προβολὴ ὁμοίως : ἠδίκησας τὴν πόλιν χώσας τοὺς λιμένας καὶ ἀποφράξας : ὅθεν οὐδεὶς εἰςπλευσεῖται τῶν ἐμπόρων καὶ τὰ ἐπιτήδεια
νομιζόμενα ] αἰσθητήρια ἀναίσθητα ποιῶν , τῇ πολλῇ ὕλῃ αὐτὰ ἀποφράξας καὶ μυσαρᾶς ἡδονῆς ἐμπλήσας , ἵνα μήτε ἀκούῃς περὶ
6180968 κλεισας
. ἐνθεὶς δὲ καὶ ἐναρμόσας τὸν ὄρνιν τῇ σορῷ καὶ κλείσας τὸ χάσμα γηΐνῳ χώματι , ἐπὶ τὸν Νεῖλον οὕτως
μοῖρα φίλων ἐδεῖτο σαφῶν , οὓς ὀλίγοις δεξάμενος τοῖς βάθροις κλείσας τὰς θύρας ἀνέγνων δεόμενος αὐτῶν , εἴ τι φαίνοιτο
6028885 ἀνεχων
παλαιὸς ὡς Ἄτλας νώτοις φέρει τὸν οὐρανὸν κάτωθεν ἐκ γῆς ἀνέχων . σὺ γοῦν ἀκούων γνῶθι ταῦτ ' ἀλληγόρως :
ἐν τῇ γραφῇ Πενθεσίλειά τε ἀφιεῖσα τὴν ψυχὴν καὶ Ἀχιλλεὺς ἀνέχων ἐστὶν αὐτήν : καὶ Ἑσπερίδες δύο φέρουσι τὰ μῆλα
5978926 ῥηξας
ἀντικρὺ Σαλαμῖνος ὄρος τῶν Αἰγάλεων , ὥς φησιν Ἡρόδοτος . ῥήξας δὲ πέπλους : σχίσας δὲ τὰ ἱμάτια ἑαυτοῦ καὶ
φάλαγγα τῶν πολεμίων ἀξιοῦσθαι δωρεᾶς : ἐν αὐτομόλου τις σχήματι ῥήξας τὴν φάλαγγα αἰτεῖ δωρεάν : τινὲς δέ φασιν ,
5832180 καὐτον
, εἰπέ μοι , νοητέον ; τὸν πάνθ ' ὀρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον , Εὐριπίδης λέγει . . . ,
δὲ ποῖον εἰπέ μοι νοητέον ; τὸν πάνθ ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον . πρὸϲ τῶι μυροπωλίωι γὰρ ἀνθρώπων τινῶν
5821935 ἀνοιξας
θύσας καὶ εὐξάμενος τῷ πεφηνότι ὀνείρατι ἤνοιγε τὴν ὑδρίαν , ἀνοίξας δὲ εὗρε κασσίτερον ἐληλασμένον ἐς τὸ λεπτότατον : ἐπείλικτο
σῇ κεῖται γνώμῃ . κἂν μὲν βούλῃ , βαλαντίου θύραν ἀνοίξας ἀργύριον ἀρίθμει : εἰ δὲ μή , μὴ σκῶπτε
5820593 ἐμπρησας
χρῆσιν : ἔστω μὲν οὖν ἀντιστάσεως παράδειγμα ὁ στρατηγὸς ὁ ἐμπρήσας τὰς ναῦς , ἐπειδὴ οἱ στρατιῶται κατέφυγον εἰς αὐτὰς
περιπεσὼν τοὺς ἐκ τῆς τροπῆς διασωθέντας ἀνέλαβεν καὶ τὴν παρεμβολὴν ἐμπρήσας εἰς Γέλαν ἀπεχώρησε . διαδόντος δ ' αὐτοῦ λόγον
5792323 ἐκοψεν
διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν , ἐμερίσατο . Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν ,
ἀντιτυχοῦσα : πλήθης . Βουπλῆγα : πέλεκυν . Ἐτίναξε : ἔκοψεν . διέκερσε : διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν ,
5776905 ἀφανιζων
εἰρήσθω γὰρ ἐν καιρῷ ἐμοὶ τόδε . κλέπτων ἄρα καὶ ἀφανίζων τὴν ὑπόνοιαν . τῆς ψυχῆς τὰ ἐλαττώματα κατηπίσταντο ,
πλέον τ . πόλεως ] οὕτω δεῖ συντάξαι : πλεῖον ἀφανίζων Ἀθηναίων ναυτικὸν οὗ εἶχον ὅτε τὴν ἐν Νάξῳ ναυμαχίαν
5768047 κατακαυσας
πόνον πλευροῦ . ] Κράμβης χλωρᾶς καυλοὺς σὺν ταῖς ῥίζαις κατακαύσας ἀναλάμβανε στέατι χοιρείῳ καὶ χρῶ : θαυμάσιον τὸ βοήθημα
μετετίθει : καὶ οὐδενὸς οὐδ ' ἐνταῦθα προκόπτοντος αὐτῷ , κατακαύσας ὡς ἄχρηστα τὰ μηχανήματα τὴν χώραν ἐπέτρεχεν , τοὺς
5761713 ἐμπλησας
δ ' ὅτε πίνοιεν μελιηδέα οἶνον ἐρυθρόν , ἓν δέπας ἐμπλήσας ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα χεῦ ' , ὀδμὴ δ
ὅπως μεταδῶ τῶν ἑταίρων τοῖς δεομένοιςἱκανὸν εἰ ταυτηνὶ τὴν πήραν ἐμπλήσας παράσχοις οὐδὲ ὅλους δύο μεδίμνους χωροῦσαν Αἰγινητικούς . ὀλιγαρκῆ
5753428 πηδαλια
ἀλλὰ μόναις περιόδοις ἐπλεονέκτουν , καὶ ταρσοὺς τῶν μειζόνων ἢ πηδάλια ἀνέκλων ἢ κώπας ἀνέκοπτον ἢ ἀπεχώριζον ὅλως τὰ σκάφη
, ἅπαξ ποτὲ πλεύσαντα μόνον . εἰώθεισαν γὰρ νεωλκήσαντες τὰ πηδάλια ὑπὲρ τῶν καπνιζομένων κρεμαννύναι τόπων ξηρανθησόμενα τοῦ μὴ σῆψιν
5744894 καταβαλων
, οἱ Γίγαντες ἐβασίλευον : ἐλθὼν δὲ ὁ Ζεὺς καὶ καταβαλὼν τούτους , ἐβασίλευσεν . : πελώρια ] Ἔθη τὰ
ἐγὼ δ ' ἔφη ἄνδρες Τρίτωνες , ὑπὸ τοῦ δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην
5742518 εὐμηχανως
Ἀρητάδης ὁ γραμματικὸς ἐποίει , Ὁμήρου ὡς ἔφασκεν ἐπιλέγων στιχίδιον εὐμηχάνως αὐτῷ πρὸς τὰς ἁρπαγὰς τῶν βρωμάτων ἡρμοσμένον καὶ φαγέμεν
ῥητορικὴν ἤδη παρεῤῥυηκυίας καὶ πρὸς ἀχανῆ βυθὸν τῆς λήθης καταδεδυκυίας εὐμηχάνως καὶ συνετῶς ἀνειλκύσω , τὴν κραταιάν σου χεῖρα ταύταις
5742040 περιβαλων
καταπτάμενος δὲ ὄπισθεν αὐτοῦ ὁ Ζεὺς κούφως μάλα τοῖς ὄνυξι περιβαλὼν καὶ τῷ στόματι τὴν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ τιάραν ἔχων
' αὐτὰ τυρῷ χλωρῷ καὶ λεκίθοις ᾠῶν καὶ ἐγκεφάλοις , περιβαλὼν συκῆς φύλλῳ εὐώδει , ζωμῷ ὀρνιθείῳ ἢ ἐριφείῳ ἔνεψε
5722773 περιστησας
ὅταν ἁβρύνηται πρὸς τὴν θήλειαν , ἀνακλάσας τὴν οὐρὰν καὶ περιστήσας αὑτῷ πανταχόθεν ὥσπερ εὐειδὲς ἄντρον ἤ τινα γραφῇ μιμηθέντα
πόλεων ἅπαντες . ἐπεὶ δὲ πλῆρες τὸ θέατρον ἦν , περιστήσας τοὺς στρατιώτας καὶ τοὺς βαρβάρους , μεθ ' ὧν
5712746 κατεχων
προσβάλλων μερίσεις εἰς τὸν γʹ μὴ λοιπογραφῶν τὸν ἀριθμὸν ἀλλὰ κατέχων : ἐὰν μὲν γὰρ περισσεύῃ αʹ , πρόσθες τʹ
καλεῖ δὲ αὐτὴν Θηβαίων , ἐπειδὴ ἄποικος ἦν αὐτῶν . κατέχων ] ὡς ἐπὶ τυράννου ἡ λέξις . ὧν ,
5703077 ἐρετμον
τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς , μεσσόθεν ἆξεν ἐρετμόν : ἀτὰρ τρύφος ἄλλο μὲν αὐτός ἄμφω χερσὶν ἔχων
, ὅ ἐστι κυρίως : “ λωτὸν ἐρεπτόμενοι . ” ἐρετμόν κώπην . ἔρεσσον ἐκωπηλάτουν , ἀντὶ τοῦ ἤλαυνον .
5672292 κογχην
μακαρίζω , τὸ ἀνγεκλήτως πράττειν . Γ πέπαικται πρὸς τὴν κόγχην . ἀνακογχυλιάζων : πρὸς τὴν κογχύλην πέπαιχεν . λέγουσι
ἀλλ ' αὐτὸ τοὔδαφος μόνον , κοὐχὶ χωροῦντ ' οὐδὲ κόγχην , ἐμφερῆ γευστηρίοις : σφίσι δέ γ ' αὐταῖσιν
5654998 πιεσας
κατὰ κράτος ἀπεγνωκὼς ἐκπόρθησιν εἰς χρόνιον καταβαίνοι πολιορκίαν οἰόμενος λιμῷ πιέσας τὴν πόλιν αἱρήσειν , ἅ τινα ἂν ἐπὶ τῆς
κεφαλὴν καθαιρέσθω , καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα , πιέσας πλεῖστον χρόνον . Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων
5643544 διφθεραν
Λαοδίκειαν , οὗ τοῦτο πολύ . ἔπεμψα δ ' οὖν διφθέραν , ἀντιλογίας τὰς μὲν ἀκριβῶς αὐτοῦ , τὰς δ
ἔφη , κρεῖττον μηδὲν προστάττειν , ἀλλὰ μόνον αὐτὸν ζῆν διφθέραν ἔχοντα . Σύ , ἔφη , κελεύεις ἐμὲ διφθέραν
5633770 ἀνεκαλει
, καὶ θαμινὰ τὸν Μηνόδωρον ὡς στρατηγικὸν καὶ μόνον εὔνουν ἀνεκάλει . Μουκίας δὲ αὐτὸν τῆς μητρὸς καὶ Ἰουλίας τῆς
, καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ μάλιστα : αὐτὸς δ ' ἀνεκάλει τὸν Καίσαρα οὐχ ἑταῖρον , ἀλλὰ πατέρα , οὐδὲ
5577828 ἐμπρησειν
οἱ περιοικοῦντες ἄνωθεν ἠμύνοντο βάλλοντες , μέχρι τὰς οἰκίας ἠπείλησεν ἐμπρήσειν : τότε δ ' οἱ μὲν ἀνέσχον , Μάριος
ἀποψηφισθέντ ' Ἀντιφῶντα , ὃς ἐπαγγειλάμενος Φιλίππῳ τὰ νεώρι ' ἐμπρήσειν εἰς τὴν πόλιν ἦλθεν ; ὃν λαβόντος ἐμοῦ κεκρυμμένον
5564354 χρισας
καὶ ποίει τροχίσκους , ἀνατρίψας δὲ τὰ μέρη ῥάκει καὶ χρίσας ἔα ἡλιοῦσθαι ἐπὶ πολύ . Σμύρνης ⋖ β ,
ἕνεκα τῶν λόγων . ἀλλὰ νὴ Δία ὡς Ὅμηρον μύρῳ χρίσας ἐκπέμπει χελιδόνος τιμὴν καταθεὶς , οὕτως ἡμεῖς Πλάτωνα ἐκπέμπειν
5555357 ὑποκαιε
καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ ἡ διὰ
ἐπὶ ἡμέρας ζʹ . Εἶτα μετάβαλλε ἐν λοπάδι , καὶ ὑπόκαιε ὥρας γʹ . Εἶτα ἀπόξυσον τὴν ἄχλην , καὶ
5554137 πηξας
αἴῃ νευστάζων κεφαλήν τε μέτωπά τε πάμπαν ἐρείδει τεινάμενος , πήξας τε παρὰ χθονὶ πικρὰ βέλεμνα ἐσσύμενον μίμνει , τὸν
” ἢ τὸν περὶ τῶν θείων ἔργων μεμνημένον . θρέψας πήξας . σημαίνει δὲ καὶ τὸ σύνηθες . θρῆνυς ὑποπόδιον
5520865 παιοντας
ἀμύνουσι τὴν τῶν ῥινῶν ὕβριν . τιτρώσκουσι γὰρ αὐτοῦ τοὺς παίοντας δακτύλους , καὶ ἃ πεποίηκεν ἔπαθεν ἡ χείρ .
' ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλε . σκυτάλαις τε παίοντας τὰ μέτωπα τῶν ἱερείων καὶ τὰ πεσόντα θύοντας ,
5519096 ἀποψυχων
καὶ τρῖβε ταῖς χερσὶν ἐπιμελῶς , ἀνατρίβων αὐτὸ καὶ οἱονεὶ ἀποψύχων : εἶθ ' ἑτέρῳ ὕδατι πολλάκις ἀποκλύσας δὸς εἰς
ἀνθ ' ὧν ἐς τὸν Τρίτωνα ἠσέβησε , τεκμηριοῦντες ὅτι ἀποψύχων μὲν ἐξῃρέθη τῆς θαλάττης , ἰχῶρα δὲ ἠφίει παραπλήσιον
5486844 φαρετραι
ἑκατέρωθεν ἐστεγασμένην πώματι καὶ πυθμένι , οἷαί εἰσιν αἱ Κρητικαὶ φαρέτραι . ἀμφίχυτον περικεχωσμένον ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν , ὥστε
] : πολλὰ δ ' ἐρρυ ? [ [ ] φαρέτραι δ ? ' οὐκέτκρυ ? ? ! ? [
5472432 ἐρεθιζε
ἀμφιπλέκων καλάμοις . ἄλλος δ ' ἄλλαν κλαγγὰν ἱεὶς κερατόφωνον ἐρέθιζε μάγαδιν πενταρράβδωι χορδᾶν ἀρθμῶι χέρα καμψιδίαυλον ἀναστρωφῶν τάχος .
δ ' ἄρ ' ὑπόδρα ἰδών μηκέτι νῦν μ ' ἐρέθιζε , γέρον τὸ δὲ ἐντελὲς τοῦ λόγου τοιοῦτόν τι
5468721 ἁλυσει
, [ καθάπερ καὶ ἐφ ' ἡμῶν ἰδεῖν ἔστιν ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους πολλοὺς ἐφεξῆς ] , τοὺς μὲν αὐτῶν
στάδιά που μάλιστα τρία καὶ τεσσαράκοντα , σύν γε τῇ ἁλύσει καὶ ταῖς ἐφορμούσαις ταύτῃ ναυσὶ καὶ ὁλκάσιν : οὗ
5464449 πρυμνησια
ἐδέδεντοαὐτὸς δὲ εἰς Πειραιᾶ δραμὼν νηὶ Σικελικῇ λύειν μελλούσῃ τὰ πρυμνήσια περιτυχὼν ἀπεδόμην τῷ ναυκλήρῳ τὴν προχόην . καὶ νυνὶ
πρότονοι , καλῴδια , πείσματα , ἀπόγυα , ἐπίγυα , πρυμνήσια : ἐγχωρεῖ γὰρ τῷ ὀνόματι χρῆσθαι , κἂν ᾖ
5452811 κρυψας
τε πόντος ἥρπας ' : ἐν δ ' ἄντρου μυχοῖς κρύψας γυναῖκα τὴν κακῶν πάντων ἐμοὶ ἄρξασαν ἥκω , τούς
, ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πείθομαι , καὶ διὰ τοῦτο κρύψας ἔχω . ἢν οὖν παρέλθῃ τὸ νέφος καὶ τῆς
5439476 ἐντραγων
, χρῶντας δ ' αὐτοῖς μόνοι Λακεδαιμόνιοι . Πάντ ' ἐντραγὼν τὸν βοῦν εἰς τὴν οὐρὰν ἀπέκαμεν : ἐπὶ τῶν
, χρῶντας δ ' αὐτοῖς μόνοι Λακεδαιμόνιοι . Πάντ ' ἐντραγὼν τὸν βοῦν εἰς τὴν οὐρὰν ἀπέκαμεν : ἐπὶ τῶν
5437035 βεβληκειν
. . . . τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐυσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν . ἄλλου δ
ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη . τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν : ἄλλου δ
5429364 διαρρηξας
ἐξ ἠθῶν ἀναστήσας , καὶ φόνους ἐργασάμενος ἐναγεῖς , καὶ διαρρήξας καὶ διαξήνας τοὺς νόμους , καὶ τὴν ἀνδρῶν ἀπειπάμενος
κρείττω τε τῶν βοῶν θύσας κατεθοινᾶτο καὶ τὸν πιθεῶνα δὲ διαρρήξας καὶ τὸν κάλλιστον πίθον ἀποπωμάσας τὰς θύρας τε ὡς
5421031 ἐτυψε
. ἐτετύπειμεν ἐτετύπειτε ἐτετύπειϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . ἔτυψα ἔτυψαϲ ἔτυψε Δυ . ἐτύψατον ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν
τὸν ἀόριστον ἐκ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τρίτου προσώπου γίνεσθαι , ἔτυψε ἐκεῖνος τύψε σύ , ἀλλ ' ἐκρατήθη Συρακουσίῳ ἔθει
5420222 στησας
μὲν διὰ τὸ μέτρον , ὡς τοῦτο : χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσεὺς δέκα πάντα τάλαντα : τὸ γὰρ πάντα μηδὲν
γίγνεται βασιλεὺς οὗτος Λαπιθέων καὶ τοῖς Κενταύροις πολεμέεσκε . ἔπειτα στήσας ἀκόντιον ἐν ἀγορῆι θεὸν ἐκέλευεν ἀριθμεῖν . θεοῖσι δ
5417277 ἐνεπρησεν
τῶν Θεσπιέων χώραν κατέφθειρε , τὰς δὲ Πλαταιὰς ἐρήμους οὔσας ἐνέπρησεν : οἱ γὰρ ἐν ταῖς πόλεσι ταύταις κατοικοῦντες ἐπεφεύγεσαν
πολεμίων ἦν πολλὴ δὲ ἦν καίεινπαραφυλάξας ἄνεμον ἐναντίον τοῖς πολεμίοις ἐνέπρησεν . ὁ μὲν δὴ καπνὸς πολὺς καὶ βίαιος ἐς
5412015 συντελεσας
ναῦς τῶν πολεμίων . Διονύσιος δὲ τῇ πολυχειρίᾳ τῶν ἐργαζομένων συντελέσας τὸ χῶμα , προσήγαγε παντοίας μηχανὰς τοῖς τείχεσι ,
ψυχὴν ἕλκομαι τῇ ἐπιθυμίᾳ , ᾗ ὑπεσχόμην ἐπιδείξασθαι τὸν ἐπίνικον συντελέσας . διὸ τὰ περὶ τὸν Ἡρακλέα λέγειν κωλύομαι ,
5401449 ῥιπτων
δὲ ὀλίγων ὑπαρχόντων οὐ μόνον μεταδιδοὺς ἑτέροις , ἀλλὰ καὶ ῥίπτων φανήσομαι πολλάκις . ἡδονὴν δὲ ποίαν ἐθηρώμην , ὁπότε
τοῖς τῶν κογχυλίων σαρκιδίοις , τὰ ὄστρακα ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος
5372423 ἐξειλεν
οὐχ ὑπέμεινεν , αὑτοῦ δὲ ἕνα καὶ τοῦ υἱοῦ ἕνα ἐξεῖλεν . Πολέμαρχος ἐπιορκήσας τὸν τῶν Κορινθίων ἀπέφυγε στόλον .
, καταλαβοῦσαν δὲ τὸ ὄρος τοῦτο ἁρπαγαῖς χρῆσθαι , πρὶν ἐξεῖλεν Οἰδίπους αὐτὴν ὑπερβαλόμενος πλήθει στρατιᾶς ἣν ἀφίκετο ἔχων ἐκ
5372212 ἐνετεινε
τὰς μέσας τρεῖς χώρας τὰς ἀπὸ ποδὸς ἐπὶ πόδα διεστώσας ἐνέτεινε χορδαῖς , ὑπερθεὶς ἑκάστῃ πῆχυν καὶ κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια
λιμένος παρεσκευασμένον εἰς μάχην . ἤδη δέ τις καὶ τόξον ἐνέτεινε καὶ λόγχην ἔμελλεν ἀφιέναι , εἰ μὴ συνῆκε Δημήτριος
5371364 ἐπεθηκεν
διόπερ θύσας τοῖς θεοῖς ὁ βασιλεὺς τὸ τελευταῖον τὴν γλῶσσαν ἐπέθηκεν τοῖς βωμοῖς , καὶ ἀπὸ τότε ἔθος τοῦτο διέμεινε
τὸ δεῖπνον , τῷ Ἑρμῇ τῷ πρὸ τῶν θυρῶν ἑστῶτι ἐπέθηκεν αὐτὸν κατὰ τὸ ἔθος τῶν ἔμπροσθεν ἡμερῶν : καὶ
5367173 ἀπορριψας
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων :
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν
5356513 περιταφρευσας
. ὁμοίως δὲ καὶ τούτων ἀπράκτων ἐπανελθόντων , ὁ Ἰογόρθας περιταφρεύσας τὴν πόλιν ἐνδείᾳ κατεπόνησε τοὺς ἐν τῇ πόλει :
τὸν ἑαυτοῦ χάρακα . καὶ μετὰ τοῦθ ' ὁ Κοίντιος περιταφρεύσας αὐτὸν ὑψηλῷ χάρακι καὶ πύργοις πυκνοῖς περιλαβών , ἐπεὶ
5356474 περιεθηκε
Ἑλλήνων τοῖς Αἰγυπτίοις , τὰς δὲ τῶν Αἰγυπτίων τοῖς Ἕλλησι περιέθηκε . κρύψας δὲ τοὺς Αἰγυπτίους παρατάξας προῆγε τοὺς Ἕλληνας
πράγμασι χρῆσθαι , τὰ μὲν εἴκων ] πράξεις τῷ Φιλίππῳ περιέθηκε . τὸ γὰρ εἴκειν καὶ ἀπειλεῖν αὐτοῖς οὐ βεβαίου
5355542 προδραμειν
ἔδοξεν Ἀγησιλάῳ . Χαβρίας Ἀθηναίοις , Γοργίδας Θηβαίοις παραγγέλλουσι μὴ προδραμεῖν , ἀλλὰ μένειν ἡσυχῆ , τὰ μὲν δόρατα ὀρθὰ
παρὰ δ ' Αἰσχίνῃ τῷ ῥήτορι δρομοκήρυκες . τὸ μέντοι προδραμεῖν ἐάσαντα ἐπιδιῶξαι , ὅπερ ἐν ταῖς σφαιρομαχίαις γίνεται ,
5349496 ὀις
καὶ μὴ ἦν τοῦτο ποιεῖν , οὐκ ἂν ἐδύναντο αἱ ὄις τὰς κέρκους φέρειν . τοῦτο δὲ ποιοῦσι δι '
ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον , ἀλλ ' ἀπολείπῃ , ὥσπερ ὄις ποίμνας , ἇς τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε . ποῖός
5328336 παραπεμποντος
οὔτε τῶν δεσμῶν ἐμποδιζόντων οὔτε τῶν θηρίων παραβλαπτόντων , ἀλλὰ παραπέμποντος τοῦ ῥεύματος : φερόμενος δὲ εἰς τὰς ἐμβολὰς ἔρχεται
: τοῦτον πολίτην ἐποίησαν Ἀθηναῖοι , τοῦ πατρὸς στρατιὰν αὐτοῖς παραπέμποντος . ἐλέγετο δὲ οὗτος Τήρης . ἔνιοι δέ φασιν
5326876 ὑπερπλησθῃ
αὐτῷ , ὡς ἐπὶ οἰκεῖον θησαύρισμα παραγίνεται . ὅταν δὲ ὑπερπλησθῇ , κενοῖ ἑαυτὸν ἀσιτίᾳ : ἀλλὰ καὶ πίθηκον φαγὼν
, ὡς ἐπ ' οἰκεῖον θησαύρισμα παραγίνεται . ὅταν δὲ ὑπερπλησθῇ , κενοῖ ἑαυτὸν ἡσυχίᾳ καὶ ἀσιτίᾳ , ἢ αὖ
5324010 ἀπεπειρατο
ἀπωλισθηκόσιν ὅμοια , τὸν γὰρ Διόνυσον , ὅτε ξὺν Ἡρακλεῖ ἀπεπειρᾶτο τοῦ χωρίου , προσβαλεῖν μὲν αὐτῷ φασι κελεῦσαι τοὺς
φησι Δοῦρις , ἀποπεσὼν Κορίνθου , κατὰ χρησμὸν τοῦ θεοῦ ἀπεπειρᾶτο πάλιν κατελθεῖν : ἐν δὲ τῇ χώρᾳ περιιδών τινα
5315043 ἁψαι
εἶτα ἀκούει φωνῆς , καὶ ἔλεγεν αὕτη τῶν νεβρῶν μὴ ἅψαι . οὐκοῦν ἐπεὶ πολλὰ περιβλέψας οὐδὲν ἐθεάσατο , ἔδεισε
, τὰ γύναια καὶ τοὺς παῖδας ἀνελεῖν καὶ τὸ πῦρ ἅψαι καὶ ἑαυτοὺς ἐπικατασφάξαι . οἳ μὲν δὴ μάρτυρας τῶνδε
5314886 ὠθει
τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια ἢν γὰρ ἕν
καὶ ἀπολέσας τὰ ὄντα , δείσας οἶμαι εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ φιλοτιμίαν
5302540 περιελων
ὁ ὑπὲρ τοῦ ψηφίσματος ὃ ἐγράψατο Ἀρχῖνος τὴν πολιτείαν αὐτοῦ περιελών . . . . . . . . .
τοῖς θεάτροις ὄχλων , διὰ μὲν τῶν ἐλευθέρων τοὺς δούλους περιελών , διὰ δὲ τῶν ἀνδρῶν παῖδάς τε καὶ γυναῖκας
5300173 ἐβαλλε
τήβενναν φορῶν μόνος ἐρέμβετο λίθους ὑπὸ μάλης ἔχων , οἷς ἔβαλλε τῶν ἰδίων τοὺς ἀκολουθοῦντας . ἐλούετό τε καὶ εἰς
ὅσα τε κερασφόρα πλὴν ταύρων , συνθέων αὐτοῖς καὶ καταδιώκων ἔβαλλε φθάνων τε αὐτῶν τὸν δρόμον καὶ πληγαῖς καιρίοις ἀναιρῶν
5298825 μεταϊξας
πολλὰ δὲ μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν , ἠὲ μεταΐξας θάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ , ἦ ἔτ ' ἐῷ μνηστῆρσιν
προθυμία , περιφραστικῶς ἡ μύραινα . Χηλῇσι : ὄνυξιν . μεταΐξας : ὁρμήσας . ἐπαΐξας : ἐπιστραφείς . δολιχῇσι :
5295258 σταλικας
καὶ τὰς κύνας παρορμήσας καὶ τοὺς θηρευτὰς διεγείρας καὶ τὰς στάλικας εὐτρεπίσας καὶ τὰ δίκτυα , ὡς ἂν μὴ ἐν
ἰσχύϊ τὴν τῶν λίνων μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας
5294838 ἑνωθῃ
διηθούμενα καταχεῖται ἐν τῇ θυΐᾳ καὶ ἐκλεαίνεται ἐπιμελῶς , ἄχρις ἑνωθῇ . ἐπὶ δὲ σκληροτέρων , εἰ κατ ' ἀκόπου
μάνναν ὁμοῦ λελειωμένα ἱκανῶς , καὶ μακρὸν χλιάνας , ἕως ἑνωθῇ , φυλασσόμενος μὴ προσκαῇ ὁ ὀποπάναξ καὶ ἡ μάννα
5293581 μηρινθον
λεπτῆς μηρίνθου βρόχον ἐξάψαντες ἄγουσι διὰ τοῦ ἑτέρου κλάδου τὴν μήρινθον μικρῷ τε ἐπισφίγγουσι πασσάλῳ στερρῷ : ἕδρας δ '
ῥώμης ἔχει , τὸ μέντοι ζεῦγος τὸ ἀνθέλκον ἐκτείνει τὴν μήρινθον . ἀλλά οἱ πλέον οὐδὲ ἕν : τῆς γοῦν
5293104 λογχηι
πρὸς τάδ ' ὁπλίζηι χέρα ; φεύγοντας αὐτοὺς κἀπιθρώισκοντας νεῶν λόγχηι καθέξω κἀπικείσομαι βαρύς : αἰσχρὸν γὰρ ἡμῖν , καὶ
; μᾶσσον [ ἢ ταῦρος ] βοᾶι . χωρεῖτε , λόγχηι [ δ ' ἥδ ' ἴτω φρουρουμένη ] :
5277117 ἀνεχηται
τὸ σιδήριον καθιέναι , καὶ πυκνὰ ἐξαιρέειν , ἵνα μᾶλλον ἀνέχηται θερμαινόμενος : καὶ οὔτε ἕλκος ἕξει ὑπὸ τῆς θερμασίης
Ἱμείρουσι : θέλουσιν οἱ ἁλιεῖς . ἱμείρωσι : ἐπιθυμῶσιν . ἀνέχηται : κατάξει : ἡ λῆξις τὸ πλῆθος δικτύου .
5276202 καμπυλην
τῇ ἐπινοίᾳ καὶ ταῦτα χωρίζεται : κἂν γὰρ εὐθεῖαν ἢ καμπύλην νοήσῃς τὴν ῥῖνα , μένει ῥὶς οὐδὲν ἧττον .
ξύλῳ βάλλονται . ἢ ὅτι ῥάβδον οὖσαν ὀρθὴν ἐπεύχεται γενέσθαι καμπύλην , ἵνα μὴ ἔγκυον οὖσαν βλάψῃ τὴν βοῦν .
5275265 ἐστρωμενας
. κἀγὼ ποιῶ νῦν τοῦτ ' : ἐπὰν κλίνας ἴδω ἐστρωμένας καὶ τὰς τραπέζας εὐτρεπεῖς καὶ τὴν θύραν ἀνεῳγμένην ,
ἐνθαῦτα τὸν Παυσανίην ἰδόντα κλίνας τε χρυσέας καὶ ἀργυρέας εὖ ἐστρωμένας καὶ τραπέζας τε χρυσέας καὶ ἀργυρέας καὶ παρασκευὴν μεγαλοπρεπέα
5268847 παταξῃ
γε τὸν ἄρχοντα , ταὐτὸ τοῦτο , ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃ τις ἢ κακῶς εἴπῃ , ἄτιμος , ἐὰν δ
μὲν ὡς ἐπὶ σκορπίου ἢ σφηκὸς ἤ τινος τοιούτου ὅταν πατάξῃ : ἐναλεῖψαι δὲ ἐπὶ ὀφθαλμῶν . εἰκὼν μέν ἐστιν
5266572 κορμους
τὰ πρέμνα εἰς κορμοὺς μείζονας , ἐπιτιθέασι τῷ βόθρῳ τοὺς κορμοὺς ἔχοντας τὸν φλοιὸν ἄνω , καὶ προσχώσαντες τῇ γῇ
θανοῦσαν ἐκ χερῶν φύλλοις ἔβαλλον , οἱ δὲ πληροῦσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους , ὁ δ ' οὐ φέρων πρὸς
5258252 ἑλεπολεις
' ἐμοὶ τὸ λέγειν , ὅτι δεῖ κριοὺς ἔχειν ἢ ἑλεπόλεις ἢ σαμβύκας ἢ πύργους ὑποτρόχους ἢ χελώνας χωστρίδας ἢ
εἰδότων κατασκευάζειν τῶν τότ ' ἀνθρώπων , οὔτε τὰς καλουμένας ἑλεπόλεις μηχανάς . οἱ μὲν δὴ πολέμιοι ἀπογνόντες τῆς πόλεως
5245267 δικελλας
Ἀταλάντης γόνος τυφὼς πύλαισιν ὥς τις ἐμπεσὼν βοᾶι πῦρ καὶ δικέλλας , ὡς κατασκάψων πόλιν : ἀλλ ' ἔσχε μαργῶντ
' αὐτὸ μηδὲ κοῖλα σκεύη φέρειν , πελέκεις δὲ καὶ δικέλλας , ἵν ' ἐκκόψαντες γυμνόν τε σκεύους ἀράμενοι τὸ
5244228 πεφρικως
ἐκεῖς ' ἀπαγγελεῖν οἴωμαι , τῶν δὲ τῆς πόλεως ἀγαθῶν πεφρικὼς ἀκούω καὶ στένων καὶ κύπτων εἰς τὴν γῆν ,
εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ παχύδερμος ἄνθρωπος , ἔτι τὴν πέδην πεφρικὼς καὶ εἰ παριὼν ἄλλως μαστίξειέ τις ὄρθιον ἐφιστὰς τὸ
5240105 ἐστρωμενην
δέρμασιν κατερραμμένης . κλίνας δὲ δύο , τὴν μὲν τρυφερῶς ἐστρωμένην πρὸς [ τὸ ] τὴν μετὰ τὸ τεκεῖν ἀνάπαυλαν
τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν . οὗ δ ' ἂν καλῶς ἐστρωμένην κλίνην ἴδῃ , παρακειμένην τε τράπεζαν πάνθ ' ἃ
5236851 προσαγε
θερμοῦ , ἢ ἄλευρον θερμὸν ἐν μαρσυπίοις ἢ ῥάκεσιν ἀποδεσμῶν πρόσαγε πυρίαν . Μετὰ δὲ τὰ καταπλάσματα καὶ κηρωτὰς ἐπιτιθέναι
ἔχει διακρινεῖσθε : τῇ δ ' ἐμῇ δίκῃ μηδὲν ἐκείνης πρόσαγε . εἴ τί ς ' ἠδίκηκεν ὁ Πρῶτος ἢ
5235293 περιεθηκεν
Αἰγύπτου κατέστησε , καὶ πᾶσαν μὲν αὐτῷ τὴν ἄλλην βασιλικὴν περιέθηκεν ἐξουσίαν , μόνον δὴ ἐνετείλατο διάδημα μὴ φορεῖν ,
αὑτοῦ καὶ ψυχὴν μίαν , ἐπειδὴ τοῖς ἐκείνου πράγμασιν ἀσφάλειαν περιέθηκεν , ἐπεσπάσατο Πτολεμαῖον εἰς τὸ κατάγειν αὐτὸν καὶ λαβὼν
5234414 ἐξεπεμπε
ὡς δὲ ἐπὶ συμφορᾷ μείζονι , Μαικήναν μὲν ἐς Ῥώμην ἐξέπεμπε διὰ τοὺς ἐπτοημένους ἔτι πρὸς τὴν μνήμην Πομπηίου Μάγνου
ἐν τάξει συμβούλων , κωλυτὰς ἔργων γενναίων , οὐ παραινέτας ἐξέπεμπε , Φοίνικα δὲ ἐξαιρῶ τοῦ λόγου , τοιγαροῦν εὐθὺς
5218052 διαγαγων
ἀπογνοὺς οὖν τὴν τούτων δίωξιν ἐπάνεισιν ἐς Μιτυλήνην , καὶ διαγαγὼν ἐνταῦθα ἡμέρας τέσσαρας καὶ καταστησάμενος τὰ αὐτοῦ πάντα καλῶς
δύσεσι τὰς ἡμέρας ποιῶν εἰκότως ἑβδομαγέτης κέκληται : ἑπτὰ γὰρ διαγαγὼν ἡμέρας τὴν ἑβδομάδα ἀποτελεῖ . ἄναξ ] θεός .
5217594 ἐγειρων
τὴν περὶ τῶν ἰδεῶν πρῶτος ἐπιχειρήσας ὁρίζεσθαι : πάντα δὲ ἐγείρων λόγον καὶ περὶ πάντων ζητῶν ἔφθη τελευτήσας . Ἄλλοι
τε αὐτὴν καὶ ἐρεθίζων , καὶ οἷον ἐξ ὕπνου βαθέως ἐγείρων . Αἱ δὲ ἐπὶ τοῖς κωλικοῖς πάθεσιν ἢ τοῖς
5212288 ἀντετεινε
ὑποκλινθεὶς τοῖς ἀνέμοις ῥᾳδίως διεσώθη : ἡ δὲ ἐλαία ἐπειδὴ ἀντέτεινε τοῖς ἀνέμοις , κατεκλάσθη [ τῇ βίᾳ ] .
παρέδωκεν αὐτὸν ἡ Ἄτροπος , παρ ' ὅλην τὴν ὁδὸν ἀντέτεινε καὶ ἀντέσπα , καὶ τὼ πόδε ἀντερείδων πρὸς τὸ
5210507 κατεδησε
Δαρείου ἵππος ἔστεργε μάλιστα , ταύτην ἀγαγὼν ἐς τὸ προάστειον κατέδησε καὶ ἐπήγαγε τὸν Δαρείου ἵππον καὶ τὰ μὲν πολλὰ
τήν μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων , ὅς μοι ἐφορμήσας ἀνέμους κατέδησε κέλευθον , ὤρινεν δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον , οὐδέ τι
5204186 ἀποδομενος
ἀφίκοντο ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει
μὲν ἐπώλει ὧν εἰλήφει τὴν τιμήν , τὰ δ ' ἀποδόμενος οὐκ ἐβεβαίου ; εἴπατέ μοι πρὸς Διὸς ὦ ἄνδρες
5201508 ἐπιβας
Ὀδυσσεὺς ὁ τῆς Ἰθάκης κρατῶν , ἐπειδὴ τῆς αὑτοῦ γῆς ἐπιβὰς πενίαν ἐσχηματίζετο , τῶν τῆς πενίας κακῶν μετελάμβανεν ,
, ἐπειδὴ πᾶσαν τὴν ἀχανῆ καὶ ἐρήμην καὶ κενὴν χώραν ἐπιβὰς ἐκπεπλήρωκεν , ὅση πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τῶν κατὰ σελήνην
5198677 ἐτεμεν
τὸ ἄλλο μέρος τοῦ δυνατοῦ . εἰς δύο γὰρ τοῦτο ἔτεμεν , εἴς τε τὸ ὅτι , ἐὰν λάβωμεν τὴν
πόλεμος οὐδὲ εἷς ἐμφύλιος ἢ ξενικὸς τὰ φυτὰ ταῦτα πώποτε ἔτεμεν , ἀλλ ' ἀφ ' οὗ τὸ πρῶτον αὐτὰ
5194903 ἐφυλασσε
, ταύταις δὲ ἦν μῆλα χρυσᾶ ἐπὶ μηλέας , ἣν ἐφύλασσε δράκων , ἐφ ' ἃ μῆλα καὶ Ἡρακλῆς ἐστρατεύσατο
, Μασσανάσσης δέ , τὸν λόφον τῶν πολεμίων περιταφρεύσας , ἐφύλασσε μηδεμίαν αὐτοῖς ἀγορὰν ἐσφέρεσθαι . οὐδ ' ἄλλως ἐγγὺς
5192383 προσεταττεν
. Τῶν δὲ ἀλόγων ζῴων τὴν γένεσιν τοῖς στοιχείοις ἐξάγειν προσέταττεν : καὶ τὸ πρόσταγμα φύσις ἦν καὶ δύναμις .
καὶ πονηρῶν ἐπίσταται ἑαυτόν . οὐ γὰρ ἂν τοῦτο πρῶτον προσέταττεν ὁ Ἀπόλλων ὡς χαλεπώτατον ἑκάστῳ , γνῶναι ἑαυτόν .
5191423 γυμνωσαντες
κρανέας ἐπίουρον ἐμβάλῃς , καὶ γῆν ἐπισωρεύσῃς . Τινὲς δὲ γυμνώσαντες τὰς ῥίζας τὰς ἁδροτάτας αὐτῶν καὶ μεγίστας καὶ διελόντες
ζητοῦσιν . Ἐὰν δὲ μετὰ ταῦτα ἀκαρπῇ τάς τε ῥίζας γυμνώσαντες παραδιδόασι τῷ χειμῶνι καὶ τὰς ἄλλας κολάσεις προσφέρουσι τὰς
5183172 ἐντεινας
συναρπάσαντες ἔδησαν πρὸς τὸν κίονα , καὶ λαβὼν μάστιγα Τεῖσις ἐντείνας πολλὰς πληγὰς εἰς οἴκημα αὐτὸν καθεῖρξε . καὶ οὐκ
ἔδησαν πρὸς τὸν κίονα , καὶ λαβὼν μάστιγα Τῖσις , ἐντείνας πολλὰς πληγάς , εἰς οἴκημα αὐτὸν καθεῖρξε . καὶ
5182860 ἐνεκυρσε
εἰδόμενοι φύλλοισιν ὑπὸ πνοιῇς ἀνέμοιο σευομένοις : ἀγαθὸς δὲ κακῇ ἐνέκυρσε κελεύθῳ πολλάκις , οὐκ ἐσθλὸς δ ' ἀγαθῇ :
τὴν ταχίστην τὸν στρατὸν ὡς ἐς τὴν Σκυθικὴν ἀπίκετο , ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι τῶν Σκυθέων , ἐντυχὼν δὲ ἐδίωκε
5182575 τριστοιχει
, ἀμερμερεί . Ἔτι τὰ εἰς χει οἷον ἀμαχεί , τριστοιχεί . Αὐτολεξεί , αὐτοψεί : παροκί δὲ Ι γράφεται
νηνεμεί ἀτρεμεί ἠρεμεί ἀναιμεί πανδημεί αὐτολεξεί ἀμερεί ἀμερμηρεί ἀμαχεί παμμαχεί τριστοιχεί . τὸ πρωΐ οὐκ ἐναντιοῦται . ἀκαρῆ : :
5182066 οἰῃς
πόλιν ἐν τῷ περὶ Ἡρακλέους λόγῳ , εἴπερ „ ἓξ οἴῃς σὺν νηυσὶ ” καὶ ἀνδράσι παυροτέροισιν Ἰλίου ἐξαλάπαξε πόλιν
ὅς ποτε δεῦρ ' ἐλθὼν ἕνεχ ' ἵππων Λαομέδοντος ἓξ οἴῃς σὺν νηυσὶ καὶ ἀνδράσι παυροτέροισιν Ἰλίου ἐξαλάπαξε πόλιν ,
5181717 ἀραμενους
μελλόντων ἐλπίδας . ἦν δὲ αὐτοῖς ἐπεσταλμένον ὑπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀραμένους ῥῖψαι ἡμᾶς εἰς τὴν θάλασσαν : ὅπερ εἰ ἐγένετο
τὴν πόλιν ταύτην ἐξαιρετέα πάσῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ τὸν πόλεμον ἀραμένους ἢ μηδὲ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς ἔτι καὶ τῶν ταύτης
5180160 διεφθειρεν
ἔκειντο καθεύδοντες , ἐπελθοῦσα Τόμυρις δυσκινήτως ἔχοντας Πέρσας αὐτῷ Κύρῳ διέφθειρεν . Ὅτι Ἕλληνες νικήσαντες ἐν Σαλαμῖνι βουλεύονται πλεῖν ἐφ
ἐκ παιδὸς τὸ μειράκιον ἐν τρυφῇ καὶ γυναικείοις ἐπιτηδεύμασι συνέχων διέφθειρεν αὐτοῦ τὴν ψυχήν . Ὅτι ὁ Ἀντίοχος ἀνὴρ ἐφάνη
5176334 ἠγοραζε
: σιωπῶ γάρ . Σχολαστικὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ ἀποθανούσης σορὸν ἠγόραζε καὶ περὶ τῆς τιμῆς ἐζυγομάχει . τοῦ δὲ πωλοῦντος
ὧν τὰ τῆς πόλεως πράγματα χρημάτων ἀπέδοτο , τούτων πόρνας ἠγόραζε καὶ ἰχθῦς περιιών . καὶ ὁ μὲν τὸν υἱὸν
5176021 ἐφισταμενος
τὸν αὐτὸν ἔχει λόγον τῷ δανείῳ . ὅθεν τοῖς νοσοῦσιν ἐφιστάμενος καὶ ἀπαιτῶν κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ
διακονίας δι ' αὐτοῦ ἐγίνετο : κατὰ γὰρ τὰς εἰσόδους ἐφιστάμενος οὓς μὲν εἰσῆγεν , οὓς δ ' ἀνέκλινεν ,
5175733 ὑστε
τιθέμενος , ἰδιωτικοῦ σκάφους ἐπιβὰς ἐς Ῥόδον διέπλευσεν : ὅθεν ὕστε - ρον ἐξαιτούμενος ὑπὸ τοῦ Σύλλα , Ῥοδίων ἔτι
γὰρ παντελῶς τῆς κοιλίης , οὐδ ' ἐν τρισὶν ἡμέρῃσιν ὕστε - ρον πάλιν πλήρεις γίνονται . Τί οὖν ἄρα
5173052 πειρων
δὲ ὁρᾷ τὴν Μιλησίαν καὶ ἐρᾷ αὐτῆς , καὶ πέμπει πειρῶν πεντακισχιλίους καὶ μυρίους αὐτῇ χρυσοῦς , καὶ εἰ πλέον
δὲ ἀπὸ Θησέως , ἐπειδὴ ἐπιθέμενος τῇ Λυκομήδους ἀρχῇ καὶ πειρῶν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἐκεῖ κατακρημνισ - θείη . ὀστρακισθῆναι
5170882 ἐκπετασας
ὁ φιλόσοφος οὗτός ἐστιν ; οὐ μὲν οὖν ἄλλος : ἐκπετάσας γοῦν τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός
ἐξιόντα , καὶ καθίσας παρὰ τὴν θύραν ἐθήρων τὰς χεῖρας ἐκπετάσας , μόνα παρεὶς τὰ πρόβατα εἰς τὴν νομήν ,
5168008 φρουρουντα
, ἀλλ ' αὐτὸν δρέψασθαι τὰ μῆλα , κτείναντα τὸν φρουροῦντα ὄφιν . κομίσας δὲ τὰ μῆλα Εὐρυσθεῖ ἔδωκεν .
Τὰ συμβάντα περὶ Κάσανδρον κατὰ τὴν Ἀττικὴν καὶ Νικάνορα τὸν φρουροῦντα τὴν Μουνυχίαν . λεʹ . Φωκίωνος τοῦ χρηστοῦ προσαγορευθέντος
5164251 ἀντερειδων
ἔπραττεν , ἀλλὰ καὶ βάλλων καὶ φυλαττόμενος βέλη καὶ ἀσπίδα ἀντερείδων καὶ διώκων στῖφος . ἐξέπλευσαν μὲν δὴ χαίροντες ἀλλήλοις
, ὑπηρέτης παρεστὼς πλατείᾳ τῇ χειρὶ ἀνατρεπέτω τὴν ὠμοπλάτην , ἀντερείδων τὴν χεῖρα τῇ ὠμοπλάτῃ , ἵνα μὴ ἐκλύηται ἡ
5161255 κερματα
ἱερὰ οἷστισι δὴ καὶ ἔδει θεῶν : ἔπειτα ἀναστρέφοντα λαβόντα κέρματα διαβαίνειν τε τὸν ποταμὸν καὶ ἀπορρίπτειν , καὶ ἕτερ
καί φασιν ὡς περιήγετο ἀεὶ νεανίσκους δύο ἢ τρεῖς ἔχοντας κέρματα τούτοις τε διδόναι προσέταττεν , ὁπότε τις προσέλθοι αὐτῷ
5157198 δονεων
ἀγῶνι σκοποῦ . Βαλεῖν ] Ῥίψειν τὸν λόγον . Παλάμᾳ δονέων ] Τῇ χειρὶ στρέφων . Ῥίψαις ] Τὸν λόγον
μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων , μακˈρὰ δὲ ῥ̄ίψαις ἀμεύσασθ ' ἀντίους . εἰ
5154775 ναυτης
ὄττοβον ἀπὸ κοινοῦ λάμβανε . θ τί οὖν , ὁ ναύτης : ὁ Ἐτεοκλῆς εἰπόντος τοῦ χοροῦ ὅτι διὰ τοῦτο
ἔχοντα , οὔτε προσέχουσιν οὔτε διαγελῶσι , λογιζόμενοι τυχὸν ὅτι ναύτης ἐστὶν ὁ ἄνθρωπος καὶ ὅτι οὐδὲν δεῖ καταγελᾶν τούτου
5151926 ἐμφραξας
καὶ παρόδους , καὶ πάντας τοὺς δυναμένους τόπους δέξασθαι δίοδον ἐμφράξας ἀνέμενε τὴν τῶν πολεμίων ἔφοδον . Ἐπαμεινώνδας δ '
, ὁποῖα δῆτά εἰσι τὰ θυροκύκλια . Καὶ τὸ στόμα ἐμφράξας μετὰ πηλοῦ , θέρμανον μεθ ' ἡμέραν πυρήν :
5150558 πεισμασι
ἢ ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί .
κωπηλασίᾳ , ἢ τῷ βιαίῳ ἀνέμῳ : πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις , ἤτοι ταῖς ναυσὶ ταῖς λεπτοκατασκεύοις . πλὴν

Back