ἔνθα ἢ τῇ θαλάσσῃ καὶ γῇ ὡς ἂν εἴποι τις διαύλοις : τὰ γὰρ κύματα ἐκχεῖται καὶ ὑπονοστεῖ . ἄλλως
Σαλαμῖνι καὶ Πλαταιαῖς . . . ὡς ἂν εἴποι τις διαύλοις . τὰ γὰρ κύματα ἐκχεῖται καὶ ὑπονοστεῖ . .
7717309 ἐπεστεναχοντο
' ἀλεγεινὸν μίγδα περιτρίζουσι διηνεκὲς ἀλλήλῃσιν : ὣς Τρῳαὶ Δαναοῖσιν ἐπεστενάχοντο δαμεῖσαι : ἴσην δ ' αὖ καὶ ἄνασσα φέρεν
ἐπάλξεσιν : ἔβραχε δ ' εὐρὺς αἰγιαλὸς καὶ νῆες , ἐπεστενάχοντο δὲ μακρὰ τείχεα βαλλομένων . Κάματος δ ' ὑπεδάμνατο
7690480 θεεν
, ὃ λέγεται ἴτυς . „ ἄντυξ , ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας
δ ' ἐλάτην χαμάδις βάλεν , ἐς δὲ κέλευθον τὴν θέεν ᾗ πόδες αὐτοὶ ὑπέκφερον ἀίσσοντα . ὡς δ '
7611195 διενται
θήρην ὁπλίζεο τοῖα γένεθλα αἰχμητῶν σκυλάκων , τοὶ κνώδαλα πάντα δίενται . χροιαὶ δ ' ἀργενναί τε κακαὶ μάλα κυάνεαί
; αἳ δέ τ ' ἄνευθεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται . οὔτε νεώτατός ἐσσι μετ ' Ἀργείοισι τοσοῦτον ,
7605534 νυκτιπολον
ἡ δ ' αὐτὴ λέγεται Ἑκάτη , οἷον : Βριμὼ νυκτίπολον χθονίαν ἐνέροισιν ἄνασσαν . εἰρῆσθαι δέ , † ὅτι
ἡ δὲ αὐτὴ λέγεται καὶ Ἑκάτη . καὶ Ἀπολλώνιος Βριμὼ νυκτίπολον χθονίην ἐνέροισιν ἄνασσαν . . . . Βριμὼ ἡ
7594299 ἀσθμασι
Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν
ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου .
7583462 ἐντεσιν
ἡ χάρις ἐποπτεύειν ἅμα μὲν ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνων τε ἐν ἔντεσιν αὐλῶν ὅπερ νικῶσι τοῖς νικηφόροις συμβαίνει ποιεῖν . περιφραστικῶς
; Εἰ δέ τίς ἐσσι , ἔρχεο τείχεος ἐκτὸς ἐν ἔντεσιν , ὄφρα δαείης Ποίαντος θρασὺν υἷα καὶ ἔγχεσι καὶ
7576352 παμπρωτον
ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων : τοί μ ' , ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος , ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβˈριν , κᾶδος
] βραχείονι πάγχυ [ ] πιέζων . [ τελέσας ] πάμπρωτον ἀγῶνα [ μετόπισθε ] δυώδεκα πάντας ἀέθλους . [
7572379 Κιρκαιου
ἀπὸ τῶν Ὠστίων Λατίνη καλεῖται , πρότερον δὲ μέχρι τοῦ Κιρκαίου μόνον ἐσχήκει τὴν ἐπίδοσιν : καὶ τῆς μεσογαίας δὲ
χώρας . Τιτώνιόν τε χεῦμα : Τίτων ποταμὸς Ἰταλίας ἐγγὺς Κιρκαίου † ποταμοῦ ὃ Κίρκαιον ἀπὸ τῆς Κίρκης καλεῖται .
7571092 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
7560330 παγοι
μικροκαρπίᾳ δέ , καὶ τοῦ χειμῶνος κατορύττεται . οἱ δὲ πάγοι παρ ' αὐτοῖς τοιοῦτοί τινές εἰσιν ἐπὶ τῷ στόματι
. παρὰ τὸ οὐρεῖν καὶ φυλάττειν ἐν τοῖς πάγοις . πάγοι δὲ οἱ κρημνώδεις τόποι . Προοίμιον . τὸ λεγόμενον
7551686 ἱκανειν
τ ' ἠελίου : κέλομαι δ ' ἐπ ' ἄεθλον ἱκάνειν πρώτῃ ὑπ ' ἀμφιλύκῃ , ὅθ ' ἑωθινὸν ἀγροιῶται
ἐναντίον . ἐπ ' ἄεθλον : ἐπὶ τὸν πόνον . ἱκάνειν : ἀπελθεῖν . Πρώτῃ : τῇ πρώτῃ ἠῷ .
7526380 βομβησε
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ
7523252 ἠχουσιν
φωνὴ αὐτῶν ἐξακούεται , ὥσπερ καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴν λίμνην ἠχοῦσιν . ἐπεὶ οὖν διαλελοίπασι καὶ χορὸς ἐγεγόνει , διὰ
, πλησσομένου τούτου διὰ τῆς κρούσεως τοῦ πλήκτρου . ἡδέως ἠχοῦσιν . ᾠδαῖς . . Εἰ δ ' ἀληθῶς ,
7503414 βραχεισα
καὶ ἀποθετέον τὸν τράγον ἐκ τῆς εὐγενοῦς ὀλύρας . Κριθὴ βραχεῖσα πτίσσεται καὶ ἡλίῳ ξηραίνεται , εἶτ ' ἀποτίθεται οὕτω
συνδραμοῦνται πᾶσαι . καὶ ἀψίνθιον , ἢ σικύου ἀγρίου ῥίζα βραχεῖσα ὕδατι θαλαττίῳ , καὶ ῥανθεῖσα , ταύτας διαφθείρει .
7494185 περιτρεφεται
καὶ περκάζειν ἔτι λέγομεν τὴν σταφυλὴν τὴν ἤδη μελαινομένην . περιτρέφεται περιπήσσεται : ὅθεν καὶ τροφαλὶς τὸ πεπηγμένον γάλα .
λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν ὑγρὸν ἐόν , μάλα δ ' ὦκα περιτρέφεται κυκόωντι , ὣς ἄρα καρπαλίμως ἰήσατο θοῦρον Ἄρηα .
7493792 θαλασσιαις
τοῖς ἁρμοδίοις καὶ προσήκουσι τὴν αὐτοῦ παιδεύων ψυχήν . ὄφρα θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθείς : εἰς ταῦτα ἀτίταλλε τὸν Ἀχιλλέα
δαμασθέντες . πλαγαῖσι ] η . ἐν . ποντίαισιν ] θαλασσίαις . † σύστημα κατὰ περικοπὴν κώλων ιʹ . ἰώ
7480647 ἐπασσυτεροι
ουδέ ? ! ᾽ὁτο [ [ ] [ [ ] ἐπασσύτεροι ! : [ [ ] [ [ ] αιδε
μελίῃσι . Τοὶ δὲ θοοῖς φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψεκάδεσσι πῖπτον ἐπασσύτεροι : μέγα δ ' ἔστενεν ἄσπετος αἶα αἵματι δευομένη
7475210 περονῃσι
: μετέβαλον ὦν ἐς τὸν λίνεον κιθῶνα , ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται . Ἔστι δὲ ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ
ἀνείλκυσαν τὰ ἄρμενα . διακριδὸν δὲ διόλου ἢ διατεταμένως . περόνῃσι δὲ τοῖς πασσάλοις τοῖς κατὰ τὰ σανιδώματα καὶ τοὺς
7465838 ὑπαλυξεν
Ἄιδα Κῆρες ἀμείλικτοι φορέουσιν : οὐ γάρ τίς μ ' ὑπάλυξεν ἐν ἀργαλέῃ ὑσμίνῃ , ἀλλά μοι ὅσσοι ἔναντα λιλαιόμενοι
δὲ βόσκει ἐνδόμυχον μέλαν ὅπλον , ὅθεν θηρήτορας ἄγρης ῥηϊδίως ὑπάλυξεν , ὁμιχλήεντι βελέμνωι κυανέην βάψασα μελαινομένην χύσιν ἅλμης ,
7462251 ὀχοις
χρυσεοτεύκτοις Αἰγύπτου κατέχεις ἱερῆς γονιμώδεα λουτρά , ἢ καὶ κυκνείοισιν ὄχοις ἐπὶ πόντιον οἶδμα ἐρχομένη χαίρεις κητῶν κυκλίαισι χορείαις ,
. Ἑκάβη , λεύσσεις τήνδ ' Ἀνδρομάχην ξενικοῖς ἐπ ' ὄχοις πορθμευομένην ; παρὰ δ ' εἰρεσίαι μαστῶν ἕπεται φίλος
7459934 ἐυστεφανος
ἔοργας ἀτασθαλίῃσι πιθήσας . Σχέτλιε , ποῦ νύ τοί ἐστιν ἐυστέφανος Κυθέρεια ; Πῇ δὲ πέλει γαμβροῖο λελασμένος ἀκάματος Ζεύς
, ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ , φιλέῃ δέ ς ' ἐυστέφανος Δημήτηρ αἰδοίη , βιότου δὲ τεὴν πιμπλῇσι καλιήν :
7454341 ῥαιστηρ
παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος ὥστε παλιντυπές , οἱ δ ' ὁμάδησαν γηθόσυνοι
σφύρας , ὁ ἀπὸ τῶν σφυρῶν τοῖς χαλκεῦσι γινόμενος : ῥαιστὴρ ἡ σφῦρα , ὅθεν καὶ ἱδρὼς ῥαιστήριος ἀπὸ τῶν
7446384 βρωτηρας
ἔῃ , καὶ ῥῖγος , κἢν νάκος κἢν σισύρη . βρωτῆρας δὲ εἶναι τῶν τηλόθεν ἢ τῶν πολλοῦ πωλεομένων ἢ
ἄνις σμυγεροῖο τιθήνης ἠλοσύνῃ βρύκουσι κακανθήεντας ὀράμνους , οἷα νέον βρωτῆρας ὑπὸ γναθμοῖσιν ὀδόντας φαίνοντες τότε κνηθμὸς ἐνοιδέα δάμναται οὖλα
7444259 ἐπιβρισαντες
, ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα κελαινόρινον ὑπέρβιον ἄχθος ἀνάγκῃ κλῖναν ἐπιβρίσαντες , ὑπὸ ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν οὐρήων ταλαεργὸν ἔχειν
Τρώων ὑπὸ χείρεσιν . Οἳ δ ' ἅμα πάντες εἷλκον ἐπιβρίσαντες ἀολλέες , ἠύτε νῆα ἕλκωσιν μογέοντες ἔσω ἁλὸς ἠχηέσσης
7435736 αἰγιαλοισιν
μέλιτι δεύσας προσθεῖναι : φύεται δὲ ἐν Ἄνδρῳ ἐν τοῖσιν αἰγιαλοῖσιν . Ἕτερον : ὑστέρας ἀποκαθῆραι : λινοζώστιος κεκομμένης καὶ
δ ' ἐνέκυρσαν ἑτοίμῳ . Νάσσατο δ ' Ἀρτακίοισιν ἐφέστιος αἰγιαλοῖσιν . Δαίδαλα Μαυσώλων Ἣν Δρεπάνην κλείουσιν ἀπὸ Κρονίοιο σιδήρου
7418396 νεποδες
: καὶ ἐπ ' αὐτῆς τῆς θαλάσσης : Ὅμηρος : νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης : λέγεται δὲ καὶ ἐπιθετικῶς ἐπὶ τῶν
καὶ ἡ καρδία . νέποδες δ . . , : νέποδες : Ἀπίων ἄποδες . ἢ νηξίποδες ἢ ἀπόγονοι .
7417721 σασα
; ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος , ἔδεις ' ἀκού - σασα τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον , ὅτε τε σύριγγες κλάγξαν
τοῦ βασιλέως τοὺς Κυρηναίους πικρῶς ἐχειρώσατο , καὶ ἀναχωρή - σασα εἰς Αἴγυπτον ἐτελεύτησε , καθὼς ἱστορεῖ Μενεκλῆς , ὁ
7417013 κωπηεντα
αὔτως ἴομεν ἐκ νηῶν ὁδὸν ἀμφ ' ὤμοισιν ἔχοντες φάσγανα κωπήεντα καὶ αἰγανέας δολιχαύλους . δὴ τότ ' ἀριστῆες κοῦροι
δ ' ἔφυ ἀγριόμορφος χερσὶν δ ' ἀμφοτέραις ἔχεν ἄορα κωπήεντα . Ἐγκύκλιαι δινεῦντο περὶ βόθρον ἔνθα καὶ ἔνθα Πανδώρη
7416130 ἐπικριον
ἔσχατα πείρατα Πόντου . αὐτίκα δ ' ἱστία μὲν καὶ ἐπίκριον ἔνδοθι κοίλης ἱστοδόκης στείλαντες ἐκόσμεον , ἐν δὲ καὶ
τῶν ἱματίων πεποιημένου ἀρμένου : “ τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον . ” σπιλάδες ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι
7410946 πολυπτυχου
. ἐξ Ο . . . . πρώτῃσιν δὲ πύλῃσι πολυπτύχου Οὐλύμποιο : οὐχ ὡς καὶ ἄλλων οὐσῶν , ἀλλ
κέλευσε θεοὺς ἀγορὴν δὲ καλέσσαι , κρατὸς ἀπ ' Οὐλύμποιο πολυπτύχου . ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἀγγέλῳ κελεύει καθάπερ Ἴριδι
7407480 σπιλαδεσσι
τῷ καί μιν προτέροισι λεοντοδέρην ὀνομῆναι ἥνδανεν ἡμιθέοισι , κατάστικτον σπιλάδεσσι πυρσῇσιν λευκαῖς τε , μελαινομέναις χλοεραῖς τε . Τὸν
ἀναψαμένη : ἀναδήσασα , δήσασα , ἀναπετάσασα , ἀνακρεμάσασα . σπιλάδεσσι : πέτραις τραχείαις , πέτραις . Ὀλίγαι : μικραί
7405794 Ἑσπερος
καὶ περὶ τῶν οὐρανίων ἀκριβέστατα διδάσκειν , οὗ καὶ υἱοὶ Ἕσπερος καὶ Ὕας , καὶ θυγατέρες Πλειάδες καὶ Ὑάδες φιλαδελφόταται
, δηλοῖ δὲ τὴν πρόσοδον : ἔσμιον τὸ νόστημον : Ἕσπερος : ἔσσα : ἐσσὴν ὁ βασιλεὺς , ἢ ὁ
7404980 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
7404297 ὀπωπαις
ὕπερθε νεύει ἐπισκυνίοισι μεσόφρυα , καὶ πυρόεντες ὀφθαλμοὶ χαροπαῖσιν ὑποστίλβοντες ὀπωπαῖς : ῥινὸς ἅπας λάσιος : κρατερὸν δέμας : εὐρέα
ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ νιφετοῖσι γεγραμμένα πάνθ ' ἅμ '
7402043 ἀκταις
τὴν πατρίδα τὸ πένθος αὐτοῦ παρεσήμηνεν . δειναῖσιν ταῖς δειναῖς ἀκταῖς δηλονότι τῆς θαλάσσης , παρὰ ταῖς ἀρχαῖς τοῦ ὕδατος
ἦλθες , ὦ παῖ Πηλέως . οὐ μὴν ἐπ ' ἀκταῖς γ ' ἐστὶ κωπήρης στρατός , οὔτ ' οὖν
7400237 βουτυπος
ἐν τῷ θέρει , καθὼς τοὺς βόας ἐκκεντᾷ ὁ λεγόμενος βουτύπος , ἰδίως δ ' οἰστροκεντίον . θοήν : ὀξεῖαν
τῶν ποδῶν , φησί , σταθεὶς καὶ ἐκτείνας ἑαυτὸν ὡς βουτύπος τὴν χεῖρα ἑαυτοῦ κατέφερεν : ἐπιόντος δὲ αὐτοῦ ὁ
7397714 δρυμων
θανεῖται , πόντιον φυγὼν σκέπας , κόραξ σὺν ὅπλοις Νηρίτων δρυμῶν πέλας . κτενεῖ δὲ τύψας πλευρὰ λοίγιος στόνυξ κέντρῳ
ἀπέθανε μαχόμενος τῷ Τηλεγόνῳ . * Νηρίτων τῶν τοῦ Νηρίτου δρυμῶν ἐγγύς . * * στόνυξ πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ
7395456 φαινοντο
ἰδ ' ἐγκεφάλοιο θέμεθλα . Τοῦ δ ' ὁτὲ μὲν φαίνοντο μεμιγμένοι αἵματι πολλῷ ὀφθαλμοί , ὁτὲ δ ' αὖτε
ἤλυθεν Ἠώς : τοῖσι δ ' ἄρ ' Ἰδαίων ὀρέων φαίνοντο κολῶναι Χρῦσά τε καὶ Σμίνθειον ἕδος καὶ Σιγιὰς ἄκρη
7393563 καθευδουσι
λυπρᾶς , ἔτι δὲ ὑδάτων ῥύσεις ναματιαίων ἐχούσης ὀλίγας , καθεύδουσι μὲν ἐπὶ τῶν δένδρων διὰ τὸν ἀπὸ τῶν θηρίων
πιστάκια καὶ ᾠὰ καὶ ῥοιαὶ ὑπάρχουσι . πάλιν οἷα τοῖς καθεύδουσι , τοιαῦτα καὶ τοῖς ἐγρηγορόσιν . ὅτι μὲν οὖν
7393542 πλεει
. πλώει : πλέει : πρό τινων ἡμερῶν ὁ ἁλιεὺς πλέει εἰς ἕνα τόπον φύκια ἔχοντα , οἷς ὑποτίθησι λίθους
καὶ νῆα αὐτό φησι τὸ ὄστρακον ὃ φορεῖ καὶ ᾧ πλέει , ὅτε δὲ βλάβην τινὰ ἐπαγομένην αὐτοῦ νοήσει .
7390577 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
7388453 ὑπαιθα
: ὁμοίως καὶ τὸ ὕπαι βαρύνεται : λέγεται δὲ καὶ ὕπαιθα κατ ' ἐπέκτασιν τῆς θα συλλαβῆς : σημειωτέον δὲ
φεύγων ἀπέβη . . . . ἡ δέ θ ' ὕπαιθα φοβεῖται : ὅτι καὶ νῦν σαφῶς ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν
7388030 προτονοισιν
' εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες , κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν , ἕλκον δ ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν
' εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες , κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν , ἕλκον δ ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι
7387349 ἀϋτμην
, φλοίσβου τε καὶ ἀργαλέοιο κυδοιμοῦ παύσωνται , στονόεσσαν ἀποπνεύσαντες ἀϋτμήν . καὶ τότ ' ἀπειρέσιον νεκύων ἐρύουσιν ὅμιλον ξυνῷ
γ ' ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν ; ἦέ ς ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ ' ἐπὶ
7382002 θεσπεσιῃ
ἐπέεσσιν ἕστασαν : οἱ δ ' ἀνόρουσαν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ ἠχῇ θεσπεσίῃ , δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή . νύκτα μὲν
φωνήσας ἡγήσατο , τοὶ δ ' ἅμ ' ἕποντο ἠχῇ θεσπεσίῃ : ἐπὶ δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος ὦρσεν ἀπ ' Ἰδαίων
7381265 ἐφεστιος
αἰχμῇ : τρώσει : παραδοξόλογος . Πηλοῖσι : βορβόροις . ἐφέστιος : ἐγκάτοικος . ὠμοφάγος : ἀπηνὴς εἰς τὴν βρῶσιν
. στείχοιμ ' ἄν : ἐλθὼν δ ' ἐς δόμους ἐφέστιος σκευῆι πρεπόντως σῶμ ' ἐμὸν καθάψομαι , κἀκεῖθεν ἥσω
7376285 πορφυρουσα
ὥς τε θύραζε ἤιεν : οὐδέ τιν ' ἄλλον ὀίσσατο πορφύρουσα ἔμμεναι ἀνέρα τοῖον : ἐν οὔασι δ ' αἰὲν
ἐφύπερθε καλύπτρῃ ἕσπετο νισομένοιο κατ ' ἴχνιον ἀνδρὸς ἑοῖο αἰδοῖ πορφύρουσα παρήιον , ἠύτε Κύπρις , εὖτέ μιν Οὐρανίωνες ἐν
7374889 Ἀελλω
ἴσην ἁρπυίαις ὁπλαῖς εἶπεν . Ἅρπυιαι δὲ μυθικῶς δαίμονές τινες Ἀελλὼ καὶ Ὠκυπέτη καὶ Κελαινὼ Ἴριδος ἀδελφαὶ καὶ θυγατέρες Θαύμαντος
. Θαύμαντος μὲν οὖν καὶ Ἠλέκτρας Ἶρις καὶ ἅρπυιαι , Ἀελλὼ καὶ Ὠκυπέτη , Φόρκου δὲ καὶ Κητοῦς Φορκίδες καὶ
7372398 ἐλῃζοντο
ἂν δύναιντο , εἰθισμένοι ἀπὸ πολέμου βιοτεύειν : αἰεὶ γὰρ ἐλῄζοντο ἢ ἐμισθοφόρουν , πολλάκις μὲν παρὰ τῷ Ἰνδῶν βασιλεῖ
Λυσιτανοὶ καλοῦνται , Πουνίκου σφῶν ἡγουμένου , τὰ Ῥωμαίων ὑπήκοα ἐλῄζοντο καὶ τοὺς στρατηγοῦντας αὐτῶν , Μανίλιόν τε καὶ Καλπούρνιον
7370122 διας
Ἑλένηι Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , / ὃς ἀντὶ δίας ψεκάδος Αἰγύπτου πέδον / λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας
σεʹ . Διαστολή ἐστιν ἄρσις καὶ οἷον ἐπανάστασις καρ - δίας καὶ ἀρτηριῶν καὶ ἐγκεφάλου καὶ μηνίγγων κατὰ μῆκος καὶ
7370092 δηθακις
συναντόμενοι ζωὴν διέκερσαν . νυκτὶ δὲ γεινομένους καὶ παμφεγγὴς Ὑπερίων δηθάκις ἀκτίνεσσιν ἑαῖς πνοιῆς ἀπάμερσεν . πᾶσαν δ ' αὖτ
κείνων βίον ἠέξησεν : καὶ δὲ γυναικείοισιν ἐπ ' ἔργοις δηθάκις ἄνδρας ἵδρυς ' , ᾧ καὶ χρήματ ' ἰδὲ
7368480 ἡβωωσα
ἡμερὶς ἡ ἄμπελος , ὥς φησιν Ὅμηρος : “ ἡμερὶς ἡβώωσα ” . εἴρηται δὲ διὰ τὸ ἡμερῶσαι τὸ τῶν
. . . . . . . δ . ἡμερὶς ἡβώωσα . ἡμερίς ἅπαξ εἰρημένον . . : τὴν ἄμπελον
7364722 μισγετο
χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [
ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα
7363191 δηθυνει
εἰ δέ τε κούρην Ἀστραίην διίῃσι κερασφόρος ἀργέτα Μήνη , δηθύνει κλόπιον , χρόνιον δ ' ἀναφαίνεται αὖτις : δήεις
ἢ ἐπίπροϲθεν ἐϲ νύκτα . ἥδε ἡ περίοδοϲ οὐ κάρτα δηθύνει . καὶ τιϲὶ μὲν ἡ κεφαλὴ ἀλγέει πᾶϲα :
7361544 Ὀρφηος
: Μοῦσαι δ ' ὑποφήτορες εἶεν ἀοιδῆς . Πρῶτά νυν Ὀρφῆος μνησώμεθα , τόν ῥά ποτ ' αὐτή Καλλιόπη Θρήικι
τοίγε κόπτον ὕδωρ δολιχῇσιν ἐπικρατέως ἐλάτῃσι . ἑσπέριοι δ ' Ὀρφῆος ἐφημοσύνῃσιν ἔκελσαν νῆσον ἐς Ἠλέκτρης Ἀτλαντίδος , ὄφρα δαέντες
7360937 αἰθομενῳ
εἱλίσσονται . τοὺς πάντας καλέουσιν Ὕδωρ . Αὐτὰρ ὑπ ' αἰθομένῳ κέντρῳ τέραος μεγάλοιο Σκορπίου , ἄγχι νότοιο , Θυτήριον
κατὰ βασμὸν ἔασι [ ] ι ἀκρήτοιο θερείης [ ] αἰθομένῳ πυρὶ γείτων [ ] [ ] α πολυσπερέων [
7360517 ἠριον
τίνα φησί : ἐν πόλει Τροιζηνίᾳ : ἐν Τροιζῆνι γὰρ ἠρίον Ἱππολύτου ἐν ᾧ ἀποκείρονται αἱ μελλόνυμφοι : διὰ τοῦ
τάφου φοιτῶσι . λέγουσι δὲ οἱ τὴν Τρωάδα ἔτι οἰκοῦντες ἠρίον εἶναί τι τῷ τῆς Ἠοῦς Μέμνονι ἄνετον : καὶ
7355904 εἰσενοησαν
ἠύτε Κύπρις , εὖτέ μιν Οὐρανίωνες ἐν ἀγκοίνῃσιν Ἄρηος ἀμφαδὸν εἰσενόησαν ἑὸν λέχος αἰσχύνουσαν δεσμοῖς ἐν θαμινοῖσι δαήμονος Ἡφαίστοιο ,
' οὐρανὸς ὄρθρον : καὶ τότ ' ἀριστῆες Μινύαι νέκυν εἰσενόησαν αἵματι καὶ κονίῃ πεπαλαγμένον : ἀμφὶ γὰρ ἄλλοι δήϊοι
7353429 ἀμαθοιο
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ
7353018 ἐκελσαν
ὁμαλή τις καὶ εὔδιος . παλιμπνοίῃσιν : ἐναντίαις πνοαῖς . ἔκελσαν : ὥρμισαν . καί μιν κυδαίνοντες : τὸν Δόλοπα
τήν γε λίποντο συνθεσίῃ , τοὶ μέν ῥα διάνδιχα νηυσὶν ἔκελσαν σφωιτέραις κρινθέντες : ὁ δ ' ἐς λόχον ᾖεν
7350992 ἱεροισι
Διώνυσον ἐν Λίμναισιν ἰαχήσαμεν , ἡνίχ ' ὁ κραιπαλόκωμος τοῖς ἱεροῖσι Χύτροισι χωρεῖ κατ ' ἐμὸν τέμενος λαῶν ὄχλος .
παντὸς ἑκάστοις ὁ πρῶτος ἐνιαυτός : ὃν γεγράφθαι χρεὼν ἐν ἱεροῖσι πατρῴοις ζωῆς ἀρχή . κόρῳ καὶ κόρῃ παραγεγράφθω δ
7350840 κεχαρημενος
ἱκνεῖται φόρτον γενύεσσιν ἀγινῶν . αὐτὰρ ὅ γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος
τραπέζῃ τέρπονται κρητῆρος ἀμοιβαίοις δεπάεσσιν : ὣς ὁ μὲν ἀσπαλιεὺς κεχαρημένος ἐλπωρῇσι μειδιάᾳ , δείπνοις δὲ νέοις ἐπιτέρπεται ἰχθύς .
7347733 ἀαγες
ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι , χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον , αἰὲν ἀαγές . καὶ Τιτυὸν εἶδον , Γαίης ἐρικυδέος υἱόν ,
. . ἀαγές : ἄθραυστον , ἀαγής καὶ τὸ οὐδέτερον ἀαγές : ἢ τὸ ἄθραυστον κατὰ στέρησιν ἢ τὸ πολύθραυστον
7346733 Γαληνη
Πατρεύς φησι : Ἰχθύος δὲ γίνεται καὶ Ἡσυχίας τῆς ἀδελφῆς Γαλήνη καὶ Μύραινα καὶ Ἠλακατῆνες . ΘΥΝΝΟΣ . τοῦτόν φησιν
ἡ Μοῖρα τῆς Νεφέλης πολλῷ δυνατωτέρα . Εἶδες , ὦ Γαλήνη , χθὲς οἷα ἐποίησεν ἡ Ἔρις παρὰ τὸ δεῖπνον
7345774 ἀκωκαι
ἀμυνέμεναι πεφύασι , πικραί τ ' ὀξεῖαί τε χόλου πυρόεντος ἀκωκαί . ὅσσοις δ ' οὔτε βίην θεὸς ὤπασεν οὔτε
οὔτε κρατεροὶ γενύων τάμνουσιν ὀδόντες , οὔτε σιδηρείων ὀνύχων πείρουσιν ἀκωκαί . αὐτὰρ ὁ μαψίδιον φθινύθει πόνον , ἄκριτα θύων
7342983 παντοθε
ζώοντα μετέμμεναι Ἀργείοισιν . Ὣς εἰπὼν ὤμοισι πατρώια δύσετο τεύχη πάντοθε μαρμαίροντα : Θέτις δ ' ἠγάλλετο θυμῷ ἐξ ἁλὸς
πάγχυ μογῆσαι . Τοὔνεκά μιν κατὰ βένθος ἐδάμνατο δηρὸν ὀιζὺς πάντοθε τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο
7342603 ὁμοπτεροι
, Σουσίδαις φίλος ἄκτωρ ; πεζοὺς γάρ σφε καὶ θαλασσίους ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾶες μὲν ἄγαγον , ποποῖ , νᾶες δ
νέπτυες , καὶ νέποδες : ἰσήλικες δὲ ὁμόσφυροι , καὶ ὁμόπτεροι , καὶ ὁμότριχες : τοὺς δ ' ἀκολούθους ,
7340084 Σεριφος
, χάλασμα . Φησὶν Ἀπολλόδωρος . . , : Γραῦς Σέριφος : Ἀπολλόδωρος φησὶν , ὅτι ἐστί τις παροιμιώδης λεγομένη
κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς Σέριφος : Ἀπολλόδωρος φησίν , ὅτι ἔστι τις παροιμιώδης λεγομένη
7337634 ἀριστευουσιν
τὴν τάξιν ἐκδώσομεν : ἐγὼ προλέγω πρὸ τῶν ἔργων τοῖς ἀριστεύουσιν , ἂν ἀφῇ τις τῇ ἀ τοῦτον ἐκδίδωμι .
; κοίρανος ἰφθίμοισι καὶ ἀπτολέμοισι κελεύει . οὐκ αἰεὶ θεράποντες ἀριστεύουσιν Ἀθήνης : ὠκύμοροι θνῄσκουσιν ὑποδρηστῆρες Ἐνυοῦς . τοίην κοιρανίην
7337502 ὀτριχας
τοῦ α εἰς ο ὅσιος . . . , : ὄτριχας οἰέτεας : οἷον ὁμότριχας . καὶ ἐν τῷ οἰέτεας
' ὀπισθίδια . ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὑμὲ τοὺς ὄτριχας ἐξορμίζομαι πλόον δοκάζων : ποντίναι γὰρ ἤδη τοῖς ταλικοῖσδε
7337341 λοφιης
ὅτε καὶ πελάσειε παρ ' ᾐόσιν , αὐτίκα κοῦρος ἁψάμενος λοφιῆς διερῶν ἐπεβήσατο νώτων : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσπασίως
ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς μοῦνον ἔδειξεν :
7335853 μετηορος
ἐτύχθη . ἐξ ἁλὸς ἤπειρόνδε πελώριος ἄνθορεν ἵππος ἀμφιλαφὴς χρυσέῃσι μετήορος αὐχένα χαίταις : ῥίμφα δὲ σεισάμενος γυίων ἄπο νήχυτον
βεβολημένος Ἀρκτούροιο : ” Ἀργὼ δ ' εὖ μάλα πᾶσα μετήορος ἵσταται ἤδη . „ Δοκεῖ οὖν μοι πεπλανῆσθαι ὁ
7335158 συρομενη
εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος
δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα
7334666 Ἀχαια
Ἰσθμόν . Ἰσθμὸς γῆ στενὴ ἀμφιθαλάσσιος καθ ' ἣν ἡ Ἀχαία τῇ Πελοποννήσῳ συνάπτεται . Κιθαιρῶνος . . . Πάρνηθος
Παναχαιίδα δὲ τὴν Θεσσαλίαν φησίν , ὅτι αὕτη πρώτη ἐκλήθη Ἀχαία ἀπὸ Ἀχαιοῦ τοῦ Ξούθου . πυρὶ δῃώσειαν : συμφλέξειαν
7329937 ἀλκηεντες
ἅμα Βαστάρναι τε , Δακῶν τ ' ἄσπετος αἶα καὶ ἀλκήεντες Ἀλανοί , Ταῦροί θ ' , οἳ ναίουσιν Ἀχιλλῆος
Κιμμέριοί τε καὶ οἱ πέλας Εὐξείνοιο Κερκέτιοι Τορέται τε καὶ ἀλκήεντες Ἀχαιοί , οὕς ποτ ' ἀπὸ Ξάνθοιο καὶ Ἰδαίου
7329249 ὑπευδιος
μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη . Ἀλλ ' οὐχ ὁππότε κοῖλος ἐειδόμενος περιτέλλῃ
Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . ἔνθ ' ἄρα
7327766 ιβῃ
τῇ θῃ Εὐδόξῳ Στέφανος ἀκρόνυχος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ Δημοκρίτῳ νότος πνεῖ ὡς τὰ πολλά : Εὐδόξῳ Δελφὶς
τῇ ιῃ Εὐδόξῳ Στέφανος ἑῷος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Σκορπίος ἀκρόνυχος ἄρχεται δύνειν : καὶ χειμὼν
7326741 Σκιαθιος
γαλῆν λέγειν ὁρῶ . Οἶνος κοκκύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Τί ὅτι ὥσπερ οἱ σταδιοδρόμοι
τὸν Σκιάθιον ἐπαινεῖ : οἶνος κοχύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος , ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Ἀχαιὸς δὲ τὸν Βίβλινον
7325871 νεφελῃσιν
θείοιο λαθοίμην ; . σὺ δ ' ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν ἐκρέμω . ἠλάστεον δὲ θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον :
Ζεὺς δ ' ἔλαχ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν : γαῖα δ ' ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς
7325290 κυανεην
' ἀείρει βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος
γαιάων , ἀλλ ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ
7324077 θινι
πιστὸν θεράποντα : γράφεται τρόχιν . Χυτῇ δ ' ἐπὶ θινί : τῷ αἰγιαλῷ τῷ ἀμυδρῷ : ὁ γὰρ ἄμμος
πιστὸν θεράποντα : γράφεται τρόχιν . Χυτῇ δ ' ἐπὶ θινί : τῷ αἰγιαλῷ τῷ ἀμυδρῷ : ὁ γὰρ ἄμμος
7320704 παννυχιος
τοῦδε τάφου , ὡς ὁ φιλάκρητός τε καὶ οἰνοβαρὴς φιλόκωμος παννύχιος κρούων τὴν φιλόπαιδα χέλυν κἠν χθονὶ πεπτηὼς κεφαλῆς ἐφύπερθε
θυμῷ , ὄφρ ' ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν . παννύχιος φερόμην , ἅμα δ ' ἠελίῳ ἀνιόντι ἦλθον ἐπὶ
7319003 ῥειθροις
στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως
, καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν .
7317507 ὀμβρῳ
. . . . . . δινήεις προΐησιν ἀεξόμενος Διὸς ὄμβρῳ . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἀταρβέος ἵκετο
αὐγήν , καταπέμπει εἰς τὴν θάλασσαν σκιὰν ἐρυθράν : καὶ ὄμβρῳ δὲ κατακλυσθέντων τῶν ὀρέων κάτω συρρέοντι εἰς θάλασσαν ,
7316664 Μιμας
υἱῶν οἱ μὲν ἄλλοι κατῴκησαν ἐν τοῖς προειρημένοις τόποις , Μίμας δὲ μείνας ἐβασίλευσε τῆς Αἰολίδος . Μίμαντος δὲ Ἱππότης
ἰκμάδα καὶ τὸν ὑετόντούτοις ἐπιχορηγεῖν . . . : ὁ Μίμας : καὶ Ὅμηρος : “ παρ ' ἠνεμόεντα Μίμαντα
7314073 ὑπηνεμος
πολυφεγγής , Κρονίδης , ὑψιμέδων . Ἄρης : Πυρόεις , ὑπήνεμος , ἐγχέσπαλος , θοῦρος , κορυθαίολος , βροτολοιγός ,
, πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους ; οὐ τᾶιδ ' ὑπήνεμος αὔρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα , δινᾶέν θ ' ὕδωρ
7313355 Ἀχερων
τοῦ Πάδου καὶ τῶν Ἄλπεων . τὸ ἐθνικὸν Ἀχερραῖος . Ἀχέρων , Ἀχέροντος , Ἀχερούσιος Ἀχερουσία Ἀχερούσιον . ἔστι καὶ
κατέσχον , ὡς Ἔφορος ἱστορεῖ . παραρρεῖ δὲ αὐτὴν ὁ Ἀχέρων ποταμός . Ἀχέρων δὲ παρὰ τὰ ἄχεα εἴρηται .
7309918 παφλαζων
ἑτέρωθεν . πολλὴν δ ' αἱματόεσσαν ὑπεὶρ ἁλὸς ἔπτυσεν ἄχνην παφλάζων ὀδύνῃσιν , ὑποβρύχιον δὲ μέμυκε μαινομένου φύσημα , περιστένεται
, δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ ' ὄμμασιν αἰθόμενον πῦρ , θυμῷ παφλάζων ἴκελος δίοισι κεραυνοῖς . οὐ τοῖον Γάγγαο ῥόος πρόσθ
7308143 ἑκηβολοις
, ὅτιπερ ἄνευ θώρακος καὶ ἀσπίδος καὶ κνημῖδος καὶ κράνους ἑκηβόλοις τοῖς ὅπλοις διαχρώμενον , τοξεύμασιν ἢ ἀκοντίοις ἢ σφενδόναις
ἔκγονος , ἐπίσημ ' ἔχων οἰκεῖον ἐν μέσωι σάκει , ἑκηβόλοις τόξοισιν Ἀταλάντην κάπρον χειρουμένην Αἰτωλόν . ἐς δὲ Προιτίδας
7304661 μεγακητεϊ
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηὶ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
7300084 ἀπειρεσιοισι
τέκνα τέκωνται . κεῖνος γὰρ πάσης γλυκερώτερος Ἀμφιτρίτης κόλπος , ἀπειρεσίοισι καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ
τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος ἐκπίνοντας ἀτηρήν τε χάλαζαν , ἀπειρεσίοισι βελέμνοις ἀγρῷ τραῦμα φέρουσαν ἀμήχανον ἐξακέσασθαι . Βρωτήρων τ
7296198 ἀνεμοισιν
καθ ' ὁμοιότητα ἐκφέρεται , ὡς τὸ θέειν δ ' ἀνέμοισιν ὁμοῖοι , ἢ καθ ' ὑπεροχήν , ὡς τὸ
πιθανώτερόν τε τό ” ἔνθεν δ ' ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν ” ἐν βραχεῖ διαστήματι δέχεσθαι ἢ ἐξωκεανίζειν , ὡς
7295230 χαμευνη
' οὐκ ἐντετύχηκα τοῖς δράμασιν . τῶν γὰρ ἀδοξοτέρων ἡ χαμεύνη καὶ τὸ χαμεύνιον : ἐν γοῦν τῷ σατυρικῷ Σκίρωνι
οὐχ ὑπερτείνεις πόδα . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται Ἀλκιβιάδου χαμεύνη παράκολλος καὶ κλίνη ἀμφικνέφαλλος . καὶ μὴν τό γε
7294981 Γλαυκη
οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ καλλιστεύεται : ἅπερ προτιμᾶται καὶ κάλλιστα νομίζεται
ἑαυτὴν λέγει . καὶ δὴ , φησὶν , ἡ μὲν Γλαύκη , ὡς εἰκὸς , ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχει τὸν
7294917 ὑπεξ
' ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε πανημέριοι πονέονται τοῖς ἴκελοι ἥρωες ὑπὲξ ἁλὸς εἷλκον ἐρετμά . Ἦμος δ ' οὔτ '
δήμωι τρέψας οὔτ ' ἀδίκοις ' ἀνδράσι πειθόμενος . Νεβρὸν ὑπὲξ ἐλάφοιο λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς ποσσὶ καταμάρψας αἵματος οὐκ
7290775 φολιδεσσι
: σκληραῖς ξηραῖς * ἐπιφρικτήν : καὶ γὰρ ὀρθιάζουσαν * φολίδεσσι : λέπεσσι * φοινήεσσαν : ἐρυθράν αἱματόεσσαν ἀμυδρότατον :
πόδες ὑψιτενεῖς , ἴκελοι νωθροῖσι καμήλοις , ὁπποῖον θαμινῇσιν ἀρηράμενοι φολίδεσσι σκληρῇς ἄχρι διπλῆς ἐπιγουνίδος : ὕψι δ ' ἀείρει
7290220 ἀναπαυομενη
ἐν τῇ καλιᾷ καθημένων . ἢ λεχέων δυσευνήτειρα ἡ μὴ ἀναπαυομένη τοῖς λέχεσιν , ἀλλ ' ἀεὶ γρηγοροῦσα πελειάς .
, πίνει δὲ ἠρέμα , οὐ χανδόν , ἀλλ ' ἀναπαυομένη . Κἂν εἰ διψῶσα , ὦ μῆτερ , τύχῃ
7290066 σπιλασι
οἷος ] ὁποῖος ἤχος ὑποβρέμεται ] ἐπηχεῖ σπιλάδεσσι ] ταῖς σπιλάσι τῷ καὶ στρευγομένῳ : ἐλαυνομένῳ ἢ συνεχομένῳ : οἱ
ἡμέρας δὲ μύουσιν . ὅσαι δ ' ἂν πέτραις ἢ σπιλάσι προσφυῶσι , ῥιζοβολοῦσι κἀνταῦθα μένουσαι τὴν μαργαρῖτιν γεννῶσι .
7286132 ἠνεμοεσσα
' ἑξείης Παμφυλίδες εἰσὶ πόληες , Κώρυκος Πέργη τε καὶ ἠνεμόεσσα Φάσηλις . τῶν δὲ πρὸς ἀντολίην μεσάτην χθόνα ναιετάουσιν
δ ' Εὐρώπης μὲν Ἀβαντιὰς ἔπλετο Μάκρις Σκῦρός τ ' ἠνεμόεσσα καὶ αἰπεινὴ Πεπάρηθος : Ἔνθεν καὶ Λῆμνος , κραναὸν
7286129 πολεεσσιν
σθένος : οὐδέ τι ἥβης δεύεται , ἀλλὰ κακοῖσι συνέρρηκται πολέεσσιν . οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι κακώτερον ἄλλο
οἳ δ ' ἐθελημοὶ ἥσυχοι ἔργ ' ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε

Back