| : σιωπῶ γάρ . Σχολαστικὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ ἀποθανούσης σορὸν ἠγόραζε καὶ περὶ τῆς τιμῆς ἐζυγομάχει . τοῦ δὲ πωλοῦντος | ||
| ὧν τὰ τῆς πόλεως πράγματα χρημάτων ἀπέδοτο , τούτων πόρνας ἠγόραζε καὶ ἰχθῦς περιιών . καὶ ὁ μὲν τὸν υἱὸν |
| τῶν ἐν αὐτοῖς διάνοιαν πεπήρωνται , ἧς βαθὺ σκότος ἀφροσύνη κατέχεεν . εἶτα νῦν θαυμάζομεν , εἰ Σωκράτης καὶ ὁ | ||
| ἔνιοι . [ , ] ἣ τὰ καταχύσματα φησὶν αὐτοῦ κατέχεεν καταχύσματα ἐκάλουν οἱ Ἀττικοὶ τὰ τραγήματα , ἃ τοῖς |
| καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι , ξανθὰς δ ' ἐκ κεφαλῆς ὀλέσω τρίχας , ἀμφὶ δὲ λαῖφος ἕσσω , ὅ κε | ||
| ὥσπερ ἀπὸ τοῦ παύσω παυσίκακος , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ὀλέσω ὀλεσίοικος . Ξ θεὸν ] τὴν Ἐριννύν . οὐ |
| κλίνεται τὸ ἁπλοῦν θήρ θηρός , οὕτω καὶ τὸ σύνθετον πάνθηρ πάνθηρος . Καν . λδʹ . Ὁ Νέστωρ λήγει | ||
| . κεφ . ιδʹ . περὶ πάνθηρος . ὅτι ὁ πάνθηρ ὡς ἐκ πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται |
| συμπίπτειν καὶ κρατεῖν τὸ ἐμπεσόν . ὁ δὲ νοῦς , ἀνελκύσας ἐπὶ τοῦ βήματος συνηγόρους ἑαυτῷ καὶ θηρευτὰς λόγων ἐρωτᾷ | ||
| τὰς ναῦς , ὅσαι μάλιστα ἐπόνησαν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος , ἀνελκύσας ἐπεσκεύαζεν . ὁ δὲ Νικίας πυθόμενος αὐτὸν προσπλέοντα ὑπερεῖδε |
| οἷα μικροῦ δεῖν περὶ ἐμοῦ ἐβουλεύσαντο . Ταῦτα μέμνημαι ἰδὼν ἀντίπαις ἔτι ὤν , ἐμοὶ δοκεῖν ἐκταραχθεὶς πρὸς τὸν τῶν | ||
| τοῦ σ παθητικὸν καὶ σημαίνει τὸ ἐξηπάτηται . παῖς καὶ ἀντίπαις διαφέρει . παῖς μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐν τῇ |
| αἰφνίδιος οὔτ ' ἄλλη τις συμφορὰ καὶ πρόφασις ἀπροσδόκητος ἐπιπεσοῦσα συνέτριψε τὰ Πύρρου πράγματα , ἀλλ ' ὁ τῆς ἀσεβηθείσης | ||
| ἔμβρωμα , οἷον τὸ ἀκράτισμα . ἀρήϊα πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . |
| ἀπαρχάς . Ὡς οὖν ὁ ἥλιος ἔδυ καὶ ὁ πρεσβύτης προσευξάμενος ἤμελλε τῶν καρπῶν ἅπτεσθαι καὶ τὰ φύλλα μετακινῶν οὐ | ||
| τὰ δένδρα αὐαίνηται , τηνικαῦτα ὁ ἱερεὺς τοῦ Λυκαίου Διὸς προσευξάμενος ἐς τὸ ὕδωρ καὶ θύσας ὁπόσα ἐστὶν αὐτῷ νόμος |
| Ἀλόης # α , ἀψινθίου χυλοῦ # γ , σκίλλης ἐγκαρδίου # α . τὴν σκίλλαν ἐμβαλὼν ζύμῃ καὶ ὀπτήσας | ||
| Ἀλόης # β , ἀψινθίου χυλοῦ # γ , σκίλλης ἐγκαρδίου # α : τὴν σκίλλαν ἐμβαλὼν εἰς ζύμην καὶ |
| ποιῶ συγκείμενα διὰ τῆς οι διφθόγγου γράφονται : σιτοποιός : ἀρτοποιός : ὀψοποιός . Φωνὴ παρὰ τὸ φῶς καὶ νοῦς | ||
| , παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ ' ἄρτου ἀρτοποιός ἀρτοκόπος , κανοῦν ἀρτοφόρον , ἀρτοσιτεῖν . ἄρτοι ζυμῆτες |
| ” . μισολάμαχος ] μισοπόλεμος . φιλοπόλεμος γὰρ ἦν ὁ Λάμαχος στρατηγὸς ὤν . † ἀκολαμάχου † : ἀλλοτρία τῶν | ||
| ἀπὸ Παιήωνος , ἰατροῦ παλαιοῦ . ἕκαστον δὲ ὧν ὁ Λάμαχος λέγει τρέπει οὗτος εἰς παιδιάν . Παιώνια ] ἑορτὴ |
| Χρεμύλου καὶ τῆς Πενίας ἐστὶ πραγματική . ἔμπορος : ὁ πραγματευτής , κυρίως δὲ ἄνθρωπος ὁ πλέων θάλασσαν , παρὰ | ||
| : Ἐλθών . . ἦλθον . . ἔμπορος : Ἤγουν πραγματευτής . . . Πραγματευτὴς , κυρίως ὁ κατὰ θάλατταν |
| κοπέντων καὶ χυλιϲθέντων καὶ διηθέντοϲ τοῦ χυλοῦ διὰ ῥάκουϲ . βλητέον δὲ τοῦ μὲν χυλοῦ # δ μέλιτοϲ δὲ # | ||
| , ὡς προείρηται , διηθητέον , ἢ σάνδυκος δραχμὰς δʹ βλητέον . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ὦ |
| ἢ χολὴν ταύρου τριπτὴν περιπλάσσειν πτερῷ , καὶ ἐς ἄλειφα ἐμβάψας αἰγύπτιον , προστιθέναι : ἢ κυκλάμινον ὅσον ἀστράγαλον ξὺν | ||
| τριωβολιαίους ἐν ὀξυμέλιτι κυάθους γ καὶ δίδου καταπότια εἰς ἄπεφθον ἐμβάψας μέλι . Ἐπίθεμα τὸ διὰ σπυράθων σπληνικοῖς , ὑδρωπικοῖς |
| ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου λάκκον αὐτὴν εἰπόντος πῶς ; ἔφησεν : ἢ ὅτι δύο | ||
| πτέρυξις . λαχήνας : ὀρύξας , σκάψας Βόθρον : , λάκκον . δέμας : σῶμα . εὐνήν : κοίτην . |
| ὡς ἐγένοντο κατὰ τὸν τόπον , ἔμελλον εὐξάμενοι καθήσειν . Ἔτυχε δέ τις ἐρῶν αὐτῆς τῶν συμπλεόντων , οὐκ ἀγεννὴς | ||
| ταῦτα συνέθεντο καὶ πίστεις ἔδοσαν ἀλλήλοις ἐπί τινος ἱεροῦ . Ἔτυχε δὲ κατόπισθε τοῦ βωμοῦ ἔνθα συνετίθεντο ἀνὴρ Μῆδος ἀναπεπτωκὼς |
| οἶδ ' , ἣν Φλέγραι Γίγαντες ἔστησαν θεοῖς . ἐνταῦθα Γοργόν ' ἔτεκε Γῆ , δεινὸν τέρας . ἦ παισὶν | ||
| . ἐν τῇ ἀσπίδι δὲ ἐντετύπωτο ἡ Γοργών . Γ Γοργόν ' ] ἤγουν τὴν ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος |
| Δανάη , ἀφ ' ἧς Περσεύς . τὴν δὲ Εὐρώπην Τυρίαν εἶπεν , ἐπειδὴ ἡ Εὐρώπη ὑπὸ Διὸς ἁρπασθεῖσα ἐκεῖθεν | ||
| ἀληθὲς ἔχει ὧδε . ἀνὴρ Κνώσιος ὀνόματι Ταῦρος ἐπολέμει τὴν Τυρίαν χώραν . τελευτῶν οὖν ἐκ Τύρου ἥρπασεν ἄλλας τε |
| ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ κειμένη , ἔνθα κεχάρακται Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος . πρὸς γὰρ ταῖς Μελιτίσι πύλαις καλουμέναις ἐστὶν ἐν | ||
| Λεοντίδος φυλῆς . Καλλίμαχος δὲ πόλιν ἡγεῖται . ὁ δημότης Ἁλιμούσιος . τὰ τοπικὰ Ἁλιμουντόθεν Ἁλιμοῦντάδε Ἁλιμοῦντι . Ἄλινδα , |
| Πλάτων διάλογον . πλέοντος δ ' αὐτοῦ εἰς Σικελίαν ἐτελεύτησεν ναυαγήσας ἐτῶν Ϛʹ , σοφιστεύσας ἔτη μʹ . Πρόδικος . | ||
| γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ Ἀσωπόδωρος ἐν Ὀρχομενῷ ἐξερρίφη . ἅ νιν ἐρειδόμενον |
| κουρίδας τε φοινικέας καὶ κωρίδας καμπίλας . Ὅτι τὸν ἐπίπλουν Φιλέταιρος ἐπίπλοιον εἴρηκεν . ἀπέχεις ἤδη τὸν ἐπίπλουν , ἵν | ||
| , κρόμμυ ' , ἅλας , ἔλαιον , τρυβλίον . Φιλέταιρος Οἰνοπίωνι : ὁ μάγειρος οὗτος Πατανίων προσελθέτω . καὶ |
| ἀμπυκώμασιν ἀμύνανδρον ἀμύνασθαι ἀμυχρόν ἀμυχνόν ἀμυγνόν ἀμφώβολα ἀνακαλπάζει καλπάζει ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον | ||
| . Θουκυδίδης τετάρτῃ . ἀρσενικῶς παρὰ Σοφοκλεῖ . τὸ ἐθνικὸν Ἀνακτόριος καὶ Ἀνακτορία ἡ γῆ καὶ Ἀνακτοριεύς . Σοφοκλῆς δέ |
| , στλεγγίδια χρυσᾶ τέσσαρα . τῇ Δεινιάδου δὲ αὐλητρίδι Βρομιάδι Φάυλλος καρχήσιον ἀργυροῦν Φωκαέων καὶ στέφανον χρυσοῦν κιττοῦ Πεπαρηθίων . | ||
| τὴν ἐκ τοῦ κέρδους λυσιτέλειαν . ὁ δ ' οὖν Φάυλλος μετὰ τῆς δυνάμεως ἐστράτευσεν εἰς τὴν Βοιωτίαν καὶ περὶ |
| Μεσσήνην , Ἱέρων μὲν ἐπὶ τοῦ λόφου τοῦ καλουμένου Χαλκιδικοῦ κατεστρατοπέδευσεν , οἱ δὲ Καρχηδόνιοι τῇ πεζῇ στρατιᾷ παρενέβαλον εἰς | ||
| τοῦ τείχους καὶ διὰ τῆς Ἀχραδινῆς πορευθεὶς εἰς τὴν ἀγορὰν κατεστρατοπέδευσεν , οὐδενὸς τολμῶντος ἐπεξιέναι . ὁ δὲ σύμπας ἀριθμὸς |
| ” καὶ οἱ μὲν κατέφαγον τὰ σῦκα . τῇ δὲ τακτῇ ὥρᾳ ὁ δεσπότης λουσάμενος καὶ ἀριστήσας , εὐπέπτως ἔχων | ||
| ἐλθεῖν , ἅμα δὲ καὶ τὸν Αἴσωπον . τῇ οὖν τακτῇ ὥρᾳ ἐλθόντες κατεκλίθησαν ἐν τῷ δείπνῳ . καὶ τῶν |
| τὴν Ὄλυνθον ἐκπέμπουσιν . Ὁ δ ' Ἀγησίλαος ἤδη μὲν ὑπερέβαλε τὸν χρόνον , ὅσου ἐλέγετο ἐν [ τῇ ] | ||
| ἐσπουδάκει τὰ κατασκευάσματα φιλοτίμως , ὥστε καὶ πλοίων πλήθει πάντας ὑπερέβαλε . τὰ γοῦν μέγιστα τῶν πλοίων ἦν παρ ' |
| . . . : Ἀσκάλων , πόλις Συρίας πρὸς τῇ Ἰουδαίᾳ . Ξάνθος ἐν τετάρτῃ Λυδιακῶν φησὶν , ὅτι Τάνταλος | ||
| τοῦ περιβόλου χώρα ἔρημος ἡ πλείστη καὶ μάλιστα ἡ πρὸς Ἰουδαίᾳ : ταύτῃ δὲ καὶ ἐγγυτάτω ἐστὶ τριῶν ἢ τεττάρων |
| προσώπου μὴ ἐμφαινομένου . ἔστι δὲ τοῦ αἰπόλου τὸ ὄνομα Κομάτας Εὐμάρα τοῦ Συβαρίτου νέμοντος αἶγας , τοῦ δὲ ποιμένος | ||
| ὃς Θουρίου Σιβύρτα νέμει θρέμματα . ἔχει δὲ ὁ μὲν Κομάτας κόρην ἀγαπωμένην Ἀλκίππην τοὔνομα , ὁ δὲ Λάκων ἐρώμενον |
| ' ὧν , ἴσως δὲ καὶ τυρόκνηστιν , ἣν καὶ κύβηλιν καλοῦσιν . ὃ δὲ νῦν ταγηνοστρόφιον , οἱ πάλαι | ||
| διὰ τριῶν ποτηρίων με ματτύης εὐφραινέτω . ὁρῶ μαγείρου καὶ κύβηλιν καὶ σκάφην . ὁ νακοτίλτης γεγενείακεν βασίλισς ' ἔσει |
| . ὅτι Ἀριούιστος , Γερμανῶν βασιλεὺς τῶν ὑπὲρ Ῥῆνον , ἐπιβαίνων τῆς πέραν Αἰδούοις ἔτι πρὸ τοῦ Καίσαρος ἐπολέμει , | ||
| οἱ δὲ ἄλλοι φρύγανα ἐμβάλλουσι καὶ ξύλα ὤκιστα , ὧν ἐπιβαίνων , εἰλημμένος τε τοῦ ποδὸς μάλα ἐγκρατῶς τε καὶ |
| . παρῄνει γε μὴν ἔτι τέχνῃ καὶ ἀνεξικακίᾳ μᾶλλον ἢ φανερᾷ θρασύτητί πω χρῆσθαι . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐπαινέσας καὶ | ||
| ' οὐκ ἔστι μὲν ὅτε τις ἡμῶν κενούμενος ἐν ἐλπίδι φανερᾷ τοῦ πληρωθήσεσθαι καθέστηκε , τοτὲ δὲ τοὐναντίον ἀνελπίστως ἔχει |
| αὐτὸς εἰς ἐκεῖνον , ἀμφότεροι σιωπῆι . φθάνει δὲ βαλὼν Ἀριαῖος ὁ Κύρου φίλος βασιλέα , καὶ οὐκ ἔτρωσε . | ||
| ἄλλοις ἐπισιτιζομένοις . ἐπειδὴ δὲ ἔστησαν εἰς ἐπήκοον , εἶπεν Ἀριαῖος τάδε . Κλέαρχος μέν , ὦ ἄνδρες Ἕλληνες , |
| καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ | ||
| καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ * |
| τῶν προβάτων ἀγέλην κράτιστος νέμειν ; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ποιμήν . Οἱ τοῦ ποιμένος ἄρα νόμοι ἄριστοι τοῖς προβάτοις | ||
| ἔστι δὲ καὶ χωρίον Κυζίκου . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως . Ποιμήν , ὄρος τῆς Ποντικῆς , ἀφ ' οὗ καταρρεῖ |
| ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ στρατοῦ ἤγουν ὁ ἄγγελος φέρει ἡμῖν , ὦ | ||
| . θύνοντας : ὁρμῶντας . ἐπίσκοπος : ἐπιτηρητὴς , ὁ ἐπιτηρητὴς τῆς παλαίστρας . Κομιδῆς : καὶ ἐπιμελείας . μέληται |
| σταφίς ἀσταφίς . εἰρῆσθαι ὁ καταβάλλων . . . . βλήτροισι : βλῶ βλήσω βέβληται βλῆτρον , ὡς πέπληκται πλῆκτρον | ||
| γόμφοις . ὁ δὲ Ἀπίων * * * „ κολλητὸν βλήτροισι , δυωκαιεικοσίπηχυ „ . βοάγρια Μ . π . |
| ἔφαμεν , τὸ συνεληλασμένοι , ἐνδεῆσαν του ς , ἀναγκαίως ἀνεβίβαζε τὸν τόνον , τὸ δεσπότης , τὸ ἐργάτης . | ||
| ὃν τρόπον καὶ ἄλλα μόρια , ἐνδεήσαντα τοῦ ς , ἀνεβίβαζε τὸν τόνον , δεσποστής δεσπότης , ἐργαστής ἐργάτης , |
| τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολήν . ὁ δὲ Σικελίας τύραννος Διονύσιος ξυστίδα καὶ χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ περόνῃ μετελάμβανε τραγικόν . Ἀλέξανδρος | ||
| οἱ ἁ μεγάλοιτος ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν |
| Καρχηδονίων μεθ ' ἱππέων χιλίων καὶ διακοσίων . Ὅτι ὁ Ψευδοφίλιππος περιβοήτῳ μάχῃ νικήσας Ῥωμαίους ἐξετράπη πρὸς ὠμότητα καὶ παρανομίαν | ||
| μετὰ τῶν ἱππέων καὶ πρὸς Καικίλιον ἀπεχώρησεν . ὁ δὲ Ψευδοφίλιππος ἐπὶ τοῖς πραχθεῖσιν ἀγανακτήσας τήν τε γυναῖκα καὶ τὰ |
| παρήγγελλεν ἀπέτρεψαν , ἔκτεινε πάντας : ἐν δὲ ἱερῷ πυρὰν νήσας καὶ κλίνην ἐπιθεὶς ἐπὶ τῇ πυρᾷ , παρευωχήθη σὺν | ||
| κρύψει τὸν Εὐρυπύλου νεκρὸν σωρηδὸν ἐπ ' αὐτῷ τοὺς νεκροὺς νήσας . ιαʹ . Ἡ διεκπαίουσα τοῦ ποταμοῦ ναῦς ὑπὸ |
| δὲ χρὴ τοιάδε : Ψυχή , Θυμός , Πόρπαξ , Στύραξ , Λογχή , Λόχος , Φρουρά , Φύλαξ , | ||
| . φύεται ἐν ὀρεινοῖς χωρίοις καὶ προσηνέμοις καὶ πλατανώδεσιν . Στύραξ δάκρυόν ἐστι δένδρου ὁμοίου κυδωνίᾳ : διαφέρει δ ' |
| Φρυγίας χωρίον ὄνου ὦτα καλούμενον λέγει ὑπὸ Μίδου ληφθῆναι . Μέλιτι καταπάττων ἑαυτόν : ἐπὶ τοῦ μαλακίᾳ καλλωπιζομένου . Νῷ | ||
| . . . . . . δραχ . ιβʹ . Μέλιτι ἀρκοῦντι ἀναλάμβανε καὶ χρῶ . Ἐπὶ δὲ τῶν ὑπὸ |
| τοῦ βίου συνῆψέ τις μόνοις ἀνάγκης θεσμὸς οὐχ ὁρώμενος . Εὔφρων δέ , οὗ καὶ πρὸ βραχέος ἐμνήσθην , ἄνδρες | ||
| κρέας : Μητρᾶς ὁ Χῖός ἐστι τῷ δήμῳ φίλος . Εὔφρων δ ' ἐν Παραδιδομένῃ : οὑμὸς διδάσκαλος δὲ μήτραν |
| Μεγαρέων ἢ Αἰγιέων οὐδεὶς λόγος , εὐδοκιμεῖ δὲ τὰ νῦν Γρυλλίων μόνος καὶ κατέχει τὸ ἄστυ , καὶ πᾶσα αὐτῷ | ||
| πρὸς ἑταίρους πρόφασιν ἐπὶ κῶμον τινάς , ὅπερ ποιεῖν εἴωθε Γρυλλίων ἀεί . Ἀριστόδημος δ ' ἐν βʹ γελοίων ἀπομνημονευμάτων |
| Οὐρίατθος ἔκτεινε χωρὶς ὀλίγων . καὶ τὸν Τάγον ποταμὸν διαβὰς ἐστρατοπέδευεν ἐν ὄρει περιφύτῳ μὲν ἐλάαις , Ἀφροδίτης δ ' | ||
| οὗ Πινάριος ἡγεῖτο , αὐτὸς δὲ μάλα θρασέως πολὺ προελθὼν ἐστρατοπέδευεν ἐν τῷ πεδίῳ , σταδίους ὀκτὼ μόνους ἀποσχὼν ἀπὸ |
| δὲ τὰ ἐκτεθλιμμένα τῶν σικύων εἰς παρακειμένην λεκάνην βάλε : σωρεύσας δ ' ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ κατατετμημένα ὕδατί τε | ||
| . μετὰ δὲ ταῦτα οὗτος μὲν πολλοὺς τῶν πολεμίων νεκροὺς σωρεύσας αὐτὸς ἡμιθανὴς ἐκ τῆς νεὼς ὑπὸ τῶν ἰδίων ἀπηνέχθη |
| λήξεως . τίς γὰρ οὕτω τῶν γεγηρακότων τῆς θεῶν τιμῆς ἐξήρτητο ; τίς οὕτως ἐνθέως προφητῶν τε καὶ ἱερέων πρὸς | ||
| . τὸν γὰρ λευκὸν ἱμάντα ἐξ οὗ ἡ ἀργυρᾶ λήκυθος ἐξήρτητο , Σπαρτιάτην γραπτὰν ἔφη κύρβιν ἢ Σπαρτιᾶτιν σκυτάλην . |
| . Δικιός ἐστιν ὁ ἐκ τοῦ τὸ δίκαιον ἀγαπᾶν . Δημοκράτης : ὁ τὸ δῆμον κρατῶν . Δικανικός : διὰ | ||
| καὶ Ἠλεῖος Κριάννιος , οὗτος μὲν ὅπλου λαβὼν νίκην , Δημοκράτης δὲ ἀνδρῶν πάλης : ἀνδριάντας δὲ τοῦ μὲν Μιλήσιος |
| χηραμούς τε καὶ φωλεοὺς ἕρπουσαι . ὁ γοῦν ἀνιστάμενος οὔτε ἐμβαίνει τινὶ αὐτῶν οὔτε περιπίπτει . . : . , | ||
| παρ ' ὠκίμων πέταλα καὶ θριδακινίδων εὐόσμων τε σελίνων βοῦς ἐμβαίνει μέγας γαλῇ χιτώνιον ἀπεμυθήσω γελάσιμον διατράμιν δυσόμοια λελεπασμένον ὁμοπτέρους |
| περάασκε καθήμενος , ἄτρομος ἦτορ , ἀείδων , καὶ πότμον ὑπέκφυγε ληϊστήρων Ταιναρίῃ τ ' ἐπέλασσεν ἐπὶ προβολῇσι Λακώνων . | ||
| ἀσεβείας γράψασθαι Δηοῦς μύστιδος ὢν πρόπολος , ἀλλὰ πιὼν ἀκόνιτον ὑπέκφυγε : τοῦτ ' ἀκονιτὶ ἦν ἄρα νικῆσαι συκοφάσεις ἀδίκους |
| , εἶπεν ὁ Νάναρος . Τί οὖν , ἔφη ὁ ἄγγαρος , ἐμοῦ πυνθάνῃ ; Μικρὸν δὲ διαλιπὼν , Οὗτός | ||
| ἡ πρώτη ὀξεῖα , καὶ τοῦτο τραγικώτερον τὸ ὄνομα . ἄγγαρος : ὁ νωθρός : λέγεται δὲ παρὰ τοῖς βαρβάροις |
| ἔφη πρὸς ἑαυτόν : ” ἄθλιος ἔγωγε , ὃς ἕτερον θηρεῦσαι βουλόμενος ἔλαθον αὐτὸς ἀγρευθεὶς εἰς θάνατον . „ οὕτως | ||
| παιδείας ἡ χάρις , ὥστε κύριός ἐστιν ὁπόσους ἂν ἐθέλῃ θηρεῦσαι : ἐφ ' ὅσων γὰρ ἂν φθέγξηται , τοσούτους |
| ἡ χώρα οὕτω . Τούτους τινὲς Τάους καλοῦσιν , ὡς Σοφαίνετος ἐν τῇ Ἀναβάσει φησί . . . . . | ||
| . . : Χαρμάνδη , πόλις πέραν τοῦ Εὐφράτου . Σοφαίνετος ἐν Κύρου ἀναβάσει : Ἐπὶ δὲ Βαβυλωνίαις πύλαις πέραν |
| τουτέστιν ὁ βουλόμενος Θύρσιν ὑπογραφέτω , ὁ θέλων Ὠιδήν : Θύρσις γάρ ἐστιν ὁ ποιμὴν ὁ αὐλῶν , ᾠδὴ δὲ | ||
| τρὶς καὶ κισσύβιον ἥδιστον , ὃ καί . Θεοκρίτου Θεοκρίτου Θύρσις ἢ Ὠιδή : τουτέστιν ὁ βουλόμενος Θύρσιν ὑπογραφέτω , |
| Χελώνης θαλαττίας ἀποτμηθεῖσα ἡ κεφαλὴ βλέπει καὶ καταμύει τὴν χεῖρα προσάγοντος : ἤδη δ ' ἂν καὶ δάκοι , εἰ | ||
| Λακωνικόν . Ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς , οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος , καὶ σπεῖσαν ἐκ χρυσῆς φιάλης γάλα , πάλιν |
| αὐτοῦ πᾶσαν ἀνατρέψαντα : ἐν δὲ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ Ἀγαθοκλέους τοῦ Οἰνάνθης υἱοῦ , ἑταίρου δὲ τοῦ Φιλοπάτορος βασιλέως Φίλωνα . | ||
| εἰς ῥάκος ἐπιτίθει κατὰ τοῦ στομάχου καὶ τῆς κοιλίας . Οἰνάνθης , ὀμφακίου , ῥόδων ἄνθους , μαστίχης , ἀλόης |
| παρασκευὴν ἀξιόχρεων , χωρεῖ πρὸς τὴν Ἀρμενίαν , κἀκεῖ τῷ Ναρσῇ συμμίξας διαφθεί - ρει μὲν αὐτοῦ τὸν στρατὸν , | ||
| ἐπεὶ μηδὲ ἀξιόμαχοι αὐτοῖς ᾤοντο εἶναι . τούτων δὲ τῷ Ναρσῇ ἀπηγγελμένων , ἤσχαλλε μὲν ὅ γε καὶ ἐδυσφόρει ἐπὶ |
| δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον , οὐδέ τι κῦμα εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι . τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδας ' | ||
| . τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κλαῖ ' ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς , αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν |
| . μὴ χρυσία τῆς μητρός , μὴ δάνεια τοῦ πατρὸς κομιούμενος . μακαρία Φιλῶτις : [ τοῖς ] εὐμενεστέροις ὄμμασιν | ||
| ῥᾴδιον ὅτι ὡμολογούμεθα εἶναι θυγατριδοῖ Κίρωνος . Ἧκον γὰρ ἐγὼ κομιούμενος αὐτὸν ὡς θάψων ἐκ τῆς οἰκίας τῆς ἐμαυτοῦ , |
| Ἔστι δὲ ὁ πᾶς περίπλους αὐτοῦ ἀπὸ Καρπέλλης ἄκρας εἰς Ἀλαμβατὴρ ἀκρωτήριον σταδίων ͵δψʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀλαμβατὴρ ἀκρωτηρίου | ||
| ὁ καλούμενος Παράγων , διήκων μέχρι τοῦ ἀκρωτηρίου τοῦ καλουμένου Ἀλαμβατὴρ , καὶ τῆς νήσου τῆς καλουμένης Ζίβης . Τὰ |
| , Ξενοφῶν δὲ βούλιμον . καὶ Ἀριστοφάνης τὸν Πειραιᾶ μὴ κεναγγίαν ἄγειν . Ἡ δὲ τροφὴ ἄρτοι κρέα , ἄλφιτα | ||
| τὸ ῥῆμα πεινῆν . Πλάτων δ ' ὁ κωμικὸς καὶ κεναγγίαν εἴρηκεν , Ξενοφῶν δὲ βούλιμον . καὶ Ἀριστοφάνης τὸν |
| κρείσσους ὄντες , διέφευγον αὐτοὺς οἱ πολέμιοι ὑποκρίνοιντο : τὸ ξύνθημα . παιωνισμός : τὸν παιονισμὸν βουλγαρισμὸν εἰ γράφεις , | ||
| ὕδρας . δράκοντας δὲ εἶπεν εἶδος ἀντὶ εἴδους παραλαβών : ξύνθημα : ἀντὶ τοῦ σημεῖόν τι ἴδιον † ἐπιγινώσκουσιν ὑπὲρ |
| ἐνιαυτῷ Ῥωμαίοις παρέδοσαν , τήν τε φρουρὰν τὴν ἐν αὐτῇ κοιμωμένην εὑρόντες κατέσφαξαν πλὴν ὀλίγων , οἳ ἔτυχον ἀφυστεροῦντες , | ||
| τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας , ἥτις ἐπιστραφεῖσα † δὰξ εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν |
| μέρους , ὅπερ ἐστὶν ἐν δεξιᾷ παραγωγῇ . ἡ δὲ ὁμοιόστομος ἐν τῇ πορείᾳ διφαλαγγία , ἥτις τοὺς ἡγεμόνας ἑκατέρας | ||
| πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ ἀντίστομος καὶ ἑτερόστομος καὶ ὁμοιόστομος . Ἀμφίστομος μὲν οὖν φάλαγξ καλεῖται ἡ τοὺς ἡμίσεις |
| ὕδατι ἀναλαβὼν χρῶ . Πομφόλυγος ἀπλύτου . . κοχλιάρια Ϛʹ ὀποβαλσάμου . . . . . κοχλιάριον αʹ μέλιτος . | ||
| κηροῦ λευκοῦ τὸ ἀρκοῦν , ὥστε σύστασιν ὑγροτέραν ἔχειν : ὀποβαλσάμου γογ . Κόστου γοβ . κασίας , καρποβαλσάμου , |
| παρούσῃ ἐξείη ἄλλοσε χρῆσθαι στρατιᾷ : καὶ ἅμα ταῦτα λέγων ἀπῆγε τὸ στράτευμα , φρουροὺς ἐν ταῖς ἄκραις καταλιπών . | ||
| ἡγούμεσθ ' εὖ κἀνδρείως πολλῷ πάντων προέχοντες . τὸν δέλφακα ἀπῆγε σιγῇ . ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . μόνος δ |
| κοιλίην σκληρύνει : μίξις τὰ κατὰ τὴν γαστέρα σκληρύνει . Ἐλλέβορον πιόντα θᾶσσον καθαίρειν ἢν θέλῃς , λούειν ἢ φαγεῖν | ||
| σκληροτέρα ἀπὸ τῆς ψύξεως γίνεται ἡ κόπρος . κγʹ . Ἐλλέβορον πιόντα θᾶσσον καθαίρειν ἢν ἐθέλῃς , λούειν ἢ φαγέειν |
| ὁ ὑπὲρ τοῦ ψηφίσματος ὃ ἐγράψατο Ἀρχῖνος τὴν πολιτείαν αὐτοῦ περιελών . . . . . . . . . | ||
| τοῖς θεάτροις ὄχλων , διὰ μὲν τῶν ἐλευθέρων τοὺς δούλους περιελών , διὰ δὲ τῶν ἀνδρῶν παῖδάς τε καὶ γυναῖκας |
| , καὶ οὐκ ἔφασκεν ὁ Νειλεὺς ἀνέξεσθαι βασιλευόμενος ὑπὸ τοῦ Μέδοντος , ὅτι ὁ Μέδων τὸν ἕτερον ἦν τῶν ποδῶν | ||
| Κόδρου : τοῦ υἱοῦ Μελάνθου τοῦ Μεσσηνίου , πατρὸς δὲ Μέδοντος καὶ Νείλεω . οὗτος ὁ Κόδρος Δωριέων ἐπιστρατευσάντων Ἀθηναίοις |
| : τὸν ἐπί τινα ἀρχὴν πεμπόμενον οὕτως ἐκάλουν . Βάτραχος Σερίφιος : ἐπὶ τῶν ἀφώνων . Βάλλ ' ἐς ὕδωρ | ||
| , μία τῶν Σποράδων , ἐξ οὗ καὶ τὸ βάτραχος Σερίφιος . καὶ τὸ θηλυκὸν Σεριφία καὶ Σεριφαία . Σερμυλία |
| . Αὐτῆς Καρπάθου μῆκος στάδια ρʹ . Εἰς Ῥόδον ἀπὸ Καρπάθου πλοῦς στάδια ρʹ . Αὐτῆς Ῥόδου μῆκος στάδια χʹ | ||
| ͵βφʹ . Ἀπὸ Κρήτης εἰς Κάρπαθον στάδια ρʹ . Αὐτῆς Καρπάθου μῆκος στάδια ρʹ . Εἰς Ῥόδον ἀπὸ Καρπάθου πλοῦς |
| ζητῶν ἢ λείχων τὴν δρόσον τῶν ἤτοι θερόεις μέν : ἀνέστρεψεν ἐπὶ τὸν φρῦνον : θερόεις μὲν γὰρ οὗτος , | ||
| ἱδρύσασθαι καὶ ὀνομάσαι Σώτειραν , ἡνίκα Ἀστερίωνα τὸν Μίνω καταγωνισάμενος ἀνέστρεψεν ἐκ τῆς Κρήτης . ἀξιολο - γώτατον δὲ εἶναι |
| . ἀπύρους : ἀνεπιτηδείους ἐν οἴκῳ . . . . ἀπφῦς : ὁ πατὴρ πάππα , ὃ σημαίνει ἀππῦς καὶ | ||
| . αἰσθάνεται τὸ βρέφος , ναὶ τὰν πότνιαν . καλὸς ἀπφῦς . ἀπφῦς μὰν τῆνός γα πρόανλέγομες δὲ πρόαν θην |
| ἔρχεται ὁπλίτας ἔχων καὶ Ἀριστέας ὁ Χῖος γυμνῆτας καὶ Νικόμαχος Οἰταῖος γυμνῆτας : καὶ σύνθημα ἐποιήσαντο , ὁπότε ἔχοιεν τὰ | ||
| βῶλον , δικέλλῃ πᾶν μεταλλεύων γνύθος . οὗ φῖτυν ἠνάριξεν Οἰταῖος στόνυξ βουβῶνος ἐν τόρμαισι θρυλίξας δέμας . ἔγνω δ |
| προμάχων καὶ ἀκόντισεν ὀξύσχοινον : οὐδ ' ἔρρηξε σάκος , σχέτο δ ' αὐτοῦ δουρὸς ἀκωκή : οὐδ ' ἔβαλε | ||
| δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής , ἐν τῇ δ ' ἑβδομάτῃ ῥινῷ σχέτο : δεύτερος αὖτε Αἴας διογενὴς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος , |
| , ἤγουν γνωστὸς τῷ Διΐ : ἐπεὶ ὁ Ἰόλαος οὐ κατήγετο ἀπὸ τοῦ Διὸς , εἰ μή τις τὸ ἀνέκαθεν | ||
| πεντηρικῶν ξυλείᾳ , ὑπὸ δὲ ὄχλου μετὰ βοῆς καὶ σαλπίγγων κατήγετο . Ὕστερον δὲ τῶν ἀπὸ Φοινίκης τις ἐπενόησε τὴν |
| ὁμοίωϲ ἐϲτίν . Περὶ μαλακίων . Μαλάκια καλεῖται τὰ μήτε λεπίδαϲ ἔχοντα μήτε τραχὺ μήτε ὀϲτρακῶδεϲ τὸ δέρμα , ἀλλὰ | ||
| ἀναλάμβανε τῷ αἵματι καὶ τῇ χολῇ , καὶ ἀνάπλαϲϲε ὡϲ λεπίδαϲ ὀψαρίου , χρῶ δὲ ἐκ ῥιζῶν τίλλων τὰϲ τρίχαϲ |
| † Κία πρὸς τῇ Ἐφέσῳ : ἀπὸ τοῦ ἐν τῷ παραλίῳ αὐτῆς πρῶτον αὐτομάτως ἅλας πηχθῆναι . ἢ πόλις Θεσσαλίας | ||
| ὃ καλεῖται Θρᾴκιος Βόσπορος , καὶ τῇ ἐφεξῆς τοῦ Πόντου παραλίῳ μέχρι τοῦ πρὸς τὴν κάτω Μυσίαν ὁρίου , ὃ |
| ναύτας προσνηξαμένους ἀναλαβὼν ἀνέπλευσεν ὡς Διονύσιον . Ἄννων Καρχηδόνιος ἀνακομιζόμενος παρέπλει Σικελίαν . Διονύσιος τύραννος ἐξέπεμψε ναῦς ἐπ ' αὐτὸν | ||
| μὲν ὡς ὑπαξόμενος αὐτό , οὐ δεξαμένων δὲ τῶν φρουρῶν παρέπλει τὸν ποταμὸν τὸν Ὀνοβάλαν καὶ τὸ ἱερὸν τὸ Ἀφροδίσιον |
| οὗτος πολέμιος : ἐὰν δ ' ἔχῃ τι μαλακόν , ἀγγαρεύεται . κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δείλαιαι φρένες | ||
| οὗτος πολέμιος : ἐὰν δ ' ἔχῃ τι μαλακόν , ἀγγαρεύεται . Κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες |
| καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
| δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
| μὲν τὴν γῆν ἐπέπεμπεν Ὀκτάουιον , ταῖς δὲ ναυσὶν αὐτὸς ἐπέπλει . καὶ οἱ Καρχηδόνιοι τὴν ἧσσαν Ἀννίβου πυθόμενοι πρέσβεις | ||
| ναῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐνθένδε . καὶ ὁ μὲν Παρμενίσκος ἐπέπλει ἐπὶ τῆς νεώς , οὑτοσὶ δὲ αὐτοῦ κατέμενεν . |
| , ὅθεν τὰ δεινὰ τῆς τραγωδίας ἔπη . ἡ δὲ Γεραιστὸς ἀποθανόντος ἐκεῖ τοῦ Μυρτίλου Μυρτῶον πέλαγος ὠνομάσθη . ὁ | ||
| : ὅθεν τὰ δεινὰ τῆς τραγῳδίας ἔπη . ὁ δὲ Γεραιστὸς ἀποθανόντος ἐκεῖ τοῦ Μυρτίλου Μυρτῷον πέλαγος ὠνομάσθη . ὁ |
| σὺ γένωμαι , ἂν μὴ κἀγὼ ποιήσω αὐτὸ ἄλλῳ . Λιμόξηρος ὕπαρχος τὸ βῆμα αὐτοῦ ἐκέλευσε πρὸς ἀρτοκοπεῖον γενέσθαι . | ||
| ἑστὼς φαγεῖν , τοὺς δὲ ἐν τῇ προβολῇ καθήμενος . Λιμόξηρος κωμῳδίας ὑποκριτὴς τὸν ἀγωνοθέτην πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν ἄριστον ᾔτει |
| Κώνου ὁ μὲν φλοιὸϲ καὶ τὰ φύλλα παραπληϲίαϲ εἰϲὶ τῷ πίτυι δυνάμεωϲ , δριμύτερα δὲ καὶ δραϲτικώτερα . ὁ δὲ | ||
| ὡς καὶ νῦν ἀπᾴδων ἐλήλεγκται , καὶ παρέστηκε μὲν τῇ πίτυι , ἀφ ' ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος |
| προσαγορευομένοις Σάλπης . Ἄρχιππος δὲ ἐν Ἰχθύσιν ἀρσενικῶς εἴρηκεν ὁ σάλπης : ἐκήρυξεν βόαξ , σάλπης δ ' ἐσάλπιγξ ' | ||
| Τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . Ἐκήρυξεν βόαξ , σάλπης δ ' ἐσάλπιγξ ' ἕπτ ' ὀβολοὺς μισθὸν φέρων |
| Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος | ||
| καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ |
| ἐντὸς τῆς Τριτωνίδος λίμνης , ἣν ἀπὸ τοῦ σχήματος ὀνομάσαι Χερρόννησον . ἐκ δὲ ταύτης ὁρμωμένας ἐγχειρῆσαι μεγάλαις ἐπιβολαῖς , | ||
| εἴπερ ἄρα ὀρθῶς ἐγὼ λογίζομαι καὶ σκοπῶ , περὶ τοῦ Χερρόννησον ἔχειν ἡμᾶς ἀσφαλῶς καὶ μὴ παρακρουσθέντας ἀποστερηθῆναι πάλιν αὐτῆς |
| οὐδ ' ὅλως αὐτοῦ ἀφίστατο . ἰξευτὴς δέ τις τοῦτον παρατηρησάμενος κατέσχε τε καὶ κατέθυσεν . ὁ δὲ στρουθὸς μέλλων | ||
| καὶ ἐπισκεπτόμενος . τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον ἐργατῶν τις παρατηρησάμενος αὐτοῦ τὰς ἀφίξεις καὶ ὑπονοήσας τὸ ἀληθές , ἀπαλλαγέντος |
| τηγάνου πνοῇ . ὀσμὴ δὲ πρὸς μυκτῆρας ἠρεθισμένη ᾄσσει . μεμαγμένη δὲ Δήμητρος κόρη κοίλην φάραγγα δακτύλου πιέσματι σύρει , | ||
| Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος , ἐν δορὶ μέν μοι μᾶζα μεμαγμένη , ἐν δορὶ δ ' οἶνος Ἰσμαρικός : πίνω |
| δωδεκάτῃ ” εἰσὶ δὲ τοῖς Φρυξὶν ὅμοροι καὶ τῇ Καρίᾳ Τάβαι καὶ Ἴσινδα καὶ Ἄμβλαδα ” . ὁ πολίτης Ἀμβλαδεύς | ||
| ' ἱπποδάμοισι Γερηνοῖς „ . ἔστι καὶ ἄλλη πόλις Καρίας Τάβαι . καὶ τρίτη τῆς Περαίας , ἣν Ἀλέξανδρος ἐν |
| ἐπ ' αὐτόν , ἐς Πομπήιον μεθ ' ὅσων εἶχε διέπλευσε . Ῥεστίωνι δὲ οἰομένῳ μόνῳ φεύγειν οἰκέτης εἵπετο λανθάνων | ||
| ποιητής ; ὃς ἀκριβῶς οὕτως διὰ λιχνείαν καὶ τὸν πορθμὸν διέπλευσε καὶ τῶν μερῶν ἑκάστου τῶν ἰχθύων τὰς ποιότητας καὶ |
| γάρου , μέλιτος ἀνὰ # α . Κοκκία καθαρτικά . Ἀλόης # α , κολοκυνθίδος , ἐντεριώνης , σκαμμωνίας ⋖ | ||
| εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ εὐῶδες . Ἀλόης ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον , στίλβουσαν , ὑπόξανθον |
| δὲ τοῦτο κατὰ βραχὺ ἀθροιζόμενον καθ ' ἑκάϲτην ἡμέραν ἐν λάκκῳ τινὶ καὶ ἦν χλιαρὸν καὶ χλωρὸν ὄζον χαλκίτεωϲ καὶ | ||
| καὶ στρογγύλαι , ὡς αἱ ἐν Δικαιαρχίᾳ ἐν τῷ Λουκρίνῳ λάκκῳ καὶ ἐν τῷ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ λιμένι : γλυκεῖαι γὰρ |
| οὖρα , πότιζε θρίδακος σπέρματος ⋖ αʹ . Ἄλλο : Ἀλέκτορος λάρυγγα καύσας καὶ λεάνας δίδου πίνειν σὺν ὕδατος # | ||
| τοὺς λοιποὺς ἀπέτρεπε . Πολυνείκης δὲ ἀφικόμενος πρὸς Ἶφιν τὸν Ἀλέκτορος ἠξίου μαθεῖν πῶς ἂν Ἀμφιάραος ἀναγκασθείη στρατεύεσθαι : ὁ |
| δύο σταδίους , καὶ οὕτως ἀνῄρουν . Ὁ οὖν Ἰωσὴφ ἐποίμαινε μεθ ' ἡμῶν ὡς ἡμέρας λʹ , καὶ τρυφερὸς | ||
| , καὶ χάριν Ἀδμήτου Φοῖβος ὁ ἀκερσεκόμης τὰς εἰλίποδας βοῦς ἐποίμαινε , καὶ πρεσβῦτις ἀφικνεῖται πρὸς τὴν Σεμέλην ἡ τοῦ |
| ἁλοίη φρονῶν μὲν ἕτερα , λέγων δὲ ἄλλα . οὗτος Εὐδαίμονι κοινωνήσας καὶ τροφῆς καὶ μουσείων πάλαι μὲν ἐν τῷ | ||
| κόλπῳ καὶ τῇ Ἐρήμῳ Καρμανίᾳ . Τῶν οὖν ἐν τῇ Εὐδαίμονι Ἀραβίᾳ διασήμων πόλεων ἡ μὲν Δούμεθα τὴν μεγίστην ἡμέραν |
| ταύτης ῥίζα τῇ τῆς κριθῆς ῥίζῃ . Ταύτῃ μέντοι τῇ λιβανωτίδι καρδάμου τε ἐπιμίξας νεαροῦ καὶ δορκείου τὸ ἴσον κέρατος | ||
| γε ποίης λευκάδος ἠρύγγου τε τάμοις ἀθερηίδα ῥίζαν ἄμμιγα καχρυφόρῳ λιβανωτίδι : μηδ ' ἀπαρίνη μηδ ' ἔτι κουλυβάτεια περιβρίθουσά |
| οὐκ ἐγνώκει μὲν αὐτῷ τότε συμπλέκεσθαι , διὸ καὶ ἀμελῶς ἐστρατοπέδευσεν , ἐπιόντος δὲ ἤδη τῆς δυσχωρίας ὀψὲ καὶ μόγις | ||
| διὰ τοὺς ἵππους , χαράδραν δὲ ὕδατος ἐν προβολῇ θέμενος ἐστρατοπέδευσεν . ἀπορῶν δ ' ἀγορᾶς ἐς Καππαδοκίαν ἔπεμπεν ἐπὶ |
| . τὸ δὲ ἀληθὲς ἔχει ὧδε . Λυγκεὺς πρῶτος ἤρξατο μεταλλεύειν χαλκὸν καὶ ἄργυρον καὶ τὰ λοιπά : ἐν δὲ | ||
| τὸ δ ' ἀληθὲς ἔχει ὧδε . Λυγγεὺς πρῶτος ἤρξατο μεταλλεύειν χαλκὸν καὶ ἄργυρον καὶ τὰ λοιπά : ἐν δὲ |
| Ἀβδηρίτης . καὶ γὰρ τοῦ Δίολκος τὸ Διολκίτης καὶ τοῦ Ὀξύρυγχος τὸ Ὀξυρυγχίτης : καὶ ἀπὸ τῶν εἰς α οὐδετέρων | ||
| Ἀβδηρίτης . καὶ γὰρ τοῦ Δίολκος τὸ Διολκίτης καὶ τοῦ Ὀξύρυγχος Ὀξυρυγχίτης . Ἔφορος καὶ τὴν πόλιν Ἄβδηρον φησίν . |