οἰὸς περιβεβλημένος μετὰ τῆς ποίμνης ἐνέμετο τὸν ποιμένα φενακίσας τῷ μηχανήματι . νυκτὸς δὲ γενομένης συναπεκλείσθη καὶ ὁ θὴρ παρὰ
τὸν μελάγκερων . ἴαμβος . Τὸν μελάγκερων ταῦρον λαβοῦσα ἐν μηχανήματι διὰ τῶν πέπλων τύπτει . ἐὰν δὲ γράψηις μελαγκέρωι
8276248 ἐπιβρεχε
ὀμφακίνων ⋖ βʹ . οἴνου διεὶς καὶ μέλιτος ποιήσας πάχος ἐπίβρεχε , ἔξωθεν ἐπιῤῥίπτων σπογγάριον ὀξυκράτῳ δεδευμένον καὶ ταινιδίῳ καταλάμβανε
ὀμφακίνων ⋖ β : οἴνῳ διεὶϲ καὶ μέλιτοϲ ποιήϲαϲ πάχοϲ ἐπίβρεχε ἔξωθεν ἐπιρρίπτων ϲπογγάριον ὀξυκράτῳ δεδευμένον καὶ ταινιδίῳ καταλάμβανε .
8184137 φρουρουντι
ὡδοιπόρει , καὶ περιτυγχάνει νεκρῷ πεφονευμένῳ καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ φρουροῦντι τὸν δεσπότην , ἵνα μὴ πρὸς τῷ φόνῳ καὶ
, εἶτα μέντοι περιτυγχάνει νεκρῷ πεφονευμένῳ καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ φρουροῦντι τὸν δεσπότην , ἵνα μὴ πρὸς τῷ φόνῳ καὶ
8062509 Τοθι
. ἡ διὰ ψηφίσματος τοῖς νικῶσι γινομένη στήλη . . Τόθι , ἤγουν ὅπου , ἐν τῇ Ῥόδῳ δηλονότι ,
. . . . . . . . . . Τόθι κῶας ὄφις εἴρυτο δοκεύων Πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν
8031126 Μωυσῳ
καιρὸν τῆς Μερρίδος τελευτησάσης , ὑποσχέσθαι τὸν Χενεφρῆν τῷ τε Μωύσῳ καὶ τῷ Χανεθώθῃ τὸ σῶμα διακομίσαντας εἰς τοὺς ὑπὲρ
ὕπαρξιν τοὺς Ἰουδαίους τῶν Αἰγυπτίων χρησαμένους διακομίζειν . Τῷ δὲ Μωύσῳ θείαν φωνὴν γενέσθαι , πατάξαι τὴν θάλασσαν τῇ ῥάβδῳ
8015259 παραβαλου
τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὠόπ . τὸ δὲ παραβαλοῦ
. . ἢ παῦε τῆς ὁμιλίας . τῷ δὲ πλοίῳ παραβαλοῦ . πρὸς τὴν γῆν δὲ φθάσας φησὶ ταῦτα .
8001047 ἀνθηρῳ
πτερὰ ἐν κόσμῳ καὶ κατὰ στοῖχον ὀρθοῖ , καὶ ἔοικεν ἀνθηρῷ λειμῶνι ἢ γραφῇ πεποικιλμένῃ πολυχροίᾳ τῇ τῶν φαρμάκων ,
, τῷ πολυτόμῳ περιαίρει καὶ κόμιζε , καὶ ἐπίπασσε τῷ ἀνθηρῷ τὸν τόπον . Συνίστανται δὲ ἐν τῇ κύστει τῶν
7856094 θενε
αὐτῆς νευούσης ἐπί τινα τόπον ὑψηλόν . 〚 τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν : Πρὸς τὴν τῶν παί - δων
βίον ; ἔα ἔα : βάλε βάλε βάλε : θένε θένε θένε . τίς ἁνήρ ; λεῦσσε : τοῦτον αὐδῶ
7834696 Κρητικῳ
εἴς τε στεφάνους πλεκομένης κόκκους κε . λειοτριβήσας ἅπαντα γλυκεῖ Κρητικῷ πλάσσε τροχίσκους : πότιζε δ ' ἀπυρετοῦσι μὲν ἐν
δὲ τῆς Λακωνικῆς . Ἐν τῷ πόρῳ δὲ κειμένη τῷ Κρητικῷ ἄποικός ἐστιν Ἀστυπάλαια Μεγαρέων , νῆσος πελαγία : πρὸς
7832131 κωδωνι
ὃ καὶ τὸ κέρας αὐτῷ προσάπτουσιν ἀναλογοῦν τῷ τῶν σαλπίγγων κώδωνι . Τὸ μὲν πάρεργον ἔργον ὣς ποιούμεθα , τὸ
ὃ καὶ τὸ κέρας αὐτῷ προσάπτουσιν ἀναλογοῦν τῷ τῶν σαλπίγγων κώδωνι . ἐπὶ τούτοις τέλος ἐχέτω καὶ ἥδε ἡ βίβλος
7829018 ὠτιῳ
αʹ , ἐπὶ τῆς σιαγόνος αʹ , ἐφ ' ἑκατέρῳ ὠτίῳ ἀμαυρὸν αʹ , ἐπὶ τῷ τραχήλῳ δʹ , ὧν
ἀγγείοις ἐοικέναι . ὁ κυψελίτης ῥύπος , ὁ ἐν τῷ ὠτίῳ φυόμενος . Φιλόξενος . Κεφαλή . ἥτις καρφαλή ἐστι
7821860 Λαιλιῳ
ταῦτα ὁ Κορνιφίκιος ἐξῄει τῷ πλέονι στρατῷ , βοηθήσων τῷ Λαιλίῳ : καὶ τοῦδε μὲν ὁ Σέξστιος ὄπισθεν γενόμενος ἐξήπτετο
ἔς τινα κατάσκεψιν , ὁ Σέξστιος Ἀραβίωνα ἔπεμψεν ἱππομαχεῖν τῷ Λαιλίῳ κατὰ μέτωπον καὶ αὐτὸς ᾔει μετὰ τῶν εὐζώνων ἐς
7799807 περιστερεωνι
μηδὲν ὠφελεῖν καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται . κολοιὸς ἔν τινι περιστερεῶνι περιστερὰς ἰδὼν καλῶς τρεφομένας λευκάνας ἑαυτὸν ἦλθεν ὡς καὶ
πράγμασιν ἐγχειροῦντες ἐμβάλλουσιν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον . περιστερὰ ἔν τινι περιστερεῶνι τρεφομένη ἐπὶ πολυτεκνίᾳ ἐφρυάττετο . κορώνη δὲ ἀκούσασα αὐτῆς
7768797 παρημειψαμεν
χώρας ἐλθεῖν φημίζεται καὶ ἐνταῦθα νόσῳ ἀποθανεῖν . ποταμοὺς δὲ παρημείψαμεν ἐν τῷ παράπλῳ τῷ ἀπὸ Τραπεζοῦντος τόν τε Ὕσσον
Σεβαστόπολις πάλαι Διοσκουριὰς ἐκαλεῖτο , ἄποικος Μιλησίων . ἔθνη δὲ παρημείψαμεν τάδε . Τραπεζουντίοις μέν , καθάπερ καὶ Ξενοφῶν λέγει
7760432 πυρωδει
καὶ αἱμάϲϲουϲι καὶ φάρυγγι ἡλκωμένῃ παριϲθμίων ῥεύματι ἀπὸ κεφαλῆϲ μελαγχολίᾳ πυρώδει καὶ χολέρᾳ καταρχὰϲ καὶ ἐμέϲαϲιν ἐν πυρετῷ χολώδει .
Ὑδροχόῳ . κλῆρος τύχης Λέοντι : τούτῳ ἐπίκειται Ἄρης ἐν πυρώδει καὶ ἡλιακῷ ζῳδίῳ ἐναντιούμενος τῷ ὡροσκόπῳ : τὸν δὲ
7760164 βεβοηθηκως
Αἰσχίνης νόμον , μηδενὶ βοηθεῖν , ὃς ἂν μὴ πρότερον βεβοηθηκὼς ᾖ . ἐνταῦθα γὰρ οὔτε κατηγορία ἐστὶν ῥητοῦ ,
ἔλεγε μὴ βοηθεῖν δεῖν , ὃς ἂν μὴ πρότερον ἡμῖν βεβοηθηκὼς ᾖ , ὁ δὲ Δημοσθένης πρὸς τὸ ἔνδοξον ,
7760156 κροκοις
σισυμβρίοις , ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς , ἑρπύλλῳ , κρόκοις , ὑακίνθοις , ἑλιχρύσου κλάδοις , οἰνάνθῃσιν , ἡμεροκαλλεῖ
κοσμοσανδάλοις ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις ὑακίνθοις ἑλειχρύσου κλάδοις οἰνάνθῃσιν ἡμεροκαλλεῖ τε τῷ φιλουμένῳ ,
7751409 Λοκρῳ
καὶ τὰς χαίτας ἐξηρμένος . καίτοι ποτὲ καὶ συνεμάχει τῷ Λοκρῷ κατὰ τὸ Ἴλιον , σωφρονοῦντι δὲ καὶ φειδομένῳ τῶν
: μιχθεὶς ὁ Ζεὺς Πρωτογενείᾳ καὶ ἔγκυον αὐτὴν ποιήσας δέδωκε Λοκρῷ . ἵνα μὴ καθέλοι μιν αἰών : ἵνα μὴ
7742532 πεισθω
] ] πεισθήσομαι , βούλει ἵνα πεισθῶ , ὑπακούω , πεισθῶ , ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον
εἶπον ὑπόπτερον τοῦτον ἢ αὐτὸν ἀργεῖν ἢ ἑτέρους ἐθίζειν ἐγὼ πεισθῶ ; οὐκ ἄρ ' ἐπίστασθαι δόξω τῶν πραγμάτων οὐδὲν
7727352 λαιμῳ
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει :
7724511 βασταζοντι
θάνατος . νὺξ ] σκότος . ἤγουν τῷ Τυδεῖ τῷ βαστάζοντι καὶ ἔχοντι ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τὴν νύκτα ἐζωγραφημένην .
[ καὶ ] ἐργοδότῃ καὶ φίλῳ τρέφοντι καὶ παντὶ τῷ βαστάζοντι . ὅπως ἂν οὖν ὁ ἵππος τὸν ἰδόντα φέρῃ
7721090 Ἐπιῤῥηματων
καὶ οὐχὶ αὐτὴ λέγομεν . οὕτως Ἀπολλώνιος ἐν τῷ περὶ Ἐπιῤῥημάτων . Ὄφλω . ἐκ τοῦ ὀφείλω συγκέκοπται . Ὁμοκλή
ἄναυδος , φυτὼ νεόφυτος . οὕτως Ἀπολλώνιος ἐν τῷ περὶ Ἐπιῤῥημάτων . Ἄχερδος , βοτάνη ἣν οὐκ ἐστὶ τῇ χειρὶ
7719229 βαρω
νεμέθω , φλέγω φλεγέθω , φθίνω φθινύθω , οὕτω καὶ βαρῶ βαρύθω . ἀπολείπεται : στερίσκονται . Οὐκ ἀπολείπεται ἅλμης
, οἷον : κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω τὸ βαρῶ : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ
7718889 ἡψημενῃ
καταπλάσμασι χρηστέον ἀλεύρῳ τε καθαρῷ καὶ πάλῃ ἀλφίτου ἐν ὑδρομέλιτι ἡψημένῃ , συνεχῶς τε ἀλλάσσειν τὰ καταπλάσματα , καὶ σέριν
δὲ πλίνθου συνοικοδομήσασα τὰς καμάρας ἐξ ἑκατέρου μέρους ἀσφάλτῳ κατέχρισεν ἡψημένῃ , μέχρι οὗ τὸ πάχος τοῦ χρίσματος ἐποίησε πηχῶν
7716002 φλεων
φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του
αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν
7704463 δαινυσθε
ἀγαθοῦ . δ . τοῦ ἰδίου . ἀλλ ' ἀκέων δαίνυσθε . ἀκέων . Δ . ἀκέων ἀκέουσα : ”
, μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι γενέσθω . καὶ τότε μοι δαίνυσθε καὶ ἐς χορὸν ὀτρύνεσθε στησάμενοι κρητῆρας ἐλευθερίης ἐρατεινῆς .
7701269 εὐανθεϊ
ἐγένετο . γένυς τὰ γένεια : “ πύκασαί τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ . ” γηθοσύνη γεγηθυῖα : “ γηθοσύνη δὲ
, πρίν σφωϊν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ . Φαίδρην τε Πρόκριν τε ἴδον καλήν τ
7700308 παρεστης
ἐλπίδος πολύ . Τούτῳ γὰρ ὢν ἔχθιστος Ἀργείων ἀνὴρ μόνος παρέστης χερσίν , οὐδ ' ἔτλης παρὼν θανόντι τῷδε ζῶν
καὶ σὺ ταὐτὸ τοῦτο εἴργασαι , ἐπεὶ δεῦρο εἰσελθὼν ἐμοὶ παρέστης . καὶ ὁ Ἀλέξανδρος σκώπτεις εἶπεν , ὦ Διόγενες
7698828 παραταξομεθα
οὐ θελήσομεν , τῷ δὲ οὐκ ἀξιώσομεν , πρὸς τίνας παραταξόμεθα ; Ἀλλὰ καὶ Εὐριπίδης δι ' ὅλων λόγων διοικήσεως
; τότε καὶ τῶν τροπαίων ἀξίας τῶν ἐγηγερμένων τὰς παρατάξεις παραταξόμεθα , ὑπὸ Ξέρξῃ στρατηγῷ τοὺς κατὰ τῶν ὁμοφύλων πολέμους
7684200 Δεσμα
καὶ τοὺς λόγους , ἐπεὶ καὶ ὁ αἰθὴρ ἀόρατος . Δεσμά τ ' εἶναι τῆς ψυχῆς τὰς φλέβας καὶ τὰς
ἐστι κυρίως τὰ περιστόμια τῶν ἵππων . : ψάλια ] Δεσμά : κυρίως τὰ τῶν ἵππων περιστόμια . : πρόχειρα
7682688 διεκβεβλησθω
τὸ Η δίχα τέτμηται καὶ πρὸς ὀρθὰς τῇ ΕΒΖ . διεκβεβλήσθω τὸ διὰ τῶν ΘΚ , ΗΑ ἐπίπεδον ποιοῦν τὸ
καὶ διὰ τῆς ΓΚ καὶ ἑκατέρας τῶν ΓΔ , ΓΕ διεκβεβλήσθω ἐπίπεδα τέμνοντα τὸν κύλινδρον καὶ ποιείτω διὰ τῆς τομῆς
7677784 ἀγρευτηρα
' ὑπ ' ἀνάγκης οἴγεται , ὄφρα θάνῃ τε καὶ ἀγρευτῆρα κορέσσῃ . Τῷ δ ' ἴσα τεχνάζουσι καὶ ἀστέρες
ἀπέφυγεν , ἔφυγεν , ὑπεχώρησεν . κενόν : ἄγρας . ἀγρευτῆρα : ἁλιέα . Σθένος : δύναμιν . γενέθλη :
7676602 βυσμα
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν ,
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν
7670545 πτολεμῳ
πᾶν δέμας ἀλλήλοισιν ἀμοιβαδὶς οὐτάζουσιν . οἷα δ ' ἐνὶ πτολέμῳ βυθίῳ , ὅτε ναυμάχος Ἄρης δῆριν ἀείρηται , δοιαὶ
ἐπανιέναι , ἐξεληλάσθαι καὶ ἐλθόντα εἰς ἀπάντησιν τῷ Νεο - πτολέμῳ προσελθεῖν διὰ χειμῶνα τῇ Κῷ τῇ νήσῳ καὶ ξενισθέντα
7670230 Τευθραντι
δὲ ἔδωκε Ναυπλίῳ τῷ Ποσειδῶνος ὑπερόριον ἀπεμπολῆσαι . ὁ δὲ Τεύθραντι τῷ Τευθρανίας ἔδωκεν αὐτὴν δυνάστῃ , κἀκεῖνος γυναῖκα ἐποιήσατο
ἐπέστειλεν , ἄγων αὐτὴν ἀπέδοτο καὶ τὸ παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν
7670182 ἁλιει
δέ τοι ἔσσεται : ἀγαθὸς γίνεται εἰς τὸ ἀγρεύεσθαι τῷ ἁλιεῖ οὕτω ποιοῦντι κάνθαρος , δύο δ ' εἴδη κανθάρων
μὲν ] πλησίον τῆς θαλάσσης παρὰ ἀνδρὶ Αἰγιαλεῖ πρεσβύτῃ , ἁλιεῖ τὴν τέχνην . Οὗτος ὁ Αἰγιαλεὺς πένης μὲν ἦν
7667999 πολυγομφον
. ἄγριον ὑποβλέπει με : ἀγριφὴς δίκελλα : σκεῦος γεωργικὸν πολύγομφον . ἀγραδίκη : ὠφληκότων τῷ δημοσίῳ γράφουσι τὰ ὀνόματα
πολύγομφον ὅδισμα ] ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων
7667289 διαπορευομενος
ὀθόνην ἐξέτεινα ἐν ὀρθῷ ξύλῳ ἐμμέσῳ : καὶ ἐν αὐτῷ διαπορευόμενος τοὺς αἰγιαλούς , ἡλίευον ἰχθύας οἴκῳ τοῦ πατρός μου
αὐτόθεν ξυμμάχων παραλαβὼν τά τε ἄλλα ξυγκαθίστη περὶ τὴν ξυμμαχίαν διαπορευόμενος Πελοπόννησον τῇ στρατιᾷ , καὶ Πατρέας τε τείχη καθεῖναι
7661211 ἀντιστατης
Ἐτεοκλεῖ . . δορὸς ] τοῦ πολέμου . ἀντηρέτας ] ἀντιστάτης . . ἰὼ ἰὼ κακὰ δώμασι ] ἃ δι
' ] τοῦ Ἐτεοκλέους . ἀντηρέτης : ὀρθή ἐστιν : ἀντιστάτης τῷ Ἐτεοκλεῖ . ἀντηρέτας ] ἀντίπαλος . ἀντηρέτας ]
7652399 ὀπτησω
σαπροῦ . Κἀμοὶ σὺ δή , παῖ , θρῖον : ὀπτήσω δ ' ἐκεῖ . Ἔνεγκε δεῦρο τὼ πτερὼ τὠκ
, τουτέστι συνουσιάζειν . εἰς ἣν ὠμόσαμεν . σύν σοι ὀπτήσω τῷ ἔρωτι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν κρεῶν . λείπει τὸ
7649509 κρωσσον
πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης , καί κεν ἕνα χρύσειον ἐς ὀστέα κρωσσὸν ἁπάντων λέξαντες κατέθαψαν ὅθι πρῶτον γενόμεσθα . νῦν δ
, κόρη ἀγγεῖον ἔχουσα ὑδροφόρον , ὑδρίαν ἢ πρόχουν ἢ κρωσσὸν ἢ κάλπιν . τὴν δὲ ἐφισταμένην εἰκόνα , εἴτε
7645473 καλαυροπα
. οὕτως ἦν ἐν τῇ Κωμικῇ λέξει τῇ συμμίκτῳ . καλαύροπα : ἀντὶ τοῦ καλόροπον , ῥάβδον βουκολικήν . Ὅμηρος
τοὺς Ἑλλήνων λογίους οὐκ ἀπὸ τρόπου τῷ Πανὶ περιάπτειν τὸν καλαύροπα : τὸν γὰρ τῆς τοῦ παντὸς ἐμψυχίας ἐπώνυμον οὐκ
7642159 τεταραγμενῳ
” μέγα δ ' αὐτοῦ βοήσαντος περὶ ὧν ἤκουσε , τεταραγμένῳ προσπεσὼν ὁ Στέφανος καὶ τὸ ξίφος τῆς ἐσκευασμένης χειρὸς
καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς συμφορᾶς ἐνοχλουμένῳ , τῷ δὲ θολερῷ καὶ τεταραγμένῳ καὶ ἐν παντοίαις τύχαις φυρομένῳ : ἐνταῦθα μὲν ἀσαφείας
7639195 ψολοεντος
” μετὰ ἀρσενικοῦ ἐπιθέτου θηλυκόν ἐστιν , ὡς τὸ ” ψολόεντος ἐχίδνης „ παρὰ Νικάνδρῳ . τινὲς δὲ Λειμήρην αὐτήν
ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς ἀμὺξ
7638916 δαφοινην
ὅτε φυσιόωσαν ἔχιν ψολόεσσαν ἴδηται , ἀντία γυρώσας προκαλέσσατο θῆρα δαφοινήν . ἀσπὶς δ ' ἰοφόρον πέλας ἀντήειρε κάρηνον ,
γένυν : στόμα . πήξαντο : ἔπηξαν , ἐστερέωσαν . δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον
7637978 δεσμευσας
Ἥρᾳ παρακοιμίζει αὐτῷ , καὶ ὕστερον ποιήσας τετράκνημον τροχὸν καὶ δεσμεύσας αὐτὸν τιμωρεῖται . εὐνομία ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ καλοπραγία
τήνδε τὴν δωρεὰν , ἤτοι τὸ ἀναδιδάξαι με τίς ὁ δεσμεύσας σε ἐν τῷ Καυκάσῳ ; τὸ δὲ δωρεὰν ἐπὶ
7637543 χανω
διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , χαίνω , χανῶ : μαίνω , τὸ ὀργίζομαι , μανῶ : βαίνω
Ἀχανές : οἷον : ἀχανὲς πέλαγος : παρὰ τὸ χαίνω χανῶ χανές καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀχανές , τὸ
7633154 προσελαμβανεν
ὁ Εὔφρων πιστούς τινας εὖ ποιῶν ἐποιήσατο , καὶ ἄλλους προσελάμβανεν , οὔτε τῶν δημοσίων οὔτε τῶν ἱερῶν χρημάτων φειδόμενος
αὐτῶν γένος . τοσάδε μὲν δὴ καὶ τῆς Εὐρώπης τότε προσελάμβανεν ὁ Μιθριδάτης . καὶ μυριάδες ἐκ πάντων ἐς τὸ
7629434 τραφηκι
ὕψος ποδῶν βʹ , τὸ δὲ μῆκος ἴσον τῷ ὑποκάτω τράφηκι . ἐστεγάσθω δὲ τὸ πᾶν ἔργον . μὴ λανθανέτω
Θερσίτῃ ἐν τράφηκι καὶ ἀκοντίῳ φονικῷ . τράφηκι τετμημένῳ τῷ τράφηκι ἤγουν τῷ δόρατι τῷ ἐπὶ φόνον καὶ πότμον ἀπὸ
7629015 ἐπανθησαντες
. ἄβυσσος ] πολύς . αὐτοῖς ] ἔσται . . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . . πόνοισι ] δυστυχίαις . .
κοσμήσαντες . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . ἐπανθήσαντες ] λαμπρυνθέντες . ἐπανθήσαντες ] + ἤγουν ἀνατραφέντες ἐν τοῖς οἴκοις . ἐπανθήσαντες
7627459 πωλῳ
τῶν ἐκ Φιττέως . ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ . ἐπισμῇ ἰποῦμεν παροψωνεῖν σκάλωψ φέροικος φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ
“ εἶπεν εἰς φιλοδικαστήν . πωλίῳ ] ⌈ ἀντὶ τοῦ πώλῳ ὑποκοριστικῶς . κλητῆρες δὲ οἱ καλοῦντες εἰς τὸ .
7624170 Κλεοδημῳ
μετέστησε γὰρ τὸν παῖδα μικρὸν ὕστερον ἀφανῶς ὑπεξαγαγὼν καὶ τῷ Κλεοδήμῳ τινὰ παραστῆναι διένευσε τῶν ἐξώρων ἤδη καὶ καρτερῶν ,
Ἀρίγνωτος , “ εἰ μήτε ἐμοὶ πιστεύεις μήτε Δεινομάχῳ ἢ Κλεοδήμῳ τουτωῒ μήτε αὐτῷ Εὐκράτει , φέρε εἰπὲ τίνα περὶ
7620552 αὐϊαχοι
ἶσοι ἀολλέες ἠὲ θυέλλῃ Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτες ἕποντο ἄβρομοι αὐΐαχοι : ἔλποντο δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν , κτενέειν δὲ
, ἔλπονται δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν . ” καὶ τὸ αὐΐαχοι μετὰ ἰαχῆς μεγάλης , ὡς ἀχανὲς πέλαγος τὸ μεγάλως
7618375 ἀφυλακτους
τῶν Θηβαίων ʃ βάλανος : ἡ κλείς . ἐρήμους : ἀφυλάκτους ʃ εἰκὸς δὲ ταύτας τὰς πύλας οὕτως ἠμελῆσθαι ,
ὕπνος , κἂν πάνυ ἡδὺς ᾖ , βραδεῖς τε καὶ ἀφυλάκτους . δοκοῦσι δέ μοι καὶ Λακεδαιμόνιοι μὴ ἀμελεῖν τοῦ
7613695 παιωνικος
τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον
βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον
7613202 ὠτι
τὸ ἣν τῷ μεταγνῶναι λύσαιτε . καὶ μὴν καὶ τὸ ὦτί ἂν εἰπὼν μήτε ἁμαρτάνειν δοκοίνη μήτε ψευσαίμην ; λίαν
. ὁ σός , Αἰσχίνη ] ἀποστροφή . εἶτ ' ὦτί ἂν εἰπών σέ τις ὀρθῶς προσείποι ; ] διὰ
7611207 μετρεις
ἄλυποι . Σὺ δὲ τὰς ἡδονὰς αὐτοῦ πόνους καλεῖς : μετρεῖς γὰρ τὰ Διογένους τῇ σαυτοῦ φύσει , πονηρῷ μέτρῳ
τίνων ; δεῖξόν μοι πρῶτον , τί τηρεῖς , τί μετρεῖς ἢ τί ἱστάνεις : εἶθ ' οὕτως ἐπιδείκνυε τὸν
7601756 κλουστρον
ἐκ τυροῦ : ἡδονικώτερον γὰρ γίνεται . κλοῦστρον Κυριανόν , κλοῦστρον γουττᾶτον , κλοῦστρον Φαβωνιανόν . μουστάκια ἐξ οἰνομέλιτος ,
οἴνου καὶ ἥμισυ ἐκ τυροῦ : ἡδονικώτερον γὰρ γίνεται . κλοῦστρον Κυριανόν , κλοῦστρον γουττᾶτον , κλοῦστρον Φαβωνιανόν . μουστάκια
7601293 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
7599863 τεθηγμενον
τοῦ Τιτᾶνος . * ἀνῆκε : παρέδωκεν , ἔπεμψεν * τεθηγμένον : ὡπλισμένον καὶ ἠκονημένον ἠκονημένον * ἦμος : ὅτε
ἔλθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ ' ἐφ ' ἑβδόμαις πύλαις . τεθηγμένον τοί μ ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ . νίκην γε
7592343 συνεψησας
ποτε . οὕτω δὲ καὶ ἐὰν ἐκ τῆς μήτρας αὐτῆς συνεψήσας μεθ ' ἑτέρων κρεῶν δῴης λάθρα γυναικὶ φαγεῖν ,
τῷ συνήθως διὰ τῶν σύκων ἡψημένῳ πρόσβαλε ὑοσκυάμου φύλλα καὶ συνεψήσας κατάπλασσε . [ Πρὸς πυρώδεις φλεγμονάς . ] Φακὸν
7591142 ἀφυκτως
τὰς τῶν δεσμωτῶν κακουχίας . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν δεσμευθέντων ἀφύκτως . Διὰ φρατόρων κύων : ἐπὶ τῶν ὅπου μὴ
χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον σφυρὸν ἤτοι ἀστράγαλον καὶ πόδα τοῦ ὀρχηστοῦ καὶ
7587858 διηγοιμην
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ '
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον
7585429 ἀναγγειλον
. ἀγωνίζεσθαι περὶ πράγματος καὶ ἀγωνίζεσθαι περὶ πρᾶγμα : † ἀνάγγειλον ἡμῖν : † περὶ τὸ πρᾶγμα ἠγωνίσω . .
πρὸς τὸν Ἁβραὰμ , τὸν ἠγαπημένον μου φίλον , καὶ ἀνάγγειλον αὐτῷ περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ , καὶ πληροφόρησον αὐτὸν
7583876 Μισυ
. Κεδρία σὺν μέλιτι μιγεῖσα καὶ ἐγχριομένη καλῶς ποιεῖ . Μίσυ καύσας ἐν χύτρᾳ καὶ λεάνας ἐμφύσα . Ἄλλο :
, ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . Μίσυ παραληπτέον τὸ Κύπριον , χρυσοφανές , σκληρὸν καὶ ἐν
7583261 διακονησω
οὔτε προΐσασιν οὐδὲν οὔτε λέγουσιν . Γ βαλανεύσω Γ : διακονήσω , ὑπουργήσω . Γ βαλανεύσω : ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν
. ≌ . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . :
7579475 καριδος
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ
7575992 ἑσπερινον
εὐθὺς καὶ ὁ ἀστὴρ μεσουρανήσῃ , τὸ δέ τι καλεῖται ἑσπερινὸν συμμεσουράνημα ἀληθινόν , ὅταν ἅμα τῷ ἡλίῳ δύνοντι καὶ
δικαστικὸν μισθόν : τριώβολον γὰρ ἐλάμβανον . δόρπον ] τὸ ἑσπερινὸν φαγεῖν . Γ δόρπον ] τὸ ἐν ἑσπέρᾳ φαγεῖν
7573492 αὐσω
: ἐξαυστήρ : σημαίνει σκεῦός τι . παρὰ τὸ αὔω αὔσω αὐστήρ καὶ ἐξαυστήρ . Αἰσχύλος Ἀθάμαντι : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες
μέλλων ἄσω , ὡς ἀπὸ βαρυτόνου : πλεονασμῷ τοῦ υ αὔσω , ὄνομα ῥηματικὸν αὐλή . . . , :
7571916 πασχε
, ὁ μὴ φυλαχθεὶς καὶ νόμος καὶ δήμιος . Μὴ πάσχε πρῶτον τὸν νόμον καὶ μάνθανε . πρὸ τοῦ παθεῖν
γέννα . Ἐπαγγέλλου μηδενί . Φθιμένους μὴ ἀδίκει . Εὖ πάσχε ὡς θνητός . Τύχῃ μὴ πίστευε . Παῖς ὢν
7570220 ξηριῳ
. αʹ , καρυοφύλλου οὐγγ . βʹ . χρῶ τῷ ξηρίῳ ἢ χυλῷ πτισάνης καὶ ὀρύζης κατ ' ἰδίαν ἑκάστου
καὶ λεπτὰς ὠτειλὰς , ὡς θαυμάσαι . τούτῳ ἐγὼ καὶ ξηρίῳ χρῶμαι καὶ κολλουρίῳ σὺν ὠῷ : σαρκοκόλλης . .
7564291 αὐλῳδῳ
αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ αὐλῳδῷ , οὐ τῷ ψάλτῃ , οὐδὲ τῷ αὐλητῇ .
δ ' αὐτῷ ἄρρην ἢ θήλεια , ὡς καὶ τῷ αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ
7560801 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
7559956 ἀλειψαι
ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα μαθητάς . ἄλλως : νῦν τῷ ἀλείπτῃ Μελησίᾳ
γε καταφυγαί : χρηστὴ δὲ καὶ φιλάνθρωπος ἡ διάταξις , ἀλεῖψαι καὶ ῥῶσαι πρὸς εὐελπιστίαν ἱκανή . ἧς τίς ἂν
7559821 λιστριον
λάσανα : ὡς ἡμεῖς , ἐφ ' ὧν ἀποπατοῦμεν . λίστριον : τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος
κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον . ἔοικεν οὖν τὸ πρῶτον τοιοῦτο
7557489 ϲηπεδονωδων
. ὅϲα γὰρ ἐν ταύτῃ διαφθείρεται τῶν τροφῶν , νοϲημάτων ϲηπεδονωδῶν ὑπόθεϲιϲ γίγνεται παντὶ τῷ ϲώματι . διὸ πρὸ τροφῆϲ
ὃ τοῖϲ κακοήθεϲι τῶν ἑλκῶν ἁρμόζει : ἐπὶ δὲ τῶν ϲηπεδονωδῶν μετ ' ὄξουϲ ἢ οἴνου ἢ ὀξυμέλιτοϲ αὐτοῖϲ χρηϲτέον
7557167 σημιαν
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα
7555336 ψαφαρᾳ
ὧδ ' ὠγυγίαν Ἀίδᾳ προϊάψαι , δορὸς ἄγραν δουλίαν , ψαφαρᾷ σποδῷ ὑπ ' ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν περθομέναν ἀτίμως ,
] λεπτότητι εἰς χοῦν λεπτυνθείσῃ ἢ ξηρᾷ καὶ ψαμμώδει . ψαφαρᾷ ] εἰς χοῦν λεπτυνθείσῃ ἢ ξηρανθείσῃ , ψαμμώδει :
7551094 βιβωντα
τῶν δυϊκῶν βιβάσθων , ὡς τυπτέτων . βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : ἀπὸ τοῦ βιβάω βιβῶ , δευτέρας συζυγίας ,
, . . . Βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : μακρὰ βιβῶντα , μεγάλα διαβαίνοντα , . , . . .
7550892 παρεβαλλεν
ἄγραν συνελάμβανέ τι , ἐκ τούτου μέρος καὶ τῷ ἑτέρῳ παρέβαλλεν . ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ καὶ τὸν ἕτερον ὀνειδίζοντος
ἔξω δειπνοίη , ἐκόμιζέ τι αὐτῷ καὶ προσιόντι καὶ σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισε
7549242 Μεντην
αὐτός φησιν ἐν Ἰταλίᾳ ἐν τῷ Ῥεατινῷ ἀγρῷ κρήνην εἶναι Μέντην ὀνομαζομένην , ὁμοίαν τῇ προειρημένῃ . Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης
οὐκ καί . Κικόνων ἡγήτορι Μέντῃ : ὅτι τοῦτον τὸν Μέντην ἐν τῷ Τρωικῷ διακόσμῳ οὐ παραδέδωκεν , ἀλλὰ Εὔφημον
7549224 ἀρκουντι
, εἶτα κόψαϲ ϲήϲαϲ τὰ ἄλλα καὶ ἀναλαβὼν μέλιτι ἀπηφριϲμένῳ ἀρκοῦντι δίδου κοχλιάριον α νήϲτει . Ἔλιγμα ἄλλο : βούτυρον
, ὡϲ οἱ τοξοποιοί , προβρέχων αὐτὴν ὄξει δριμυτάτῳ τῷ ἀρκοῦντι ἐπὶ ἡμέραϲ γ , προκαθάραϲ καὶ ἀφελὼν αὐτῆϲ τὸ
7548020 Βακχῳ
κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα Βάκχῳ ἀμφίπολον θανάτοιο κελαινῆς ἀσπίδος ἰόν . μέτρῳ δ '
τῷ Σαβαζίῳ , τουτέστι τῷ Διονύσῳ , καθάπερ τοὺς τῷ Βάκχῳ Βάκχους . τὸν αὐτὸν δὲ εἶναι Σαβάζιον καὶ Διόνυσόν
7547352 ἀνταναγνωναι
. ἀνέγνωκας , οὐ μόνον ἀνέγνως φησίν . . . ἀνταναγνῶναι : καὶ ἀντεξετάσαι βιβλίον : τὸ γὰρ ἀντιβάλλειν βάρβαρον
αἴγλη αἰγυπτιάζειν αἱμυλοπλόκος αἱμυλόφρων ἀλαζών ἀμφίκαυστις ἄναλτον ἀνεξικώμη ἀνεπτερῶσθαι ἄνοργοι ἀνταναγνῶναι ἀπαλλάξας ἀποκριπάμενος ἀρρενώπας ἅψω βαδίζου βαδισματίας Βασιλεία Βολβός Βρέα
7543871 ἀροτριων
Τροίαν στρατεύεσθαι , ὑπεκρίθη μαίνεσθαι ζεύξας βοῦν σὺν ὄνῳ καὶ ἀροτριῶν . ἀναγκαζομένων τῶν Ἑλλήνων Παλαμήδης λαβὼν τὸν υἱὸν Τηλέμαχον
ἀπολέσασα καθ ' ἡμέραν πρὸς τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔκλαιεν . ἀροτριῶν δέ τις σύνεγγυς ἐπεθύμησε μετ ' αὐτῆς συγγενέσθαι .
7543220 ὁλκεια
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἡθμὸν ἀργυροῦν . κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
7541805 ῥαφιδα
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων . ἐν δὲ τῷ περὶ ἰχθύων ῥαφίδα αὐτὴν ὀνομάσας ἀνόδουν φησὶν αὐτὴν εἶναι . ῥίνη .
καὶ ῥαφίδος , ἣν Ἕρμιππος καὶ Ἄρχιππος ἐν Πλούτῳ ὠνόμασεν ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὰ ῥήγματα σύρραψον . καὶ βελόνης
7537693 ἐπειγετον
, ὡς ἐπὶ τοῦ [ ἢ κεμάδ ' ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἀντὶ τοῦ ἤπειγον ] . . „ : λαὸν
ἀντὶ τοῦ ἐπείγητον συνεσταλμένως . : ἡ διπλῆ ὅτι τῷ ἐπείγετον ὁριστικῷ ἀντὶ ὑποτακτικοῦ τοῦ ἐπείγητον . . , .
7536705 συνετριβεν
τοῦ κανθάρου , ὁ δὲ τὰ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἐκκυλίων συνέτριβεν . ὁρῶν οὖν εἰς φθορὰν αὐτοῦ τὸ γένος ἐρχόμενον
Ἀσκληπιῷ ἀνέθηκε πλήκτην , ὃς τοὺς ἐπὶ στόμα πίπτοντας ἐπιτρέχων συνέτριβεν . Εἰώθει δὲ λέγειν τὰς τραγικὰς ἀρὰς αὐτῷ συνηντηκέναι
7534379 Δυσκολος
σὺ κρείττω πυρέττειν , ἰδοὺ κλίνη : ἀναπεσὼν πύρεττε . Δύσκολος ἀστρολόγος παιδὸς νοσεροῦ γένεσιν λέγων , πολυχρόνιον αὐτὸν τῇ
Οὕτω μου ἐκχυθῇ τὸ αἷμα , ἐὰν εἴπω ὑμῖν . Δύσκολος μέλιτος κεράμιον ἀγοράσας συνεχῶς ἠρωτᾶτο , πόσου ἠγόρασε .
7534110 Πειρασομαι
. Ἄτοπά γε , ὦ Σώκρατες , ἐπιχειρεῖς λέγειν . Πειράσομαι δέ γε καὶ σὲ ποιῆσαι , ὦ ἑταῖρε ,
κέρδος νομίζοντες εἶναι τοὺς ἀδίκως ἐν ταῖς διαβολαῖς καθεστηκότας . Πειράσομαι δ ' ὑμᾶς διδάξαι , οὓς ἡγοῦμαι τῶν πολιτῶν
7533937 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
7532799 ἀποπεμψον
σὺ δ ' αὐτῷ καὶ συγγενόμενος καὶ διαλεχθεὶς καὶ εὐφράνας ἀπόπεμψον ἡμῖν τοῖς ὑπ ' ἀνάγκης καθημένοις τὸν δυνηθέντα δραμεῖν
οἴκαδέ μ ' ὡς τὴν μαῖαν , ὦ Λυσιστράτη , ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα . Τίνα λόγον λέγεις ; Τί τοῦτ
7531740 ἀλιω
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
7530791 δεϲμιδιον
ὄξουϲ ϲμηχόμενον . καὶ τοῦτο δὲ θαυμαϲτόν : λαπάθου ῥιζῶν δεϲμίδιον χειροπληθέϲ , νίτρου ⋖ μ , θείου ⋖ κε
# α ὄνθουϲ καμήλου ε κεκαυμένουϲ κριθῆϲ κεκαυμένηϲ δράκα δάφνηϲ δεϲμίδιον χειροπληθὲϲ κεκαυμένον ἀναλάμβανε μιγνύων ἀπὸ ἄξονοϲ ῥύπον , τουτέϲτιν
7529798 Αἰγιαλῳ
ἀλεεινὴ γὰρ ἥδε ἡ γῆ : θέρους δὲ πρὸς τῷ Αἰγιαλῷ διαιτῶνται : παρέχει γὰρ αὐτοῖς αὔρας μαλακὰς ἡ θάλαττα
, καὶ Ἑλίκην τε ἀπὸ τῆς γυναικὸς ᾤκισεν ἐν τῷ Αἰγιαλῷ πόλιν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκάλεσεν Ἴωνας ἀφ ' αὑτοῦ
7529039 ἀφηρπασεν
ἐπάνω ἐθεάσατο τὸν μῦν ἐπὶ τῆς λίμνης , ὅστις καταπτὰς ἀφήρπασεν εὐθέως . Ἅμα βάτραχος αὐτῷ προσδεδεμένος δεῖπνον καὶ αὐτὸς
μητρυιῶν ἐπιμελείας . κύων ἐν μακελλίῳ εἰσελθὼν καρδίας βρῶμα ἐκεῖθεν ἀφήρπασεν . ὁ δέ γε μακελλεὺς ἐπιστραφεὶς ἔλεγεν αὐτῷ :
7528403 ἀποβρεχων
κατέχων ὀλίγον ἐν τῷ στόματι χρόνον . ἄλλο . ἕρπυλλον ἀποβρέχων οἴνῳ διακλύζου ἐπ ' ὀλίγον . [ δʹ .
αἴγειον περίχριε καὶ ἰᾶται : ἢ στέαρ αἴγειον ἢ προβάτειον ἀποβρέχων εἰς ὕδωρ θερμὸν ἐπιτίθει , ἢ λινοσπέρμου χυλὸν ,
7526638 Ἐγχειριδιῳ
κάτω πάντα : ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ : καὶ ἐν Χήρᾳ : Τὸ λεγόμενον τοῦτ '
πάντα . παροιμία ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ καὶ ἐν Χήρᾳ τὸ λεγόμενον τοῦτ ' ἔστιν νῦν
7526143 ϲκοτωματικων
Ῥώμηϲ μοι κομιϲθέντι ϲφόδρα ἐπαινουμένην ἐπὶ μαινομένων μελαγχολικῶν ἰϲχιαδικῶν παραλυτικῶν ϲκοτωματικῶν ἐπιληπτικῶν κεφαλαλγικῶν ἀλωπεκιῶν . οὐκ εἶχε δὲ πάνακα οὐδὲ
χρέεϲθαι , τῇ ἐϲχάτῃ καὶ δυνατωτάτῃ πάντων ἀγωγῇ . Θεραπεία ϲκοτωματικῶν . Καὶ ἐκ διαδέξιοϲ μὲν κεφαλαίηϲ γίγνεται ϲκοτοδινίη :
7526086 κοτινοιο
ἁδρύνω : τὸ αὐξάνω . Νίκανδρος † ἔνθα : ῥωγαλέον κοτίνοιο . . . . . ἀεθλεύειν : ἀγωνίζεσθαι τροπῇ
περὶ τοῦ νεκροῦ . μεγαλωστί : μεγαλοπρεπῶς . νηίου ἐκ κοτίνοιο : κότινός ἐστιν ὁ ἀγριέλαιος , ἀλλὰ καὶ ἡ

Back