ὥσπερ Ἰλλυριοὶ : [ Δίδυμος : ὥσπερ βάρβαροι . ] ἀνέπλασε δέ τι γένος θεῶν βαρβάρων Τριβαλλῶν ἀνώτατον , οἷον
ἐκόσμησε θεούς , ἀνθρώπους , τόπους , πράξεις ποικίλας ; ἀνέπλασε δὲ τῇ ὕλῃ τῶν λόγων καὶ ζῷα παντοῖα ,
5219599 παριστορων
φησιν Ἀνδροίτας ὁ Τενέδιος ἐν τῷ Περίπλῳ τῆς Προποντίδος , παριστορῶν ὅτι Ἄμυκος μὲν καλεῖται τὸ χωρίον , ἔχει δὲ
πελάγους Ἀλφειὸν ἥκειν . . . , ὥς φησιν Ἴβυκος παριστορῶν περὶ τῆς Ὀλυμπιακῆς φιάλης . Ἀρέθοισα : ὅτι Σικελικὴ
5114432 ἀνθεον
οἷς λέγει ἔστι δέ τις Νύση , ὕπατον ὄρος , ἀνθέον ὕλη , τηλοῦ Φοινίκης , σχεδὸν Αἰγύπτοιο ῥοάων .
, λέγων , Ἔστι δέ τις Νύση , ὕπατον κέρας ἀνθέον ὕλῃ , τηλοῦ Φοινίκης , σχεδὸν Αἰγύπτοιο ῥοάων .
4839040 ἠλιβατοι
, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι πέτραι τ ' ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα . στῆ δ ' ἄρ '
: γλαυκὴ δέ ς ' ἔτικτε θάλασσα πέτραι τ ' ἠλίβατοι , ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής . οἱ δὲ
4810588 Κωμηδων
, ἡ δ ' ἐντεῦθεν ἐπὶ τὴν ἀνάβασιν τῆς τῶν Κωμηδῶν ὀρεινῆς πρὸς ἄρκτους , ἡ δὲ τῆς ὀρεινῆς αὐτῆς
Λαμβάται , καὶ ἡ ὀρεινὴ αὐτῶν ἀνατείνει μέχρι τῆς τῶν Κωμηδῶν , ὑπὸ δὲ τὰς τοῦ Σουάστου ἡ Σουαστηνή ,
4735244 ἐβρωθη
πολυφάγον φησί . λέγουσι δὲ αὐτὸν εἶναι καὶ ἀνδρεῖον . ἐβρώθη δὲ ὑπὸ κυνῶν : ἐλθὼν γὰρ εἰς ὄρος καὶ
γεγονέναι . καταδικασθεὶς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἐθηριομάχησε καὶ προσδεθεὶς ξύλῳ ἐβρώθη ὑπὸ ἄρκτου [ τοῦτο γὰρ καὶ τῇ χειρὶ συμβαίνει
4730002 Βοσποριον
, ὑποδέχεται τῷ καλουμένῳ κέρατι : κόλπος οὗτος ὑπὸ τὴν Βοσπόριον ἄκραν , βαθὺς μὲν πλέον ἢ καθ ' ὅρμονἑξήκοντα
. Βοσπ . : περὶ μὲν οὖν τῆς ἄκρας ἣν Βοσπόριον καλοῦμεν , διττὸς κατέχει λόγος : οἱ μὲν γάρ
4715343 χειρομακτρα
” λίθος ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη , ὥστε τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι , ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ ἀποκαθαίρεσθαι
Ἀσίαι ἐπιγραφομένηι : γυναῖκες δ ' ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσι χειρόμακτρα . . . . Εὐέλγεια : πόλις * *
4687701 ἐπικοσμησαι
, ἅτε τῆς ὄψεως προξενούσης τὴν ἡδονὴν , λόγῳ δὲ ἐπικοσμῆσαι τὴν τῶν Νυμφῶν δόσιν τάχα ἄν τινος εἴη τῶν
ὁ Δωδωναῖος προσέταξεν ἐν τῆι μαντείαι τὸ ἄγαλμα τῆς Διώνης ἐπικοσμῆσαι : καὶ ὑμεῖς πρόσωπόν τε ποιησάμενοι ὡς οἷόν τε
4652711 θηρια
τὸ πυριατήριον . ἐγχώριος ἀνήρ , ἐγχώριον πρᾶγμα ἀριστητικός ἥσθημα θηρία καπνοδόκην καυχήσεται καὶ γένηται τοῖσδε σάμερον κοπίς . τὰ
ἐγώ . Τοὺς μεγίστους , ἔφη , καὶ τὰ μέγιστα θηρία , ἃ πρότερον αὐτὸν κατήσθιε καὶ ἐκόλαζε καὶ ἐποίει
4598312 χρυσῳ
γε οὐδὲ [ σπουδάζοντα ] . τὸν γοῦν Κᾶρα τὸν χρυσῷ καλλωπιζόμενον εἰς τὸν πόλεμον μάλα ὑβριστικῶς ἐλοιδόρησεν , εἰπών
κιννάβαρι ἐκλάμπειν : εὑρίσκεσθαι δὲ ὑπὸ τῶν Ἰβήρων ὁμοῦ τῷ χρυσῷ λέγεται . Φιγαλεῦσι δὲ ἀνδριάς ἐστιν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς
4515297 κυπαρισσινον
τοῦ Θεοῦ . Οἰκοδομεῖν δὲ ἐναλλὰξ δόμον λίθινον καὶ ἔνδεσμον κυπαρίσσινον , πελεκίνοις χαλκοῖς ταλαντιαίοις καταλαμβάνοντας τοὺς βʹ δόμους .
ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ : τό σφ ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθˈρον ἀμφ ' ἀνδριάντι σχεδόν , Κρῆτες ὃν τοξοφόροι
4496082 Κρεμμυων
τῶν τὴν Ἑλλάδα ἐλευθερωσάντων καὶ τὸ βασίλειον στράτευμα δουλωσάντων . Κρεμμυών : κώμη Κορίνθου . Εὔδοξος ἕκτῳ Γῆς Περιόδου .
καὶ Φαβωρῖνος . Βυζαντίων λιμὴν Βόσπορος καλεῖται . . . Κρεμμυών : κώμη Κορίνθου : . . . ἐν ᾗ
4483007 ἐξουσιαζει
, ἀλλὰ καὶ στρατηγίαι . Ὁ δὲ Ζυγὸς τὸ ζῴδιον ἐξουσιάζει χώρας Λιβύην Κυρηνίαν τε , Βακτριανὴν , Κασπίαν ,
ὅρια τῶν πέντε πλανωμένων : ἑπτὰ μὲν μοίρας πρώτιστας Ἄρης ἐξουσιάζει : καλοῦνται δὲ καὶ κινήσεις κίνδυνοί τε καὶ ἔχθραι
4477081 Ἐρυκι
ἀρίστην ἐν Κύπρῳ καὶ Λήμνῳ , ἔτι δὲ Στρογγύλῃ καὶ Ἔρυκι καὶ Κυθήροις . ἡ δ ' ΙΡΙΣ , φησὶ
ἀπώλοντο αἱ τῶν Περσῶν τριήρεις περικάμπτουσαι τὸν Ἄθω . ἐν Ἔρυκι δὲ τῆς Σικελίας , ἔνθα ἐστὶν ὁ τῆς Ἀφροδίτης
4459283 Αἰγυος
πολῖται Αἰγῦται , ὡς Παυσανίας . Λυκόφρων δὲ τὸ ἐθνικὸν Αἴγυος , τὸ θηλυκὸν λέγων οὕτως ” καὶ πάντα τλήσεσθ
Πίναμυς , πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Πιναμύτης , ὡς Αἴγυος Αἰγύτης . ὁ δὲ τύπος Αἰγύπτιος . Πίναρα ,
4449425 Νυση
περὶ τῆς Νύσης ἱστορεῖ , λέγων , Ἔστι δέ τις Νύση , ὕπατον κέρας ἀνθέον ὕλῃ , τηλοῦ Φοινίκης ,
μαρτυρῆσαι ἐν τοῖς ὕμνοις ἐν οἷς λέγει ἔστι δέ τις Νύση , ὕπατον ὄρος , ἀνθέον ὕλη , τηλοῦ Φοινίκης
4423832 κυναρα
ὑδρηλὴν κρήνῃσι καὶ ὀχετοῖσιν , ἐν δὲ τοῖς οὔρεσι πέφυκε κυνάρα καὶ βοτάνη ἄλλη , καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς :
ὑψηλὰ καὶ δασέα ὕλῃσιν , ἐπὶ δὲ τοῖσιν οὔρεσιν ἄκανθα κυνάρα . καὶ ἑξῆς : Πάρθων πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Χοράσμιοι
4398791 περικλειομενος
, οὐ γὰρ ἐφ ' ὑψηλοῦ καθήμενος ἢ χρυσαῖς ἀσπίσι περικλειόμενος ἑτέρων χερσὶ θεραπεύει τοὺς θεούς , ἀλλ ' αὐτουργεῖ
, τῷ μήκει δ ' ἐπὶ σταδίους πεντακοσίους παρεκτείνεται , περικλειόμενος δὲ κρημνοῖς θαυμασίοις τὸ μέγεθος σκολιὸν καὶ δυσέξιτον ἔχει
4362582 τετραποδα
μὲν θάλασσα ἔχει τοὺς ἰχθῦς , ἡ δὲ γῆ τὰ τετράποδα καὶ τὰ ἑρπετὰ , ὁ δὲ ἀὴρ τὰ πτηνά
, γεωργεῖν , σπείρειν , φυτεύειν , ὠνεῖσθαι δούλους , τετράποδα , οἰκοδομάς τε καὶ φρέατα ἐργάζεσθαι , ἀγαθόν τε
4354852 ὑπερπτηναι
ἡ λίμνη ἡ ἐν Σαυρομάταις , ἣν οὐδ ' ὄρνις ὑπερπτῆναι φθάνει : καὶ ἑτέρα κατὰ Μήδους , ἐφ '
τοῖς Μακεδόσιν ἀπόξυρον αὐτὴν ἁπανταχόθεν ἰδοῦσιν , ἀτεχνῶς οὐδὲ ὀρνέοις ὑπερπτῆναι ῥᾳδίαν , Διονύσου τινὸς ἢ Ἡρακλέους , εἰ μέλλοι
4348996 Βαλιον
καὶ δίδωσι Χείρων Πηλεῖ δόρυ μείλινον , Ποσειδῶν δὲ ἵππους Βαλίον καὶ Ξάνθον : ἀθάνατοι δὲ ἦσαν οὗτοι . ὡς
: ὅτι θηλυκῶς . Ὅμηρος [ Π ] Ξάνθον καὶ Βαλίον καὶ [ Ψ ] Ποσειδάων δὲ πόρ ' αὐτούς
4340877 Ἐρυθραιης
πὰρ ποταμὸν νότιοι Σκύθαι ἐνναίουσιν , ὅς ῥά τ ' Ἐρυθραίης κατεναντίον εἶσι θαλάσσης , λαβρότατος ῥόον ὠκὺν ἐπὶ νότον
Σκύλλης ἐλθεῖν αὐτῆς εἰς τὸ ἄντρον ἢ κόγχου δωρήματα φέροντα Ἐρυθραίης ἀπὸ πέτρης , ἢ τοὺς ἀλκυόνων παῖδας ἔτ '
4335890 ἱππηας
στρατείαν μετὰ πολλοῦ κόσμου καὶ τάξεως τοῖς πεδίοις προσιοῦσαν , ἱππῆας μὲν πρῶτα σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν , πεζοὺς δ
: ὣς Ἕκτωρ λαιψηρὰ πόδας καὶ γούνατ ' ἐνώμα ὀτρύνων ἱππῆας , ἐπεὶ θεοῦ ἔκλυεν αὐδήν . οἳ δ '
4323220 βασιλευσασης
, ἀπὸ Ἀδραστείας θυγατρὸς Μελίσσου , τοῦ Ἴδης τῆς πρῶτον βασιλευσάσης ἐν Τροίᾳ , ὡς Χάραξ Ἑλληνικῶν δευτέρᾳ . τὸ
ἀπὸ Ἀδραστείας θυγατρὸς Μελίσσου , τοῦ Ἴδης , τῆς πρῶτον βασιλευσάσης ἐν Τροίᾳ , ὡς Χάραξ Ἑλληνικῶν δευτέρᾳ . :
4315339 σουλτανος
ἐβούλοντο Ῥωμαίοις εἰς χεῖρας ἐλθεῖνἡσύχασαν : ἀλλ ' ὁ μὲν σουλτάνος πόρρω που ἱστάμενος τὰ πρὸς πόλεμον διετάττετο , ἀνδρὶ
, ὦ τάν , ὅ τε βασιλεὺς Ῥωμαίων καὶ ὁ σουλτάνος , ὁ δὲ Οὐρσέλιος ἀμφοῖν ὑπάρχει ἐχθρός : σίνεται
4310582 μειρακος
νεμομένων τῆς ἀρίστης ἐρασθῆναι τὸν ἱπποκόμον , ὥσπερ οὖν καλῆς μείρακος καὶ τῶν ἐν τῷ χωρίῳ ὡρικωτέρας πασῶν . καὶ
λαβοῦσαι τοῖς ὕδασιν ἀπεθέωσαν : Ἡρακλῆς δέ , μηκέτι τοῦ μείρακος ὑποστρέφοντος , πᾶσαν ὕλην , ἁπάσας τὰς κρήνας ,
4309040 ξυλινῃ
τοῦ νεὼ τῆς Ἥρας ὑπόμνημα τῆς ἁρπαγῆς ἐκείνης ἐν τῇ ξυλίνῃ κιβωτῷ τῇ ἀνατεθείσῃ ὑπὸ Κυψέλου , τοὺς Διοσκόρους ἔχοντας
ἔζευξε πάλαι τὸν Ἑλλήσποντον τοῦτον , ἀλλὰ σχεδίᾳ καὶ γεφύρᾳ ξυλίνῃ , ἥτις οὔτε πρός τε τὰς τῶν ἀνέμων καὶ
4308706 ἀλκιμωτατα
ὕλῃ τῶν λόγων καὶ ζῷα παντοῖα , καὶ μάλιστα τὰ ἀλκιμώτατα , λέοντας , σύας , παρδάλεις . ὧν τὰς
καὶ ἀποδεικνύειν , ὅτι ἤτοι τὰ ἐμφανέστατα , ἢ τὰ ἀλκιμώτατα , ἢ τὰ πρεσβύτατα , ἢ τὰ βασιλικώτατα ἔθνη
4306799 λογοποιος
δὲ καὶ λόγον αὐτὸν ὀνομάζουσιν , ἐπεὶ καὶ ὁ Αἴσωπος λογοποιὸς λέγεται : μύθων γὰρ πλάστης ὁ Αἴσωπος . Ὅσα
ὡς καὶ τὸν πυθόμενον , εἴτ ' Αἴσωπός ἐστιν ὁ λογοποιὸς εἴτε ἄλλος τις , πῶς ἂν πλουτήσαιμι Διὸς καὶ
4300761 Μινωϊ
κατ ' ἐκεῖνον δὲ τὸν τῆς θεραπείας καιρὸν ἠκολούθει τῷ Μίνωϊ νεανίας εὐειδὴς , ὄνομα Ταῦρος , οὗ Πασιφάη ἔρωτι
δοτικὴν ποιεῖ ὁμότονον καὶ ὁμόχρονον , ἔρωτος ἔρωτι , Μίνωος Μίνωϊ , Αἴαντος Αἴαντι . τὸν Αἴαντα : πᾶσα δοτικὴ
4297067 κρασπεδ
ς ' ἐνθένδ ' αὖτις ̄̄ Ἰλλυρὶς γονή Καρχηδόνος δὲ κράσπεδ ' , ἣν ἀσπάζομαι σιλφίου λειμών καὶ Χαρναβῶντος ,
[ – ˘ × [ ] τερμα ? ? ⋮ κράσπεδ ? [ – × – ˘ × × –
4280621 ἐπιφορῳ
ἱστία ἐπιτεχνησάμενος , ὡς τοῦ Μίνω ναυτικοῦ τὴν εἰρεσίαν φθάνοιεν ἐπιφόρῳ τῷ ἀνέμῳ χρώμενοι , τότε αὐτὸς μὲν σώζεται Δαίδαλος
τῆς πέτρας βωμοὺς ἐγείροντες ὑψηλοὺς ὑφῆπτον ἀνέμῳ παραδιδόντες τὰς φλόγας ἐπιφόρῳ . ὅσοι δ ' ἦσαν ἀνδρειότατοι , πυκνώσαντες τοὺς
4277905 ἐλεφαντι
τίς χρεία Φειδίᾳ τῆς τέχνης , μὴ προστιθέντι αὐτὴν τῷ ἐλέφαντι καὶ τῷ χρυσῷ ; Σοφὸς ἦν δήπου καὶ ὁ
εἴρηται μὲν καὶ ἑτέροις , ἐντυχεῖν δὲ καὶ οὗτοί φασιν ἐλέφαντι περὶ Τάξιλα μεγίστην τῶν ἐν Ἰνδοῖς πόλιν , ὃν
4260387 ποικιλματα
ἀνιέρωται τῷ Ἀπόλλωνι , ὁπόσα τῶν ταῖς χερσὶν ἁρμοζόντων τεκτόνων ποικίλματα ἄγων τὸν Κρισαῖον λόφον . . . . .
ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ ' , ἵν ' οἰκεῖς ἀστέρων ποικίλματα . σύ θ ' , ἣ ' πὶ τὠμῶι
4243167 ἐπαληθεις
καὶ περὶ τῶν ἄπωθεν : Κύπρον Φοινίκην τε καὶ Αἰγυπτίους ἐπαληθεὶς Αἰθίοπάς θ ' ἱκόμην καὶ Σιδονίους καὶ Ἐρεμβοὺς καὶ
κόσμον „ ἦ γὰρ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ ' ” ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσί , καὶ ὀγδοάτῳ ἔτει ἦλθον „
4242247 ἡρμηνευσεν
παισὶν ἡμῶν δηλονότι . Γνώμῃ : βουλῇ . ἔφρασε : ἡρμήνευσεν . τὸ ξύμπαν : τὸ κεφάλαιον ἐπὶ ἴσῃ καὶ
δείσας , εἶτ ' ἐλλιπέστερον ἢ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἡρμήνευσεν ἴσα τοῖς μεταξὺ λόγων διορῶσί τι ἕτερον , εἶτα
4236613 Καραμβις
: δύο δ ' εἰσὶ σκόπελοι . μετὰ δὲ Αἰγιαλὸν Κάραμβις , ἄκρα μεγάλη πρὸς τὰς ἄρκτους ἀνατεταμένη καὶ τὴν
ταύτης ἔξωθεν οὖσα καὶ ἐπὶ τὸν βορρᾶν ὁρῶσα ὑπάρχει ἡ Κάραμβις , ὁ δὲ ἀριστερὸς πόρος κεράτων ἔχει σημεῖον .
4217966 ὀρη
ὄρη τῆς Μυσίας , ἤτοι τῆς μικρᾶς Βιθυνίας : τὰ ὄρη δὲ λέγει τοὺς νῦν καλουμένους Ὀλύμπους , ὅπου ὁ
στήλας , ἐπ ' ἀνατολῇ δὲ τὰ ἄκρα καὶ ἔσχατα ὄρη τῶν ἀφοριζόντων ὀρῶν τὴν πρὸς ἄρκτον τῆς Ἰνδικῆς πλευράν
4200977 θαυμαζουσα
μόνος ὅλην | ἐργάσασθαι τὴν Ὁμήρου μεγάλην ποίησιν . Πολλὰ θαυμάζουσα τῆς Ὀδυσσέως γνώμης ἡ ποίησις , καὶ νῦν μὲν
Ῥωμαίων ναυσὶν αὐτίκα ταῖς πανταχοῦ χρῆσθαι εἰς τὰ ἐπείγοντα , θαυμάζουσα ἕκαστα ἡ βουλὴ μετὰ προθυμίας ἐξεδέχετο καὶ τὸν Ἀντώνιον
4187312 Χαλκηδονιον
κατωτέρω τοῦ ὀμφαλοῦ προενέγκασθαι . διὸ καὶ Ἀριστοτέλης Ξενοκράτην τὸν Χαλκηδόνιον σκώπτων ὅτι οὐρῶν οὐ προσῆγε τὴν χεῖρα τῷ αἰδοίῳ
καὶ ἐκέλευε τοῦτον σὺν ταῖς δυνάμεσι τὸν πορθμὸν διαπεραιωθέντα τὸν Χαλκηδόνιον κατ ' ἐκείνου στρατεύειν . Ὁ δ ' ἀπελέγετο
4183670 δεδημιουργημενον
ἐν ᾗ τῶν ἡρώων ἕκαστον ἰδεῖν ἔστιν οἰκείως τῆς περιστάσεως δεδημιουργημένον . ἦν δὲ καὶ λίμνη κατ ' ἐκεῖνον τὸν
καὶ ἐν Κυλλήνῃ γενόμενος Ἑρμοῦ ἄγαλμα οὐδὲν ἄλλο ἢ αἰδοῖον δεδημιουργημένον λόγῳ τινὶ φυσικῷ . ἔτι καὶ περιουσίᾳ καὶ κτήσει
4170726 Πρακτιον
ἄγον μέλανος θανάτοιο . Οἳ δ ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον ἔχον καὶ δῖαν Ἀρίσβην
ἀπὸ Πρακτίου ἀρχόμενος : τοσοῦτοι γάρ εἰσιν ἀπὸ Παρίου εἰς Πράκτιον : ἕως μέντοι Ἀτραμυττίου πρόεισι . : Τὰ ὅμοια
4169417 ἐρημοτερα
ἐρημία : ἐπὶ τῶν ἐρημουμένων ὑπὸ τινῶν . Καὶ τὰ ἐρημότερά φασι τῆς Σκυθίας ἐρημίας εἶναι . Σοφοὶ τύραννοι τῶν
ἐρημία : ἐπὶ τῶν ἐρημουμένων ὑπὸ τινῶν . Καὶ τὰ ἐρημότερά φασι τῆς Σκυθίας ἐρημίας εἶναι . Σοφοὶ τύραννοι τῶν
4168089 Ῥηνειαν
Καμβύσου ναυτικῷ ἰσχύων ἄλλας τε τῶν νήσων ὑπηκόους ἐποιήσατο καὶ Ῥήνειαν ἑλὼν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Δηλίῳ . Φωκαῆς τε
ἀποκρινομένων αὐτοῖς ὅτι ἱερεῖα ἀγοράσαντες οἱ ἄνθρωποι διέβησαν εἰς τὴν Ῥήνειαν : διὰ τί οὖν , ἔφασαν οἱ Ῥηνεῖς ,
4166849 ἀειθαλη
τὸν ἡμερώτατον , πᾶν δὲ φυτόν : καὶ γὰρ τὰ ἀειθαλῆ φέρει : τυγχάνει δ ' ἐπιμελείας οὐδὲ μικρᾶς „
οἷον συκή , καρύα , ῥοιὰ καὶ τὰ ὅμοια , ἀειθαλῆ δέ , οἷον μυρσίνη , δάφνη καὶ τὰ τοιαῦτα
4145356 ὑπερτατᾳ
οὗτος δὲ δή , φησίν , ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί : τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος , ἐπεὶἀπριάτας λέγει οὕτω
θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότα - τον ὑπερτάτᾳ χειρί . τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος , ἐπεὶ ἀπριάτας .
4130775 πτερα
ὑπ ' αὐτῶν λευκαίνεται τὸ ὕδωρ πληττόμενον πτίλα δὲ τὰ πτερὰ παρὰ τὸ ἐν τῷ πέτεσθαι ? τίλλειν καὶ κόπτειν
φωνήν . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ πρότερον . τανύπτερος τεταμένα πτερὰ ἔχων . τανυσσάμενος ἐκταθείς . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ
4120751 προσλαλων
λίμνας καὶ τέλματα καὶ ὄρη καὶ τὰ τοιαῦτα , καὶ προσλαλῶν , ὡς λόγος , καθαρμούς τε ἐπετέλει καὶ λοιμοὺς
μύρτα ἢ τὰ ἀκρόδρυα ἑστηκὼς τραγηματίζεσθαι , ἅμα τῷ πωλοῦντι προσλαλῶν : καὶ καλέσαι δὲ τῶν παρόντων ὀνομαστί τινα ,
4113550 ἀκινακῃ
γὰρ ἡ ταραχὴ καὶ ἄλλοι ἄλλα νομίζουσι , Σκύθαι μὲν ἀκινάκῃ θύοντες καὶ Θρᾷκες Ζαμόλξιδι , δραπέτῃ ἀνθρώπῳ ἐκ Σάμου
τε χεῖρα ἀπέτεμε καὶ κατὰ γῆς αὐτὴν πεσεῖν σὺν τῷ ἀκινάκῃ παρεσκεύασεν : οἱ δὲ λοιποὶ κυκλοῦν ἐπεχείρουν αὐτόν :
4107422 δυσχειμερον
δ ' Ἐνιῆνες ἕποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοὶ οἳ περὶ Δωδώνην δυσχείμερον οἰκί ' ἔθεντο , οἵ τ ' ἀμφ '
βουσὶ καὶ ποίμναισιν εὐβοτωτάτην , οὔτ ' ἐν πνοαῖσι χείματος δυσχείμερον οὔτ ' αὖ τεθρίπποις ἡλίου θερμὴν ἄγαν . .
4105075 ὑποψαμμος
τὴν τῶν ποταμῶν πρόχωσιν : οὐ γὰρ στέριφος οὐδ ' ὑπόψαμμος ὁ βυθός , ὅθεν οὐδὲ ναυσίν , ὅτι μὴ
πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά ,
4097585 ὑπερυψηλα
ἐνταῦθα πολλὴ ἀπορία ἦν . ἔνθεν μὲν γὰρ ὄρη ἦν ὑπερύψηλα , ἔνθεν δὲ ὁ ποταμὸς τοσοῦτος βάθος ὡς μηδὲ
ὄντες τῷ Ἰονίῳ καὶ ὄρη μεγάλα ἐκ παλαιοῦ οἰκοῦντες καὶ ὑπερύψηλα καὶ φρούρια ἔχοντες ἐρυμνὰ καὶ δυσάλωτα ἔν τε τῇ
4093435 ἀγαλματα
πατέρες καὶ βοηθὸν τῶν ἀδικουμένων πατέρων ὑπὸ τῶν παίδων . ἀγάλματα γάρ εἰσιν οἱ πατέρες τοῦ πάντων πατρὸς τοῦ Διός
ἐκ ταύτης τὰ σπουδαιότατα ποιεῖται τῶν ἔργων . τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ τῶνδε , κέδρων κυπαρίττου λωτοῦ πύξου :
4090226 κατοικητηριον
περᾷ τὸν Δάννουβιν ποταμὸν διεπέρασεν ἐπὶ τὴν Ἴλιον καταλείψας τὸ κατοικητήριον τῶν Κυρβάντων . τοῦτο δὲ ἐποίησε πότε ; ὅτε
ἀγγεῖα δὲ κἂν ὑγρότητος μὴ ἐμπέπλησται , ἀέρος μεταλαμβάνουσι . κατοικητήριον γοῦν ἐστιν αὕτη τῶν τοιούτων στοιχείων , ἅπερ ἀθάνατα
4077830 ξοανα
καὶ ἔργα πολυτελέα καὶ ἀρχαῖα ἀναθήματα καὶ πολλὰ θωύματα καὶ ξόανα θεοπρεπέα . καὶ θεοὶ δὲ κάρτα αὐτοῖσιν ἐμφανέες :
τὸ πρὸς ταῖς Μυκήναις ἀμφοῖν , ἐν ᾧ τὰ Πολυκλείτου ξόανα τῇ μὲν τέχνῃ κάλλιστα τῶν πάντων πολυτελείᾳ δὲ καὶ
4073991 Λευκα
. τῶν δ ' ὀρῶν τὰ μὲν πρὸς δύσιν καλεῖται Λευκά , οὐ λειπόμενα τοῦ Ταϋγέτου κατὰ τὸ ὕψος ,
αἱ τεσσαράκοντα , ὧν Ἀλκίδας ἐστρατήγει , καὶ αἱ λοιπαὶ Λευκά - διαι , ἃς εἴρηκεν ἐς Σύβοτα λιμένα τῆς
4067692 προσχωματι
ἐτησίῳ προσθήματι τοῦ χώματος . φθόνων δὲ σωμάτων . : προσχώματι ] Ἐν ὑψηλῷ γάρ ἐστιν . : Προσχώματι :
τὴν Πριήνην ἐπὶ θαλάττῃ πρότερον οὖσαν μεσόγεων πεποίηκε τετταράκοντα σταδίων προσχώματι . Καὶ ἡ Κατακεκαυμένη δέ , ἥπερ ὑπὸ Λυδῶν
4051119 ὀπωπαμεν
ὁμοίου τὸ ὅμοιον καταλαμβάνεσθαι πέφυκεν : γαίῃ μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ ' ὕδωρ , αἰθέρι δ '
ψυχὴν ἀπεφήνατο , οὕτω λέγων : γαίῃ μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ ' ὕδωρ , αἰθέρι δ '
4043349 πεφυτευται
οὐδὲ γνῶσις ἀσφαλὴς ἄνευ ζωῆς ἀληθοῦς : Διὸ πλησίον ἑκάτερον πεφύτευται . Ἣν δύναμιν ἐνιδὼν ὁ ἀπόστολος τήν τε ἄνευ
) ἀλωὴ νῦν ἡ ἀμπελόφυτος γῆ . ἐῤῥίζωται δέ , πεφύτευται . . ἡ δενδροφόρος γῆ . . Φ .
4028417 φερβει
τοιούτους καρποὺς ἐποίουν : ὅσα γὰρ γῆ τε καὶ πόντος φέρβει , τοιαῦτα καὶ γυναικὸς ἆθλα . ” Πῶς τις
χερσόθεν ἀπ ' ἀγˈλαῶν δενδρέων , ὕδωρ δ ' ἄλλα φέρβει , ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπˈλέκοντι καὶ στεφάνους βουλαῖς ἐν
4025888 ὁπλισαντα
ἀκμὴν φωτὸς κελάδοντος , ἀλκῇ τριγλώχινι νόον ψυχήν θ ' ὁπλίσαντα , πᾶν τριάδος σύνθημα βαλεῖν φρενὶ μηδ ' ἐπιφοιτᾶν
κελεύομεν αὐτὸν τιμωρεῖσθαι , ὡς γυμνώσαντα αὑτὸν καὶ τοὺς ἐχθροὺς ὁπλίσαντα . Χρὴ ἐν ἑνὶ τόπῳ στρατὸν πολὺν μὴ συναγαγεῖν
4017299 πεδια
εὐερκής ἐστιν , ὥσπερ τείχους ἀνεστηκότος . ἐὰν δὲ τὰ πεδία προβαλλομένη ἐν τοῖς σκληροῖς φαίνηται ἱδρυμένη , ὅτι ἥμερός
ὑπὸ τῆς δασύτητος τῶν χωρῶν : πολλὰ δὲ κατὰ τὰ πεδία χαλεπώτερα τῶν ἰοβόλων ζώων ἡ Αἴγυπτος φέρει : ἐπειδὰν
4015825 κατεπεμφθη
τὸν πρῶτον μέντοι βοηθήσαντα πολλοῖς μακαριστὸν ἐποίησεν . ἐπεὶ δὲ κατεπέμφθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς σατράπης Λυδίας τε καὶ Φρυγίας τῆς
, πρώτη μὲν καὶ μάλιστα , δι ' ἣν ἄνωθεν κατεπέμφθη τῶν ἀλλοιώσεων αἰσθησόμενον τοῦ κρυσταλλοειδοῦς , ἤδη δὲ καὶ
4014152 σβεσαν
ἀμφὶ νέκυν κειμήλια θῆκαν Ἀχαιοί , δὴ τότε πυρκαϊὴν οἴνῳ σβέσαν : ὀστέα δ ' αὐτοῦ φαίνετ ' ἀριφραδέως ,
μιῇ δ ' ὑποκάββαλε τέφρῃ , δὴ τότε πυρκαϊὴν οἴνῳ σβέσαν , ὀστέα δ ' αὐτῶν χρυσέῳ ἐν κρητῆρι θέσαν
3997275 καθαρευοντι
Ἀθηναίων οὐκ ἔξεστι τὸ ἱερὸν πῦρ φυσῆσαι , ὡς μὴ καθαρεύοντι τοῖς ἄνω μέρεσιν . Δοῦρις δὲ ἐν τῇ ιʹ
τυγχάνωσιν , μετὰ δὲ ταῦτα ἱερέας τε καὶ ἱερείας ὡς καθαρεύοντι τῷ τάφῳ ἕπεσθαι , ἐὰν ἄρα καὶ τῶν ἄλλων
3982878 Ὑμηττιον
κἂν εἰ μύοντι γάρ σοι προσελθὼν εἴποι τι , τὸ Ὑμήττιον ἐκεῖνο ἀνοίξας στόμα , καὶ τὴν συνήθη φωνὴν ἀφείη
παλάμαις φέρω σμήνεσσι πανείκελον † α δων † ἅτε κηρὸν Ὑμήττιον ἐκ πετρῶν , ᾧ Γλαῦκος ἐν ὕδασι τέρπεται ,
3982026 ἐπιχωρια
τὴν ἐν θεοῖς διατριβὴν λέγουσιν : οἱ δὲ ὅτι ὡς ἐπιχωρία θεός . ἄγαλμα γὰρ αὐτῆς ὁ Κάδμος ἱδρύσατο ἐν
τὸ ξυλίνους οἴκους ἔχειν . μόσσυνος γὰρ ὁ ξύλινος οἶκος ἐπιχωρία φωνή . . περὶ τῶν Μοσσυνοίκων φησὶν ὁ Ἀπολλώνιος
3975386 εὐθηρος
κόλπων καὶ λιμένων ἀνάχυσιν , ὑφ ' ὧν οὐχ ἧττον εὔθηρός ἐστιν ἢ σκεπανή , καὶ τοῦ ῥεύματος τὸ μὲν
ἐπιμελεστέροις τῶν θηρατῶν καιρὸς ἅπας καὶ ἡμέρα πᾶσα πρὸς ἄγραν εὔθηρός τε καὶ περιδέξιος , ἔαρ δὲ μάλιστα καὶ μετόπωρον
3967558 ὑπηνῃ
γεγηρακότων ἵππων . Λάγνου σημεῖα : λευκόχρως , δασὺς τῇ ὑπήνῃ , εὐθείας καὶ παχείας τὰς τρίχας ἔχων , λιπαρὸν
καὶ ἵππων ὀκτὼ * * νέος ἔτι ἐν ἁπαλῇ τῇ ὑπήνῃ , ὁπότε καὶ οἱ ποιηταὶ τὰ δένδρα τὰ νέα
3963051 Λυδια
ἀποβαλόντι ἐν τῇ μάχῃ , πολλὰ δὲ Ἀσσύριά τε καὶ Λύδια Κῦρος ἀνδρὶ ἀγαθῷ δῶρα ἀπάγει τά τε ἄλλα καὶ
, ὥστε καὶ τὰ Φρύγια καὶ τὰ Καρικὰ καὶ τὰ Λύδια καὶ ἔτι τὰ τῶν Μυσῶν δυσδιάκριτα εἶναι παραπίπτοντα εἰς
3960514 Σαρδιανον
ἐξ οὗ τὰ κάστανα . τῶν δὲ καστάνων τὸ μὲν Σαρδιανόν , τὸ δὲ λόπιμον , τὸ δὲ μαλακόν ,
ἐξ οὗ τὰ κάστανα . τῶν δὲ καστάνων τὸ μὲν Σαρδιανόν , τὸ δὲ λόπιμον , τὸ δὲ μαλακόν ,
3956168 ᾀδει
γελᾷ τε καὶ τέρπεται , καὶ τὰ πολλὰ ὕπτιος κατακείμενος ᾄδει μάλα τραχείᾳ καὶ ἀπηνεῖ τῇ φωνῇ τὰς οἰμωγὰς αὐτῶν
τοῦτο ποιεῖ : ὅταν δὲ θήλεια ᾖ ἡ θηρεύουσα , ᾄδει ἕως ἂν ἀπατηθῇ ὁ ἡγεμὼν αὐτῆς . καὶ οἱ
3951345 διασφαγα
: οἷόν τι καὶ περὶ Θετταλίαν λέγεται φιλανθρωπεύσασθαι , τὴν διασφάγα ποιήσας τῶν Τεμπῶν ἕνεκα τῷ Πηνειῷ . καὶ γάρ
. πρὸς δὲ μεσημβρίαν τῆς Τραχῖνος φησὶν Ἡρόδοτος εἶναι βαθεῖαν διασφάγα , δι ' ἧς Ἀσωπός , ὁμώνυμος τοῖς εἰρημένοις
3948812 καδῳ
εἰς τοὺς ἐναντίους τόπους βαδίζουσα καὶ ὑφαίνουσα καὶ πτίσσουσα καὶ κάδῳ ἱμῶσα : σιτείσθω δὲ πτισάνης τε χυλὸν καὶ ἔτνη
τοῖχον , ὅπερ νεωστὶ κέχυται ἢ ἐν λέβητι ἢ ἐν κάδῳ , εἰς ἑκάτερα δὲ τὰ μέρη συνεχῶς κινεῖται στρεφομένη
3948550 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
3943745 κατεχωσεν
καὶ τὸ βλέπον τῆς διανοίας καὶ προσήλωσε τῷ σώματι καὶ κατέχωσεν ἂν αὐτῆς τὴν ἐπὶ τὰ ὄντως ὄντα μεταβατικὴν ὁρμήν
διὰ τὸ μὴ ἐπάγεσθαι ἀμυντήριον . Ὁ δὲ λίθους ὕσας κατέχωσεν αὐτούς . Ὅθεν τὸ Λίθινόν ἐστι πεδίον ἐκεῖσε οὕτω
3941052 Ἀμαλθειας
τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον ἡ τύχη . τὸ δὲ τῆς Ἀμαλθείας κέρας μηνύει τὴν τῶν ἀγαθῶν δόσιν τε καὶ εὐδαιμονίαν
[ νῦν ] τραπέζας δευτέρας , ἀθάνατοι δέ τ ' Ἀμαλθείας κέρας . ταῖσιν δὲ μέσσαις ἐγκαθιδρύθη μέγα χάρμα βροτοῖς
3934379 Γαιῃ
: αὖτις δ ' αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν Γαίῃ μισγόμενος καὶ Κητὼ καλλιπάρηον Εὐρυβίην τ ' ἀδάμαντος ἐνὶ
, Κἀν : Σικελῇ γῇ ῥίπτουσαν λίμνην τοὺς λουομένους : Γαίῃ δ ' ἐν Σικελῶν Τρινακρίδι χεῦμα δέδεικται αἰνότατον ,
3933150 ἰβιν
διαφθείρηι , θανάτωι περιπίπτει , πλὴν ἐὰν αἴλουρον ἢ τὴν ἶβιν ἀποκτείνηι : ταῦτα δὲ ἐάν τε ἑκὼν ἐάν τε
λέγουσι μαθεῖν , διδάσκαλον δὲ σφίσι τοῦ ἰάματος τοῦδε τὴν ἶβιν ᾄδουσιν . καὶ ὅπως ἐξεπαίδευσε τοὺς πρώτους ἰδόντας ,
3931629 πολυφορβου
ποιητῶν ἐν οἷς παρεισάγει τὴν Ἥραν λέγουσαν εἶμι γὰρ ὀψομένη πολυφόρβου πείρατα γαίης Ὠκέανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν
ποιητῶν ἐν οἷς παρεισάγει τὴν Ἥραν λέγουσαν εἶμι γὰρ ὀψομένη πολυφόρβου πείρατα γαίης , Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα
3930742 ῥυτην
καὶ κάστορος ὄρχιν ἀργέος ] τοῦ λευκοῦ ῥυτῆς ] χεῖ ῥυτήν πεδανάς ] τὰς ἐν τῷ πέδῳ , διύγροις τόποις
καὶ κάστορος ὄρχιν ἀργέος ] τοῦ λευκοῦ ῥυτῆς ] χεῖ ῥυτήν πεδανάς ] τὰς ἐν τῷ πέδῳ , διύγροις τόποις
3929854 πολυκλυστῳ
: μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν . οἰκέομεν δ ' ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ , ἔσχατοι , οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν
τόπον τῆς πόλεως ὄναρ ἐχρησμοδοτήθη οὕτως νῆσος ἔπειτά τις ἐστὶ πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ , Αἰγύπτου προπάροιθε , Φάρον δέ ἑ
3929418 τοιῃδ
πτερόεντ ' ἀγόρευον : οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς
τὰ τοῦ Ὁμήρου ἔπη Οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν , ὥσπερ
3926591 ἀμφιρυτῃ
ἀμφότερα ἐξισωθῆναι δυνάμενον . ἀμφιρύτῃ περιρεομένῃ : “ νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ χαλεποὶ δέ μιν . ” ἀμφίς ποτὲ μὲν ἀντὶ
ἔρυκον . ἄθλων γὰρ Πελίαο δεδουπότος ἂψ ἀνιόντας Τήνῳ ἐν ἀμφιρύτῃ πέφνεν : καὶ ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ ' αὐτοῖς στήλας
3924331 Γοργωπαν
τοῦ Γοργώπα ναῦς ἔπλευσεν εἰς Ἔφεσον , καὶ τὸν μὲν Γοργώπαν πάλιν ἀποπέμπει εἰς Αἴγιναν σὺν ταῖς δώδεκα ναυσίν ,
εἰς Ῥόδον , ἐν Αἰγίνῃ δὲ τριήρεις δώδεκα κατέλιπε καὶ Γοργώπαν τὸν αὑτοῦ ἐπιστολέα ἁρμοστήν . καὶ ἐκ τούτου ἐπολιορκοῦντο
3919050 ἐσχατοωσαν
Ἀνθηδὼν Βοιωτικὴ πόλις , ὡς καὶ Ὅμηρος Ἀνθηδόνα τ ' ἐσχατόωσαν , ἁλιεὺς τὴν τέχνην , ὃς πολλῶν ποτε ἰχθύων
πολυτρήρωνα μὲν τὴν Θίσβην λέγοντα , Ἁλίαρτον δὲ ποιήεντα , ἐσχατόωσαν δὲ Ἀνθηδόνα , Λίλαιαν δὲ πηγῇς ἔπι Κηφισσοῖο ,
3907522 γεραιρεσθαι
κρίναντος τοῦ θεοῦ βεβήλοις καὶ ἐναγέσι χείλεσιν ὑμνεῖσθαί τε καὶ γεραίρεσθαι . μέχρι γὰρ τίνος τὴν ἀληθῆ αἰτίαν τοῦ πάντα
ἔστι θαυμάζειν Φρύγας , Πριάμου δὲ νίκηι [ μὴ ] γεραίρεσθαι δόμους . [ ] πῶς οὖν [ ] ταῦτά
3896828 βαρυοσμα
φύλλα μακρότερα πολλῷ τοῦ ἄλλου πηγάνου ἔχων , τρυφερώτερα , βαρύοσμα : ἄνθος λευκόν , ἐπ ' ἄκρου δὲ κεφάλια
, ἔνδοθεν λευκά , ἐκ δὲ τῶν ἐκτὸς χλωρά , βαρύοσμα . Λιγυστικὸν φύεται μὲν πολὺ ἐν Λιγυστίᾳ , πάνακες
3893560 οὐρεϊ
, πέφˈνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Φλέγˈραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ , σφετέρας δ ' οὐ
αὐχένι κῦρσαι : ἀλλ ' ὥς τε ξύλον αὖον ἐν οὔρεϊ ὑλήεντι εἱστήκει , τό περ οὔτε θοαὶ Βορέαο θύελλαι
3886330 ἀλση
, φυτουργήματα ἀμπελουργία ἀμπελουργήματα , κηπεύματα κῆποι , παράδεισοι , ἄλση . καὶ γεωργικοί , φυτουργικοί , ἀμπελουργικοί , κηπουρικοί
Ἀτλαντίδας καὶ τὴν Δαρδάνου γένεσιν . ἐνταῦθα δὲ καὶ τὰ ἄλση τό τε Ἰωναῖον καὶ τὸ Εὐρυκύδειον . . .
3881337 τεξεσθαι
πόλεμον ποιήσειν , ἐν δὲ Λιβύῃ πολλὰ θηρία τὴν γῆν τέξεσθαι , ὥρᾳ δὲ τρίτῃ ἕως πέμπτης ἐκλείψας σημαίνει Ἀρμενίᾳ
πόλεμον ποιήσειν , ἐν δὲ Λιβύῃ πολλὰ θηρία τὴν γῆν τέξεσθαι , ὥρᾳ δὲ τρίτῃ ἕως πέμπτης ἐκλείψας σημαίνει Ἀρμενίᾳ
3880045 καρητος
τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε
ἔθειραι . πάλιν δ ' ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ
3875684 χρυσα
, καὶ ὅτι ἐκαλεῖτό ποτε καὶ Χρυσῆ νῆσος διὰ τὰ χρυσᾶ μέταλλα , ὧν καὶ Ἡρόδοτος μέμνηται . . .
καὶ τὰ ἐν Δελφοῖς δὲ ἀναθήματα τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χρυσᾶ ὑπὸ πρώτου Γύγου τοῦ Λυδῶν βασιλέως ἀνετέθη : καὶ
3870457 Διονυσος
ταῖς ὄχθαις τοῦ Σαγγαρίου ἔρρηξε τοὺς δεσμοὺς τοῦ Διὸς ὁ Διόνυσος ἤδη τρόφιμος ὤν . : ἐνάπτεσθαι δὲ καὶ καθάπτεσθαι
Οὕτω γὰρ τοὺς λόγους ποιεῖς ὡς πάντα προσδέχεσθαι . . Διόνυσος , ὃς : Ὑψιπύλης ἡ ἀρχή . 〚 κάθαπτος
3861163 ποιμην
δὲ εἰπεῖν τὸν ἀφεστῶτα τόπον , ὡς τό ὅθι ποιμένα ποιμὴν ἠπύει . νάσσατο : ἀντὶ τοῦ κατῴκισε . ῥύσια
ὥστ ' εἰκότως ὁ τὰ ἄριστα ἐπὶ θεὸν ἀναφέρων Ἄβελ ποιμὴν κέκληται , ὁ δὲ ἐφ ' ἑαυτὸν καὶ τὸν
3858138 βλαστανουσαν
εἷς ὡς ἢ κῆπόν τινος αἲξ ἐμὴ κατεβοσκήσατο ἢ ἄμπελον βλαστάνουσαν κατέκλασεν . Οὗτοι δέ εἰσι κυνηγέται πονηροὶ καὶ κύνας
γείτονες εἶναι καὶ ὅμορον τὸ χωρίον , ἐκέλευον τὴν ῥοδωνιὰν βλαστάνουσαν ἐκτίλλειν , ἵνα , εἰ καταλαβὼν αὐτὸν ἐγὼ δήσαιμι
3854497 τεθηλοτα
, τὰ δὲ πυκνὰ , τὰ δὲ μανά τε καὶ τεθηλότα , τὰ δὲ σπογγοειδέα καὶ ἀραιά . Τοῦτο μὲν
ποιοῦσα πρὸς ἅπαντα τὰ ῥεύματα . Ἰτέας φύλλα λαβὼν χλωρὰ τεθηλότα , κόψας ἐν ὅλμῳ καὶ μετὰ ταῦτα ἐμβαλὼν εἰς
3842216 Ποσειδων
εἰς τὴν Σκυθίαν : ὁ ὀρσοτριαίνης δέ , ἤγουν ὁ Ποσειδῶν ὁ τὴν τρίαιναν φέρων , ἀποπέμπων τὸν Αἰακὸν δεῦρο
αὐτὸς παρὰ Δηλίοις * . εἶπον καὶ ὄπισθεν ὅτι ὁ Ποσειδῶν τῇ Ἐριννύι Δήμητρι μιγεὶς Ἀρείονα ἵππον ἐγέννησεν . ἄλλοι
3838671 κρεατων
οἱ θεοὶ περὶ Σικυῶνα τὴν πόλιν τὸν Προμηθέα μεριστὴν τῶν κρεάτων ἐποίησαν : οὗτος δ ' ὀστᾶ μόνα τῇ πιμελῇ
. εἰ γὰρ εἴδατα παρέθηκεν ἡ ταμίη , δῆλον ὡς κρεάτων λείψανα τυγχάνοντα , τὸν δαιτρὸν οὐκ ἔδει παρεισφέρειν .
3833788 πολυτελη
καὶ βασιλεῖς βάρβαροι φιλοτίμως πέμπουσι τῷ θεῷ ἑκάστου τοῦ ἔτους πολυτελῆ ἀναθήματα . ἄγαλμα μὲν οὖν , ὥσπερ παρ '
ἄνευ Μάνους οὐ δυνήσεται θαρρεῖν . ὅταν δὲ ποιήσας ἀλαζόνα πολυτελῆ δεισιδαίμονα δο - ξοκόπον ἄπληστον χρήματα πολλὰ διδῷς ,

Back