ὁ θεὸς εἰρήνην , ταύταις ὁμολογεῖ ἀπαλείψειν ” τὸ μνημόσυνον Ἀμαλὴκ ἐκ τῆς ὑπ ' οὐρανόν ” . Τὸ δὲ
βασιλέων τῶν μετ ' αὐτοῦ „ , ὁ δ ' Ἀμαλὴκ ἔμπαλιν τοῦ ἀσκητοῦ ” τὴν οὐραγίαν κόπτειν ” ,
6527638 Αὐναν
αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν ,
Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος
6327311 ἐφοβηθη
μονοπεδίλου τῆς ἀρχῆς ἐκπεσεῖται , ἰδὼν οὕτως ἔχοντα Ἰάσονα , ἐφοβήθη . Ἐκτίθησι δὲ καὶ Πίνδαρος πλατύτερον τὴν ἱστορίαν καὶ
ὁ χορὸς διὰ τὸν Διόνυσον : ἐπειδὴ οὗτος , ὅτε ἐφοβήθη διὰ τὰς τοῦ διακόνου ἀπειλὰς , τὸν Ξανθίαν ἐποίησεν
6196661 ἐξενιζεν
φθείραντος αὐτὴν Διός : οὗ προσποιησάμενος ὁ Λυκάων τὸν Δία ἐξένιζεν , ὥς φησιν Ἡσίοδος , καὶ τὸ βρέφος κατακόψας
' ἐντεῦθεν . Διαβεβλήκασι γάρ μου τὸν πατέρα , ὡς ἐξένιζεν : καὶ ὅτι μὲν ἁλοὺς ὑπὸ τῶν πολεμίων ὑπὸ
6194125 Σατιβαρζανης
. περὶ ταῦτα δὲ αὐτοῦ διατρίβοντος ἧκόν τινες ἀπαγγέλλοντες ὅτι Σατιβαρζάνης ἐκ τῆς Βακτριανῆς μετὰ δυνάμεως πολλῆς ἱππικῆς παραγενόμενος εἰς
σατράπης Ἀραχωτούς τε ἦγε καὶ τοὺς ὀρείους Ἰνδοὺς καλουμένους . Σατιβαρζάνης δὲ ὁ Ἀρείων σατράπης Ἀρείους ἦγεν . Παρθυαίους δὲ
6176683 ἀρχαγγελος
οἰκονομῆσαι εἰς τὸν κόσμον . καὶ λαβὼν αὐτὸν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος τὸν Ἀδὰμ ἀπῆγεν καὶ κατήλειψεν αὐτόν , καθὼς εἶπεν
ἄλλης εὐωδίας θυμιάματος . Καὶ ἡ μελέτη μου Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος τῆς δικαιοσύνης , ὁ ἀνοίγων τὰς πύλας τῖς δικαίοις
6158958 Εἰρ
δὲ ἔστιν ὁ τριβεύς , ὃν Ἀριστοφάνης καλεῖ ἀλετρίβανον [ Εἰρ . . ] Κλῃδών : ἡ φήμη . Καταδαρθεῖν
δὲ ἔστιν ὁ τριβεύς , ὃν Ἀριστοφάνης καλεῖ ἀλετρίβανον [ Εἰρ . . ] Κλῃδών : ἡ φήμη . Καταδαρθεῖν
6134395 ἐτυφλωσε
, ἐτέλεσε δίδυμα κακὰ , ἤγουν τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς αὑτοῦ ἐτύφλωσε τῇ χειρὶ τῇ καὶ τὸν πατέρα Λάϊον φονευσάσῃ :
πονηρὸν τὸ γένος Χαναάν , ἀλλὰ τὸ διαβούλιον τῆς νεότητος ἐτύφλωσε τὴν καρδίαν μου . Καὶ ἰδὼν αὐτὴν οἰνοχοοῦσαν ,
6119274 Ἀρτοξερξης
αὐτῆι ἐπαύσατο διὰ τὴν πολλὴν τοῦ Ἀρτοξέρξου δέησιν . ὡς Ἀρτοξέρξης δῶρα ἔδωκε τῶι ἐνέγκαντι τὸν Κύρου πῖλον : καὶ
δὲ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , κάρτα γραῦς γενομένη . καὶ Ἀρτοξέρξης ἀποθνήσκει , μ καὶ β ἔτεα βασιλεύσας . τελευτᾶι
6084376 Ἀρτοξερξου
. καὶ παραγίνεται Δαρειαῖος ἀγόμενος ὑπὸ Ἀρταπάνου εἰς τὴν οἰκίαν Ἀρτοξέρξου , πολλὰ βοῶν καὶ ἀπαρνούμενος ὡς οὐκ εἴη φονεὺς
καὶ Μιθριδάτης ὁ Δαρείου γαμβρὸς καὶ Ἀρβουπάλης ὁ Δαρείου τοῦ Ἀρτοξέρξου παῖς καὶ Φαρνάκης , ἀδελφὸς οὗτος τῆς Δαρείου γυναικός
6074083 Ῥεβεκκα
τούτων καὶ πάθη . ἐπειδὴ γὰρ πορεύεται ἡ ὑπομονητικὴ ψυχὴ Ῥεβέκκα πυθέσθαι παρὰ θεοῦ , ἀποκρίνεται αὐτῇ , ὅτι „
τὸν θεὸν ἱκετεύσαντος , ἐκ τοῦ ἱκετευθέντος ἔγκυος ἡ ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν
6072781 ἀπεκατεστησεν
ἔχων ἑαυτὸν παραδέδωκε , καὶ τὸν τόπον καὶ τὰ ἴδια ἀπεκατέστησεν αὐτῷ καὶ πολλῆς ἄλλης χώρας ἔπαρχον ἀποίησεν : ἐρωτηθεὶς
ἄγγελος κυρίου ἦλθε , καὶ κράτησας αὐτοῦ τῆς δεξίας χειρὸς ἀπεκατέστησεν αὐτὸν εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Βαροὺχ καθεζόμενος :
6063807 ἐτυπτεν
τῆς εἰς Κορώνειαν στρατείας , ἐμάχετο τῷ ταξιάρχῳ Λάχητι καὶ ἔτυπτεν αὐτόν , καὶ πανστρατιᾷ τῶν πολιτῶν ἐξελθόντων , δόξας
- τες , οὐχὶ ἡμῖν ἐπέπλησσεν , ἀλλὰ τὸν λίθον ἔτυπτεν . τί γὰρ ἐποίησεν ὁ λίθος ; διὰ τὴν
6057369 Φαραω
φωτίνῳ καὶ νεφέλῃ ἡμερίνῃ καὶ ῥυσάμενον αὐτοῦ τὸν λαὸν ἔργου Φαραὼ καὶ ἐπενέγκαντα ἐπὶ Φαραὼ τὴν δεκάπληγον διὰ τὸ παρακούειν
διὰ τὸ ὑπερβάλλον κάλλος αὐτῆς . Καὶ ἀπέστειλεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἀγγέλους καὶ προσεκαλέσατο τὸν Συμεὼν καὶ τὸν Λευί .
6056291 Γρηγοριος
τοῦ ἐπιδοῦναι ἑαυτὴν καὶ μυῆσαι αὐτούς . ὁ οὖν θεῖος Γρηγόριος , ὡς καὶ τούτου ὄντος αἰσχροῦ καὶ τοῦ περὶ
ἱστάμενοι ἐπολέμουν ἀλλήλους καὶ τοὺς ἄλλους . Ὁ δὲ θεῖος Γρηγόριος περὶ θεαμάτων βούλεται εἰπεῖν ἡμῖν ἐνταῦθα . Αἱ ἑπτάπυλοι
6049519 ἀνῃρητο
δεύτερον ψευδῶς διεβέβλητο ὑπὸ ἄννωνος καὶ τότε πρὸς Καρχηδονίων οὕτως ἀνῄρητο καὶ οὕτως ἀποθανὼν ὑβρίζετο : Καρχηδόνιοι δὲ ἐπέστελλον Ἀννίβᾳ
αὐτῷ σκυτοτόμου μαχαίριον ἐμπεπηγμένον . Οὕτω μὲν δὴ καὶ Δροῦσος ἀνῄρητο δημαρχῶν . καὶ οἱ ἱππεῖς ἐπίβασιν ἐς συκοφαντίαν τῶν
6041087 ἐκραξεν
ἐπιλείποι : ὅτι φωνὴν μὴ ἔχει . πλανηθεὶς ὁ κόραξ ἔκραξεν καὶ τυρὸν κατέβαλεν , ὃν ἥρπαξεν ἡ ἀλώπηξ καὶ
εἰς εἱρκτὴν αὐτὸν ἀπαχθῆναι κελεύει . ἀπαγόμενος τοίνυν ὁ Αἴσωπος ἔκραξεν : „ ὁρᾷς , ὦ στρατηγέ , ὅπως ὀρθῶς
6011551 Κυθηρος
Κυδαντίδαι . Κυθήριος : Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Φαίνιππον . Κύθηρος δῆμος τῆς Πανδιονίδος , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης
τῶν διαβολῶν καὶ οἰκέτης τοῦ πρεσβύτου μάγειρος , ᾧ ἐπωνυμία Κύθηρος , ὑποθωπεύων , ὥσπερ ἐν δράματι , τὸν δεσπότην
5993914 Ἠσαυ
: οὗτοι δὲ ἐκ γένους εἰσὶν Ἀβραάμ : Ἰδουμαῖοι δὲ Ἠσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ Ἰακώβου παιδὸς Ἰσαὰκ υἱοῦ Ἀβραὰμ ἀπόγονοι πεφύκασιν
ἀλλὰ μετρίως γοῦν καὶ μέσως ἐρρύψαντο . τὸ παραπλήσιον ὁ Ἠσαῦ λέγειν ἔοικε τῷ πατρί : ” μὴ εὐλογία σοι
5982336 Ἰσραηλ
πατρὸς αὐτοῦ , ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις Ἀχαὰβ βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ ἦν διδά - σκαλος τῶν τετρακοσίων προφητῶν τοῦ Βαάλ
τεσσάρων , Ἰωσὴφ ἐτῶν ἓξ μηνῶν τεσσάρων . Παροικῆσαι δὲ Ἰσραὴλ παρὰ Ἐμμὼρ ἔτη δέκα , καὶ φθαρῆναι τὴν Ἰσραὴλ
5971904 ἀπαιτηθῃ
μαθὼν γὰρ ὁ Πολυμήστωρ ἐκεῖσε τοὺς Ἕλληνας ἐλθόντας φοβούμενος μὴ ἀπαιτηθῇ τὰ χρήματα , ἔσφαξε τὸν Πολύδωρον καὶ ἔρριψεν εἰς
ἐτιμωρήσατο δέον τοῦτο ποιεῖν , ἀλλ ' ἵνα μὴ δίκας ἀπαιτηθῇ τῆς μοιχείας , προτέρα ἐφόνευσεν : περὶ τοῦ φόνου
5963545 προηιει
ἐκ ? [ δὲ Φαλήρου ὑπὲρ τὴν ] / Σικελίαν προήιει [ ἐπὶ πέντε καὶ τριάκοντα ] - / σταδίους
ξυλιστὴν καὶ δρέπανον λαβών , ἐπὶ τὸν χάρακα τῶν πολεμίων προήιει . δύο δὲ αὐτῶι ἀπαντησάντων πολεμίων , τὸν μὲν
5950740 σεμνοτατος
ὀφείλει τρέπεν τὰς ψυχὰς τῶν ποταυγασμένων . καὶ περὶ μὲν σεμνότατος ἅλις εἰρήσθω : περὶ δὲ χρηστότατος νῦν ὑποθέσθαι πειρασοῦμαι
σῶμα καὶ ] ? ὡς ἦλθεν αὐτῶι σύζυγος αὐτοῦ ὁ σεμνότατος καὶ διέστησεν [ ] αὐτὸν ἐκ τοῦ νόμου καθ
5946944 ἐπηρε
καλῶς εἰδὼς ἄριστα καὶ κάλλιστα διέπειν ἀρχὴν ἐς τοσοῦτον αὐτὴν ἐπῆρε καὶ τοῖς ὅλοις ἀπέφηνε κρείττω ταῖς παρ ' ἑαυτοῦ
δὴ τῶν τοῖς πολ - λοῖς δοκούντων ἀγαθῶν οὐδὲν οὐδεπώποτε ἐπῆρε , πάλαι μὲν ᾔδεις , νῦν δὲ οὐ βούλει
5944269 ἀνεκαλει
, καὶ θαμινὰ τὸν Μηνόδωρον ὡς στρατηγικὸν καὶ μόνον εὔνουν ἀνεκάλει . Μουκίας δὲ αὐτὸν τῆς μητρὸς καὶ Ἰουλίας τῆς
, καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ μάλιστα : αὐτὸς δ ' ἀνεκάλει τὸν Καίσαρα οὐχ ἑταῖρον , ἀλλὰ πατέρα , οὐδὲ
5912617 σαθρου
καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθράστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ τοῦ σαθροῦ . Κενταύρων ὕβριν μεμίμηται : ἐπὶ τῶν ἐπὶ πλούτῳ
ἐκεῖνος γὰρ ἦν ἔρεισμα τῆς Τροίας , οὗ πεσόντος ἐπὶ σαθροῦ τὸ Ἴλιον εἱστήκει . ἀκαταγώνιστον . ἄκαμπτον . ἔρεισμα
5895756 ἠλευθερωσεν
μ ' Ἀντισθένης ἠλευθέρωσεν , οὐκέτι ἐδούλευσα , ” πῶς ἠλευθέρωσεν ; ἄκουε τί λέγει : “ Ἐδίδαξέν με τὰ
Δύμην δὲ καὶ Ναύπακτον καὶ Καλυδῶνα φρουρουμένην ὑπ ' Ἀχαιῶν ἠλευθέρωσεν . ἐστράτευσαν δὲ καὶ εἰς Θετταλίαν Βοιωτοί , καὶ
5888733 ἀναστησασα
ἀγρυπνία λαλίστατον ; εἶτα ἑξῆς τὸ διήγημα . ἐμὲ γοῦν ἀναστήσασα δευρὶ προάγεται λαλεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πάντα τὸν ἐμαυτοῦ
. Ἆρ ' ἐστὶ πάντων ἀγρυπνία λαλίστατον ; ἐμὲ γοῦν ἀναστήσασα δευρὶ προάγεται λαλεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πάντα τὸν ἐμαυτοῦ
5886207 Ἱερουσαλημ
καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ : καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ , καὶ οὐκ ἐπέγνω αὐτὴν , οὔτε τὴν οἰκίαν
Καὶ ἀνομήσετε σὺν τῷ Ἰσραήλ , ὥστε μὴ βαστάξαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου πονηρίας ὑμῶν , ἀλλὰ σχίσαι τὸ ἔνδυμα
5882001 ἀπατησας
ὠμὰ καὶ ἄχρηστα ὄντα τῇ ἰδέᾳ πέπειρα φαίνονται . φηλώσας ἀπατήσας δολώσας . τὸ φηλῶσαι , ὃ σημαίνει τὸ δολῶσαι
τῆς Μολιόνης υἱοί . ὑπέρφρονες διὰ τὴν ἀνδρίαν . ὁ ἀπατήσας τὸν Ἡρακλῆν τῷ μισθῷ . * Αὐγείας . *
5880711 Ἰησουν
βίον , ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ ἀναλήψεως Μωσέως , προσκαλεσάμενος Ἰησοῦν υἱὸν Ναυῆ καὶ διαλεγόμενος πρὸς αὐτὸν ἔφη : καὶ
, καὶ τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν ἐξυπνίζοντα ἡμᾶς , Ἰησοῦν χριστὸν , τὸ φῶς τῶν αἰώνων πάντων , ὁ
5879268 θεσμοθετης
τοῦ ἀπολογουμένου ῥάβδον κατέχει παρεστὼς ὁ κῆρυξ ἢ ⌈ ὁ θεσμοθέτης καὶ Γ τοῦτο ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς καταψηφισθέντας , Γ
τοῦ δικαστηρίου ὡς βραδέως ἥκοντα . θεσμοθέτης : ὅτι καὶ θεσμοθέτης παρετύγχανε καὶ ἔβλεπε τὰ δικαστήρια . Γ θεσμοθέτης ]
5878181 Παττικιος
! ! ! ! ! ! ! ! ] ὁ Παττίκιος ? [ ! ! ! ! ! ! !
. [ Ἑλληνικὸν ] δὲ ἄρτον βούλεται ἐσθίειν . ” Παττίκιος δὲ διὰ τὸ τεθεωρηκέναι αὐτῶν τὸν μέγιστον θόρυβον ἔφη
5873071 ἐκλαυσεν
συλλαβὴ λύει τὴν αἰτίαν , ἵνα ᾖ : τῆνον ἂν ἔκλαυσεν , εἰ ἐν Σικελίᾳ λέων ἦν . πολλαί οἱ
καὶ αὐτὸς σφόδρα : καὶ Μιχαὴλ ἰδὼν αὐτοὺς κλαίοντας , ἔκλαυσεν καὶ αὐτός : καὶ ἔπεσαν τὰ δάκρυα Μιχαὴλ ἐπὶ
5871581 Ἰουδας
μόσχος τὰ χλωρὰ ἀπὸ τῆς γῆς . Διὸ ἐγὼ καὶ Ἰούδας πεπράκαμεν αὐτὸν τοῖς Ἰσμαηλίταις τριάκοντα χρυσῶν , καὶ τὰ
: Ἴσακος Ἰάκωβος Ἰησοῦς Σαββαταῖος Σίμων Λευίς . Ἕκτης : Ἰούδας Ἰώσηφος Σίμων Ζαχαρίας Σομόηλος Σελεμίας . Ἑβδόμης : Σαββαταῖος
5864306 διεξαγων
ἀνήκεστον πρᾶξαι κατὰ τῆς πατρίδος . ὁ δὲ τυραννικῶς ἤδη διεξάγων αὐτὸν μὲν προέωσε πρηνῆ ἐπὶ τὴν γῆν , τοῖς
] στρέφων . νωμῶν ] καὶ μαντευόμενος . νωμῶν ] διεξάγων . θΞ φρεσὶ ] διανοίᾳ . φρεσὶ ] ἐν
5858651 καταπνευσθεις
ἑστώς , ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃ , καταπνευσθεὶς καὶ ἐπιθειάσας ζῶν ἔτι τὰ ὡς ἐπὶ θανόντι ἑαυτῷ
| ἀνθρώπων , καὶ πρὸς τί γέγονεν . ὁ δὲ καταπνευσθεὶς ἔνθους γίνεται καὶ θεσπίζει τάδε : „ θνητοῖς μὲν
5857977 γεννησας
, ἦν δ ' ἐγώ : ὅτι ὁ δῆμος ὁ γεννήσας τὸν τύραννον θρέψει αὐτόν τε καὶ ἑταίρους . Πολλὴ
γένεσιν ἔσχον , λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας τάδε “ Θεοὶ θεῶν , ὧν ἐγὼ δημιουργὸς πατήρ
5846319 ἀνεστρεψε
εἰς χεῖρας ἦλθεν ἃ πρὸς ἐκεῖνον ἔγραψας , ἄκουσον . ἀνέστρεψε μὲν ἐκ Χαλκηδόνος , ἐγὼ δέ , τοῦτο δὴ
καὶ τὰ τῆς βοηθείας καὶ τὴν σπανοσιτίαν , ταχύ τε ἀνέστρεψε καὶ ἀποπλέων ὡρμίσθη τῆς Κυθηρίας εἰς Φοινικοῦντα . ἐπεὶ
5845758 Φαυστος
Σκιπίων μὲν καὶ ὁ Πετρήιος καὶ Ἰόβας ἑαυτοὺς ἀνεῖλον , Φαῦστος δὲ , κηδεστὴς ὢν ἐπὶ θυγατρὶ τοῦ Πομπηίου ,
καὶ οὐκ ἀπεικὸς ἐφαίνετό μοι καὶ τόδε , ἐπεὶ καὶ Φαῦστος ἐπωνομάζετο : δύναται δὲ τοῦ αἰσίου καὶ ἐπαφροδίτου ἀγχοτάτω
5830896 καταβληθεις
αὖ θέρμον εὐθὺς ἀπὸ τῆς ἅλω δι ' ὅτι μὴ καταβληθεὶς ἔτι θερμῆς οὔσης τῆς γῆς κακοβλαστὴς γίνεται . Τούτου
τὴν Ἰοκάστην . . ἵν ' ἐτράφη ] ὅπου σπέρμα καταβληθεὶς ηὐξήθη . . ῥίζαν ] γονήν . αἱματόεσσαν ]
5830558 συνηκεν
φίλος παῖς σύνθετο θυμῷ : ἡ διπλῆ , ὅτι μαντικῶς συνῆκεν , οὐκ ἀκούσας αὐτῶν τῆς φωνῆς . . ὣς
χύτραν ἐπισκεψάμενος , ὡς τοὺς τρεῖς μόνον πόδας ἑώρακε , συνῆκεν ἐπιβουλὴν αὐτῷ τινα γεγονυῖαν . καὶ δὴ καταδραμὼν ἐπὶ
5819771 Ἐνωχ
ἡμῶν . Καὶ νῦν , τέκνα , ἔγνων ἀπὸ γραφῆς Ἐνώχ , ὅτι ἐπὶ τέλει ἀσεβήσητε ἐπὶ Κύριον , χεῖρας
πρὸς τὸν ἀμείνω μεταβαλόντα , ὃς καλεῖται παρὰ μὲν Ἑβραίοις Ἐνώχ , ὡς δ ' ἂν Ἕλληνες εἴποιεν „ κεχαρισμένος
5811660 ἐξερριψεν
στρόβιλος ; ἐν ᾧ συστρέφεται , προσέρχεται , προέλαβεν , ἐξέρριψεν , αἰὼν γίνεται . ἀλλ ' ἐν πελάγει συγκλυσμός
ἱστὸν ἢ πηδάλιόν τι συντρίψας νεώς , ἢ φόρτι ' ἐξέρριψεν ὑπέραντλος γενόμενος , ἀφῆκα τὸν τοιοῦτον : οὐθὲν ἡδέως
5811235 Λευι
οἱ οὐρανοί , καὶ ἄγγελος Θεοῦ εἶπε πρός με : Λευί , εἴσελθε . Καὶ εἰσῆλθον ἐκ τοῦ πρώτου οὐρανοῦ
, πηγὴ τὸ θεραπευτικῶς ἔχειν αὐτοῦ , θεραπείας δὲ ὁ Λευί ἐστι σημεῖον . καθάπερ οὖν τῶν Ἠσαῦ προτοτοκίων κληρονόμος
5809163 περιαλγης
βαρυτέρας τῆς πληγῆς γενομένης , ἀπέκτεινεν ἀκουσίως τὸν παῖδα . περιαλγὴς δὲ γενόμενος ἐπὶ τῷ πάθει πάλιν ἐκ τῆς Καλυδῶνος
τὸν τῆς Ἑλλάδος τύραννον παριέναι πρὸς αὐτούς . ὅθεν Ἀλέξανδρος περιαλγὴς γενόμενος εἰς ὑπερβάλλουσαν ὀργὴν προῆλθεν καὶ πάσῃ τιμωρίᾳ τοὺς
5808998 Ἱερεμιας
μετὰ ταῦτα ἔδησε τὴν ἐπιστολὴν εἰς τὸν τράχηλον τοῦ ἀετοῦ Ἱερεμίας , λέγων : Ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐπισκέψηται ἡμᾶς
δὲ αὐτῷ ὁ κύριος : Λάλει , ὁ ἐκλεκτός μου Ἱερεμίας . Καὶ ἐλάλησεν Ἱερεμίας , λέγων : Κύριε παντοκράτωρ
5800066 ὑψαυχενων
, ὦ γενναῖε , ἀλλ ' ὥσπερ τι καλὸν ἐξειργασμένος ὑψαυχενῶν καὶ μεγαληγορῶν περιέρχῃ καὶ μηδὲν ὑφεῖναι τοῦ φρονήματος ἀπομαχόμενος
δὲ ἐν τοῖς ὤμοις ὑποκινούμενος , ὀρθὸς δὲ ὢν καὶ ὑψαυχενῶν ἀπειθὴς καὶ αὐθάδης καὶ ὑβριστής , ὡς γὰρ ταὐτὸ
5799646 ὀλβιου
ὁ ἐν Δελφοῖς ποιητής . Φέρε καὶ τὴν Ὁμήρου τοῦ ὀλβίου ἴδωμεν ἐρώτησιν , ἣν τὸν θεὸν ἐρωτᾷ : ἦ
ἔμολέν τε θεῶν μέγαρον . Τόθι κλυτὰς ἰδὼν ἔδεισε Νηρέος ὀλβίου κόρας : ἀπὸ γὰρ ἀγλαῶν λάμπε γυίων σέλας ὧτε
5796732 κουφιζων
ἵνα δηλώσῃ ὅτι συνεχῶς ἢ λίθους ἢ μέταλλα κόπτων καὶ κουφίζων ἑαυτὸν , παρέτρεψε τὴν ῥάχιν : διὸ ταύτῃ πέπονθεν
τῇ στρατείᾳ , τρέφων ἐκ τῆς πολεμίας καὶ τὴν πόλιν κουφίζων τῶν δαπανημάτων , ἅμα δὲ πολλὰ καταπράξεσθαι τῇ πατρίδι
5791333 ἀπολουμενος
χαριέντως δὲ καὶ παρ ' ὑπόνοιαν εἶπε τὸ “ ὡς ἀπολούμενος ” . οἱ γὰρ στρατευόμενοι τυρὸν καὶ ἄλφιτα ἑαυτοῖς
αὐτῷ θανάτου ποτὲ ἄξιον ἐργάσασθαι , προύφερέ τε ὡς ἀπεστέλλετο ἀπολούμενος . καὶ τῆς μὲν τῶν Ἑλλήνων δουλώσεως ὀλίγον ἑαυτῷ
5791234 Ἀρειων
, ἵνα καὶ Σατιβαρζάνης ἧκε παρ ' αὐτὸν ὁ τῶν Ἀρείων σατράπης . τούτῳ μὲν δὴ τὴν σατραπείαν ἀποδοὺς ξυμπέμπει
μικρός . Λῴων : βελτίων , ἀπὸ τοῦ λωΐων . Ἀρείων : κρείττων . Κῷος : ἀπὸ τῆς Κῶ νήσου
5789201 ἀποστατης
καὶ μέντοι καὶ δέδρακεν ἔργον ἀξιαφήγητον . Διαγνοὺς γὰρ ὡς ἀποστάτης ἐστὶ τοῦ σουλτάνου ὁ τοῦτον νικήσας καὶ τῆς Περσῶν
ἐπιστάτης Πτολεμαῖος ἔτι μὲν καὶ πρότερον καταφρονήσας τῶν Συριακῶν βασιλέων ἀποστάτης ἐγένετο , καὶ διὰ τοὺς ἰδίους ἐκείνων περισπασμοὺς ἀδεῶς
5777949 Ζηθου
ὡπλισμένους . ] τίς δ ' οὗτος ἀμφὶ μνῆμα τὸ Ζήθου περᾶι καταβόστρυχος , ὄμμασι γοργὸς εἰσιδεῖν νεανίας , λοχαγός
τῷ χρησμολόγῳ κοινὰ ἐς τοῦτον τὸν τάφον καὶ ἐς τὸν Ζήθου τε ἐν Θήβαις καὶ Ἀμφίονος . τὰ μὲν δὴ
5775528 ἀστρατευτος
ἁπλᾶ ὄντα ὀξύνεται : τορνευτός στρατευτός βουλευτός . τὸ δὲ ἀστράτευτος σύνθετον . Τὰ διὰ τοῦ ΟΥΤΟΣ προπερισπᾶται : τηλικοῦτος
. . πρὸς τίνας ] πολέμους , ἐν οἷς ἤμην ἀστράτευτος . . . . Ἄλλως . οἷον πολεμίους ,
5771248 μεθειται
πράσσουσα δαίμονας τίει . θρεῦμαι φοβερὰ μεγάλ ' ἄχη : μεθεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών : ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος
ἀφεῖται . μεθεῖται ] πέμπεται . μεθεῖται ] ἔρχεται . μεθεῖται ] κινεῖται . μεθεῖται ] ἤδη ὁρμὴν ποιεῖται ἐπὶ
5768989 ἀλεξιτηριος
οὕτω καλούμενος ἀποσοβητὴς τῶν κακῶν . ἀλεξητήριος ] διώκτης . ἀλεξιτήριος ] βοηθός . βάσις εὐκτική . φερώνυμος ὅ ἐστιν
οὖν συμφώνως ἑαυτῷ τιμῷτο . ἀλεξητήριος ] ἀποσοβητής . θΞ ἀλεξιτήριος ] οὕτω καλούμενος ἀποσοβητὴς τῶν κακῶν . ἀλεξητήριος ]
5767749 Ἰωαννης
πρὸς φυγὴν παρεσκεύασαν , ἕως ὁ τούτων καθηγεμὼν ὁ Βρυέννιος Ἰωάννης τὸν ἀκινάκην σπασάμενος σὺν ὀλίγοις τὸν πρώτως ἐπιόντα τῶν
αἱ ἅγιαι γραφαὶ καὶ πάντες οἱ πνευματοφόροι , ἐξ ὧν Ἰωάννης λέγει : ” Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος ,
5767633 περιεπων
ἡμερώσας εἶχεν , οἷα δήπου φίλην ἢ ἐρωμένην ἀγαπῶν καὶ περιέπων ἰσχυρῶς . οὐκοῦν ἔριφον αὐτῇ φέρων ζῶντα ἐδίδου ,
Ἀδριανὸς ἦν ὁ αὐτοκράτωρ ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ ἱεροῦ , περιέπων τέ με ἄρτι γνώριμον αὐτῷ γεγονότα καὶ ὑποτιθεὶς ἐλπίδας
5763848 ἐδυναστευσε
ἦν ἐνθάδε καὶ εὐεργετεῖτο ὑπὸ τοῦ Σεβαστοῦ , ἐπανελθὼν δὲ ἐδυνάστευσε καὶ κατεκτήσατο πρὸς οἷς εἶπον Λουγίους τε , μέγα
, καὶ διὰ τοὺς ἰδίους ἐκείνων περισπασμοὺς ἀδεῶς τῆς χώρας ἐδυνάστευσε , μάλιστα πιστεύων ταῖς τῶν τόπων ὀχυρότησιν : καὶ
5749195 Συχεμ
εἴκοσι μηνῶν ἓξ , ἀποκτεῖναι τόν τε Ἐμμὼρ , καὶ Συχὲμ τὸν υἱὸν αὐτοῦ , καὶ πάντας τοὺς ἄρσενας ,
Σίκιμα ἐλθεῖν πανηγύρεως οὔσης , βουλομένην θεάσασθαι τὴν πόλιν : Συχὲμ δὲ τὸν τοῦ Ἐμμὼρ υἱὸν ἰδόντα ἐρασθῆναι αὐτῆς ,
5748389 ἐκλεκτον
: Μὴ ἀπολέσητε τὴν πόλιν ἕως ἂν λαλήσω πρὸς τὸν ἐκλεκτόν μου Ἱερεμίαν . Τότε Ἱερεμίας ἐλάλησεν , λέγων :
τὸ ἱκανῶς κενωθῆναι ἅπαν τὸ ἄχρηστον , τοιοῦτον ἐκτίθεται βοήθημα ἐκλεκτόν . Μύρτων μελάνων χωρὶς τῶν γιγάρτων ἰταλικὸν ξέστην ἕνα
5746680 μετονομασθεις
ἔνδοθεν τῶν Ἀλπείων ἐπὶ τὸν Ἰόνιον , Πάδος ἀντὶ Ἠριδανοῦ μετονομασθείς . ἀφικομένου δ ' ἐς Ἰβηρίαν αὐτίκα ὁ Σερτώριος
ὁ Αἰνείας , καὶ τὴν ἀρχὴν διεδέξατο Εὐρυλέων , Ἀσκάνιος μετονομασθείς , ὃς ἐγεννήθη τῷ Αἰνείᾳ ἐκ Κρεούσης τῆς Πριάμου
5740917 πραγματευτης
Χρεμύλου καὶ τῆς Πενίας ἐστὶ πραγματική . ἔμπορος : ὁ πραγματευτής , κυρίως δὲ ἄνθρωπος ὁ πλέων θάλασσαν , παρὰ
: Ἐλθών . . ἦλθον . . ἔμπορος : Ἤγουν πραγματευτής . . . Πραγματευτὴς , κυρίως ὁ κατὰ θάλατταν
5740046 ἀπελαυσε
ἐκ τούτων δὴ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα ὀνείδη πάλαι τε ἀπέλαυσε φιλοσοφία καὶ νῦν ἀπολαύει , ὅταν δή τινες ἐνίοτε
διδοῦσα πρόφασιν μνησικακεῖν . τοιγαροῦν ἀντὶ ταύτης τῆς διανοίας τοιαύτης ἀπέλαυσε τῆς τῶν ἡγεμόνων προνοίας , ὥστε γένει μόνον ἔδοξε
5736676 ἐμηνυεν
ἥρμοζε καὶ ἠθῶν ἱστορίαν ἔσῳζεν καὶ αἰσθήσεις ἐνεδείκνυτο καὶ πάθη ἐμήνυεν καὶ πρὸς τριχώματος ἐξουσίαν ἠκολούθει εἰς τὴν τριχὸς καμπὴν
' ἀντ ' αὐτῶν ἀγγελίαν , ἣ τὸν ἐκείνων θάνατον ἐμήνυεν . διὸ καὶ καθ ' ἡμέραν ἐπιζητῶν τὴν συμβίωσιν
5735133 γεννησασα
ξείνης γαίης ἔπι : ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας . τεκοῦσα : γεννήσασα , γεννήματα . Ἀσπασίως : χαριέντως , περιχαρῶς ,
ἀγελαστικὸν γὰρ καὶ σύννομον ζῷον τὸ ἡμερώτατον ἄνθρωπον ἡ φύσις γεννήσασα πρὸς ὁμόνοιαν καὶ κοινωνίαν ἐκάλεσε , λόγον δοῦσα συναγωγὸν
5732050 κατηλθε
γὰρ ἦν . διὰ δὲ τὸ συμβὰν αὐτῷ εἰς Ἄργος κατῆλθε . φησὶν οὖν ὅτι ὁ ἀνὴρ οὗτος μέτοικός ἐστιν
πρὸς τὴν φυγὴν μετὰ πενίας ἰσχυρᾶς ὥσπερ ὁ Πεισίστρατος ἐκπεσὼν κατῆλθε τὸ δεύτερον : ἀλλ ' ὁ μὲν διὰ πλοῦτον
5722600 νομιζουσης
δῆμον ἀπὸ τῆς στρατείας , οὔπω τῆς βουλῆς καιρὸν εἶναι νομιζούσης , ἵνα μὴ τὰς ὑποσχέσεις ἀπαιτοῖεν οἱ ἄποροι :
, τῆς τοῦ ἄφρονος ψυχῆς τὰ αἰσθητὰ μόνα καὶ φαινόμενα νομιζούσης ἀγαθά , χρώμασι καὶ σκιαῖς ἠπατημένης καὶ δεδουλωμένης :
5716072 τετελευτηκεν
τιμᾶν ὥστε τοσούτων ὅσων ἀκηκόατ ' ἀξιοῦν , ἐπειδὴ δὲ τετελεύτηκεν , [ μηδεμίαν ποιησαμένους τούτων μνείαν ] ἀφελέσθαι τι
ὁ δ ' ἐγκαταλειφθεὶς ὑπὸ τούτου τελευταῖος ἁπάντων τῶν εἰσποιηθέντων τετελεύτηκεν ἄπαις , ὥστε γίγνεται ἔρημος ὁ οἶκος , καὶ
5711906 βασιλευσει
Φίλιππος τοῖς αὐτοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἐμμεῖναι , καὶ τῆς Εὐρώπης πάσης βασιλεύσει . . : καὶ γὰρ Θεόπομπος ὁ Χῖος ἐν
ἔσται : ἐὰν δὲ πλούσιος , ἄρξει πολλῶν ἢ καὶ βασιλεύσει . ἀετὸν νεκρὸν ἰδεῖν δούλῳ μόνῳ συμφέρει καὶ τῷ
5710400 ἐπλανηθη
γυνὴ γέγονεν Ὀδυσσέως . τούτου πλανωμένου τὴν πλάνην , ἣν ἐπλανήθη μετὰ τὸν Τρωϊκὸν πόλεμον , πολλοί τινες ἦλθον μὲν
, ἐν ἀριστερᾷ ἔχων τὴν Βαβυλῶνα : ἵνα δὴ καὶ ἐπλανήθη αὐτῷ μέρος τοῦ ναυτικοῦ κατὰ τὰ στενὰ ἀπορίᾳ ἡγεμόνος
5706644 ἀταφος
[ πατρὸς [ ] ἑοῦὡς δή ? ῥ ? ' ἄταφος τάφος εἷο πέλοιτο εἰ μὴ ληϊδίηισι ? γύας ἐτάμοντο
, Ἡρακλῆς Ἀλεξάνδρου παῖς , ἀλλ ' οὐκ ἐβασίλευσεν : ἄταφος γοῦν Ὀλυμπιάδι ἐκομίσθη , καὶ πενθήσασα αὐτὸν καὶ αὐτὴ
5697603 βδελυγμα
κύριος ὁ θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ , ὅτι βδέλυγμα κυρίῳ πᾶς ποιῶν ταῦτα , πᾶς ποιῶν ἄδικα ”
ἰδίαν , διότι οὐ συνήσθιε μετὰ τῶν Αἰγυπτίων , ὅτι βδέλυγμα ἦν αὐτῷ τοῦτο . Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ τῷ Πεντεφρῆ
5695271 κληθησεται
† μορφῆς ἐπῳδόν : ἀντὶ τοῦ ἐπώνυμον τῆς ἐμῆς μορφῆς κληθήσεται τὸ σῆμα ἧς ἔχω νῦν , ἢ τί ἕτερον
ἑκάτερον , ἀλλὰ καὶ ἴσων , ἴσα τε καὶ ὅμοια κληθήσεται . Οὐ φαῦλος ὁ ὁρισμὸς οὗτος . Ἐλλιπὴς ὁ
5693110 συνῳκησε
. : Τοῦτο ἀπὸ ἱστορίας εἴληφεν : αὖθις γὰρ αὐτῇ συνῴκησε Πηλεὺς καὶ ἢ Ἀχιλλέα : τὸ Θετίδειον διόπερ ἐστὶ
Περσίδος Ἀμάστριδος , θυγατρὸς Ὀξυάθρου τοῦ ἀδελφοῦ Δαρείου , ἣ συνῴκησε Διονυσίῳ τῷ Ἡρακλείας τυράννῳ . Δημοσθένης δ ' ἐξ
5690218 εἰληχει
Ἆρ ' οὖν τοῦτό ἐστιν ὁ δαίμων , ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει ; Ἢ οὔ , ἀλλὰ τὸ πρὸ αὐτοῦ :
ὑπὸ τὸν Ἀντώνιον οὐ πολεμουμένων , Καίσαρι δέ , ἃ εἰλήχει , πάντα χωρὶς Σαρδοῦς ἐπολεμεῖτο , ὅθεν ἐκ τῶν
5689392 εἱλκυσεν
κατὰ ? τοῦτον τὸν τρόπον ἐκάλεσέν με καὶ ἐπελέξατο καὶ εἵλκυσεν καὶ διέστησεν ἐκ μέσου τούτων [ . παρελκύσας ]
: ἀσθενής . ἐπέσπασεν : ἀντὶ τοῦ ἐσπάσατο , ἢ εἵλκυσεν , ἢ ἔσυρεν , ἐποίησεν . ἀπέσπασεν : ἐκράτησεν
5688149 ἀληστον
αἰτίας . τοῦ δὲ ἐνετυποῦτο ἡ διάνοια παγιώτερον , ὡς ἄληστον εἶναι τὴν τῶν ἐγκλημάτων μνήμην . Ἐν ἀπόροις δὲ
ἀνορθιάσαντες , ἡσυχίᾳ καὶ προσοχῇ χρώμενοι , τῶν θεσμῳδουμένων εἰς ἄληστον μνήμην ἀκούωσιν : ἐπεὶ καὶ ἑτέρωθι λέγεται : „
5687839 πρωτοτοκος
κέκληνται . καὶ ὁ μὲν ἔχων τὸν αʹ ὡροσκοποῦντα ἔσται πρωτότοκος ἢ πρωτότροφος , φρόνιμος , βαθύς , πεπαιδευμένος ,
αὐτοὺς ⌈ ἀπὸ τοῦ τείχους ⌉ ὁ υἱὸς Φαραὼ ὁ πρωτότοκος . Καὶ ἰδὼν τὴν Ἀσενὲθ ἐμμανὴς ἐγένετο ἐπ '
5685007 ἐνθουσιων
μόσχῳ ἐνιαυσίῳ , σπᾷ δὲ τῆς θηλῆς τῷ στόματι . ἐνθουσιῶν δὲ ἐς μίξιν οἴστρῳ τε φλεγόμενος ἐμπίπτει τοίχῳ καὶ
: τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ
5678502 Ἀβρααμ
οὖς σου δικασώμεθα . καὶ εἶπεν ὁ θεός : ἐρώτησον Ἀβραὰμ τὸν πατέραν ὑμῶν , ποῖον υἱὸν δικάζεσθαι ἐν πατρί
ἀπερινόητον καὶ ἀκατάληπτον : ὥστε τὸ „ ὤφθη κύριος τῷ Ἀβραὰμ „ λέγεσθαι ὑπονοητέον οὐχ ὡς ἐπιλάμποντος καὶ ἐπιφαινομένου τοῦ
5676886 συλληφθεις
: Εὐμενίσιν θήραμα φόνῳ : ἀντὶ τοῦ ἄγρευμα γενόμενος καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Ἐρινύων διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός :
ἀνελέσθαι . ὁ δ ' ἀπερι - σκέπτως προσελθὼν καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῆς παγίδος ὡς ἐξαπατήσασαν ἐμέμφετο τὴν ἀλώπεκα .
5673416 Θρασυδαιος
φησὶν , αὐτοῦ ἔσχον Ὀλυμπικὰς νίκας , αὐτὸς δὲ ὁ Θρασυδαῖος ἐν τῇ Πυθοῖ στάδιον ἐνίκησε . τὸ δὲ τῷ
τῶν δὲ ἄλλων ὑπὲρ τοὺς τετρακισχιλίους . μετὰ δὲ ταῦτα Θρασυδαῖος μὲν ταπεινωθεὶς ἐξέπεσεν ἐκ τῆς ἀρχῆς , καὶ φυγὼν
5670722 στασιασαντος
. . , . ] Ὅτι ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μαξίμου στασιάσαντος καὶ βαρβάρων κατὰ Ῥωμαίων ἐκστρατευσάντων φήμη κατέσχε τοὺς βαρβάρους
οὗτος οὐκ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ τῆς γνώμης ἐπέμφθη , ἀλλὰ στασιάσαντος τοῦ δήμου τὸ ἐλαττωθὲν μέρος ἑκούσιον ὑπεξῆλθεν . ἐτύγχανε
5668149 ἐπαρατος
ὁ μὲν ζηλωτός , ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός ,
τοῦτο . παρ ' αὐτῷ δὲ καὶ λιμὴν ὁ καλούμενος ἐπάρατος καὶ ἐξάγιστος . . . ἐξάγιστος ] ὁ ἄγαν
5666055 Νεφθαλειμ
Λουδουεὶμ καὶ τοὺς καλουμένους Ἐνεμιγεὶμ καὶ τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλεὶμ καὶ τοὺς Πατροσωνιεὶμ καὶ τοὺς Χασλωνιείμ , ὅθεν ἐξῆλθεν
Ζελφὰν , τῷ αὐτῷ χρόνῳ ᾧ καὶ Βάλλαν συλλαβεῖν τὸν Νεφθαλεὶμ , τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει , μηνὶ πέμπτῳ , καὶ
5662928 παραλαβοντος
τις ἐπίσταιτο γεωμετρεῖν ἢ φιλοσοφεῖν . ὅθεν Φιλίππου τὴν ἀρχὴν παραλαβόντος Παρμενίδης αὐτὸν ἐν Ὠρεῷ λαβὼν ἀπέκτεινεν . Κάλλιππος δ
Διὸς ἐφαψαμένη τὴν ὀργὴν κατέπαυσε . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμὸς ἐγένετο . τοῦτον ἔνιοι διὰ
5662834 Μακαρευς
. . : Κῶιοι δὲ τοὐναντίον δρῶσιν , ὡς ἱστορεῖ Μακαρεὺς ἐν τρίτωι Κωιακῶν : ὅταν γὰρ τῆι Ἥραι θύωσιν
καὶ τὸν αὐτὸν ἀριθμὸν ἀρρένων παίδων , ὧν ὁ πρεσβύτατος Μακαρεὺς Κανάκης τῆς ἀδελφῆς ἐρασθεὶς ἐβιάσατο τὴν προειρημένην . Αἴολος
5661325 Λευις
καὶ Λευίς , διότι ἐφθόνουν οἱ ἐχθραίνοντες , καὶ ἦν Λευὶς ἐκ δεξιῶν Ἀσενὲθ καὶ Συμεὼν ἐξ εὐωνύμων . Καὶ
. Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν Φαραώ , ἔδραμε Λευὶς καὶ ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἶπε : μηδαμῶς
5655590 δυσαπονιπτοις
ἐπὶ τῶν μεγάλως δυστυχούντων . Αἰσώπειον αἷμα : ἐπὶ τῶν δυσαπονίπτοις ὀνείδεσι καὶ κακοῖς συνεχομένων . πολλὰ γάρ φασι τὸ
ποικίλλεις , ὠὸν τίλλεις . Αἰσώπειον αἷμα : ἐπὶ τῶν δυσαπονίπτοις ὀνείδεσιν ἐνεχομένων : ἐπειδὴ τοῖς Δελφοῖς ἀδίκως ἀνελοῦσι τὸν
5654303 ὠκυμοροι
δ ' Ἕκτωρ μεγάθυμος ἀπέκτανε . ποῦ νύ τοι ἰοὶ ὠκύμοροι καὶ τόξον ὅ τοι πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων ; Ὣς
μέριμνας . παῦρον δ ' ἐν ζωῆισι βίου μέρος ἀθρήσαντες ὠκύμοροι καπνοῖο δίκην ἀρθέντες ἀπέπταν αὐτὸ μόνον πεισθέντες , ὅτωι
5651718 ὑπηντησεν
αὐτοῦ φύλαξ , περὶ τοῦ ἀλκμᾶνος πάλιν φησὶ καὶ ὅτι ὑπήντησεν αὐτῷ ἐρχομένῳ εἰς τὴν πυθῶνα , τῷ πινδάρῳ ,
. μηχανὰς ] παιδεύσεις , γνώμας . πρὸς τὰς μηχανὰς ὑπήντησεν . ὀφείληταί ] χρεωστῆται . οὐδέτερον ἐπεκράτησεν . ἔχεις
5650815 καταδικαζων
ἐπήλυδας ἡμᾶς ἀπεκάλει μηδὲ λόγου μεταδούς , ἀλλ ' ἀκρίτως καταδικάζων . οὗ τί ἂν εἴη τυραννίδος ἐπάγγελμα μεῖζον ;
ὁ διακρίνων , ὁ τοὺς ἀδικοῦντας κολάζων , μετιών , καταδικάζων , ἐξαίρων , νουθετῶν , σωφρονίζων , ὁ τιμωρούμενος
5650407 Καϊν
τῷ λαμβάνοντι . Ὁ μὲν οὖν φίλαυτος διανομεὺς οἷος ὁ Κάϊν , ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ .
, ὑμεῖς ἀθέσμους εἰς ὕβρεις ὁμοσπόρων τὰς μισαδέλφους ὁπλίσαντες ὠλένας Κάϊν μολῦναι φοινίῳ πρῶτον λύθρῳ ἐπείσατον γῆν , καὶ τὸν
5649930 οἰκιζει
, καὶ θαυμάζειν Ὅμηρον : ἔξεστιν δὲ ὧδε . Πόλιν οἰκίζει Πλάτων τῷ λόγῳ , οὐ Κρητικήν , οὐδὲ Δωρικήν
Φάλιος , Κορίνθιος ὢν καὶ ἐν Κερκύρᾳ ὤν , συνεκπεμφθεὶς οἰκίζει τὴν Ἐπίδαμνον τὸν παλαιὸν νόμον : σημείωσαι : ὁ
5646591 ἀνωθει
ἧττον ἐνοχλοῦνται . καὶ γὰρ τοῦτο ποιεῖ καὶ ἀναφέρει καὶ ἀνωθεῖ πρὸς τὰ ἄνω . διὰ τὸ αὐτὸ δὲ καὶ
χώραις γίνεσθαι τὰς χαλάζας , ὅτι ἐπὶ πλεῖον τὸ θερμὸν ἀνωθεῖ ἀπὸ τῆς γῆς τὰς νεφέλας . ̈ . ,
5644399 Ἀαρων
Λάβαν ἀδελφοῦ τῆς μητρός σου ” , ἐπὶ δὲ τοῦ Ἀαρών : „ ἔλαβε δὲ Ἀαρὼν τὴν Ἐλισάβετ , θυγατέρα
δήλωσιν καὶ τὴν ἀλήθειαν , καὶ ἔσται ἐπὶ τοῦ στήθους Ἀαρών , ὅταν εἰσέρχηται εἰς τὸ ἅγιον ἐναντίον κυρίου ”
5643545 ἐπιστευθη
τὸν πρῶτον εἰπόντα : ἀρνουμένου δὲ Θήρωνος ὁ ἁλιεὺς μᾶλλον ἐπιστεύθη . βασανιστὰς εὐθὺς ἐκάλουν καὶ μάστιγες προσεφέροντο τῷ δυσσεβεῖ
, εἴρηκα ὑμῖν . ἀντὶ δὲ τοῦ χάριν ἀποδοῦναι ὧν ἐπιστεύθη καὶ ἔλαβεν παρὰ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμοῦ , οἴεται
5642336 Ἀσηρ
. Ἔτι ὑγιαίνων εἶπε πρὸς αὐτούς : Ἀκούσατε , τέκνα Ἀσήρ , τοῦ πατρὸς ὑμῶν , καὶ πᾶν τὸ εὐθὲς
πατέρων μου . Καὶ ἰδὼν ἐκεῖ Ἰούδαν καὶ Γὰδ καὶ Ἀσήρ , τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ , εἶπεν αὐτοῖς : Ἀναστήσατέ
5641255 Ῥαγουηλ
δὲ τοῦ Ἰεζὰν γενέσθαι Δαδάν : ἐκ δὲ τοῦ Δαδὰν Ῥαγουήλ : ἐκ δὲ τοῦ Ῥαγουὴλ Ἰοθὸρ καὶ Ἀβάβ :
Σεβωείμ πϚ = ξϚ ἐρώτησον Σαβαχάρ πζ = ξζ ἐρώτησον Ῥαγουήλ πη = θ ἐρώτησον Ῥοβοάμ πθ = οβ ἐρώτησον

Back