| νόμος διαρρήδην κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν . Μεμαρτύρηται δὲ Ἀρίσταρχον μὲν πρότερον Δημοχάρους τοῦ | ||
| οὖσιν , οὐδὲ γυναικὶ παρ ' Ἀθηναίοις συναλλάσσειν πλὴν ἄχρι μεδίμνου κριθῶν , διὰ τὸ τῆς γνώμης ἀσθενές . τῶν |
| Δείναρχος ἐν τῇ Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ . . . . ἡμίεκτον καὶ ἡμιμέδιμνον : Δείναρχος ἐν τῇ Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ | ||
| βώλους ἀργίλου ξηρᾶς , μέχρι διάβροχοι γένωνται , μέτρον ὡς ἡμίεκτον εἰς ἀμφορέα : ἐπειδὰν δ ' ἀφεψήσῃς , πιεῖν |
| ἤχων ὀργάνων τούτῳ τῷ ποταμῷ ἀναπέμπουσι . τέλος δὲ ποιήσαντες μέδιμνον χρυσοῦν , ἐμβάλλουσιν εἰς αὐτὸν ὥσπερ ἀνάθημά τι εὐχαριστήριον | ||
| καὶ πάνθ ' ἁπλῶς τὰ τοιαῦτα . τὸν θρυλούμενον ἁλῶν μέδιμνον συγκατεδηδοκὼς χρόνῳ ἔστω φίλος σοι . οὐκ ἔστι γὰρ |
| , ἐπιπάσσων τε ἁλῶν τετριμμένων χοίνικα μίαν εἰς τὰς θʹ χοίνικας , [ καὶ ] κίνει ταῖς χερσὶ πράως , | ||
| , παρεκλάπην , ἐζημιώθην . . διχοινίκῳ ] κατὰ δύο χοίνικας , διὰ διχοινίκου , ἐν , εἰκοστοτετάρτῳ μεδίμνου , |
| πληρωθέν πλῆρες * χάδοι : πίοι συνέχοι * ὀξυβάφοιο : ὀξυβάφου δὲ μέτρον ἐχέτω τὸ ἱπποσέλινον ἐχεπευκέος ἤγουν πικρᾶς , | ||
| καὶ τὰ φύλλα ξηρά , λεῖα ἐπιπασθέντα μελικράτῳ ὅσον ἥμισυ ὀξυβάφου . ἡ δὲ χαμελαία καθαίρει μὲν φλέγμα καὶ χολήν |
| στυγνότητ ' , ἀλουσίαν . προπίνω σοι φιλοτησίαν λαβὼν ὕδατος ἀπέφθου κύαθον : ἂν δ ' ὠμὸν πίῃς , βαρὺ | ||
| , σταθμὸν διτάλαντα . Ἐποιέετο δὲ καὶ λέοντος εἰκόνα χρυσοῦ ἀπέφθου , ἕλκουσαν σταθμὸν τάλαντα δέκα : οὗτος ὁ λέων |
| ἔρευθος δὲ κυρίως τὸ αἷμα παρὰ τὸ ἐρυθρὸν εἶναι : κόκκινον γάρ . Φοινίσσει : ἐξανθεῖ , βάπτει , μελαίνεται | ||
| Ἕρμιππον καὶ τὸν Σιμέρμωνα τὸν τούτου ὑποκριτήν . ἔρυθρον ] κόκκινον . . , βεβαμμένον κοκκίνῳ . τοῖς παιδίοις ] |
| ἡ ῥίζα , βαλαύστιον , γίγαρτα , ἔλαιον βαλάνινον , ζιγγιβέρεως ἡ ῥίζα , καγκάνου ῥίζα , κρόμμυον , σίκυος | ||
| ' αὐτοῦ μέγεθος κυάμου πρὸ τῶν σιτίων . Ἔμβαμμα : ζιγγιβέρεως ⋖ β , πεπέρεως μακροῦ , σκαμμωνίας , ὀποῦ |
| ἐν ταύτῃ εἰς θεοὺς μεταστάντι . τετρωβολίζων : τὸ δικαστικὸν τετρώβολον λαμβάνων . ἐγένετο γὰρ καὶ τοσοῦτόν ποτε . τετρωβόλου | ||
| ὡσαύτως : ἢ κρήθμου ῥίζαν , ἢ κυμίνου αἰθιοπικοῦ ἀττικὸν τετρώβολον , ἢ πέπερι , ἄννησον , δαῦκος , ἀκτέα |
| ἐν Λαμίᾳ Κράτης ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ ὀβολοί , ἦν δὲ καὶ τριώβολον καὶ διώβολον εἴδη νομισμάτων | ||
| εὐτελής . τριώβολον : μισθὸς δικαστικὸς καὶ οἱ ἁπλῶς τρεῖς ὀβολοί . τρυγόνα ψάλλειν : παροιμία ἐπὶ τῶν φαύλως πραττόντων |
| : ἑξάκις γὰρ ὀκτὼ σαρανταοκτώ . τὸ γὰρ ἡμίεκτον τέσσαρες χοίνικες . ⌈ ἡμιεκτέον φησὶν ὁ Στρεψιάδης τὸ ἡμίεκτον , | ||
| τὸ δὲ ἡμιεκτέον , τουτέστι τὸ δωδέκατον τῶν μηʹ , χοίνικες τέσσαρες . ἡμιεκτέου : τοῦ τετραχοινίκου . ὁ γὰρ |
| ξηρανθέντων λίτ . α . οἴνου παλαιοῦ διαυγεστέρου ξεε ἤτοι ξέστ . ε . μέλιτος ξεα ἤτοι ξέστ . α | ||
| , τοῦ χυλοῦ ξέστ . δʹ καὶ μέλιτος καλλίστου ἀπηφρισμένου ξέστ . ηʹ ὕδατος ὀμβρίου ξέστ . ιβʹ μίξαντες , |
| κλύσαι : ἢν δὲ φλεγματώδης , κόκκους ἐκλελεγμένους καὶ τοῦ τιθυμάλου ὀποῦ ὅσον πόσιν κλύζειν ὡσαύτως : κνεώρου καὶ μηκωνίου | ||
| ἐν θαλάττῃ κείμενον εἰ θέλεις ἐν βρώματι λαβεῖν , λαβὼν τιθυμάλου γάλα καὶ κυκλαμίνου βοτάνης καὶ συγκόψας φύρασον πάντα σὺν |
| βᾶριν καλεῖσθαι , τὸ δ ' ἐπίβαθρον [ νόμισμα τὸν ὀβολὸν ] τῷ πορθμεῖ δίδοσθαι , καλουμένῳ κατὰ τὴν ἐγχώριον | ||
| κικίδα , σμύρναν , σίδιον , ῥητίνην , πόλιον , ὀβολὸν ἑκάστου , ἐν μέλιτι τρίψασα , προσθέσθω ἐπὶ τρεῖς |
| ἀριστολοχίας στρογγύλης ἀνὰ γο αʹ ςʹʹ , χαμαίδρυος γο δʹ ςʹʹ καὶ ναρδοστάχυος τὸ διπλοῦν . Ἄλλη ἀντίδοτος ποδαγρικὴ διὰ | ||
| εʹ , ἡδυσάρου τοῦτ ' ἔστι πελεκίνου σπέρματος λι βʹ ςʹʹ , ἀρτεμισίας λι βʹ ςʹʹ , κυπέρου , πεπέρεως |
| ! ! ! ! ! ! ] μὴ καὶ τὸ ἴτριον καὶ τὰ αιεια ? [ ! ] ⌈ [ | ||
| ἢ βραχύ τι παντελῶς ἐλαίου προσλαμβανέτω , πρὶν ἐμπάσσεσθαι τὸ ἴτριον συνεψωμένου τῷ ὕδατι τοῦ ἐλαίου . ὁμοίως δὲ καὶ |
| ῥᾳδίως αὐτῶν ἄνδρες ἀκέραιοι περιέσονται ταῖς ἄνω καὶ κάτω συμπλοκαῖς κεκομμένων . Εἰ δὲ μὴ κακῶς ἐγὼ τὸ μέλλον τεκμαίρομαι | ||
| , νίτρου : μάλιϲτα δὲ οὗτοϲ ἁρμόϲει : ϲύκων λιπαρῶν κεκομμένων ⋖ α , κυμίνου ⋖ β , ἀφονίτρου ⋖ |
| , ἀφρονίτρου λευκοῦ , ἀνὰ λίτραν μίαν , ἐλαίου παλαιοῦ λίτρας β , ὕδατος πηλοποιοῦ ξέστην ἕνα , μίσυος ὠμοῦ | ||
| πίσσης λίτραν αʹ . κηροῦ λίτραν αʹ . ἀξουγγίου παλαιοῦ λίτρας βʹ . τὰ τηκτὰ τήξας κατάχεε , τῶν ἄλλων |
| ἔλεγε πιπράσκεσθαι καὶ ἔμπαλιν : ἀνδριάντα γοῦν τρισχιλίων πιπράσκεσθαι , χοίνικα δ ' ἀλφιτῶν δύο χαλκῶν . Τῷ πριαμένῳ αὐτὸν | ||
| χ , χόα , χο . εἰ δὲ ν , χοίνικα , χν . εἰ δὲ η , χήμην , |
| ἐν τῷ κυλίειν τὴν κόπρον . ὁμοῦ μὲν ὡς τῶν παλαιστῶν ἀδηφαγούντων , ὁμοῦ δὲ τῷ ἐπιφερομένῳ οἰκείως τῶν παλαιστῶν | ||
| κονίσαι , τουτέστι νικῆσαι : κονιορτοῦνται γὰρ οἱ νικώμενοι τῶν παλαιστῶν . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἀκοῦμαι καὶ |
| ποιήσασα προστιθέσθω . Ἄλλο : χελώνης θαλασσίης τὸν ἐγκέφαλον καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους | ||
| ἐκ τούτων . Πολυχρονιώτατον δ ' ἐστὶ τό τ ' αἰγύπτιον καὶ τὸ ἴρινον καὶ τὸ ἀμαράκινον καὶ τὸ νάρδινον |
| ψίχες μετ ' ἀπομέλιτος ἢ ὑδρομήλου διδόμεναι , τὸ δὲ ὑδρόμηλον τὸ Κιβυρατικὸν οὐ δεῖ διδόναι αὐτοῖς , ἀλλ ' | ||
| ἡ πολέμου μήτηρ γεννᾶται . οἰνόμελι δὲ καὶ μελίμηλον καὶ ὑδρόμηλον καὶ μυρτίτην καὶ πάντα τὸν ἐσκευασμένον οἶνον πίνειν πλουσίοις |
| . Μετὰ δὲ ταῦτα , βοείου γάλακτος ὡς τέσσαρας κοτύλας ἀττικὰς ὠμοῦ ἔπινεν , κατὰ δύο κυάθους δι ' ἡμέρης | ||
| : ὀρύξαι χρὴ βόθρον , καὶ φῶξαι ὅσον δύο χοίνικας ἀττικὰς γιγάρτων , τῆς σποδιῆς ἐπιβαλὼν ἐπὶ τὸν βόθρον , |
| ὀδύναις πίνειν φάρμακα τῶν ἀνωδυνίαν ἐμποιούντων τοιάδε : κωδύας πεφωγμένης ἡμιώβολον , στύρακος τὸ ἴσον , λιβάνου ὀβολὸς αʹ , | ||
| ἔχει ἡμιωβόλου τὸ τέταρτον : ὥϲτε τοὺϲ τέϲϲαραϲ χαλκοῦϲ ἄγειν ἡμιώβολον . Ὁ ϲτατὴρ ἄγει ⋖ δʹ : καλοῦϲι δὲ |
| πόλεως εἰς τοὺς ἑκάστων οἴκους . Τῶν δὲ δούλων ἕκαστος Αἰγιναῖον φέρει στατῆρα κατὰ κεφαλήν . Διῄρηνται δ ' οἱ | ||
| ἐν ὕδατι χλιερῷ καθεζέσθω . Ἕτερον : ἀδιάντου ὅσον στατῆρα Αἰγιναῖον ἐν οἴνῳ λευκῷ ἴσον ἴσῳ κεράσας δίδου πίνειν . |
| δεῖ πλείω λέγειν : κινεῖται γὰρ ἤδη τὸ βάρβαρον στράτευμα χωροῦν ἐφ ' ἡμᾶς . ἀλλ ' ἄπιτε καὶ καθίστασθε | ||
| τὸν τόπον εἶναι σῶμα : ἔσται γὰρ σῶμα διὰ σώματος χωροῦν , εἰ τὰ κινούμενα ἐν τόπῳ κινεῖται . ἀλλὰ |
| ἐπεγράφοντο . καὶ ἐκαλεῖτο οὕτως , ὅτι ἐπὶ τῇ δραχμῇ ὀβολὸς ἦν , τῆς δραχμῆς λογιζομένης πρὸς ἕξ . ἐλάμβανε | ||
| : κωδύας πεφωγμένης ἡμιώβολον , στύρακος τὸ ἴσον , λιβάνου ὀβολὸς αʹ , σικύου σπέρματος κόκκοι κʹ , σελίνου σπέρματος |
| ἐγκεφάλους σὺν οἴνῳ πινομένους , καὶ κράμβης ἡμέρου τοῦ σπέρματος ὀξύβαφον λεῖον πινόμενον μετ ' οἴνου : ἀγαθὸν δὲ καὶ | ||
| οὗτοϲ δὲ παρὰ τοῖϲ Ἀττικοῖϲ τρυβλίον ὀνομάζεται . Τὸ δὲ ὀξύβαφον τέταρτόν ἐϲτι τῆϲ κοτύληϲ . Ἔχει δὲ ὁ ξέϲτηϲ |
| Κῦρος . εἶχε δὲ οὕτως : πυραμίνων ἀλεύρων καθαρῶν τετρακόσιαι ἀρτάβαι ἡ δὲ ἀρτάβη ἡ Μηδικὴ μέδιμνός ἐστιν Ἀττικός : | ||
| ἀρτάβαι . παιπάλης ἐξ ἀλφίτων πεποιημένης ὡς εἰς κυκεῶνας δέκα ἀρτάβαι . καρδάμου κεκομμένου σεσησμένου λεπτοῦ * * [ ἀρτάβαι |
| κλύσαι τῷ ὕδατι . Ἢ ἐλατήριον , ἢ κέστρον δύο πόσιας , ἑψεῖν ἐν ὕδατι ὅσον δύο κοτύλῃσι , καὶ | ||
| οἴνῳ καὶ ὕδατι κλύσαι . Ἕτερον : ἐλατήριον ὅσον δύο πόσιας ὕδατι διεὶς , κλύσαι . Ἕτερον : κολοκυνθίδας ἀγρίας |
| ʂ ὁ ξέϲτηϲ # ιηʹ # κʹ # κζʹ ἡ κοτύλη # θʹ # ιʹ # ιγʹ ʂ τὸ μέγα | ||
| δὲ ϲταθμὸν ἔχει τὸ κοχλιάριον καὶ ἡ κοτύλη . ἡ κοτύλη ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν ὡϲ τὸ τρυβλίον . ] Τὸ |
| χηνείου γο βʹ , τερεβινθίνης γο γʹ ςʹʹ , ἐλαίου ὀμφακίνου γο ιʹ , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος γο αʹ , λιβάνου | ||
| κατάχριε ἢ ἀδίαντον καὶ λάδανον ἴσα λειώσας μετ ' ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ μυρσινίνου , ἢ σχινίνου ἐπίχριε . ἄλλο . |
| γοε ἤτοι οὐγ . ε . κρόκου γοα . μαστίχης γογ . μόσχου γράμματα δ . κόψας καὶ σήσας τὰ | ||
| τοῦ στόματος δυσωδίας . Ἀρναβῶ , ἀμώμου , ναρδοστάχυος ἀνὰ γογ . φύλλου στύρακος ὁμοίως . κρόκου , καρυοφύλλων ἀνὰ |
| . . . Ψ : . . . καθόλου δὲ κοτύλας ἐκάλουν πάντα τὰ κοῖλα : καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς | ||
| ἐλαίου ἀνὰ οὐγγίας δ , καὶ τοῦ χυλοῦ τῆς ἀνεμώνης κοτύλας ἀττικὰς δύο καὶ ἡμίσειαν . Τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ |
| ποι τούτων ἕνεκα ἀπέστειλα , αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί . οἷον δ ' αὖ καὶ τὸ πρόσθεν τούτων | ||
| ἐὰν δὲ μᾶλλον μαίνεσθαι καὶ φαντασίας τινὰς φαίνεσθαι , δύο δραχμαί : ἐὰν δ ' ὥστε μὴ παύεσθαι μαινόμενον τρεῖς |
| μίξασα ἐπιδησάσθω ἐπὶ τὸν ὀμφαλὸν καὶ τὴν γαστέρα . Ἄλλο προσθετόν : τοῦ κισσοῦ τοῦ λευκοῦ τὸν καρπὸν καὶ κέδρου | ||
| καὶ πίσσαν ἡδυντὴν , τρίβειν λεῖα καὶ τιθέναι . Ἕτερον προσθετόν : ἐκλέψας κόκκους τριήκοντα , τὸ ἰνδικὸν , ὃ |
| . . . . . . . δραχ . βʹ λιβυστικοῦ . . . . . . . δραχ . | ||
| στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή . Πισσοί , φασίολοι , κύμινον , λιβυστικοῦ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα , ἄγνου σπέρμα : |
| ἐζυμωμένη , εὔοπτος , καθαρά , μῖγμα ἔχουσα μαράθρου καὶ ἄμεως . λαχάνων δὲ κράμβη , ἀσπάραγος , πράσα , | ||
| # α # , σεσέλεως , καρώου , γλήχωνος , ἄμεως , ζιγγιβέρεως , σταφυλίνου σπέρματος , σίνωνος ἀνὰ # |
| Ἀλεξανδρείᾳ ἑστάναι φησὶ κατὰ πολλὰ μέρη τῆς πόλεως μονοχίτωνας , ῥυτὸν κρατοῦντας ἐν ταῖς χερσίν . ἐπὶ τούτοις τοῖς λόγοις | ||
| : τῶν Ῥοδιακῶν ἢ τῶν ῥυτῶν . καὶ πάλιν : ῥυτὸν χωροῦντα δύο χόας , ὃν οὐδ ' ἂν ἐλέφας |
| τί δ ' ἐστὶ τοῦτο , πρὸς θεῶν ; ῥυτὸν δίκρουνον , ἡλίκον τι τρεῖς χωρεῖν χόας , Ἄλκωνος ἔργον | ||
| τί δ ' ἐστὶ τοῦτο , πρὸς θεῶν ; ῥυτόν δίκρουνον , ἡλίκον τι τρεῖς χωρεῖν χόας , Ἄλκωνος ἔργον |
| , οἷον μύξαι ὁρῶνται : ἢν οὖν φλεγματώδεα ᾖ , κνήστρου ὅσον πόσιν διιέναι ξὺν μελικρήτου κοτύλῃ , καὶ κλύσαι | ||
| παρεμποδισμοῦ τέταχεν . κυρίως γὰρ ἐπὶ τῆς ἀκοῆς τέταχε . κνήστρου : κνηστῆρος . Νίκανδρός φησι : σιλφίου , ἣν |
| καὶ τεινεσμῶν μὲν ἐνοχλούντων , πτισάνης χυλὸς ἐνιέσθω μετὰ στέατος αἰγείου ἢ τραγείου : ἀναδορᾶς δὲ τῶν σωμάτων γενομένης , | ||
| τὸν τόπον σφραγίζων . Σανδαράχη μετὰ χαλβάνης καὶ βουτύρου ἢ αἰγείου στέατος θυμιωμένη σκορπίους καὶ πᾶν ἑρπετὸν ἐκδιώξει . εἰ |
| , ὀποῦ Παρθικοῦ ⋖ δ , πεπέρεως ⋖ β , σαγαπηνοῦ ⋖ β . λείου δι ' ὄξους καὶ χρῶ | ||
| ὀρόβου . Ἔλλειγμα ἀνακαθαῖρον ἐμπυϊκούς . Καρδαμώμου ⋖ η , σαγαπηνοῦ ⋖ δ , σμύρνης ⋖ α , καστορίου ⋖ |
| τρώγειν καὶ αὐτὸν τὸν χυλὸν ῥοφέειν , καὶ τὸ πόμα ἀκρητέστερον πίνειν : ὄψοισι δὲ χρῆσθαι πουλυποδίῳ ἑφθῷ , ἢ | ||
| ἑφθὸν τετριμμένον : οἶνον δὲ πινέτω αὐστηρὸν , μέλανα , ἀκρητέστερον κατ ' ὀλίγον , καὶ ἡσυχίην ἐχέτω ταύτας τὰς |
| σὺν καρύων θασίων λεπισθέντων καὶ ἀψινθίου κόμης ἴσον , ἀνίσου σεσησμένου ἥμισυ , πίνειν ὁλκῆς τριώβολον νῆστις , καὶ πάλιν | ||
| δρ . θʹ , τοῦ σπέρματος τοῦ ἐλελισφάκου πεφρυγμένου καὶ σεσησμένου δρ . ιδʹ , πεπέρεως δρ . βʹ . |
| ἀγριοσταφίδος * ἶσα δάφνης σπερμεῖα : τὸν σταθμὸν ἶσον καὶ δαφνόκοκκα * κύτισον : βοτάνη γαλακτοποιός * κατακνήθειν : κόπτειν | ||
| . . . . . . . οὐγγ . Ϛʹ δαφνόκοκκα . . . . . . . . . |
| ῥίζας κλάσας , ἐν μελικρήτῳ χλιερῷ ἀποβρέχων , δίδου . Ἕτερον : μελίης ὅσον κόκκους δέκα ἐν οἴνῳ δοῦναι πιεῖν | ||
| τρίψας , μέλιτι φυρήσας , βάλανον ποιέων , προστίθει . Ἕτερον : κολοκυνθίδος ἀγρίης τὸ εἴσω λεῖον ποιήσας , μέλιτι |
| τε μίξαϲ ἀπόθου , καὶ ἐπὶ τῆϲ χρείαϲ ἐπίπαττε ὅϲον κοχλιάριον μεϲτὸν τοῖϲ ὄψοιϲ ἢ μεθ ' ὕδατοϲ θερμοῦ ἢ | ||
| ποιεῖ . ἄλλη ἀντίδοτοϲ ϲκορπιοπλήκτοιϲ : ἀριϲτολοχίαϲ μακρᾶϲ λείαϲ δίδου κοχλιάριον ἓν μετ ' οἴνου ἀκράτου κυάθων τεϲϲάρων : ἐνεργεῖ |
| ᾧ μετροῦμεν , οἷον ἡ χοῖνιξ ἡ ξυλίνη καὶ ὁ χοεὺς ὁ κεράμειος , καὶ τὸ μετρούμενον ἀπ ' αὐτῶν | ||
| φίλον . τοῦ διξέστου . χοὺς γὰρ δύο ξέσται , χοεὺς δὲ ἕξ . καταρᾶσθε . ὅσαις δὲ προσήκει τὰ |
| ὀκτὼ κοτύλας ἐκπιεῖν : ἢν δὲ μὴ ὄνειον ἔχῃς , βοείου ἢ αἰγείου ἑφθοῦ τρία ἡμιχόεα , παραχέας μέλι : | ||
| . β , χυλοῦ λινοϲπέρμου λι . α , γάλακτοϲ βοείου λι . α , ϲτεάτων χηνείων # Ϛ , |
| ' ὃ καὶ τοῖς οἰκέταις παρέχειν , καὶ γὰρ οὐδὲ πίτυρον ἔχειν πολύ . σπανιώτατος μὲν οὖν καὶ τάχιστος εἰς | ||
| πολὺ ποιεῖν περίττωμα καὶ διὰ τὸ ῥυπτικῆς δυνάμεως μετέχειν τὸ πίτυρον . τήλεως χυλὸς ἑψηθεὶς μετὰ μέλιτος καὶ λαμβανόμενος ἐπιτήδειός |
| , καὶ εἰ δή τι τοιοῦτον ἕτερον ἢ δένδρον ἢ φρυγανῶδες , ὥσπερ δοκεῖ τό τε πήγανον καὶ ἡ ἰωνία | ||
| , ἢ πάπυρον , ἢ χόρτον , ἢ ἕτερόν τι φρυγανῶδες ὁμοίως δὲ ἀλείψαντες ἐλαίῳ , καὶ ἀπομάξαντες , ἐμβάλλουσιν |
| Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης ἔστι κρήνη , εἰς ἣν ἐὰν θῇς κεράμιον οἴνου γέμον , ὥστε ὑπερχεῖν τὸ στόμα , παντὸς | ||
| τοῦτον . ἀποτίκτει δ ' ἢ εἰς θαλάμας ἢ εἰς κεράμιον ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο κοῖλον . καὶ μεθ ' |
| ὁ γὰρ ὕπατος ἦν ἐπικεκηρυχὼς τῷ τὴν κεφαλὴν ἀπενέγκαντι δώσειν ἰσόσταθμον χρυσίον : ὁ δὲ τὸν τράχηλον διατρήσας καὶ τὸν | ||
| , εἴ τις Ἱπποκράτους ἢ Ἐπικύδους κομίσειε τὴν κεφαλήν , ἰσόσταθμον αὐτῷ χρυσίον ἀντιδώσειν , Λεοντῖνοι δὲ αὐτὸν Ἱπποκράτη στρατηγὸν |
| παραπληϲία γίνεται τοῖϲ χλωροῖϲ . πέττεταί γε μὴν μᾶλλον τὸ κάρυον καὶ εὐϲτομαχώτερον γίγνεται , ὅταν ϲὺν ἰϲχάϲιν ἐϲθίηται . | ||
| : αἱ μὲν γὰρ στρογγύλον αἱ δὲ πρόμακρον φέρουσι τὸ κάρυον : ἐκλευκότερον δὲ τὸ τῶν ἡμέρων . καὶ καλλικαρπεῖ |
| τὸν ἀμφορέα ξεϲτῶν λϚʹ , κοτυλῶν μηʹ : τὸν δὲ μετρητὴν ξεϲτῶν οβʹ , κοτυλῶν ϘϚʹ : τὸν δὲ μέδιμνον | ||
| τρεῖς τῆς βραχείας ἡμέρας : πίνει δ ' ἕνα καλῶν μετρητὴν τὸν δεκάμφορον πίθον . τοιοῦτός ἐστι καὶ ὁ παρὰ |
| κωλικοῖς καὶ ὑδερικοῖς καλῶς δίδοται . Καρδαμώμου ἐξηντερισμένου . . οὐγγ . δʹ ἐν ἄλλῳ . . . . . | ||
| κόμμεως . . . . . . . . . οὐγγ . Ϛʹ ἐν ἄλλῳ . . . . . |
| ψῦξιν καὶ ἀπεψίαν . Πρὸς τρόμους τοὺς ἄνευ πυρετοῦ . Πηγάνου κλωνίων , σφονδυλίου ὅσον τοῖς τρισὶ δακτύλοις λαβεῖν , | ||
| , δίδου τὴν σποδὸν αὐτῆς ὅλην πίνειν . Ἄλλο : Πηγάνου μάλιστα ἀγρίου σπέρμα φρύξας , δίδου πίνειν . Ἄλλο |
| Λασθένην καὶ Πανάρην , κοινῇ δὲ πάντες ἐκτίσωσιν ἀργυρίου τάλαντα τετρακισχίλια . οἱ δὲ Κρῆτες πυθόμενοι τὰ δεδογμένα τῇ συγκλήτῳ | ||
| . καὶ πρῶτον μὲν ἐκ τοῦ καλάμου κατεσκεύασε πλοῖα ποτάμια τετρακισχίλια : ἡ γὰρ Ἰνδικὴ παρά τε τοὺς ποταμοὺς καὶ |
| ἄλλοι δὲ ἐρινεοῦ ὀλύνθους ὕδατι τρίψαντες εἰς τὰς ῥῖνας ὁμοίως ἐγχέουσιν . Ὁ στροφούμενος βοῦς ἐφ ' ἑνὸς οὐχ ἕστηκε | ||
| διέντες τὰ στελέχη ἐπαλείφουσι , καὶ εἰς τὰς ὀπὰς αὐτῶν ἐγχέουσιν . ἐὰν τὰ στελέχη τῶν ἀμπέλων κισσῷ δασεῖ περιδήσωμεν |
| προϲτίθεται . καὶ ϲικύαι δὲ κοῦφαι μεγάλαι πολλάκιϲ ὑπὸ τοὺϲ τιτθοὺϲ προϲτεθεῖϲαι ἱκανῶϲ ἀντιϲπῶϲιν . ἐγκαθίϲματα ταῖϲ αἱμορραγούϲαιϲ . ὀξυϲχοίνου | ||
| δὲ πρεϲβυτάτη ἐτῶν λε : καὶ ϲτῆθοϲ μέγα ἐχέτω καὶ τιτθοὺϲ μεγάλουϲ καὶ θηλὰϲ μήτε μεμυκυίαϲ μήτε ἀπεϲτραμμέναϲ , ἔϲτω |
| δι ' ὑϲϲώπου καὶ ϲύκων καὶ ϲτροβίλων καὶ ἴρεωϲ ἀφέψημα ῥοφείτω . Καταπότια τοῖϲ χρονιωτέροιϲ . ϲτύρακοϲ ⋖ Ϛ , | ||
| προσδέχηται : καὶ τὴν κράμβην ἐσθιέτω , καὶ τὸν χυλὸν ῥοφείτω . Ἢν παραλοξαίνωνται αἱ μῆτραι , καὶ τὸ στόμα |
| κἀνταῦθα ἄγει αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς θέρμους . πόσου ἡ χοῖνιξ ; χαλκοῦ φησίν : ἀνέκραγεν ὁ Διογένης εὐτελής γε | ||
| τῶν πεπεδημένων : ὅτι αἱ χοινικίδες πέδαι τινές εἰσι : χοῖνιξ δὲ πᾶν περιφερὲς καὶ εἶδος μέτρου περσικοῦ : χρῶνται |
| ἐκ τῶν ἀγρῶν ἀφειμένων , τὸν μὲν ἔξω τῆς χώρας πιπράσκεσθαι , τὸν δ ' εἰς τὴν πόλιν τοῖς πλοίοις | ||
| σκόροδα γὰρ αὐτὰ λέγομεν καὶ τὸν τόπον ἔνθα συμβέβηκε ταῦτα πιπράσκεσθαι : ὁμοίως κρόκον αὐτὸ τὸ ἄνθος καὶ τὸν τόπον |
| ἀνθράκων θεὶς ὑποκάπνιζε ἢ αὐτὰ πρόσθες . [ θʹ . Ἐκβόλιον ἐμβρύου τεθνηκότος . ] Χολῆς ταύρου τὸ μέγεθος ἀμυγδάλου | ||
| , καὶ ἐπὴν φάγῃ , κινεέσθω τῇδε καὶ τῇδε . Ἐκβόλιον προσθετόν : ἅλας αἰγυπτίους , καὶ μυόχοδα , καὶ |
| , κηροῦ τράκτου γο γʹ , ὀποβαλσάμου γο δʹ , ναρδίνου μύρου γο εʹ . τήξας τὸν κηρὸν μετὰ τοῦ | ||
| ἀνὰ δραχμὰς τέσσαρας , ῥοδίνου ἢ μηλίνου ἢ ἀνηθίνου ἢ ναρδίνου οὐγκίας ἕξ : ὄξει λειοῦται ἀμμωνιακὸν καὶ ἀλόη . |
| τὰ γένη μακρὸν ἐπεφαίνετό μοι δηλοῦν : τὸ δὲ τοῦ σταθμοῦ πλῆθος εἰς μύρια τάλαντ ' ἀργυρίου τὴν σύμπασαν εἶχε | ||
| , εἰ καὶ κατὰ σχῆμα διαφέροι [ διαφέρει ] , σταθμοῦ ἂν ἐπὶ μεγέθει τὴν φύσιν ἔχειν . οὐ μὴν |
| Ἰνδικῆς καὶ τῆς Κελτικῆς καὶ μαράθρου φύλλων καὶ ἀμώμου καὶ κόστου . Ἡ πιτυρίασις διὰ μοχθηροὺς γίνεται χυμούς : πρόδηλον | ||
| λίτ . α . ξυλοκασίας γοε . Κασίας γοδ . κόστου , στύρακος λιπαροῦ , κρόκου , ἀνὰ γοα . |
| ἔξωθέν τι ξυλῶδες . ἀκρόδρυα δὲ καλεῖται , ὅσα ἔξωθεν κέλυφος ἔχει , οἷον ῥοιά , πιστάκια , κάστανα , | ||
| δακτυλίου καὶ ῥαγάδας καὶ πᾶσαν ὀδύνην ἄκρως . τὸ δὲ κέλυφος αὐτοῦ καυθὲν καὶ λειωθὲν ἐμφυσᾶται πρὸς αἱμορραγίαν μυκτήρων . |
| ἀποκρίνασθαι ” μύριοί εἰσιν ἀριθμόν , ἀτὰρ μέτρον „ γε μέδιμνος : εἷς δὲ περισσεύει , τὸν ἐπενθέμεν οὔ κε | ||
| ἀπομάκτρα , σκυτάλη , περιστροφίς , μαγίς , χοῖνιξ , μέδιμνος ἡμιμέδιμνος , ἑκτεύς , καὶ παρ ' Ἀλκαίῳ τῷ |
| ἑαυτὸν τὸ ὡρολόγιον ἐκέλευσε κομισθῆναι . Σχολαστικῷ εἰς τὸ Σαραπεῖον ἀνελθόντι θαλλὸν ὁ ἱερεὺς διδούς : Ἵλεώς σοι , εἶπεν | ||
| καὶ ὅσον ἐπὶ τούτῳ ἐκρότησαν καὶ ἄλλως θαυμαστικοὶ ὄντες . ἀνελθόντι δὲ αὐτῷ ἐς τὸ ἱερὸν ὁ μὲν κόσμος ὁ |
| φύλλου , καρποβαλσάμου , ἀνὰ λίτ . α . ξυλοκασίας γοε . Κασίας γοδ . κόστου , στύρακος λιπαροῦ , | ||
| . ἐλαίου ὀμφακίνου ξεε ἤτοι ξέστ . ε . πεπέρεως γοε ἤτοι οὐγ . ε . φύλλου , καρυοφύλλου ἀνὰ |
| , ἀλόης γραμμάρια ἑπτά , μαστίχης γραμμάρια δώδεκα , μέλιτος ξέστην ἕνα , οἴνου ξέστας πέντε . Ἄλλο [ μελαγχολικοῖς | ||
| ἐκτίθεται βοήθημα ἐκλεκτόν . Μύρτων μελάνων χωρὶς τῶν γιγάρτων ἰταλικὸν ξέστην ἕνα , ῥόδων ἄνθους τὸ ἴσον , φοινίκων σάρκας |
| . Νεφριτικὸν πόμα . Ἀνήσσου , σελίνου , πετροσελίνου , ναρδοστάχυος , πεπέρεως λευκοῦ καὶ μέλανος καὶ μακροῦ ἀνὰ ⋖ | ||
| . . . . . . . λιτρ . αʹ ναρδοστάχυος . . . . . . . λιτρ . |
| τὸ ἀπόμελι ἢ ὑδρόμηλον ἢ ὑδρορόσατον : τὸ γὰρ καλούμενον Κιβυρατικὸν φεῦγε : καὶ γὰρ τοὺς πυρετοὺς παροξύνει καὶ τῆς | ||
| οἶνον παρέχειν , ἀλλ ' εἰς ὀμφακόμελι ἢ εἰς τὸ Κιβυρατικὸν ὑδρόμηλον ἢ εἰς ὀξύκρατον ἢ εἰς ὑδρορόσατον ἐπιτρέπειν τε |
| βοηθεῖν ἀφηγοῦνται : πίνεται δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ , καὶ πράσου χύλισμα ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν | ||
| τοὺς Πελοποννησίους . πεντώβολον ἡλιάσασθαι ] δικάσαι λαμβάνοντα πεντώβολον ἢ τριώβολον . ἢν ἀναμείνῃ ] ἐὰν ὑπομείνῃ καὶ πολεμῶν μὴ |
| ἁλουργῆ μὲν ἠμπείχοντο ἱμάτια , ποικίλους δὲ ἐνέδυνον χιτῶνας : κορύμβους δὲ ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν , χρυσοῦς | ||
| κομίζει βιότου λύον μερίμνας , ὅτε καὶ ῥόδον λοχεύει περιπορφύρους κορύμβους ; Ἁπαλόχροος Κυθήρη ῥοδέας ἔχει παρειάς , ἐθέλει πνέουσα |
| ὑσσώπου οὐγκίας ὀκτώ , κηροῦ οὐγκίας δέκα ὀκτώ , ῥοδίνου οὐγκίας εἴκοσι τέσσαρας , οἴνου τὸ ἱκανόν : τινὲς δὲ | ||
| , ἀλόης , στύρακος πρωτείου ἀνὰ οὐγκίαν μίαν : φοινίκων οὐγκίας τρεῖς , κηροῦ οὐγκίας ἐννέα , νάρδου οὐγκίας ἕξ |
| κοτύλη χήμας μεγάλας α # , μύστρα μεγάλα γ , ὀξύβαφα δὲ δ , κυάθους δὲ Ϛ , χήμας μικρὰς | ||
| μέγα μύϲτρον κυάθουϲ τρεῖϲ . Ἡ κοτύλη καὶ τὸ τρυβλίον ὀξύβαφα δύο . Ὁ ξέϲτηϲ κοτύλαϲ δύο . Ὁ χοῦϲ |
| . Κρόκου ⋖ ι , σχοίνου ἄνθους ⋖ δ , κασσίας , ναρδοστάχυος ἀνὰ ⋖ β , σμύρνης , κινναμώμου | ||
| ἔστι δὲ καὶ πολυμίγματον τοῦτο : βαλσάμου , νάρδου , κασσίας , κυμίνου , γλυκυρρίζης , ὑπερικοῦ , ἀμώμου , |
| φαίνεται λευκότερος : τὸ γὰρ αἷμα ὑπὸ πλήθους τοῦ φλέγματος ὑδαρέστερον γίνεται , καὶ οὐκ ἔνι ὁμοίως ἐν αὐτῷ τὸ | ||
| τὴν γνώμην , πρεσβύτεραι δὲ διὰ τὴν ἀτονίαν τοῦ σώματος ὑδαρέστερον γεννῶσι τὸ γάλα , ταῖς δὲ ἀκμαζούσαις συνευτονεῖ πᾶν |
| , ἢ ἄλλως ἀφηψημένον ἐπὶ τρίτον , μίξον μέλιτος τὸ ἀρκοῦν , καὶ εἰς ἀγγεῖον ἐμβαλών , εἰς σκιὰν ἀπόθου | ||
| τοῦ δὲ ἄλλως οὐχί . ἢ ἴσως ὡς πρὸς ἄμφω ἀρκοῦν τοῦτο τέθεικε , τό τε ἄλλων καὶ τὸ ἄλλως |
| , ῥᾳδίως δὲ χολοῦται θερμοτέραις ἐν ἕξεσι . τὸ δὲ τυρῶδες , γεῶδές τε καὶ ἐμφρακτικὸν καὶ δύσπεπτον , καὶ | ||
| νεόβδαλτον πήξας διὰ πιτύας , χωρίσας τὸν ὀρόν , τὸ τυρῶδες κατάπλασσε ὅλην τὴν κοιλίαν : εἰ δὲ παρείη σοι |
| τῇ ὀσφρασίᾳ , τὰ τελευταῖα τῇ ἀκοῇ : ῥήξας τὸ δηνάριον τῷ ψόφῳ προσέχει καὶ οὐχ ἅπαξ ἀρκεῖται ψοφήσαντος , | ||
| ὀργίζου , ἔφη , κἀγὼ ἐκ τῶν ἐμῶν ἀγοράζω τὸ δηνάριον . Σχολαστικὸς ἐπὶ τῆς οἰκίας σεκούτορος σχῆμα λαβὼν ἔπαιζεν |
| φίλοις ὑμῖν ἀπάρχομαι . ἔστι δὲ λευκὰ ἰδεῖν καὶ ἀποστάζοντα λιβάδας Ἀττικοῦ μέλιτος , οἷον αἱ Βριλήσσιαι λαγόνες ἐξανθοῦσι . | ||
| στῦλος πυρός . ἐνταῦθα λειμῶν ' εὕρομεν κατάσκιον ὑγράς τε λιβάδας : δαψιλὴς χῶρος βαθύς , πηγὰς ἀφύσσων δώδεκ ' |
| καὶ ἐπίχεε ὄξουϲ δριμυτάτου κοτύληϲ τὸ τέταρτον καὶ ἐλαίου ἀλίνου κοτύληϲ τὸ τετάρτον καὶ περιδήϲαϲ ὀθονίῳ πυκνῷ ἔα ἡμέραϲ ζ | ||
| ʂ ] . Ὁ δὲ κύαθοϲ , ὅπερ ἐϲτὶν ἕκτον κοτύληϲ , ἄγει # αʹ ʂ . Ἡ χήμη κυάθου |
| βαῦνος ὄνομα . ἐν ᾧ αὔουσι καὶ φρύγουσιν ἢ κριθὴν κρίμνον . Κλοιός . παρὰ τὸ κλείω . περικλείει γὰρ | ||
| ἀλεύρῳ ὀρόβου ἢ καὶ κριθίνῳ ἀλεύρῳ μετὰ ἐλαίου κρίμνοισι ] κρίμνον , τὸ παχὺ τοῦ ἀλεύρου ψαφαροῖσιν ] ξηροῖς ψαφαροῖσιν |
| γ , κνήκου # α , μέλιτος τὸ ἀρκοῦν . Κνήκου λευκοῦ λίτρα α πεφρυγμένου καὶ λελεπισμένου , μέλιτος κύαθοι | ||
| δυνάμεωϲ καὶ ξηραντικῆϲ οὐδέπω καυϲτικῆϲ ἀλλὰ τρίτηϲ που τάξεωϲ . Κνήκου τῷ ϲπέρματι πρὸϲ τὰϲ καθάρϲειϲ μόνον χρώμεθα : εἰ |
| μικρὰ μύϲτρα τέϲϲαρα . Τὸ ὀξύβαφον καὶ τὸ μέγα μύϲτρον κυάθουϲ τρεῖϲ . Ἡ κοτύλη καὶ τὸ τρυβλίον ὀξύβαφα δύο | ||
| φηϲι : “ δίδου τοῖϲ αἱμοπτοικοῖϲ τοῦ χυλοῦ τῆϲ ἐλελιϲφάκου κυάθουϲ δύο μετὰ μέλιτοϲ # α νήϲτειϲ πιεῖν καὶ εὐθέωϲ |
| ” εἶπεν , “ ὦ Πλάτων , τράπεζαν μὲν καὶ κύαθον ὁρῶ : τραπεζότητα δὲ καὶ κυαθότητα οὐδαμῶς : ” | ||
| . τῶν μαλαττόντων καὶ διαφορούντων χρῄζων βοηθημάτων , μέλιτος Ἀττικοῦ κύαθον ὄξους δριμυτάτου τὸ ἴσον μίξας , χρῖε ἐπιμελῶς τοὺς |
| ἕψομεν , μέχρι τὸ τρίτον ἀπολειφθῇ , εἶτα προσεπιχέαντες γλεύκους ξέστας Ϛ καὶ ἀψινθίου ἡμίλιτρον ἐπιμελῶς μίξαντες καταγγίζομεν καὶ ἀποτιθέμεθα | ||
| δὲ καὶ οἴνου ἐμβάλλουσι παλαιοῦ εἰς τὸν ξέστην τῶν ἰχθύων ξέστας βʹ . Εἶτα εἰ βούλει εὐθέως χρήσασθαι τῷ γάρῳ |
| Οὗτοι ἐόντες ἐνιαυτοὶ ἑβδομήκοντα παρέχονται ἡμέρας διηκοσίας καὶ πεντακισχιλίας καὶ δισμυρίας , ἐμβολίμου μηνὸς μὴ γινομένου : εἰ δὲ δὴ | ||
| ἴσα ἔχειν , τοσούτῳ δὲ ἐλάττω , ὅσῳ τὰς μὲν δισμυρίας ἐν ταῖν χεροῖν οὔσας ἐφ ' ἑαυτῷ εἶναι ἄν |
| τοὺς πλουσίους μὴ μόνους ἀπολαύειν τῶν ἀγαθῶν , ἀλλὰ ἀπὸ μεδίμνων τοσούτων χρυσίου χοίνικά γε ἡμῶν πάντων κατασκεδάσαι , ἀπὸ | ||
| . Λεύκωνα δέ φασιν ἐκ τῆς Θεοδοσίας Ἀθηναίοις πέμψαι μυριάδας μεδίμνων διακοσίας καὶ δέκα . οἱ δ ' αὐτοὶ οὗτοι |
| δὲ ἡμίνα ἔχει κυάθουϲ Ϛʹ . Ὁ Ἀττικὸϲ μέδιμνοϲ ἔχει ἡμίεκτα ιβʹ . Τὸ δὲ ἡμίεκτον ἔχει χοίνικαϲ δʹ : | ||
| ἐϲτὶ κυάθου τέταρτον , ἄγει ⋖ εʹ . Μέδιμνοϲ ἔχει ἡμίεκτα ιβʹ . Τὸ δὲ ἡμίεκτον χόαϲ δύο . Ὁ |
| , ἢν ὀδύνη τε ἔχῃ καὶ μὴ δύνηται ἀποπτύειν , νήστει δίδου ἄνθος χαλκοῦ ὅσον κοτινάδα , καὶ ὀποῦ σιλφίου | ||
| μελαίνης σπέρματος , λινοσπέρμου πεφωγμένου ἴσα μέλιτι ἑφθῷ ἀναλαβὼν δίδου νήστει διαμασᾶσθαι . πρὸς τραχύτητα βρόγχου καὶ βῆχα διαίμους τε |
| ηʹ . Τὸ Ἰταλικὸν κεράμιον ἔχει χόαϲ ηʹ . Ὁ χοῦϲ ξέϲταϲ Ϛʹ . Ὁ ξέϲτηϲ [ κοχλιάρια ἢ ] | ||
| λίτραϲ μηʹ . Τὸ ἡμιμέδιμνον ἔχει λίτραϲ κδʹ . Ὁ χοῦϲ ἔχει λίτραϲ δέκα . Ὁ χοῖνιξ ἔχει λίτραϲ ἕξ |
| οὐγ . ʹʹ πετροσελίνου Μακεδονικοῦ . . δραχ . βʹ ἐπιθύμου . . . . . . . δραχ . | ||
| ὡϲ ἑλιγματῶδεϲ εἶναι καὶ δίδου κοχλιάρια β . ἄλλο : ἐπιθύμου ἀγαρικοῦ ἀλόηϲ ἀνὰ ⋖ δ ἐλλεβόρου μέλανοϲ φλοιοῦ ⋖ |
| ξηρανθῆναι . Καὶ ἔπειτα λειώσας ἀπόθου : καὶ λαβὼν χρυσοῦ ἡμιωβόλιον , καὶ ἀρσενίκου χρυσίζοντος δρ . αʹ , μίξας | ||
| Σινάπεως ⋖ α , νίτρου ἀφροῦ ⋖ γ , ἐλατηρίου ἡμιωβόλιον . λεάνας ὕδατι πλάσσε τὸ πᾶν εἰς καταπότια , |
| καὶ ἀνακινήσας καρφίῳ ἀνήθου ἀνάπλασσε , ὡς ἔστι θερμόν , Ποντικοῦ καρύου μέγεθος καὶ δίδου καταπίνειν . Στυπτηρία σὺν μέλιτι | ||
| δὲ μητρὸς Χηνέα . Εὐθύφρων δ ' ὁ Ἡρακλείδου τοῦ Ποντικοῦ , Κρῆτά φησιν εἶναι : Ἠτείαν γὰρ πόλιν εἶναι |
| εἰ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ . τὸ γὰρ ἰνῶδες καὶ διαφύσεις ἔχον ἐρυθρὰς ἢ σαρκοειδεῖς ἄπεπτον . πήξεως | ||
| τοῦ ἡλίου θεωρῆται . ἐὰν μὲν γάρ τι φαίνηται διατρέχον ἰνῶδες καὶ ὕφαιμον , γόνιμόν ἐστι τὸ ἐνόν . ἐὰν |
| δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . γράφει δὲ οὕτως : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι | ||
| δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . φησὶ γάρ : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι κρέασιν |