ὄψεις τῶν ἰδόντων , οὔτε θησαυρὸν εὑρών τις χρυσίου τοσοῦτον ἐξεβόησεν , ὡς τότε τὸ πλῆθος , ἀπροσδοκήτως ἰδὸν θέαμα
διά τε τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς φωνῆς ἔκδηλον παραστήσας βύθιον ἐξεβόησεν . „ ἐπειδήπερ „ φησὶν ” οὐκ ἔμαθεν ἐκ
7562290 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
7260725 κομπολακυθου
: οὗτος δὲ “ τοὺς λόφους ” εἴρηκεν . ἆρα κομπολακύθου ; : ματαιοκόμπου καὶ κομπώδους ἐν τῷ καυχᾶσθαι .
' ἐξήγειρεν ἐκ τῆς ἀσπίδος : πτίλον δὲ τὸ μέγα κομπολακύθου κλάσας πρὸς ταῖς πέτραισι δεινὸν ἐξηύδα μέλος : Ὦ
7237142 κωμου
; σοφόν τοί ς ' ὄντ ' ἀκούομεν πάλαι . κώμου μὲν αὐτὸν τοῦδ ' ἀπαλλάξαι , λέγων ὡς οὐ
εὐχᾷ : πεπονθώς τι ἐξ αὐτῶν τέλειον ἀγαθὸν διὰ τοῦ κώμου ὑμνήσω . τί δ ' ἂν εἴη πεπονθώς ;
7125783 ἀποσημηνῃ
καὶ τοῦτο σήπεται καὶ ἐκπύει . Τούτοισιν ἢν μὲν ἔξω ἀποσημήνῃ , καὶ τὸ πῦον ἐξέλθῃ , ὑγιέες γίνονται :
τί δεῖ ποιεῖν , καὶ μένουσιν ἔς τ ' ἂν ἀποσημήνῃ , οὐχ ἧττον ἢ διδάσκαλον χορός . ὥστε οὐδὲν
7125062 σχετλιαζων
αὑτὸν ἀξίωμα καὶ τὸ τῆς πατρίδος ἐπιεικὲς παρῄνεσε τῇ συγκλήτῳ σχετλιάζων , εἰ μὴ τὸν ἐξ ἀνθρώπων φόβον εὐλαβοῦνται ,
Χρεμύλον μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τοῦ μαντείου τυφλῷ ἀνδρὶ ἑπόμενον , σχετλιάζων καὶ δυσφορῶν φησὶν τὸ ὡς ἀργαλέον ἤτοι τὴν ἀρχήν
7098220 ἐξετασσεν
πλὴν Σερουιλίου τῶν ἄλλων συντιθεμένων εἶξε . καὶ τῆς ἐπιούσης ἐξέτασσεν αὐτὸς ἡγούμενος : παρεχώρει γὰρ ὁ Τερέντιος . Ἀννίβας
ὑποδέξασθαι . αὐτὸς δ ' ἅμ ' ἕῳ τὸν στρατὸν ἐξέτασσεν , ὀγδοήκοντα μὲν καὶ ὀκτὼ γεγονὼς ἔτη , ἱππεύων
7067333 ἀνεκαλεσατο
, πεντακοσίων δὲ τῶν πρώτων Σιδωνίων μεθ ' ἱκετηριῶν ἀπαντησάντων ἀνεκαλέσατο τὸν Τέννην καὶ ἐπηρώτησεν εἰ δύναται τὴν πόλιν αὐτῷ
συμβεβηκός : πολλάκις γὰρ ψυχρὸν ὕδωρ ἐπιχεόμενον ἠτονηκυῖαν ἤδη θερμότητα ἀνεκαλέσατο . πάσαις τοίνυν ταῖς ἐπιστήμαις καὶ τέχναις ἡ φιλοσοφία
7058403 προπεμψας
τῶν τοιούτων καταγελῶν , μηδὲ πρότερόν γε σὺ ἀποθάνοις ἢ προπέμψας πάντας τοὺς κόλακας . Τοῦτο μέν , ὦ Πλούτων
τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν . οὗτος προσήλασεν ἱππέας ἔχων , καὶ προπέμψας ἑρμηνέα εἶπεν ὅτι βούλοιτο διαλεχθῆναι τοῖς ἄρχουσι . τοῖς
7056078 ὡρμα
ἐπιστάμενοι . Ἔτι δὴ ἐπὶ τὸ τρίτον καταβαλῶν ὥσπερ πάλαισμα ὥρμα ὁ Εὐθύδημος τὸν νεανίσκον : καὶ ἐγὼ γνοὺς βαπτιζόμενον
: καὶ γὰρ ὁ πούς , εἰ φρένας εἶχεν , ὥρμα ἂν ἐπὶ τὸ πηλοῦσθαι . Ἐπεί τοι τίνος ἕνεκα
7043654 Καλλιροῃ
. “ Ταῦτα μὲν ἔγραψε Χαιρέας , ἔδοξε δὲ καὶ Καλλιρόῃ δίκαιον εἶναι καὶ εὐχάριστον Διονυσίῳ γράψαι . τοῦτο μόνον
παραλαβὼν τὴν Πλαγγόνα καὶ μετ ' αὐτῆς τὰς συνήθεις τῇ Καλλιρόῃ θεραπαινίδας ἧκε πρὸς αὐτὴν καὶ λέγει “ Διονύσιος ἀνὴρ
7019781 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
7009882 ἐκαθευδε
ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος
[ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο .
7000478 πυκνιτης
καθέδρας . ΓΘ πνὺξ : τὸ ἐν Ἀθήναις δικαστήριον . πυκνίτης ] ἐν τῇ πνυκὶ συναγόμενος . πνὺξ ] τόπος
καθεύδειν . οἱ δὲ κυάμοις φασὶν ἐχρῶντο ἀντὶ ψήφων . πυκνίτης : πνὺξ τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἔστιν ὅτε ἐκκλησίαζον οἱ
6992474 ἀνωθει
ἧττον ἐνοχλοῦνται . καὶ γὰρ τοῦτο ποιεῖ καὶ ἀναφέρει καὶ ἀνωθεῖ πρὸς τὰ ἄνω . διὰ τὸ αὐτὸ δὲ καὶ
χώραις γίνεσθαι τὰς χαλάζας , ὅτι ἐπὶ πλεῖον τὸ θερμὸν ἀνωθεῖ ἀπὸ τῆς γῆς τὰς νεφέλας . ̈ . ,
6985916 κατειλημμενος
τόπῳ δυναμένῳ χωρῆσαι τὴν αὑτοῦ μεγαλοπρέπειαν . διττῷ δὲ πόθῳ κατειλημμένος , τῷ μὲν πρὸς τὴν ἡμετέραν χώραν , τῷ
κατέστησεν . ἀπῄει οὖν λίαν ἀγαπητῶς , τοῖς ἐναντίοις πάθεσι κατειλημμένος , θαρσῶν ἅμα καὶ δεδιώς , περιφρονῶν τοὺς ἀρχομένους
6981357 τεταραγμενος
; Ἀπόδειξον . Ὥσπερ κλωστῆρ ' , ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος , ὧδε λαβοῦσαι , ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν
ἐκ Πειραιῶς , οἷα δὴ ξένος καὶ βάρβαρος οὐ μετρίως τεταραγμένος ἔτι τὴν γνώμην , πάντα ἀγνοῶν , ψοφοδεὴς πρὸς
6976714 ἀχθεσθεις
ἀλάστορα ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐγκεκρυμμένον δίοπτον εἶναι . Ὁ δὲ ἀχθεσθεὶς ἀπεστράφη πρὸς δυόμενον τὸν ἥλιον : καὶ οἱ μάντεις
ἐπ ' αὐτοῦ τὸν Νικήρατον ἐστεφάνωσεν , ὁ δὲ Ἀντίμαχος ἀχθεσθεὶς ἠφάνισε τὸ ποίημα . Πλάτων δὲ νέος ὢν τότε
6976272 σφιγξει
πυρὶ γινομένης καὶ ὑφιζούσης . σφήκωμα : τὸ διεσφιγμένον τῇ σφίγξει καὶ διερραμμένον ἐπιμελῶς . τὸ γοῦν ἐκ τῶν σπαρτίων
τε ἀσφαλῶς ἑστάναι , τὸν δὲ ἕτερον περιάγεσθαι συμμέτρως τῇ σφίγξει περὶ τὸ ἀξόνιον ἐν τῷ τοῦ μεσημβρινοῦ ἐπιπέδῳ .
6961965 κοπιδι
τῇ ἐν Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ
ἔγνω , καὶ τοὺς ἥκοντας ἐπ ' αὐτὸν ἱππεῖς μαγειρικῇ κοπίδι παίων ἀπήλαυνεν . . . Τῶν δὲ δημοτικῶν οἱ
6948042 ἠνιατο
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ
6942418 δυνησομενος
ἀγάλματος ἐρασθεὶς κατέκλεισεν αὑτὸν ἐν τῷ ναῷ , ὡς πλησιάσαι δυνησόμενος . καὶ ὡς ἠδυνάτει διά τε τὴν ψυχρότητα καὶ
μὴ παραδοίη τὸν ἀκόλουθον : εὖ δ ' ᾔδει οὐ δυνησόμενος παραδοῦναι , ὃς διὰ τοῦτον καὶ τὰ τούτου ἁμαρτήματα
6937521 Ἐμπιπτει
κτῆσις τοῦ κοινοῦ δημοσία , ταὐτὸν τρόπον ἡ στέρησις . Ἐμπίπτει κἀν τῇ συγγνώμῃ ὁ ὅρος , ὡς ἐπ '
κακοπαθοῦσιν . Ἀφροσύνῃ : ἀγνωσίᾳ . ἵμερος : ἐπιθυμία . Ἐμπίπτει : ἔγκειται , ἐπέρχεται . λίνου : δικτύου .
6932509 ἀπλαστον
κατὰ τὴν γαστέρα , ἡ δὲ ἀμβλώσῃ , ἐὰν μὲν ἄπλαστον καὶ ἀδιατύπωτον τὸ ἀμβλωθὲν τύχῃ , ζημιούσθω , καὶ
, πλὴν τοῦτο : ὁρῶν † τι † ἐν ἐμοὶ ἄπλαστον θέαν γεγενημένην ἐξ ἐλέου θεοῦ , καὶ ἐμαυτὸν ἐξελήλυθα
6921240 δρομαιως
φιλόσοφος τῇ αὔριον μέλλει γυναικὶ συζευχθῆναι . “ ὁ δὲ δρομαίως ἀναβὰς ἀπήγγειλε ταῦτα τῇ τοῦ Ξάνθου γυναικί . ἡ
μέσῳ κείμενον , εἰσελθοῦσα διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἀραμένη τοῦτο δρομαίως ᾤχετο . οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὴν καὶ ἀναστῆναι μὴ
6921054 φοβερως
καὶ πρόσωπον ῥομφαίας πυρίνης καὶ πρόσωπον ξιφηφόρον καὶ πρόσωπον ἀστραπῆς φοβερῶς ἐξαστράπτον καὶ ἦχος βροντῆς φοβερᾶς : ἔδειξεν δὲ καὶ
, ἤγουν ἐνδύματα , ἐχούσῃ σπειρώδει ] κυκλοέσσῃ ἔκπαγλα ] φοβερῶς νέην φοινίξατο σάρκα : ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν
6919694 ΕΗΔ
ἡμικυκλίου . ἀλλ ' ὑπὸ τῶν Β , Γ τὸ ΕΗΔ βλέπεται . μεῖζον ἄρα ἢ τὸ ἥμισυ ὀφθήσεται τοῦ
αἱ πρὸ τῆς Ν ἀνατολῆς μείζονές εἰσιν τῶν ἐν τῷ ΕΗΔ ἡμικυκλίῳ ἡμερῶν τῶν μετὰ τὴν Π δύσιν , νύκτες
6905181 ἠρυθριων
ἐπιτιμῶντος δέ μου καὶ πόθεν ἡ ῥᾳθυμία πυνθανομένου λέγειν μὲν ἠρυθρίων τὴν πρόφασιν , ἡδέως δὲ εἰπεῖν ἠναγκάζοντο : ἐπόθουν
γραμμάτων , ἐδείκνυ τὰ ὁρώμενα ὡς δρώμενα . πάνυ δὲ ἠρυθρίων ἐφ ' οἷς μοι τὸν γάμον ὠνείδιζεν , ὥσπερ
6902416 Ταχυ
ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία . Ταχὺ τῶν ἐρίων καὶ τῶν ἀνθῶν τῶν παντοδαπῶν κατάγωμεν .
καὶ τῶν ἄλλων πολλοῖσιν ὀρθοστάδην καὶ ἐπὶ τῶν νουσημάτων . Ταχὺ δὲ καὶ μεγάλη τις ἡ μεταβολὴ τουτέοισι πάντων ἐγίγνετο
6895701 εἱλουμενον
, νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον , ἐζήλωσεν ἐν καλῷ . καὶ πέμπτην ταύτην ἡμέραν
τὸν πόδα : ὅθεν καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ
6895605 εἰσειμι
πράγματα παρασχὼν ὑμῖν καὶ διοχλήσας . ἀλλ ' ἐγὼ μὲν εἴσειμι , ὅταν εἰσίω , ὅπως ἄν τι νουθετήσαιμι καὶ
καὶ νεκρός , νυνὶ δὲ πλουτεῖς . Εὐκαταφρόνητος τῇ στολῇ εἴσειμι καὶ ταῦτ ' εἰς γυναῖκας . Ὡς ἡδὺ πρᾶος
6892729 Εὐηνῳ
οἷς πρώτοις ἐνέτυχον . ταῦτα οὖν , ὦ Κέβης , Εὐήνῳ φράζε , καὶ ἐρρῶσθαι καί , ἂν σωφρονῇ ,
οὖν τὸν φόνον καὶ σὺν τῇ γαμετῇ στελλόμενος ἀνεῖλεν ἐν Εὐήνῳ ποταμῷ Νέσσον Κένταυρον , ὡς καὶ Ἀρχίλοχος ἱστορεῖ .
6881696 Δικαιοπολι
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων
6878466 λελυμενος
Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη
ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων
6876487 λεηλατουντων
ἀμπελῶνας σκάπτειν ἀναγκάζοντα τῷ σκαφείῳ πατάξας ἀπέκτεινεν : Ἰτώνων δὲ λεηλατούντων πολλὴν τῆς ὑπὸ Ὀμφάλῃ χώρας , τήν τε λείαν
. Χάρης δὲ ἀσφαλῆ τὴν ἀποχώρησιν ἐποιήσατο . Χαρίδημος Ἰλιέων λεηλατούντων αὐτοῦ τὴν πόλιν οἰκέτην Ἰλιέα προελθόντα ἐπὶ λείαν συλλαβὼν
6873299 ἐνεγκῃς
διακινήσωμεν . ἅμα δὲ καὶ τὸ ὑπόλοιπον τινάξεις κοκκύμηλον καὶ ἐνέγκῃς τῇ κυρίᾳ σου , ἵνα τὰ ἱμάτια λάβῃς .
εἰδέναι ἐφ ' ὅ τι πρῶτον ἢ δεύτερον τὴν χεῖρα ἐνέγκῃς : ὑποβλέπειν οὖν εἰς τὸν πλησίον δεήσει κἀκεῖνον ζηλοῦν
6870944 ἀμελουμενον
ἂν οὐδὲ αἰχμάλωτον περιέκειρα τιμῶν τὸ κάλλος ὡς οὐχ ἡδέως ἀμελούμενον . ἀλλ ' ἐπεὶ τετέλεσται τὰ δεινά , κἂν
Κριτίαι καὶ προσετετήκει καὶ παρήγαγεν αὐτὸν ἐς ἤθη Ἑλλήνων τέως ἀμελούμενον καὶ περιορώμενον . . , Κριτίαν εἴτε τὸν ἕνα
6867776 φθερει
. τοιγαροῦν τοῦ μὲν τὴν πενίαν τοῦ δὲ τὸν πλοῦτον φθερεῖ , ἐπεὶ καὶ ὁ κεραυνωθεὶς αἰφνίδιον παρασημότερος γίνεται .
σύκων κλοπῆς φωράσεως . . . ἐξολεῖ : Ἐξολέσει , φθερεῖ ὄντας κακούς . οἴμοι τάλας : Φεῦ ὁ ἄθλιος
6851409 κοπιδος
ξίφος ἐπαινοῦμεν : ἐφ ' ὑψηλοῦ γὰρ ὄντι τῷ ἱππεῖ κοπίδος μᾶλλον ἡ πληγὴ ἢ ξίφους ἀρκέσει . ἀντί γε
Τέλητος ὑπέστης ; κἀγχειριδίου δ ' ἀκόνῃ σκληρᾷ παραθηγομένης βρύχεις κοπίδος , δηχθεὶς αἴθωνι Κλέωνι . Χλανίδες δ ' οὖλαι
6850687 Κακος
ἐπὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης καὶ οἷς οὐ χρὴ πειθομένων . Κακὸς μὲν κόρος , δεινὸς δὲ λιμός . Κάριος αἶνος
χάζω τὸ ὑποχωρῶ , ἀφ ' οὗ δεῖ χάζεσθαι . Κακὸς , ἐπὶ τοῦ δειλοῦ . παρὰ τὸ χάζω χάζομαι
6846369 ἀνυσον
, τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . .
“ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως
6840950 πορευσῃ
ἐστι θεῖος : „ ἐπὶ τῷ στήθει καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός
ἄξεις “ . λέγει : οὐκ ἀπάξεις ποτὲ ἐντεῦθεν καὶ πορεύσῃ ; Θ συμβουλεύει αὐτῷ ἀλοάσοντα μισθοῦ πορεύεσθαι , ἵνα
6818532 διανυκτερευσαι
τρόπον τοῦτον . Ῥοῦν μαγειρικὸν ἀποβρέχων ὀμβρίῳ ὕδατι , ὥστε διανυκτερεῦσαι , εἶτα ἐπιμελῶς ἀποθλίβων τὸν ῥοῦν , ἐμβάλλω τῷ
χρείας . Πολλάκις γὰρ τρεπομένων ἐχθρῶν καὶ ὀχυρώματι προστρεχόντων χρεία διανυκτερεῦσαι ἢ προσεδρεῦσαι αὐτοῖς ἢ τὴν συμβολὴν μέχρις ἑσπέρας παρατείνεσθαι
6818514 προϊδων
δὲ προϊδεῖν ἦν τότε , σοφώτερος ἂν ἦν ἡμῶν ὁ προϊδών ; Τὸ ποῖον δὴ λέγεις ; Εἰς τὸ γεγονὸς
θαλάσσης κατέπηξαν , ὥστε δεινὸν ἦν προσπλεῦσαι , μὴ οὐ προϊδών τις ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν . ἀλλὰ
6817542 δαμαζειν
ὡς περισσάρτιος , καθάπερ εἴπομεν . δεῖν οὖν ἐν ταύτῃ δαμάζειν ἡμιόνους ἐπιβάλλοντα τὼ χεῖρε καὶ πωλοδαμνοῦντα τοῦτο τὸ ζῷον
πρὸς αὐτὴν ἡ ἡμίονος . τῇ δὲ δυοκαιδεκάτῃ προσέταξε ταύτας δαμάζειν , ἵνα πραότεραι γίνωνται , διότι τὸ στάσιμον ἡ
6815196 ἀλειψαι
ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα μαθητάς . ἄλλως : νῦν τῷ ἀλείπτῃ Μελησίᾳ
γε καταφυγαί : χρηστὴ δὲ καὶ φιλάνθρωπος ἡ διάταξις , ἀλεῖψαι καὶ ῥῶσαι πρὸς εὐελπιστίαν ἱκανή . ἧς τίς ἂν
6809565 ἀλῃ
: δεσμοῦσι ἀλυσθαίνοντος δέ , τουτέστιν ἀδημονοῦντος , καὶ ἐν ἄλῃ τυγχάνοντος , ἤγουν ἀδημονίᾳ . * ἀλυσθαίνοντος : λύπαις
Ἀλαζών : ὁ ἀπατεὼν † ἢ κομπαστής , ὁ ἐν ἄλῃ καὶ πλάνῃ ζῶν . ἢ ὁ ἐκ τοῦ ἀλᾶν
6807155 ἀδολεσχιᾳ
Σωκράτους ἐκβάλλοντος τὰ δαιμόνια . Θ ἀδολεσχία Θ : τῇ ἀδολεσχίᾳ τῶν φιλοσόφων ὑπαχθέντος καὶ πεισθέντος . Θ ἀντὶ τοῦ
μηδέ μ ' ἐπιτρίψῃς , ἀλλὰ συγγνώμην ἔχε ἐμοῦ παρανοήσαντος ἀδολεσχίᾳ . καί μοι γενοῦ ξύμβουλος , εἴτ ' αὐτοὺς
6805541 ἀνεπαυσατο
, καὶ ταῦθ ' ὅταν ἀνύσῃ , τῆς τοῦ ταλαιπωρεῖν ἀνεπαύσατο ἐπιδημίας . τερπνὸν δὲ ἡγούμεθα τὸν βίον τοιοῦτον ὄντα
. ὃ μὲν οὖν νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἐπιβιώσας μιᾶς ἀνεπαύσατο , πόθον τε τοῖς καθ ' αὑτὸν ἀνθρώποις ἐγκαταλιπὼν
6804503 συμπλακεισα
τῷ δὲ νῷ συμπλακεῖσα , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν αἰσθητῶν συμπλακεῖσα τῇ φαντασίᾳ . ἐπεὶ δὲ φθάνομεν εἰπόντες τὴν δόξαν
ὁρμὴν ἡ ψύλλα , ἣ καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις πράγμασιν ἐνίοτε συμπλακεῖσα ἀρχὴν ἑαυτὴν παρέξεταί τινος ὁδοῦ . Σὺ δὲ χρώμενος
6802899 χειροηθες
ζέον αὐτοῦ καὶ πεπυρωμένον ἄγαν ἡμέρωσον : τιθασὸν γὰρ καὶ χειρόηθες εἰ γένοιτο , ἥκιστα ἂν βλάψαι . τίς οὖν
ἑκάτερον πάλιν ἔτεμνεν τὸ μὲν ἄλογον εἰς ἀτίθασόν τε καὶ χειρόηθες εἶδος , τὸ δὲ λογικὸν εἰς ἄφθαρτόν τε καὶ
6795348 διαδραναι
παρακινοῦσιν αἰνίττεσθαι . εἶτα κατ ' αὐτὸν τοῖς ἀντιπάλοις φερόμενος διαδρᾶναι τὴν κόλασιν προσδοκᾷς : καὶ δεινὰ πάλιν τολμήματα συνάπτων
ταύτης βοήθειαν καὶ εὐθὺς ἡ θάλασσα κατηυνάζετο καὶ οὕτω γέγονε διαδρᾶναι τοῦτον τὸν κλύδωνα . Καταλαβόντα δὲ τοῦτον τὴν βασιλίδα
6790928 ὀδυρωμαι
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ
6788514 ἀναιρησων
πειθομένου τοῖς ξίφεσιν . Ἀνῆλθέ τις εἰς ἀκρόπολιν , ὡς ἀναιρήσων τὸν τύραννον : ἔφυγεν : ἄλλος συντυχὼν ἀπέκτεινεν :
γέρας αἰτεῖν . ἀνέβη τις εἰς ἀκρόπολιν ἐγχειρίδιον φέρων ὡς ἀναιρήσων τὸν τύραννον . ἔτυχε μὴ παρών . ἀνεῖλεν ἐκείνου
6778318 ἐξηγειρεν
δὲ τοῦ κημοῦ εἴρηται ἐν Ἱππέων δράματι . ὄψ ' ἐξήγειρεν : ἐν ὑπερβολῇ τοῦτο . ἐμέμφετο ⌈ γὰρ τῷ
μέλλοντα προβλέπειν . μῦς ἐπάνω λέοντος ἐφήλλατο [ ] αὐτοῦ ἐξήγειρεν . ὁ δραξάμενος ἐβούλετο συνγνώμην ᾐτήσατο καὶ ὑπισχνεῖτο αὐτῷ
6766663 πνιγι
διαίτηϲ . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ ἐνδείῃ μοῦνον , ἀλλὰ καὶ πνιγί : ἢν δ ' ὑπὸ πλήθεοϲ γίγνηται ϲυγκοπὴ καὶ
τὴν πρώτην συναίσθησιν , ἢ καὶ ἤδη κατειλημμένης τῇ ὑστερικῇ πνιγί , διαδέσμοις τὰ ἄκρα χρὴ καταλαμβάνειν καὶ τρίβειν ἰγνύας
6765694 κοιμησομενος
καύματος ἀπαυδήσας δειελινὸς παρά τινι λίμνῃ ἐν τῇ δροσερᾷ βοτάνῃ κοιμησόμενος ἀνεκλίνθη . καὶ δὴ καὶ ὑπνώσαντος αὐτοῦ οἱ ἔγγιστα
ψυχῆς ἐστι κεφαλή . ποιεῖ δὲ τοῦτο πρόφασιν μὲν ὡς κοιμησόμενος , τὸ δ ' ἀληθὲς ὡς ἀναπαυσόμενος ἐπὶ λόγῳ
6765525 ταραττε
οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ ,
χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ
6762867 ἀπεθανες
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ
6756502 Σαρων
ἥτις νῦν καλεῖται Ζεφύριον . Σάρωνος ναυτικώτερος : οὗτος ὁ Σάρων δαίμων ἦν ναυτικώτατος : ἐξ οὗ καὶ πέλαγος Σαρωνικὸν
ἐπίσημα ἔχει τρίαιναν καὶ Ἀθηνᾶς πρόσωπον . μετὰ δὲ Ἄλθηπον Σάρων ἐβασίλευσεν . ἔλεγον δὲ ὅτι οὗτος τῇ Σαρωνίδι τὸ
6747690 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
6747325 πεπειραται
λέγοντος ὑπὲρ αὑτοῦ ἔπαινόν τινα τοιοῦτον , ὅτι πάσης φιλοσοφίας πεπείραται : Ἐὰν Ἀριστοτέλης με καλῇ ἐπὶ τὸ Λύκειον ,
ἐξηγκωνισμένος καὶ ἐν ἀσχήμονί τινι προσόψει τῶν τῆς αἰχμαλωσίας οἰκτρῶν πεπείραται , καθαπερεὶ τῆς τύχης ἐν τῷ τούτου βίῳ τὴν
6744662 βλημα
κριθῶν . τοὺς δὲ ῥυπαροὺς ἄρτους φαιοὺς Ἄλεξις καλεῖ . βλῆμα δὲ καλεῖται ὁ ἐντεθρυμμένος ἄρτος καὶ θερμός , πύρνον
πεσόντος δὲ τοῦ παιδὸς ἀνασχίζειν αὐτὸν κελεύειν καὶ σκέψασθαι τὸ βλῆμα : ὡς δὲ ἐν τῇ καρδίῃ εὑρεθῆναι ἐνεόντα τὸν
6743005 ἀπωλλυτο
. ἐς καιρὸν ἦλθε , τότε δ ' ἄκαιρ ' ἀπώλλυτο : τὸ δ ' ἄθλιον κεῖν ' εὐτυχὲς τάχ
ἐν ψήφου φορᾶι , οὐκ ἄν ποθ ' Ἑλλὰς δοριμανὴς ἀπώλλυτο . καίτοι δυοῖν γε πάντες ἄνθρωποι λόγοιν τὸν κρείσσον
6740258 ἀγωγιμος
αἰτίαν ἔχοντι . γέγραφεν γὰρ ἐάν τις ἀποκτείνῃ Χαρίδημον , ἀγώγιμος ἔστω , ἐὰν δέ τις ἀφέληται ἢ πόλις ἢ
ἔφη , τὰς χιλίας δραχμάς , ἀπόληται , καὶ αὐτὸς ἀγώγιμος γένωμαι . συλλέξας δ ' , ἔφη , τὸν
6739079 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
6738737 λυττων
λεγομένου καὶ γραφομένου τοῦ πλούτου τυφλότερος ἐραστής , περὶ πάντα λυττῶν κτήματα καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον ἡγούμενος , οὐχ ὥσπερ τὴν
ὁ δακὼν κύων , ζήϲεται τὸ ὀρνίθιον , εἰ δὲ λυττῶν , τῇ ἐπιούϲῃ τεθνήξεται : καὶ τότε πρὸϲ ἀναϲτόμωϲιν
6737718 ἀφεθεις
ἀφῆκε τὸν κατεχόμενον : με - τὰ ταῦτα ἐκεῖνος ἐτυράννησεν ἀφεθείς : κωλυθείσης τῆς τυραννίδος κρίνεται συνειδότος ὁ στρατηγός :
φθονεῖν καὶ φοβεῖσθαι , μὴ πρωτεύσηι μᾶλλον ὅδ ' αὐτῶν ἀφεθείς , ταύτην μὲν πάλιν μετεβάλετο τὴν γνώμην , δικάσων
6736914 ζωωδες
Ἰολάῳ ἐπικαίειν τὰς τεμνομένας . Ὑηνεῖς . ὑϊκόν τι καὶ ζωῶδες ποιεῖς . Ὑηνεῖς . „ ὗς δὲ δὴ καὶ
: παρὸ καὶ τοὺς τοιούτους σχοινοτρώκτας ἐκάλουν . Σώματος κάλλος ζωῶδες , ἢν μὴ νοῦς ὑπείη : ἀπόφθεγμα Δημοκράτους .
6732381 εὐθυμοτερος
οἶδε . καὶ μέντοι καὶ εἴ τις ἴδοι θηρώμενον , εὐθυμότερος ἀπῆλθεν , ὥς τι χρηστὸν καὶ ἐκεῖνος ἕξων .
διακεχωρήκῃ τὰ ἀπὸ τῆς γαστρὸς αὐτῷ : ἔσται δὲ καὶ εὐθυμότερος ἐν τῇ ταλαιπωρίῃ . Σκεπτέον δὲ καὶ ἤν τι
6731980 λαμπαδι
διατριβὰς ἐξειλήφασιν . . ἐνιαυτοὺς : Διατριβάς . . 〛 λαμπάδι : ἅπτων τῇ λαμπάδι . . . φλέγων :
μυστηρίων προεστηκὼς μετὰ τῶν ἐπιμελητῶν καὶ Ληναίων καὶ ἀγώνων ἐπὶ λαμπάδι : καὶ τὰ περὶ τὰς πατρίους θυσίας διῴκει .
6731508 κηρυκευσατω
αὐτὸ τῶν κηρύκων κηρυκεῦσαι ἔλεγον , καὶ Ἰσαῖός που λέγει κηρυκευσάτω . προκηρῦξαι δ ' ἐστὶ τὸ προκαλέσασθαι ὑπὸ κήρυκος
ἐκ γένους καταγομένῳ ἱερατικοῦ . οὕτω δὲ καὶ τὸ μηδὲ κηρυκευσάτω . . . . συνδικησάτω ] ἀντὶ τοῦ μὴ
6725351 ἐφρυαττετο
ἐρᾷ τοῦ δεσπότου δριμύτατα , καὶ προσιόντος ἐφριμάττετο καὶ ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο , καὶ ἀναβαίνοντος ἑαυτὸν παρεῖχεν εὐπειθῆ , καὶ παρεστῶτος
συνεστηκότες ἐπὶ ταῖς ἐκ τῶν πολέμων ὠφελείαις : οἷς ἐπαιρόμενος ἐφρυάττετο καὶ λαμπρὸς ἦν καὶ προῆλθεν ἐπὶ μήκιστον ἐπιφανείας .
6724793 μετακαλειται
ἀπὸ τοῦ ζῴου καὶ διὰ δέος ἤδη πρὸς φυγὴν ὁρμῶν μετακαλεῖται καὶ θεοῦ προστάξαντος ἅμα τε θάρσος ἐμποιήσαντος ἐπιδράττεται τῆς
ἄξιον θαύματος . . ἀγαθόν τι ποιῶν . . . μετακαλεῖται . . οὔκουν ἐπιχώριόν τι : οὐκ ἀκολουθεῖ ,
6724250 Σουρ
μετ ' αὐτῶν , κἀγὼ μόνος δραμὼν ἐπὶ τὸν βασιλέα Σούρ , συνέσχον αὐτὸν καὶ ἐπὶ τὰς κνιμῖδας κρούσας κατέσπασα
ἐν τῇ ἐρήμῳ , ἐπὶ τῆς πηγῆς ἐν τῇ ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη
6722810 λυχνουχον
φανὸς τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Φερεκράτης : τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . φανὸν δέ τινές
Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθηῦδ '
6722042 γαμηθεισῃ
συγκατῴκισέ τινι ὄνομα Σαμιάδῃ . οὗτος μὲν οὖν συμβιώσας τῇ γαμηθείσῃ χρόνον ἐνιαύσιον ἀπεδήμησε μακρὰν ἀποδη - μίαν . τὴν
ὅτι οὐκ ἂν αὐτῇ διαλεχθείην διεσπεκλωμένῃ 〚 ἤγουν ἐξηραμμένῃ , γαμηθείσῃ , ἐν τῇ συνουσίᾳ κατατετριμμένῃ , ἢ ἀχρήστῳ πρὸς
6719406 προμηθιᾳ
; τί φωνεῖς ; Οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν . Ἦ κεῖνος οὗτος ὅν ποτ ' ἐκ
ὂν ὅμως καὶ χρησιμώτατον φαίνεται : ἐξ ἴσου γὰρ δεδιότες προμηθίᾳ μᾶλλον ἐπ ' ἀλλήλους ἐρχόμεθα . Καὶ νῦν τοῦ
6717738 ποιησοι
ἵππους ἐπὶ ταῖς σκηναῖς καταλείπειν : ὅστις δὲ ταῦτα μὴ ποιήσοι , αὐτίκα τῆς κεφαλῆς στερήσεσθαι : τὰς δὲ κοπίδας
τὸν τῶν Παφλαγόνων βασιλέα καὶ εἰς λόγους ἄξοι καὶ σύμμαχον ποιήσοι , προθύμως ἐπορεύετο , πάλαι τούτου ἐπιθυμῶν , τοῦ
6714622 φονορρυτῳ
φονορρύτῳ ] ἐν ᾗ τὸ αὐτῶν αἷμα ἔρρευσεν . θ φονορρύτῳ ] + διὰ τὸ μέτρον . κάρτα δ '
τῇ φονορρύτῳ γῇ . γαίᾳ ] τῇ γῇ . ζωὰ φονορρύτῳ : ἡ ζωὴ αὐτῶν τῇ χεομένῃ τῷ αἵματι :
6712810 κινειτε
ἀλλὰ γόον , ὦ φίλαι ] ἀλλὰ θρῆνον ἐρέσσετε καὶ κινεῖτε : ἐκ μεταφορᾶς τῶν πλεόντων σὺν τῇ προοδευούσῃ κρούσει
τινας νεκρωθέντας . κατ ' οὖρον ] κατ ' εὐθεῖαν κινεῖτε . κατ ' οὖρον ] ἀκωλύτως . κατ '
6712647 φονευσειν
τοῦ Ναυπλίου συνεὶς τὸ γιγνόμενον , ἁρπάσας τὸν Τηλέμαχον ἀπειλεῖ φονεύσειν πρόκωπον ἔχων τὸ ξίφος , καὶ πρὸς τὴν τῆς
οὐκ εἶναι Πολύβου , ἔρχεται εἰς Πυθώ , ὅθεν ἀκούει φονεύσειν πατέρα . ἐκκλίνει γοῦν τὴν πρὸς τὸν Πόλυβον καὶ
6712205 ἠσχαλλε
τε ἀποκτενεῖν ἠπείλει . ἅπερ οὐ φέρων ὁ Μακρῖνος πάνυ ἤσχαλλε . συνέβη δέ τι καὶ τοιοῦτον : ἔδει γὰρ
θεῷ δῆθεν ὀργιάζων . ἡ δὲ Μαῖσα ταῦτα ὁρῶσα πάνυ ἤσχαλλε , πείθειν τε λιπαροῦσα ἐπειρᾶτο μεταμφιέσασθαι τὴν Ῥωμαίων στολὴν
6711652 ναικι
τις ἐμπεσὼν ἀφείλκυσε τὸν περὶ τῶν ὄντων τῇ γυ - ναικὶ περιστήσας φόβον , ἣν ἔλαβε μὲν τῆς ἐπὶ Πέρσας
τις ἐμπεσὼν ἀφείλκυσε τὸν περὶ τῶν ὄντων τῇ γυ - ναικὶ περιστήσας φόβον , ἣν ἔλαβε μὲν τῆς ἐπὶ Πέρσας
6705032 οἰστρᾳ
καὶ βουλομένη μηδὲ μέρος τι αὐτῆς ἐνταῦθα εἶναι , εἰκότως οἰστρᾷ , ἀντὶ τοῦ ἀδημονεῖ ἐκείνων ἐφιεμένη καὶ μνημονεύουσα .
: πάλιν μεταφορικαῖς λέξεσι χρῆται καὶ ὑπερβολαῖς , λυττᾷ , οἰστρᾷ , μαίνεται λέγων καὶ ὅσα τοιαῦτα . λαʹ Οὔτε
6699601 Σοφαινετος
ἡ χώρα οὕτω . Τούτους τινὲς Τάους καλοῦσιν , ὡς Σοφαίνετος ἐν τῇ Ἀναβάσει φησί . . . . .
. . : Χαρμάνδη , πόλις πέραν τοῦ Εὐφράτου . Σοφαίνετος ἐν Κύρου ἀναβάσει : Ἐπὶ δὲ Βαβυλωνίαις πύλαις πέραν
6694672 ἀνηῃ
. . Ἀνήῃ : εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ : σημαίνει καταλείποι . ἔστιν ἀνῷ ἀνῇ ὑποτακτικόν ,
ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . ἀνήγκακα : ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω
6692839 ὠδινουσῃ
ὑψηλῆς τινος ἀκρωρείας ἐκαθέζετο ἀστεροσκοπῶν , ἕτερος δὲ παρήδρευε τῇ ὠδινούσῃ μέχρις ἀποτέξαιτο , ἀποτεκούσης δὲ εὐθὺς δίσκῳ διεσήμαινε τῷ
δὲ περιτίθησι καὶ ὡσανεὶ τεῖχος ἡ φρόνησις τῇ Εὐιλὰτ τῇ ὠδινούσῃ ἀφροσύνῃ πρὸς πολιορκίαν αὐτῆς καὶ καθαίρεσιν : ἀφροσύνῃ δὲ
6691251 πορφυριδι
' αὐτοῦ Ἀλκιβιάδες καλεῖται . ὅτε δὲ χορηγοίη πομπεύων ἐν πορφυρίδι εἰσιὼν εἰς τὸ θέατρον , ἐθαυμάζετο οὐ μόνον ὑπὸ
κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον , τὸν ἐν τῇ πορφυρίδι , τὸν ἐστεφανωμένον . Ἄγε δή , πρόσεχε πᾶς
6690346 Κἀκεινη
τὰς οἰκείας ἐνεργείας ἐνεργοῦσα κάκιστα καὶ θορυβωδῶς ταύτας ἀποδίδωσι . Κἀκείνη τοίνυν ἡ διαφορὰ πάντων ἐστὶν ἐναργεστάτη , ὡς ἄρα
ἀλλ ' ἤδη τάχα τι βουλεύῃ περὶ γάμου . ” Κἀκείνη μὲν ἐν ποικίλοις ἦν ὀδυρμοῖς : ὁ δὲ Θήρων
6689523 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
6682260 ἀνεπηδα
γῆν ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς
τινος δέοιτο Ἀστυάγης , πρῶτος ᾐσθάνετο Κῦρος καὶ πάντων ἀοκνότατα ἀνεπήδα ὑπηρετήσων ὅ τι οἴοιτο χαριεῖσθαι , ὥστε παντάπασιν ἀνεκτήσατο
6682178 Βουβων
ἢ δι ' οὗ μεγάλως βαίνομεν , . , . Βουβών : λέγεται καὶ τὸ πάθος , ὅπερ τινές φασι
. . ξ γοʹ λζ Ϛʹ . Καβαλίας μέρος : Βουβών . . . . . . . . .
6679407 ἐγκλισεσι
, εὕρομεν αὐτὸ μήτε ὑδατῶδες ἐκτρέχον ἐν ταῖς μετ ' ἐγκλίσεσι καὶ ἐκρέον , μήτε μελιτωδῶς προσκολλώμενον , χρηστὸν εἶναι
ἄλλα ἐπιρρήματα τῆς τοιαύτης σημασίας ἀκώλυτον ἔσχον ἐν ἁπάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι σύνταξιν . τὴν τοιαύτην σύνταξιν ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ
6675538 Καλαυρεια
νῆσος πρὸς τῆι Τροιζῆνι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . . Καλαύρεια : . . . νῆσός ἐστι πλησίον Τροιζῆνος ,
Περιόδωι τῆς Γῆς ἔφη . ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Εἰρήνη ἡ Καλαύρεια , καθά φησιν Ἀντικλείδης . . . . Θορικός
6675329 καριδος
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ
6671148 πτισσε
κατεσκευασμένον . , : . . τὰ γὰρ Ἀναξάρχου σιωπῶ πτίσσε ἐπιβοῶντος τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : Ἀνάξαρχον γὰρ οὐ πτίσσεις
κατασήπεται , τὴν πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Πτίσσε πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : οὐ γὰρ πτίσσεις Ἀνάξαρχον :
6669652 δρομεως
φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι
. , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος
6664072 λελουμενος
ἀστέρ ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον , ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος ὠκεανοῖο : τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε
βαλανείωι ψυχρῶι καὶ φαύλωι κεκοσμημένον ἰδὼν ἡρῶιον λαμπρῶς ὡς ἐξῆλθεν λελουμένος κακῶς οὐ θαυμάζω ἔφη ὅτι πολλοὶ ἀνάκεινται πίνακες ,
6661551 ἠλγησεν
αἰχμῆς , καὶ τὸ πρόσωπον ἡ ψυχὴ κατέλιπεν οὐχ ὡς ἤλγησεν , ἀλλ ' ὡς ἐπεκράτησε τὸ εὐφραῖνον . Τὸ
τι αὐτὸν τοὺς περὶ τῆς καρτερίας λόγους : ἐπεὶ δὲ ἤλγησεν καὶ ἐνόσησεν καὶ ὁ πόνος ἀληθέστερος αὐτοῦ καθίκετο ,
6659660 ὑπερωϊα
Ἀχαιῶν καλὸν ἔνεικεν . ἡ μὲν ἔπειτ ' ἀνέβαιν ' ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν , τῇ δ ' ἄρ ' ἅμ
„ . . . Ι . δ . κατέβαιν ' ὑπερώϊα . † ) ὑπερωΐων , ὡς τὸ ” διά

Back