ἔχαιρον οἱ ἄλλοι . ” διὰ τί γάρ ” ἔφασκον ἀνακινῶν τὸν ἐμαυτοῦ λογισμόν , „ τοσούτων ὄντων πρεσβευτῶν σχεδὸν
ἀνελοῦ εἰς ἀγγεῖον ὑέλινον καὶ χρῶ ἐφ ' ἑκάστης ἡμέρας ἀνακινῶν καὶ ἀλείφων τοὺς πεπονθότας τόπους ἀπὸ τῶν ὕπνων καὶ
6701406 διαπορευομενος
ὀθόνην ἐξέτεινα ἐν ὀρθῷ ξύλῳ ἐμμέσῳ : καὶ ἐν αὐτῷ διαπορευόμενος τοὺς αἰγιαλούς , ἡλίευον ἰχθύας οἴκῳ τοῦ πατρός μου
αὐτόθεν ξυμμάχων παραλαβὼν τά τε ἄλλα ξυγκαθίστη περὶ τὴν ξυμμαχίαν διαπορευόμενος Πελοπόννησον τῇ στρατιᾷ , καὶ Πατρέας τε τείχη καθεῖναι
6687399 Πολλιδι
ἐξεβλήθησαν βοηθούντων Αἰγινήταις . . . παρέδωκε δ ' αὐτὸν Πόλλιδι τῷ Λακεδαιμονίῳ κατὰ καιρὸν διὰ πρεσβείαν ἀφιγμένῳ , ὥστε
καὶ Ἀριστομένους τοῦτο μὲν οὐκ ἐποίησε , παρέδωκε δὲ αὐτὸν Πόλλιδι τῷ Λακεδαιμονίῳ κατὰ καιρὸν διὰ πρεσβείαν ἀφιγμένῳ ὥστε ἀποδόσθαι
6569632 ἀναληψεται
, πάλιν ἴσως ἐπὶ τὴν σκηνὴν βαδιεῖται καὶ τὴν φιλτάτην ἀναλήψεται λύραν ; Οἱ μὲν λογισμοὶ ταῦτα καὶ πολλὰ τοιαῦτα
Ἐπειδὰν καταπέσῃ , πρόσθες αὐτῷ θύμον καὶ , εἰ μὲν ἀναλήψεται , ἰάσιμός ἐστιν , εἰ δὲ μή , οὔ
6510383 οἰμωζε
ἢ ὡς ἐν κωμῳδίᾳ , ὡς καλόν τι ἀκούσας τὸ οἴμωζε , ἀποκαλύπτεται φανερὸν αὐτὸν δεικνύς . ἀπὸ γὰρ ὀλέσεις
: Ἐπεὶ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ ἐστιν ὁ ἀήρ . οἴμωζε παρ ' ἐμὲ : Παίζων τοῦτό φησιν , ἐπειδὴ
6505882 ἀπειπῃς
' ἄγε τοι διαείσομαι : διακριθῶ . ἕστε κ ' ἀπείπῃς : ἕως ἂν ὁμολογήσῃς . διαείσομαι : διακριθήσομαι καὶ
οὐδέν ἱερόν , ἀλλά γέ τοι διαείσομαι ἔστε κ ' ἀπείπῃς . ὗς ποτ ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισεν . ἠνίδε
6501248 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
6446493 ἐπραυνε
Ἀχιλλέα , εἰ καὶ μὴ μικρῶν ἕνεκεν ἐγίγνοντο , πάσας ἐπράυνε τὰς μὲν ὡς ἂν ξυναλγῶν τις , τὰς δ
σκυθρωπὸν ἐπανῆκε καὶ τὰς φροντίδας ἐχάλασεν ὀργάς τε καὶ λύπας ἐπράυνε τά τε ἤθη πρὸς τὸ ἐπιεικὲς ἐπαιδαγώγησε καὶ τὰς
6413041 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
6410403 ἀρασα
ἀλαζονεία , πάντα ἐκεῖνα ὀξέως τὰ δεσμὰ διαλύσει , μετέωρον ἄρασα . συμβαίνει γὰρ ὥσπερ πλάστιγγος ἐπὶ θάτερα κουφισθείσης τὴν
παριοῦσα καὶ θεασαμένη πεπτωκότας καὶ τὸ βρῶμα κείμενον ἐν μέσῳ ἄρασα τοῦτο δρομαίως ᾤχετο . οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὴν καὶ
6409123 βυσμα
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν ,
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν
6401229 περιπαρεις
' ἡδονῆς ἑλιττόμενος ὅδε ὁ γάστρις ἑαυτὸν διαλέληθε τῷ προειρημένῳ περιπαρεὶς ἀγκίστρῳ , καὶ ἀποδρᾶναι τὸ ἐμπεσὸν κακὸν διψῶν τὴν
φάγοιεν οἵδε οἱ ἄνδρες , δεδιότες μή ποτε ἄρα αὐτῷ περιπαρεὶς ἔτυχεν ὁ παρὰ σφίσιν ἱερὸς καὶ θαυμαστὸς ἰχθὺς ὃν
6393381 ἐσυρεν
ὑποπτεύειν . Ἐπεξελευσόμενος ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς : τοῦτ ' οὖν ἔσυρεν ἐκ τριόδου Φαβωρῖνος . χρὴ γὰρ ἐπεξιὼν εἰπεῖν :
τῶν τραγικῶν . εἵλκυσεν ] ἀσέμνως ὠρχήσατο , παρέτεινεν , ἔσυρεν . , παρέσυρεν , παρεκίνησεν , εἰσῆξεν . .
6388216 ἐξεβοησεν
ὄψεις τῶν ἰδόντων , οὔτε θησαυρὸν εὑρών τις χρυσίου τοσοῦτον ἐξεβόησεν , ὡς τότε τὸ πλῆθος , ἀπροσδοκήτως ἰδὸν θέαμα
διά τε τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς φωνῆς ἔκδηλον παραστήσας βύθιον ἐξεβόησεν . „ ἐπειδήπερ „ φησὶν ” οὐκ ἔμαθεν ἐκ
6368870 ΗΘΛ
ΔΕ , ΕΖ ἴσαι εἰσίν , καὶ γωνία ἡ ὑπὸ ΗΘΛ γωνίας τῆς ὑπὸ ΔΕΖ μείζων , βάσις ἄρα ἡ
τὸ ἀπὸ ΠΛ , τὸ ἀπὸ ΜΠ πρὸς τὸ ὑπὸ ΗΘΛ μετὰ τοῦ ἀπὸ ΘΠ . ἴσον ἄρα τὸ ἀπὸ
6368237 πτηνῳ
καὶ τωθάζει περιωπὴν ἔχων . ὁρᾷς δὲ οἶμαι αὐτὸν ἐν πτηνῷ τῷ κροτάφῳ καὶ ἁβρῷ τῷ εἴδει , καὶ στέφανον
ἁλοὺς θρηνῶν ἔλεγεν : ” οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ καὶ δυστήνῳ πτηνῷ : οὐ χρυσὸν ἐνοσφισάμην τινός , οὐκ ἄργυρον ,
6360424 κουφιζουσα
Καὶ πυρὸς ἀκρήτοιο τιθηνήτειρα θοροῦσα Ἀντολίη φωστῆρος ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον
, ὦ φίλα , ἴχνος , ὡς νεβρὸς οὐράνιον πήδημα κουφίζουσα σὺν ἀγλαΐαι . νικᾶι στεφαναφόρα κρείσσω τῶν παρ '
6349306 Υἱῳ
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε
6344560 ἐποψομαι
τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην ; τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ ' ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα . μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν
' αἰῶνος ταφάς . οἰκτρὸν γάρ , οἰκτρὸν κεῖν ' ἐπόψομαι φάος καὶ πημάτων ὕψιστον , ὧν κράντης χρόνος ,
6339556 ἐκπεπληγμενος
αὐτῶν δεήσει , τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος . ἁπλῶς δὲ ὁ φθάσας τὸν μέλλοντα κακόν τι
ἀνάγκη τις αὐτῷ γένηται , διαλύειν τὴν ἑταιρίαν ὑπωπτεύετο φ ἐκπεπληγμένος : φοβούμενος ἁπλῶς : καθολικῶς φάναι . ὁ φθάσας
6335356 οὐτασας
ἄπιστα καὶ θαμβητὰ Φηραίοις κλύειν . ὁ μὲν κρανείᾳ κοῖλον οὐτάσας στύπος φηγοῦ κελαινῆς διπτύχων ἕνα φθερεῖ , λέοντα ταύρῳ
κατθανεῖν , ἑκὰς δ ' ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν τὸ σῶμά τ ' οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις
6332182 συνεκροτει
ἠδύνατο , ἀλλ ' ἐξήταζε τὴν ἀρχὴν καὶ τὰς δυνάμεις συνεκρότει , καὶ πᾶν μικρὸν ἦν αὐτῷ . καὶ τὸ
' ὁσιότητα ταύτην ἠπίστατοτοὺς ὑπ ' αὐτὸν ἅπαντας ἤλειφε καὶ συνεκρότει πρὸς κοινωνίαν , παράδειγμα καλὸν ὥσπερ γραφὴν ἀρχέτυπον στηλιτεύσας
6323653 ἀναβοησας
σύ μοι λειτουργιῶν ἀτέλειαν δέδωκας δοὺς τὸν Ἀθήνησι θρόνον „ ἀναβοήσας ὁ αὐτοκράτωρ „ οὔτε σὺ ” εἶπεν ” ἀτελὴς
θεραπεύειν , ἀλλὰ καὶ ὅσους εἶδεν μόνον , εἰς μέσους ἀναβοήσας τοὺς πενθοῦντας , ὡς μετὰ ταῦτα ἐγένετο φανερόν “
6302693 ἐμβα
ἀφίγμεθα χθόνα . σύντειν ' ποδὸς ὁρμάν : ὤ , ἔμβα ἔμβα κατακλαίουσα . ἰώ μοί μοι . ἐγενόμαν Ἀγαμέμνονος
καὶ χλευάζων . Ἠρίστηται δ ' ἐξαρκούντως . Ἀλλ ' ἔμβα χὤπως ἀρεῖς τὴν Σώτειραν γενναίως τῇ φωνῇ μολπάζων ,
6294096 Ἐπειτ
τὸ μηχάνημα , καὶ ἐπιμένειν τὸ πῦρ ἐμπαγέντος αὐτοῦ . Ἔπειτ ' ἄν τινες ὦσι τῆς πόλεως ξύλινοι μόσυνες ἢ
τὰς γυναῖκας ἀργυρίδιον . Ἀλαβαστροθήκας τρεῖς ἔχουσαν ἐκ μιᾶς . Ἔπειτ ' ἐπὶ τοὔψον ἧκε τὴν σπυρίδα λαβὼν καὶ θυλακίσκον
6290267 κατατεινας
: “ γνώῃ δ ' ἄν τις τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα κατατείνας , ὡς ἐπώδυνον τὸ σχῆμα ” . καὶ νῦν
, ἢ θερμῷ πολλῷ λοῦσαι καὶ ἔπειτα κατακλῖναι πρηνέα , κατατείνας δὲ τὰς χεῖρας κατὰ φύσιν προσδῆσαι πρὸς τὸ σῶμα
6280404 ἀμφιθυρον
, ἔναυλον ἢ θυραῖον ; Οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ ' ἀμφίθυρον πετρίνης κοίτης . Ποῦ γὰρ ὁ τλάμων αὐτὸς ἄπεστιν
, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἑτέρων , οἷον ἀμφίθυρον τρίκλινον , ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις
6276970 βαλω
οὐδ ' ὁ Ζεὺς νικῆσαι δύναται . εἰς φυλακήν σε βαλῶ . τὸ σωμάτιον . ἀποκεφαλίσω σε . πότε οὖν
' ὅταν κεκαυμένον ἴδω νιν , ἄρας θερμὸν ἐς μέσην βαλῶ Κύκλωπος ὄψιν ὄμμα τ ' ἐκτήξω πυρί . ναυπηγίαν
6272416 ὑπωπτευετο
τὴν δύναμιν διελθεῖν , ἵνα μὴ φοβήσῃ τοὺς Ἀθηναίους : ὑπωπτεύετο γὰρ συμμάχους ἔχειν πολλούς : προσποιεῖται δὲ τὴν δόξαν
αὑτὸν ἀνακαλέσας ἐπὶ πολὺ διέτριβεν : ὑπὲρ ὅτου δὴ καὶ ὑπωπτεύετο μὲν καὶ τότε , μᾶλλον δ ' ἐπιστώθη τοῖς
6259982 ἀλειψαι
ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα μαθητάς . ἄλλως : νῦν τῷ ἀλείπτῃ Μελησίᾳ
γε καταφυγαί : χρηστὴ δὲ καὶ φιλάνθρωπος ἡ διάταξις , ἀλεῖψαι καὶ ῥῶσαι πρὸς εὐελπιστίαν ἱκανή . ἧς τίς ἂν
6242333 ἐβαψεν
τὴν ἐξ αἵματος σπονδήν : παρέσω τὸ ξίφος : γράφεται ἔβαψεν : ἐπὶ τῷ πένθει τῶν τέκνων : βουλομένη αὐτοὺς
πέλεν ἐκ Φαέθοντος , ἐπεὶ πυρόεις Ὑπερίων ἐς νέφος ὑγρὸν ἔβαψεν ἐρευθομένης σέλας αἴγλης καὶ νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ
6242059 συλληφθηναι
αὐτῇ , Δημοσθένης δὲ αἰτιασάμενος κατάσκοπον ἥκειν παρὰ Ἀλεξάνδρου ἠνάγκασε συλληφθῆναι , καὶ βασανιζόμενος καὶ στρεβλούμενος περὶ τοῦ πράγματος ἐκεῖνος
ἠξίουν αὐτὸν ἀποστάντα ἐπακοῦσαι τινῶν ἀπορρήτων , ὑποπτεύσας ὁ Ἀλβῖνος συλληφθῆναι κελεύει αὐτούς , ἰδίᾳ τε βασανίσας πᾶσαν μανθάνει τὴν
6232833 χειροηθες
ζέον αὐτοῦ καὶ πεπυρωμένον ἄγαν ἡμέρωσον : τιθασὸν γὰρ καὶ χειρόηθες εἰ γένοιτο , ἥκιστα ἂν βλάψαι . τίς οὖν
ἑκάτερον πάλιν ἔτεμνεν τὸ μὲν ἄλογον εἰς ἀτίθασόν τε καὶ χειρόηθες εἶδος , τὸ δὲ λογικὸν εἰς ἄφθαρτόν τε καὶ
6228090 ἀπῃειν
' αὐτῆς διὰ τίν ' αἰτίαν . . . . ἀπῄειν τῶν τόκων ἔχων τόκους . Ἀράβιον ἐξεύρηκα σύμβουλον .
* . ? Ἀπῄειν : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ ἀπῄειν καὶ τὸ ᾔομεν , οἷον : ᾔομεν , ὡς
6217264 Δαρδανιας
ἕνεκεν : τὸ δ ' ἐμὸν δέμας ὤλεσεν ὤλεσε πέργαμα Δαρδανίας ὀλομένους τ ' Ἀχαιούς . ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάωι
μβʹ ∠ ʹʹγʹʹ Οὐελλανίς μθʹ μβʹ ∠ ʹʹδʹʹ καὶ τῆς Δαρδανίας δʹ πόλεις Ναϊσσός μζʹ γʹʹ μβʹ ∠ ʹʹ Ἀρριβάντιον
6216922 εὐαρκτον
τῇ Περσικῇ ταύτῃ , ἣν φορῶ . εἶχε δὲ στόμα εὔαρκτον καὶ ὑπήκοον καὶ πειθήνιον ἐν τῷ χαλινῷ . .
τῇδ ' ἐπυργοῦτο ] ταύτῃ τῇ Περσικῇ ἐσεμνύνετο . . εὔαρκτον ] εὐπειθές . . ἡ δ ' ἐσφάδαζε ]
6202869 ἐξηρτημενος
, τὰ δέ γε τῆς στολῆς λευκὸν χιτῶνα ἔζωσται λεοντῆν ἐξηρτημένος καὶ κρηπῖδα ἐνῆπται , ἀκοντίῳ τε ἐπερείσας ἑαυτὸν ἕστηκε
] τῶν ἀδελφῶν . οὑφ ' ἡμῖν ] ἐξημμένος , ἐξηρτημένος καὶ ἐνιστάμενος . ἰὼ ἰὼ ] φεῦ . κακὰ
6202865 πραγματευτης
Χρεμύλου καὶ τῆς Πενίας ἐστὶ πραγματική . ἔμπορος : ὁ πραγματευτής , κυρίως δὲ ἄνθρωπος ὁ πλέων θάλασσαν , παρὰ
: Ἐλθών . . ἦλθον . . ἔμπορος : Ἤγουν πραγματευτής . . . Πραγματευτὴς , κυρίως ὁ κατὰ θάλατταν
6201569 ἀναχωρησασα
μανιῶν , ἵν ' ᾖ : ἄνες με τῆς μανίας ἀναχωρήσασά μου : μέσον μ ' ὀχμάζεις : συνέχεις ἐπαίρεις
μανιῶν , ἵν ' ᾖ : ἄνες με τῆς μανίας ἀναχωρήσασά μου : μέσον μ ' ὀχμάζεις : συνέχεις ἐπαίρεις
6200750 ἐπισφαξας
τάφους : κἀνταῦθα κατέθετο ἔν τινι οἰκήματι , πολλὰ μὲν ἐπισφάξας ἱερεῖα , πολλὴν δὲ ἐσθῆτα καὶ κόσμον ἄλλον ἐπικαύσας
; ὡς μή γ ' ἔχηις σύ , τήνδ ' ἐπισφάξας πυρί . κτεῖν ' : ὡς κτανών γε τῶνδέ
6200569 κοπτουσα
πόλεμός ἐστι καὶ ἐρῳδιῷ : κατάγνυσι γὰρ αὐτῶν τὰ ᾠὰ κόπτουσα τὴν δρῦν διὰ τοὺς κνῖπας . καὶ εἰσὶν οἱ
τίσιν , Ἕλλησιν ἢ βαρβάροις ἢ πάλιν λῃσταῖς . ” κόπτουσα δὲ τῇ χειρὶ τὸ στῆθος εἶδεν ἐν τῷ δακτυλίῳ
6187730 ἐκκοπηναι
καλοὺς τοὺς μισθοὺς ἠρύσατο . ἀπήντησε γὰρ αὐτῶι τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκοπῆναι ὑπὸ Ἀλκάνδρου , ὡς μὲν τινές φασιν , ἐξ
προὔχουσα καὶ νύσσουσα τὴν μήνιγγα , καὶ δύνηται αὕτη ἠρέμα ἐκκοπῆναι , ἀποθραυσθήτω , τῆς μήνιγγος ἀπαθοῦς τηρηθείσης : ὅταν
6186789 λεχω
μήδεα , μὴ μετόπισθε νέον γένος ἡβήσειεν . ἡ δὲ λεχώ περ ἐοῦσα καὶ ἀσθενέουσα τόκοισι παιδὶ λυγρῷ πολεμιζομένῳ μήτηρ
λέγ ' , ὦ γεραιέ , τάδε Κλυταιμήστραι μολών . λεχώ μ ' ἀπάγγελλ ' οὖσαν ἄρσενος τόκωι . πότερα
6180918 κληδονων
λέγει δὲ τὴν Ἑλένην ματεύων δὲ αὐτὴν πῶς ; ἀπὸ κληδόνων καὶ φημῶν πεπυσμένος καὶ μαθών , ποθῶν δὲ τὸ
τὸ Λακεδαιμονίων πολίτευμα , οὔτε Πόπλιον ἐξ ἐνυπνίων ὁρμώμενον καὶ κληδόνων τηλικαύτην περιποιῆσαι τῆι πατρίδι δυναστείαν : ἀλλ ' .
6179402 κορωνα
δεσμὸς γεγόνῃ , πρός τε ἄρθρα ἀλγοῦντα οἷον ὤμους , κόρωνα , καὶ πρὸς τὰς ἐν πέλμασι ῥαγάδας . Δαφνίδων
: ἄστυ Νυμφέων ἐπίσταται τυραννικά , ἔρωτα πίνων ἥλιε καλλιλαμπέτη κόρωνα βαίνων κωτίλη χελιδών οἰνηρὸς θεράπων οἰνοπότις γυνή , ῥαδινοὺς
6177850 καταισχυνας
ἐμίσει Ἀθηναίων . καὶ ὁπότε ἀπαντήσειέ τις αὐτῷ ἔλεγεν ὦ καταισχύνας τὸ γένος . πάντα γὰρ ἀνάλωσε τὰ πατρῷα εἰς
μὲν ἀθλητῶν ἐγκρίσεις ποιοῦμεν , ὅπως αὐτῶν ὅστις φαῦλος ἑαυτὸν καταισχύνας ἀπίῃ καὶ δίκην ἅμα δοὺς ἐκ τοῦ σώματος ,
6165807 Ἀντιασας
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα .
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ :
6158712 δρομαιως
φιλόσοφος τῇ αὔριον μέλλει γυναικὶ συζευχθῆναι . “ ὁ δὲ δρομαίως ἀναβὰς ἀπήγγειλε ταῦτα τῇ τοῦ Ξάνθου γυναικί . ἡ
μέσῳ κείμενον , εἰσελθοῦσα διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἀραμένη τοῦτο δρομαίως ᾤχετο . οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὴν καὶ ἀναστῆναι μὴ
6157375 ἀσθμαινουσα
ὥσπερ οἱ πολλοὶ τῶν λεγομένων ἐνθέων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν , ἀσθμαίνουσα καὶ περιδινοῦσα τὴν κεφαλὴν καὶ πειρωμένη δεινὸν ἐμβλέπειν ,
φοίνικος νέον ἔρνον ἀνερχόμενον . ἀλυσθμαίνουσα : ἤτοι πνευστιῶσα , ἀσθμαίνουσα . νύμφα Διός : πρὸς τὴν Ἥραν ὁ λόγος
6152565 περικοψαι
γενομένην αἰτήσασθαι τὴν κίονα τῆς στέγης : ὑφελοῦσαν δὲ ῥᾷστα περικόψαι τὴν ἐρείκην , εἶτα ταύτην μὲν ὀθόνῃ περικαλύψασαν καὶ
καὶ τρίτον , εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν , ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι , καὶ τὸ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι . δεῖ
6146242 ἀπεθανες
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ
6146031 ἀποξηρανθῃ
δύναιντο σῆψαι τὰ δὲ ἀσθενῆ κίνδυνος μὴ πρὸ τῆς βλαστήσεως ἀποξηρανθῇ . Παραλλάττουσι δὲ καὶ οἱ χρόνοι τῆς φυτείας καθ
, ἐσιέναι οἶνον καὶ ἔλαιον χλιήνας , ὡς μὴ ἐξαπίνης ἀποξηρανθῇ , καὶ μοτοῦν ὀθονίῳ : ἐξιεὶς δὲ τὸ ἐγκεχυμένον
6143568 πατρωιας
στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος
τί δῆτα Νείλου τούσδ ' ἐπιστρέφηι γύας ; ] φυγὰς πατρώιας ἐξελήλαμαι χθονός . τλήμων ἂν εἴης : τίς δέ
6143373 δαλῳ
ἀκάνθας : ἐπὶ τῶν περί τι εὐδοκιμούντων . Πῦρ ἐπὶ δαλῷ ἐλθόν : ἐπὶ τῶν ταχέως γινομένων . Πυῤῥίχην ἐνόπλιον
καὶ ἀποθανεῖν Μελέαγρον ὑπὸ Ἀπόλλωνος . τὸν δὲ ἐπὶ τῷ δαλῷ λόγον , ὡς δοθείη μὲν ὑπὸ Μοιρῶν τῇ Ἀλθαίᾳ
6142024 Ἐρυμανθιον
θηλυκὸν Ἐρυμανθίς , ὡς Βοιωτός Βοιωτίς . ἔστι καὶ οὐδέτερον Ἐρυμάνθιον . Ἐρυμναί , πόλις Λυκίας . Ἀλέξανδρος ἐν πρώτῃ
ἐκόμισεν ἔμπνουν εἰς Μυκήνας . τέταρτον ἆθλον ἐπέταξεν αὐτῷ τὸν Ἐρυμάνθιον κάπρον ζῶντα κομίζειν : τοῦτο δὲ τὸ θηρίον ἠδίκει
6133894 Ἁλιευς
ἀκμαζόντων , Ἄμμες γέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάῤῥονες . Ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν οἴσει : ἐπὶ τῶν μετὰ τὸ ἁμαρτῆσαί
; τὸ κέρας κέκραγε , κἂν ἐγὼ σιωπήσω . ” Ἁλιεὺς σαγήνην ἣν νεωστὶ βεβλήκει ἀνείλετ ' : ὄψου δ
6133459 δοκιμην
. πειρήσομαι : εἰσελθεῖν , ἐκβαλεῖν σε καὶ πεῖραν καὶ δοκιμὴν ποιήσομαι . Σπιλάς : πέτρα . ἥδε : αὕτη
ἐμβάσει τοῦ θερμοῦ . Εἰ δὲ βούλει , φησὶ , δοκιμὴν λαβεῖν τοῦ φαρμάκου , βάλε ἐξ αὐτοῦ εἰς οἶνον
6126881 ἀναβακχευει
' ἀναβακχεύει : τινὲς στίζουσιν εἰς τὸ ὅ ς ' ἀναβακχεύει , ἵν ' ᾖ ὅπερ σε , τὸ αἷμα
τίς φόνιος οὗτος ἀγὼν , ματέρος αἷμα σᾶς ὅ σε ἀναβακχεύει , ἔρχεται θοάζων σε τὸν μέλεον , ᾧτινι ,
6124870 ἐμβαλω
τί μάντεως ἔδει ; Καὶ τοὺς ἁλιέας εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλῶ . ἀπελευθέρων ὀψάρια θηρεύουσί μοι , τριχίδια καὶ σηπίδια
εἰπέ , τὸν ξυνήγορον ; Ἄρας μετέωρον εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλῶ , ἐκ τοῦ λάρυγγος ἐκκρεμάσας Ὑπέρβολον . Τουτὶ μὲν
6124279 ἐπηρθαι
μόρια τοῦ σώματος ἐπαρδεύεται . λέγεται δὲ ἧπαρ παρὰ τὸ ἐπῆρθαι καὶ κυρτοῦσθαι ἢ παρὰ τὸ ἀρδεύειν τὸ σῶμα ὅλον
: ὁ δὲ ἀντιλέγων τῷ ἐκ διαβολῆς : τὸ μὲν ἐπῆρθαι Ἄνυτόν τε καὶ Μέλητον οἷς ἐκράτησαν , θαυμαστὸν οὐδέν
6121893 ἐγυμνου
Εὐφορώτατα δὲ ἐς τὸ πάθος ἐκφερόμενος τὸ σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐγύμνου καὶ τὴν ἐσθῆτα ἐπὶ κοντοῦ φερομένην ἀνέσειε , λελακισμένην
. Καὶ γὰρ ὅτε ἤμην ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῆς , ἐγύμνου τοὺς βραχίονας αὐτῆς καὶ τὰ στέρνα καὶ τὰς κνήμας
6115814 ἐφυλαττεν
εὐθὺς ἠφάνισε διὰ τοῦ κυνός , τὸν δὲ Θησέα καθείρξας ἐφύλαττεν . . . . : φησὶ δὲ ὁ Ἑλλάνικος
, Κόιντος δὲ Ἀγχάριος Μάριον ἐν τῷ Καπιτωλίῳ μέλλοντα θύσειν ἐφύλαττεν , ἐλπίζων οἱ τὸ ἱερὸν διαλλακτήριον ἔσεσθαι . ὁ
6114258 κορυθι
κὰκ κεφαλήν : ἣ δ ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη ἐν κόρυθι βριαρῇ : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
ἀγρίου , πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε καλὸν δαιδάλεον , κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο
6113795 ἀκελευστος
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς .
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων
6108833 κατακαιομενον
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ ταπεινωθήσεται , καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός , οὕτως κατακαήσεται
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ ταπεινωθήσεται , καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός , οὕτως κατακαήσεται
6107038 προσεπεμψεν
, καὶ φίλων καὶ πολεμίων : ὑπατεύοντι τῷ Φαυρικίῳ , προσέπεμψεν ἐπιστολὴν ὁ τοῦ Πύῤῥου ἰατρός , ἐπαγγελλόμενος , ἐὰν
τί . . . μοι ] διακοπὴ ἐξ ὑπερβολῆς ἄμητα προσέπεμψεν ] εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους . εἶδος πλακοῦντος . γαλακτῶδες
6104285 λιμωττων
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ
6102744 ἐκαθημην
. καί ποτε θέρος μὲν ἦν καὶ μεσημβρία , καὶ ἐκαθήμην ὑφ ' ᾧπερ εἰώθειν κίονι , τῷ Δημοσθένει προσκείμενος
ἀγοραίων δέ τινα μεταστήσας ἄλλοσε τῆς συνοικίας καταβὰς αὐτὸς ἐκεῖσε ἐκαθήμην ψαύων τῆς ἀγορᾶς , καὶ ἔδρασέ τι τὸ χωρίον
6100512 περιεπλει
, αὐτίκα ταῖς τε ἰδίαις ναυσίν , αἷς τὴν Ἰταλίαν περιέπλει , καὶ παρὰ Καρχηδονίων αὐτῷ τισι δοθείσαις καὶ συμμαχίσιν
: ὁ μὲν ἐστρατήγει τῆς πόλεως εἴσω , ὁ δὲ περιέπλει περὶ Πελοπόννησον . ὀξὺς Ἀλκιβιάδης συνεῖναι , δεινὸς Νικίας
6098713 ἀδημονων
Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς ,
ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ]
6092398 πεφυρμενα
. μεμαχότος ] φυράσαντος . Γ μᾶζαν μεμαχότος ] τὰ πεφυρμένα ἄλευρα μαλάξαντος καὶ ἀρτοποιήσαντος : ὡς ἐπὶ τροφῆς δὲ
ὑὸς τανύτριχος , τῆι πάντ ' ἀν ' οἶκον βορβόρωι πεφυρμένα ἄκοσμα κεῖται καὶ κυλίνδεται χαμαί : αὐτὴ δ '
6091996 ἁγνισας
τε λουτρὰ καὶ παρακτίους λειμῶνας , ὡς ἂν λύμαθ ' ἁγνίσας ἐμὰ μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς : μολών τε χῶρον
περὶ Διομήδην λαβὼν ὁ Δημοφῶν καὶ καταγαγὼν ἐπὶ θάλατταν καὶ ἁγνίσας διὰ τοὺς φόνους ἱδρύσατο ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ .
6091567 παρευθυ
αὐτὸς ὅρμημα ποιησάμενος γηθόσυνος ἐφήλατο τῷ θηρίῳ : κἂν τύχῃ παρευθὺ τοῦ θηράματος , ὄνυξι μὲν ἐδαμᾶτο πρότερον , ἔπειτα
καὶ ἁγιάσῃ αὐτὸ καὶ ἀλείψῃ ἀπ ' αὐτὸ ἀσθενῆ ἀγρυπνοῦντα παρευθὺ τῆς νόσου ἀπαλλαγήσεται . ὥρα ηʹ * ἐν ᾗ
6091226 ἀκοντιζων
: καὶ παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην
τοῖς θηρίοις μαχόμενος κινδυνεύοι , ἄνωθεν δὲ καὶ ἐξ ἀσφαλοῦς ἀκοντίζων εὐστοχίας μᾶλλον ἢ ἀνδρείας παρέχοιτο δεῖξιν . ἐλάφους μὲν
6087392 μηχανηματι
οἰὸς περιβεβλημένος μετὰ τῆς ποίμνης ἐνέμετο τὸν ποιμένα φενακίσας τῷ μηχανήματι . νυκτὸς δὲ γενομένης συναπεκλείσθη καὶ ὁ θὴρ παρὰ
τὸν μελάγκερων . ἴαμβος . Τὸν μελάγκερων ταῦρον λαβοῦσα ἐν μηχανήματι διὰ τῶν πέπλων τύπτει . ἐὰν δὲ γράψηις μελαγκέρωι
6076086 ὡρμα
ἐπιστάμενοι . Ἔτι δὴ ἐπὶ τὸ τρίτον καταβαλῶν ὥσπερ πάλαισμα ὥρμα ὁ Εὐθύδημος τὸν νεανίσκον : καὶ ἐγὼ γνοὺς βαπτιζόμενον
: καὶ γὰρ ὁ πούς , εἰ φρένας εἶχεν , ὥρμα ἂν ἐπὶ τὸ πηλοῦσθαι . Ἐπεί τοι τίνος ἕνεκα
6075650 ἠιθεοισιν
Ἀμύντιχος ἠὲ Μενάλκας [ ; ] κείνοις γὰρ κραδίην ἐπικαίεαι ἠιθέοισιν ? [ : ] ἠέ ? [ ] μιν
παρθενίων βριθομένην χαρίτων , καὶ πολλοὺς τότε χερσὶν ἐπ ' ἠιθέοισιν ὀιστοὺς τόξου πορφυρέης ἧκαν ἀφ ' ἁρπεδόνης . Πορφυρέην
6073767 τρυχομενος
Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι ' ἔπαυλα μηνῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐνῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος , κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ '
κινεῖσθαι δὲ λέγεται , οὐκ εὐμαρῶς ἀναφέρει τοῖς παρὰ φύσιν τρυχόμενος . ὥστε ἐπίπονον αὐτῷ καὶ τὸ μεμῖχθαι τῷ σώματι
6071610 εὐλαβεστερον
ἀπορεῖ . . . . , : ὁ μέντοι Εὔδημος εὐλαβέστερον περὶ τούτου διετάξατο ἐν τῷ τετάρτῳ τῶν φυσικῶν γράφων
θρόνου τοῦ ὑψηλοῦ , ἡνίκα ἂν χρηματίσειε τοῖς βαρβάροις , εὐλαβέστερον δὲ τῶν ἰδιωτικῶν μειρακίων ὑπέχειν ἑαυτὸν τῷ παιδεύοντι .
6070945 ἀπεμαχετο
συγκάμψας τὸ γόνυ καὶ προβαλὼν τὴν ἀσπίδα πρὸς τοὺς ἐπιόντας ἀπεμάχετο , μέχρι καὶ αὐτὸς καὶ πολὺ πλῆθος ἀμφ '
δέομαι μὴ δεῖσθαι ἀνόμων . ὃ μὲν δὴ λέγων ταῦτα ἀπεμάχετο . . . , ὃ δ ' ἠμείβετο τοῖςδε
6068671 ἐπισπωμεθα
ἐξάψωμεν ἕτερον τροχίλον καὶ τὴν ἀγομένην ἀρχὴν διαβαλόντες διὰ τούτου ἐπισπώμεθα , ἔτι μᾶλλον εὐχερέστερον κινήσομεν τὸ βάρος . καὶ
γὰρ βουλώμεθά τι βάρος ἕλκειν , ἐξάψαντες ὅπλον ἐξ αὐτοῦ ἐπισπώμεθα τοσαύτῃ βίᾳ , ὅση τῷ φορτίῳ ἰσόρροπός ἐστιν .
6063505 Λογχατης
, ὁπλῖται δὲ καὶ πεζοὶ συναμφότεροι δισμύριοι . ὁ δὲ Λογχάτης ἀγνοούμενος παρελθὼν ἐς τὸν Βόσπορον προσέρχεται τῷ βασιλεῖ διοικουμένῳ
χαίροντες . ” “ Οὐ μόνον , ” ἐπεῖπεν ὁ Λογχάτης , “ ἀλλὰ ἕκαστος ἡμῶν ὅλος ὕβρισται , ὁπότε
6060567 ἀμποτε
τῶν γάμων ἀρᾶται . εἴθ ' ] ἄν ποτε , ἄμποτε . ὤφελ ' ] ἔπρεπε , ἔμελλε , ὤφελον
] νόμισμα , τρεῖς ὀβολούς . ἀπόλοιο κτλ . ] ἄμποτε ἵν ' ἀπολεσθείης ἕνεκεν τῆς ἀναισχυντίας , εἴθε φθαρείης
6057688 Ἀρσακομᾳ
ἐπιστὰς ἀποθνήσκει , ὁ δὲ Μακέντης ἐγχειρίσας τὴν Μαζαίαν τῷ Ἀρσακόμᾳ , “ Δέδεξο , ” εἶπεν , “ καὶ
πολλοῦ διεστῶτας . ἐπὶ τούτοις ἐπείσθημεν , δόξαν πολὺ πρότερον Ἀρσακόμᾳ καὶ Λογχάτῃ , καὶ ἐγένετο εἰρήνη ἐκείνων πρυτανευόντων ἕκαστα
6055748 καριδος
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ
6054845 ἐρεχθων
δὲ Ἀπίων κάκωσις , ἀπὸ τοῦ εἰσδύνειν τὰ κακά . ἐρέχθων ε . . . = . , : ἐρέχθων
καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων [ δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων ] πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων .
6051820 τεγξαι
ἥβαν προλείπων . Φασὶν ἀδεισιβόαν Ἀμφιτρύωνος παῖδα μοῦνον δὴ τότε τέγξαι βλέφαρον , ταλαπενθέος πότμον οἰκτίροντα φωτός : καί νιν
[ ] : λείπει ἡ εἰς . οὐ καρτερήσεις : τέγξαι χεῖρα φόνου : τὸ ἑξῆς : φόνου χεῖρα φονίαν
6051558 Τιτιον
ἃ κατὰ Ῥωμαίων ἀνέστησαν Παρθυαῖοι , καὶ καλέσας εἰς σύλλογον Τίτιον τὸν ἐπιστατοῦντα τότε τῆς Συρίας , τέτταρας παῖδας γνησίους
ἢ Κιμμερίου λέγεται παῖς εἶναι . ἀπὸ δὲ Τιτίου φασὶ Τίτιον τὴν πόλιν κληθῆναι . ἔνθα δ ' ἐπὶ Πριόλαο
6047819 ὑβρισῃς
) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ
καὶ μὴ δείκνυε συκοφάντην , ἵνα μὴ τὴν Ἀθηναίων ψῆφον ὑβρίσῃς . οὐ μικρόν σοι γυμνάσιον τὸν Μαραθῶνα κατέλιπον .
6045628 ταραττε
οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ ,
χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ
6045559 πτολεμῳ
πᾶν δέμας ἀλλήλοισιν ἀμοιβαδὶς οὐτάζουσιν . οἷα δ ' ἐνὶ πτολέμῳ βυθίῳ , ὅτε ναυμάχος Ἄρης δῆριν ἀείρηται , δοιαὶ
ἐπανιέναι , ἐξεληλάσθαι καὶ ἐλθόντα εἰς ἀπάντησιν τῷ Νεο - πτολέμῳ προσελθεῖν διὰ χειμῶνα τῇ Κῷ τῇ νήσῳ καὶ ξενισθέντα
6039616 ὀπωπης
ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . λίσσομαι , εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός
ἀκουήν . ἀλλ ' ἄγε μοι κατάλεξον , ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον
6035718 Πορευου
πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος . Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου , Ῥαφαήλ , καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλ : χερσὶ
τὰς ἁμαρτίας πάσας . Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους , ἐπὶ τοὺς κιβδήλους καὶ τοὺς
6034395 ὠργισμενος
ἔχει . καὶ γὰρ λῃστὴς ἤδη λῃστὴν ἀπέκτεινεν ὑπὲρ σκύλων ὠργισμένος καὶ τύραννον καθεῖλέ τις μοναρχεῖν ἐθέλων . τοιοῦτόν τι
τί γὰρ οὐκ ἂν ἔδρασε τύραννος ἀσελγής , ἐρωτικός , ὠργισμένος πόλιν δημοκρατίᾳ χρωμένην , γείτονος δυναστείαν ὑπεριδοῦσαν ; ἐπεὶ
6030329 Τοθι
. ἡ διὰ ψηφίσματος τοῖς νικῶσι γινομένη στήλη . . Τόθι , ἤγουν ὅπου , ἐν τῇ Ῥόδῳ δηλονότι ,
. . . . . . . . . . Τόθι κῶας ὄφις εἴρυτο δοκεύων Πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν
6029262 ᾠμωξεν
, κονίην δ ' ὑπέρεπτε ποδοῖιν . Πηλεΐδης δ ' ᾤμωξεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν : Ζεῦ πάτερ ὡς οὔ
: ἐπικαλοῦνται γὰρ τοὺς ἀποθανόντας οἱ κλαίοντες , οἷον „ ᾤμωξεν δ ' ἄρ ' ἔπειτα , φίλον δ '
6026642 ἐπιθειασας
, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως . Τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν , καὶ πρῶτον μὲν
ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃ , καταπνευσθεὶς καὶ ἐπιθειάσας ζῶν ἔτι τὰ ὡς ἐπὶ θανόντι ἑαυτῷ προφητεύει δεξιῶς
6025929 δρυτομος
βέλε ' ἥπτετο , πῖπτε δὲ λαός : ἦμος δὲ δρυτόμος περ ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον οὔρεος ἐν βήσσῃσιν , ἐπεί
ἀκούσας αἰπόλος ἢ βαθύμαλλον ἐν ἄγκεσι πῶϋ κομίζων , ἢ δρυτόμος πεύκης ὀλετὴρ ἢ θῆρας ἐναίρων θαμβήσας πόντου τε καὶ
6025086 περιβλεπομενος
“ ὀπιπεύεις δὲ γυναῖκας . ” καὶ παρθενοπίπας ὁ παρθένους περιβλεπόμενος . ὀπηδεῖ ἀκολουθεῖ . ὄπιδα ἐπιστροφὴν καὶ ἐντροπήν :
: ἐγὼ δὲ ἕστηκα ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ παρατηρῶν καὶ περιβλεπόμενος , ὅπου ἂν ταχθῶ . λινόπτας γάρ φησιν Ἀριστοτέλης
6023530 ἐξιει
] ῥέων ἀπὸ μεσημβρίης μεταξὺ Σύρων „ τε καὶ Παφλαγόνων ἐξίει „ κατὰ τὸν Ἡρόδοτον ” ἐς „ τὸν Εὔξεινον
ὑμνοῦσί σε πάρεχε . ὑποχάλα πρὸς τοὺς μισθούς . ὥσπερ ἐξίει . Ἱστίον ἀμπετάσας ] δεῖ γὰρ ἀνέμου πνεύσαντος τὸ
6022202 Ποι
κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] * Τί βούλεται τὸ ποί
χάρις μέχρι τοῦ ὀπιζομένα κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] *

Back