μήδεα , μὴ μετόπισθε νέον γένος ἡβήσειεν . ἡ δὲ λεχώ περ ἐοῦσα καὶ ἀσθενέουσα τόκοισι παιδὶ λυγρῷ πολεμιζομένῳ μήτηρ
λέγ ' , ὦ γεραιέ , τάδε Κλυταιμήστραι μολών . λεχώ μ ' ἀπάγγελλ ' οὖσαν ἄρσενος τόκωι . πότερα
7499924 Ἱπποθοωντος
μορόεν ποτὸν ᾧ ποτε Δηώ λαυκανίην ἔβρεξεν ἀν ' ἄστυρον Ἱπποθόωντος Θρηίσσης ἀθύροισιν ὑπὸ ῥήτρῃσιν Ἰάμβης . δήποτε δ '
τοῦ Κελεοῦ : οὐ γὰρ δὴ παρὰ τῇ Τύροι τῇ Ἱπποθόωντος κατήγετο : βαρυνομένην γοῦν τῷ πάθει καὶ ἐν συννοίᾳ
7361033 καλλυντρον
μυληθρὶς καὶ μυλακρίς ἔνιοι δὲ μυλακρίδα καὶ τὴν ἀλετρίδακαὶ τὸ κάλλυντρον μυλήκορον . τὸν δὲ νῦν μυλοκόπον ὀνοκόπον Ἄλεξις εἴρηκεν
φαίης ἂν τὸ κορεῖν , ἦ που καὶ τὸ κόρημα κάλλυντρον . εἰ δὲ καὶ σαίρειν φήσεις τὸν θυρωρόν ,
7091147 Ἰε
! ! [ [ ἄναξ ] [ ] ὑγιείας . Ἰὲ Παιάν , [ ἴθι ] σωτήρ [ : εὔφρων
εἶμεν ἀγγράφοντι καὶ αὐτίκα καὶ εἰς τὸν ὕστερον χρόνον . Ἰὲ Παιᾶνα θεὸν ἀείσατε λαοί , ζαθέας ἐνναέται [ ]
7091012 ἀγγελιης
τὸν Τυδέα ἄγγελον ἀπέστειλαν , καὶ “ σεῦ ἕνεκ ' ἀγγελίης . ” Ζηνόδοτος δὲ τοῦτο ἀγνοήσας μεταγράφει “ ἧς
' εἰ δ ' ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι λυγρῆς ἀγγελίης , ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι . ἤδη μὲν σὲ
7086690 υἱ
ἐνέκυρσεν Ἑρκείου ποτὶ βωμόν : ὃ δ ' ὡς ἴδεν υἷ ' Ἀχιλῆος , ἔγνω ἄφαρ τὸν ἐόντα καὶ οὐ
Ἀλλ ' οὐδ ' ὧς τάρβησε θρασὺ σθένος Εὐρυπύλοιο ἄσχετον υἷ ' Ἀχιλῆος , ἐπεί ῥά μιν ὀτρύνεσκε θάρσος ἑὸν
7055733 ταραττε
οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ ,
χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ
7045380 Στυμφηλος
, Φθίος τε καὶ Τηλεβόας , Αἵμων , Μαντίνους , Στύμφηλος , Κλείτωρ , Ὀρχομενός τε καὶ ἄλλοι , οἳ
ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Νύκτιμον : ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Στύμφηλος μετωνομάσθη . Ἀλφειὸς δὲ ἐκλήθη δι ' αἰτίαν τοιαύτην
7044552 ἁβραν
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
7038419 συνεκροτησε
καὶ ἀσήμου μάχης , ἣν δι ' ἑνὸς τῶν ἀρχόντων συνεκρότησε . Περιῆλθε δὲ τὴν βασιλευομένην ἅπασαν , καὶ τοῖς
. σοὶ μὲν ὁ Πὰν ἐβοήθησεν , σοὶ δὲ Ἥρα συνεκρότησε καὶ Παλλὰς ὑπερήσπισεν ὡπλισμένη . περὶ σὲ μὲν ἔστη
7035805 θἀτερᾳ
. Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον , θἀτέρᾳ δ ' ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ ' ἤλεγχον
Λυσιστράτη ; Ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί . Χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος . Ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς
7031549 ΗΔΚ
τῇ ὑπὸ ΔΚΜ , ἡ δὲ ὑπὸ ΗΒΚ τῇ ὑπὸ ΗΔΚ : μείζονα ἄρα λόγον ἔχει καὶ ἡ ΔΘ πρὸς
ἤπερ ἡ ὑπὸ ΗΘΚ γωνία πρὸς τὴν διπλῆν τῆς ὑπὸ ΗΔΚ , τουτέστιν τὴν ὑπὸ ΗΕΚ . λόγος δὲ τῆς
7030458 καριδος
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ
7025525 εἰσειμ
καλῶ . Ἐγὼ δ ' ἐμαυτῷ τόδε λαβὼν τὸ φορτίον εἴσειμ ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων . Εἶδες ,
ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμακοσίους εἰ μή τις αὐτὴν κατακλιεῖ ἔπειτ ' εἴσειμ ' , ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ
7020149 ἠπειλησεν
μετὰ τῶν ἄλλων πόλεων παραδίδωσι . . αὐτὸς δ ' ἠπείλησεν ἅμ ' ἠοῖ φαινομένηφιν νῆας ἐυσσέλμους ἅλαδ ' ἑλκέμεν
τοὺς Μιλησίους κλονεῖν , ἀλλὰ μὴ Νικίαν ταράσσειν , ὅπερ ἠπείλησεν ὁ ἀλλαντοπώλης . ἐν Μιλήτῳ δὲ τῆς Ἀσίας μέγιστοι
7012061 ἀπαισιον
, ἀποφράδα δὲ μόνοι ἐκεῖνοι τὴν μιαρὰν καὶ ἀπευκτὴν καὶ ἀπαίσιον καὶ ἄπρακτον καὶ σοὶ ὁμοίαν ἡμέραν . ἰδού ,
: κροκάλη ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κρέκω τὸ ἠχῶ . ἀπαίσιον : κακὴν , μισητὴν , ἀπρεπῆ , ἢ μαντικὴν
7009824 καρατομος
λίθοις βαλλόμενος , λιθοβόλος δὲ ὁ λίθοις βάλλων : ὁμοίως καράτομος καὶ καρατόμος , . , . * . .
δὴ προτείνω : ἧς τὸ κάρα ἀπετμήθη , ἀπὸ τοῦ καράτομος . τὸ ἐντελὲς δὲ Γοργόνι : καὶ δὴ προτείνω
7003764 φυλασς
, παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις . ἴθι :
. Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ πενθετήροισι [
6999845 Τορωνης
, Ἑλένης εἴδωλον ἔσχον . Τορώνη πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Τορώνης τῆς Πρωτέως γυναικὸς καὶ θυγατρὸς Ποσειδῶνος καὶ Φοινίκης .
ὠλέναισι δέμνια . ὁ γάρ σε συλλέκτροιο Φλεγραίας πόσις στυγνὸς Τορώνης , ᾧ γέλως ἀπέχθεται καὶ δάκρυ , νῆις δ
6999571 Λουσια
οἱ οἰκοῦντες Λουκερῖνοι . Λουσιά . τῶν Ὑακίνθου θυγατέρων ἡ Λουσία ἦν , ἀφ ' ἧς ὁ δῆμος τῆς Οἰνηίδος
, μέγεθος δὲ εἰκάζομεν ἐννέα εἶναι ποδῶν αὐτήν : ἡ Λουσία δὲ ποδῶν ἓξ ἐφαίνετο εἶναι . ὅσοι δὲ Θέμιδος
6997031 Αὐγης
βασιλεύς . Εὐριπίδης δ ' ὑπὸ Ἀλέου φησὶ τοῦ τῆς Αὔγης πατρὸς εἰς λάρνακα τὴν Αὔγην κατατεθεῖσαν ἅμα τῷ παιδὶ
τὸ δ ' ἀπολειφθὲν ἐν τῷ Παρθενίῳ βρέφος ὑπὸ τῆς Αὔγης βουκόλοι τινὲς Κορύθου τοῦ βασιλέως εὑρόντες ὑπό τινος ἐλάφου
6986486 κοιμηθεις
δὴ τρόπον ὁ νοῦς ἐγρηγορὼς μὲν ἐπισκιάζει ταῖς αἰσθήσεσι , κοιμηθεὶς δὲ αὐτὰς ἐξέλαμψε . τούτων εἰρημένων ἐφαρμοστέον τὰς λέξεις
διὰ Τεμπέων . οἱ δὲ , ὅτι ἐπί τινος πέτρας κοιμηθεὶς ἀπεσπερμάτισε , καὶ τὸν θορὸν δεξαμένη ἡ γῆ ἀνέδωκεν
6978089 εὐχρων
, τὸν δάκτυλον . Ἐγὼ δ ' ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν : ἐτόρυνε δ ' αὐτὴ Παλλὰς ἡ
τὴν ἑαυτοῦ οἴεται δήλην ποιῆσαι πρὸς τὴν πόλιν εὔνοιαν . εὔχρων ] ἔχον καλὴν χροιάν , εὐειδές . Γ ἔτνος
6968272 χοιραδος
σκλήρωμα ὄγκος ἐστὶ σαρκώδης , τυλώδης , σκληρότερος στεατώματος καὶ χοιράδος , περιωρισμένος δέ . συνήνωται τοῖς κατὰ φύσιν σώμασιν
σχάσον , ταχὺ δ ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί πρῴραθε , χοιράδος ἄλκαρ πέτρας . ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ '
6966613 ναικι
τις ἐμπεσὼν ἀφείλκυσε τὸν περὶ τῶν ὄντων τῇ γυ - ναικὶ περιστήσας φόβον , ἣν ἔλαβε μὲν τῆς ἐπὶ Πέρσας
τις ἐμπεσὼν ἀφείλκυσε τὸν περὶ τῶν ὄντων τῇ γυ - ναικὶ περιστήσας φόβον , ἣν ἔλαβε μὲν τῆς ἐπὶ Πέρσας
6959894 κατθεσαν
, ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν , οἵ ῥά μιν ὦκα κάτθεσαν ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι δήμῳ . Πάτροκλος δ '
ἄνακτι : ἐνδυκέως δ ' ἄρα πάντα πονησάμενοι κατὰ κόσμον κάτθεσαν ἐν κλισίῃσι δεδουπότα Πηλείωνα . Τὸν δ ' ἐσιδοῦς
6951280 Βυνης
Βύνη : ἡ Λευκοθέα , ἡ Ἰνώ , οἷον : Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης . εἴρηται παρὰ τὸ εἰς βυθὸν δύνειν
. τὸ δὲ σχῆμά ἐστιν ἐφερμηνευτικόν . τὸ ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ
6949553 ἱλαθι
: ὥδευσεν , ἐνεφιλοχώρησεν . Ἵλαοι : γράφεται ἵλαο . ἵλαθι : συγχώρησον . μενοινᾷς : προθυμεῖς . Ἄμμες :
εἴτε σε Φόρκυν ἢ Νηρῆα θύγατρες ἐπικλείους ' ἁλοσύδναι , ἵλαθι καὶ νόστοιο τέλος θυμηδὲς ὄπαζε . ” Ἦ ῥ
6947968 ὠνητος
[ ! ! ! ] λεω ? φαρμακὸν ἀγινεῖ Ἀβδήροις ὠνητὸς ἄνθρωπος καθάρσιον τῆς πόλεως , ἐπὶ πλίνθου ἑστὼς φαιᾶς
τὴν αἰθαλωτὸν καὶ κεκαυ - μένην πάτραν ὑφ ' Ἡρακλέος ὠνητὸς δὲ παρὰ τῆς καλύπτρας τῆς αὐτοῦ ἀδελφῆς Ἡσιόνης ἀιστώσας
6947447 ἀνῃρημενην
: Μελίτην μὲν εἶναι τὴν μισθωσαμένην , Λευκίππην δὲ τὴν ἀνῃρημένην . εἰ δὲ ταῦτα γέγονεν οὕτως , ἐγὼ μὲν
φόνον , εἰπάτω τίς ἐστιν ὁ μεμισθωμένος , δειξάτω τὴν ἀνῃρημένην . εἰ δὲ μήθ ' ὁ ἀποκτείνας ἐστὶ μήθ
6945977 ἀλεεινεν
πολλὸν ἐπὶ χρόνον ἀγχόθι μίμνε χηραμοῦ : ἣ δ ' ἀλέεινεν : ὃ δ ' ἐνθέμενος δόλον αἰνὸν θάμνῳ ὑπεκρύφθη
: ἐκ δὲ πάλιν κίεν ἔνδοθεν , ἄψ τ ' ἀλέεινεν εἴσω , τηΰσιοι δὲ πόδες φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα
6937044 Ῥοδογουνη
, οἷον τῆς Ἰωνίας Καλλιρόη , τοιοῦτο τῆς Ἀσίας ἡ Ῥοδογούνη . λαβοῦσαι δὲ αὐτὴν αἱ γυναῖκες ἐκόσμουν , ἑκάστη
“ ταῦτα λέγουσα ἔτι ἀπῄει . † ἐπιστᾶσα † δὲ Ῥοδογούνη , Ζωπύρου μὲν θυγάτηρ , γυνὴ δὲ Μεγαβύζου ,
6936956 συκοφαντεις
δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε , συκοφαντεῖς ; τί λόγους πλάττεις ; τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις
φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ ' οὗ
6925225 ἀλλαξῃς
καὶ προστίθησιν : „ ἐὰν δὲ „ φησί ” μὴ ἀλλάξῃς , λυτρώσῃ αὐτό ” , ὅπερ ἐστίν , ἐὰν
πᾶν διανοῖγον μήτραν ὄνου ἀλλάξεις προβάτῳ : ἐὰν δὲ μὴ ἀλλάξῃς , λυτρώσῃ αὐτό ” . τὸ γὰρ διανοῖγον μήτραν
6924739 Ἀλθαια
τῶν γάμων αὐτῆς Ἡρακλῆς πρὸς Ἀχελῷον ἐπάλαισεν . ἐγέννησε δὲ Ἀλθαία παῖδα ἐξ Οἰνέως Μελέαγρον , ὃν ἐξ Ἄρεος γεγεννῆσθαί
δὲ Εὐφορίων „ οὐ γὰρ Ἀλήσιοί ἐστε „ φησίν . Ἀλθαία , πόλις Ὀλκάδων . οἱ δὲ Ὀλκάδες ἔθνος Ἰβηρίας
6923937 Φρυνωνδα
ὑπῆρξεν . ὅθεν Ἀριστοφάνης πού φησιν : ὦ μιαρὲ καὶ Φρυνώνδα καὶ πονηρέ . Εὐρύβατοι δύο ἐγένοντο ἄμφω πονηροί ,
: καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ
6918127 παρθενιην
/ θυγατέρ ' Ἀσωποῖο καθίσσατο , καί οἱ ὄπασσεν / παρθενίην Ζεὺς αὐτὸς . . . . ὧς δὲ καὶ
, ἔνθα Σινώπην θυγατέρ ' Ἀσωποῖο καθίσσατο καί οἱ ὄπασσε παρθενίην Ζεὺς αὐτός , ὑποσχεσίῃσι δολωθείς . δὴ γὰρ ὁ
6917023 φιληθεις
. Ἦ γὰρ ὁ μισάνθρωπος , ὁ μηδ ' ἀστοῖσι φιληθείς , Τίμων : οὐδ ' Ἀΐδῃ γνήσιός εἰμι νέκυς
κροτάφων καταβάλλων , ὁ τριφίλητος Ἄδωνις , ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς . παύσασθ ' , ὦ δύστανοι , ἀνάνυτα κωτίλλοισαι
6913457 δεσποτᾳ
νάκος ; εἰπέ , Κομάτα : οὐδὲ γὰρ Εὐμάρᾳ τῷ δεσπότᾳ ἦς τοι ἐνεύδειν . τὸ Κροκύλος μοι ἔδωκε ,
ἐν μάχαις . τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν . ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ : τῷ ἐγκωμιαζομένῳ . οἷον τῷ Ἀμφιαράῳ ὑπῆρξεν ,
6912343 ἐφθονησε
ὁ μὴ φθονούμενος : τυφλὸν ἠλέης ' ἰδών τις , ἐφθόνησε δ ' οὐδὲ εἷς . , . σώφρονος γυναικὸς
κράτος δοὺς τῇ τῆς ὄψεως προσβολῇ τῆς ἑαυτοῦ θέας οὐκ ἐφθόνησε , καθ ' ὅσον οἷόν τε ἦν χωρῆσαι γενητὴν
6911730 πορσυνε
οἷον κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα . διὰ γὰρ τοῦ πόρσυνε καὶ τόδε ἀκουστέον . ἐκείνου δὲ τοῦ ἔπους μέμνηται
Πότμον : μοῖραν . ἕτερος : ἕτερος δ ' ἑτέρῳ πόρσυνε καὶ ηὐτρέπισεν ἑαυτὸν ἐδωδὴν , τουτέστι τρώγεται ὑπ '
6909570 πολυπλαγκτον
γραψάμενος σελίδας : ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ δὲ τὸν Ἰλιακὸν Δαρδανιδῶν πόλεμον . ἄξιον
γραψάμενος σελίδας . ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ δὲ τὸν Ἰλιακὸν Δαρδανιδῶν πόλεμον . θεῖος
6909013 Δοξαν
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν
6907987 Ἱπποκοωντα
τύπτοντες κατεργάζονται τὸν Οἰωνόν . τοῦτο Ἡρακλέα μάλιστα ἐξηγρίωσεν ἐς Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας : αὐτίκα δὲ ὡς ὀργῆς εἶχε
πλὰν Νέστορος : Σπάρταν / τε λαβὼν δορυάλωτον / , Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς / παῖδας φονεύσας , Τυνδάρεων [ σὺν
6906660 ἱστοδοκῃ
: ἔστι γὰρ περὶ γυναικός . . . . . ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες : Ἀρίσταρχος ἀφέντες , Ζηνόδοτος ὑφέντες
θέσαν δ ' ἐν νηῒ μελαίνῃ , ἱστὸν δ ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες καρπαλίμως , τὴν δ ' εἰς
6906330 ἐγημ
κακοῦργος ὤν . οἱ δὲ πρὸς θρόνους ἔσω μολόντες ἇς ἔγημ ' ὁ τοξότας Πάρις γυναικός , ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι
, ἀντὶ τοῦ νῦν ἢ ἀντὶ τοῦ ταχέως . Μένανδρος ἔγημ ' ἔναγχος . εἰλυμένος : κεκαλυμμένος οἷον κεκρυμμένος :
6904359 Δαρδανιας
ἕνεκεν : τὸ δ ' ἐμὸν δέμας ὤλεσεν ὤλεσε πέργαμα Δαρδανίας ὀλομένους τ ' Ἀχαιούς . ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάωι
μβʹ ∠ ʹʹγʹʹ Οὐελλανίς μθʹ μβʹ ∠ ʹʹδʹʹ καὶ τῆς Δαρδανίας δʹ πόλεις Ναϊσσός μζʹ γʹʹ μβʹ ∠ ʹʹ Ἀρριβάντιον
6904225 προσεφερεν
λαθὼν κατὰ τῆς κύλικος τῆς τελευταίας , ἣν τῇ Πανθείᾳ προσέφερεν : ἡ δὲ ἀναστᾶσα ᾤχετο εἰς τὸν θάλαμον αὑτῆς
γένεσιν προσαγάγῃ : καὶ ἄλλος μέν , φησίν , ἄλλο προσέφερεν , Ἑρμῆς δὲ τὴν ῥητορικὴν ἐχαρίσατο , καὶ ἵνα
6903433 θαμβησασα
ὤρινε θεάων . Ἥρη μὲν παράκοιτις ἀγαλλομένη Διὸς εὐνῇ ἵστατο θαμβήσασα καὶ ἤθελε ληίζεσθαι : πασάων δ ' ἅτε Κύπρις
γὰρ κράτος ἔστ ' ἐνὶ οἴκῳ . ” ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει : παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο
6899432 Πορευου
πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος . Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου , Ῥαφαήλ , καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλ : χερσὶ
τὰς ἁμαρτίας πάσας . Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους , ἐπὶ τοὺς κιβδήλους καὶ τοὺς
6894683 πολυγομφον
. ἄγριον ὑποβλέπει με : ἀγριφὴς δίκελλα : σκεῦος γεωργικὸν πολύγομφον . ἀγραδίκη : ὠφληκότων τῷ δημοσίῳ γράφουσι τὰ ὀνόματα
πολύγομφον ὅδισμα ] ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων
6891029 ἐπιστραφεισα
τοῖς ἐναντίοις . Δεῖ οὖν καθηραμένην συνεῖναι . Συνέσται δὲ ἐπιστραφεῖσα . Ἆρ ' οὖν μετὰ τὴν κάθαρσιν ἐπιστρέφεται ;
αὐτοῦ , χάριτας δὲ αὐτῷ οὐχ ὁμολογοῦσαν , ἡ ἀλώπηξ ἐπιστραφεῖσα ἔφη : ” ὦ οὗτος , ἀλλ ' ἔγωγε
6882086 νισεται
πέλει βίος ἀνθρώποισι : τοὔνεκ ' ἄρ ' ἀσφαλέως οὐ νίσεται , ἀλλὰ πόδεσσι πυκνὰ ποτιπταίει : τρέπεται δέ οἱ
, γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις , ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κˈλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν : ἔνθα νιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο
6881137 ποιμνιον
τῇ διανοίᾳ τὸν ἀδελφὸν νῦν μὲν τὸ τῶν νέων βόσκοντα ποίμνιον , νῦν δὲ συλλέγοντα πρὸς ἀκρόασιν τὰ τέλη τῶν
, ἐκ γῆς καὶ θαλάσσης . ποιμανόριον δὲ τὸ ἀνδρικὸν ποίμνιον , παρὰ τὸ ποιμαίνω . σημαίνει δὲ τὸ στράτευμα
6878142 παροχος
παραπλέκεται τὰς τρίχας . πάραντα : πλάγια , ἑτεροκλινῆ . πάροχος : ὁ παροχούμενος ἐκ τρίτων τῷ νυμφίῳ καὶ τῇ
ἡ νύμφη , ἑκατέρωθεν δὲ ὅ τε νυμφίος καὶ ὁ πάροχος . οὗτος δέ ἐστι φίλος ἢ συγγενὴς ὁ μάλιστα
6876094 ἀμφιθυρον
, ἔναυλον ἢ θυραῖον ; Οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ ' ἀμφίθυρον πετρίνης κοίτης . Ποῦ γὰρ ὁ τλάμων αὐτὸς ἄπεστιν
, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἑτέρων , οἷον ἀμφίθυρον τρίκλινον , ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις
6874744 ματευων
ἔχειν τὸν χρησμόν : Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν ἄλλα ματεύων οὔδ ' ἅλα θηρεύσεις : δῶρον δ ' ὅ
τὸν δὲ ἀντειπεῖν : Μύσκελλε βραχύνωτε , πάρεκ θεὸν ἄλλο ματεύων , κλάσματα θηρεύεις : δῶρον δ ' ὅ ,
6873967 ὀλομενον
αἱμάτων ; τάλαιν ' ἐγὼ τάλαινα , πότερον ἄρα νέκυν ὀλόμενον ἀχήσω ; φεῦ δᾶ φεῦ δᾶ , δίδυμοι θῆρες
ἄστυ καὶ καλλίβωλον Ἴδας ὄρος ἱερόν , ὥς ς ' ὀλόμενον στένω [ ἁρμάτειον ἁρμάτειον μέλος ] βαρβάρωι βοᾶι †
6871299 τραγῳδος
φεύγειν θλιβομένους περὶ ἀλλήλοις καὶ πατουμένους . ὡς δὲ ὁ τραγῳδὸς ἰδίᾳ τοὺς πρώτους αὐτῶν ἀπολαβὼν τήν τε τοῦ προσωπείου
. φορὰ γὰρ γέγονε νῦν τούτου καλή . . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν
6870009 θεραπαινιδα
εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν , πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ
Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν θεραπαινίδα τετιμήκαμεν , οὐκ ἀποδώσομεν δὲ τὴν χάριν τῇ Ἀφροδίτῃ
6867528 κειρας
ξυράμενος τεσσάρων δηναρίων ἔμπλαστρα ἔλαβες . Ἀφυὴς μαθητὴς κακῶς τινα κείρας καὶ παρωνυχίδας ποιήσας καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ ὀνυχιζομένου
ὑπήντησε μαχουμένη περὶ τῆς γῆς , ἀλλ ' ἀδεῶς αὐτὴν κείρας , ἐπειδὴ καθῆκεν ὁ χρόνος τῶν ἀρχαιρεσίων , ἀπῆγε
6866630 κακουχιᾳ
κακουχίᾳ ] κακώσει , καποποιήσει . κακουχίᾳ ] κακώσει . κακουχίᾳ ] τῇ πορθήσει . κακουχίᾳ ] ὀλέθρῳ . θ
προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο : οὐδ ' ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας . ἦ δῆτ
6856041 Λακαιναν
ἄπαιδ ' . ἀπωλόμην , φίλαι . [ ὣς τὴν Λάκαιναν σύγγονον Διοσκόροιν Ἑλένην ἴδοιμι : διὰ καλῶν γὰρ ὀμμάτων
φάρεα πορφύρεα , δῶρα Κλυταιμήστραι , προσεῖπεν δ ' Ὀρέστας Λάκαιναν κόραν : Ὦ Διὸς παῖ , θὲς ἴχνος πέδωι
6853882 Τοθι
. ἡ διὰ ψηφίσματος τοῖς νικῶσι γινομένη στήλη . . Τόθι , ἤγουν ὅπου , ἐν τῇ Ῥόδῳ δηλονότι ,
. . . . . . . . . . Τόθι κῶας ὄφις εἴρυτο δοκεύων Πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν
6852104 φορεεσκεν
φέρων τὸ κάλυμμα τραπέζης , ζώνην θ ' , ἣν φορέεσκεν ἀγαλλομένη περὶ δειρήν , εἰς λέχος ἥνικ ' ἔβαινε
ἐρεμνὴν δίπτυχα λώπην αὐτῇσιν περόνῃσι καλαύροπά τε τρηχεῖαν κάββαλε τὴν φορέεσκεν ὀριτρεφέος κοτίνοιο . αὐτίκα δ ' ἐγγύθι χῶρον ἑαδότα
6851757 εὐρειαις
ταῖς στεναῖς ἀρτηρίαις ὀξυτέραν τὴν φωνήν , ἐπὶ δὲ ταῖς εὐρείαις βαρυτέραν γίνεσθαι συμβαίνει : κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον
τῷ τρήματι κοιλίαν ἔνδον οὐ σμικράν . ἐπειδὰν μὲν οὖν εὐρείαις ὁδοῖς ὁ ἀὴρ χρώμενος εἰσίῃ τε εἰς ζῷον ἐξίῃ
6847912 Λεανδρῳ
ἐθέλουσα , τόσην δ ' ἀνενείκατο φωνὴν θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ : Ξεῖνε , τί μαργαίνεις ; τί με ,
, ὅπῃ ποτὲ Σηστιὰς Ἡρὼ ἵστατο λύχνον ἔχουσα καὶ ἡγεμόνευε Λεάνδρῳ : δίζεο δ ' ἀρχαίης ἁλιηχέα πορθμὸν Ἀβύδου εἰσέτι
6844346 Μεγαπενθης
οὐκ οἶος , ἅμα τῷ γ ' Ἑλένη κίε καὶ Μεγαπένθης . ἀλλ ' ὅτε δή ῥ ' ἵκαν '
πόλει ἐν τῇ γεννήσει αὐτοῦ , ἐπέθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μεγαπένθης . Ἐνοσίχθων : ὁ σείων τὴν γῆν . αὐτὸν
6841947 ἀντομενη
ἑξῆς : ἡ δὲ ἐπειρύσασα παρειὰς κύσε ποτισχομένη , καὶ ἀντομένη ἀγανοῖς μύθοις ἀμείβετο μειδιόωσα . ποτισχομένη : περιλαβοῦσα .
φάτο , φώνησέν τε . , : ἡ δέ μοι ἀντομένη . , ἔπεα πτερόεντα προσηύδα , ἔπεα πτερόεντ '
6839142 γεραιας
καλλίνικον ] βοάσω μέλος ἵνα ? λαβόμενος ἔργον ] ? γεραιᾶς χερὸς Λίβυος ! ! αεντος ? λωτοῦ ] κιθάριδος
πέρσας ' Ἀτρειδῶν , ὧν ἀπωλόμεσθ ' ὕπο . Ἑκάβης γεραιᾶς φύλακες , οὐ δεδόρκατε δέσποιναν ὡς ἄναυδος ἐκτάδην πίτνει
6838861 ἐρεχθων
δὲ Ἀπίων κάκωσις , ἀπὸ τοῦ εἰσδύνειν τὰ κακά . ἐρέχθων ε . . . = . , : ἐρέχθων
καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων [ δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων ] πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων .
6836377 κινεει
δὲ ἀναζέϲῃ γεύμαϲι , ἐπίπροϲθεν τῶν ἐδεϲτῶν τὴν γλῶϲϲαν ἥδε κινέει . ἤν τε ὦν πικρὸν ἔῃ ϲιτίον , πικρῶν
σώματος . Γλῶσσαν δὲ μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε : οὐδὲ κινέει τὴν κάτω γνάθον , ἀλλὰ καὶ τοῦτο μοῦνον θηρίων
6833025 ἀμπυκι
τι θεῶν δαίδαλμα , τέτυκται , ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι : πὰρ δέ οἱ ἄνδρες καλὸν ἐθειράζοντες ἀμοιβαδὶς ἄλλοθεν
γυνὴ εἶναι . τὸ δὲ τὶ πρὸς τὸ δαίδαλμα . ἄμπυκι : τῷ συνδέοντι τὰς τρίχας , ἀπὸ τοῦ ἀμπέχειν
6829317 παραγενου
βασιλεύουσα τῶν Ἀθηνῶν . δεῦρ ' ἀφίκου : ἐλθὲ καὶ παραγενοῦ : ἐπικαλεῖται δὲ τὴν θεὸν μετὰ τῆς Νίκης εὐμενῆ
οὖν ἄγοντός μου σχολὴν ὧν οἳ πλεῖστοι ἕνεκεν ἀσχολοῦνται , παραγενοῦ πρός με , εἴ τινά μου χρείαν ἔχεις .
6828084 ἐκτραπεις
καὶ τὴν φάραγγα τὴν Γαραμαντικὴν , ἀφ ' οὗ ὁ ἐκτραπεὶς ποταμὸς ἐπέχει κατὰ θέσιν μοίρας . . . .
οὐκ ἐκβληθεὶς ἀπὸ γῆς ἀποκέκρυψαι τὸν ὄντα , ἀλλ ' ἐκτραπεὶς αὐτὸν εἰς γῆν καταπέφευγας , τὸ θνητὸν χωρίον .
6824606 Υἱος
φρενός . Δίκας γραφόμενος πρὸς γονεῖς μαίνει , τάλαν . Υἱὸς δ ' ἀμείνων ἐστὶν εὐνοίᾳ πατρός . Ἡδύ γ
ἔνθεν ἀυτὴν ἀγχεμάχων ἀνδρῶν : κύδαινε δὲ πολλὸν Ἀχαιούς . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἔχεν πολὺ φέρτατον ἄλλων
6821585 Τρεφεται
ἀνέσει δὲ καὶ παιδιᾷ πλείστῃ χρώμενον ἐν ταῖς εἰρήναις . Τρέφεται δ ' ἐκ τοῦ βασιλικοῦ πᾶν τὸ πλῆθος τῶν
: βέλτιον δέ , εἰ ἑκάστη τρέφει τὰ ἴδια . Τρέφεται δὲ τὸ ζῶον τοῦτο μάλιστα βαλάνοις . πιαίνεται δὲ
6820865 Λιβυκης
καὶ ἀναρίθμητοί εἰσιν , αἱ μὲν ἐπὶ ταῖς προχοαῖς τῆς Λιβυκῆς θαλάσσης , αἱ δὲ ἐπὶ τῆς Ἀσίας , αἱ
ἡ τῶν Λιβοφοινίκων γῆ μέχρι τῆς τῶν Γαιτούλων ὀρεινῆς ἤδη Λιβυκῆς οὔσης . ἡ δ ' ὑπὲρ τῶν Γαιτούλων ἐστὶν
6819709 ἀσχαλοωντι
. ” Ὧς φάτο δακρυόεις , σὺν δ ' ἔννεπον ἀσχαλόωντι ὅσσοι ἔσαν νηῶν δεδαημένοι . ἐν δ ' ἄρα
δ ' ἀέκοντα θύραζε πέμπω , ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι . ” Ὧς φάτ ' Ἀγηνορίδης : ὁ δ
6816331 κἀνταυθ
ἐμβαλῶ . ἦ μὲν τύραννος κἀς τύρανν ' ἐγημάμην , κἀνταῦθ ' ἀριστεύοντ ' ἐγεινάμην τέκνα , οὐκ ἀριθμὸν ἄλλως
πρότερον . οὐ μὴν ἀλλ ' ἔγωγε βουλοίμην ἂν ὥσπερ κἀνταῦθ ' ὑμῖν ἔχειν ἡγοῦμαι χαρίσασθαι τῷ τι καὶ πλεῖον
6813235 Δικαιοπολι
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων
6810340 δημιος
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ
6810299 παλαμᾳ
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων , μακˈρὰ δὲ ῥ̄ίψαις ἀμεύσασθ ' ἀντίους .
εἰ δὲ χάρις τοῖς ποιήμασιν ἐπακολουθήσει , ἀγνοεῖ . μοιριδίῳ παλάμᾳ : δαιμονίᾳ μηχανῇ καὶ τέχνῃ . Χαρίτων κᾶπον :
6808893 προσπτυξατο
ἀπηύρα νῆα μέλαιναν , ἦε ἑκών οἱ δῶκας , ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων
δεῖπνον . ἐπιίστορας : μάρτυρας . ὀνοτήν : μεμπτήν . προσπτύξατο : περιέλαβε . παρὲκ νόον Αἰήταο : μὴ βουλομένου
6805418 καλλοσυνας
] βαρβάρωι βοᾶι † διὰ τὸ τᾶς ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον καλλοσύνας † Λήδας σκύμνον Δυσελέναν Δυσελέναν , ξεστῶν περγάμων τῶν
ἑξῆς τοῦ ῥητοῦ τὸ διὰ τὸ τῆς ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον καλλοσύνας Λήδας . ὄμμα δὲ λέγει ἀπὸ τοῦ εὐπρεπεστάτου μάλιστα
6803524 ἀφανισας
ἐπαιρομένων . πολυαρίθμων . ὤλεσας : Ἰωνικῶς μικρὸν . * ἀφανίσας . τὴν πόλιν . πόλιν . τῶν . καὶ
ὃς ὀνομάζεται ἔτι νῦν ἱέραξ , καὶ τὸ ἦθος ἤλλαξεν ἀφανίσας : μέγιστα γὰρ ὑπ ' ἀνθρώπων φιληθέντα πλεῖστον αὐτὸν
6802006 ταφωι
ὑπολαβόντα φῆσαι τὸν Δημόκριτον , εἰ τριῶν ἀπενθήτων ὀνόματα τῶι τάφωι τῆς γυναικὸς ἐπιγράψειεν , εὐθὺς αὐτὴν ἀναβιώσεσθαι τῶι τῆς
δέμας ; δοῦναι κελεύσω πορθμίδ ' , ἧι καθήσομεν κόσμον τάφωι σῶι πελαγίους ἐς ἀγκάλας . ὡς εὖ τόδ '
6801322 βαρβαρωι
τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ '
' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς
6798492 ἀμπεχομενη
τε γὰρ αὐτόθεν ἰδόντι δήλη τὴν ὁμόγνιον ποιηταί φασι πανοπλίαν ἀμπεχομένη καὶ γλαυκὸν ὑπὸ τῆς κόρυθος ὁρῶσα ξὺν ἀρρενωπῷ τε
καὶ ὤφθη Καλλιρόη μὲν ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης ἀνακειμένη , Τυρίαν ἀμπεχομένη πορφύραν , Χαιρέας δὲ αὐτῇ παρακαθήμενος , σχῆμα ἔχων
6796186 πνιγι
διαίτηϲ . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ ἐνδείῃ μοῦνον , ἀλλὰ καὶ πνιγί : ἢν δ ' ὑπὸ πλήθεοϲ γίγνηται ϲυγκοπὴ καὶ
τὴν πρώτην συναίσθησιν , ἢ καὶ ἤδη κατειλημμένης τῇ ὑστερικῇ πνιγί , διαδέσμοις τὰ ἄκρα χρὴ καταλαμβάνειν καὶ τρίβειν ἰγνύας
6796082 Μινυαισι
' οἳ δ ' ἐλάτῃσιν : ἐν δ ' ἔπεσαν Μινύαισι κατὰ σκοτόεσσαν ὁμίχλην . Οὕς τοι ἐπειγομένους κτεῖνεν Διὸς
' αὐδὴν κατερήτυεν : ἐν δ ' ἄρα θυμός παχνώθη Μινύαισι διαμπερὲς , εἴτ ' ἄρ ' ἔμελλον σχήσειν λυγρὸν
6791006 λεαινης
? ? ⌊ νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . ἴση λεαίνης ⌊ ⌋ καὶ ⌊ γυναικὸς ὠμότης . ἴσχυε σοφίᾳ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους . Ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης . Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ νόσῳ νόσος
6790969 προσποιου
σε σκαιὰν ἐποίησέ σου τὴν ἄσκησιν : τιμῶν καπνούς : προσποιοῦ ἔνθεος εἶναι : τέθνηκεν ἥδε : εἰ δὲ νομίζεις
προσποιοῦ μὴ ἀκούειν . ἀκούους ' ] κἂν ἀκούῃς , προσποιοῦ μὴ ἀκούειν . ἐμφανῶς ] φανερῶς . θΞ ἄκου
6790581 θοαν
οἰκτίσαι . Ἰὼ κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός , ἃ τότε θοὰν νύμφαν ἄγαγες ἀπ ' αἰπεινᾶς τάνδ ' Οἰχαλίας αἰχμᾷ
καὶ φίλοι προδόται . οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται πιτνάντες θοὰν κλίμακ ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν * * * ἀλλαλοφόνους
6790133 χειροτονουμενος
ἀμφικτυονικὰ δόγματα . Προβληθεὶς Πυλαγόρας οὗτος . Πυλαγόρας : ὁ χειροτονούμενος ὑπὸ τῆς πόλεως ἐν τῇ Πυλαίᾳ δημηγορῆσαι . Πυλαία
δὲ ὁ Ἆπις ἐξ ἀγέλης θεός , ἐπὶ τῷ προτέρῳ χειροτονούμενος ὡς πολὺ καλλίων καὶ σεμνότερος τῶν ἰδιωτῶν Βοῶν .
6789623 φλοιδουμενος
γνάθοις Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων . ἔμπνους δὲ δαιτρὸς ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας
ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν .
6789521 ἡμην
: ἐμῷ δ ' οὐχ ἥνδανε θυμῷ , ἀλλ ' ἥμην ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . Κίρκη
τῆς θέας , ὅδ ' ἂν λέγοι : ἐγὼ γὰρ ἥμην ἐκπεπληγμένη φόβῳ μή μοι τὸ κάλλος ἄλγος ἐξεύροι ποτέ
6789512 συνεξηλθε
μητρὸς πράξεις ἐπὶ τοῦ βήματος ; ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ , συνεξῆλθέ σοι τῆς οἰκίας , καὶ διὰ σὲ τὴν κοινὴν
μητρὸς πράξεις ἐπὶ τοῦ βήματος ; ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ , συνεξῆλθέ σοι τῆς οἰκίας , καὶ διὰ σὲ τὴν κοινὴν
6785422 δακρυοεσσα
. Ὕστατα δὴ τάδ ' ἔειπε φίλαν ποτὶ ματέρα Γοργὼ δακρυόεσσα δέρας χερσὶν ἐφαπτομένα : „ Αὖθι μένοις παρὰ πατρί
' ἄρα τῇ γε ἁλώμεναι αἴσιμον ἦεν : ὣς ἣ δακρυόεσσα φύγεν , λίπε δ ' αὐτόθι τόξα . Λητὼ
6784691 ἐπαινην
πάντας ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα
ὑπακούουσιν , καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους :
6782712 ἀρκεσθητι
δὲ τῇ κατὰ πόλεμον συντυχίᾳ . οὐκοῦν , φησὶν , ἀρκέσθητι τῷ θανάτῳ , ὃν ἔτυχεν αὐτὸν ἐν τῷ πολέμῳ
: ἐὰν ἐπιζητήσῃς σύμβουλον , τῷ ἰατρῷ πρὸς τὴν σκέψιν ἀρκέσθητι : ἂν ἀνδρὸς δεηθῇς , τοῦτον σύνοικον ἑλέσθαι θέλησον

Back