οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ καλλιστεύεται : ἅπερ προτιμᾶται καὶ κάλλιστα νομίζεται
ἑαυτὴν λέγει . καὶ δὴ , φησὶν , ἡ μὲν Γλαύκη , ὡς εἰκὸς , ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχει τὸν
8712543 ἐροεσσα
Γλαύκη τε , Κυμοθόη Σπειώ τε θοὴ Θαλίη τ ' ἐρόεσσα Πασιθέη τ ' Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς καὶ
, Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια Ἱπποθόη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς Κυμοδόκη θ ' , ἣ κύματ
8682373 ἀκαλανθις
ὅτι ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει . ἔστι δὲ καὶ εἶδος ὀρνέου ἀκαλανθίς . 〚 καὶ φρυγίλῳ : Ἡ τρίτη περίοδος κώλων
| κολυμβίς | ΐυγξ | κεγχρίς κίσσα | χλωρίς | ἀκαλανθίς | νῆσσα | πιπώ | δρακοντίς νυκτερίς | γλαῦξ
8676145 ῥοδοπηχυς
τ ' ἐρόεσσα Πασιθέη τ ' Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ Εὐλιμένη καὶ Ἀγαυὴ Δωτώ τε
Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια Ἱπποθόη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς Κυμοδόκη θ ' , ἣ κύματ ' ἐν ἠεροειδέι
8674748 Ξενια
γράφεται τᾶς ξανθᾶς . Ξενία : μία τῶν Νυμφῶν ἡ Ξενία . ἢ Νύμφη ἡ ξενέα . ἢ ὄνομα κύριον
βεβλαμμένος . Ἐπείσακτος . Ὁ ἐξ ἑτέρας χώρας ἐπεισφερόμενος . Ξενία . Φιλία . Αἴτιος δ ' οὗτος , ὥσπερ
8648646 θεῃσι
ἐπ ' ᾐόνας : οὐδέ μιν ἄνδρες ἔδρακον , ἀλλὰ θεῇσι παρίστατο Νηρηίνῃς : καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ '
. ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ φυλακή
8646496 πινα
εἶναι . πήναις ἀτράκτοις νήμασι παρὰ τὸ πένω τὸ ἐνεργῶ πίνα δὲ τὸ ζῶον παρὰ τὸ πῖνος , ὃ σημαίνει
εἶναι . πήναις ἀτράκτοις νήμασι παρὰ τὸ πένω τὸ ἐνεργῶ πίνα δὲ τὸ ζῶον παρὰ τὸ πῖνος , ὃ σημαίνει
8644625 σταξ
ἀναμίσγεται τοῖς ὕδασιν ὡσεὶ σταγόνες ἐλαίου . ὡς ἀπὸ τοῦ στὰξ σταγός , στάγες . Ῥοδανὸς ποταμὸς τῆς Κελτικῆς ,
. πλεονασμῷ τοῦ ρ καὶ τοῦ γ , στάζω , στὰξ , καὶ στράγξ . Στρυφνός . παρὰ τὸ στύφω
8632358 ἐυστεφανος
ἔοργας ἀτασθαλίῃσι πιθήσας . Σχέτλιε , ποῦ νύ τοί ἐστιν ἐυστέφανος Κυθέρεια ; Πῇ δὲ πέλει γαμβροῖο λελασμένος ἀκάματος Ζεύς
, ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ , φιλέῃ δέ ς ' ἐυστέφανος Δημήτηρ αἰδοίη , βιότου δὲ τεὴν πιμπλῇσι καλιήν :
8631278 Δηω
Δηώ : γῆ : σωματοποιεῖ τὴν γῆν ὡς θεάν . Δηὼ ὁ θεὸς παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω , δηὼ
, ἁρπαγείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος , ἡ μήτηρ αὐτῆς ἡ Δηὼ νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν , καὶ δὴ περιερχομένη καὶ
8628921 Αἰολιην
ἅμ ' ἠέρι καὶ μέλαν ὕδωρ . Ἵκετο δ ' Αἰολίην , Ἀνέμων ὅθι λάβρον ἀέντων ἄντρα πέλει στυφελῇσιν ἀρηρέμεν
Ἀπόλλων . ” Αἰολίην τὴν τοῦ Αἰόλου νῆσον : “ Αἰολίην δ ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ ' , ἔνθα δ
8610939 ληνοι
ἓξ ] βαλανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες ἐπ ' ἐγγυθήκαις πάντες καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι
βανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες , ἐπ ' ἐγγυθήκαις πέντε , καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι
8610359 σησαμιδες
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
8605049 Ἁλιει
καὶ μέγα : ἔχει δὲ καὶ ὦτα μεγάλα . Μένανδρος Ἁλιεῖ : εὐποροῦμεν , οὐδὲ μετρίως : ἐκ Κυίνδων χρυσίον
οἱ ἀντάλλαγος τέξεις ὁ τούτῳ διδομένην . ” καὶ ἐν Ἁλιεῖ : „ ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός , ἀλλ
8604907 Νησαιη
τόξα δὲ χερσὶν ἕκαστος ἐκαρτύναντο καὶ αἰχμάς πᾶσά τε [ Νησαίη ] πεδιημάχος ἵππος ἀγέρθη , [ ἵππος ] ὅσης
Κραντὼ Νεόμηρις , Ἱππονόη Ἰάνειρα Πολυνόμη Αὐτονόη Μελίτη , Διώνη Νησαίη Δηρὼ Εὐαγόρη Ψαμάθη , Εὐμόλπη Ἰόνη Δυναμένη Κητὼ Λιμνώρεια
8598094 πολυχειρ
διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ
νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς .
8597575 Βακχιος
Παρνασοῦ πέτρας ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ ' ἕδραν , ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας λαιψηρὰ πηδᾶι νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις
παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ . μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ
8596761 Εὐωνυμος
δὲ αἱ τοῦ Αἰόλου νῆσοι ζʹ αἵδε : Στρογγύλη , Εὐώνυμος , Λιπάρα , Ἱέρα , Διδύμη , Ἐρικώδης ,
ὑπὸ ἰδίων ἀχαριστίαν δηλοῖ . Ψοιὰ δεξιὰ ἀσθένειαν σημαίνει . Εὐώνυμος κάματον σημαίνει . Ὀσφὺς εὐώνυμος παρέχειν πράγματα ὑφ '
8595648 ταλαπειριος
τοῖσδε μετ ' ἀνθρώποισιν ἀνάσσει ; καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ ' ἱκάνω τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης : τῶ
Ρ . . . . . καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος . † ) Ἀρίσταρχος μὲν ἀντὶ τοῦ ταλαίπωρος ,
8591049 Μελαινας
. Ἀπατήνορα : ἀλλὰ † Διονύσου Ἀπατήνορος , ὅς ῥα Μελαινὰς ὤπασε † Κεκροπίδας ἱερῆς δείκηλα σισύρνης . Ἀπατήνωρ οὐχ
εντο ? ἀλλὰ Διωνύσου Ἀπατήνορος ⌊ , ὅς ⌋ ῥα Μελαινὰς ] ὤπασε ] Κεκροπίδαις [ , ἱερῆς ⌊ δείκηλα
8584620 καπραινα
τῇ τῶν ἀλεκτρυόνων οὐρᾷ . καμινώ : ἡ πολύλαλος . κάπραινα : γυνὴ ἡ ὀργῶσα πρὸς μείξεις . καπρῶντας :
θυμιάσω τοῦ τέκνου σεσωσμένου . Ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα . Ἐνέβαινε σιγῇ Πείσανδρος μέγας αὐτός ὥσπερ Διονυσίοισιν οὑπὶ
8581676 εἰναλιοις
εἴδεα νῶϊ φύτευσας , ὅσσα βροτοῖσιν ὄπασσας , ὅς ' εἰναλίοις νεπόδεσσιν . ὃς τόδ ' ἐμήσαο πάγχυ καμήλων αἰόλον
ἐννοσίγαιε , κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης
8580917 Ἑσπερια
πολυώνυμος , ὡς πολυίστωρ „ γῆ Ὀλυμπία Ὠκεανία Ἐσχατιά Κορυφή Ἑσπερία Ὀρτυγία Ἀμμωνίς Αἰθιοπία Κυρήνη Ὀφιοῦσσα Λιβύη Κηφηνία Ἀερία ”
Ἑρχιᾶσιν . Ἕσδητες , ἔθνος Ἰβηρικόν , Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Ἑσπερία , ἡ δύσις καὶ τὸ δυτικὸν μέρος . τὸ
8580061 ἐφρασσαντο
, ἐπεὶ οὔ σφισιν ἧδέ γ ' ἑτοίμη ἣν νῦν ἐφράσσαντο ἐμεῦ ἀπομηνίσαντος : Φοῖνιξ δ ' αὖθι παρ '
εὔβολος ἔσσεται ἄγρη . Τέτραχα δ ' εἰναλίης θήρης νόμον ἐφράσσαντο ἰχθυβόλοι : καὶ τοὶ μὲν ἐπ ' ἀγκίστροισι γάνυνται
8579956 ἀπατωρ
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά -
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ
8574975 Δικα
ἡμᾶς , λέγουσα τάδε : σὺ δὲ στεφάνοις , ὦ Δίκα , περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι
κώλων ιβʹ . φιλεῖ ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . Δίκα ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . ἄγε δὴ βασιλεῦ ]
8572555 Σωτειρα
Λάρισσα , Ἥραια , Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ Σώτειρα , Καλλιόπη , Χάρις , Ἑκατόμπυλος , Ἀχαΐα ,
μέλλοντος δυσελπιστίαν οὐ μειοῖ . Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ , ὦ Σώτειρα , οὔτε ὁ θάνατος αἰσχρὸν οὔτε τι καλὸν εἶναι
8561761 Εἰρηνα
ὁμογνωμονεῖν δὲ τῶι ποιητῆι καὶ τὸν Εὐριπίδην ἐν οἷς φησιν Εἰρήνα βαθύπλουτε , / καλλίστα μακάρων θεῶν , / ζῆλός
[ καὶ πάντα διῆπε ] ? ζώι ' ἁ φίλολβος Εἰρήνα . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι ,
8561131 δρομας
ἐπύργωσε καὶ γαμέτα χαλκεοτευχέος Καπανέως ; πρὸς δ ' ἔβαν δρομὰς ἐξ ἐμῶν οἴκων ἐκβακχευσαμένα πυρᾶς φῶς τάφον τε ματεύουσα
Κρατερὸν γὰρ αὐτῆς τὸ ἄφρον . Ἀλογίστου γὰρ ὁρμῆς ὑπόπλεως δρομὰς ὣς ἐπὶ πᾶσαν ἀδικίαν ᾤετο . Παθῶν οὖν ἀνθρωπίνων
8557600 Ἐπανω
Τάξομεν , κατασκευάσομεν . . στήσομεν . . ἐπὶ : Ἐπάνω . τῆς κεφαλῆς : Τῆς σῆς . φέρε :
ἀφρὸς διὰ τὸ λευκόν . . ἔπεστ ' ἀνωτάτω : Ἐπάνω . Θ . ἐπάνω ὑπάρχει . . ἡ γραῦς
8557470 διενται
θήρην ὁπλίζεο τοῖα γένεθλα αἰχμητῶν σκυλάκων , τοὶ κνώδαλα πάντα δίενται . χροιαὶ δ ' ἀργενναί τε κακαὶ μάλα κυάνεαί
; αἳ δέ τ ' ἄνευθεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται . οὔτε νεώτατός ἐσσι μετ ' Ἀργείοισι τοσοῦτον ,
8552899 ἀργματα
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας :
8552323 Καλυκην
τετάρτῳ περὶ Μουσικῆς ᾖδον , φησίν , αἱ ἀρχαῖαι γυναῖκες Καλύκην τινὰ ᾠδήν . Στησιχόρου δ ' ἦν ποίημα ,
Ἀεθλίοο κρατερὸν ] ? ? μένος ἀντιθέοιο εὐειδέα ? [ Καλύκην θαλερὴν ] ? ποιήσατ ' ἄκοιτιν : ἣ ?
8541644 Πολυκαστη
: διὸ ἡ διπλῆ . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη . * ) ὅτι ὑπὸ παρθένων ἔθος ἦν τοὺς
ὀβελοὺς ἐν χερσὶν ἔχοντες . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη , Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο . αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν
8540860 Νιγρητες
Μαρμαρίδαι προνενευκότες Αἰγύπτοιο , Γαίτουλοί τ ' ἐφύπερθε καὶ ἀγχίγυοι Νίγρητες . ἑξείης δ ' ἐπὶ τοῖς Φαυρούσιοι , ὧν
οἱ Γαιτοῦλοί εἰσι , καὶ πλησίον τῆς Γαιτούλων χώρας οἱ Νίγρητες κατοικοῦσιν . Ἑξῆς δὲ ἐπὶ τούτοις εἰσὶν οἱ Φαυρούσιοι
8540298 ἀχυνετον
κατὰ Ἴωνας καὶ Σικελιώτας . Διονύσιος : πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . ἄστρα τε καὶ μήνης : τὸν
δὴ τὸ πνοαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς . πῦρ μὲν ἀείζωον καὶ ἀχύνετον ἔτρεσεν ὕδωρ ἀργέστας : καί ῥ ' ἡ μὲν
8539049 Δαλου
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ
[ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [
8535495 ἐγρεκυδοιμον
πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε . θεὸς
δ ' ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ ' Ἀθήνην , δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην , πότνιαν , ᾗ κέλαδοί τε ἅδον
8530664 παννυχιος
τοῦδε τάφου , ὡς ὁ φιλάκρητός τε καὶ οἰνοβαρὴς φιλόκωμος παννύχιος κρούων τὴν φιλόπαιδα χέλυν κἠν χθονὶ πεπτηὼς κεφαλῆς ἐφύπερθε
θυμῷ , ὄφρ ' ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν . παννύχιος φερόμην , ἅμα δ ' ἠελίῳ ἀνιόντι ἦλθον ἐπὶ
8530612 γνωστη
κρυφίων ἐξεφόρει λογίων , Ράριον ὀργειῶνι νόμῳ διαποιπνύουσα Δήμητρα : γνωστὴ δ ' ἐστὶ καὶ εἰν Ἀίδῃ . φημὶ δὲ
ἔστι δὲ εἶδος λευκοῦ γυπός , νεκροβόρον . Ζμύραινα θαλασσία γνωστὴ πᾶσι . Ζμάραγδος λίθος πᾶσιν γνωστός . Τῆς οὖν
8527645 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
8520751 παρακοιτι
δέ μοι κλέος ἐσθλόν , αὐτῷ καὶ παίδεσσι καὶ αἰδοίῃ παρακοίτι : σοὶ δ ' αὖ ἐγὼ ῥέξω βοῦν ἤνιν
. ] παννύχιος δ ' ἄρ ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι τερπόμενος δώροισι πολυχρύσου Ἀφροδίτης . ἣ δὲ θεῷ δμηθεῖσα
8510692 ὀροδαμνους
δὲ τοὺς κλάδους . κατὰ συγκοπὴν δὲ εἶπεν , οἷον ὀροδάμνους παρὰ τὸ ὀρούειν . * ἀμμίγδην : ὁμοῦ ὀδελοῦ
χύσιν , ἄλλοτε κόψαις οὐρείην ὑπέρεικον , ὅθ ' ὑσσώπου ὀροδάμνους , πολλάκι δ ' ἀγριόεντα κράδην , σπέραδός τε
8510594 Κητεα
πενεστέροισιν ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν τῶν ἰχθύων τὰ οἰκία ποιέεται . Κήτεα δὲ μεγάλα ἐν τῇ ἔξω θαλάσσῃ βόσκεται , καὶ
ἐκ προτόνων , τὰ δ ' ὄπισθε χαλινωτήρια νηῶν . Κήτεα δ ' ὀβριμόγυια , πελώρια , θαύματα πόντου ,
8509319 Ἀχαια
Ἰσθμόν . Ἰσθμὸς γῆ στενὴ ἀμφιθαλάσσιος καθ ' ἣν ἡ Ἀχαία τῇ Πελοποννήσῳ συνάπτεται . Κιθαιρῶνος . . . Πάρνηθος
Παναχαιίδα δὲ τὴν Θεσσαλίαν φησίν , ὅτι αὕτη πρώτη ἐκλήθη Ἀχαία ἀπὸ Ἀχαιοῦ τοῦ Ξούθου . πυρὶ δῃώσειαν : συμφλέξειαν
8507112 θυεια
ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία , ἡ δὲ κάρδοπος μεγάλη . ἐκεῖνο δ '
διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν
8504981 Ἑλλανικωι
νῦν καλεομένην Τυρσηνίην ἔκτισαν . Μυρσίλος δὲ τὰ ἔμπαλιν ἀποφαινόμενος Ἑλλανίκωι τοὺς Τυρρηνούς φησιν , ἐπειδὴ τὴν ἑαυτῶν ἐξέλιπον ,
καὶ τοῖς τραγικοῖς ποιηταῖς ἢ Κτησίαι τε καὶ Ἡροδότωι καὶ Ἑλλανίκωι καὶ ἄλλοις τοιούτοις . . . . , :
8504127 κελαδεινη
τοῦθ ' ὑπεῖξαν ἀλλήλοις . Ἥρῃ δ ' ἀντέστη χρυσηλάκατος κελαδεινή Ἄρτεμις ἰοχέαιρα . Οὐδὲ τοῦτ ' ἀλόγως εἰσήγαγεν Ὅμηρος
δὲ κελαινεφὲς παραγώγως ἴσον τούτου . κελαρύζει ἰδίωμα ψόφου . κελαδεινή ἐπίθετον Ἀρτέμιδος . σημαίνει δὲ τὴν κυνηγόν : μετὰ
8499736 Ἀριακης
βασιλείας μὲν τῆς αὐτῆς , ἀκμάζουσα δὲ τοῖς ἀπὸ τῆς Ἀριακῆς εἰς αὐτὴν ἐρχομένοις πλοίοις καὶ τοῖς Ἑλληνικοῖς : κεῖται
. . . . . ριβ ∠ ʹ ιϚ : Ἀριακῆς Σαδινῶν Σουπάρα . . . . . . .
8497395 ὀμφαν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
8493873 αἰδοιην
στονόεντας ἀέθλους , παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου , αἰδοίην θέτ ' ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι : ὄλβιος ,
Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ ' Ἀφροδίτην Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε
8493483 κεδναν
[ ] ! [ ! ] φατ [ [ ] κεδνὰν [ [ ] ! [ . . . .
[ ] ! [ ! ] φατ [ [ ] κεδνὰν ? [ [ ] ! [ ] του ?
8485295 διαψευσθεντων
ἀγαθῶν ἐλπίς . ἢ ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων , ὡς Λουκιανός : Ἄνθρακάς μοι τὸν θησαυρὸν ἀπέφηνας
ὁ θησαυρὸς γέγονεν : ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων . Ἀπὸ τῶν βραδυσκελῶν ὄνων ἵππος ὤρουσεν . Ἅπαντα
8484021 ἀμαθοιο
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ
8483367 χρυσοπαστος
ἴασπις καὶ ἡ σάπφειρος : αὕτη δ ' ἐστὶν ὥσπερ χρυσόπαστος . ἡ δὲ σμάραγδος καὶ δυνάμεις τινὰς ἔχει :
καὶ βηρύλλοις καὶ ἄνθραξιν Ἰνδικοῖς : καὶ ἐσθὴς δὲ ποικίλη χρυσόπαστος , καὶ βόνασοι καὶ παρδάλεις καὶ λέοντες τιθασοὶ καὶ
8483315 Ἀκτις
παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης , Φαέθων .
Ῥόδηςοὕτω γὰρ αὐτὴν Ἑλλάνικος καλεῖἑπτὰ γίνονται παῖδες : Ὄχιμος Κέρκαφος Ἀκτίς Μάκαρος Κάνδαλος Τριόπης Φαέθων ὁ νεώτατος , ὃν οἱ
8477849 ἐνιτρεφεται
τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ
εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ '
8476399 ψολοεσσαν
Αἴτνην ψολόεσσαν ἐναύλιον Ἀστερόποιο . καὶ ἔτι . λιγνύν τε ψολόεσσαν ἀϊδνήεντά τε καπνόν . καὶ Αἰσχύλος ἐν Βασσαρίσιν :
θηρῶν φολίδεσσιν ὁμοίη . τὴν δ ' ὅτε φυσιόωσαν ἔχιν ψολόεσσαν ἴδηται , ἀντία γυρώσας προκαλέσσατο θῆρα δαφοινήν . ἀσπὶς
8474228 Δαματρα
ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν . Ἀριστοκάρπου [ ] Σικελίας κρέουσαν Δάματρα [ ] ἰοστέφανόν τε Κούραν ὕμνει , γλυκύδωρε Κλεοῖ
τῷ εἰς τὴν ἐν Ἑρμιόνι Δήμητρα Ὕμνῳ λέγων οὕτως : Δάματρα μέλπω Κόραν τε Κλυμένοι ' ἄλοχον , μελιβόαν ὕμνον
8473194 Σπειω
Εὐδώρη τε Θέτις τε Γαλήνη τε Γλαύκη τε , Κυμοθόη Σπειώ τε θοὴ Θαλίη τ ' ἐρόεσσα Πασιθέη τ '
σαπρὸν Νησαίας δὲ κάσις ἡ Θέτις ἀδελφή ὡς Ὅμηρος Νησαίη Σπειώ τε , Δίσκου δὲ τοῦ Διός : δίσκος γὰρ
8473076 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
8472310 βουγλωσσοι
' ἀπ ' αἰγιαλῶν σκληρόσαρκοι καὶ κακόχυλοι , ἄστομοι . βούγλωσσοι , ψῆσσαι σκληρόσαρκοι , δύσφθαρτοι , εὔχυλοι , εὐέκκριτοι
τράγος οὐκ εὔχυλος , ἄπεπτος , βρωμώδης . ψῆττα , βούγλωσσοι εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος
8472003 κυνοσβατος
: οὕτως φησὶ Θεόφραστος . ἔστι δὲ ὁ κυνάκανθος . κυνόσβατος : ἄγριον ῥόδον . ἀνεμώνα : τὴν ἀνεμώνην Νίκανδρός
τὸ λάδανον . κηκὶς ἤτοι τὰ μικρὰ κηκίδια ὀνομαζόμενα . κυνόσβατος ἤτοι κάππαρις λεγομένη . κυνόγλωσσον ἤτοι σκυλόχορτον . καλλίθαμνον
8467249 Φοινικωδης
Εἰσὶ δὲ αὗται : Στρογγύλη , Εὐώνυμος , Διδύμη , Φοινικώδης , Ἐρικώδης , Ἱερὰ Ἡφαίστου καὶ Λιπάρα . Ἀονίῳ
Εὐώνυμος , Λιπάρα , Ἱέρα , Διδύμη , Ἐρικώδης , Φοινικώδης . ἐλθεῖν εἰς ἀκτάς : Ἀγαθοκλῆς ἐν τοῖς Ὑπομνήμασι
8466250 Πανακεια
ᾧπερ αὐτῷ καὶ Ἥφαιστος συγχορεύει καὶ ὁ σωτὴρ καὶ ἡ Πανάκεια . οὕτω καλὰ τὰ προτέλεια τῶν ἐμῶν παιδικῶν καὶ
παῖδες τοῦ Ἀσκληπιοῦ , Ποδαλείριος , Μαχάων , Ἰασὼ , Πανάκεια , Ὑγίεια . ἀναπέπλασται δὲ τὰ ὀνόματα παρὰ τὸ
8460790 κρυερη
δίστομον . πᾶσι : πάντων . Βριαρή : ἰσχυρά . κρυερή , βαρυτάτη . ἄγχι : ἀμφί . ἀμφί :
, καὶ ἐν ὑπερβιβασμῷ χωόμενος , ὡς ὄρωρεν ὤρορεν . κρυερή : χαλεπὴ , ψυχρὰ , φρικωδεστάτη , κακή .
8460740 φηνη
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες .
8458104 ἀμαθος
' οὗ τὸ θαμέες γὰρ ἄκοντες . . . . ἄμαθος : ἡ ψάμμος : παρὰ τὸ ψάμαθος γίνεται ἀποβολῇ
ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος . ἢ ἄμυθός τις οὖσα , τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος
8457313 Ἁλιαρτος
λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Κῶπαι ναʹ ∠ ʹʹγʹʹ ληʹ ιβʹʹ Ἁλίαρτος ναʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹδʹʹ Πλαταιαί νβʹ
λέγουσιν . ἀπὸ δὲ Θεσπίας ἰόντι ἄνω πρὸς ἤπειρον ἔστιν Ἁλίαρτος . ὅστις δὲ Ἁλιάρτου γέγονε καὶ Κορωνείας οἰκιστής ,
8457115 πιπω
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην
8456777 φυλια
γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο . . ,
καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας , φυλία δὲ ἡ σχῖνος . φάκελος σφακέλου διαφέρει . φάκελος
8454149 χρυσεωι
, μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων
' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος
8453557 Ἀκτορι
μὲν δὴ καὶ ἀρχῆς ἐν Ἠλείᾳ μετέδωκεν ὁ Αὐγέας , Ἄκτορι δὲ καὶ τοῖς παισὶ γένος τε ἦν ἐπιχώριον βασιλείας
μετὰ τὸ τεκεῖν τὸν Αἰακὸν ἦλθεν εἰς Θεσσαλίαν καὶ ἐγαμήθη Ἄκτορι , ἐξ οὗ ἔσχε Μενοίτιον , ὃς ἐπῴκησε τὴν
8453506 βουτα
τόσον δέ μοι ἔφρασε μῦθον : μέλπειν μοι , φίλε βοῦτα , λαβὼν τὸν Ἔρωτα δίδασκε . ὣς λέγε :
γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ;
8453144 ἰδυιῃσι
' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ
δὲ ἕκαστος , ἧχι ἑκάστῳ δῶμα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι : Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ '
8452197 μιχθεισα
' οὗ Ἰαμίδαι . ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα : ἥτις μιχθεῖσα τῷ Ποσειδῶνι Πιτάνη λέγεται τὴν ἰοπλόκαμον Εὐάδνην τεκεῖν ,
τι τῶν ἐπιχωρίων καὶ εἰπόντος , Ἡ δὲ τῷ Ἡρακλεῖ μιχθεῖσα , Οὐκ ἄρα , ἔφη , ὁ Ἡρακλῆς ἐμίχθη
8451666 λεβιαι
κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει
περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ
8450620 Ἰαων
. Ἴασος δὲ τὸ Ἄργος καὶ Ἰάσιοι οἱ κατοικοῦντες . Ἰάων καὶ Ἰήων . καὶ ῥῆμα ἰαονίζω , ἀφ '
πόλεως γέννας πενθητῆρος . κλάγξω κλάγξω δὲ γόον ἀρίδακρυν . Ἰάων γὰρ ἀπηύρα , Ἰάων ναύφαρκτος Ἄρης ἑτεραλκὴς νυχίαν πλάκα
8449870 ἐτεκνωσεν
Σὴμ ὢν ἐτῶν ρʹ ἐτέκνωσεν τὸν Ἀρφαξάθ , Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν
βασιλείαν παρέλαβε καὶ τὴν μητέρα ἔγημεν ἀγνοῶν , καὶ παῖδας ἐτέκνωσεν ἐξ αὐτῆς Πολυνείκην καὶ Ἐτεοκλέα , θυγατέρας δὲ Ἰσμήνην
8449486 νησσα
τροπῇ τοῦ τ εἰς θ . Νοῦς . παρὰ τὸ νῆσσα , καὶ σωρεῦσαι ἀπὸ τῶν ἐντιθεμένων αὐτῇ φορτίων :
Νῆσσα . παρὰ τὸ νέω τὸ κολυμβῶ , νέσα καὶ νῆσσα , τροπῇ τοῦ ε εἰς η . Νῆστης .
8447650 ἀεισατε
γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . [ νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε , ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες , κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο .
ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ Παιᾶνα κλυτόμητιν ] ἀείσατε [ κοῦροι Λατοΐδαν Ἕκατον ] , ἰὲ Παιάν ,
8446650 ΠΥΡΙΤΟΥ
νικᾷ , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν κρατεῖ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ ΑΡΓΥΡΙΤΟΥ . ΘΕΙΟΥ ΜΕΛΑΝΟΣ ΕΝΚΑΥΣΤΟΙΙΟΙΗΣΙΣ .
σβέννυται ὄξει : εἶτα λειοῦται : πυρροκαταβάπτεται διστάκις . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . Ἐκζέσας αὐτὸν ἐν θαλασσίῳ ὕδατι τριβέντα ἡμέραν αʹ
8445182 φλυω
ῥύω , ξέω ξύω . παρὰ τὸ φλέω ἐστὶ τὸ φλύω . Φόρτος . παρὰ τὸ φέρω , τροπῇ .
πλεονάσαντος τοῦ ο . οἱ δὲ παρὰ τὸ φλέω καὶ φλύω , φλοισμός καὶ ἀφλοισμός ἐν πλεονασμῷ τοῦ α :
8444543 Μενδητος
μὲν πάντες ὀΐων ἀπεχόμενοι αἶγας θύουσι : ὅσοι δὲ τοῦ Μένδητος ἔκτηνται ἱρὸν ἢ νομοῦ τοῦ Μενδησίου εἰσί , οὗτοι
ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος , οὐχ ὁ βασιλεύς , ἱερεὺς δὲ Μένδητος . οὗτος τὰς τῶν βασιλέων πράξεις ἐκτιθέμενος κατ '
8442290 Ποντικη
Παρωρεῖς . Νικόλαος Παρωρεάτας φησίν . : Μεσημβρία , πόλις Ποντική . Νικόλαος πέμπτῳ . Ἐκλήθη ἀπὸ Μέλσου . Βρίαν
. καὶ Σίφνιον ποτήριον καὶ σιφνιάζειν . Σιωνία , πόλις Ποντική . τὸ ἐθνικὸν Σιωνίτης καὶ Σιωνῖτις τὸ θηλυκόν .
8441030 κολιαι
' ὑπέροπλος ὀρκύνων γενεὴ καὶ πρημάδες ἠδὲ κυβεῖαι , καὶ κολίαι σκυτάλαι τε καὶ ἱππούροιο γένεθλα . ἐν τοῖς καὶ
ἄλλων οἱ σκληρόσαρκοι δύσφθαρτοι , οἱ ἁπαλώτεροι φθείρονται ῥᾳδίως . κολίαι εὔστομοι , κινητικοὶ κοιλίας : κράτιστοι δ ' οἱ
8440987 βουπληξ
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων , βούπληξ δὲ ὁ πλησσόμενος ὑπὸ τοῦ βοός . . μαινομένη
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλὴξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων : βούπληξ δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ βοὸς πλησσόμενος . κλύεις τὰ
8436767 βομβησε
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ
8436317 Εὐφροσυνη
τοῖς δεξιοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος . ὦ σεβασμία Ἀγλαΐα καὶ ὦ Εὐφροσύνη φίλη τῶν μολπῶν , θυγατέρες τοῦ κρατίστου τῶν θεῶν
ἢ σβεσθῆναι τὸ πνευμάτιον ἢ μεταστῆναι καὶ ἀλλαχοῦ καταταχθῆναι . Εὐφροσύνη ἀνθρώπου ποιεῖν τὰ ἴδια ἀνθρώπου , ἴδιον δὲ ἀνθρώπου
8429240 δυσθρηνητον
ἀθλίαν , δυστυχῆ . βοάν ] η . δυσαιανῆ ] δυσθρήνητον : αἰάζω γὰρ τὸ θρηνῶ . δαΐοις ] πολεμικοῖς
κράζε , φώνει . φώνει . δυστυχῆ . δυστυχέστατον . δυσθρήνητον . θρηνητικὴν . πολεμικοῖς . πολεμίοις . διακεκομμένοις ἢ
8428978 ἀρηγονα
δὲ καὶ νεφροῖσι δεθεὶς κάμνοντα σαώσει . Δεύτερον εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν
? ? ? ! ! ! [ ] [ ] ἀρηγόνα χεῖρα γενε [ ] [ ] ανουσαν ? [
8427178 Χρυσιδα
κατὰ τῆς γῆς καὶ τὰ ἄλλα φάσματα ἠφανίσθη καὶ τὴν Χρυσίδα ἐξεπέμψαμεν περὶ αὐτό που σχεδὸν τὸ λυκαυγές . εἰ
. Μένανδρος δ ' ἐν Κόλακι τάσδε καταλέγει ἑταίρας : Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον
8424584 ἀνθεμοεσσαν
πολύστονα γυῖα πεδήσῃ : βρώμην μέν τ ' ὀρέγουσιν ἐΰδροσον ἀνθεμόεσσαν , δρεψάμενοι στομάτεσσι : ποτὸν δ ' ἄρα χείλεσιν
ἔργων μνησάμεναι Δηοῖ πολυωπέας ἤνυσαν ὄμπας βοσκόμεναι θύμα ποσσὶ καὶ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος
8423740 ἀταρτηρος
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη .
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη .
8421428 πωλυποι
, τευθίδα : Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ : πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
τε καὶ κίχλαι , λαγοὶ δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
8418156 ἐπαιαζουσιν
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν
Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε :
8417513 Διδυμη
' ἔχουσι ταύτας : Στρογγύλη καὶ Εὐώνυμος , ἔτι δὲ Διδύμη καὶ Φοινικώδης καὶ Ἐρικώδης , πρὸς δὲ τούτοις Ἱερὰ
τὴν Σικελίαν νήσων αἱ παρ ' αὐτὴν εἰσὶν αἵδε : Διδύμη νῆσος λθʹ λθʹ Ἱκεσία νῆσος λθʹ γʹʹ λθʹ Ἐρικώδης
8416746 ἀγχιγυοι
ἣν καλέουσι Πηγάς : ὄνομα κρήνης Πηγαὶ οὕτω κυρίως . ἀγχίγυοι δὲ οἱ πλησιόχωροι , οἱ γείτονες . ἀμφίγυοι :
αὐτὰρ Ἐρυθραίης πλευρὸν ναίουσι θαλάσσης Μινναῖοί τε Σάβαι τε καὶ ἀγχίγυοι Κλεταβηνοί . τόσσα μὲν Ἀραβίην περιώσια φῦλα νέμονται ,
8415036 λειοβατος
ἐστιν ἀνθρώποις ὁ νοῦς . Κἂν ᾖ γαλεός , κἂν λειόβατος , κἂν ἔγχελυς . Ἐν τρισὶν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ
, φησί , μνημονεύειν δύναμαι πολυτελῆ τὴν ἀποδημίαν ἔχων . λειόβατος . οὗτος καλεῖται καὶ ῥίνη . ἔστι δὲ λευκόσαρκος
8409362 ψιττα
. ψιλοδάπιδας τὰς ψιλὰς καὶ μὴ μαλλωτὰς δάπιδας λέγουσιν . ψίττα : ποιμενικὸν ἐπίφθεγμα καὶ ψιττάζειν : τὸ ποιμενικῶς ἐπιφθέγγεσθαι
σκανθαρίζειν , ῥαθαπυγίζειν , πεντάλιθα , ψίττα Μαλιάδες ψίττα Ῥοιαί ψίττα Μελίαι , πλαταγώνιον , τηλέφιλον , κρίνα , σπέρμα
8408974 Σεριφος
, χάλασμα . Φησὶν Ἀπολλόδωρος . . , : Γραῦς Σέριφος : Ἀπολλόδωρος φησὶν , ὅτι ἐστί τις παροιμιώδης λεγομένη
κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς Σέριφος : Ἀπολλόδωρος φησίν , ὅτι ἔστι τις παροιμιώδης λεγομένη

Back