] πρότερον ἄλλων ] θεῶν δηλονότι δαμέντ ' ] κολασθέντα ἀκαμαντοδέτοις ] μεγάλαις , ἰσχυραῖς † οὐ χρὴ λέγειν ἐνταῦθα
ἄλλων ] πρότερον . . δαμέντ ' ] κολασθέντα . ἀκαμαντοδέτοις ] μεγάλαις καὶ ἰσχυραῖς . . Τιτᾶνα ] τὸν
8098662 Τιτανα
φησὶ , πρὸ σοῦ ἢ πρὸ τῶν ἄλλων θεῶν τὸν Τιτᾶνα Ἄτλαντα εἶδον δαμασθέντα ἐν πόνοις , ἐν λύμαις καὶ
ἐλέγοντο πάντες ὅσοι ἐξ Οὐρανοῦ καὶ Γῆς ἐγεννήθησαν . : Τιτᾶνα ] Τὸν καταχθόνιον δαίμονα πρὸς τὸν Τυφῶνα . :
6376009 λυμαις
] προσηλούμενον καὶ ξηραινόμενον . ξηραινόμενον καὶ προσταλαιπωροῦν . . λύμαις ] βλάβαις , κολάσεσι . . οἰακονόμοι ] ἄρχοντες
ἂν ἑκὼν αὐτοὺς λύσῃ , πλείοσι καὶ μείζοσιν ἐμπεσοῦνται τότε λύμαις . διὸ πάντας εὐλαβουμένους τὴν τῶν κυρίων ἀνάτασιν φοβεῖσθαι
5519993 μεγαν
τε . τὸ δὲ πῦρ μεθερμηνευόμενον Ἥφαιστον ὀνομάσαι , νομίσαντας μέγαν εἶναι θεὸν καὶ πολλὰ συμβάλλεσθαι πᾶσιν εἰς γένεσίν τε
τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸ ἐπιθυμητικόν τε καὶ φιλοχρήματον ἐγκαθίζειν καὶ μέγαν βασιλέα ποιεῖν ἐν ἑαυτῷ , τιάρας τε καὶ στρεπτοὺς
5518586 ἐποχον
; οὐ μὴ παρ ' ὄχλωι τάδε γηρύσηι , μανίας ἔποχον ῥίπτουσα λόγον ; πέμπετέ μ ' εἰς ὄρος :
ἐν ᾠδῇ κόμῃ τε χρυσῇ καὶ λύρᾳ κοσμήσαντες , κύκνοις ἔποχον εἰς Ἑλικῶνα πέμπουσι , Μούσαις Χάρισί τε ὁμοῦ συγχορεύσοντα
5468291 κατεκλυσε
πῦρ παρανάλωσεν ἢ ὕδωρ ἀναδοθὲν ἢ νεφελόθεν ῥαγὲν συνεκάλυψε καὶ κατέκλυσε : τοῦτο γὰρ ἀνεκτότερον , ἐπεὶ τοί γε βέλτιον
γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι πόντου . τὸ δὲ
5417419 ἀκοιμητον
ἄλλους πεντακοσίους βαθμούς , καὶ ἴδον ἐκεῖ τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητον καὶ πῦρ κατακαῖον τοὺς ἁμαρτωλούς . καὶ κατήγαγόν με
ἔστι περίβολος καὶ δένδρα ἱερὰ καὶ πῦρ ἄσβεστόν τε καὶ ἀκοίμητον . εἰσὶ δὲ κύνες περί τε τὸν νεὼν καὶ
5358247 ὀλεθριοις
ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις , ἰσχυροῖς , φονευτικοῖς . ἀμυνέμεναι : εἰς τὸ
στρατηγὸν ἑαυτῶν κατέστησαν , πορφύρᾳ τε καὶ πυρὶ προπομπεύοντι , ὀλεθρίοις τιμαῖς , ἐκόσμησαν , ἐπί τε τὴν ἀρχὴν ἦγον
5224781 εἱλισσων
μάρψας ἡνία θῆκεν ἐς ἰσχία καὶ μέσα νώτων καὶ σθένος εἱλίσσων πεφορημένος αὖτις ὀπίσσω κλινομένων μελέων ἐβιάζετο θυιάδας ἵππους καὶ
' ἐσορῶσα : ὃ καὶ κρεῖττον . . κοινὸν φάος εἱλίσσων ] ὁ φωτίζων , συστρέφων , κινῶν . .
5213749 παρεστωσιν
χειρός . τὸ δὲ καὶ συμμαχία θόρυβον , καὶ τοῖς παρεστῶσιν αὐτοῖς συμμάχοις ἔκπληξιν καὶ τάραχον ἐκίνησε μέγαν διὰ τὸ
ἐν δόμοις : ἐπεὶ δ ' ἐγὼ φυλακὰς ἀνῆκα τοῖς παρεστῶσιν κακοῖς , βέβηκεν . ἀλλὰ τῆιδέ νιν δοξάζομεν μάλιστ
5177764 ἠῳον
τῇ ἀνατολῇ ἀνατέλλει τοῖς ἀνθρώποις τὸ πρὸς ἕω μέρος , ἠῷον καὶ Ἰνδικὸν καλεῖται τὸ κῦμα ἐκεῖνο τῆς θαλάσσης ,
παχύνεται ἐν νεφέλῃσιν : αὐτὰρ ὅθι πρώτιστα φαείνεται ἀνθρώποισιν , ἠῷον καλέουσι καὶ Ἰνδικὸν οἶδμα θαλάσσης : ἄγχι δ '
5174539 ἀλεξικακον
περικεκαυμένος στάχυς . Ἐφέσια γράμματα : φωναὶ φυσικὸν ἐμπεριέχουσαι νοῦν ἀλεξίκακον , ἃς καὶ Κροῖσος ἐπὶ πυρᾶς εἶπεν . [
ἐνεόφρων . οἶνος γὰρ πυρὶ ἶσον ἐπιχθονίοισιν ὄνειαρ ἐσθλόν , ἀλεξίκακον , πάσης συνοπηδὸν ἀοιδῆς . ἐν μὲν γὰρ θαλίης
5072096 ὑψουμενον
Ἄγγελος ἄλλος ἔην γαιηόχος ἐγγὺς ὁδεύων , γαίης κέντρον ἔχων ὑψούμενον ἠέρι μέσσωι συμφυέων ἀνέμων ταναῶι φυσήτορι ῥοίζωι . αὐτὰρ
, καὶ ἰκμαλέης στατὸν ἅλμης τεμνομένου ῥοθίοιο διασχίζων κενεῶνα ἀκροκελαινιόων ὑψούμενον ἔδρακε φέγγος , ταῦρον ὁμοῦ καὶ κῆτος ἔχων ἡγήτορας
5043030 δυστυχεστατον
συνελεύσεσι . κράζε , φώνει . φώνει . δυστυχῆ . δυστυχέστατον . δυσθρήνητον . θρηνητικὴν . πολεμικοῖς . πολεμίοις .
' ἔχω τί φῶ . ἔγνως ἄρ ' ὀρθῶς ἄνδρα δυστυχέστατον . ὦ χρόνιος ἐλθὼν σῆς δάμαρτος ἐς χέρας .
5007895 Μονον
κυμβαλίζοντες , ἢ τὰς χεῖρας εὐρύθμως κροτοῦντες , συνάγουσι . Μόνον δὲ τοῦτο τὸ ζῶον ἐπιζητεῖ ἡγεμόνα τὸν ἐπιμελησόμενον τῶν
δέ τινος , τίς αὐτῷ ὅρος εὐδαιμονίας εἶναι δοκεῖ , Μόνον εὐδαίμονα , ἔφη , τὸν ἐλεύθερον : ἐκείνου δὲ
5003552 λαβροις
ἐν πυρὶ τὴν χθόνα θάλπει . Ἀρχαῖς γὰρ τρισὶ ταῖσδε λάβροις δουλεύει ἅπαντα . . . . κρηνήϊος ἀρχή .
ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῦς μελῶν ἔστιν εὑρεῖν ἀμφὶ λάβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσεν : καὶ φασὶν εἶναι ταῦτα σινδόνια
5000476 λαμπροτατον
πράττοντας εὐεργετεῖν καὶ βασιλικοῦ πλούτου τοῦτ ' ἀνάθημα καὶ κατασκεύασμα λαμπρότατον . μαθὼν δὲ τὴν ἐμὴν προαίρεσιν , Φαβρίκιε ,
ἀποστρόφων πατρὸς ἐνδόξου δείκνυσιν εὐθὺς τὸν γεννηθέντα καὶ τοῦτον μὲν λαμπρότατον τῆς τύχης καὶ τὸν βίον μέχρι θανάτου τοῦ δεινοῦ
4962071 κραδαινεσθαι
μᾶλλον ἢ ἐκεῖσε ῥέψειεν ἄν : διὰ τοῦτο μόνον μὲν κραδαίνεσθαι μὴ κινεῖσθαι δέ . Ἀναξιμένης διὰ τὸ πλάτος ἐποχεῖσθαι
χερσὶν ἀβουλήτοις ἀνιᾶσθαι ἢ ἐπὶ τοῖς μέλλουσι ταραχῇ καὶ φόβῳ κραδαίνεσθαι : ἄλυπος δὲ καὶ ἄφοβος καὶ παντὸς πάθους ἀμέτοχος
4958532 ἐξαπατησε
αὐτὸν λυπούμενον τὴν λύπην ἑαυτῷ ἐπισπᾶται 〛 . ὅττι μιν ἐξαπάτησε Προμηθεύς : 〚 ἐνταῦθα δὲ λέγει τὸν ἐπὶ τοῦ
Ἀσώπης † ἢ Κλυμένης ἢ Θέμιδος . ⌊ ὅττι μιν ἐξαπάτησε ⌋ Προμηθεύς : ἀπάτην οὖν ἐνταῦθα λέγει ὁ Ἡσίοδος
4956130 νωτοις
δοκοῦσιν οὐρανῷ συνημμένην . ἐντεῦθεν οὖν Ἕλλησιν ἡ μυθουργία Ἄτλαντα νώτοις εἰσαεὶ πόλον φέρειν . . : πόλον ] Πόλος
. συνέφυσε δ ' ἡ φύσις αὐτὴν τοῖς τῶν γλουτίων νώτοις συνδέσμοις , οὓς οἱ περὶ τὰς ἀνατομὰς δεινοὶ τένοντας
4949184 στειχοντ
ὑστάτην ὁδόν . καὶ μὴν ὁρῶ σὸν πατέρα γηραιῶι ποδὶ στείχοντ ' , ὀπαδούς τ ' ἐν χεροῖν δάμαρτι σῆι
λαμβάνεσθ ' ἐμῶν πέπλων : ὁρῶ κήρυκα τόνδ ' Εὐρυσθέως στείχοντ ' ἐφ ' ἡμᾶς , οὗ διωκόμεσθ ' ὕπο
4948549 τοξοτην
ζυγὸν δ ' Ἀφροδίτης , σκορπίον δ ' Ἄρεος , τοξότην Διός , αἰγόκερων Κρόνου : ἀπὸ δ ' αἰγόκερω
δὲ λέγουσιν εἶναι ζῴδια διδύμους τε καὶ τὸν διαμετροῦντα τούτους τοξότην , παρθένον τε καὶ ἰχθύας , οὐ δίσωμα δὲ
4941132 ἰαψειν
] εἰκονισμένον . . δαροβίοις ] τοῖς ἀϊδίοις . . ἰάψειν ] ῥίψειν : φονευθεὶς γὰρ πεσεῖται . . Βορραίαις
εἴκασμα βροτοῖς τε καὶ δαροβίοισι θεοῖσιν , πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν . οὕτως γένοιτο . τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω
4927982 οὐρανων
γιγάντων τοῖς πρηστῆρσι καταφλέξαντα , ὃν ὑμνεῖ ὁ οὐρανὸς τῶν οὐρανῶν , ὃν ὑμνοῦσι τὰ πτερυγώματα τοῦ χερουβίμ . ὁρκίζω
ζωῆς μου , ὅτι σὲ ὑμνεῖ πᾶσα ἡ δύναμις τῶν οὐρανῶν καὶ σοῦ ἐστιν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας :
4922073 Ἀτλαντα
ὀνομάσαι καὶ τὸ μέγιστον τῶν κατὰ τὴν χώραν ὀρῶν ὁμοίως Ἄτλαντα προσαγορεῦσαι . φασὶ δ ' αὐτὸν τὰ περὶ τὴν
, Πήγασον , Λαιστρυγόνας , Κέρβερον , Γλαῦκον θαλάττιον , Ἄτλαντα , Πρωτέα , Νηρέα , Νηρεΐδας , τοὺς παῖδας
4905512 Μνευιν
, τὸ ἱερὸν ἔχουσα τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν βοῦν τὸν Μνεῦιν ἐν σηκῷ τινι τρεφόμενον , ὃς παρ ' αὐτοῖς
τὸν Ἆπιν τὸν ἐν Μέμφει [ ποικίλον ] καὶ τὸν Μνεῦιν τὸν ἐν Ἡλιουπόλει καὶ τὰ περὶ τὸν τράγον τὸν
4895158 κελαδησω
ἐπὶ σοῖς μελάθροις κύκνος ὣς γέρων ἀοιδὸς πολιᾶν ἐκ γενύων κελαδήσω : τὸ γὰρ εὖ τοῖς ὕμνοισιν ὑπάρχει . Διὸς
τοὺς Ἐπιζεφυρίους Λοκροὺς φροντίδος ἀξιῶν διὰ σέ . κόσμον ἁδυμελῆ κελαδήσω : κελαδήσω τὸν ὕμνον σου τῆς νίκης τῶν Ἐπιζεφυρίων
4881730 Εὐφρονα
αὐτοῖς δοκοίη : οἱ δ ' αἱροῦνται αὐτόν τε τὸν Εὔφρονα καὶ Ἱππόδαμον καὶ Κλέανδρον καὶ Ἀκρίσιον καὶ Λύσανδρον .
ὥσπερ εἰκός : οἱ δὲ περὶ τὸν Θηβαῖον καὶ τὸν Εὔφρονα περιεώρων ταῦτα , ὥσπερ ἐπὶ θέαν περιδεδραμηκότες . τούτων
4871741 ἑλοντα
ἔτι καὶ νῦν Ἀπόλλωνι Φενεᾶται καὶ Ἀρτέμιδι θύουσιν , Ἡρακλέα ἑλόντα Ἦλιν τὸ ἱερὸν λέγοντες ποιῆσαι . ἔστι δὲ αὐτόθι
Θέτις : τὸν γάρ ῥα φόνῳ ἔπι Πρωτεσιλάου πολλῶν θυμὸν ἑλόντα κατέκτανε Πηλέος υἱὸς πρῶτον ἀριστήων , Τρῶας δ '
4862526 ἀκαματον
ἡμᾶς διεγείρων . καὶ ὁ ἥλιος δὲ ἀλέκτωρ λέγεται : ἀκάματον γὰρ αὐτὸν λέγει Ὅμηρος , ἐπεὶ ἀγρύπνως τὸν συνήθη
⌈ καὶ ἡγεμόνα τοῦ οὐρανοῦ ⌈ τὸν ἥλιον καλεῖν . ἀκάματον ] ἀκαταπόνητον . , ἀκαταπαύστως . , τὸ ἀκατάπαυστον
4861995 ἡγητηρα
ἡμῖν τε κτήνη ὑπέταξεν πάντα βροτοῖσιν , πάντων δ ' ἡγητῆρα κατέστησεν θεότευκτον , ἀνδρὶ δ ' ὑπαίταξεν παμποίκιλα κοὐ
ἀπὸ κοινοῦ . εἰναλίων : θαλασσίων , ἀπὸ ζώων . ἡγητῆρα : ἀρχηγὸν , τὸν ἄρχοντα τῶν ἰχθύων , ἡγεμόνα
4850815 νικωντα
Ἕρμαια : τὸ δὲ ἆθλον ἦν χλαῖνα : ἔγνω αὐτὸν νικῶντα ἑξάκις . καὶ ἐν τοῖς Μεγάροις οὐχ ἕτερον ὄνομα
τοῖς νικῶσιν ἐν τῇ τοῦ Λυκαίου Διὸς πανηγύρει . * νικῶντα τὸν Διαγόραν . * ἔγνω αὐτὸν νικῶντα ὁ ἐν
4839556 καταχαλκον
ἀμφὶ βραχίονα κουφίζων . ἢ καὶ ἀπὸ τῶν ἄλλων ὅπλων κατάχαλκόν φησι τὸ πεδίον , θωράκων τε καὶ κνημίδων καὶ
εἴ τις ἐν ἡλίῳ κινήσειεν αὐτόν . πῶς δὲ ἐνθάδε κατάχαλκόν φησι τὸ πεδίον , ἐν δὲ τοῖς ἑξῆς φησι
4831657 μειλιγμα
. . . κεῖται , γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος , Χρυσηίδων μείλιγμα τῶν ὑπ ' Ἰλίῳ : ἥ τ ' αἰχμάλωτος
καὶ οἱ Ἀλεξανδρεῖς : καὶ μορέης , ἣ παισὶ πέλει μείλιγμα νέοισι , πρῶτον ἀπαγγέλλουσα βροτοῖς ἡδεῖαν ὀπώρην . Φαινίας
4824261 Τυφωνα
θεὰς τῶν Εὐμενίδων . . . . : [ ἐπιθέσθαι Τυφῶνα εἰρήκασι ] [ τῆι βασιλείαι ] Διός , [
Ὀσίριος παῖδα , τὸν Ἀπόλλωνα Ἕλληνες ὀνομάζουσι : τοῦτον καταπαύσαντα Τυφῶνα βασιλεῦσαι ὕστατον Αἰγύπτου . Ὄσιρις δέ ἐστι Διόνυσος κατὰ
4823347 ὀργιοις
φοιτήσαντα τὸν ἐκ Θηβῶν ἐκεῖνον θύρσου τε ἅψασθαι καὶ δοῦναι ὀργίοις , εἰπόντα δέ , ὡς εἴη Διὸς καὶ τῷ
ἀνά τε νηῦς ἁλιπόρους ᾄδεται , πολυτρόποις ἓν τέλος ἐν ὀργίοις : ἁ βαθύκερως Ἶσις ἅτ ' ἔαρος ἅτε θέρεος
4817037 κεκοσμημενον
τὴν μὲν αἰτίαν , δι ' ἣν ἐνταῦθα ἐπετήδευσεν οὕτω κεκοσμημένον προσκόρως τὸν λόγον εὐθὺς ἐν προκαταρκτικοῖς παρασχέσθαι , θεωροῦντες
πρὸς τοὺς οἰκείους ἀπήγαγε καὶ ἐκέλευσε τηρεῖν . πρὸς τὸ κεκοσμημένον μειράκιον πυθόμενόν τι ἔφη οὐ πρότερον λέξειν αὐτῷ ,
4809226 προφαταν
φωναὶ γενέσθωσαν καὶ ὕμνοι . ἐγκιρνάτω τίς μιν γλυκὺν κώμου προφάταν : τοίνυν τὸν κρατῆρα τὸν ἱστάμενον ἐπὶ τῇ νίκῃ
κˈρατῆρα φωνὰ γίνεται . ἐγκιρνάτω τίς νιν , γλυκὺν κώμου προφάταν , ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατάν ἀμπέλου παῖδ '
4808793 ὡπλισμενον
γυμνὸν ἐλέφαντα ἴδωσιν , ἵπποι φεύγουσι : πυργοφόρον δὲ καὶ ὡπλισμένον , βέλη καὶ σφενδόνας ἐξαφιέντα οὐδὲ ἰδεῖν τὴν ὄψιν
. ἔκριναν δή τινα τῶν οἰκείων τὸν μάλιστα εὐτολμότατον ἔνδον ὡπλισμένον καταλιπεῖν ἐλλοχῶντα . νύκτωρ οὖν ἐπὶ τὴν συνήθη δαῖτα
4796715 σταζοντα
τὸν κόφινον τῶν σύκων τῷ γέροντι , καὶ εἶδεν αὐτὰ στάζοντα γάλα . Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ γηραιὸς ἄνθρωπος ,
αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκέτην . στάζοντα ] ἐμφαντικῶς διὰ τούτου τὸν νεωστὶ ηὐθεντηκότα παρίστησιν .
4790214 ὑδροφορει
Ἀπόλλωνος ἱερῷ τὸν Τρωικὸν μῦθον , ἐν ᾧ ὁ Ἐπειὸς ὑδροφορεῖ τοῖς Ἀτρείδαις , ὡς καὶ Στησίχορός φησιν : ᾤκτιρε
Ἀπόλλωνος ἱερῷ τὸν Τρωικὸν μῦθον , ἐν ᾧ ὁ Ἐπειὸς ὑδροφορεῖ τοῖς Ἀτρείδαις , ὡς καὶ Στησίχορός φησιν : ᾤκτειρε
4777090 ἠνυσε
κοῦφα πανηγύρεως . καὶ θάμβος μέν , ἀτὰρ τοῦδε πλέον ἤνυσε θαῦμα πρόσθεν Πισαίου , ξεῖνε , θυηπολίου : ὃν
μετρητόν : ἀτὰρ περιφαίνεται εὖρος ὅσσον τ ' αἰγανέης δορατοξόος ἤνυσε τέκτων εἰς ἐνοπὴν ταύρων τε βαρυφθόγγων τε λεόντων .
4773100 ὑπουργησαι
καταπλαγεισῶν , καὶ πίστεις τῆς ἐπαγγελίας ἡγησαμένων ἐνδεχομένας ἔχειν , ὑπουργῆσαι τοῖς προστάγμασι . καὶ τὰς μὲν ἄλλας ἁπάσας τὸν
τιμωρίας ὑπὸ τοῦ συγγενεστάτου τῷ συνοικοῦντι . διόπερ αἱρετώτερον ὑπάρχειν ὑπουργῆσαι ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ σιωπῶσαν : λήψεσθαι δὲ ἔπαθλον τῆς
4749297 καλυπτομενος
ὑψηλὸς κίων εἰς οὐρανὸν ἀνέδραμε , πυχνοῖς καὶ ἰσχυροῖς νέφεσι καλυπτόμενος . Ἀρχὴν δὲ ποιουμένοις ἡμῖν τοῦ λέγειν ἔστω τάξις
καὶ χάλκειος ἐς οὐρανὸν ἔδραμε κίων , ἠλίβατος , πυκνοῖσι καλυπτόμενος νεφέεσσιν . πόντος μὲν πρώτιστος Ἰβηρικὸς ἀρχομένοισιν ἀγκέχυται ,
4736007 γυπα
τὸ ὄρνεον οὐκέτι εἶναι τὸν διιπετῆ καὶ μέγαν ἀετόν , γῦπα δὲ πικρὸν ὀδωδότα , ἐμὲ δὲ τοῦτον ὅς εἰμι
οὐγ . γʹ . Εἰς δὲ τὸν λύγγουρον λίθον γλύψον γῦπα , καὶ ὑπόθες ὀλίγον λίβανον καὶ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ
4723807 ὑμνει
καὶ ] | | τὸ αὑτοῦ ἀγαθὸν [ πᾶν ] ὑμνεῖ τε ? ? καὶ συναύξει κατὰ πολλὰ ὁμοιοῦν αὑτὸν
' ἀντιθέῳ ψυχῇ γεννήσαο κούρας δισσὰς ἡμιθέων γραψάμενος σελίδας : ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ
4719770 παρακινησας
μηκίστων χρόνων παραδεδομένην θρησκείαν ἐτήρησεν , οὐδὲν αὐτῆς παραλύσας ἢ παρακινήσας μέρος . ἔχω δέ τι καὶ φιλοτίμημα αὐτοῦ προσδιηγήσασθαι
, φόβον τοῖς ἄλλοις ἐνειργασμένος : ἄθλιος ὃς ἂν αὐτὸν παρακινήσας ἐγείρῃ . οἱ μὲν εὐλογοῦντές σε εὐφημίας ἄξιοι ,
4719439 ἀριθμουμενον
τινὰ [ λέγειν ] ἐπίστασθαι τὸν τοῦ Μόλου υἱόν , ἀριθμούμενον ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀχαιῶν , ἢ τὴν ἐνόπλιον
τῷ ὁρισμῷ τὸν ἀριθμὸν μετελάβομεν : λέγεται γὰρ καὶ τὸ ἀριθμούμενον ἀριθμός , ὡς καὶ τὸ μετρούμενον μέτρον : διχῶς
4712004 τιναξας
: κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι τοῦ πόντου :
λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ πίσυνος
4711576 ὀμνυμι
τὸ ἴδιον τὰ ἐκείνων οὔτε ἃ ὑπέσχου μοι ἀπῄτησα : ὄμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος δέξασθαι ἄν , εἰ μὴ
πάσχετε οἷάπερ ἐγὼ πρὸς τὸν ἐμοὶ δοκοῦντα καλὸν εἶναι , ὄμνυμι πάντας θεοὺς μὴ ἑλέσθαι ἂν τὴν βασιλέως ἀρχὴν ἀντὶ
4703582 κραταιον
ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας . ἀδύνατα δ ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν : ὅμως μὰν σαίνων ποτὶ
βαστάζει ἐν τοῖς νώτοις ὑπείροχον καὶ μέγα βάρος , τὸν κραταιὸν οὐράνιόν τε κύκλον . βοᾷ δὲ καὶ στενάζει διὰ
4701313 ὑπειροχον
καθ ' Ὅμηρον Ἄτλανθ ' ] εἶδον , ἀπὸ κοινοῦ ὑπείροχον ] ὑπέροχον , μέγα κραταιὸν ] ἰσχυρὸν λέγω οὐράνιον
' αὐτὸς μὲν ὑπὲρ χαροποῖο Λέοντος εὐκλέας ἐν βιότῳ καὶ ὑπείροχον εὖχος ἔχοντας ῥέζει : κέντρου δ ' αὖτε τυχὼν
4694558 ἐφεστωτα
ἄνθρωποι βαδίζοντα μὲν αὐτὸν μέγα , κεχηνότα δὲ τοσοῦτον , ἐφεστῶτα δὲ ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς τερατώδη τε τὰ περὶ αὐτὸν
ἀγρῷ ἐπιτρόπου ἢ οἰκονόμου . μεʹ . ὅτι δεῖ τὸν ἐφεστῶτα ἐφημερίδα τῶν ἔργων ἔχειν καὶ πῶς αὐτὸν προσήκει τάξεις
4691507 ἐπιβητορα
καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι , ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς
θύειν κελεύει ὁ Τειρεσίας ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον . ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς τῷ Πατρόκλῳ ἐναγίζει πάντα
4687608 Πετραιου
ἀπὸ τοῦ τόπου Πετραῖον καλεῖσθαι . Πίνδαρος : παῖ Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές
φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κˈρηπῖδα σοφῶν ἐπέων : Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου , ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ
4687150 ὀμπνιον
ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους
, Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός . στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις γλώσσαις
4685617 ὁμηθεα
χέλυδρον ] : ὅς τε βρύα προλιπὼν καὶ ἕλος καὶ ὁμήθεα λίμνην ἀγρώσσων λειμῶσι μολουρίδας ἢ βατραχῖδας σπέρχεται ἐκ μύωπος
κακὴν [ ἀπάμυνον ] ἐρινύν . [ ] μῶμαρ ? ὁμήθεα μῆλα νομεύειν [ . ] [ ] ! !
4671429 πυρσον
τούτων αὐτὴν καὶ πρῶτον ἤδη προσείπωμεν . ὦ τὸν ἐλεύθερον πυρσὸν ἀνθρώποις πᾶσιν ἀνάψασα : ὦ τὰς εὐτυχεῖς ὠδῖνας καὶ
ἔδωκεν , ὅταν ἀποβάντες ἐς τὴν ἀκρόπολιν παρέλθωσιν , ἆραι πυρσὸν καὶ τοῖς πολεμίοις ἐπιθέσθαι . τούτων πραχθέντων ἡ μὲν
4666945 καμοι
κίονα δαιμονίαν ὁ δ ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ : τὸν παῖς ὁ
συμβῇ , οὐκ ἀκούει . οὐδ ' ἂν ἡ μῆνιγξ κάμοι , ὥσπερ τὸ ἐπὶ κόρῃ δέρμα . ἀλλὰ σημεῖον
4666104 Λυγκει
δρυὸς καθήμενον βαλὼν διαφθερεῖ . λέοντα ταύρῳ : ταύρῳ τῷ Λυγκεῖ διὰ τὸ ὀξυδερκές . σιγύμνῳ : τοῦ Λυγκέως ὁ
οὐ πόρρω τρόπαιον ἕστηκε , Πολυδεύκην δὲ ἀναστῆσαί φασιν ἐπὶ Λυγκεῖ : καί μοι [ κἀμοὶ ] καὶ τοῦτο ἀποφαίνει
4660404 ἀλυκτοπεδῃσι
ἐρίπναι ἠλίβατοι , τόθι γυῖα περὶ στυφελοῖσι πάγοισιν ἰλλόμενος χαλκέῃσιν ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθεύς αἰετὸν ἥπατι φέρβε παλιμπετὲς † ἀίσσοντα : τὸν
ἀμφιπεσὼν ἐπίεζεν ἐπειγόμενον στόμα λῦσαι . μάστακα δ ' ἀρρήκτοισιν ἀλυκτοπέδῃσι μεμαρπὼς εἶχεν ἐπικρατέως : ὁ δ ' ἐπάλλετο χερσὶ
4658728 ἐνδεδυκοτα
θορυβεῖ ξένα ὄντα καὶ οὐκ ἐν ἔθει , ἀλλὰ τὸν ἐνδεδυκότα αὐτοῖς νοῦν ἐρευνᾷ καὶ μικρᾶς ἐνδοθείσης ἀρχῆς δεῖται ἐλάχιστα
τετρώρου μέγαν τε καὶ [ ὑπεραίροντα ἀνθρώπους ] ὅπλα μὲν ἐνδεδυκότα ἀρήια γίγαντος , οἶμαί , τινος , τὸ γὰρ
4654372 προφορικον
ΘΕΜΕΝ ΚΥΝΕΟΝ ΤΕ ΝΟΟΝ . Ἐπένευσεν ἡ Εἱμαρμένη καὶ τὸν προφορικὸν λόγον Ἑρμῆν , ἀναιδῆ τε καὶ τολμηρὸν λογισμὸν ,
λόγων γὰρ δεσπότης οὗτος ὁ θεός . φωνήν : τὸν προφορικὸν λόγον . κῆρυξ : ὁ Ἑρμῆς . ὀνόμηνε :
4645064 ἑρμηνεα
βουλόμενος εἰδέναι τί πραχθήσεται , καὶ ἐν ἐπηκόῳ εἱστήκει ἔχων ἑρμηνέα : ξυνίει δὲ καὶ αὐτὸς ἑλληνιστὶ τὰ πλεῖστα .
λαβόμενος τῆς τοῦ Ἀπολλωνίου χειρός , καὶ κελεύσας ἀπελθεῖν τὸν ἑρμηνέα ” ἆρ ' ἂν „ ἔφη „ ποιήσαιό με
4638765 φαιδροτερον
Κόσμου , ὄφρα βίου σταθεροῖο φύσιν καὶ ἄνακτα γεραίρων στέμματι φαιδρότερον πλοκάμους στέψειε καρήνου , Κόσμον ἐπολβίζων κοσμούμενον ἔμφρονι κόσμωι
σὸν τοίνυν ἂν εἴη τοὐμὸν ζηλῶσαι τάχος καὶ ποιῆσαι Μάλχῳ φαιδρότερον τὸν βίον . Ἧκον οἱ παῖδες , εἰ μέν
4638499 Τιθει
κακοφραδής τε καὶ φιλοκτήμων ἀνὴρ οὐκ ἂν κατέσχε θυμόν . Τίθει δὴ καὶ ὑπὲρ ἡμῶν λέγειν τὸν Σόλωνα , ἄλλος
ὑὸν ἐν τοῖς τούτου αὖ ἤθεσιν τεθραμμένον . Τίθημι . Τίθει τοίνυν καὶ τὰ αὐτὰ ἐκεῖνα περὶ αὐτὸν γιγνόμενα ἅπερ
4636638 πετομενον
λόγῳ δυνατὸν γίγνεσθαι ἂν αὐτὰ ὅμως ὅτε τὸ πρῶτον εἶδον πετόμενον τὸν ξένον τὸν βάρβαρονἐξ Ὑπερβορέων δὲ ἦν , ὡς
τύχοι ἐμὲ τὸν δοῦλον ἐπὶ διακονίᾳ ταχῦναι σταλέντα , ἀνάγκη πετόμενον χέζειν . “ ὁ Ξάνθος : ” τούτου ἕνεκεν
4636522 γρυπα
οἰωνὸν τόνδε , τὸν ἐν τοῖς πτεροῖς ταχύτατον οἰωνὸν τὸν γρῦπα , διευθύνων καὶ ἄγων γνώμῃ καὶ θελήσει οἰκείᾳ ,
καὶ τοῦτο ἴσμεν . . . . , : τὸν γρῦπα ἀκούω τὸ ζῶιον τὸ Ἰνδικὸν τετράπουν εἶναι κατὰ τοὺς
4629774 οὐρανιον
πρὸς ἄλληλα καὶ ὁμοιότητα ἔχειν πρὸς ἑαυτὰ , ὥστε τὸ οὐράνιον σῶμα ψυχὴν εἶναι ὠγκωμένην καὶ ζωὴν ἐπὶ πᾶν διεστῶσαν
πρὸς τὴν ὕλην , ἀναγωγός τε ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ καὶ ἄυλον ἀλλ ' οὐχὶ κάτω βρίθουσα περὶ
4627361 ἀκατου
ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι πόντου
: ὡς δὲ πόντου λάβροις ὀλεθρίοις ἐν κύμασι δαίμων τις ἀκάτου θοᾶς λαῖ - φος κατέκλυσεν , οὕτως καὶ τὸν
4625807 Κρονιον
, καὶ τρεῖς ἐξ αὐτῆς τεκνῶσαι παῖδας , Σπαρταῖον , Κρόνιον , Κύτον . Κατὰ δὲ τὴν τούτων ἡλικίαν φασὶν
, ὅπου οἱ παῖδες τῶν πολεμικῶν Ἀριμασπῶνἅπερ εἰσὶν ἔθνη , Κρόνιον καὶ πεπηγότα πόντον , ὅ ἐστι κόλπον , καλοῦσιν
4621230 πτεροις
νῆες καὶ ἄλλαι μέλαιναι , αἱ ὁμόπτεροι καὶ τοῖς αὐτοῖς πτεροῖς κουφιζόμεναι , ἢ αἱ ὁμοίως πτεροῖς θέουσαι , ἤγαγον
ἀπέρριψεν αὐτῷ τὸν παῖδα τοῦ αἰθέρος εἰς γῆν κάτω αὐτοῖς πτεροῖς . Φασὶν δὲ καὶ Καρχηδόνιον νεανίαν ἀγρεῦσαι λέοντα ἄρτι
4616753 στενοποροις
καὶ δύσπεπτον , καὶ μάλιστα ἢν ἐμπεφραγμένοις σπλάγχνοις καὶ ἄλλως στενοπόροις ἐμπέσῃ : Κοινῶς δὲ τὸ γάλα τρόφιμον καὶ εὒχυμον
τε δόρατα μέμονε νάϊ ' ὄνομα δι ' ἐμὸν Αὐλίδος στενοπόροις ἐν ὅρμοις . ἰὼ γᾶ μᾶτερ ὦ Πελασγία Μυκηναῖαί
4615773 ἀνεχομενον
ἀντίξουν τούτῳ ἐστὶ πάντη ὂν ἄρρητον , καὶ οὐδεμιᾶς λαβῆς ἀνεχόμενον : τὸ δὲ ἐν μέσῳ καὶ τούτου τὸ μὲν
εὐπειθῆ μοι τὸν πατέρα παρεῖχον ἄχρι τῆς ἕω καὶ πενιχρᾶς ἀνεχόμενον νύμφης . μέσος οὖν γεγονὼς αἰσχύνης καὶ πόθου ,
4614945 μυσταις
παρ ' ἐμοῦ . ἱεροῖσι ] ὕμνοις . , τοῖς μύσταις , τοῖς ἀφιερωμένοις ἀνδράσιν ἡμῖν . . ἡ τοῦ
' ἐπίφαυσκον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη : μετὰ δ ' ὅρκια μύσταις : ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην καὶ Κρόνον
4605079 ἀσινη
τυραννίδα συνίστασθαι , ἵνα τῷ τυράννῳ μὲν χρηστὰς ὑποσαίνοντες ἐλπίδας ἀσινῆ τὰ οἰκεῖα διατηρῶσιν , ἐκ βασιλέως δὲ ἀπαιτῶσιν αὖθις
γάρ τινα φυσικὴν ἀντιπάθειαν , πρὸς τὸ ἀπὸ τοῦ κρύους ἀσινῆ αὐτὰ φυλάττεσθαι . διὸ τὰ ξυλωδέστερα καὶ παχέα κλήματα
4597599 γουργαθον
ἀρτοδοτεῖ καὶ ὁ γούργαθος κενὸς γίνεται . καὶ βαλὼν τὸν γούργαθον ἐπὶ τὸν ὦμον πρῶτος πάντων ἔτρεχεν . οἱ δὲ
, εἰς δὲ κατάβασιν εὐκόπως κατέβαινεν : κατεκύλιεν γὰρ τὸν γούργαθον καὶ αὐτὸς ἐπάνω αὐτοῦ ἀνεκυλίετο . καὶ κακινκάκως ἦλθον
4596196 Αὐτον
. Ἀνάγκᾳ ] Τῇ ἐκ τῆς νόσου . Φίλον ] Αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . Φίλον ] * Οἱ γράφοντες φίλων
τοὺς ματαίους φόβους καταπαύσωσι τοὺς παρ ' αὑτῷ ἕκαστος . Αὐτὸν δὲ θορυβεῖν νυκτὸς τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα δαμάλεις τὰς
4595182 πολυθρηνον
πένθος λέγει : Ἰλιὰς γὰρ κακῶν ἡ παροιμία φησί . πολύθρηνον ] αἰῶνα πολύθρηνον καὶ μέλεον αἷμα ἀνατλᾶσα . ἔθρεψεν
γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον ,
4593631 θεοντα
, οὐκ ἐπὶ λουτρὰ νόμιμα , οὐδὲ ἐπὶ δρόμους τεχνικοὺς θέοντα , ἀχάλινον , ἀδέσποτον . Ἀλλὰ αἰσχρὸν μὲν θέαμα
τὰ βαρέα , πρὸς τὴν γῆν . καὶ εἰ ἵππον θέοντα ἤ τι ἄλλο τῶν ζῴων ἐβουλόμεθα δηλοῦν , οἶσθα
4591430 λαλησας
ἡ χρηστότης πρὸς πάντα καὶ θαυμαστὸν ἐφόδιον βίῳ . τούτῳ λαλήσας ἡμέρας σμικρὸν μέρος εὔνους ἐγὼ νῦν εἰμι . πειστικὸν
ὀρθῶς , ζήσεται τῷ θεῷ . ταῦτά μοι δείξας καὶ λαλήσας πάντα λέγει μοι : Τὰ δὲ λοιπά σοι δείξω
4591290 Ποσειδανος
μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κˈρηπῖδα σοφῶν ἐπέων : Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου , ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι
? [ Τῷδ ' ἐν ἄματι τερπνῷ ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ ' Αἰακ [ , Νηρεὺς δ ' ὁ
4590640 ἀυπνον
δεδορκώς . Ὁρᾷς δὴ οὐσίας ἑστίαν καὶ φῶς ἐν αὐτῷ ἄυπνον καὶ ὡς ἕστηκεν ἐν αὐτῷ καὶ ὡς διέστηκεν ,
τε σός . εἰκότως οὖν καὶ αὐτὴ ἐπάγει τὴν ἑαυτῆς ἄυπνον κηδεμονίαν καὶ τὴν Ὀρέστου νόσον : ἐγὼ μὲν ἄυπνος
4589519 Ἐχιδνης
. μὴ κάρχαρον πορθεῖ με δῆγμα Κερβέρου ; μὴ τῆς Ἐχίδνης ἰὸς ἀμφιβόσκεται , ἢ διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος ;
λῦσαι τῶν δεσμῶν . Φερεκύδης δὲ ἐν βʹ Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης τῆς Φόρκυνός φησι τὸν ἀετὸν τὸν ἐπιπεμφθέντα Προμηθεῖ .
4587864 κανθαρον
κόρη Σκείρωνος , ἡσύχῳ ποδὶ προσῆγε πρᾴως καὶ καλῶς τὸν κάνθαρον . ἀγαθοὶ δὲ τὸ κακόν ἐσμεν ἐφ ' ἑτέρων
Ζεὺς μὴ θέλων τὸ τῶν ἀετῶν γένος σπανισθῆναι ἔπειθε τὸν κάνθαρον καταλλαγῆναι , μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ μετέβαλε τὸν καιρὸν
4585766 βρυοντα
δ ' Αἴγισθος : ἐκ δὲ τοῦδ ' ἄνω βλαστεῖν βρύοντα θαλλὸν ᾧ κατάσκιον πᾶσαν γενέσθαι τὴν Μυκηναίων χθόνα .
* * * * τὸν Ἔρωτα γὰρ τὸν ἁβρόν μέλομαι βρύοντα μίτραις πολυανθέμοις ἀείδειν . ὅδε καὶ θεῶν δυνάστης ,
4584981 σκιαμαχων
ἐμοὶ δὴ δοκεῖ πρώτῳ πεπειρᾶσθαι . καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶν ἀποκτίννυσι ταῖς ἀπειλαῖς . ὁ βοῦς ἐκεῖνος χἠ μαγὶς
ἀποκτιννύει . Κρατῖνος Βουκόλοις : ” καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶν ἀποκτίννυσι ταῖς ἀπειλαῖς . ” καὶ ἀπεκτόνασιν , οὐκ
4580315 καυχημα
οὐ λέγει δὲ οὕτως , ἀλλ ' αὐτὴν τὴν Ἑλένην καύχημα . . σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον :
ἕρμα , μάντευμα , ἐπιτέλεσμα , δίδαγμα , φρύαγμα , καύχημα , αὔχημα , ἀλαζόνευμα , αὔλημα , πάθημα ,
4576192 ἐπιφανεντα
: καὶ τὸν εἰς τὴν ἀκτὴν διαγαγόντα αὐτὴν διαπεραιοῦν . ἐπιφανέντα δὲ τὸν Ἀπόλλωνα τήν τε κόρην ἁρπάσαι καὶ τὴν
: καὶ τὸν εἰς τὴν ἀκτὴν ἀγαγόντα αὐτὴν διαπεραιοῦν . ἐπιφανέντα δὲ τὸν Ἀπόλλωνα τήν τε κόρην ἁρπάσαι καὶ τὴν
4576099 Ἰησουν
βίον , ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ ἀναλήψεως Μωσέως , προσκαλεσάμενος Ἰησοῦν υἱὸν Ναυῆ καὶ διαλεγόμενος πρὸς αὐτὸν ἔφη : καὶ
, καὶ τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν ἐξυπνίζοντα ἡμᾶς , Ἰησοῦν χριστὸν , τὸ φῶς τῶν αἰώνων πάντων , ὁ
4572325 προσευρεν
πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν , Παφίης ῥόδον προσεῦρεν . Τὸ ῥόδον δύω τιτρώσκει
χαράσσον : ὃ γὰρ ἡ φύσις προσεῦρεν τὸ ῥόδον μόνον προσεῦρεν . Γλυκερὸν ῥόδον προῆλθεν , γλυκερὴν χάριν κομίζει ,
4570027 Ὀλυμπιονικην
ἀγάγετέ μοι τὸν υἱὸν τοῦ Ἀρχεστράτου , τὸν Ἀγησίδαμον τὸν Ὀλυμπιονίκην , ἐν ποίῳ μέρει τῆς ἐμῆς μνήμης ἐστὶ γεγραμμένος
. δέξαι : τοῦτον τὸν κῶμον καὶ ὕμνον δέξαι ὄντα Ὀλυμπιονίκην : ἐπειδὴ εἰς τὸν νικήσαντα λέγεται . δέξαι δὲ
4569605 ἠκονημενον
σοφοὺς σῴζουσιν , ἢν ὦσιν σοφοί ἄδοξον , ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον ἁγνὸν εἰς σηκὸν θεοῦ × – ˘ ἔργων μυστικῶν
σῴζουσιν , ἢν ὦσιν σοφοί . ἄδοξον , ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον ἁγνὸν εἰς σηκὸν θεοῦ ἔργων μυστικῶν προφάντιδες ῥινηλάτην κύνα
4567932 ἀθλοθετην
ἀλλήλους ἅμιλλαν καὶ φιλοτιμίαν . ὥσπερ δὲ ἐπὶ τὸν αὐτὸν ἀθλοθέτην ἵενται μὲν ἅπαντες οἱ σταδιεῖς , οὐ μὴν ἅπαντες
καὶ λόγος γινέσθω γνώριμος , καὶ ὁ σὸς κηδεστὴς τὸν ἀθλοθέτην τῶν αὑτοῦ δεικνύτω φίλων , ἵν ' ὁ μὲν
4567100 τροφεα
ἐπεὶ δὲ βληθεὶς ὁ Ἰνδὸς κατώλισθε , περιβαίνει μὲν τὸν τροφέα ὁ ἐλέφας κατὰ τοὺς ὑπερασπίζοντας ἐν τοῖς ὅπλοις ,
γεραιέ : ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἄττα προσφώνησίς ἐστι πρὸς τροφέα ἀμετάφραστος . . μή μοι σύγχει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν
4564304 ἐλελιζομενη
ἦν ἐξ Ἀγχομενοῦ . χθονία θ ' Ἑκάτη σπείρας ὄφεων ἐλελιζομένη . τί καλεῖς τὴν Ἔμπουσαν ; φέρε παῖ ταχέως
καὶ Ὅμηρος : ἦτοι ὃ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν . ἐλελιζομένη δέ , ἢ διακινουμένη ἢ διακρουομένη . κεραυνὸν σβεννύεις
4557737 νικηφορον
τοῦ βασιλέως θυγάτηρ , ἐρασθεῖσα προέδωκε τὸν πατέρα , καὶ νικηφόρον ἐκεῖνον ἐποίησεν . Ἀναστρέψαντος δ ' αὐτοῦ , ἡ
ἀκαταλήκτων ρμθʹ , ὧν τελευταῖος : σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι
4557137 νεφεσι
τοὺς δὲ καλουμένους Αὐταριάτας βάτραχοι τὴν ἀρχέγονον σύστασιν ἐν τοῖς νέφεσι λαμβάνοντες καὶ πίπτοντες ἀντὶ τῆς συνήθους ψεκάδος ἐβιάσαντο τὰς
δὲ οἷς ἂν διὰ γῆς . Δασύνουσι δ ' οὐρανὸν νέφεσι καὶ καλύπτουσι καικίας μάλιστα εἶτα λίψ . Καὶ οἱ
4545636 Ἡμερας
εʹ . Οὺπ , Φανβὴ , Κουματὲμ , Βερχαβίρε . Ἡμέρας Ϛʹ : Γαμενὰλ , Γαμιοριολὴλ , Μαχασκὶν , Ἀτερβελμίθ
συνανατέλλει τῷ Λ : συνανατέλλει ἄρα καὶ τῷ Μ . Ἡμέρας ἄρα καὶ νυκτὸς χρόνος ἐστίν , ἐν ᾧ ὁ
4540440 μεγασθενη
. ὁ μέλλων καὶ . . . τιτρώσκω ) . μεγασθενῆ ] ἰσχυρόν . τριαίνης ] κάμακος , τοῦ ζωτικοῦ
Ζῆνα τύραννον εἰς χορὸν πρῶτα μέγαν κικλήσκω : τόν τε μεγασθενῆ τριαίνης ταμίαν , γῆς τε καὶ ἁλμυρᾶς θαλάσσης ἄγριον
4539948 κεκραγεναι
θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν
καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ '

Back