τοὺς δὲ καλουμένους Αὐταριάτας βάτραχοι τὴν ἀρχέγονον σύστασιν ἐν τοῖς νέφεσι λαμβάνοντες καὶ πίπτοντες ἀντὶ τῆς συνήθους ψεκάδος ἐβιάσαντο τὰς
δὲ οἷς ἂν διὰ γῆς . Δασύνουσι δ ' οὐρανὸν νέφεσι καὶ καλύπτουσι καικίας μάλιστα εἶτα λίψ . Καὶ οἱ
7585497 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
7525463 παγοις
πατρὸς Ὠκεανοῦ , μέγα πρεσβεύων Ἄργους τε γύαις Ἥρας τε πάγοις , καὶ Τυρσηνοῖσι Πελασγοῖς . Τυρρηνίας μὲν γὰρ δὴ
δὲ τὴν συνεχῶς χιονιζομένην γῆν , διὰ τὸ φθείρεσθαι τοῖς πάγοις τινὰ τῶν σπερμάτων , μικρὸν πυκνότερον σπαρτέον . Τὴν
7415919 Αἰθιοψι
ἐν πέδῃσι χρυσέῃσι δεδέσθαι : ἔστι δὲ ἐν τούτοισι τοῖσι Αἰθίοψι πάντων ὁ χαλκὸς σπανιώτατον καὶ τιμιώτατον . Θεησάμενοι δὲ
καὶ Αἰθιόπων . οἱ μὲν πρὸς νότου ἀνέμου Ἰνδοὶ τοῖς Αἰθίοψι μᾶλλόν τι ἐοίκασι μέλανές τε ἰδέσθαι εἰσὶ καὶ ἡ
7365768 ῥειθροις
στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως
, καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν .
7297919 ἀρδομεναν
“ δακτυλικὸς τετράμετρος : τὸ ηʹ ” καρπούς τ ' ἀρδομέναν θ ' ἱερὰν χθόνα “ ⌊ ὅμοιος ⌋ δακτυλικὸς
ἡ ἔννοια , ὁ πρωτοφανὴς καρπὸς καὶ ὁ φύλαξ . ἀρδομέναν ] ποτιζομένην τοῖς κύμασι , ποτίζουσαν , τρέφουσαν ,
7275092 περιτρεφεται
καὶ περκάζειν ἔτι λέγομεν τὴν σταφυλὴν τὴν ἤδη μελαινομένην . περιτρέφεται περιπήσσεται : ὅθεν καὶ τροφαλὶς τὸ πεπηγμένον γάλα .
λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν ὑγρὸν ἐόν , μάλα δ ' ὦκα περιτρέφεται κυκόωντι , ὣς ἄρα καρπαλίμως ἰήσατο θοῦρον Ἄρηα .
7219785 κνημοις
, ὃ ἔστι τὴν μεσόγειον , κατοικοῦσιν , ὑπὸ τοῖς κνημοῖς τοῦ Παρνασσοῦ : εἰς δὲ τὸ ἕτερον μέρος ,
: στερεά , μεγάλη ἰσχυρά * αἴθαλος : μέλαινα * κνημοῖς : κνημὸς ὁ καθύγρος τόπος πρόποσιν σκαιοῖς δὲ σκιεροῖς
7201411 καταχεομενον
καταχές : τὸ ἐν τῷ καταφέρεσθαι ἠχοῦν ἢ ὅπερ ὑπάρχει καταχεόμενον . ἢ τὸ καταχές : τὸ καταχεόμενον ἢ τὸ
τοῦτ ' ἄρα καὶ κατὰ ἀκρέων ἐν λειποθυμίαις τὸ ψυχρὸν καταχεόμενον ὠφελέει . Ὅτι δὲ τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν τὸ
7197066 συρομενοι
] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι ἔναιον ] ᾤκουν ἀείσυροι ] ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες ἄντρων ] τῶν ὑπογείων σπηλαίων ἐν μυχοῖς
. . ἀείσυροι ] ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι ἢ ἀεὶ συρόμενοι . ἤγουν ἐν ταῖς ἀήταις συρόμενοι . πᾶν γὰρ
7196488 μεσημβρινοις
, οἵτινες , ἐκ Φοινίκης ὄντες τὸ ἀνέκαθεν , τοῖς μεσημβρινοῖς τῆς Σικελίας * * Ἑλλήνων : Νάξος , Συράκουσαι
τῆς ὑγρᾶς τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν ἔχει ; προσιὼν οὖν τοῖς μεσημβρινοῖς τόποις ὁ ἥλιος κατὰ τὰς χειμερινὰς τροπὰς κινεῖ μὲν
7182194 δυτικοις
ἐπιφανῆ ποιοῦσι τὰ δοθέντα τέκνα , ἐὰν δὲ ἐν τοῖς δυτικοῖς καὶ ἐν τοῖς τῆς ἀλλοτρίας αἱρέσεως τόποις ταπεινὰ καὶ
ἢ κατὰ τὸν τόπον . ἡ μὲν γὰρ ἐν τοῖς δυτικοῖς κεῖται , ἡ Ἑλλάς , ἡ δὲ Σκυθία ἐν
7179468 ναυτικοις
πόλεως , καὶ κατασκευάζονται πρὸς αὐτῷ κώμην βραχεῖαν , δυσὶ ναυτικοῖς πληρώμασιν ἐν οἷς ἀπανέστησαν τῆς Ἑλλάδος ἀποχρῶσαν , ἣν
, καὶ δὴ καὶ τοῖς πλοίοις τε αὐτοῖς καὶ τοῖς ναυτικοῖς ὀργάνοις εἰς τὴν τῶν πλοίων χρείαν καὶ περὶ τοὺς
7179306 ἀναπαυομενη
ἐν τῇ καλιᾷ καθημένων . ἢ λεχέων δυσευνήτειρα ἡ μὴ ἀναπαυομένη τοῖς λέχεσιν , ἀλλ ' ἀεὶ γρηγοροῦσα πελειάς .
, πίνει δὲ ἠρέμα , οὐ χανδόν , ἀλλ ' ἀναπαυομένη . Κἂν εἰ διψῶσα , ὦ μῆτερ , τύχῃ
7177030 συνετριβησαν
δ ' ἐν τῇ Καρχηδόνι τὸ μέγεθος πυθόμενοι τῆς συμφορᾶς συνετρίβησαν ταῖς ψυχαῖς καὶ συντόμως ὑπελάμβανον ἥξειν ἐπ ' αὐτοὺς
αἱ λοιπαὶ κατεφλέχθησαν ἢ ἐλήφθησαν ἢ ἐς τὴν γῆν ὀκέλλουσαι συνετρίβησαν : αἱ δὲ ἑπτακαίδεκα μόναι διέφυγον . Καὶ ὁ
7166436 ἀγκιστροις
μίαν συλλαβὴν . Καθέτοισι : ἀγκίστροις , μολύβδοις , μεγάλοις ἀγκίστροις , ταῖς ὁρμιαῖς . πελώριοι : μεγάλοι . ἀμφιχάνωσιν
, εἶτα ἐπιζητήσαντες καὶ εὑρόντες τὴν αἱμορραγοῦσαν ἀρτηρίαν , τοῖς ἀγκίστροις ταύτην ἀνασπῶντες , ἀποσφίγγομεν ὁμοίως τῇ προτέρᾳ , καὶ
7159505 δασεσι
χώραν , ἀλλ ' ὑπὸ τῇ λεπτῇ ψάμμῳ καὶ τοῖς δασέσι θάμνοις πλήθουσαν : ἀλλ ' ὅμως ἐπαρκεῖς καὶ ἱκαναὶ
* * κατατέμνουσα . . Τὸ μελαμφύλλοις λέγει ἢ ταῖς δασέσι καὶ σκιὰν ὑπὸ τοῦ δάσους ποιούσαις ἢ ταῖς μέλανα
7159005 ὀρυττει
βῶλον τῆς εὐωδεστάτης , ὅσον ἱκανὸν πρὸς ὄρνιθος ταφήν , ὀρύττει τε τῷ στόματι καὶ κοιλαίνει κατὰ μέσον , καὶ
ἐλάττω , τάχος ὑπερφυὲς ἔχοντα καὶ ζῶντα ἀπὸ θήρας : ὀρύττει δὲ χειμῶνι τὴν γῆν , σωρεύει τε πρὸς τοῖς
7140369 κοιλωμασιν
. εἶναι γὰρ αὐτὴν κοίλην καὶ ἔχειν ὕδωρ ἐν τοῖς κοιλώμασιν . τὸν δὲ Νεῖλον αὔξεσθαι κατὰ τὸ θέρος καταφερομένων
χειμῶνα δ ' οὐ πλέουσιν , ἀλλ ' ἐν πετρῶν κοιλώμασιν ἢ σπηλαίοις ἠρεμοῦντες , τοὺς ἰδίους πόδας ἐσθίουσιν ,
7138955 καθυγροις
τύχῃ τὸ ἔτος εἰς ἀπόκλιμα ἐκπεσὸν ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου ἐν καθύγροις ζῳδίοις , μάλιστα ἀγαθοποιοῦ μὴ ἐφεστῶτος παροδικοῦ ἢ κατὰ
ἐν δὲ τοῖς διαπύροις ἀπὸ πυρός , ἐν δὲ τοῖς καθύγροις ναυαγίοις , ἐν δὲ τοῖς τροπικοῖς μονομαχοῦντες : ταῦτα
7137256 κοιλωμασι
ὀρῶν λόφοι , προσαναβάσεις , ὑπεροχαί , καὶ αἱ τοῖς κοιλώμασι περικείμεναι ὀφρῦς . Συναγ . λέξ . χρησίμ .
ὀλίγον διαλείπουσιν οἱ ἁλιεῖς , καὶ ἐμβάντες καταλαμβάνουσιν ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν βημάτων καὶ τοῖς ἴχνεσι τοὺς ἰχθῦς τοὺς πλατεῖς
7133222 μυκηθμῳ
φέρων ἑαυτὸν ὁ Πρωτεύς , σεισμοῦ πρότερον μεγάλου γενομένου σὺν μυκηθμῷ τῆς γῆς , γὺψ ἀναπτάμενος ἐκ μέσης τῆς φλογὸς
δέ οἱ σάκος ἔσχεν ἐναντίον . οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῖσιν ἐνέπληξαν κεράεσσιν , οὐδ ' ἄρα μιν τυτθόν
7120253 σχοινιοις
μέρεσι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ποδήρεις ἐχόντων χιτῶνας . ποδωτοῖς * σχοινίοις * . Θρῇσσαι δὲ αἱ Θρᾳκικαὶ γυναῖκες ἀπὸ τοῦ
: προθυμουμένη λαβεῖν . Θείνουσι : τύπτουσιν . Βροχίδεσσιν : σχοινίοις . μεθέπουσιν : σύρουσιν , Ὡς δ ' ὅτε
7109091 ῥωθωσιν
αὕτη ἡ ἔμπλαστρος ἐνιεμένη μετὰ ῥοδίνου καὶ μέλιτος τὰ ἐν ῥώθωσιν ἕλκη καὶ ἐν στόματι θεραπεύει καὶ ἐν ὠτίοις .
αἱμοῤῥοΐαν μυκτήρων . ] Ἀκακίαν σὺν ὄξει λειώσας ἔγχεε τοῖς ῥώθωσιν . ἄλλο . λαβὼν ὄξος σὺν ἅλατι βάλλε ἐν
7104670 ὀσφραινηται
τῆς γῆς ἀποφέρειν πόρρω ἀπὸ τῆς ποδοστράβης : ἐὰν γὰρ ὀσφραίνηται νεωστὶ κεκινημένης , δυσωπεῖται : ταχὺ δὲ ποιεῖ τοῦτο
ἐκεῖνα δὲ προσακήκοα ἐκπλῆξαι ἱκανά . βοῦς ἐὰν βοᾷ καὶ ὀσφραίνηται , ὕειν ἀνάγκη . ἄδην δὲ βόες καὶ πέρα
7088097 ποτιζομενην
φησὶν , ἀρδείας δὲ καὶ φυτείας δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζομένην ὑδάτων . . . . . : Ῥωμαῖοι πολεμοῦντες
δὲ καὶ φυτείας [ μὴ ] δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζομένην ὑδάτων . περὶ δὲ τοῦ βοσμόρου φησὶν Ὀνησίκριτος διότι
7081113 πυρρου
. αʹ ʹʹ κηρύκων κεκαυμένων οὐγγ . ζʹ ʹʹ κηροῦ πυρροῦ . . οὐγγ . θʹ τερεβινθίνης . . .
ἕν , ἐν θέρει δὲ τὸ ἥμισυ : νίτρου βερνικαρίου πυρροῦ , εἰ δὲ μὴ παρείη , τοῦ ματρωνικοῦ τοῦ
7076160 βαθεσι
ὕβριστο ποταμῶν ἐκβολαῖς ἀτάκτοις καὶ πολλὰ λίμναισιν ἄμορφα καὶ πηλοῖς βαθέσι καὶ λόχμαις ἀφόροις καὶ ὕλαις ἐξηγρίωτο : φορᾶς δὲ
μακρὸν δόλιχον ἀποτείνουσι γεωπόνου τινὸς ἐφεστῶτος : κριοὶ δὲ βρίθοντες βαθέσι μαλλοῖς ὑπόποκοι κατὰ τὴν ἔαρος ὥραν ὑπὸ ποιμένος κελευσθέντες
7073200 νοτιοις
Ὕδρου κεφαλῆς , ὁ ἐκφανής , ὅς ἐστιν ἐν τοῖς νοτίοις ποσὶ τοῦ Καρκίνου , καὶ τῆς Ἄρκτου ὁ βορειότερος
δὲ τὰ πυρεῖα βορείοις μὲν θᾶττον καὶ μᾶλλον ἐξάπτεται , νοτίοις δὲ ἧττον : καὶ ἐν μὲν τοῖς μετεώροις μᾶλλον
7044172 ὑφαπτειν
καὶ ἐν Πέρσαις ὁ αὐτός : ἐπὶ τηγάνοις καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις :
Οἴτην ὄρος , ἔνθα πυρὰν ἔνησεν , ἧς ἐπιβὰς , ὑφάπτειν ἐκέλευσε . Μηδενὸς δὲ τῶν σὺν ἐκείνῳ τοῦτο πράττειν
7039928 γηρωσιν
καὶ ἐρωτικὰς συμπαθείας : μάλιστα τὴν ἔντασιν παρέχει τοῖς ἤδη γηρῶσιν τοῖς τε θέλουσιν πολλὰ συνουσιάζειν . ποιεῖ δὲ καὶ
τοὺς γονεῖς γηροβοσκοῦσι . γηράντεσσι : ⌊ ἀντὶ τοῦ τοῖς γηρῶσιν ⌋ : ἀπὸ τοῦ γήρημι γέγονεν . Ὅμηρος :
7036899 βομβησε
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ
7032179 αἰγιαλοις
συνομολογοῦμεν . ἄνεμον δὲ προμηνύει θάλασσα κυμαίνουσα καὶ ἐπὶ τοῖς αἰγιαλοῖς μεγάλα ἠχοῦσα . καὶ τῶν ὀρῶν αἱ ἄκραι καθαραὶ
ἔστι γάρ τι γένος τοιοῦτον , ὃ φύεται μὲν ἐν αἰγιαλοῖς ἔχει δὲ τὸ ἔριον ὑπὸ τοὺς πρώτους χιτῶνας ,
7029843 τριβεις
οἱ πόνοι γίνονται μετ ' εἰδήμονος προγυμναστοῦ καὶ ἐν - τριβεῖς χεῖρες πραότεραι τῶν εὐαφῶν εἰσιν εἰς τὰς ἀποθεραπείας .
τρήματα στρογγύλα ἐν ἀκινήτῳ τινὶ πήγματι εὐλύτως στρέφεσθαι τῶν τρημάτων τριβεῖς χαλκοῦς ἐχόντων ὑποκειμένους ταῖς χοινικίσι : καλεῖται δὲ τὸ
7029568 κυμβαλοις
νὺξ διακόψασα , ἐσόβουν τινὲς τῶν βαρβάρων περιερχόμενοι καί τισι κυμβάλοις κτυποῦντες καὶ ἀλαλάζοντες , ἕως πάλιν ἔφθασεν ἐπιστὰς ὁ
ἑτέρου τὸν ἕτερον : εἰ γὰρ ἕλκει τὸν θεὸν τοῖς κυμβάλοις ἄνθρωπος εἰς ὃ βούλεται , ὁ τοῦτο ποιῶν ἐστι
7028059 δρυμων
θανεῖται , πόντιον φυγὼν σκέπας , κόραξ σὺν ὅπλοις Νηρίτων δρυμῶν πέλας . κτενεῖ δὲ τύψας πλευρὰ λοίγιος στόνυξ κέντρῳ
ἀπέθανε μαχόμενος τῷ Τηλεγόνῳ . * Νηρίτων τῶν τοῦ Νηρίτου δρυμῶν ἐγγύς . * * στόνυξ πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ
7022023 Φαρουσιοι
. ἔστι καὶ πόλις Περραιβική . ἐθνικὸν τὸ αὐτό . Φαρούσιοι , ἔθνος Λιβυκόν . μέμνηται αὐτῶν Διονύσιος καὶ Ἀρτεμίδωρος
τὸ Πυῤῥὸν πεδίον : εἶτα τοῦ μὲν Σαγάπολα ὄρους ἀρκτικώτεροι Φαρούσιοι , τοῦ δὲ Οὐσάργαλα ὄρους ἀρκτικώτεροι Νατεμβεῖς , τοῦ
7008422 περιπεσοντων
ἄνεμος , οὔτ ' ἐκπλεῖν ἐᾷ : ἐπὶ τῶν δυσχρήστοις περιπεσόντων . Ἔῤῥει τὰ καλά : ἐπὶ τῶν κακόν τι
ἀνάρμοστα ποιούντων . Ὄνος ἐν μελίτταις : ἐπὶ τῶν κακοῖς περιπεσόντων . Ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον , ὁ δὲ τὰ
7006282 σθενουσα
φυτοῦ . θωμὸν ] σωρόν . πυρί ] ἐν . σθένουσα ] ἰσχύουσα . λαμπὰς ] ἤγουν ὁ πυρσός .
τοῦδ ' , εὐγενῶς δ ' ἄλγει κακοῖς , μήτε σθένουσα μηδὲν ἰσχύειν δόκει . ἔχεις γὰρ ἀλκὴν οὐδαμῆι :
7004818 ἁλμυρας
ἀδέκαστος δικαστὴς ἐπήγαγε τιμωρίαν . οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τῆς ἁλμυρᾶς φάραγγος ὁμαιχμίαν πρὸς ἀλλήλους θέμενοι . κοῖλον γὰρ καὶ
ὥστε ἀεὶ τὴν ἁρμόττουσαν τῷ πάθει παραλαμβάνειν . Ἱδρὼς τῆς ἁλμυρᾶς τε καὶ ἁλυκῆς ὀνομαζομένης μετέχει ποιότητος : πολλάκις δ
6995504 παμφαγον
, βρονταῖον , ἀνίκητον βέλος ἁγνόν , ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν , ἄρρηκτον , βαρύθυμον , ἀμαιμάκετον πρηστῆρα οὐράνιον
τοῖς κρεωπωλίοις καὶ τοῖς ὀψοπωλίοις ἀποκαθάρματα , δυσχρήστως δὲ ὅτι παμφάγον καὶ ἀκάθαρτον καὶ δυσκόλως ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ
6992996 παλισκιοις
Σχεδὸν δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει διαφορὰς τούτοις καὶ ἐν τοῖς παλισκίοις καὶ ἐν τοῖς εὐείλοις καὶ ἐν τοῖς ἀπνόοις καὶ
' ἥκιστα , καθάπερ καὶ αἱ πεῦκαι αἱ ἐν τοῖς παλισκίοις : δι ' ὃ καὶ πρὸς τὰ πολυτελῆ τῶν
6984083 λαβρου
. Γ ἀλλ ' οὐ λάβρακας : λάβραξ εἶδος ἰχθύος λάβρου , ἀφ ' οὗ ποιεῖται τὴν προσηγορίαν . κέχηνέ
ὕδατος δαψιλέος , καὶ τοῦ λουτροῦ συχνοῦ καὶ μὴ λίην λάβρου , ἤν γε μὴ οὕτω δέῃ . Καὶ μᾶλλον
6982420 κοιλογαστορος
: τοῦ περιφεροῦς : καὶ κοίλην λέγει τὴν ἀσπίδα . κοιλογάστορος ] νειόθεν . κοιλογάστορος ] ἤγουν τῆς ἀσπίδος τὸ
δὲ ἔσω κοιλαίνεται . κοιλογάστορος ] ἤγουν τῆς ἀσπίδος . κοιλογάστορος ] τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης γαστέρα κοίλην . κοιλογάστορος
6976939 οἰκτροτερον
] οἰκτρὸν κακόν , ἐρημία δὲ παίδων ὀρφανῶν , | οἰκτρότερον τοῦ προτέρου , χλευάζεται : καὶ κατιδόντες ὅτι οὕτω
οὐ τοίνυν τοῦτο ἀπέχρησε μόνον , ἀλλ ' ἐκεῖνο τούτου οἰκτρότερον συνέβη . Πάθος δὲ κινήσομεν οὐ μόνον ἐφ '
6969662 ἀγκεσι
τοῦτο κατὰ τὴν ὀρεινὴν νεμόμενον δρέπεται ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς ἄγκεσι θάμνων παντοῖα ἄνθη , καὶ φερόμενον εἰς τὰς κοίλας
γὰρ ὅτι δραμεῖν ἐστι νωθροτέρα . τίκτει οὖν ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ τοῖς δρυμοῖς καὶ ἐν τοῖς αὐλῶσιν . ὅσοι
6968873 ἀπυρετοις
αʹ . ὕδατι ἀναπλάττων τροχίσκους ἔχοντας ἀνὰ ⋖ αʹ . ἀπυρέτοις μετὰ οἴνου κεκραμένου δίδου , πυρέσσουσι μετὰ ὑδρομέλιτος .
τὸ ἀρκοῦν : ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ μετὰ κονδίτου τοῖς ἀπυρέτοις : τοῖς δὲ πυρέττουσιν , ἐν μελικράτῳ . Ἄλλο
6956215 μηχανημασιν
ἂν βάλῃ τὴν ὁρμήν , ἀνέκλινεν αὐτίκα τοῖς ἐς πολιορκίαν μηχανήμασιν ὁμοίως . τὸν δὲ αὐτῶν ὀλεθριώτατον τοιῷδέ τινι ἐθέλουσιν
τοῦ τείχους δᾷδας ἡμμένας καὶ στυππίον καὶ πίσσαν αὐτοῦ τοῖς μηχανήμασιν ἐπερρίπτουν , οἳ δὲ καὶ ἐκδραμόντες ὑπέθηκαν . ἀπογνοὺς
6953936 βορειοτεροις
τοῖς ἡμῶν μὲν νοτιωτέροις τόποις , ἔτι δὲ τοῦ ἰσημερινοῦ βορειοτέροις , οἷον τοῖς περὶ Μερόην , ὑπὲρ γῆν δύνανται
δὲ τοῖς ἀπέχουσι τοῦ Βυζαντίου σταδίους περὶ ἑξακισχιλίους τριακοσίους , βορειοτέροις οὖσι τῆς Μαιώτιδος , κατὰ τὰς χειμερινὰς ἡμέρας μετεωρίζεται
6953096 θαλασσιοις
' ἐν Μυτιλήνῃ αὐτήν . Παγκράτης δ ' ἐν ἔργοις θαλασσίοις : σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε
δεδέσμηνται . Ἔργμασιν : κωλύμασι , στηρίγμασι , καλύμμασι , θαλασσίοις λίθοις κεκρυμμένοις . ἔκελσαν : ἔτυχον , ἐνέτυχον :
6952653 παραπλεουσι
ἔμπαλιν ἐν ἀριστερᾷ τὴν γῆν τὴν Σουσίδα ἔχοντες , καὶ παραπλέουσι λίμνην , ἐς ἣν ὁ Τίγρης ἐσβάλλει ποταμός ,
. Ἐπίνοσοι δὲ δεινῶς οἱ τόποι , καὶ τοῖς μὲν παραπλέουσι λοιμικοὶ , τοῖς δὲ ἐργαζομένοις πάντοτε θανατώδεις , ἔτι
6949595 ἐκχεομενου
. ” Χιόνα δ ' ἐνδέχεται συντελεῖσθαι καὶ ὕδατος λεπτοῦ ἐκχεομένου ἐκ τῶν νεφῶν διὰ πόρων συμμετρίας καὶ θλίψεις ἐπιτηδείων
, ἀμυδροτέραις χρῆται ταῖς προσβολαῖς , ἀκράτου καὶ πολλοῦ φέγγους ἐκχεομένου , ὡς τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα ταῖς μαρμαρυγαῖς σκοτοδινιᾶν
6944361 σφακελῳ
δὲ καὶ ὁ ἀὴρ ἐρεθιζέσθω καὶ κινείσθω ἐν βροντῇ , σφακέλῳ τε ἀγρίων ἀνέμων , τουτέστι συντόνῳ κινήσει . σφάκελος
βόστρυχος . αἰθέρα δὲ ἐνταῦθα τὸν ἀέρα λέγει . : σφακέλῳ ] Σπασμῷ : συντόνῳ κινήσει . : Σφάκελος νόσος
6941361 ὑποβρυχιον
μάστιγα . . . , . . , . : ὑποβρύχιον . . . τὸ σκάφος καταπινόμενον . . .
καὶ τοῦ σκότους καταστρέφοντα [ ] καὶ ? πεσόντα καὶ ὑποβρύχιον [ ] ? γενόμενον . μόνον [ ] δὲ
6939654 πνιγηρον
” ἐπὶ τελευτῇ δὲ τοῦ λόγου διαβάλλων τὴν πόλιν ὡς πνιγηρὸν οἰκητήριον τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὧδε ἀνεφθέγξατο : ” ἀλλ
τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται καὶ μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες . Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες
6929923 ἐρεθιζεσθω
ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος , αἰθὴρ δ ' ἐρεθιζέσθω βροντῇ σφακέλῳ τ ' ἀγρίων ἀνέμων : χθόνα δ
δι ' ὅλου καυστικός . αἰθὴρ ] ἀήρ . . ἐρεθιζέσθω βροντῇ ] κινείσθω ἐν βροντῇ . σφακέλῳ ] συστροφῇ
6927471 ἀροτροις
οἶκος οὔτε λαΐνοις εὐρεῖα πύργοις ὠχυρωμένη πόλις . οὐ μὴν ἀρότροις ἀγκύλοις ἐτέμνετο μέλαινα καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός , οὐδ
πέντε μῆνας ἀπαντᾶν ἐπὶ τὸν θερισμόν , ἐνίους δὲ κούφοις ἀρότροις ἐπαγαγόντας βραχέως τὴν ἐπιφάνειαν τῆς βεβρεγμένης χώρας σωροὺς ἀναιρεῖσθαι
6927163 σταθερᾳ
ἐν γενέσει προέχει τάξει , συμμετρίᾳ , τῇ ἀκινήτῳ καὶ σταθερᾷ φύσει , εἰδῶν καθαρᾷ μετουσίᾳ , τῇ ἀσωμάτῳ καὶ
προσήκει . εἰ γὰρ ἐν αὐτοῖς μέσοις ἐμβεβηκὼς τοῖς δεινοῖς σταθερᾷ τῇ γνώμῃ φιλοσοφῶν ἐφαίνετο , παντάπασι παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως
6926678 ἀναγκασθεντων
τοῖς ἰδίοις προσέταξεν εἰς τοὐπίσω πάλιν ἀπιέναι πάντας . διόπερ ἀναγκασθέντων ἁπάντων περαιοῦσθαι τὸ ῥεῖθρον οἱ μὲν ἐπιστάμενοι καλῶς νεῖν
, ᾗ τοὺς ἐπιόντας ἀνείρξειν ἐπίστευον , αἰσχρῶς δ ' ἀναγκασθέντων φυγεῖν πρὶν ἢ λαμπρόν τι ἔργον ἀποδείξασθαι καὶ οὐδ
6925843 ἀνατολικοις
ἐκ μὲν τῶν ἑῴων ἀγνώστῳ γῇ περιορίζεσθαι τῇ παρακειμένῃ τοῖς ἀνατολικοῖς ἔθνεσι τῆς Μεγάλης Ἀσίας , Σιναῖς τε καὶ Σηρικῇ
καὶ ἀνημέροις ἢ δυσχειμέροις , νότον δὲ ἀνερχομένη ἐν τοῖς ἀνατολικοῖς καὶ δυσκόλως μηνυθήσεσθαι ἐν ἡμέραις ξδ , βορρᾶν δὲ
6915413 θυρωμασι
θαυμασίως : ταῖς τε κατασκευαῖς καὶ ταῖς ὀροφαῖς , καὶ θυρώμασι δὲ πάντα ἦν ταῦτα πεπονημένα . κατὰ δὲ τὴν
τὸ πλέον , δοκοῖς μὲν ταῖς πλευραῖς καὶ ὑπερείσμασι , θυρώμασι δὲ ταῖς σιαγόσιν : οἱ σπόνδυλοι δ ' αὐτοῖς
6912671 βαθεσιν
ὑπονόμοις γενομένων , τηλικαῦτα δὲ ὀρυγμάτων μεγέθη , καὶ διατείνοντα βάθεσιν ἐπικαρσίοις ἐπ ' αὐτὴν τὴν θάλασσαν . Ὅτι παρὰ
πεττείαν ἢ σύμπασαν ἀριθμητικὴν ψιλὴν εἴτε ἐπίπεδον εἴτ ' ἐν βάθεσιν εἴτ ' ἐν τάχεσιν οὖσάν που , περὶ ἅπαντα
6909738 ὀφεσιν
καὶ Λυδαί , κατακεχυμέναι τὰς τρίχας καὶ ἐστεφανωμέναι τινὲς μὲν ὄφεσιν , αἳ δὲ μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ :
ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ ὄφις : ὅλοις γὰρ ἁρμόττει τοῖς ὄφεσιν : ἐκεῖνα οὔτε εἰς θος οὔτε εἰς δος κλίνονται
6909049 λεχεσιν
Μυκηνᾶν . νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος , οἵ κεν τάνδε σὺν τιμᾷ θεῶν νᾶσον
καλιᾷ καθημένων . ἢ λεχέων δυσευνήτειρα ἡ μὴ ἀναπαυομένη τοῖς λέχεσιν , ἀλλ ' ἀεὶ γρηγοροῦσα πελειάς . λεχέων ἤτοι
6903362 αὐλωσιν
Γ ξυναυλίαν : ξυναυλία καλεῖται ὅταν δύο αὐληταὶ τὸ αὐτὸ αὐλῶσιν . ὁ δὲ Ὄλυμπος μουσικὸς ἦν , Μαρσύου μαθητής
οὖν ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ τοῖς δρυμοῖς καὶ ἐν τοῖς αὐλῶσιν . ὅσοι δὲ λέγουσι θῆλυν ἔλαφον τὰ κέρατα μὴ
6903160 λοφιης
ὅτε καὶ πελάσειε παρ ' ᾐόσιν , αὐτίκα κοῦρος ἁψάμενος λοφιῆς διερῶν ἐπεβήσατο νώτων : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσπασίως
ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς μοῦνον ἔδειξεν :
6901674 πελαγιον
δρόμος , καὶ ξόανα τούτων ἕστηκεν ἀμφοτέρων . ἐκεῖθεν δὲ πελάγιον ποιησάμενοι τὸν πλοῦν εἰς Λευκάδα κατάγονται , κατεχόντων ἔτι
, ὁμοίως δὲ καὶ αἱ παραθαλάσσιοι ἀκταὶ ἠχοῦσαι ἐν εὐδίᾳ πελάγιον ἄνεμον καταγγέλλουσι , πολλοῦ δὲ ὄντος ἀνέμου ἐὰν μὴ
6900563 ληϊον
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον :
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ
6894074 ιῃ
Παρθένου ἐπιτέλλουσι : καὶ ἐτησίαι λήγουσιν . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Προτρυγητὴρ φαίνεται : ἐπιτέλλει δὲ καὶ Ἀρκτοῦρος
τῇ εῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Στέφανος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ
6892538 ποικιλειμων
τὸ πεποικίλθαι τοῖς ἄστροις . φάος ] τὴν ἡμέραν . ποικιλείμων ] ποικιλολείμων τις οὖσα καὶ ποικιλείμων , ἢ ἡ
ποικιλείμων ] Ἡ καλλωπιζομένη τοῖς ἄστροις ὥσπερ λειμών . : ποικιλείμων ] Ὡς ἱμάτιον ἐνδεδυμένη τὰ ἄστρα , καλλωπιζομένη τοῖς
6887013 τριγληνα
ἀραρυίῃ , ἐν δ ' ἄρα ἕρματα ἧκεν ἐϋτρήτοισι λοβοῖσι τρίγληνα μορόεντα : χάρις δ ' ἀπελάμπετο πολλή . κρηδέμνῳ
ἠέλιον ὥς : ἕρματα δ ' Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα μορόεντα , χάρις δ ' ἀπελάμπετο πολλή : ἐκ
6882795 κυανεην
' ἀείρει βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος
γαιάων , ἀλλ ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ
6881712 ἀναπρος
τοῖς γόνασιν ἄλλον , ἐφ ' ἑκατέρων τῶν ποδῶν πάλιν ἀναπρὸς ἕνα , ἡ δ ' ἔκχυσις τοῦ ὕδατος ἐξ
ἄλλα κἂν δυὸ ψηφίτζια , πεντάπλασον , ἑξάπλασον , βαλὼν ἀναπρὸς ἕνα , σὺν αὐτῷ πρόσθες καὶ ὀκτὼ , ἑπτάπλασον
6881383 ἐχινοις
τρόφιμος υἱὸς πορφυρᾶς . * * * * λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε .
. καὶ περιληφθείσης τῆς κρηπῖδος ὅμοιον γίνεται τοῖς θαλαττίοις περιγεγραμμένοις ἐχίνοις . ὁ δὲ Σίφνιος Δίφιλος ἱστορεῖ ὡς ἡ μαλάχη
6879396 φραγμοις
οὐ πόρρω θαλάσσης . Δρακοντία μεγάλη φύεται ἐν συσκίοις καὶ φραγμοῖς . καυλὸν δ ' ἔχει λεῖον , ὀρθόν ,
τὸ ὑπὸ αἱμασιῶν περιεχόμενον αἱμασιὰν καλοῦσιν . αἱμασιαῖς : τοῖς φραγμοῖς κυρίως τοῖς ἠκανθωμένοις . αἱματοπώτης : οἱ Ἀττικοὶ μηκύνοντες
6876186 βοτρυσι
ἐστεμμένον μίτραις . αὕτη δ ' ἐστεφάνωτο κισσίνῳ χρυσῷ καὶ βότρυσι διαλίθοις πολυτελέσιν . εἶχε δὲ σκιάδα καὶ ἐπὶ τῶν
νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς ὡραίοις , καὶ κατάκομα τῶν δένδρων
6875963 διαυλοις
ἔνθα ἢ τῇ θαλάσσῃ καὶ γῇ ὡς ἂν εἴποι τις διαύλοις : τὰ γὰρ κύματα ἐκχεῖται καὶ ὑπονοστεῖ . ἄλλως
Σαλαμῖνι καὶ Πλαταιαῖς . . . ὡς ἂν εἴποι τις διαύλοις . τὰ γὰρ κύματα ἐκχεῖται καὶ ὑπονοστεῖ . .
6865918 ἀρκευθον
. βούφθαλμον ἤτοι τὸ μέγα λούλουδον . βράθεως : ἤτοι ἄρκευθον . βόλβιτα τὸ τοῦ βοὸς ἀφόδευμα . βόμβυλος ἤτοι
πλείους καὶ εἶναι πυκνόρριζον καὶ βαθύρριζον . ἐπιπολῆς δὲ καὶ ἄρκευθον καὶ κέδρον : καὶ κλήθρας λεπτὰς καὶ ὁμαλεῖς :
6863730 πελαγεσι
ἡ ἐχενηῒς ἑταίρη καὶ φίλη , ἢ καὶ αὐτὴ ἐν πελάγεσι διατρίβει . Ἣ δή τοι : ἥτις , παρέλκει
βορβόροις παρὰ τὸ κτεῖναι ἅμα . τενάγεσσι : πλατείαις βαθέσι πελάγεσι παρὰ τὸ τείνειν ἔξω τὸ ἄγος ἢ τὸ μίασμα
6856299 δενδρικων
καιρόν : κατὰ μὲν τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν τοῖς βλαστοῖς τῶν δενδρικῶν καρπῶν τῶν τότε συνακμαζόντων , κατὰ δὲ τὴν θερικὴν
ἐὰν δὲ τὴν κόμην πρὸς βορρᾶν ἀποτείνῃ , λύπας καὶ δενδρικῶν καρπῶν ἀφορίας ἀποτελέσει . ἐν δὲ Αἰγοκέρωτι ἀμαυρωθεὶς τῷ
6854253 ἑρματι
. , : Ἔνιοι ἐπισχόμενον συσσημαίνειν τὸν προσάγοντα τῷ † ἕρματι τὸ ποτήριον . ἐνταῦθα ὁ Θρᾷξ Διονύσιος φησὶ τὴν
. : Χρησμοῦ γὰρ γενομένου τοῖς οἰκίζουσι Λέσβον , ὅταν ἕρματι πλέοντες προστύχωσιν , ὃ καλεῖται Μεσόγειον , τότε ἐνταῦθα
6852826 ἡπλωμενον
παράωρον , ἤγουν ἠμελημένον , ἠφανισμένον . ἤγουν ἔκλυτον , ἡπλωμένον . . ἄτιμον , ἀπόβλητον , μηδεμιᾶς φροντίδος ἀξιούμενον
μέγα , μακρότητα . ἧκε : ἔβαλεν . Ἐκτάδιον : ἡπλωμένον , ἐξηπλωμένον . Ἐπόρουσε : ὥρμησεν . ἔσπασε :
6852776 ἁλμυροις
καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἐπί τινος παροξυνομένου καὶ ἐμοῦντος φλέγμα ἁλμυροῖς χρήσασθαι , οἷόν τε τῇ καλουμένῃ ἐγκατηρᾷ καὶ ὑδρογάρῳ
καὶ ἀθάνατοι , φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ , ἁλμυροῖς δ ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι . ἀπεόντος δ
6851147 ἐπιπεμπουσι
ὀργάνοις μέσοις πολλοῖς οἱ θεοὶ χρώμενοι τὰ σημεῖα τοῖς ἀνθρώποις ἐπιπέμπουσι , δαιμόνων τε ὑπηρεσίαις καὶ ψυχῶν καὶ τῆς φύσεως
φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν , οἵους δὲ παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι ; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν
6849289 Ἰδηι
: εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον , ἣ τότ ' ἐν Ἴδηι μακροτάτη πεφυυῖα δι ' ἠέρος αἰθέρ ' ἵκανεν .
Ἐπιμενίδης ὁ τὰ Κρητικὰ ἱστορῶν φησίν , ὅτι ἐν τῆι Ἴδηι συνῆν αὐτῶι , ὅτε ἐπὶ τοὺς Τιτᾶνας ἐστράτευσεν .
6841331 πυρφορον
συντελεῖ . ὁ δὲ νοῦς οὕτως : ὁ δὲ Ζεὺς πυρφόρον καὶ τεφρώδη κεραυνὸν προσέρρηξεν ἀμφοτέροις , ὁμοῦ δὲ ἐκαίοντο
Ὦ μέγα χρύσεον ἀστεροπῆς φάος , ὦ Διὸς ἄμβροτον ἔγχος πυρφόρον , ὦ χθόνιαι βαρυαχέες ὀμβροφόροι θ ' ἅμα βρονταί
6839168 ἀκριδος
. ὄρος μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς . Πάρνοψ . ἀκρίδος εἶδος . Παρόν . ἐξόν , δυνατόν , δέον
τῷ Ἅιδῃ προΐαψας . . . . βροῦχος : εἶδος ἀκρίδος : παρὰ Ἀριστοφάνης Ὄρνισι : βρύκους ' ἀπέδεσθαί μου
6837203 νεμεεσσι
νεμέεσσι δὲ τοῖς πρὸς νομὴν ἐπιτηδείοις . * καὶ ἐν νεμέεσσι : καὶ ἐν τοῖς τόποις περιεκτικοῖς βοσκῆς * φωλεύει
ἐν κνημοῖσι ] ἐν τοῖς τραχέσι καὶ δυσβάτοις τόποις ἐν νεμέεσσι ] γράφεται ἐν κνημοῖσι Φαλακραίῃς : Φαλάκρα δὲ ἀκρωτήριον
6836874 ῥοθον
τὴν ἄδικον κρίσιν αὐτῶν . . ῬΟΘΟΣ ἙΛΚΟΜΕΝΗΣ . Τὸν ῥόθον οἱ μὲν ἤκουσαν τὸν ψόφον , ὅθεν καὶ ῥόθιον
, αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν τῆς θαλάσσης ῥαιβοῖσι δὲ
6836477 περικαλυπτειν
: εὐσχημόνως οὐ δεῖ τοὺς λόγους λέγειν καὶ περιστέλλειν καὶ περικαλύπτειν , ἀλλ ' ἐκ τοῦ ἐναντίου ἐμφαίνειν καὶ ἄντικρυς
' ὃ καὶ ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ '
6835120 δικελλαις
τοὺς καταβαλλομένους ἐνδρομίδας ἔχοντας ὑποβαίνειν καὶ τὰς μὲν προπειράζοντας ταῖς δικέλλαις ἀνα - σκάπτειν , τοὺς δὲ τοῖς κηπουρικοῖς κτεσὶν
. ΧΑΛΚΩι Δ ' ΕΡΓΑΖΟΝΤΟ . Ἐν χαλκῷ ἐργαλείῳ : δικέλλαις , ἀξίναις , καὶ λοιποῖς . . ΣΦΕΤΕΡΗιΣΙ .
6831700 ἐτερπομην
, οὐδ ' ἐφεισάμην ἥβης , ἔχους ' ἐν οἷς ἐτερπόμην ἐγώ . καίτοι ς ' ὁ φύσας χἠ τεκοῦσα
πυρρὸν νευρῶδες ἔσω καὶ ἔξω ἐντρέχον ἐνέβαλέ μοι , κἀγὼ ἐτερπόμην . ἡ δὲ μήτηρ ἀκούσασα ἔφη ὦ τέκνον ,
6830265 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
6824688 ἀρδῃ
Αἰγύπτῳ ποταμὸς καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ταῖς ἐπιβάσεσι πλημμυρῶν ὅταν ἄρδῃ τὰς ἀρούρας , τί ἕτερον ἢ ὑετός ἐστι κάτωθεν
ἀμβλωθρίδια , ἠλιτόμηνα : ὅσα δὲ ἂν ἐπινίφων ὁ θεὸς ἄρδῃ , τέλεια καὶ ὁλόκληρα καὶ πάντων ἄριστα γεννᾶται .
6823603 ἀρκτικοις
δὲ τούτου τὴν αἰτίαν αὐτός : μὴ γὰρ κατομβρεῖσθαι τοῖς ἀρκτικοῖς μέρεσι , καθάπερ οὐδὲ τὴν Αἰθιοπίαν φασί : διὸ
δὲ λέγειν τὰ παρὰ τοὺς ἡλίους : ταῦτα δὲ πάντες ἀρκτικοῖς καὶ μεσημβρινοῖς κλίμασιν ἀφορίζουσι : καὶ μὴν ἀνατολικά τε
6821489 αἰθαλοεσσα
δὲ παρὰ ἀμιχθόεις , τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα , ὡς αἰθαλόεις αἰθαλόεσσα καὶ αὐδήεις αὐδήεσσα , καὶ παιπαλόεις παιπαλόεσσα καὶ πλεονασμῷ
μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή , πολλάκι δ ' αἰθαλόεσσα μελαινομένη ὑπὸ βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς
6820794 Βακτριοις
ξὺν δυνάμει πολλῇ . Βεβοηθήκεσαν γὰρ Δαρείῳ Ἰνδῶν τε ὅσοι Βακτρίοις ὅμοροι καὶ αὐτοὶ Βάκτριοι καὶ Σογδιανοί : τούτων μὲν
ταύτης Ἀρχέλαον τὸν Ἀνδρόκλου τῶν ἑταίρων : τοῖς δὲ ἄλλοις Βακτρίοις οὐ χαλεπῶς προσχωρήσασιν ἐπέταξε σατράπην Ἀρτάβαζον τὸν Πέρσην .
6816099 θαλπεσιν
κεραυνὸν , κατ ' οὐδὲν ἴσον τοῖς μεσημβρινοῖς τοῦ ἡλίου θάλπεσιν , ἀλλὰ φλέγοντα καὶ ἀπολλύντα . . δρᾶν ]
τοῖς μέλλουσι δεινοῖς , ἱδρῶτι καὶ πνεύματι καὶ ἄσθματι καὶ θάλπεσιν ἀσκιάστοις καὶ κρυμοῖς ὑπαίθροις ἐγγυμναζόμενα . Παραπλησίως δὲ γυμναζέτω
6815955 ἀνεμιχθησαν
τὴν θυσίαν τοὺς Διοσκούρους . οἱ νεανίσκοι δὲ ὡς ἅπαξ ἀνεμίχθησαν , διεξήλαυνον διὰ πάντων παίοντες τοῖς δόρασι , καὶ
τε ἐξεστρατεύοντο καὶ ὡς τὴν Βοιωτίαν διώδευον οἱ Βοιωτοί σφισιν ἀνεμίχθησαν : οὕτω δὴ ἀμφότεροι τοῖς βαρβάροις ἐπακολουθοῦντες ἐλόχων τε
6815409 μανης
. ἐλέγετο δὲ ὁ ἀνδριὰς ὁ ὑπὸ τὸ ὕδωρ κεκρυμμένος μάνης . κοτταβίζειν : παίζειν . εἰς χαλκᾶς φιάλας ,
παρέθετο τὰ ἰαμβεῖα καὶ Δίδυμος καὶ Πάμφιλος . καλεῖται δὲ μάνης καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ κοττάβου ἐφεστηκός , ἐφ '
6814904 στρωμασι
μὲν γὰρ δημοσίᾳ φανέντος , Ἡφαιστίων ἦν ἀφανὴς ἐν τοῖς στρώμασι κατακείμενος , καὶ συνασκῶν ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους :
ψακαστοῖς , φησὶν Ἔφιππος . Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά

Back