[ πατρὸς [ ] ἑοῦὡς δή ? ῥ ? ' ἄταφος τάφος εἷο πέλοιτο εἰ μὴ ληϊδίηισι ? γύας ἐτάμοντο
, Ἡρακλῆς Ἀλεξάνδρου παῖς , ἀλλ ' οὐκ ἐβασίλευσεν : ἄταφος γοῦν Ὀλυμπιάδι ἐκομίσθη , καὶ πενθήσασα αὐτὸν καὶ αὐτὴ
7413188 συνεληφθη
ὡς οὐ μάτην τοῦτο πράττει , ἡμέρας γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη , διὸ ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , [ καὶ
ἔργῳ πλησιάζων καὶ ταρασσόμενος καὶ ἐκ τοῦδε ὕποπτος γενόμενος , συνελήφθη τε καὶ ὡμολόγησε . καὶ ὁ στρατὸς ὁ τοῦ
7362745 ἐταφη
ἡνιοχούσης . ἦλθε παρὰ τὴν μητέρα κάμνων καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη ὁμοῦ τῷ ἀδελφῷ , καὶ ταύτην τὴν συνωρίδα ἔζευξεν
Δελφοῖς , τέσσαρες δὲ ἐν Ἰσθμῷ καὶ Νεμείων τρεῖς : ἐτάφη δὲ ὑπὸ τοῦ κοινοῦ τῶν Ἀχαιῶν , καί οἱ
7268994 αὐτοκλητος
συμβολὴν τῆς μάχης ὑπευλαβούμενος . Καταλαμβάνει δὲ Κότταν σπουδῇ πολλῇ αὐτόκλητος ὁ Τριάριος , καὶ Μιθριδάτου ὑποχωρήσαντος εἰς τὴν πόλιν
αἱμάτων ἄγος ἐπαίροντα . προσδρακεῖν ] λείπει ὁ καί . αὐτόκλητος ] αὐτὸς αὑτὸν καλέσας ἐπὶ τῶι μιᾶναι τὸν ναόν
7246572 Λαοδικη
μοι ἄνδρα σώσασα τοιαύτην χάριτα παρὰ τοῦ δαιμονίου λαμβάνω , Λαοδίκη δὲ τὸν ἴδιον ἀποκτείνασα τηλικαύτης τιμῆς ἀξιοῦται . .
ἐλθόντος * ποτὲ * εἰς Τροίαν σὺν Διομήδει ἐρασθεῖσα ἡ Λαοδίκη ἡ Πριάμου θυγάτηρ ἐμίγη καὶ ἐγέννησε Μόνιτον , ὃν
7174879 ἐρημωσας
φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος κικλήσκεται .
, τέκνα . σὺ δ ' ὡς μάλιστα τούσδ ' ἐρημώσας ἔχε καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένηι . ἤδη γὰρ
7170005 Ἀλθαια
τῶν γάμων αὐτῆς Ἡρακλῆς πρὸς Ἀχελῷον ἐπάλαισεν . ἐγέννησε δὲ Ἀλθαία παῖδα ἐξ Οἰνέως Μελέαγρον , ὃν ἐξ Ἄρεος γεγεννῆσθαί
δὲ Εὐφορίων „ οὐ γὰρ Ἀλήσιοί ἐστε „ φησίν . Ἀλθαία , πόλις Ὀλκάδων . οἱ δὲ Ὀλκάδες ἔθνος Ἰβηρίας
7167076 Ἀρτοξερξου
. καὶ παραγίνεται Δαρειαῖος ἀγόμενος ὑπὸ Ἀρταπάνου εἰς τὴν οἰκίαν Ἀρτοξέρξου , πολλὰ βοῶν καὶ ἀπαρνούμενος ὡς οὐκ εἴη φονεὺς
καὶ Μιθριδάτης ὁ Δαρείου γαμβρὸς καὶ Ἀρβουπάλης ὁ Δαρείου τοῦ Ἀρτοξέρξου παῖς καὶ Φαρνάκης , ἀδελφὸς οὗτος τῆς Δαρείου γυναικός
7138841 ὠλετο
βασίλευεν : ἀλλ ' ὁ μὲν ὤλεσε λαὸν ἀτάσθαλον , ὤλετο δ ' αὐτός . ἐθέλουσι δ ' αὐτῷ λαὸς
? καὶ Τελαμώνιος ? [ αὐτοκτόνος ] ? ? ? ὤλετο [ [ ] ! ! ! ! πρ [
7130105 Ἀγαπηνορος
Γολγοῖς καλουμένῳ χωρίῳ . χρόνῳ δὲ ὕστερον Λαοδίκη γεγονυῖα ἀπὸ Ἀγαπήνορος ἔπεμψεν ἐς Τεγέαν τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Ἀλέᾳ πέπλον :
σῦν καὶ ἀνῃρέθη . οὗτος δὲ ὁ Λυκόφρων ἐπὶ τοῦ Ἀγαπήνορος πατρὸς Ἀγκαίου * υἱοῦ * Ἄκτορος † καὶ Εὐρυθέμιδος
7127611 Τρωϊκης
, συνεσχολακὼς δὲ πολὺν Ἀριστάρχῳ χρόνον συνετάξατ ' ἀπὸ τῆς Τρωϊκῆς ἁλώσεως χρονογραφίαν στοιχοῦσαν ἄχρι τοῦ νῦν χρόνου . .
. Σμινθεῦ ἐπίθετον Ἀπόλλωνος , κατὰ τὸν Ἀρίσταρχον ἀπὸ πόλεως Τρωϊκῆς Σμίνθης καλουμένης . ὁ δὲ Ἀπίων ἀπὸ τῶν μυῶν
7124398 συλληφθεις
: Εὐμενίσιν θήραμα φόνῳ : ἀντὶ τοῦ ἄγρευμα γενόμενος καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Ἐρινύων διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός :
ἀνελέσθαι . ὁ δ ' ἀπερι - σκέπτως προσελθὼν καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῆς παγίδος ὡς ἐξαπατήσασαν ἐμέμφετο τὴν ἀλώπεκα .
7115489 γαμειται
πρασς ! [ χωρὶς θανόντων [ εἰ δ ' αὖ γαμεῖται μ ? [ ὡς ἀνδρὶ ? δώσειν [ μηδὲ
' ἑαυτῆς μετέστρεψεν . γαμεῖ μὲν γὰρ ὁ ἀνὴρ , γαμεῖται δὲ ἡ γυνή : ἐπικατηραμένη τοῖς σοῖς οἴκοις :
7104121 οἰμωγμασιν
πολὺς κατὰ πτόλιν ὑμνοῖθ ' ὑπ ' ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοις οἰμώγμασίν θὧν ' Ζεὺς Ἀλεξητήριος ἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει .
, καὶ οἴμωγμα οὐδετέρως παρ ' Αἰσχύλῳ [ . ] οἰμώγμασίν θ ' ὧν Ζεὺς ἀλεξητήριος . ἐκ τούτου δοκεῖ
7102769 ἐξεπεμφθη
συμβουλεύειν : ἀπολαβὼν δὲ τὴν ἐπιτιμίαν ὑπὸ τοῦ δήμου παραχρῆμα ἐξεπέμφθη πρεσβευτὴς μετὰ Φωκίωνος καί τινων ἑτέρων . τοῦ δ
μετὰ Ἁρμονίας εἰς δράκοντα μεταβαλὼν εἰς Ἠλύσιον πεδίον ὑπὸ Διὸς ἐξεπέμφθη . Πολύδωρος δὲ Θηβῶν βασιλεὺς γενόμενος Νυκτηίδα γαμεῖ ,
7081465 Κλυταιμηστρας
' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών ,
γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ;
7038374 δολιῳ
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . [
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . αὐχεῖς
7004580 Θρασυδαιος
φησὶν , αὐτοῦ ἔσχον Ὀλυμπικὰς νίκας , αὐτὸς δὲ ὁ Θρασυδαῖος ἐν τῇ Πυθοῖ στάδιον ἐνίκησε . τὸ δὲ τῷ
τῶν δὲ ἄλλων ὑπὲρ τοὺς τετρακισχιλίους . μετὰ δὲ ταῦτα Θρασυδαῖος μὲν ταπεινωθεὶς ἐξέπεσεν ἐκ τῆς ἀρχῆς , καὶ φυγὼν
7002380 φροιμιοις
, ἣν οὐκ ἰαμβείοις ὑπερπαίω δέκα . Ἄπολλον , οἵοις φροιμίοις ἄρχῃ λόγου ; Ὦ παγκάκιστα χθόνια γῆς παιδεύματα ,
' , ἀπωλλύμην δ ' ἐγώ . Ἄπολλον , οἵοις φροιμίοις ἄρχηι λόγου . τεθνᾶς ' ἀδελφοὶ καὶ πατὴρ οὑμὸς
6992448 λαφυροις
Ὁμήρου πολὺ ἂν ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν ἢ τοῖς λαφύροις , ὅτι τοῖς φρονίμοις ὄντως ὀλίγον τὸ φίλον .
νενικηκὼς τοὺς πολεμίους τοσαυτάκις ἀνήχθη , πολλαῖς μὲν ἀσπίσι καὶ λαφύροις κύκλῳ κεκοσμημένων τῶν Ἀττικῶν τριήρων , πολλὰς δ '
6983426 φυγουσα
ἡ Μήδεια προέδωκε τοὺς ἰδίους καὶ . . . ἐφημάρτησε φυγοῦσα , οἷα πολλάκις ποιοῦμεν δι ' ἄνοιαν . ἀκειομένη
ταῦτα τῶν Μήδων τὰ στενὰ εὑρήσεις , ὅπου ἡ Μήδεια φυγοῦσα τὸν Θησέα ἔμεινεν . Ὧντινων τῶν Μηδικῶν ὀρῶν πρὸς
6981921 θρονωι
οὖσαν ἐγγενῆ . μήτηρ δ ' ἐμὴ Φρυγίοισιν ἐν σκυλεύμασιν θρόνωι κάθηται , πρὸς δ ' ἕδραισιν Ἀσίδες δμωαὶ στατίζους
καὶ τιμὰς πάλιν θῆκε Λοξίαι πολυάνορί τ ' ἐν ξενόεντι θρόνωι θάρση βροτοῖς θεσφάτων ἀοιδαῖς . ὦ ναοφύλακες βώμιοί τ
6975378 Αἰγιαλεια
Ἀθηναίων τὸ γένος ὄντες , ἐκαλεῖτο δὲ τὸ μὲν παλαιὸν Αἰγιάλεια καὶ οἱ ἐνοικοῦντες Αἰγιαλεῖς , ὕστερον δ ' ἀπ
Ἀδράστου δὲ καὶ Ἀμφιθέας τῆς Πρώνακτος θυγατέρες μὲν Ἀργεία Δηιπύλη Αἰγιάλεια , παῖδες δὲ Αἰγιαλεὺς καὶ Κυάνιππος . Φέρης δὲ
6963911 ἐπραθη
καὶ πεπιστευμένοις . πολλοὶ δὲ καὶ [ ἡρπάσθησαν καὶ ] ἐπράθη - σαν . τὸ δὲ πεπρᾶσθαι τοῦ πωλεῖσθαι ταύτῃ
τῷ λάκκῳ τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας , καὶ οὕτως ἐπράθη ἄσιτος . Καὶ ἀκούσας Ῥουβὴμ ὅτι ἐπράθη ἀπόντος αὐτοῦ
6944223 γνωσθεις
τὸ ἕτερος εἶναι παρὰ τοῦ γενομένου ὑπ ' αὐτοῦ αἰσθητοῦ γνωσθείς . Αἱ μὲν οὖν ἐν τοῖς σπέρμασι δυνάμεις ἑκάστη
σκευῇ καὶ τῇ τῆς φωνῆς ὁμοιότητι , ὡς δὲ εἶδε γνωσθείς τε καὶ διωκόμενος , ῥιπτεῖ ἑαυτὸν εὐθὺς κατὰ τοῦ
6941569 ἐπιστευθη
τὸν πρῶτον εἰπόντα : ἀρνουμένου δὲ Θήρωνος ὁ ἁλιεὺς μᾶλλον ἐπιστεύθη . βασανιστὰς εὐθὺς ἐκάλουν καὶ μάστιγες προσεφέροντο τῷ δυσσεβεῖ
, εἴρηκα ὑμῖν . ἀντὶ δὲ τοῦ χάριν ἀποδοῦναι ὧν ἐπιστεύθη καὶ ἔλαβεν παρὰ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμοῦ , οἴεται
6940305 ὀργιζομενη
. . α . * . Ἀρισκυδής : ἡ ἄγαν ὀργιζομένη , ἡ ὀργίλη : Καλλίμαχος ἐν τῷ τρίτῳ τῶν
ἐκεῖνος ἐμοίχευεν , ὡς ἐγὼ ὕστερον ἤκουον : αὕτη δὲ ὀργιζομένη καὶ ἀδικεῖσθαι νομίζουσα , ὅτι οὐκέτι ὁμοίως ἐφοίτα παρ
6940284 ὑποδραμων
οὕτω τούτων ἐχόντων , οὐκ , ἐάν τις ὑμᾶς θωπείαις ὑποδραμὼν ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλεύοντας παρὰ τὸ βέλτιστον διατίθεσθαι
ᾔδει . ὃ δὲ οὐδέν τι πρὸς ταῦτα θωπεύσας οὐδὲ ὑποδραμὼν ἀφικόμην εἶπεν ὡσπερανεὶ πρὸς πανδοκέα ἀγαθόν , παρ '
6939177 ἐξηγειρεν
δὲ τοῦ κημοῦ εἴρηται ἐν Ἱππέων δράματι . ὄψ ' ἐξήγειρεν : ἐν ὑπερβολῇ τοῦτο . ἐμέμφετο ⌈ γὰρ τῷ
μέλλοντα προβλέπειν . μῦς ἐπάνω λέοντος ἐφήλλατο [ ] αὐτοῦ ἐξήγειρεν . ὁ δραξάμενος ἐβούλετο συνγνώμην ᾐτήσατο καὶ ὑπισχνεῖτο αὐτῷ
6936260 φανησομαι
κατόψεται μήτηρ , ἐμοῦ τε τῆς τε δυστήνου κόρης . φανήσομαι γάρ , ὡς τάφου τλήμων τύχω , δούλης ποδῶν
μνησθεὶς ταὐτά τε δηλώσω καὶ τῇ τῶν ἀκουόντων δυνάμει συμμετρώτερον φανήσομαι χρώμενος . τῶν γὰρ ζευγῶν ἀφεθέντων , καὶ τῶν
6931354 Ἰλιωι
ἄρα ἀποδώσει εἴτε καὶ οὔ , τεῖχος λάινον ἐν τῶι Ἰλίωι ἐπ ' ἀκροτάτωι τῶν κολωνῶν τειχίσαι , ὅτι νῦν
; ὡς Ἑλληνικῶς ἀνήρεθ ' ἡμᾶς τούς τ ' ἐν Ἰλίωι πόνους νόστον τ ' Ἀχαιῶν τόν τ ' ἐν
6930388 Ἰωλκῳ
Κρηθέως καὶ Πολυμήδης τῆς Αὐτολύκου Ἰάσων . οὗτος ᾤκει ἐν Ἰωλκῷ , τῆς δὲ Ἰωλκοῦ Πελίας ἐβασίλευσε μετὰ Κρηθέα ,
ἐν τῇ ιϚ τῶν Μακεδονικῶν [ . ] ὅτι ἐν Ἰωλκῷ ἐνυμφεύθη . Ἰωλκοῦ γὰρ Πελίας ἐβασίλευσεν : εἰκῆ φασι
6920895 διαβληθεις
καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , καὶ Διόγνητος διαβληθεὶς μὲν ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν φεύγων ᾤχετο , μετ '
χρόνῳ κριτέον τὴν εὔνοιαν . Ὁ βίος καθάπερ νόμισμα , διαβληθεὶς ἐν ἀρχαῖς ἀδόκιμος εἰς ἅπαντα γίνεται τὸν χρόνον .
6920632 δεινωι
ἔρις ἀλλὰ φόνωι φόνος Οἰδιπόδα δόμον ὤλεσε κρανθεῖς ' αἵματι δεινῶι , αἵματι λυγρῶι . † τίνα προσωιδὸν † ἢ
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν . καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε
6914789 νικηθεις
] κωμῳδίαν , εἰρωνείαν . . καὶ μὴν ] ὡς νικηθεὶς δῆλον . , τολοιπόν . πάλ ' ] γρ
ἴῃ , νικήσας μὲν δὴ τὸ πέμπτον μέρος ἀπολαμβανέτω , νικηθεὶς δὲ ἀποτινέτω ταὐτὸν μέρος τῆς δίκης . ἐὰν δ
6913038 ἐρωμενη
, ὥς φησι Πολέμων , ἱδρύσαντο ναὸν Ἀφροδίτης Λαμίας : ἐρωμένη δὲ Δημητρίου ἡ Λαμία ὡς καὶ ἡ Λέαινα .
Ἐπικούρου τοῦ φυσικοῦ σχολασάσης θυγάτηρ , Σώφρονος δὲ γεγονυῖα πρότερον ἐρωμένη , παρακολουθοῦσα διότι ἀποκτεῖναι βούλεται τὸν Σώφρονα ἡ Λαοδίκη
6911487 φωραθεισα
μὲν ἐλθοῦσα ἐς Ἀθήνας συνῴκησεν Αἰγεῖ , χρόνῳ δὲ ὕστερον φωραθεῖσα ἐπιβουλεύειν Θησεῖ καὶ ἐξ Ἀθηνῶν ἔφυγε , παραγενομένη δὲ
τῆς νυκτὸς τυφλοῖ τὸν Βρύαντα ἡ παῖς φυλάξασα ὑπνωμένον : φωραθεῖσα δὲ ὡς ἐπέσχεν ἡμέρα , κατέφυγεν ἱκέτις ἐς τὸν
6904925 ἀμυνων
Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς
ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες
6903885 Σεριφιων
Δίκτυν μὲν Περσεὺς ἀπολείπει ἐν τῇ Σερίφῳ βασιλεύειν τῶν λελειμμένων Σεριφίων , αὐτὸς δὲ ἔβη πλέων εἰς Ἄργος σὺν τοῖς
ἐν Πελοποννήσῳ καταποντισθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πατρὸς Ἀκρισίου τῇ παραλίᾳ τῇ Σεριφίων ἀβλαβῆ μετὰ τοῦ βρέφους προσπεσεῖν : τὸν δ '
6903217 ἀπηχθη
. εἰς φυλακὴν ἀπήχθη . τί γέγονεν ; εἰς φυλακὴν ἀπήχθη . τὸ δ ' ὅτι κακῶς πέπραχεν ἐξ αὑτοῦ
αἰτούντων , τῆς αὐτῶν ἐπιβὰς τριήρους συνελήφθη τε καὶ δεθεὶς ἀπήχθη . Δουέλλιος δὲ , ἐπεξελθὼν τῇ μάχῃ , νικᾷ
6899568 Μυστα
. . . . . . . . . α Μύστα . . . . . . . . .
ἢ τὸ Φιλίππου γένος ἐκπεπτωκὸς τῆς ἀρχῆς ὁρᾶν αἱρουμένη . Μύστα γυνὴ Σελεύκου τοῦ Καλλινίκου κληθέντος περὶ Ἄγκυραν ὑπὸ Γαλατῶν
6897419 Μελανιππου
, : Φασὶν ἐν τῷ Θηβαϊκῷ πολέμῳ Τυδέα τρωθέντα ὑπὸ Μελανίππου τοῦ Ἀστακοῦ σφόδρα ἀγανακτῆσαι . Ἀμφιάρεων δὲ φονεύσαντα αὐτὸν
στρέφει θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας
6892658 Ληιτος
εἰς λόγον ἀποτροφῆς τῶν στρατοπέδων νῆας λ : Πηνέλεως καὶ Λήιτος καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυσὶν ν
ὥςτε μεγαλοπρεπέστατα φαίνεσθαι πάντων ὀνομάτων : Βοιωτῶν μὲν Πηνέλεως καὶ Λήιτος ἦρχον Ἀρκεσίλαός τε Προθοήνωρ τε Κλονίος τε , οἵ
6892337 Δαρειαιος
, ἐπεὶ ἡ Παρύσατις ἐπεκάμφθη , συνεχώρησε καὶ Ὦχος ὁ Δαρειαῖος , εἰπὼν Παρυσάτιδι πολλὰ μεταμελήσειν αὐτήν . τελευτᾶι ἡ
δὲ Ξέρξης Ὀνόφα θυγατέρα Ἀμῆστριν , καὶ γίνεται αὐτῶι παῖς Δαρειαῖος , καὶ ἕτερος μετὰ δύο ἔτη Ὑστάσπης , καὶ
6871397 Ἀντηνορος
, οἱ δ ' ἐκ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου μετ ' Ἀντήνορος σωθῆναι δεῦρό φασι τῶν ἐκ τῆς Παφλαγονίας Ἑνετῶν τινάς
δέ μιν αἶψα δόσαν ποτὶ ἄστυ φέρεσθαι ἐς δόμον ἀντιθέου Ἀντήνορος , οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτὴν κεῖνος ἐνὶ Τρώεσσιν
6870048 φρουρειται
' , ἵν ' ἐκμάθῃς οἵων ὑπ ' ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις . Ὁ ξεῖνος , ὦναξ , χρηστός :
ἐρυμνοῦ , ἐννέ ' ἐπ ' ὀργυιῶν ἕρκος περιμήκετον ἄντην φρουρεῖται πύργοισι καὶ εὐξέστοισι μύδροισιν , ἑπτὰ περὶ στεφάνοισι κυκλούμενον
6866730 φυγαδευθεις
, ὃς καὶ αὐτὸς ἀνάστατος γέγονε τῆς πατρίδος , καὶ φυγαδευθεὶς ἔρχεται εἰς Θήβας καὶ ἀξιοῖ τὸν Πίνδαρον , ὥστε
τῇ περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ τοὺς βαρβάρους , εἶθ ' ὕστερον φυγαδευθεὶς ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ προδοσίας αἰτίᾳ ψευδεῖ , κατέφυγε
6862349 Ἰλιος
Παπαὶ τῶν ἐπαίνων , Ὅμηρε , καὶ τῶν ὀνομάτων , Ἴλιος ἱρὴ καὶ εὐρυάγυια καὶ ἐϋκτίμεναι Κλεωναί . ἀλλὰ μεταξὺ
' ἧς καθῄρητο τὸ τεῖχος , καὶ οὕτως ἑάλω ἡ Ἴλιος . Λέγεται ὅτι Αἴολος ἄνθρωπος ἦν κυριεύων πνευμάτων ,
6858224 καταχθεις
τὴν βασιλείαν , μετ ' ὀλίγον δὲ χρόνον ὑπὸ Θετταλῶν καταχθεὶς ἀνεκτήσατο τὴν ἀρχήν , καὶ ἐβασίλευσεν ἔτη εἴκοσι τέτταρα
. “ Ταῦτα μὲν οὖν ἔμαθον ὕστερον : τότε δὲ καταχθεὶς ἐν τῷ χωρίῳ , μόνον τὴν εἰκόνα Καλλιρόης θεασάμενος
6857216 καταφυγων
: γράφεται πρὸς θεοδμήτῳ : † θεοδμήτῳ : ὁ Πρίαμος καταφυγὼν εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Διὸς ἐφονεύθη παρὰ τοῦ Νεοπτολέμου
δὲ ὁ Μακεδὼν ὁ τῶν Ἀλεξάνδρου πολλὰ χρήματα συλήσας καὶ καταφυγὼν εἰς Ἀθήνας πολλὰ χρήματα εἰς Πυθιονίκην κατηνάλωσε καὶ θανούσῃ
6853803 ἐτολμηθη
ἂν κτάνοι πατρός ; τολμῶν ὑπ ' ἐχθρῶν οἷ ' ἐτολμήθη † πατήρ † . ἦ καὶ μετ ' αὐτοῦ
τῶν ἐχθρῶν ἀφῃρέθημενὃ συνεβεβήκει ἄν , εἰ μὴ τὸ πραχθὲν ἐτολμήθη , σιωπήσαντες ἂν τὸν πατέρα , τὴν παῖδα ,
6848656 Δαρδανιας
ἕνεκεν : τὸ δ ' ἐμὸν δέμας ὤλεσεν ὤλεσε πέργαμα Δαρδανίας ὀλομένους τ ' Ἀχαιούς . ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάωι
μβʹ ∠ ʹʹγʹʹ Οὐελλανίς μθʹ μβʹ ∠ ʹʹδʹʹ καὶ τῆς Δαρδανίας δʹ πόλεις Ναϊσσός μζʹ γʹʹ μβʹ ∠ ʹʹ Ἀρριβάντιον
6836914 Καλχαντι
φιλτάτοις τέχνας πορίζω , πανταχῆι νικώμενος . ὅμως δὲ σὺν Κάλχαντι τῶι θυηπόλωι κοινῆι τὸ τῆι θεῶι φίλον , ἐμοὶ
δὴ καὶ οἱ Πάμφυλοι τῶν μετὰ ἅλωσιν Ἰλίου πλανηθέντων σὺν Κάλχαντι , τούτων τῶν κατειλεγμένων ἐχόντων Ἐρυθράς , Κλέοπος ὁ
6835484 Πρωτεσιλαος
τὰς πόλεις ] ὧν ἦρχέ ποτε Ἀχιλλεὺς καὶ Φιλοκτήτης , Πρωτεσίλαος , Ποδαλείριος . καὶ οὐ γράφει μὲν ταῦτα ]
Τροίας , μετὰ πρώτην συμβολήν , καθ ' ἣν ἀνῃρέθη Πρωτεσίλαος , Μενέλαόν τε καὶ Ὀδυσσέα πρέσβεις ἀπέστειλαν τὴν Ἑλένην
6834209 ἐπιβουλευομενος
οἰκίᾳ , τρισκαίδεκα δ ' ἐν ταῖς ἀβουλήτοις συντυχίαις , ἐπιβουλευόμενος , πιπρασκόμενος , δουλεύων , συκοφαντούμενος , ἐν δεσμωτηρίῳ
δὲ συνέδριον τῶν φίλων ἀθροίσας εἶπεν ἐν μέσοις , ὡς ἐπιβουλευόμενος καὶ πρότερον ὑπὸ Καίσαρος οὐκ ἀγνοοίη , ἐπειδὴ δ
6833513 ναιεταασκε
Στύμφηλον ] ἀποπρολιποῦσα [ ˘ – ˘ [ ἧι ἔνι ναιετάασκε ] : πάροιθε δέ ὁι ? [ ˘˘ –
ἀλλ ' ὃ μὲν οὖν ἐπὶ θινὶ θαλάσσης εὐρυπόροιο οἰκία ναιετάασκε πολύρρην πουλυβοώτης . δὴ τότ ' ἄρ ' Αἰήτηι
6832902 ημος
παιδ ] στάδιον : / [ ! ! ! ] ημος Παρράσιος [ παιδ πάλην ] : ο καλλισ :
αὐτὸ ἕτερον , σύναιμος : πολύαιμος . Τὰ διὰ τοῦ ημος ἁπλᾶ οὐκ ἔστιν εὑρεῖν διὰ τοῦ η γραφόμενα ,
6828940 ἀκλαυτος
Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων ,
' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης
6828046 αἰχμαλωτος
ἡμᾶς ὁ παρὼν πόλεμος ἐκφοβεῖ καὶ δέδοικα μὴ καὶ δεύτερον αἰχμάλωτος γένωμαι . εἴθε οὖν , φησὶ , παρ '
εἶναί τινας ἱστορεῖν . : Ἐξ Ὑκκάρων . . . αἰχμάλωτος γενομένη ἧκεν εἰς Κόρινθον , ὡς ἱστορεῖ Πολέμων ἐν
6827441 Ταδ
αἰνᾶς κακομαχάνου ἐφέδρανα στορνὺς θρόνους τοῖς τῆς ἀρχῆς παρέδροις : Τάδ ' ἐστὶ Περσῶν τῶν πάλαι βεβηκότων Σιδώνιον ἄστυ λιποῦσα
τὸν Αἵμονος φθόγγον συνίημ ' , ἢ θεοῖσι κλέπτομαι . Τάδ ' ἐξ ἀθύμου δεσπότου κελεύσμασιν ἠθροῦμεν : ἐν δὲ
6819181 διαφθαρεις
' ἄν , ἐκεῖνα προειρηκώς , ὁ αὐτὸς ἀνὴρ μὴ διαφθαρεὶς ἐτόλμησεν εἰπεῖν ; τί δ ' ; ἔσθ '
τις εὖ ζῇ , τηνικαῦτα τὸν βίον σκοπεῖν μάλιστα μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ . Οἴκτιρ ' , ἄναξ : πολλῶν ἔλε
6819134 Κεφαλληνων
ὅς μ ' ἐπὶ βουσὶν εἷς ' ἔτι τυτθὸν ἐόντα Κεφαλλήνων ἐνὶ δήμῳ . νῦν δ ' αἱ μὲν γίνονται
οἱ δὲ παρεσκευάζοντο αὐτοῖς ὀκτὼ ναυσὶ ξυμπλεῖν , καὶ Παλῆς Κεφαλλήνων τέσσαρσιν . καὶ Ἐπιδαυρίων ἐδεήθησαν , οἳ παρέσχον πέντε
6807759 ποθεινος
τέρψιν ἔχοντα , δηλονότι πρὸς τὸν νενικηκότα , καθὰ παῖς ποθεινὸς ἀπὸ γυναικὸς γνησίας τῷ πατρὶ φαίνεται γεννηθεὶς αὐτῷ ἤδη
διὰ βίου θαυμασθείς . ὦ ποθεινὸς μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς
6806741 παγοισιν
νισσομένοισι μυχὸς διεφαίνετο πόντου ἠλιβάτοιο , τόθι γυῖα περὶ στυφελοῖσι πάγοισιν ἰλλόμενος χαλκῇσιν ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθεὺς αἰετὸν ἥπατι φέρβεν παλιμπετὲς ἀΐσσοντα
περ ἐκεῖνος ἑαῖς ἐπεμαίετο χερσί : καί ῥά οἱ ἀμφὶ πάγοισιν ἑλισσομένου μάλα δηρὸν χεῖρες ἀπεδρύφθησαν , ὑπέδραμε δ '
6804410 Ἱμερα
Μῆδοι . παρὰ δὲ τὴν εὔυδρον ἀκτὴν τοῦ Σικελικοῦ ποταμοῦ Ἱμέρα , ἤτοι παρὰ τὴν Σικελίαν , ἐρέω καὶ εἴπω
τὰν κυκλάμινον : ἡ κυκλάμινος βοτάνη ἐστὶ παντελῶς ἄχρηστος . Ἱμέρα : ποταμὸς Σικελίας . τοῦτο δέ φησι διὰ τὸ
6784131 ξιφηρης
δ ' ἀληθές , ὅτι πᾶσιν ἀνθρώποις πολεμεῖ καὶ ὥσπερ ξιφήρης ἀναιρεῖ ἡμᾶς , κἂν καὶ ξιφηφόρον αὐτήν φασι καλεῖν
τοῦ ζῆν : τοῦ φρονήματος : σύ θ ' ὃς ξιφήρης : παῦσαι ὀργιζόμενος , ἵνα ἀκούσῃς : διὰ τὴν
6779157 Ἰακωβος
αὐτήν : ἐπάνεισι δὲ Ἡσύχιος ἐν Βυζαντίῳ : ὅπερ γνοὺς Ἰάκωβος ἦλθε πρὸς αὐτόν : καὶ τότε παιδείας ἤρξατο καὶ
ὑπόχρεων τὴν οὐσίαν καταλιπεῖν ταῖς θυγατράσι . , . . Ἰάκωβος Ἰάκωβος , Ἡσυχίου υἱὸς ἰατροῦ , ὁ ἐπικληθεὶς Ψύχριστος
6775271 Ἰλος
θεοφορίαν τυχοῦσαι τῆς ἐπικλήσεως : ἐκ Βατείας δὲ Ἐριχθόνιος καὶ Ἶλος . . . , . , . Ἐλέγετο δέ
ἐκάλεσε . γενομένων δὲ αὐτῷ παίδων Ἴλου καὶ Ἐριχθονίου , Ἶλος μὲν ἄπαις ἀπέθανεν , Ἐριχθόνιος δὲ διαδεξάμενος τὴν βασιλείαν
6773171 κατασκοπος
διεκώλυε ταῦτα γίνεσθαι , καὶ παραγενόμενος εἰς Κιθαιρῶνα τῶν Βακχῶν κατάσκοπος ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀγαυῆς κατὰ μανίαν ἐμελίσθη : ἐνόμισε
] ὁ σκοπεύς . κατόπτης ] ὁ θεατής , ὁ κατάσκοπος . κατόπτης ] ἐπιτηρητής . Ξ δοκεῖ ] φαίνεται
6771976 συνῳκησε
. : Τοῦτο ἀπὸ ἱστορίας εἴληφεν : αὖθις γὰρ αὐτῇ συνῴκησε Πηλεὺς καὶ ἢ Ἀχιλλέα : τὸ Θετίδειον διόπερ ἐστὶ
Περσίδος Ἀμάστριδος , θυγατρὸς Ὀξυάθρου τοῦ ἀδελφοῦ Δαρείου , ἣ συνῴκησε Διονυσίῳ τῷ Ἡρακλείας τυράννῳ . Δημοσθένης δ ' ἐξ
6769832 Βραυρων
ἡ Λεοντὶς φυλή . Τὸν γοῦν τῆς Βραυρωνόθεν ἱερείας . Βραυρών : τόπος Ἀθήνησιν ἀπὸ Βραυρῶνός τινος ἥρωος , ἔνθα
. . Βουρδίγαλα : πόλις Κελτογαλατίας . * . . Βραυρών : δῆμος τῆς Ἀττικῆς , ἀπὸ Βραυρῶνος , ἀφ
6768083 Κυδων
πόλις Σικελίας . τρίτη Λιβύης . ὁ πολίτης Κυδωνιάτης καὶ Κύδων καὶ Κυδώνιος καὶ Κυδωναῖος , καὶ Κυδωνία θηλυκῶς καὶ
μᾶλλον ἐδικαίου αὐτὴν τεθνάναι . Ἐπειδὴ δὲ ἐσφαγιάσθη , ὁ Κύδων τὸν ἱερέα κελεύει αὐτῆς διατεμεῖν τὸ ἐπομφάλιον , καὶ
6764330 παρεδρος
Θέμις : ἐν ᾗ Αἰγίνῃ ἡ Θέμις ἡ τοῦ Διὸς πάρεδρος ἀσκεῖται καὶ θρησκεύεται . ἐπαινεῖ δὲ αὐτοὺς ὡς φιλοξένους
ὁ περιηγητὴς ἐν αʹ Περὶ ἀκροπόλεως . . . . πάρεδρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Περὶ τῆς ἱερείας . πολύ
6764224 οἰκτροτατον
ἢ χρηστὸς τρόπος εἰς χαλεπὸν ὅταν ᾖ συγκεκλῃμένος βίον . οἰκτρότατόν ἐστι πεῖραν ἐπὶ γήρως ὀδῷ ἀδίκου τύχης δίκαιος εἰληφὼς
ἢ χρηστὸς τρόπος εἰς χαλεπὸν ὅταν ᾖ συγκεκλεισμένος βίον . οἰκτρότατόν ἐστι πεῖραν ἐπὶ γήρως ὀδῷ ἀδίκου τύχης δίκαιος εἰληφὼς
6760045 ζαθεοις
ἀταλὰ φρονέοντα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη ὦρτ ' ἀνερειψαμένη , καί μιν ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς νηοπόλον μύχιον ποιήσατο , δαίμονα δῖον .
ὃς μείλιγμ ' ἱεῖς . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθέοις ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . [ ] ν :
6759401 ἐτλα
δὲ ἄγνοια , φησί , τὰς φρένας ἀπολλύουσα συνήγαγεν . ἔτλα συναγαγεῖν ῥίζαν αἱματόεσσαν , ἤγουν συμμίξαι σπέρμα τῇ μητρί
ὑπέμεινε . ἔτλα ] ἐκαρτέρησε . ἔτλα ] σπεῖραι . ἔτλα ] μετὰ καρτερίας . ἔτλα ] + ἐτόλμησε ποιῆσαι
6758916 πολεμιστης
] καὶ τροπαίων ἐπανελθὼν [ ] οἷα ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ . τάχα
καὶ τροπαίων ἐπανεληλυθὼς ? [ ] ὡς ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ · ,
6756950 ἐνεπεσε
ἐπεὶ δὲ τοῦτ ' ἐγένετο , πολλὴ μὲν εὐθυμία πᾶσιν ἐνέπεσε , πολλὴ δὲ φιλότης ἀλλήλων , θάρσος τ '
σύμπαν αὐτοῦ σῶμα εὐλῶν ἐξέζεσεν . τοσόσδε διὰ τῆς νυκτὸς ἐνέπεσε σεισμός , ὥστε ἐξέθορον ἐκ τῆς κοίτης , σκηπτοί
6753655 Πολλις
κατὰ τοὺς λόγους ἡττᾶτο τῶν ἐντολῶν τοῦ Διονυσίου : καὶ Πόλλις ἐκείνῳ μὲν συνεβάλλετο , καὶ ταῦτα τοιαῦτα ἐπιτάξαντι ,
τῷ ναυάρχῳ τῷ Λακεδαιμονίῳ διάγοντι τηνικαῦτα ἐκεῖσε . εἶτα ὁ Πόλλις ἐλθὼν εἰς Αἴγιναν πωλεῖ αὐτὸν πεντήκοντα μνῶν τῷ Ἀννίκερι
6749692 Κρησιον
ἀπὸ τοῦ Κρής , καὶ Κρησιάς θηλυκὸν καὶ Κρησία καὶ Κρήσιον . καὶ ἀπὸ τῆς Κρητός γενικῆς Κρῆτις , καὶ
στρέφει , τὸ δ ' αὔξει βιότου πολύπονον ὥσπερ πέλαγος Κρήσιον : ἀλλά τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον Ἅιδα σφε δόμων
6748038 Αὐτοις
Εἱμαρμένη . . ΠΑΡ ' ΩΚΕΑΝΟΝ . Ἔνθα κατοικοῦσιν . Αὐτοῖς δὲ μελιηδέα καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους φέρειν λέγει τὴν
δεσπότας , ἐλεύθεροι ὄντες πάλιν ζητοῦσι τὴν αὐτὴν φάτνην . Αὐτοῖς δὲ τοῖς θεοῖσι τὴν κέρκον μόνην καὶ μηρὸν ὥσπερ
6744051 Ἐλευσινιοις
καλεῖ ἐν Ὀδυσσεῖ αὐτομόλῳ : δέλφακά τε τῶν γειτόνων τοῖς Ἐλευσινίοις φυλάσσων δαιμονίως ἀπώλεσα οὐχ ἑκών : καὶ ταῦτα δή
τὴν βασιλείαν παρέλαβε . καὶ πολέμου ἐνστάντος πρὸς Ἀθηναίους τοῖς Ἐλευσινίοις , ἐπικληθεὶς ὑπὸ Ἐλευσινίων μετὰ πολλῆς συνεμάχει Θρᾳκῶν δυνάμεως
6743942 γᾳ
] κατά . πρῶν ' ] ἐξοχήν . . τᾷδε γᾷ ] τῇ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι
ἀνδρῶν , εἰ θεοὶ θεοί , τούσδ ' ὀλέσειαν ἐν γᾷ . ἕκτον λέγοιμ ' ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον ἀλκήν τ
6743261 ἐκτισθη
, καὶ ἤγαγεν ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ . καὶ ἐκεῖ ἐκτίσθη τις νεὼς καὶ ἐκλήθη Κυνόσαργες , οἱονεὶ κυνόσαρ -
ἀφθονέστερον τοῦ Θήρωνος . αὐδάσομαι ἐνόρκιον : Ἀκράγας πεντηκοστῇ Ὀλυμπιάδι ἐκτίσθη , ὁ δὲ Θήρων ἑβδομηκοστῇ ἕκτῃ ἐνίκησε . γίνεται
6741541 Τενθρηδονος
ναύταις συνεκβράσουσι Βορραῖαι πνοαὶ τόν τ ' ἐκ Παλαύθρων ἔκγονον Τενθρηδόνος , Ἀμφρυσίων σκηπτοῦχον Εὐρυαμπίων , καὶ τὸν δυνάστην τοῦ
Πρόθοον λέγει . καὶ Ὅμηρος Μαγνήτων δ ' ἦρχε Πρόθοος Τενθρηδόνος υἱός ἄριστος ἐν τοῖς Ἕλλησιν . μετὰ γὰρ τὴν
6738942 Μινυεια
ἐν μὲν Θήβαις Ἰόλεια ἢ Ἡράκλεια , ἐν δὲ Ὀρχομενῷ Μινύεια , ἐν δὲ Εὐβοίᾳ Βασίλεια , ἐν δὲ Θεσσαλίᾳ
ἐστι . * Ὀλυμπιόνικος γέγονεν . * δέον καὶ ἡ Μινύεια εἰπεῖν , ἀσυνδέτως εἶπεν . ἤγουν διὰ τῆς εἰς
6735794 διεσωθη
διέφθειρεν : ὁ δὲ λοιπὸς στόλος μεγάλοις περιπεσὼν χειμῶσι μόλις διεσώθη πρὸς τὴν Σικελίαν . ἀπώλοντο δὲ καὶ τῶν ἐπιφανῶν
καὶ τὴν ἔξοδον τὴν τοῦ λαβυρίνθου παρ ' αὐτῆς μαθὼν διεσώθη . ἀνακομιζόμενος δ ' εἰς τὴν πατρίδα καὶ κλέψας
6735667 δειλαιη
νηοῦ μούνῃ φαινομένη , στερεῇ δ ' ἀπεπέμψατο φωνῇ : δειλαίη , τέο μέχρις ἀλιτροσύναι σε φέρουσι καὶ πόθος ἀλλοτρίων
ἑβδόμῳ ἥδ ' ἐνιαυτῷ εἰς Ἀίδην πολλῆς ἡλικίης προτέρη , δειλαίη , ποθέουσα τὸν εἰκοσάμηνον ἀδελφόν , νήπιον ἀστόργου γευσάμενον
6731439 μαλθακᾳ
ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον : νεοθαλὴς δ ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ : θαρσαλέα δὲ παρὰ κˈρατῆρα φωνὰ
καθεδρῶν . Κατέσταν ] Ἐγένοντο . Πραῢν δ ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ] Πρὸς τῇ ὑφειμένῃ φωνῇ μιγνύων καὶ λόγον
6730518 Λαμπωνος
ὢν κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν . Κρατῖνος δὲ περὶ Λάμπωνος τοῦ μάντεώς φησι : νῦν δ ' αὖτις ἐρυγγάνει
μήτρως δὲ , ὁ Εὐθυμένης , ὅτι μητρὸς ἀδελφὸς τῶν Λάμπωνος υἱῶν . τὸ δὲ οἵαν θαυμαστικῶς ἀντὶ τοῦ ὁποίαν
6729196 δεσμιος
φεῦ , κρατηθεὶς τῇ τροπῇ Μακεδόνων καὶ πρὸς ξένην γῆν δέσμιος κατεσχέθη καὶ τοὺς ῥυποῦντας εἶχε πικροὺς δεσπότας . οὗτος
ὀρῶν ἄπο . οὐ μὴ φρενώσεις μ ' , ἀλλὰ δέσμιος φυγὼν σώσηι τόδ ' ; ἤ σοι πάλιν ἀναστρέψω
6724548 τεθνηκ
τί φήις ; τέθνηκεν ἢ φάος βλέπει [ τόδε ; τέθνηκ ' : ἐγὼ δὲ του ! [ τ !
, κλαίουσα . τοὔναρ δ ' ὧδε συμβάλλω τόδε : τέθνηκ ' Ὀρέστης , οὗ κατηρξάμην ἐγώ . στῦλοι γὰρ
6722919 βραχεισα
καὶ ἀποθετέον τὸν τράγον ἐκ τῆς εὐγενοῦς ὀλύρας . Κριθὴ βραχεῖσα πτίσσεται καὶ ἡλίῳ ξηραίνεται , εἶτ ' ἀποτίθεται οὕτω
συνδραμοῦνται πᾶσαι . καὶ ἀψίνθιον , ἢ σικύου ἀγρίου ῥίζα βραχεῖσα ὕδατι θαλαττίῳ , καὶ ῥανθεῖσα , ταύτας διαφθείρει .
6721788 ἀφικνειτο
αὐτῷ ὄνομα καὶ τὴν τοῦ παιδὸς ἐπιγινώσκων φωνὴν πλησίον τάχιστα ἀφικνεῖτο τοῦ σκάφους τῇ τε οὐρᾷ σαίνων καὶ τὴν κεφαλὴν
τοῖς Ἀθηναίοις ἦλθε μὲν καὶ ἀπὸ τῆς Ἐρυθραίας ἀγγελία , ἀφικνεῖτο δὲ καὶ πανταχόθεν : ἀτειχίστου γὰρ οὔσης τῆς Ἰωνίας
6721460 σωματοειδης
. καὶ ἀδίκους . καὶ ὑπερηφάνους . Ὕπνος : ὁ σωματοειδὴς θεός . καὶ ἡ ἐνέργεια . καὶ μεταφορικῶς ὁ
καὶ ἀνέστιος ὁ ἄοικος . παρ ' Ἡσιόδῳ καὶ ἡ σωματοειδὴς θεὸς Ἑστίην καὶ Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον . ὣς
6719203 κατελειφθην
αὐτοῦ , οὕτως ἐκλέλοιπα ὑπ ' αὐτοῦ , ἀντὶ τοῦ κατελείφθην : συνεργεῖ συμπράττει : τὸ πλησιάζον τοῖς οἴκοις :
πῶς οὐκ ἄξιον διαγανακτεῖν ; δῆλον δὲ παντάπασιν : εἰ κατελείφθην μὲν ἐνιαύσιος , ἓξ ἔτη δὲ πρὸς ἐπετροπεύθην ὑπ
6717017 Πελοποννησωι
σύνεγγυς ὄντων οὐδὲ μνείαν ποτὲ ἐπεποίητο ; τετελεύτηκεν οὖν ἐν Πελοποννήσωι . οὐδὲν δὲ παράδοξον τάφον αὐτοῦ μὴ φαίνεσθαι :
ἐμβολὴν εἰς τὴν Φωκίδα . . , : καὶ ἐν Πελοποννήσωι ἥ τε τῶν Ἀργείων ἄκρα καὶ ὁ τὴν Ἠλείαν
6716685 ἐκπραξας
μαντικήν . ἐπώπτευσας ] εἶδες . φοιτὰς ] μανική . ἐκπράξας ] ἤγουν φονεύσας . ἀντεπίξηνον ] ἐναντίον , διάδοχον
ὀφειλέτω : πραττέσθω δὲ ὁ ταμίας τῆς θεοῦ , μὴ ἐκπράξας δὲ αὐτὸς ὀφειλέτω καὶ ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου
6711357 ἐβληθη
τὸ βέλος ὑπελθόντος αὐτῷ : ὁ δ ' οὐκ ἂν ἐβλήθη μετὰ τῶν θεωμένων ἑστώς . Ὡς δ ' οὐδενὸς
οὐ γὰρ ἀμφότεροι ἐτύπησαν , ἀλλ ' ὁ μὲν Ἕλενος ἐβλήθη , ὁ δὲ Δηίφοβος ἐτύπη . . οἵ ῥ
6709419 Κυθηρος
Κυδαντίδαι . Κυθήριος : Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Φαίνιππον . Κύθηρος δῆμος τῆς Πανδιονίδος , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης
τῶν διαβολῶν καὶ οἰκέτης τοῦ πρεσβύτου μάγειρος , ᾧ ἐπωνυμία Κύθηρος , ὑποθωπεύων , ὥσπερ ἐν δράματι , τὸν δεσπότην
6709210 Ἀπολωλα
ἐτρεφέτην ἐν πᾶσι βολίτοις . Εἶτα νυνὶ τοῦ δέει ; Ἀπόλωλα τὠφθαλμὼ δακρύων τὼ βόε . Ἀλλ ' εἴ τι
, καὶ ὡς περιελοῦσα τὸ στέαρ εἶδεν , ἀνέκραγεν : Ἀπόλωλα , πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . : Ἀποφάρσις

Back