐτορέγμονος πότμου πισσοκωνήτῳ πυρί ἀτόπαστον ἐπιξενοῦσθαι ἀράχνου χυτρίζειν ὁδοιπόρων δήλημα , χωρίτης δράκων ἀείζωος φαυνός κἀκ τῶνδ
καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ φοβερός χολλάδας χυτρίζειν ὦ γῆρας , ὡς ἐπαχθὲς ἀνθρώποισιν εἶ καὶ πανταχῇ
6812194 ἀκεστης
, πίον τ ' ἀκέοντό τε δίψαν . καὶ ὄνομα ἀκεστής . παρὰ τὸ ἄχος ἰῶμαι . ἢ παρὰ τὴν
ἀκήματ ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων : παρὰ τὸ ἀκῶ ἐντεῦθεν ἀκεστής καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστον , οἷον : ἀνήκεστον
6809903 μολπαν
ἡνίκα ἐκ δείπνων : ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς : διασκορπίζεται : μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χαροποιῶν : τουτέστι : καταπαύσαντες
ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας πόσις ἐν
6809720 θηειτο
δραμεῖσθαι : “ περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι . ” θηεῖτο ἐθαύμασεν . θηλυτεράων . τὸ μὲν σχῆμα συγκριτικόν ,
ἐπ ' αὐτῷ δὲ ἡ Μήδεια λοξὰ τὰ ὄμματα ἔχουσα θηεῖτο , παραθεμένη τὴν καλύπτραν . ἐπ ' αὐτῷ δ
6803394 καταπτηξας
ἐξαναστὰς τοῦ θάκου ἐδίωκεν αὐτόν , τὸ μὲν θηρίον μὴ καταπτήξας , περιεχόμενος δὲ τῆς δέλτου ἰσχυρῶς . ἐπεὶ δὲ
παραχωρήσῃ λοιδορούμενος . ΓΘ ἄλλως : 〚 ἀπάτῃ 〛 ἀπατηθῇ καταπτήξας τὰς λοιδορίας Κλέωνος . ΓΘ θαλφθῇ : καταθελχθῇ ,
6802714 ἠεροφοιτις
φῦλον δ ' ὀλίγον τελέθει πολύμοχθον . κάμνει δ ' ἠεροφοῖτις ἀριστοπόνος τε μέλισσα ἠὲ πέτρης κοίλης κατὰ χηραμὸν ἢ
τῶνδε καρτερωτέρα ; . . . . . Τ : ἠεροφοῖτις ] . . . ἔνιοι δὲ ἰροπῶτις παρὰ τὸ
6800296 ἀντιπαθεις
καὶ διάθεσιν ἐπιδεχομένης τῆς ὕλης , καὶ ἵνα αἱ δυνάμεις ἀντιπαθεῖς οὖσαι μήτε κρατῶσιν εἰς τέλος αὐταὶ αὐτῶν μήτε κρατῶνται
ἀπαστράπτει . τί δ ' οὐχὶ τῶν ἡδονῶν καὶ τὰς ἀντιπαθεῖς μεταδιωκτέον , ἐπειδὰν ἐξ ἴσου τοῖς διατιθεῖσιν οἱ πάσχοντες
6799938 ὀρσαι
λίθοιο . εἰ γὰρ ἄτερ κρατεροῦ ἐθέλοις πυρὸς ἐκ φλόγας ὄρσαι , κέκλομαι αὐαλέων μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναι : αὐτὰρ
, Ἰνοῦς . Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ σύριγγες οιεσππτξ ! [ ! ]
6798674 ἀπαμβλυνει
τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας λόγχας ἀπαμβλύνει : οἰκονομία δ ' ἀνύει πλέον ἢ βία .
σώζεται . ἴσως δὲ καὶ ἡ πολλὴ ἔνδεια τῶν αἰσθητῶν ἀπαμβλύνει τῇ ἀργίᾳ τὰς αἰσθήσεις : ἡ γοῦν ὄψις ἐπὶ
6794122 χαιτας
: ἤδη προπετὴς ὤν : ἤδη προνενευκὼς ἐπὶ τὰς πολιὰς χαίτας καὶ πρόσω τοῦ βίου ὢν , ὅ ἐστιν ἤδη
ἔμπας ἔφερε κακὸν ἅλις , ἄτεκνος ὤν , πολιὰς ἐπὶ χαίτας ἤδη προπετὴς ὣν βιότου τε πόρσω . . .
6778127 πτανοις
, τύφεται Ἴλιον , αἰάζωμεν . μάτηρ δ ' ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν † ὄρνισιν ὅπως ἐξάρξω ' γὼ μολπὰν οὐ
εὐχαίτας . χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς , ῥοδόεσσαν ὃς ἄντυγα πώλων πτανοῖς ὑπ ' ἴχνεσσι διώκεις , χρυσέαισιν ἀγαλλόμενος κόμαις περὶ
6776560 χαροπου
πελάγιζεν : ἐπεὶ πολὺς αἰὲν Ὀρόντης ἵετ ' ἐπειγόμενος , χαροποῦ δ ' ἐπελήθετο πόντου , δαιόμενος Νύμφης κυανώπιδος Ὠκεανίνης
φιλομειδὲς ἐν παρειᾷ μάλιστακαὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κέκρανται μὲν ἀπὸ τοῦ χαροποῦ ἐς τὸ μέλαν , παρέχονται δὲ τὸ μὲν ἱλαρὸν
6768353 ἀφετος
μηχαναῖς μὲν Διός , ὀργῇ δ ' Ἥρας πτερωτὸν οἶστρον ἄφετος ἐν μορφῇ βοὸς ἐπὶ πολλὴν ἐπτοήθη γῆν , κατὰ
ἀναπολήσῃς αὐτό , ἵνα μὴ κρατηθεῖσα κακοδαιμονῇς : ἀλλ ' ἄφετος ὁρμήσασα ἀπόδραθι ἐλευθερίαν ἀτίθασον δουλείας χειροήθους προκρίνουσα . διὰ
6764592 καεισα
ἀποσύρματα ῥοῦς ἐρυθρὸς καταπλασσόμενος λεῖος σὺν μέλιτι , σχίνου κόμη καεῖσα καὶ σὺν μέλιτι ἐπιτεθεῖσα . Πρὸς δὲ τὰ ἐξ
, ἣν ἔνιοι ζμαρίδα καλοῦσι . ταύτης ταριχηρᾶς ἡ κεφαλὴ καεῖσα , ἕλκη στέλλει ὑπερσαρκοῦντα , καὶ νομὰς ἵστησι ,
6762842 πετραιον
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε
6760772 κλαζει
τινὰ κτύπον ; οὔκ , ἀλλὰ δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σίδηρον : κἀμέ τοι , πρὶν ἠισθόμην δεσμῶν ἀραγμὸν
ὄρνιν , ὁμογλώσσοιο συνέμπορον ἠθάδα θήρης : ἡ δὲ λίγα κλάζει ξουθὸν μέλος , οἱ δ ' ἀΐοντες πάντες ἐπισπέρχουσι
6751266 μεθεισα
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν
6747314 πολυφημος
περὶ προστάξεις καὶ ἀπαγορεύσεις νομοθετική : πάντα γὰρ ταῦτα ὁ πολύφημος ὡς ἀληθῶς καὶ πολυώνυμος σοφὸς κεχώρηκεν , εὐσέβειαν ,
, πολυθεάμων , πολύφωνος , πολυμελής , πολύχειρ , πολύγλωττος πολύφημος , πολύτροπος , πολύπονος , πολυπλάνητος , πολυπόρευτος ,
6746222 ἠχηεσσαν
πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω , νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν καὶ γλῶσσαν , κρῖναι δὲ λόγωι πολύδηριν ἔλεγχον
γενέθλης νηπίαχοι τόξοισι καὶ ἱπποσύνῃσι μέλονται , αἰεὶ δ ' ἠχήεσσαν ἀνὰ χθόνα δοῦπος ἀκόντων ἢ βελέων , πάντη δέ
6739229 ἀπατας
ποιῆσαι τὸ ἔργον καὶ ὁπόσον ἐγχωρεῖ πρὸς τὰς τῆς ὄψεως ἀπάτας ἀλεξήματα ἀνευρίσκειν οὐ τῆς κατ ' ἀλήθειαν ἰσότητος ἢ
κακοεργός δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί , οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον , ἀλλάλοις ὁμαλοί , κακὰ παίχνια
6738966 μενοεικεα
παρὰ νηῒ ποδώκεος Αἰακίδαο μυρίοι : αὐτὰρ ὃ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ . πολλοὶ μὲν βόες ἀργοὶ ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ
πρὸς τί γιγνομένην . ἣν γὰρ ἂν θέλῃ ἐπαινέσαι , μενοεικέα δαῖτά φησιν , τὴν οἵαν τε παρέχειν μένος ,
6734149 χορευει
. Λύκος χανών : καὶ , ἡ λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Λύκου πτερὸν ζητεῖς
παροφθεὶς , ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα
6733858 Ὑγρα
ποίει κολλύρια καὶ γάλακτι ὁμοίωϲ ἀποτρίβων ἔγχριε παχὺ προπυριάϲαϲ . Ὑγρὰ τραχωματική , ποιεῖ δὲ καὶ ὑποπύοιϲ . χαλκίτεωϲ κεκαυμένηϲ
τινοϲ ὑποδείραντοϲ κτηδόναϲ αὐτοῦ τῇ τῶν ὑποπύων ὑπάγεται θεραπείᾳ . Ὑγρὰ πρὸϲ ὑποπύουϲ ἡ Βάϲϲου . κρόκου , ἀλόηϲ ,
6731019 κρυφιον
ηʹ , τῷ ιβʹ , ἔσται τὸ σύμπτωμα λαθραῖον καὶ κρύφιον καὶ πᾶσιν ἀδιάγνωστον . εἰ δὲ ἀποκεκλικὼς μὲν ᾖ
τότε διὰ μελέων ὀξὺ βέλος πέπηγε μύσταις , ἀφανές , κρύφιον , δεδυκὸς ὑπὸ μυχοῖσι γυίων , πόδα , γόνυ
6730683 ὑδατιδας
ὀλίγων , ἰσχάδων σαρκὶ ἀναλαβὼν ὑποτίθει . Ἐπὶ δὲ τῶν ὑδατίδας , λέγω δὴ τὰς μικραῖς ἐοικυίας κύστεσιν ἐν τῇ
ἀχλύας , μύωπας , τραχώματα , μυδριάσεις , νυκτάλωπας , ὑδατίδας , ψωροφθαλμίας , ξηροφθαλμίας , μίλφους , βεβρωμένους κανθούς
6723448 ἐπελασσεν
ἔλαβεν . ἐμάτησεν : ἐματαιώθη , ἀπέ - τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν
πελώρια , ἶσα ὄρεσσιν . ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ ἐπέλασσεν , ἧχι Κύδωνες ἔναιον Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . ἔστι
6722250 ἀγχιαλοιο
ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός , ἄχρι κολώνης οὔρεος ἀγχιάλοιο , βαθυκρήμνου Κασίοιο . ῥηϊδίως δ ' ἄν τοι
δρυὸς ὄζοις ὄμμα δράκοντος φρουρεῖ , μναμοσύνα δέ σοι τᾶς ἀγχιάλοιο Λήμνου τὰν Αἰγαῖος ἑλίσσων κυμοκτύπος ἀχεῖ , δεῦρ '
6721423 λυθρον
αἱ ξανθαὶ τρίχες τοῦ Τυφῶνος ἀκμὴν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς βάπτουσι λῦθρον , ἐκεῖ λέγω ὅπου ἐφθάρη . διπλῆ σύνταξις :
αἱ ξανθαὶ τρίχες τοῦ Τυφῶνος ἀκμὴν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς βάπτουσι λῦθρον , ἐκεῖ λέγω ὅπου ἐφθάρη . διπλῆ σύνταξις :
6720979 σμηριγγας
θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ :
τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν
6714393 παμφαες
, πολυόργιον , Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς
τ ' ἀνθεμουργοῦ ] τῆς ἐξ ἀνθέων ἐργαζομένης μελίσσης . παμφαὲς ] λαμπρὸν , καθαρόν . . λιβάσιν ] σταλαγμοῖς
6713087 εὐτριχα
λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεται [ τε ] ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα , Κισσὸς ὅπως Καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι
δὲ νοῦς : ἆρ ' ἡνίκα ἀνέτειλας καὶ ἐγέννησας τὸν εὔτριχα Διόνυσον τὸν πάρεδρον τῆς χαλκοκρότου Δήμητρος ; ἢ χρυσῷ
6709411 ἀθρησῃ
' ὅταν ἢ δοῦπον νέον οὔασιν ἠέ τιν ' αὐγήν ἀθρήσῃ , νωθῆ μὲν ἀπὸ ῥέθεος βάλεν ὕπνον , ὁλκῷ
βρέφος εὐθὺς ἐτύχθη : κἢν μὲν Ζεὺς Μήνην σφετέραις ἀκτῖσιν ἀθρήσῃ , ἀνήρ , ὅς μιν ἀνείλεθ ' , ἑὸν
6708663 ἡρπαξεν
δὲ ἐκλήθη , ὅτι θύοντος τοῦ ἱερέως ἱερείου κωλῆν ἱέραξ ἥρπαξεν καὶ ἐπ ' ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ἐπεκαθέσθη : ὅθεν
ὄρεξεν ὑπεὶρ ἁλός : αὐτὰρ ὅ γ ' ἄτην καρπαλίμως ἥρπαξεν , ὁ δ ' ἔσπασεν ἀμφοτέρῃσι θερμὸς ἀνήρ ,
6700193 βοωτης
δέμας , ἔγχωρα τίφη καὶ πέδον χραίνῃ φόνῳ , λευρᾶς βοώτης γατομῶν δι ' αὔλακος . λαβὼν δὲ ταύρου τοῦ
τοῦ κήρυκος : παρὰ τὸ ἐν ἄστει βοᾶν : βοῶ βοώτης ' . . . . ἄστρον : παρὰ ἀποβολῇ
6700131 τεφρη
! ! ! ! ! ] καί σευ τὸ ὤριον τέφρη κάψει . ! ! ! ! ! ] νον
' ᾔσχυνε πρόσωπον : νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν ' ἀμφίζανε τέφρη . αὐτὸς δ ' ἐν κονίῃσι μέγας μεγαλωστὶ τανυσθεὶς
6697319 ἀφερτον
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν :
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν
6695463 ὠχριασις
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης ,
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς
6694537 κατακομος
ἐξ Αἰθιοπίας λέων ἰδεῖν θαυμαστὸς , μέλας τὴν χρόα , κατάκομος , εὐρυκάρηνος , διάπυρος τὰ ὄμματα , τὰ περὶ
τ ' ἐκείνης καὶ ὄγκον οὐκ ἔχει . ἡ δὲ κατάκομος ὠχρὰ μέλαινα τὴν κόμην , βλέμμα λυπηρόν , τὸ
6690442 παλλομενη
τὸ ἦνθον , ἀντὶ τοῦ ἦλθον . ΠΑΛΛΑΣ δὲ ἡ παλλομένη , καὶ εὐκίνητος : ἢ ἡ ἐν τῷ ἐκ
ὑπὸ τοῦ φόβου . φόβου γὰρ τῇ καρδίᾳ συμβάντος αὕτη παλλομένη τὰς γείτονας φρένας πλήττει : φρένες δέ εἰσιν τὸ
6683229 Ἑλενας
? Ζηνὸς ] ? μεγάλοιο ? βουλαῖς ξανθᾶς ] ? Ἑλένας ? περὶ εἴδει ? δῆριν ] ? πολύυμνον ἔχοντες
ἄλλοθεν δεδραγμένοι , περὶ δὲ γόνυ χέρας ἱκεσίους ἔβαλον ἔβαλον Ἑλένας ἄμφω . ἀνὰ δὲ δρομάδες ἔθορον ἔθορον ἀμφίπολοι Φρύγες
6681953 συνουσιασμου
τὴν γονὴν δοκοῦντα συνουσιάζειν γυναικὶ ἢ πολλάκις καὶ δίχα φαντασίας συνουσιασμοῦ . ὀνειροπολεῖν τὸ φαντάζεσθαι , ὀνειρώττειν δὲ τὸ καθ
ἡ ἡδονὴ ἡ ἀπὸ τοῦ χορτάσαι καὶ ἡ ἀπὸ τοῦ συνουσιασμοῦ ἐκκρούει τὴν λύπην τὴν ἐκ τοῦ πεινᾶν καὶ μὴ
6677635 ἀσθματι
ἰῶδες ἐμποιοῦν σφοδρόν , ὥστε κἂν μὴ θίγῃ , τῷ ἄσθματι βλάπτειν τοὺς πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ
καὶ ἀποπίοις ποτέ , πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίγνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι , ἥδιον δὲ τοῦ νέκταρος . κάτεισι γοῦν ἐπὶ
6671919 θυμε
χλοερὸν δρέπων δὲ φύλλον ἐδόκει τελεῖν Κυθήρην . ἄγε , θυμέ , πῆι μέμηνας μανίην μανεὶς ἀρίστην : τὸ βέλος
μέροϲ λόγου κ ! [ τοῦδε ϲυμπλέκειν [ ἔγειρε , θυμέ , γλῶτταν [ εὐκέραϲτον ὀρθουμένην εἰϲ ὑπόκριϲιν λόγων .
6670468 ἐναυλοις
, ἐκτρεπόμενος εἴ πού τις ὑπαντήσειν ἔμελλε , καὶ ταῖς ἐναύλοις μνήμαις τῶν κακοπραγιῶν διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήν ,
ἐκ τοῦ ἕλκω ἑλκήσω ὁμηρικῶς . Πέλωρα : μέγιστα . ἐναύλοις : στενοῖς , στενώμασιν . Ὠμοφάγων : θηρίων .
6669897 ἰνιν
τόνδ ' ἄνευ βρόχων × – ˘˘˘ – – νέον ἶνιν , ὡς ὁρᾶν πάρα . πόθεν ἐρημίας ; Κιθαιρών
δέλτους , ὦ Λήδας ἔρνος , μὴ στέλλειν τὰν σὰν ἶνιν πρὸς τὰν κολπώδη πτέρυγ ' Εὐβοίας Αὖλιν ἀκλύσταν .
6667387 αἰκιζειν
: διὰ τὸ ἀεὶ ᾄδειν . Ἄκανθα : διὰ τὸ αἰκίζειν ἤγουν πλήττειν . Ἀστραπή : διὰ τὸ ἀστάτως καὶ
: διὰ τὸ ἀεὶ ᾄδειν . Ἄκανθα : διὰ τὸ αἰκίζειν ἤγουν πλήττειν . Ἀστραπή : διὰ τὸ ἀστάτως καὶ
6666315 λαιμῳ
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει :
6659912 δινειν
, ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα
, ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα
6658763 ἀγχονης
; ὄλωλεν ἄλοχος ; ἐκ τίνος τύχης ; βρόχον κρεμαστὸν ἀγχόνης ἀνήψατο . λύπηι παχνωθεῖς ' ἢ ἀπὸ συμφορᾶς τίνος
Ἀργείων δ ' ὄκνωι ἱκέτας προδοῦναι : καὶ τάδ ' ἀγχόνης πέλας . ἀλλ ' ὤφελες μὲν εὐτυχέστερος μολεῖν ,
6657151 φοινηεσσαν
ἀηδίας βιάζεσθαι ἐμυδάξατο ] ἀπεστράφη δαῖτα ] τροφήν τῷ μὲν φοινήεσσαν : γράφεται τῷ μὲν Φωκήεσσαν , ἀντὶ τοῦ Φωκικήν
κοιλίας φερομένης συγκριθῇ καὶ τὸ τοῦ φαρμάκου κακὸν συναπορραγῇ . φοινήεσσαν δὲ εἴρηκε τὴν τοῦ μέλανος ἑλλεβόρου πόσιν ἅλις ]
6656819 πολια
ἡλικίαν τοῖς βρέφεσι συμβαίνει πονηρά , ἄρσεσι μὲν πώγων καὶ πολιά , θηλείαις δὲ γάμοι καὶ τοκετοὶ καὶ τὰ ἄλλα
μόνον τοῦ ἀνθρώπου , ὥσπερ καὶ τὸ γελᾶν . πόθεν πολιά ; παρὰ τὸ λευκὴ εἶναι : τὸ δὲ λευκόν
6656753 ἁδυεπης
πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν . τὶν δ ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ ' αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν :
τοῦτο καὶ τὰς τῶν ἀδελφῶν οἰκίας ἀδελφὰς ἐκάλεσεν : Σέθεν ἁδυεπής . ἢ συνεργησάσης τῆς ἐν σοὶ θεᾶς , ἢ
6655381 γαμφηλῃσι
αἴθωνα μεγάθυμον ἐν εἰλιπόδεσσι βόεσσι , ὤλετό τε στενάχων ὑπὸ γαμφηλῇσι λέοντος , ὣς ὑπὸ Πατρόκλῳ Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων κτεινόμενος
Κλέωνα λέγει . ἀγκυλοχείλης ] ἐπικαμπεῖς ἔχων τὰς χηλάς . γαμφηλῇσι : σιαγόσι . δράκοντα τὸν ἀλλᾶντα . κοάλεμον τὸν

Back