ἐν ἀλλοτρίᾳ ξυμμαχίᾳ τῇ τοῦ πέλας γνώμῃ ξυγκινδυνεύειν , νῦν ἀβουλία καὶ ἀσθένεια φαινομένη . τὴν μὲν οὖν γενομένην ναυμαχίαν
μὴ ἐν ἀλλοτρίᾳ συμμαχίᾳ τῇ τοῦ πέλας γνώμῃ συγκινδυνεύειν νῦν ἀβουλία καὶ ἀσθένεια φαινομένη , ὁ δ ' αὖ Κορίνθιος
5905977 ὀρεκτου
τινὸς ὀρεκτοῦ , δεῖ προηγήσασθαι τὴν ὄρεξιν ἔφεσιν οὖσαν τοῦ ὀρεκτοῦ ἁπλῶς καὶ λόγου χωρίς , εἶτα τὸν λόγον ἐπισχεῖν
ἵσταται ἀλλὰ δεῖ καὶ πράξεως , ἵν ' ἐφίκηται τοῦ ὀρεκτοῦ περὶ οὗ καὶ συνελογίσατο , οὕτως ἡ ποιητικὴ τέλος
5825984 παθηματος
ἕστηκε . διὸ οὐκ ἄνευ μὲν τοῦ ἐν τῷ αἰσθητηρίῳ παθήματος , οὐ μὴν τοῦτο ἡ αἴσθησις : ὅθεν καὶ
ἔχει . ὧδ ' οὖν κατὰ παντὸς αἰσθητοῦ καὶ ἀναισθήτου παθήματος τὰς αἰτίας λαμβάνωμεν , ἀναμιμνῃσκόμενοι τὸ τῆς εὐκινήτου τε
5679945 μετεχουσα
: καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ , μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως , ἡ δὲ ἐνδιδομένη
ῥᾳδίως ποτὲ πᾶσα φύσις ἱκανὴ γένοιτο θεωρῆσαι , μὴ θαυμαστῆς μετέχουσα φύσεως . ὃ νῦν εἰρήκαμεν ἐροῦμέν τε , ὥς
5645299 ἀκλινους
δὲ ὡς ἄνευ τῆς οἰκείας βλάβης προεστώσης τῶν ἐγκοσμίων καὶ ἀκλινοῦς μενούσης πρὸς τὰ δεύτερα : ἐξ ἀκηράτων γὰρ γενῶν
γὰρ ἡ τῶν στοιχείων μεταβολή , τὸ δ ' ἰσοκρατὲς ἀκλινοῦς βεβαιότητος καὶ ἀσαλεύτου μονῆς αἴτιον . ἅτε μήτε πλεονεκτοῦν
5623373 δρασασα
τὰ κρέα τοῦ παιδὸς παρατίθησι τῷ πατρί . καὶ ταῦτα δράσασα αὐτὴ μὲν εὐξαμένη θεοῖς ἐξ ἀνθρώπων ἀπαλλαγῆναι μεταβάλλει τὴν
, πῶς ἂν ἐξ ἀρχῆς δόμους Ἀθάμαντος οἰκήσαιμι τῶν πεπραγμένων δράσασα μηδέν ; ὦ θνητὰ πράγματ ' , ὦ γυναικεῖαι
5606546 ἐκτομης
δυσκράτητον ἐμποιεῖ : ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ βάθος τῆς ἐκτομῆς δυσχερὲς συσσάρκωσιν γενέσθαι . ὅταν δ ' ᾖ κεχωρισμένη
εἶπε πώεα μήλωνἐμπρέπουσαν , ὡς τὸ γόνιμον καὶ τούτων τῆς ἐκτομῆς ἀφαιρούσης . μήποτε δὲ καὶ αὕτη φυσικῶς ἡ ἑξὰς
5573005 πανσοφου
τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ πρὸς εὐνομίαν ὑπηκόων τῶν ἑκασταχοῦ χρεία πανσόφου τινὸς ἡγεμόνος . σοφίαν δὲ πρεσβυτέραν οὐ μόνον τῆς
, τείχεσιν ἣ τάχ ' ἔμελλε περὶ βρύα μυρία φύσειν πανσόφου ὀργὴν ἴσχε Φιλοστράτου , ὃς Κλεοπάτρᾳ νῦν προσομιλήσας τοῖος
5485228 ἀντιλυπησαι
ἡ δὲ τοῦ ἀντιλυπῆσαι : ἴσως δὲ οὐδὲ ἀεὶ τοῦ ἀντιλυπῆσαι : οἱ γοῦν πατέρες ὀργιζόμενοι τοῖς υἱεῦσιν οὐκ ὀρέγονται
προηγεῖται , ἐκεῖνο δὲ ἕπεται . πρότερον γὰρ ὀρέγεταί τις ἀντιλυπῆσαι , εἶτα ζέει αὐτοῦ τὸ περικάρδιον αἷμα ἐνδιδόντος τῇ
5428545 ἠρεμουσης
ἀγαθόν ἐστιν . Ἐν νυκτὶ γὰρ εὐχερῶς τελειοῦται βουλή , ἠρεμούσης ψυχῆς ἐκ τῶν ἔξωθεν θορύβων . Τὸ βουλεύεσθαι βραδέως
καὶ ἐπαπορεῖται διὰ τί ποτε κινουμένης κύκλῳ τῆς ὄψεως καὶ ἠρεμούσης συμβαίνει τὸ αὐτὸ πάθος : ἄτοπον γὰρ τὸ ὑπ
5423190 προειληφυια
, συνετέθη , καθὸ τὸ ἐσόμενον ἐξ αὐτῶν εὔχρηστον ἡ προειληφυῖα πληθυντικὴ προφορὰ περιέγραψεν , εἰς ἣν καὶ μεταλαμβάνονται :
δεῖ τῇ μαντικῇ , οὐσίαν τε καὶ αἰτίαν τῶν γιγνομένων προειληφυῖα , ἀφ ' ὧν ἐξ ἀνάγκης ἐφήκει τὸ τυγχάνειν
5399021 ἀπαιδευτου
” τοιῶνδε μὲν δὴ τῶν τετράδων οὐσῶν καὶ ὧδε ἀγυμνάστων ἀπαιδεύτου γυμναστοῦ μέτρια πάθη : τὸ γὰρ τοιοῦδε ἀθλητοῦ ἁμαρτεῖν
παιδιὰ τῆς τοῦ ἀνδραποδώδους καὶ ἡ τοῦ πεπαιδευμένου τῆς τοῦ ἀπαιδεύτου . παράδειγμα δ ' ἑκατέρας τίθεται τάς τε παλαιὰς
5366464 ἀμορφου
ἐδήλου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν : διὰ μὲν τῆς ἀμόρφου τὴν κακίαν , διὰ δὲ τῆς εὐμόρφου τὴν ἀρετὴν
καλά : ἤγουν σὺ μὴ καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ '
5352577 ἐρωντος
μέντοι διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων , οἷς ἔφη διαφέρειν τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ τοῦ μή , ἐν κεφαλαίοις ἕκαστον ἐφεξῆς
πέφυκεν ὁρᾶν ὀξύτερον οὑτοσὶ ὁ πάνυ ἐραστὴς ἐμοῦ τοῦ μὴ ἐρῶντος , ἀλλ ' ἔγωγε τοῦ σοῦ κάλλους αἴσθομαι οὐδενὸς
5322855 αὐτομαθες
. ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ καὶ γένος ἐστί σοι τὸ αὐτομαθές , τὸ αὐτοδίδακτον , τὸ νηπίας καὶ γαλακτώδους τροφῆς
ἐκείνης μὲν γὰρ τὸ ἔγγονον διδακτόν , ταύτης δὲ πάντως αὐτομαθές ἐστι . μὴ θαυμάσῃς δ ' , εἰ πάντα
5299628 αἰητον
παρὰ τὸ χωρίζω χωρίσω χωρίς . . Σ : πέλωρ αἴητον : . . . ἐγὼ δὲ ἐπιζητῶ τὸ „
οὖσα . αἴητον Σ . . , = . : αἴητον : . . . ἤγουν τὸ μέγα μεθ '
5295911 ἁψιμαχιας
διακρατεῖν ἢ ὅ τι δήποτε τύχοι . Ἐκ δὲ τῆς ἁψιμαχίας ταύτης ἐγένοντο πληγαί ποτε διὰ χειρῶν , εἶτα δι
διακρατεῖν ἢ ὅ τι δήποτε τύχοι . ἐκ δὲ τῆς ἁψιμαχίας ταύτης ἐγένοντο πληγαί ποτε διὰ χειρῶν , εἶτα δι
5274628 ἑκουσιος
ἡμῖν ἡ σιτοπομπία , νῦν δὲ θᾶττον πτεροῦ καὶ νοήματος ἑκούσιος καὶ αὐτοκέλευστος ἀφικνεῖται . ὑπηρετεῖ καὶ ἡ θάλαττα τῇ
τετραπλασίονά σοι καίπερ ἐνδεόμενοι συνεισφέρομεν , ὅπως μάθῃς , ὅσον ἑκούσιος ὑπουργία πενομένων τοὺς ἀβουλήτως ἐν εὐπορίᾳ βιασθέντας ὑπεραίρει .
5269639 ὑπουσης
ἰσχυρογνωμονέστατος γὰρ καὶ βεβαιότατος . Πῶς οὖν , τῆς αὐτῆς ὑπούσης αἰτίας , ἐπιστάμενος ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια
θορυβηθεῖσα διελύετο οὔτε νόμων οὔτε δικαστηρίων οὔτε τινὸς αἰδοῦς ἔτι ὑπούσης : ὁ δὲ δῆμος ἀγανακτῶν ἐς τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν
5263777 θηλαζῃ
ἐγγίνεται ἀπὸ τοῦ γάλακτος τῇ νούσῳ , ἐπὴν τὸ παιδίον θηλάζῃ γάλα μὴ καθαρόν : τὸ δὲ γάλα γίνεται ἐν
προσέταξαν τῇ τούτου μητρί , ἵνα μετὰ σιγῆς εἰσιοῦσα τοῦτο θηλάζῃ . αὐξηθέντος οὖν τούτου καὶ πρῶτον εἰπόντος : βέκ
5261224 ὑπερτερου
εἰκόνα φέρον τοῦ αὐτοκάλλους , παρόντος δὲ τοῦ ἀυλοτέρου καὶ ὑπερτέρου κάλλους οὐ προτιμήσει τὸ ἐν αἰσθητοῖς κάλλος τοῦ ἐν
ιδα † γυναῖκα , τοῦ πρὶν εὐτυχοῦντος ὡς τοῦ δυσμενοῦς ὑπερτέρου γεγονότος . ἐν γὰρ τῇ ἁλώσει οὐ μόνον γραῖαι
5239688 πολιευς
δὴ καὶ ἐρυσίπτολις καὶ πολιὰς ὠνόμασται , καθάπερ ὁ Ζεὺς πολιεύς : ἐπίσκοποι γὰρ ἀμφότεροι τῶν πόλεων . Παλλὰς δὲ
ὁ φίλιος , ὁ ξένιος , ὁ ἱκέσιος , ὁ πολιεύς , ὁ σωτήρ . Τοῦτον ἂν βουλοίμην ἐγὼ τὸν
5235118 Ὀμφαλης
ἐκ Μεγάρας δὲ τῆς Κρέοντος Θηρίμαχος Δηικόων Κρεοντιάδης , ἐξ Ὀμφάλης δὲ Ἀγέλαος , ὅθεν καὶ τὸ Κροίσου γένος .
ἔξαινον ἔρια ἐν Λυδίᾳ πορφυρίδα ἐνδεδυκὼς καὶ παιόμενος ὑπὸ τῆς Ὀμφάλης χρυσῷ σανδάλῳ , ἀλλὰ οὐδὲ μελαγχολήσας ἀπέκτεινα τὰ τέκνα
5232255 ἀφροδισιου
ἣν ἐκεῖνο ἄττει τὸ ζῷον . Ἡ μύραινα ὅταν ὁρμῆς ἀφροδισίου ὑποπλησθῇ , πρόεισιν ἐς τὴν γῆν , καὶ ὁμιλίαν
οὔτε ὀργᾷ ποτε τὸ τοιοῦτον , οὔτε προσίεται τὸ ἄρρεν ἀφροδισίου κοινωνίας ἕνεκεν ἀπόλλυσί τε , ὡς ἂν εἴποι τις
5227771 φροντιζουσα
συλλαβόντες ἐπειρώμεθα κρατεῖν : ἡ δὲ προσεπάλαιεν ἡμῖν , οὐδὲν φροντίζουσα κρύπτειν ὅσα γυνὴ μὴ ὁρᾶσθαι θέλει . θόρυβος οὖν
τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι , καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται : ὕεται γὰρ
5218170 Ιακωβ
] [ ] ευσεν Ιωσηφ : μνησθεις του [ ] Ιακωβ ? [ ] θεις ? ? ? βασιλευς ?
] [ ? αμαρτιαις ] ? ταις σαις ο θς Ιακωβ ? [ ? ] [ ] και οπερ ου̇
5215777 ὀρεσκοου
παῖδα καὶ ὠνόμασε αὐτὸν Παρθενοπαῖον . ὀρεσκόου ] ὀρεινῆς . ὀρεσκόου ] ἤγουν τῆς Ἀταλάντης . Ξ ὀρεσκόου ] τῆς
ἑφθὰ καὶ τετηκότα . ὡς ἔκπλεώς γε δαιτός εἰμ ' ὀρεσκόου : ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένωι ἐλάφων τε ,
5199966 ἀμπλακιας
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι ,
5198557 ἰδιης
καὶ θεῶν ὁμογνίων ἐξέλθετε , ἀμύνατε , ἐλευθερώσατε , τῆς ἰδίης φιλοτιμίης μηδὲν ἐλλείποντες . Πρεσβευτικὸς Θεσσαλοῦ Ἱπποκράτους υἱοῦ .
, ἐπέγραψε : Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα , ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης , Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ
5149477 Ἱππολυτου
. ὁ δὲ νοῦς : ἀλλὰ πειρατέον τῆς γνώμης τοῦ Ἱππολύτου , ποῖος ἔσται πρὸς τὰ λεγόμενα : τὸν εὐθὺν
δὲ καὶ τάφος Φαίδρας , ἀπέχει δὲ οὐ πολὺ τοῦ Ἱππολύτου μνήματος : τὸ δὲ οὐ πόρρω κέχωσται τῆς μυρσίνης
5146266 ἁβροτητος
, ὡς καὶ ἄνθρωποί τινες δι ' ἔφεσιν τροφῆς καὶ ἁβρότητος περὶ τὸ ζῆν πολλάκις ὡς μοχθηροὶ κινδυνεύουσιν . κάμηλος
Ἴωνας μηδὲ ἐγγὺς ἐφικνεῖσθαι τῆς παρ ' Ὁμήρῳ χορηγίας καὶ ἁβρότητος . Τί δέ , εἶπεν ὁ Φίλιππος , οὐ
5130650 ζωοποιου
, σφραγιζομένης τῆς πληγῆς σφραγίτιδι σιδηρᾷ [ τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ ] , οὐκέτι γὰρ συγχωρεῖ φλεγμονὴν γενέσθαι .
τῆς ἑαυτοῦ ὑποστατικῆς ἰδιότητος , κατὰ δὲ ζωὴν μετὰ τῆς ζωοποιοῦ . Οὐκ ἔστι μὲν γὰρ ταὐτὸν ἐπιστρέφεσθαι καὶ ποιεῖν
5128567 ἐναργης
ἄν τις τὰ πολλὰ λέγοι ; ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἐναργὴς ἡ κίνησις τοῦ θεοῦ . τοῦτο μὲν , ὡς
καὶ τρυφῇ δεδωκὼς καὶ βραχὺ φροντίζων εὐκλείας , ἦν ἀπόδειξις ἐναργὴς τοῦ μεστὸν αἰσχύνης εἶναι πρᾶγμα τοὺς μίμους . οἷος
5127425 ἐπαρσεως
ἀνωμάλου κινήσεως μετὰ πυκνότητος , ἐν ἀκμῇ δὲ σφοδροτάτης μετὰ ἐπάρσεως καὶ τάχους ὑπερβάλλοντος . κατὰ δὲ τοὺς νεωτέρους ἡ
λόγος . ἀντὶ τοῦ κενόδοξος καὶ οἰήσεως γέμων φρονήματος ] ἐπάρσεως πλέως ] πεπληρωμένος ὁ μῦθος ] ὁ λόγος τούτου
5126817 ἀφανισμος
προέρχεται , γάμῳ δὲ συγκαλύπτεται , καὶ γίνεται γάμος ὀρφανίας ἀφανισμός , οὐχ ὑπόθεσις . εἶτα χηρείαν ἐκ τελευτῆς μὲν
σώματος δουλαγωγία , φρόνημα ταπεινόν , ἐννοίας καθαρότης , ὀργῆς ἀφανισμός : ἀγγαρευόμενος προστίθει , ἀποστερούμενος μὴ δικάζου , μισούμενος
5120484 πολυευκτος
ταῦτά μου διαλεγομένου ὡς πρὸς ἀκούουσαν Λευκίππην , μόλις ἡ πολύευκτος ἠὼς ἀναφαίνεται , καὶ ἡ Λευκίππη φθέγγεται , καὶ
εὐαγῶν καὶ τὸ βλάστημα ἱερώτατον , ὁ ἀγαπητός , ὁ πολύευκτος , ὃν ἐγὼ ποιησαίμην Ἀλέξανδρον καὶ θρέμμα αὖθις τοιοῦτον
5106938 ξυνευνος
ἐστιν ἔθαψεν αὐτὸν καὶ μέχρι τινὸς ὡς συγγενῆ ἔκλαυσε . ξύνευνος οὖν πατρὸς ἡ Θεάνειρα . ἄλλως . τὸν ἀδελφὸν
δὲ Σκῦρος νῆσός ἐστι μία τῶν Κυκλάδων . ἣν ὁ ξύνευνος : φασὶν ὅτι μετὰ τὸ ἁρπαγῆναι τὴν Ἰφιγένειαν ὑπὸ
5088660 ἀτυχια
με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει
ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας
5084628 εὐλαβεια
μὲν οὖν ἐστιν εὐλάβεια ὀρθοῦ ψόγου . βʹ Ἁγνεία δὲ εὐλάβεια τῶν περὶ θεοὺς ἁμαρτημάτων . Ἐπαινετὰ μέν ἐστι τὰ
ᾧ τὸ καθαρὸν χρυσίον δοκιμάζεται . ὄκνος . ἀνάδυσις , εὐλάβεια , ἀναβολή . δυνατή ἡ τῶν ἀρχόντων φύσις .
5081442 ἐμπληκτον
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν ,
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν
5077624 ἀκουσιος
. καὶ ὁ λιμὸς οὖν , εἴτε ἑκούσιός ἐστιν εἴτε ἀκούσιος , τῷ λόγῳ τῆς ἐνδείας καὶ τῆς ἀσιτίας δύναται
τούτων , εἴη ἂν οὐχ ἑκούσιος , οὐκέτι μέντοι καὶ ἀκούσιος . ἐπιζητήσειε δ ' ἄν τις , πῶς ὄντος
5073364 ὑμεναιοισιν
μήτηρ δ ' ἐμὲ σέθεν κατακτείνοντος Ἀργεῖαί τε νῦν ὑμνοῦσιν ὑμεναίοισιν , αὐλεῖται δὲ πᾶν μέλαθρον : ἡμεῖς δ '
ἄνωχθι πᾶσι τοῖς κατὰ σταθμὰ θεοῖς χορεῦσαι κἀγκυκλώσασθαι δόμοις σεμνοῖσιν ὑμεναίοισιν , Ἑστίας θ ' ἕδος , ἀφ ' ἧς
5067383 ἀπογνωσις
. τὸ δὲ ὄνομα τοῦ πράγματος κρίσις , γνῶσις κατάγνωσις ἀπόγνωσις , καταδίκη ἄφεσις . καὶ ἐπαινῶν μὲν ἂν δικαστὴν
δάκρυα , στεναγμοί , παραμυθία , φόβος , θάρσος , ἀπόγνωσις , ἐλπίς . Ἀρίστων δέ , ὁ Χαιρέου πατήρ
5065529 ἀσυλος
ἕως μὲν οὖν φῶς ἡλίου τόδ ' ἔβλεπεν Πρωτεύς , ἄσυλος ἦ γάμων : ἐπεὶ δὲ γῆς σκότωι κέκρυπται ,
αἰσυλοεργός , οἷον : σχέτλιος αἰσυλοεργός . παρὰ τὸ συλῶ ἄσυλος πλεονασμῷ τοῦ α τοῦ ἐπιτατικοῦ , ὡς τὸ ἀχανὲς
5062843 ἀκορεστου
καὶ Ἕλλην λόγος πρὸς Ἕλληνα ἄνδρα ἐπὶ ὕβριν σαρκῶν ὑπὸ ἀκορέστου ἐπιθυμίας ὁρμηθέντα , ὅταν αὐτὸν ἐπισπάσηται φήμη κάλλους κατορωρυγμένου
χόλον ] μανίαν , ὀργήν θερμῆς ] καυστικῆς ἀπλήστου ] ἀκορέστου Ἀπλήστου ἀκορέστου , ἀκρατήτου : τὸ γὰρ πῦρ εὑρὸν
5055739 στασιασαντος
. . , . ] Ὅτι ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μαξίμου στασιάσαντος καὶ βαρβάρων κατὰ Ῥωμαίων ἐκστρατευσάντων φήμη κατέσχε τοὺς βαρβάρους
οὗτος οὐκ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ τῆς γνώμης ἐπέμφθη , ἀλλὰ στασιάσαντος τοῦ δήμου τὸ ἐλαττωθὲν μέρος ἑκούσιον ὑπεξῆλθεν . ἐτύγχανε
5049063 ἐμφρονος
δὲ ὅπως τὰ παρόντα βελτίω γενήσεται συμβουλεῦσαι , τοῦτ ' ἔμφρονος ὡς ἀληθῶς συμβούλου : ὅπερ οἱ ἄλλοι εὖ οἶδ
ἐπὶ τοῦτο λαμβάνουσα τὰς ὁρμάς : οἷς πολλῆς πάνυ καὶ ἔμφρονος δεῖ τῆς πρώτης ἐπιστάσεώς τε καὶ ἀγωγῆς , εἰ
5041411 κηδεμονιας
ὡς ἄλλος τις τρόπος ἐστὶν ὁ θεῖος τῆς ποιήσεως καὶ κηδεμονίας , οὗ δὴ δι ' ἄγνοιαν οὐ χρὴ τὸ
, ὦ ἀγαθοί , τὴν λήμην ὑμῶν ἀφαιρετέον ἧς χορηγεῖτε κηδεμονίας , ὅση ὑποβέβηκεν ἔτι καὶ ἐγκάθηται δυσθανατῶσα . λέγω
5032721 ἐπαξια
μὴ εἶναι κακὸν μηδὲ ἀνόσιον ἀληθῆ μὲν λέγει οὐ μὴν ἐπάξια αὐτοῦ , ὥσπερ ὁ λέγων αὐτὸν ἀγαθὸν καὶ ἐπιστήμονα
σοφοῦ ψυχῇ ἀμίαντα . καὶ καθαρά , ταύτῃ καὶ τιμῆς ἐπάξια εὑρίσκεται , ἐν δὲ ἄφρονος ἀκάθαρτα καὶ μεμιασμένα καὶ
5030445 ἐχθιστου
εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν ἔσω : ἐνταῦθα γὰρ τοῦτο σύναπτε . ἐχθίστου ] τοῦ ἀδίκου . ἐχθίστου ] τοῦ μισητοῦ .
. ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . . εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . δάκους ] παντὸς θηρίου
5029994 τυφλωσις
τοίων γὰρ ἀνδρῶν σπέρμ ' ἔδωκεν Ἑλλάδος Ἄπολλον Ἀγρεῦ ἀεινεφὴς τύφλωσις ἀεροκέλαδοι πιτυοκάμπται ἄμφω μὲν ἤστην τὴν ὁδὸν ποιουμένω ἀργῆν
πέλει αὕτη , φρονοῦντα πολλὰ μηδενὸς κρατεῖν Ἄπολλον ἀγρεῦ ἀεινεφὴς τύφλωσις ἀεροκέλαδοι πιτυοκάμπται ἄμφω μὲν ἤστην τὴν ὁδὸν ποιουμένω βᾶριν
5026036 κυρησαι
, τόθι ] Δεινομένεος ἔθηκαν ὄλβιον τέκος [ στεφάνων ] κυρῆσαι : θρόησε δὲ λαὸς [ ˘ – ] [
ὑπώρειαν ὑψικρήμνοιο Μίμαντος αἰδοίων μ ' ἐλθόντα βροτῶν ὁσίων τε κυρῆσαι , Φῶτά τε τισαίμην ὃς ἐμὸν νόον ἠπεροπεύσας ὠδύσατο
5014585 ἱμερου
τῆς τέχνης τὸν χαλκὸν μαλαττούσης , χλιδῆς δὲ ἦν καὶ ἱμέρου μεστὸς καὶ τὸ τῆς ἥβης ἔφαινεν ἄνθος , πάντα
δαρὸν ] ἐπιπολύ . ἐξὸν ] δυνατοῦ ὄντος . . ἱμέρου ] ἐπιθυμίας τῆς σῆς . . τέθαλπται ] ἐξεκαύθη
5008460 προμηθιας
οἷ μ ' ἀτιμίας ἄγεις . Ἀτιμίας μὲν οὔ , προμηθίας δὲ σοῦ . Τῷ σῷ δικαίῳ δῆτ ' ἐπισπέσθαι
. Γ ἐκ προνοίας ] ἐξεπίτηδες . Γ προνοίας ] προμηθίας . Γ αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξι : σὺν αὐταῖς ταῖς
5004689 ἀμαχου
, σφριγῶν . ἐκ τῆς ἀπομάχου ἡλικίας , ἐκ τῆς ἀμάχου , ἐκ τῆς ἀπολέμου , ἐκ τῆς ἀστρατεύτου ,
ὃ καὶ μάλιστα κατέπληξε τοὺς Μετούλους , ὡς ὑπὸ γνώμης ἀμάχου πολεμουμένους . καὶ τῆς ἐπιούσης πρεσβευσάμενοι πρὸς αὐτὸν ὁμήρους
5002845 ἀραιης
. ἐγὼ δέ σε τὸν καλὸν αἰνέων ψεύδεα ῥινὸς ὕπερθεν ἀραιῆς οὐκ ἀναφύσω . ἢν γὰρ καί τι δάκῃς ,
καὶ τριχοῦται ἡ ἥβη τοῦ παιδὸς καὶ τῆς παρθένου , ἀραιῆς τῆς ἐπιδερμίδος γενομένης : καὶ ἅμα ἡ θρὶξ ἰκμάδα
5001288 Εὐλογητος
ἑαυτοῦ οὔτε τινα τῶν γνωρίμων εὗρεν . Καὶ εἶπεν : Εὐλογητὸς κύριος , ὅτι μεγάλη ἔκστασις ἐπέπεσεν ἐπ ' ἐμὲ
Ἀραβίας . . : Σούρων Σαλομῶνι βασιλεῖ μεγάλῳ χαίρειν . Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς , ὃς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν
5000092 σαθρου
καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθράστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ τοῦ σαθροῦ . Κενταύρων ὕβριν μεμίμηται : ἐπὶ τῶν ἐπὶ πλούτῳ
ἐκεῖνος γὰρ ἦν ἔρεισμα τῆς Τροίας , οὗ πεσόντος ἐπὶ σαθροῦ τὸ Ἴλιον εἱστήκει . ἀκαταγώνιστον . ἄκαμπτον . ἔρεισμα
4999483 στοργης
ἐστί : διαφέρει γὰρ τῆς φιλίας , ὅτι ἄνευ τῆς στοργῆς γίνεται . οὐ γὰρ διὰ τὸ στέργειν ἢ ἐχθαίρειν
κατανοῶν τε τὴν προσοχὴν ἐπὶ τοῦ βίου καὶ πεῖραν τῆς στοργῆς λαμβάνων τῆς πρὸς αὑτόν . ὥσπερ δὲ αἱ κακοπάθειαι
4997621 αὐξε
, μηδ ' ἄνδρα δήμῳ πιστὸν ἐκβάλῃς ποτὲ μηδ ' αὖξε καιροῦ μείζον ' , οὐ γὰρ ἀσφαλές , μή
τὰ ἔργα τοῦ ἐπαινουμένου ἢ τὸν τρόπον ἢ τὰ ἐπιτηδεύματα αὖξε , καθάπερ εἴπομεν πρότερον ἐν ἀρχαῖς ἐπὶ τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ
4989319 Λαμεχ
Μαθουσάλα δ ' ἐξαποστολὴ θανάτου , ὁ δ ' αὖ Λάμεχ ταπείνωσις . τὸ μὲν οὖν „ χάρις σου „
μεγάλην ἦλθον ὧδε , πάτερ : καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου , καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ
4988151 ἀδιαφθορον
αὐτοῦ λέγοντος οἵ τε λοιποὶ δήμαρχοι καὶ τοῦ δήμου τὸ ἀδιάφθορον ὁπλισάμενοι ἐνέβαλον ἐς τὴν ἀγοράν . Καίλιος μὲν δὴ
ἀλλ ' οὐχὶ καὶ τὴν ἑστίαν ἕξει δι ' ἡμᾶς ἀδιάφθορον . . . Οὐκ ἐψεύσω τοῖς ἔργοις τὰς ἀπειλάς
4984606 βουλησεως
; ἕτερον δέ ἐστιν οὐκ ἀποδέον τούτου δεῖγμα σαφέστατον τῆς βουλήσεως τοῦ Σεβαστοῦ : διετάξατο γὰρ ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων
. Ἤμελλε γάρ που ὁ φὺς κύριος ἔσεσθαι τῆς ἑαυτοῦ βουλήσεως , καὶ οὔτε τις Ἀπόλλων , οὔτε τις αὐτοῦ
4975844 ἐρωτος
εἰπεῖν ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐν τῷ χρόνῳ : ὑπὸ τοῦ ἔρωτος : ἀντὶ τοῦ : διαστείλασα καὶ διεξελθοῦσα τὰς Συμπληγάδας
πῦρ : ὄφελον εἶχον τὴν αὐτὴν φύσιν τῷ κοινῷ τοῦ ἔρωτος πυρί , ἵνα σοι περιχυθεῖσα κατέφλεξα : νῦν δὲ
4973904 Βουκαιε
ταῦτα πρεπωδέστατον λέγειν . τὸν δὲ σὸν ἔρωτα , ὦ Βουκαῖε , διηγοῦ σῇ μητρὶ ἐν τῷ θαλάμῳ ἀντ '
μοχθεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀείδειν , τὸν δὲ τεόν , Βουκαῖε , πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ '
4968472 εὐχαριστω
ἠγόρασα . “ ἡ δὲ γυνὴ τοῦ Ξάνθου : ” εὐχαριστῶ σοι , κυρία Ἀφροδίτη . μεγάλη ἦς : ἀληθινά
, ἀφ ' ὑμῶν εἰς ὑμᾶς χωρεῖ ἡ εὐλογία . εὐχαριστῶ σοι , πάτερ , ἐνέργεια τῶν δυνάμεων . εὐχαριστῶ
4964414 γαμοστολου
ἔνδοξός τε καὶ λαμπρός . ἐὰν Ἡλίου οἰκοδεσποτοῦντος Ἀφροδίτη τοῦ γαμοστόλου κυριεύσῃ Κρόνου μαρτυροῦντος , ἐπὶ θυγατρὶ ψο - γισθήσεται
. ἐὰν δὲ Σελήνη τοῦ κλήρου κυριεύσῃ , τοῦ δὲ γαμοστόλου Ἄρης καὶ μαρτυρῶσιν ἀλλήλοις , βέβαιος ἔσται ὁ γάμος
4961894 προρριζον
ἐκείνους νεωτερίσαι , πάλιν δὲ πυρπολῆσαι τὸ ἄστυ τοῦ μὴ πρόρριζον ἐκκεκόφθαι τὴν στάσιν τεκμήριον ἦν . Ἔχει σου καὶ
τῆς δωροδοκίας ἐγκλήματος , ὃ τέως ἡγοῦντο καρτερῶς ὑπὲρ αὑτῶν πρόρριζον ἐσβέσθαι . Οὕτω μὲν δὴ καὶ οἱ ἱππεῖς καὶ
4954636 ἀθεοτης
καὶ ἀνοσιότης καὶ ὀλιγωρία περὶ τὸ θεῖον καὶ θεοβλάβεια καὶ ἀθεότης . ῥήματα δὲ εὐσεβεῖν , ὁσιοῦν , σέβειν ,
ἀτόπων τὸ σμῆνος τό τε τῆς ἀνομίας ταύτης κεφάλαιον , ἀθεότης . εἰ δὲ φθείροιτο μὲν τὸ σῶμα καὶ χωροίη
4952018 διχονοια
τῶν ἐγχειρημάτων , τὰ δ ' ἀναγκαῖα ἐλλιπῆ , καὶ διχόνοια ἔσται μέσον πατέρων καὶ ἀδελφῶν καὶ ταραχαὶ ἀρχόντων .
. τί δυστυχία ; δόγμα . τί στάσις , τί διχόνοια , τί μέμψις , τί κατηγορία , τί ἀσέβεια
4948369 Λαβδακιδη
καθὰ καὶ Μνασέας ἐν τῷ περὶ χρησμῶν γράφει : Λάιε Λαβδακίδη , ἀνδρῶν περιώνυμε πάντων . ἐξ οὗπερ : ἀφ
χρηστηριαζομένῳ περὶ γενέσεως ἀῤῥένων παίδων ἀνεῖλεν ὁ θεός : Λάϊε Λαβδακίδη μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίῃ : κτενεῖ γάρ
4941598 ἀθεου
ἀπειρίας τῶν παθῶν ἡ τομή . ταῦτα οὖν καὶ τῆς ἀθέου ἔριδος ἀποφυγὴ γένοιτ ' ἂν καὶ σωτηρία ψυχῆς καὶ
, οἱ δὲ μέλανες δυσοργητότερον καὶ ἀναίσχυντον [ ἐκ τοῦ ἀθέου σημείου ] . ὀφθαλμοὶ κλυζόμενοι κυμαίνοντες ἐν αὑτοῖς ἐπαφρόδιτον
4940702 ἀναγκαζουσης
ἐπεβούλευον καὶ τότε δυνηθέντες εἰργάσαντο τῆς τε ἄλλης ἀδικίας αὐτοὺς ἀναγκαζούσης οὐκ ἐχούσης ἐπὶ τῆς ἐκείνου βασιλείας ἐξουσίαν καὶ μάλιστά
, διὰ φιλοτεκνίαν εἰπεῖν . καὶ λέγουσι ὅτι τῆς μητρὸς ἀναγκαζούσης αὐτὸν γῆμαι ἔλεγεν , “ οὐδέπω καιρός . ”
4940370 Ἀμαληκ
ὁ θεὸς εἰρήνην , ταύταις ὁμολογεῖ ἀπαλείψειν ” τὸ μνημόσυνον Ἀμαλὴκ ἐκ τῆς ὑπ ' οὐρανόν ” . Τὸ δὲ
βασιλέων τῶν μετ ' αὐτοῦ „ , ὁ δ ' Ἀμαλὴκ ἔμπαλιν τοῦ ἀσκητοῦ ” τὴν οὐραγίαν κόπτειν ” ,
4933058 ὠμοτητος
τῆς σήψεως , πυρέττουσι μᾶλλον : ὅταν δὲ τὰ τῆς ὠμότητος , ῥιγῶσι , καὶ διὰ τὸ ὑπάρχειν αὐτὰ ἡπισαπῆ
μὴ δεδοικότα παθεῖν τὸ μέλλον δεινὸν ἢ δεδοικότα πάσης μὲν ὠμότητος ἀνάπλεων φόνον , παντὸς δὲ θανάτου δυσποτμώτερον μόρον οὐ
4932994 Μειλανιωνος
Πηλεὺς ἐπὶ μαχαίρᾳ : σωφροσύνης γὰρ δῶρον αὐτῷ ἐδόθη . Μειλανίωνος σωφρονέστερος : ἐπὶ τῶν πάνυ σωφρόνων : ἦν δὲ
Λυσιμάχης τῆς Κερκυόνος τοῦ Ποσειδῶνος : ὡς δὲ Ἑλλάνικος , Μειλανίωνος τοῦ Ἀμφιδάμαντος τοῦ Ἐπόχου τοῦ † ἀργήπου τοῦ Κηφέως
4928092 φοιτος
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ
4925251 αἰωνος
τοῦ ] ἐνιαυτοῦ πενθήσω σε , ἀλλὰ μέχρι ὅλου τοῦ αἰῶνός μου : μισῶν τὴν μητέρα . αἰωνίως καὶ αὐτὴν
ἐπιδεής , ἐστερημένος : “ αἲ γὰρ ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε δυναίμην εὖνιν ποιήσας πέμψαι δόμον Ἄϊδος εἴσω .
4920289 τλημονος
καὶ τὰς Ἐρεμβῶν ναυβάταις ἠχθημένας προβλῆτας ἀκτάς . ὄψεται δὲ τλήμονος Μύρρας ἐρυμνὸν ἄστυ , τῆς μογοστόκους ὠδῖνας ἐξέλυσε δενδρώδης
ῥείθρων Ἑλώρου πρόσθεν ἐκτερισμένης : ὃς δὴ παρ ' ἀκταῖς τλήμονος ῥανεῖ χοάς , τριαύχενος μήνιμα δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα
4911808 ποθουμενον
Ἀλλ ' εἰ καὶ βραδέως , ἔχω γε τὸν πάλαι ποθούμενον , τὸν Ἀντιόχου μὲν υἱόν , ὁμώνυμον δὲ ἐμοί
ἐμπιπλαμένη . ιεʹ Ῥιψοφθαλμία δὲ ταχυτὴς περὶ τὸ ἰδεῖν τὸ ποθούμενον : [ ἢ ὀξυδορκία περὶ τὸ αὐτό ] .
4910985 ἐπεραστου
. ” ἔραζε χαμαί , εἰς τὴν γῆν . ἐραννῆς ἐπεράστου , καλῆς . ἐρατίζων ἐπιθυμῶν . ἔργον . ὅταν
. ἦλθε δὲ ὁ Ἴαμος εἰς φῶς αὐτίκα ἐκ τῆς ἐπεράστου ἐντὸς τῶν σπλάγχνων ἐγκυμονήσεως . τὸν μὲν κνιζομένη ,
4910014 λυμη
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , λύμη : ῥύμη : Κύμη ἡ πόλις : Δύμη :
εἰρήνης ἀπορρίπτειν , ὁ μισόπολις , ὁ δημοβόρος , ἡ λύμη , τὸ φθοροποιὸν κακόν . λέγεται μὴ μόνον ἰατρὸς
4903869 ἀσαλης
τροπῇ τοῦ η εἰς α ἄσασθαι . . . . ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα : σάλη
δὲ παρὰ τὴν σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος .
4903135 σφαγης
τὴν πλείστην καὶ μέρη τῆς Ἰταλίας , ὕβρεως δὲ καὶ σφαγῆς ἐμπλῆσαι τὰς κατὰ Σικελίαν πόλεις . οὐδεὶς γὰρ τῶν
διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ πάλιν καταλιπὼν τὸν ἀπὸ σφαγῆς φόνον , ἤγουν αὐτὰ τὰ οἰκεῖα τέκνα , δαῖτα
4900074 ἁμαρτοντι
ἐπιμελείας τοῦ θεοῦ ἡ ἀτυχία γίγνεται , ἁμάρτημα οὖσα τῷ ἁμαρτόντι συμφορὰ δικαία γενέσθαι ἐστίν : εἰ δὲ δὴ θεία
ἀλλὰ κατὰ φύσιν καὶ ἐπιμέλειαν . ἐμφανιστέον δὲ καὶ ὡς ἁμαρτόντι μὲν ἴδιον τὸ ἀτύχημα , κατορθώσαντι δὲ κοινὴ ἡ
4899309 αἰσχρου
πολιτῶν ὀνείδους . εἰ δὲ καὶ ὁ ἀνδρεῖος δι ' αἰσχροῦ φυγήν , ἀλλ ' οὐ καὶ ὀνείδους , ἀλλ
, βίος τερπνότατος . ὁ γὰρ τὸ ἡδὺ μετὰ τοῦ αἰσχροῦ ἑλόμενος εἰ καὶ πρὸς ὀλίγον δελεασθείη τῷ ἥδοντι ,
4898623 ἐσχαροφιν
γέροντος , ὦκα δὲ κεκλόμενοι Μαντήιον Ἀπόλλωνα ῥέζον ἐπ ' ἐσχαρόφιν , νέον ἤματος ἀνομένοιο : κουρότεροι δ ' ἑτάρων
Ἀλκινόοιο , χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην ὦρσεν ἀπ ' ἐσχαρόφιν καὶ ἐπὶ θρόνου εἷσε φαεινοῦ , υἱὸν ἀναστήσας ἀγαπήνορα
4896981 κουριδιοιο
μέγα στυγερῇ ὑπ ' ἀνίῃ τήκετ ' ἀκηχεμένη πόσιος περὶ κουριδίοιο . Αἰνὰ δ ' ἀναστενάχουσα φίλον προσελέξατο θυμόν :
ἠώς . Ὣς φαμένης ἐλεεινὰ κατὰ βλεφάρων ἐχέοντο δάκρυα , κουριδίοιο δ ' ἀναπλήσαντος ὄλεθρον μνωομένη , ἅτε κηρὸς ὑπαὶ
4889740 τετελεσται
μάντεως πέπεικεν ὡς οὐκ ἄνευ θεοῦ προὔλεγεν , ἃ δὴ τετέλεσται . σὲ μὲν οὖν ἐπαινῶ , καὶ ὅτι τεθήρευκας
Ἄλλως . ἅπαντα , φησὶ , τοῖς θεοῖς πέπρακται καὶ τετέλεσται καὶ τέλειά εἰσι πλὴν τῆς κοιρανίας : αὕτη γὰρ
4889045 ἀργικεραυνε
Διὸς δ ' ἐξείρετο βουλήν : τίπτ ' αὖτ ' ἀργικέραυνε θεοὺς ἀγορὴν δὲ κάλεσσας ; ἦ τι περὶ Τρώων
ἐκέλευσε θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι καὶ τίπτ ' αὖτ ' , ἀργικέραυνε , θεοὺς ἀγορήνδ ' ἐκάλεσσας ; ἦ τι περὶ
4885619 ἀθρησαντες
ἀμβλύνουσι μέριμνας . παῦρον δ ' ἐν ζωῆισι βίου μέρος ἀθρήσαντες ὠκύμοροι καπνοῖο δίκην ἀρθέντες ἀπέπταν αὐτὸ μόνον πεισθέντες ,
καὶ ἀχνύμενοι τὸ πάροιθεν : ὡς δ ' ὁπότ ' ἀθρήσαντες ἀπ ' οὔρεος ἀγροιῶται Ἶριν ἀνεγρομένην ἐξ εὐρυπόροιο θαλάσσης
4884661 Νησω
τῆς Θρᾳκίας ἐλθὼν τὰς τοῦ Τεύκρου βασιλέως θυγατέρας ἔγημε , Νησὼ καὶ Βατείαν . καὶ ἐκ μὲν τῆς Νησοῦς ἦν
καὶ τὴν κεφαλὴν ἤγουν τὸν νοῦν ἐν δεινοῖς λόγοις . Νησὼ δὲ μήτηρ σιβύλλης . * τὴν σίβυλλαν λέγει θυγατέρα
4884123 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
4881006 καταψηφιζεται
πολὺς ἐμπνεύσας τῇ κατηγορίᾳ τέλος ἐξήνεγκεν , ὅτι θάνατον αὐτοῦ καταψηφίζεται τὸ ἀρχεῖον τῆς εἰς τοὺς ἀγορανόμους ὕβρεως ἕνεκεν ,
ἔτι ἀφιᾶσιν ἣν πρότερον ἠφίεσαν : ἡ δουλεία γὰρ αὐτῶν καταψηφίζεται σιωπήν . ἐὰν δὲ ἀφεθῶσι καὶ ἐλεύθερον ἁπλώσωσι τὸ
4877880 δικαιοτατη
δικαιόπολις ] * Ἡ νῆσος δέ , ἡ δικαιόπολις καὶ δικαιοτάτη Αἴγινα , οὐ κεῖται μακρὰν τῶν Χαρίτων ψαύουσα τῶν
ἢ τὰ ἄρμενα χαλώντων ναυτῶν . Ῥαδαμάνθυος κρίσις : ἡ δικαιοτάτη . Ῥόδον παρελθὼν μηκέτι ζήτει πάλιν : ἐπὶ τῶν
4874715 παρεδρος
Θέμις : ἐν ᾗ Αἰγίνῃ ἡ Θέμις ἡ τοῦ Διὸς πάρεδρος ἀσκεῖται καὶ θρησκεύεται . ἐπαινεῖ δὲ αὐτοὺς ὡς φιλοξένους
ὁ περιηγητὴς ἐν αʹ Περὶ ἀκροπόλεως . . . . πάρεδρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Περὶ τῆς ἱερείας . πολύ
4866474 χαιρουσα
κεφαλῇ περιθεῖσα καθαπερεὶ κόσμον ὁμοῦ τε ᾄδει καὶ ἄπεισιν οἴκαδε χαίρουσα : οὐ μὴν δὲ ἀφιᾶσιν οἱ θηραταὶ , ἀλλὰ
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι κείνῳ . ” καγχαλόωσα χαίρουσα , διὰ τὸ ἐν χαλάσματι εἶναι τὴν ψυχήν ,
4861305 μορφωμα
ἄνθρωπος . . . [ . ] ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ ' ἐμψυχίας . λέγω τάδε περὶ τῶν ξυμπάντων
γὰρ περιτύχοις μέλανι τὸ εἶδος , ὃ δὲ ἐξέτρεψε τὸ μόρφωμα ἐς χλωρότητα , ὥσπερ οὖν μεταμφιεσάμενος : εἶτα μέντοι
4861091 μελαμπυγου
μήτηρ αὐτοῖς παρῄνει μηδὲν ἄδικον ποιεῖν , ἵνα μή τινος μελαμπύγου τυχόντες δίκην δώσουσιν . Ἐφίσταται οὖν αὐτοῖς Ἡρακλῆς ,
δὲ θηρίων ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει . μή τευ μελαμπύγου τύχηις . προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . πυρὸς
4858974 ἑκουσιου
ἐχρῆν καθαροὺς καὶ ἐκ καθαρῶν , μηδενὸς ἄγους προσαψαμένους , ἑκουσίου μὲν ἄπαγε , ἀλλὰ μηδ ' ἀκουσίου χειροτονεῖσθαι :
προσφέροντος τὸ φάρμακον , ἀλλ ' αὐτόθεν ἐξ αὐτοφυοῦς καὶ ἑκουσίου μοχθηρίας : αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο . Τοῦτον
4856941 ἀθεωρητος
, καὶ ἔστιν ἐν ἐκτάσει τοῦ ι . παρὰ τὴν ἀθεώρητος καὶ τὴν ἀθεωρήτου τὸ ἀθεωρητί , ἀκονιτί , ἀμογητί
εὐάγωγος ψυχή , ἀνήκοος μὲν καὶ ἄπειρος λόγων ἐρρωμένων , ἀθεώρητος δὲ τοῦ ἀληθοῦς , ἀπερινόητος δὲ τοῦ πατρὸς καὶ

Back