ἔτεσιν οὐδὲν ἐμοὶ γεγενημένον ἀποφαίνουσιν ἀλλ ' οὐδὲ μικρόν , ἀναλώματος δὲ κεφάλαιον εἰς αὐτοὺς οὗτος ὀλίγου δεῖν λογίζεται χιλίας
ἡ ἐπιγραφὴ ἥν φασιν , οὐκ ἀφίδρυμα ἱερὸν δηλοῦσα ἀλλὰ ἀναλώματος κεφάλαιον , ἀντιμαρτυρεῖ τῷ λόγῳ : τὰς γὰρ Ἡρακλείους
5021608 προσοδον
, τὸ τῶν πραγμάτων πέρας , τὴν ταῖς πόλεσιν φοιτῶσαν πρόσοδον , τὸ ἀξίωμα , ὡς Εὐριπίδης [ . ]
Οὐδέποθ ' ἑταίρα τοῦ καλῶς πεφρόντικεν , ἣ τὸ κακόηθες πρόσοδον εἴωθεν ποιεῖν . Ὁ σκληρότατος πρὸς υἱὸν ἐν τῷ
4894331 νομισμα
συχνῷ τινι . θαυμάζω δ ' εἰ τοῖς μὲν τὸ νόμισμα διαφθείρουσιν , ἔφη Δημοσθένης , θάνατος ἡ ζημία κεῖται
ἀπογινομένων καὶ τῶν εἰς ἄνδρας ἐγγραφομένων , ἔταξεν ὅσον ἔδει νόμισμα καταφέρειν ὑπὲρ ἑκάστου τοὺς προσήκοντας , εἰς μὲν τὸν
4855958 κτημα
δ ' εἰπεῖν οὐδὲν οὕτω Ῥωμαῖοι φυλάττουσιν οὔθ ' ὅσιον κτῆμα οὔθ ' ἱερὸν ὡς τὰ Σιβύλλεια θέσφατα . χρῶνται
μὲν τοῦ λόγου συνίσταται : οἷόν τε γὰρ τό τινος κτῆμα προσφωνεῖν , ὡς ἔστιν ἐπινοῆσαι καὶ ἐπὶ τῶν κτητικῶν
4822132 αὐταρκες
κακίας . Ὡς γὰρ τοῦτον ὁτιοῦν παρὸν χωρὶς ἀρετῆς οὐκ αὔταρκες εὐδαίμονα τὸν κεκτημένον ἀποφῆναι , καὶ ἡ ἀρετὴ κατὰ
κόκκοι κ , κόμμεως ⋖ ιβ , οἴνου Χίου τὸ αὔταρκες . ἡ χρῆσις δι ' ὠοῦ . ἐγχεῖν δεῖ
4814500 μειρεο
: εἶτα ὁ ἀντισχηματισμός : ἶσον ἐμοὶ βασίλευε καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς . τί γάρ ; ἐκεῖνος τοιοῦτόν τι εἶπεν
κ ' ἐμὲ κήδῃ : ἶσον ἐμοὶ βασίλευε καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς . οὗτοι δ ' ἀγγελέουσι , σὺ δ
4734052 καταπινομενον
πολλὰ εἶναι : συνεμφαίνεται γὰρ αὐτῷ καί τι πλῆθος οἷον καταπινόμενον ὑπὸ τοῦ ἑνός : οὐκοῦν ἡ τῶν πολλῶν ἀρχὴ
ἄλλων μᾶλλον αὗται ἐπικίνδυνοί εἰσιν . Κάρδαμον ἕλμινθας πλατείας ἕλκει καταπινόμενον , ὁμοίως δὲ καὶ ὁ κόστος καὶ τὸ κίκινον
4732630 διδομενον
τὸ ἐπίθυμον πλῆθοϲ # δ ἐν ὀρῷ γάλακτοϲ ἢ μελικράτῳ διδόμενον , εἰϲ ὕϲτερον δὲ καὶ διὰ τῆϲ ἱερᾶϲ τὸν
τὸ κείμενόν τι ἀνελέσθαι , δέξασθαι δὲ τὸ ἐκ χειρὸς διδόμενον . λέπας καὶ λεπὰς διαφέρει . λέπας μὲν γάρ
4689641 ναρκωτικον
ἕτεροι δὲ καὶ εὐφορβίου νομίσαντες αὐτὸ ἔχειν τι ψυκτικὸν καὶ ναρκωτικὸν , ἄλλοι δὲ μὴ πάνυ τοῦτο εἶναι ἀληθές :
τὴν τῆς σφοδρᾶς θερμασίας καὶ τῆς ὀδύνης ἐγκοπὴν μείνῃ τὸ ναρκωτικὸν φάρμακον . ἔστι δὲ τὰ ναρκωτικὰ φάρμακα τοιαῦτα .
4678391 πομα
πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν ἢ παρὰ τὸ λῶ
, οὐκ ἀπὸ τρόπου ψυκτήρια τοῖϲ ϲτήθεϲι προϲάγειν καὶ τὸ πόμα ψυχρὸν προϲφέρειν , μὴ κατὰ μικρὸν προϲφέρονταϲ : νικώμενον
4660789 δραχμην
ᾖ , τῆς δάφνης ὅσον πόσιν , τῆς ἐδώδεος ὅσον δραχμήν . Ἕτερον : σκαμμωνίης ὅσον πόσιν τρίψας , διεῖναι
αὐτοῦ ἐν γραμματείῳ τὸ ἔγκλημα καὶ τὸ τίμημα καὶ παραθέντος δραχμήν : ἐλάμβανον δὲ καὶ ἑτέραν ὑπὲρ τῆς ἀντωμοσίας .
4622235 νομισματος
πρὸς Αἰσίαν τραπεζίτην , ᾧ καὶ Ἄρατος διὰ τὴν τοῦ νομίσματος ἐργασίαν ἐχρῆτο : παρασχόντες τούτῳ τὸ χρυσίον κατήλλασσον .
τέχνην ἐξευρήκαμεν καὶ ὅσοις ὁ ἀργυρογνώμων προσχρῆται πρὸς δοκιμασίαν τοῦ νομίσματος , τῇ ὄψει , τῇ ἁφῇ , τῇ ὀσφρασίᾳ
4589919 ἑλιγματωδεϲ
λιβυϲτικοῦ ἀνὰ ⋖ α ἐπιθύμου ⋖ δ ἀναλάμβανε μέλιτι ὡϲ ἑλιγματῶδεϲ εἶναι καὶ δίδου κοχλιάρια β . ἄλλο : ἐπιθύμου
χυλοῦ ἢ τῆϲ κόμηϲ ⋖ ε μέλιτοϲ τὸ ἀρκοῦν ὡϲ ἑλιγματῶδεϲ γενέϲθαι . δίδου κοχλιάριον α ἢ πλέον πρὸϲ δύναμιν
4556606 παραμισγειν
οἴνου : ἢν δὲ μὴ γλυκὺς ᾖ , ἄμεινον μέλι παραμίσγειν : καὶ κράμβην ἑφθὴν ὁμοῦ πηγάνῳ καὶ λινοζώστει ,
, δύο , ἢν δὲ μείζων , μία ἀρκέει : παραμίσγειν δὲ τῶν σπερμάτων κύμινον αἰθιοπικὸν καὶ σέσελι μασσαλιωτικὸν ,
4548069 κυαμου
προϲφάτοιϲ μὲν ἐν ὀξυκράτῳ , χρονίοιϲ δὲ ἐν ἀφεψήματι ϲυμφύτου κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθοϲ πρωὶ καὶ ὀψέ , ἐμπνευματουμένοιϲ δὲ καὶ
γεντιανῆϲ ἀριϲτολοχίαϲ ϲτρογγύληϲ δαφνίδων ἴϲα ἀναλάμβανε μέλιτι ἑφθῷ καὶ δίδου κυάμου τὸ μέγεθοϲ , ἀπυρέτοιϲ μετ ' οἴνου κεκραμμένου κυάθουϲ
4540572 ἐξαρκει
κρείττονα τοῦ λόγου τὴν ἐνάργειαν παρεχομένων ; Ταῦτα μὲν οὖν ἐξαρκεῖ εἰρῆσθαι περὶ τῆς καθ ' ὕπνον θείας μαντικῆς ,
νέῳ πρὸς μὲν τὸ μαθηματικῷ εἶναι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἐξαρκεῖ , πρὸς δὲ φρόνησιν οὔ , διὰ τὸ πλείονος
4523101 μετριον
λόγῳ , ϲύμμετρον ἀποχεῖν τοῦ αἵματοϲ , ὅϲον τοῖϲ παροῦϲι μέτριον . ἡ δ ' ὅλη τῆϲ διαίτηϲ κατάϲταϲιϲ οὐ
; πόθεν ; τὸ γὰρ τῆς αἰτήσεως εὔλογον ἅμα καὶ μέτριον ἐπεστόμισεν ἄν σε τῶν φόβων ἐπικειμένων , εἰ καὶ
4522380 πεφιλοτιμηται
τὴν Ἀττικὴν , τὴν ἡμετέραν πολλάκις πρὸς τοὺς ἄλλους φιλίαν πεφιλοτίμηται , καὶ πισταῖς παρ ' ἡμῶν ταύταις συνθήκαις ἡδόμενος
ὡς ὑπαλλάττειν δύνασθαι , καὶ οἷς ἂν ἕκαστα δηλωθείη : πεφιλοτίμηται γὰρ οὐ τοσοῦτον εἰς πλῆθος ὁπόσον εἰς κάλλους ἐκλογήν
4513461 ὀβολος
ἐπεγράφοντο . καὶ ἐκαλεῖτο οὕτως , ὅτι ἐπὶ τῇ δραχμῇ ὀβολὸς ἦν , τῆς δραχμῆς λογιζομένης πρὸς ἕξ . ἐλάμβανε
: κωδύας πεφωγμένης ἡμιώβολον , στύρακος τὸ ἴσον , λιβάνου ὀβολὸς αʹ , σικύου σπέρματος κόκκοι κʹ , σελίνου σπέρματος
4496107 χρυσιου
εἰπεῖν τῷ λαμβάνοντι κελεύει σε βασιλεὺς ἐκ μὲν τούτου τοῦ χρυσίου εὐφραίνειν τὴν σεαυτοῦ ψυχήν , ἐπεὶ καὶ σὺ τὴν
ἀμείνων ἢ θρασὺς στρατηλάτης . Σεβαστὸς τοῖς ἀνδραγαθοῦσιν ἀργυρίου καὶ χρυσίου μεγάλας ἐδίδου δωρεάς . Σεβαστὸς τοὺς ἄνευ λυσιτελείας ῥιψοκινδύνους
4487866 κεκτηται
: ἔχει δέ τι καὶ ῥυπτικὸν ἐκ τοῦ μέλιτοϲ , κέκτηται δὲ καί τι ὑπόπικρον καὶ ἠπίωϲ δριμύ : διὸ
χορηγία πονηρίας . Πλοῦτος ἀπὸ κακῆς ἐργασίας ἐπιγενόμενος ἐπιφανέστερον ὄνειδος κέκτηται . Δαπανώμενος ἐφ ' ἃ μὴ δεῖ , ὀλίγος
4476837 κικι
' ἐλαίου τὸ ἀποθλιβόμενον ἔκ τινος φυτοῦ , προσαγορευόμενον δὲ κίκι . πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα τὰ δυνάμενα τὰς ἀναγκαίας
καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , μέλι : κίκι εἶδός τι ἐλαίου : παρ ' οἷς καὶ γίνεται
4454766 εὐτυχους
ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι . αὔχημα μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινὶ ἐγγίγνεται , καταφρόνησις δὲ ὃς ἂν
τότε μὲν οὖν ὁ Λεωνᾶς ἀπῆλθε λυπούμενος , ὡς οὐκ εὐτυχοῦς τῆς πραγματείας αὐτῷ γεγενημένης : ἐπετήρει δὲ καιρὸν ἀναπεῖσαι
4440799 μελικρατου
ξήρανον : χρῶ δὲ καταπλάϲϲων μετὰ γάλακτοϲ καὶ ἕνα μετὰ μελικράτου ποτίζων . ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃϲ , φηϲί ,
δηγμοὺς ἀποπαύει καὶ τὰς ἐκκρίσεις παρορμᾷ μὴ καθαιρομένων δέ , μελικράτου τε ἐπιρροφεῖν καὶ νίτρου τετηκότος ἐν ὕδατι : βέλτιον
4437986 ἀγαπητον
ἐκτείνει μόνον , ἀλλὰ καὶ ἐπαύξει τὸ σιτηρέσιον , ὅτε ἀγαπητὸν ἦν μὴ ἐλαττῶσαι . οὔκουν δεῖ ἡμῖν ξενηλασίας συνεχοῦς
ἄνδρα οὕτω κεκαθαρμένον ; ἢ καὶ χρυσοῦ σπανιώτερον ἀρετὴ καὶ ἀγαπητὸν ὅτῳ καὶ εἷς που τοιόσδε εἰς τὴν κρίσιν ἀφίκοιτο
4429327 ἀναπλασσεται
πείσεσι καὶ ἐποχαῖς καταμηνίων καὶ σκληρίαις καὶ χρονίαις ψύξεσιν . ἀναπλάσσεται καὶ σῦκον μετὰ νίτρου καὶ ἀσταφὶς χωρὶς προσλαβοῦσα νίτρον
ἀνωδυνώτερον . ἡ δὲ χλόη κοπεῖσα καὶ μιγεῖσα σιτανίῳ ἀλεύρῳ ἀναπλάσσεται εἰς τροχίσκους καὶ ἀποτίθεται . Ὑπερικόν φύλλα ἔχει πηγάνῳ
4399593 ἀφθονος
καὶ γῆ καὶ θάλασσατὸ μέγιστον ὁ χαλκός ἐστιν , ὃς ἄφθονος ἀνορυττόμενος αὐτοῦ γεωργεῖται καὶ διαδιδόμενος πανταχοῦ τῆς Ἀσίας τε
τις μέμψασθαι . ἔστι δὲ ἐνταῦθα τὸ ἀμεμφής ὅμοιον τῷ ἄφθονος . λέγει δὲ ὡς ἐστὶ μέν τις πλούσιος σφόδρα
4380196 ἀδιαφθορος
παρασκευὴν ἐξεύρῃ καὶ πόρον δι ' οὗ [ ἂν ] ἀδιάφθορος ἔσται ἡ δύναμις . τῇ νυνὶ βοηθείᾳ ] τῇ
ἢ μένει μὲν ἡ ψυχὴ καθ ' ἑαυτὴν ἄλυτος ἀσκέδαστος ἀδιάφθορος , φθείρεται δὲ καὶ διαλύεται τὸ σῶμα , οὐδεμίαν
4376683 τριωβολον
βοηθεῖν ἀφηγοῦνται : πίνεται δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ , καὶ πράσου χύλισμα ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν
τοὺς Πελοποννησίους . πεντώβολον ἡλιάσασθαι ] δικάσαι λαμβάνοντα πεντώβολον ἢ τριώβολον . ἢν ἀναμείνῃ ] ἐὰν ὑπομείνῃ καὶ πολεμῶν μὴ
4374519 ἐκμετρος
ὁτουοῦν διῃρημένον ἄχθος ἐπὶ θάτερον ῥέπῃ . ἔκμετρος πλοῦτος καὶ ἔκμετρος χρυσός : ἐπὶ τοῦ ὑπερβάλλοντος πλήθει χρυσοῦ . καὶ
ἔκμετρος χρυσός : ἐπὶ τοῦ ὑπερβάλλοντος πλήθει χρυσοῦ . καὶ ἔκμετρος καρπός ὁ εἰς μέτρον ὑπὸ πλήθους μὴ ἀφικνούμενος .
4367150 προσηνες
τῶν ἰσοτονιῶν ξενικώτερον μέν πως καὶ ἀγροικότερον ἦθος καταφανήσεται , προσηνὲς δ ' ἄλλως καὶ μᾶλλον συγγυμναζόμενον ταῖς ἀκοαῖς ,
ἕκαστον : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπὶ τηλικούτοις ταπεινόφρον αὐτῶν καὶ προσηνὲς ὑπεράγαμαι καὶ τὸ πρὸς τοὺς γεννησαμένους μέρους παντὸς ὑπήκοον
4356419 ὠφελιμον
πατήρ : τὸν βόσκοντα γὰρ εὐλογῶ , τὸν δ ' ὠφέλιμον ἐμοὶ πατέρος ὄνομα λέγω Φοῖβον τὸν κατὰ ναόν .
ἀπεκρίνατο , ἄλλος δὲ τὸ δέον , ἕτερος δὲ τὸ ὠφέλιμον , ὁ δὲ τὸ λυσιτελοῦν . ἐπανῄειν δὴ ἐγὼ
4349375 Ἑτερον
ῥίζας κλάσας , ἐν μελικρήτῳ χλιερῷ ἀποβρέχων , δίδου . Ἕτερον : μελίης ὅσον κόκκους δέκα ἐν οἴνῳ δοῦναι πιεῖν
τρίψας , μέλιτι φυρήσας , βάλανον ποιέων , προστίθει . Ἕτερον : κολοκυνθίδος ἀγρίης τὸ εἴσω λεῖον ποιήσας , μέλιτι
4348707 ἀργυριου
πολιτικῶν πραγμάτων καὶ ὁμονοίας , τὸ βʹ περὶ χρυσίου καὶ ἀργυρίου καὶ τῶν ὁμοίων κινητῶν , τὸ γʹ περὶ ἀποβολῆς
, ταῦτ ' ἦν . τάλαντον μὲν ἑκάστῳ Βαβυλώνιον ἐπισήμου ἀργυρίου , ταλαντιαῖαι δὲ φιάλαι δύο ἀργυραῖ . δύναται δὲ
4341043 δαπανης
, ἀλλ ' οὐκ ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῆς ἐν τῇ φύσει δαπάνης . Σὺ δ ' οἶμαι λαβὼν μὲν σεσίγηκας ,
διένειμεν : ἀλλὰ τὰ προσόντα βουλόμενος αὔξειν τῆς τῶν χρημάτων δαπάνης ἀπεκρύψατο τὴν αἰτίαν : εἰδέναι δὲ χρὴ , ὅτι
4333075 δοσις
, κυπέρου ἀνὰ ⋖ κεʹ : μέλιτι ἀναλάμβανε : ἡ δόσις κυάμου μέγεθος . Ἄλλο , τάχιον ποιοῦν ἐξουρηθῆναι τῶν
τὸ ἀγαρικὸν καὶ τὸ πέπερι καὶ οὕτω χρῶ . ἡ δόσις κοχ . εʹ ἢ Ϛʹ πρὸς τὴν δύναμιν .
4330298 ἠνυστο
καὶ Ἀντωνίῳ διὰ τόλμης ἐπισφαλοῦς καὶ δυοῖν πεζομαχίαιν τηλικοῦτον ἔργον ἤνυστο , οἷον οὐχ ἕτερον ἐγένετο πρὸ ἐκείνου . οὔτε
. ὥσθ ' ὅτε ὡμολόγητο καὶ συγκεχώρητο ὑπὲρ οὗ πᾶς ἤνυστο λόγος καὶ πρὸς ὃ πάντα ταῦτ ' εἶχε τὴν
4320776 εὐτελειας
καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις . Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας : πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον
ἢ ὡς βούλει χρῶ , μηδὲν εὐλαβούμενος μηδὲ καταφρονῶν τῆς εὐτελείας : δίδου δὲ ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν . Εἰ δὲ
4307407 κοχλιαριον
τε μίξαϲ ἀπόθου , καὶ ἐπὶ τῆϲ χρείαϲ ἐπίπαττε ὅϲον κοχλιάριον μεϲτὸν τοῖϲ ὄψοιϲ ἢ μεθ ' ὕδατοϲ θερμοῦ ἢ
ποιεῖ . ἄλλη ἀντίδοτοϲ ϲκορπιοπλήκτοιϲ : ἀριϲτολοχίαϲ μακρᾶϲ λείαϲ δίδου κοχλιάριον ἓν μετ ' οἴνου ἀκράτου κυάθων τεϲϲάρων : ἐνεργεῖ
4307065 ἰδιωτῃ
ταπεινῷ , καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι , καὶ ἄρχοντι καὶ ἰδιώτῃ , καὶ θεράποντι καὶ δεσπότῃ , γυναικί τε αὖ
ἀπὸ δοτικῆς ἐπὶ αἰτιατικήν τιμωροί : οἱ Πελοποννήσιοι δηλονότι ὄντι ἰδιώτῃ : ἤγουν ἔξω ὄντι ἀρχῆς . ἐγένοντο πλέοντες :
4303551 εὐωδους
καλαμίνθου , ἀνὰ # αʹ , λεάνας μετ ' οἴνου εὐώδους , δίδου πρὸ δείπνου πίνειν . Ἄλλο τοῦ αὐτοῦ
οἱ πυρροί , δάφνης ῥίζης φλοιοῦ τριώβολον μετ ' οἴνου εὐώδους , καρδαμώμου τριώβολον μετὰ φλοιοῦ ῥίζης δάφνης ἴσου ,
4303294 δαπανημα
' ὡς πρὸς ἑαυτό : οὕτω γὰρ ἔσται καὶ τὸ δαπάνημα μέγα , καὶ πρέπον τῷ ἔργῳ , ἂν τὸ
καὶ ἀγαθά . γιγνώσκω μὲν οὖν ὅτι ἐν τούτοις οὔτε δαπάνημα οὔτε κίνδυνον οὔτε μηχάνημα ἀξιόλογον οὐδὲν διηγοῦμαι : ἀλλὰ
4301636 σταθμου
τὰ γένη μακρὸν ἐπεφαίνετό μοι δηλοῦν : τὸ δὲ τοῦ σταθμοῦ πλῆθος εἰς μύρια τάλαντ ' ἀργυρίου τὴν σύμπασαν εἶχε
, εἰ καὶ κατὰ σχῆμα διαφέροι [ διαφέρει ] , σταθμοῦ ἂν ἐπὶ μεγέθει τὴν φύσιν ἔχειν . οὐ μὴν
4293458 πεπερεως
κεχρῆσθαι δεῖ πταρμικῷ τῷ στρουθίῳ καλουμένῳ ἢ μετὰ καστορίου ἢ πεπέρεως ἢ εὐφορβίου ἢ ἐπιθύμου ποτὲ μὲν ἐμφυσῶντας , ἄλλοτε
λεπίδος στομώματος . . . . . δραχ . αʹ πεπέρεως . . . . . . . . .
4282265 ἀχρηματια
ἐξ ὧν καὶ πενία , ἀκληρία , ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια , ἐπίλειψις
, παρατρέφεσθαι , παραδειπνεῖν , καὶ τὰ πράγματα πενία , ἀχρηματία , ἀχρημοσύνη , ἀκτημοσύνη , ἔνδεια , ἀπορία ,
4281055 δαπανωμενος
, ὡς ὁ αὐτὸς ἔφασκεν ἀπαγγέλλων . πέπαυσο εἰς ταῦτα δαπανώμενος , μή σε ἀντὶ τῆς θαλάττης ἡ γῆ ναυαγὸν
τι παρὰ τὴν δαπάνην ἕξεις οἴκοι τε οὐκ ἰσχύσεις ἑτέρωθι δαπανώμενος , πῶς οὐκ ἀπολεῖταί σοι τὰ χρήματα τῇ ψήφῳ
4273055 λειτουργειν
καὶ μὴ φανερῶς θανατῶμεν . τί οὖν εἰ καὶ τὸ λειτουργεῖν οὐκ ἐγγέγραπται νόμοις , καθάπερ ἐκεῖνα , καὶ προσέτι
ἀνέμητον οὐσίαν ἔχοντας ἀδελφοὺς , ὧν ὁ μὲν πατὴρ ἐδύνατο λειτουργεῖν , οἱ δὲ κληρονόμοι τῶν ἐκείνου καθ ' ἕνα
4267390 ἐφειται
γάμον οὕτως ἠκρίβωται τῷ ἀρχιερεῖ , ὥστ ' οὐδὲ χήραν ἐφεῖται γαμεῖν αὐτῷ , οὔτε τετελευτηκότος ἀνδρὸς μονωθεῖσαν οὔτε ἀπηλλαγμένην
διατέτακται ταὐτὰ ἃ καὶ τοῖς τὴν μεγίστην ἔχουσιν ἱερωσύνην , ἐφεῖται δ ' οὐ μόνον παρθένους ἀλλὰ καὶ χήρας ,
4262826 κτησασθαι
παρὰ τῶν κρατούντων καὶ δυναμένων γίγνεται , ἐνίοτε οὐ δυνατὸν κτήσασθαι : τὴν δὲ ἀληθῆ ἐλευθερίαν καὶ ἔργῳ περιγιγνομένην τοῖς
γράψας παρακελεύεται τῷ μὴ δυναμένῳ τιμῇ κατεργάσασθαι τὴν ἐπιθυμίαν ἀδικίᾳ κτήσασθαι [ τὴν ὀψοφαγίαν ] . Ἀρχέστρατον λέγει τὸν τένθην
4261320 νομισθεν
τῆς Ἀτθίδος φησὶ ” τὸ δὲ θεωρικὸν ἦν τὸ πρῶτον νομισθὲν “ δραχμὴ τῆς θέας , ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔλαβε
, αὐτὸς γὰρ ἐξηγήσατο , ὅ τί ποτέ ἐστι τὸ νομισθὲν , διδάσκων , ὅτι οὐ περὶ τοῦ ὄντως ἀληθῶς
4256387 δανεισμα
. ἐγκλήματα δ ' ἦν καὶ ξενία καὶ φιλία καὶ δάνεισμα , λαβόντος ἢ δόντος , ἤδη δέ τις καὶ
καὶ ἔχθρας συμβόλαιον καὶ χαρᾶς συμβόλαιον καὶ φιλίας συμβόλαιον . δάνεισμα , χρεωφείλημα , ἔγγυον ναυτικόν , κατ ' ἐκδόσεις
4254055 βλαβος
γίγνεσθαι διὰ βίου , καρπούμενον ἅπασαν τὴν αὑτοῦ κτῆσιν . βλάβος δέ , εἰ κατέβλαψεν τὸν τρωθέντα , ἐκτίνειν τῷ
ἄνωγα μιμνέμεν εἰν οἴκοισι φέρειν τ ' εὐήρεϊ θυμῷ φωρίδιον βλάβος αἰνόν , ἐπεὶ μετὰ ποσσὶ διώκων οὔ κε κίχοις
4250771 κονδιτου
τὸν κάμνοντα ξηραινόντων φαρμάκων ἢ σιτίων , οἷον ὑδρογάρου ἢ κονδίτου ἤ τινος τοιούτου φαρμάκου , συμβουλεύω καὶ τότε ἅπαξ
εὐφορβίου ἶϲα : ἡ δόϲιϲ Γρʹ γ μετὰ μελικράτου ἢ κονδίτου : ποιεῖ καὶ κωλικοῖϲ καὶ ὑδερικοῖϲ . Ἄλλο ὑδραγωγόν
4248601 ἀρτου
βοῦς φυγὼν μόλις ἐλήφθη . Ἀγαθὴ καὶ μᾶζα μετ ' ἄρτου : ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερά τισι διδόντων . Ἀγαθώνειος
πρότερον δίδοται τῷ μελετῶντι φαγεῖν , ἕως ἂν τυχὼν τοῦ ἄρτου συγχωρούμενον λάβῃ παρὰ τῆς μητρὸς καταφαγεῖν τοῦτον . Ἐπεὶ
4248528 χαριτος
κακὰς λοιδορίας . σκώμματα ] λοιδορίας , σκώμματα αἱ μετὰ χάριτος παιδιαὶ καὶ σκώπτω τὸ μετὰ χάριτος ὑβρίζω . εἰσῇξε
καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου τῆς κόρης . πάνυ δὲ μετὰ χάριτος ἔφη , τυθῆναι λέγων αὐτὸν τῇ Ἀφροδίτῃ , τοῦτο
4248321 ἀποβρεγμα
πάνυ θερμαίνειν δυνάμενα , διδόναι δ ' αὐτοῖς ἢ τὸ ἀπόβρεγμα τῆς ἀψινθίας ἢ αὐτὴν τὴν ἀλόην ἢ τὴν πικρὰν
αὐτοὺϲ πολυγόνου χυλὸν καὶ ἑλένιον ἐν οἴνῳ μέλανι καὶ φοινίκων ἀπόβρεγμα καὶ μύρτων . καταπλαϲτέον δὲ ὑποχόνδριον καὶ νεφροὺϲ ἄλφιτον
4244148 ἀλειμμα
] ἀφιέναι . , ἀφεῖναι . ἠλείψατο ] ἠλείφθη , ἄλειμμά ⌈ τι ἐδέξατο . ὅτι τὸ παλαιὸν ἄλειμμά τι
ἠλείφθη , ἄλειμμά ⌈ τι ἐδέξατο . ὅτι τὸ παλαιὸν ἄλειμμά τι ἠλείφοντο . ὅτι τὸ παλαιὸν ἠλείφοντο μύρα ,
4241789 κομιστεος
ὁμιλίας ἀποτέλεσμα . θ καρπὸς ] τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ . κομιστέος ] ὠφέλιμος . κομιστέος ] ἄξιος κομίσασθαί τινα αὐτόν
. ὄρνιθος ] τῆς τύχης καταχρηστικῶς . . καρπὸς οὐ κομιστέος ] οὐκ ἄξιος κομίζεσθαι ὁ καρπὸς τῆς τῶν πονηρῶν
4239987 ἀνενδεες
καὶ πένησι : πλοῦτον γὰρ καὶ πρόσκτησιν σημαίνουσι διὰ τὸ ἀνενδεὲς τῶν ὑποτεταγμένων αὐτοῖς : ἀγαθοὶ δὲ καὶ τοῖς γῆν
καὶ νοῦς ἔσται . Ἔτι εἰ τὸ ἀγαθὸν ἁπλοῦν καὶ ἀνενδεὲς δεῖ εἶναι , οὐδ ' ἂν τοῦ νοεῖν δέοιτο
4237501 ἀφαιρειται
' ἰδιώτης μήτ ' ἄρχων δεδοικὼς τὸν νόμον , ὃς ἀφαιρεῖται καὶ τὸν λόγον ἡμῶν ἅμα τοῖς ἔργοις θάνατον ἐπιτιθεὶς
' ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσιν . ἀλλὰ καὶ τῶν αἰεὶ ἀφαιρεῖται λὶς πέτρη . ἀλλ ' ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον
4232599 καρπωσαμενος
δέ μοι καὶ ἰατρῶν ἐν οἷς ἡ ἰατρικὴ πᾶσα . καρπωσάμενος δὲ τὴν ἀπάτην μῆνα ὅλον καὶ μέλλων εἴσεσθαι ,
παρ ' ὑμῶν φέροντα μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὀγδοήκοντα μνᾶς , καρπωσάμενος αὐτὸν δέκα ἔτη οὔτε ἀργύριον ὁμολογεῖ κεκτῆσθαι οὔτε ὅποι
4221474 περιβοητον
' πίκληρος ἡ καλὴ μέλλει καθευδήσειν . κατείργασται μέγα καὶ περιβόητον ἔργον : ἐκ τῆς οἰκίας ἐξέβαλε τὴν λυποῦσαν ἣν
σχολῆς , ἵν ' ἔχων οἰκονόμον ἀδεῶς περιπατῇ . καὶ περιβόητον πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖ αὑτὸν ὁ Κράτης , καὶ τοῦτο
4220165 ἀφρονιτρον
τοῖϲ ἐκφράττουϲί τε καὶ τέμνουϲι φαρμάκοιϲ , οἷόν ἐϲτι τὸ ἀφρόνιτρον ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι καὶ ἡ προβατεία χολὴ ϲὺν
τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους χυμοὺς πολὺ μᾶλλον τῶν ἁλῶν . ἀφρόνιτρον δέ , μὴ μεγάλης ἀνάγκης οὔσης , οὐδὲ καταπίνει
4207277 σελινου
νεφρῶν ἄγει δι ' οὔρων τὸ σπέρμα τοῦ ἑλενίου , σελίνου , πέπερι , μήκων , σταφυλῖνος , πράσον ,
. μὴ παρηγορούμενα δὲ καταπλαστέον ὠμῇ λύσει μετὰ κυμίνου ἢ σελίνου καὶ ἀνήσσου ἢ πηγάνου σπέρματος , ξηροβαλανιστέον τε μέλιτι
4200067 λεπαστη
' ἁδύοινος εὐφρανεῖ δι ' ἡμέρας . Θεόπομπος Παμφίλῃ : λεπαστὴ μάλα συχνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος
καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : ὅτι δὲ ἡ λεπαστὴ οὐκ ἔκπωμα μόνον ἐστὶν ἀλλὰ καὶ οἰνοχόη , σαφὲς
4198763 κινδυνευμα
εὐτολμοτάτοις φανήσεσθαι ἔμελλε . Τοῖς δὲ σωφρονεστάτοις οὐκ ἀσφαλὲς τὸ κινδύνευμα εἶναι ἐφαίνετο , ἀνδράσιν ἀγαθοῖς τὰ πολέμιά τε καὶ
πλῆθος εἰς τὸν Δᾶμιν ἀπέβλεπε , συνεὶς δὲ ἐγὼ τὸ κινδύνευμα τὴν νύκτα ἐκέλευσα περιχυθεῖσαν διαλῦσαι τὴν συνουσίαν . ἀπῆλθον
4198457 Κυρηναϊκου
ἐν οἷς ἐστι καὶ τὸ σύνηθες ἡμῖν ἁπάντων δοκιμώτατον ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ λαμβάνειν . Ὁ δ ' ἀμφημερινὸς οὐδαμῶς μετὰ ῥίγους
τὸ διὰ καλαμίνθηϲ ἔτι τε τὸ διὰ τοῦ ὀποῦ τοῦ Κυρηναϊκοῦ τούτοιϲ ἁρμόϲει καὶ τὰ διὰ καϲτορίου τε καὶ τῶν
4182414 λελεπιϲμενα
κνίδηϲ ϲπέρματοϲ λινοϲπέρμου ϲτροβίλων ἀμύλου ἀνὰ κύαθον α ἀμύγδαλα πικρὰ λελεπιϲμένα κε πεπέρεωϲ κόκκουϲ λ : φρύξαϲ ἐπ ' ὀλίγον
δίδου ἐκλείχειν . ἄλλο : ϲτροβίλια πεφωγμένα ἀριθμῷ λ ἀμύγδαλα λελεπιϲμένα λ λινοϲπέρμου πεφωγμένου ⋖ β γλυκυρίζηϲ χυλοῦ ⋖ β
4178629 σιτησιν
τῆι τῆς ἐννοίας εὑρέσει καὶ καινότητι τὴν ἐν Μουσῶν αὐτῶι σίτησιν ἔχειν ἐχαρίσατο . . . . ὁ δὲ Παγκράτης
εἰκόνα χαλκῆν παρὰ τοῦ δήμου σπουδάσαι λαβεῖν , οἱ δὲ σίτησιν , οἱ δὲ στέφανον εὕρασθαι παρὰ τοῦ δήμου μετὰ
4178503 κοχλιαριου
. προσφέρεσθαι δὲ χρὴ μάλιστα , ὅσον πλῆθος ἂν ᾖ κοχλιαρίου , νῆστιν ὄντα ἢ εἰς κοίτην . βλάπτει δὲ
, τοῦτο μὲν διαχρίοντας τοῖς δακτύλοις , τοῦτο δὲ διὰ κοχλιαρίου προσαπτόμενον μετὰ τοῦ ἀναπιέζειν καὶ ἅμα πρὸς τοὐκτὸς ἄγειν
4171929 καταπλαττομενον
τὸ δὲ μελάνθιον οὐ μόνον ἐσθιόμενον ὀνίνησιν , ἀλλὰ καὶ καταπλαττόμενον τῆς γαστρὸς ἔξωθεν : ἔσθ ' ὅτε καὶ βρυωνίας
ψύλλιον δὲ ὕδατι θερμῷ πρὸϲ ὀλίγον βραχὲν εἶτα λειωθὲν καὶ καταπλαττόμενον παραμυθεῖται τὰϲ φλεγμονάϲ : ἐν γὰρ ταῖϲ περιωδυνίαιϲ τῶν
4164147 μισθος
μὲν γὰρ εὐπραγίας κίνδυνος ὁ νόμος , τῆς δὲ λύπης μισθὸς ὁ ἔρως . φοβεῖσθαι δὲ ἄμεινον τυχόντα ὧν βούλεταί
ἀγῶνα λαῷ , τὸν μισθὸν ἀπόδος : ἔστι δὲ ὁ μισθὸς τὸν ἑταῖρον ἡμῖν Στρατήγιον ἐπί τινος φανῆναι σχήματος .
4162939 ταλαντον
σκοπεῖτε δὲ μὴ τοῦτο , εἰ μνᾶς ἑκατὸν καὶ πάλιν τάλαντον ἔδωκεν , ἀλλὰ τὴν προθυμίαν καὶ τὸ αὐτὸν ἐπαγγειλάμενον
λαμβανόμενα εἰς σύγκρισιν , οἷον ὅταν σκεπτώμεθα τίνα λόγον ἔχει τάλαντον πρὸς μνᾶν , ὁμογενεῖς ὅρους φαμὲν τὸ τάλαντον καὶ
4159856 εὐτελες
φοβερῶς ἔχων , ἐπιφόβως , ἐπιδεῶς καταδεῶς , εὐλαβῶς : εὐτελὲς γὰρ τὸ δειλῶς , τὸ δ ' ἀποδεδειλιακότως δύσφθεγκτον
αὐτὸν ὑπολαβόντα τὸ ὕδωρ εἶναι τὴν ἀρχήν , διὰ τὸ εὐτελὲς τῆς διανοίας αὐτοῦ : ἄθεος γάρ ἐστιν . οὐ
4148679 μελιτος
χλιαρὸς καθ ' ἑαυτὸν καλῶς ποιεῖ καὶ μετ ' ὀλίγου μέλιτος . Ἄλλο : κρομμύων χυλὸν μετὰ μέλιτος μίξας ἔνσταζε
ὀξελαίῳ βρεχόμενα καὶ ἐπιτιθέμενα , βολβῶν ἑφθῶν τὰ ἁπαλὰ μετὰ μέλιτος ἢ κηρωτῆς , ἅλας λεῖον καὶ ἄλευρον μετὰ μέλιτος
4148218 ἀναλωμα
ὑπερβαλεῖς πλούτῳ τοὺς μάλιστα δοκοῦντας Ῥωμαίων εὐπορεῖν : καλὸν νομίσας ἀνάλωμα καὶ πρέπον ἡγεμόνι τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἀναξίως τῆς ἀρετῆς
αἱ μυστηριώδεις θυσίαι . Τέλος . τάξις , βλάβη , ἀνάλωμα . Τέμπη . μεταξὺ ὀρῶν στενότητες . Τένθης .
4144982 ἐκτησαμην
: καὶ ἐν Ἰλιάδι „ κτεάτισσα πόλιν „ ἀντὶ τοῦ ἐκτησάμην . . Π . α . ἡμῖν δ '
ἐξ ἀρχῆς καὶ ἐπαιδοποιησάμην , οὐκ οἶδ ' ἂν εἰ ἐκτησάμην παῖδα τοιοῦτον περὶ ἐμέ : ἐπεὶ ἄλλους τε οἶδα
4136869 ὀπου
Ἀρκαδίας , ὥστε καὶ ἐπίτηδες κηπεύεσθαι διὰ τὴν ἐκ τοῦ ὀποῦ πρόσοδον . φύλλα ἔχει τραχέα , χαμαιπετῆ , χλωρὰ
. Τιθύμαλλος ἄγει χολὴν σκαμμωνίᾳ παραπλησίως : δίδοται δὲ τοῦ ὀποῦ σταγόνες τέσσαρες ἢ ε σὺν ἀλφίτῳ φυραθεῖσαι καὶ ταχέως
4134566 ἡλικον
ἐκεῖνοι καὶ γέφυραν καὶ τὰ τοιαῦτα . καί μοι ἐννόησον ἡλίκον τὸ ἀξίωμα τῆς ἱστορίας καὶ ὡς Θουκυδίδῃ πρέπον ,
καρπὸν δὲ οὐδένα φέρειν : ἐν ᾧ δὲ τὸ ἔριον ἡλίκον μῆλον ἐαρινὸν συμμεμυκός : ὅταν δὲ ὡραῖον ᾖ ,
4125205 ὀπτοϲ
πίονα , ϲυῶν τὰ ἄκρεα , λαγωὸϲ [ ὁ ] ὀπτόϲ : βοὸϲ δὲ καὶ ὄϊοϲ παχῦνόν τε καὶ κεφαλῆϲ
πίονα , ϲυῶν τὰ ἄκρεα , λαγωὸϲ [ ὁ ] ὀπτόϲ : βοὸϲ δὲ καὶ ὄϊοϲ παχῦνόν τε καὶ κεφαλῆϲ
4113220 συκου
μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τοῦ λεγομένου θρίου σκευάσματος , ὃ ἐν σύκου φύλλοις εἰλεῖται . λυκόποδες : Λυκόποδας ἐκάλουν , ὡς
τούτου ὡς ὀλίγιστον . Προσθετόν : λίτρον , κύμινον , σύκου τὸ ἴσον . Καθαρτήριον προσθετὸν καὶ μαλθακτήριον : νέτωπον
4110888 ἐπηρκει
. ἐπήρκεσεν : ταῦτα συνεχῶς ἀγγελλόμενα τῷ Ἀντωνίῳ αὐτόν τε ἐπήρκει ἐς τὴν ἀποχώρησιν καὶ τοὺς στρατιώτας μαλακωτέρους ἐποίει .
οὐδένα πώποτε μισθὸν τῆς συνουσίας ἐπράξατο , ἀλλὰ πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ : ὧν τινες μικρὰ μέρη παρ '
4104470 καρυου
κασίας ⋖ αʹ , μέλιτος τὸ ἱκανόν : ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ ἢ κυάμου αἰγυπτίου τὸ μέγεθος μεθ ' ὑδρομέλιτος
ἀπὸ φλέγματος καὶ ὑαλώδους χυμοῦ γινομένας ὀδύνας : ἡ δόσις καρύου Ποντικοῦ τὸ μέγεθος μετὰ μελικράτου . ἐγὼ πολλάκις ἐπὶ
4104172 τηλικουτον
Ἀσπασίας οὐ τῆς νεωτέρας ἀλλὰ τῆς Σωκράτει τῷ σοφῷ συγγενομένηςκαίπερ τηλικοῦτον ἀξίωμα συνέσεως καὶ πολιτικῆς δυνάμεως κτησάμενος , οὐ συνετάραξε
τῶν ἀναθημάτων ἀπέσχετο , φιλοδοξῆσαι θέλων καὶ νομίζων δεῖν τὸν τηλικοῦτον ἐπαναιρούμενον πόλεμον μηθὲν ἐξαμαρτάνειν εἰς τὸ θεῖον , ἅμα
4101649 τιθυμαλλου
μέντοι γε μετὰ ψυχροῦ ὕδατοϲ . ὁ δὲ ὀπὸϲ τοῦ τιθυμάλλου δίδοται ὑπό τινων ἢ μετὰ ἰϲχάδων ἢ μετὰ ἀλφίτων
ἀποκρύφῳ . καλῶϲ καὶ ἀλύπωϲ καθαίρει καὶ ὁ ὀπὸϲ τοῦ τιθυμάλλου τοῦ παρὰ τὰ ὕδατα ἐν τοῖϲ ὑγροῖϲ τόποιϲ καὶ
4100567 ἐπικερδες
ὁ κίνδυνος , νικῶσι δὲ οὐ μέγα τὸ ἔργον οὐδὲ ἐπικερδές . ” εἶναι δ ' ἄλογον κινδυνεύειν ἐπὶ ὀλίγοις
λέγοντες . ὅμοιοι . τὸ λάθρα κατά τινος φέρεσθαι . ἐπικερδές . ὑπάρχει τῷ ποιοῦντι . Τί μάλα τοῦτο ]
4092884 μεδιμνου
νόμος διαρρήδην κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν . Μεμαρτύρηται δὲ Ἀρίσταρχον μὲν πρότερον Δημοχάρους τοῦ
οὖσιν , οὐδὲ γυναικὶ παρ ' Ἀθηναίοις συναλλάσσειν πλὴν ἄχρι μεδίμνου κριθῶν , διὰ τὸ τῆς γνώμης ἀσθενές . τῶν
4092233 ἐπιμιγνυντας
τὴν δύναμιν , ὥστε μὴ πάνυ θερμαίνειν καὶ ξηραίνειν , ἐπιμιγνύντας αὐτό τισι χυλοῖς ἢ ὑγροῖς ἄλλοις συνέψοντας ἢ κεραννύντας
ἀφικόμενος , ἀεὶ γὰρ μέτριοί τε καὶ χρηστοὶ πρὸς τοὺς ἐπιμιγνύντας ἦσαν : πρῴην γοῦν , πεντήκοντα δὲ τοῦτ '
4086973 παρεσχεν
ὧν ἐς αὐτὸν ἤλπισαν [ τὰ ] ἔργα λαμπρότερα ἐπιδειξάμενος παρέσχεν ἀποθανὼν ἀθυμῆσαι πᾶσι καὶ δι ' αὐτὸ οὐχ ἥκιστα
ξυννέφελα ὄντα πλάνησιν τῶν νεῶν ἐν τῷ σκότει καὶ ταραχὴν παρέσχεν . καὶ ἅμα τῇ ἕῳ διεσπασμένου τοῦ ναυτικοῦ καὶ
4086552 ἀλοης
. . . . . . . δραχ . κδʹ ἀλόης . . . . . . . δραχ .
ἐπιθέματα γινέσθωσαν τὰ διὰ λαδάνου καὶ μασουχᾶ σμύρνης τε καὶ ἀλόης καὶ ἀψινθίας καὶ πόματα δὲ τὰ διὰ τοῦ ναρδοστάχυος
4084161 περιλειφθεν
ἐκτροπὴν Σελήνης λαβόντες καὶ ἀφελόντες * * ζῳδιακῷ συστήματι τὸ περιλειφθὲν ἡγεῖσθαι μέρος ὡροσκόπου , ὅθεν καὶ τὴν ἀτρεκῆ τῆς
νυκτὸς δὲ Σελήνην , καὶ ἀφέλῃ σύστημα ζῳδιακόν , τὸ περιλειφθὲν λογιζέσθω [ τι ] μέρος τοῦ ζῳδίου , ὅπερ
4082304 ταπεινοφροσυνης
ἢ ὑστερουμένῳ , καὶ οὕτω ταπεινοφρονήσεις , ἵνα ἐκ τῆς ταπεινοφροσύνης σου ὁ εἰληφὼς ἐμπλήσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν καὶ εὔξηται
περὶ δόξης οὐκ ἔστιν , ἀλλὰ περὶ μακροθυμίας καὶ περὶ ταπεινοφροσύνης ἀνδρός . ἐν τοῖς τοιούτοις οὖν ἡ ζωὴ τοῦ
4078364 ἐπισχετω
: ὅταν ἑορτάζηι λεώς , τῆς σῆς σφαγῆς ἄποιν ' ἐπισχέτω ξίφος δέρηι πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ' ἐξανιέτω ,
σοῦ ἀρέσκομαι . καί σε μήτε νὺξ μήθ ' ἡμέρα ἐπισχέτω ὥστε ἀνεῖναι πράσσειν τι ὧν ἐμοὶ ὑπισχνῇ , μηδὲ
4076298 ἐμελλες
ἄδικον συνεκρότεις . ἢ οὕτως : [ εὐτυχῶν ] οὐκ ἔμελλες ἕξειν τοὺς ὑπὲρ σοῦ φίλους , εἰ συμβαίη σε
σῶν ἥκειν αὐτὸν γραμμάτων . καὶ οὐκ ἄρα παρόντας ἡμᾶς ἔμελλες τιμήσειν μόνον , ἀλλ ' ἤδη καὶ ἀπόντας .
4074311 θαυμαζεσθαι
ἔφη „ ἀπολέλαυκας τῆς βορᾶς ταύτης ; ” ” τὸ θαυμάζεσθαί με καὶ ἀποβλέπεσθαι : καὶ γὰρ τὸν Ἡρακλέα ἴσως
μὲν οὖν ἄλλα τοῦ ἀνδρὸς ἔργα , δι ' ἃ θαυμάζεσθαί τε καὶ μνήμης τυγχάνειν ἄξιός ἐστιν , οὐδὲν δέομαι
4071070 ταλαντου
δεῖ καταφιλῆσαι καὶ θωπεῦσαι δι ' ἐπαίνου . ἄπαγε , ταλάντου ἐστίν : οὐ λυσιτελεῖ μοι οὐδὲ τῇ πόλει οὐδὲ
, ἵνα ἐν ἄξονι ἐμβάλλωνται χαλκῷ σταθμὸν ἔχοντα ἕκαστον αὐτῶν ταλάντου . Καὶ εἰς ταῦτα ἄξων ἐναρμόζεται σιδηροῦς ταλάντων δ
4070778 πυρροτης
τοῦ δὲ τεταρταίου πολυειδὴς θεωρία καὶ ἄπεπτος . σημεῖον θανάτου πυρρότης καὶ στιλβότης οὔρων μετὰ ὑμενώδους ἐπιφανείας . σημεῖον πληθωρικῶν
λευκότης καὶ παχύτης καὶ θολερότης οὔρων , τοῦ τριταίου δὲ πυρρότης καὶ ὑποπυρρότης , τοῦ δὲ τεταρταίου πολυειδὴς θεωρία καὶ
4066199 δοκιμωτατον
καὶ ἱππικὰς καὶ ναυτικὰς οὐκ ἀριθμὸν ἄλλως ἀλλ ' ὅσον δοκιμώτατον ἐν ὑπηκόοις ἔχων , ὁ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν
, οἱ δεξιώτεροι δὲ τῶν ἀστῶν δημοσίᾳ τῶν ξένων τὸ δοκιμώτατον ἑστιῶσι , καὶ τοῖς εὐωχουμένοις ἡδίστην φιλονεικίαν ὁ ναός
4064808 ἀπηφριϲμενου
εἰϲ ἀγγεῖον ὑέλινον δέχεϲθαι τὸ ὑγρὸν μίξαντάϲ τε καλοῦ μέλιτοϲ ἀπηφριϲμένου μέροϲ ἓν πρὸϲ τρία μέρη τοῦ χυλοῦ τιθέναι ἐν
: Λιβυϲτικοῦ ϲελίνου ϲπέρματοϲ ζιγγιβέρεωϲ θύμου ἀνὰ # α μέλιτοϲ ἀπηφριϲμένου τὸ ἀρκοῦν : δίδου κοχλιαρίου τὸ ἥμιϲυ ἕωθεν καὶ
4064147 πενταετες
κεν ἐκεῖνα πάντα γε μυθήσαιτο καταθνητῶν ἀνθρώπων ; οὐ γὰρ πεντάετες οὐδ ' ἑξάετες οὐκ ἀρκεῖ . ἀλλ ' οὐκ
ους ἔχουσι τὴν γενικήν , ἐδήλωσεν ὁ ποιητὴς εἰπὼν γ πεντάετες δ ' ἤνασσεν : ἀπὸ γὰρ τοῦ ὁ πενταέτης
4062260 διδου
ἢ κροκομάγματι ἢ πρίσμασι μετὰ στυπτηρίας καὶ οἴνου εὐώδους . δίδου δὲ σκολύμου ῥίζαν ἡψημένην πίνειν . Στόματι δ '
. . . οὐγγ . αʹ ʹʹ . γράμματα ἓξ δίδου ἐν τοῖς διαλείμμασιν ἑσπέρας , ὡς ἂν βούλωνται .

Back