το του μειρακιου τριχωματιον ἐπικοσμων , τῃ δεξιᾳ δε Φωκαικον ψηγμα τι διακινων και αἰωρων ἡδυς ἠν , ἀλλ '
ᾠου χρυσοχοησειν , “ ὁπερ δηλοι , συ δε ᾠου ψηγμα πολυ συλλεξας και χρυσοχοησας πλουτησειν . ἐχλευαζοντο δε και
9999882 Ἀλεξανδρειᾳ
γνωμονος σκιας ἐπι την βασιν αὐτην του γνωμονος του ἐν Ἀλεξανδρειᾳ ὡρολογιου , αὑτη ἡ περιφερεια τμημα γενησεται του μεγιστου
της Ἀλεξανδρου τελευτης κατ ' Αἰγυπτιους Θωθ αʹ της ἐν Ἀλεξανδρειᾳ μεσημβριας το μεν ἀπογειοτατον της ἐκκεντροτητος ἀπειχεν της ἐαρινης
9999881 πεντεκαιδεκα
δρεπανηφορα διακοσια , ἐλεφαντες δε οὐ πολλοι , ἀλλα ἐς πεντεκαιδεκα μαλιστα Ἰνδοις τοις ἐπι ταδε του Ἰνδου ἠσαν .
, και σελινου σπερμα το ἰσον , και σηπιης ὠα πεντεκαιδεκα ἐπ ' οἰνῳ γλυκει κεκρημενῳ προσθειναι , και ἐπην
9999876 διορισμῳ
το ὀν παντα κατα το ἡνωμενον , ὡς παντα ἐν διορισμῳ κατα το διακεκριμενον . Ἐστιν ἀρα ἐν παντι ἑκαστῳ
, οὐ μην διωρισμενον : οὐδε γαρ το διακεκριμενον ἐν διορισμῳ : οὐδε γαρ αὐτο ὀν ὡς τι παρα την
9999875 ἐνεγεγραπτο
εἰναι . ΓΘ ἀλλως : και του πεπλου : οὑ ἐνεγεγραπτο Ἐγκελαδος , ὁν ἀνειλεν ἡ Ἀθηνα : ἠν δε
ἐπεστειλας : ἀλλα τα ἀπο σου πραττεσθω δια ταχους . ἐνεγεγραπτο μεν ταυτα : και μοι προσελθοντες μαρτυρησατε οἱ λαβοντες
9999874 θεμελια
οὑ δεμελια , και τροπῃ του δ εἰς θ , θεμελια . Θερω : το θερμαινω . παρα το θεω
ἑκαστου δεχομενου ἀνα διακοσιους ἱππους , ὡν ἐτι νυν τα θεμελια δεικνυσθαι . Οὐ μονον δε τουτον τον βασιλεα παρειληφαμεν
9999873 οἰκοδομημα
, οἰκητορος λαχειν του πανηγεμονος , ὁς το βραχυ τουτο οἰκοδομημα , τον νουν , ἐξαιρων εἰς ὑψος ἀπο γης
. . . θολος και θολιος διαφερει . θολος το οἰκοδομημα ὁ νυν καμαραν καλουσι : θολιος το μελαν της
9999872 Αἰγυπτιοισι
Αἰγυπτιοι ἠ του Ἡρακλεος . Ἀλλα τις ἀρχαιος ἐστι θεος Αἰγυπτιοισι Ἡρακλεης : ὡς δε αὐτοι λεγουσι , ἐτεα ἐστι
ἐργεσθαι , ἐπεμψαν ἐς Ἀμμωνος φαμενοι οὐδεν σφισι τε και Αἰγυπτιοισι κοινον εἰναι : οἰκεειν τε γαρ ἐξω του Δελτα
9999872 κρατερῳ
θεοειδης μαρναμενος Περσων πολιας και τειχεα μακρα ἀγχεμαχων διεπερσε πυρι κρατερῳ τε σιδηρῳ , νωλεμεως δ ' ἐδαμασσε πολεις τε
ἀρα οἱ φρονεοντι παριστατο Φοιβος Ἀπολλων ἀνερι εἰσαμενος αἰζηῳ τε κρατερῳ τε Ἀσιῳ , ὁς μητρως ἠν Ἑκτορος ἱπποδαμοιο αὐτοκασιγνητος
9999872 τυραννιδες
τουτων ἀποβαινει και ὑπαρ αὐτοις τα φαυλοτατα και ἀτοπωτατα . τυραννιδες μεν γαρ οὐ πανυ τι ἐκ των τοιουτων γιγνονται
κομιζεσθαι κρατιστον ἐς ὁτιδη των ἐθνων τουτων , αἱ γαρ τυραννιδες ἡττον χαλεπαι τοις φανεροις των ἀνδρων , ἠν ἐπαινουντας
9999871 βουλευεσθε
ἐμου πολεμον ἐχητε χρησθαι . ἀλλ ' εἰ τα κρατιστα βουλευεσθε πραττειν και το κοινῃ συμφερον ἀμφοτεροις ἡμιν σκοπειτε ,
ἰδιωται τῳ νομῳ γεγονατε ; ταυτ ' εἰς τον δημον βουλευεσθε ἐξενεγκειν . τι γαρ δη και το κωλυον ἐσται
9999871 τετρακισχιλια
, ἡ δε Ζ ξδ και το ἀπ ' αὐτης τετρακισχιλια ϘϚ . Δηλον , ὁτι ὡς ἑν το Α
διδωμι , ταλαντον : βους δε ἑξακοσιους και προβατα εἰς τετρακισχιλια και ἀνδραποδα εἰς εἰκοσι και ἑκατον . ταυτα λαβων
9999869 μεμψαιτο
πατριδα φιλοστοργιαν . Εἰτα , τις οὐκ εἰκοτως ἀν Ζηνωνι μεμψαιτο , διοτι το πλειον οὐ περι την των πραγματων
χρειας καταφυγην : οὐδε γε οὑτω φιλαιτιος οὐδεις ὁστις ἀν μεμψαιτο ἐκεινης της πολεως τους ὁρους . πολλη μεν γαρ
9999869 εὑρετο
μετανοια ἐσχεν οἱα Ἀττην ἐδρασε , και οἱ παρα Διος εὑρετο μητε σηπεσθαι τι Ἀττῃ του σωματος μητε τηκεσθαι .
ἰδιων ἁπτομενος παθεων . Μιμνερμος δε , τον ἡδυν ὁς εὑρετο πολλον ἀνατλας ἠχον και μαλακου πνευμα το πενταμετρου ,
9999869 θελκτηρια
θειον ἀοιδον : “ Φημιε , πολλα γαρ ἀλλα βροτων θελκτηρια οἰδας ἐργ ' ἀνδρων τε θεων τε , τα
και τῃ ᾠδῃ . Κηλα δε ] Ἠγουν : τα θελκτηρια γαρ . Δαιμονων θελγει ] Οὐ μονων των ἀνθρωπων
9999869 ἐβουλευετο
κατα στεινον , ὡστε και ὀλιγους σφεας ἀνθρωπους ἰσχειν : ἐβουλευετο ὠν ἐπαναχωρησας ἐς τας Θηβας συμβαλειν προς πολι τε
ἡ των ὁρωμενων περιπαθησις . ἐπεξαναστας δε μετα των συνεδρων ἐβουλευετο τα πρακτεα και ἑωρα τους μεν προ μικρου πανταπασιν
9999868 ᾐσθετο
τουτοις ἠν : ὡς δ ' ὁ χρηστος οὑτος ὠργισμενους ᾐσθετο τους ἀνθρωπους και πεπιστευμενον αὑτον ὡς οὐ πανταπασιν ἀνοσιον
ψυχην τεταμενη εἰς μιαν συνταξιν την του ἀρχοντος ἐν αὐτῃ ᾐσθετο τε και πασα ἁμα συνηλγησεν μερους πονησαντος ὁλη ,
9999868 ὀργια
Σικελιαν ἠλθε και ἐπι πολλην ἀλλην γην ἐπλανηθη τα ἐκεινης ὀργια δεικνυων : διο λογον ἐσχεν ὡς Δημητηρ αὐτωι μισγεται
ὑστερον την Ποτνιεως και Ἰσθμιαδην Πελαργῃ συνοικουντα καταστησασθαι μεν τα ὀργια αὐτου λεγουσιν ἐξ ἀρχης , μετενεγκειν δε αὐτα ἐπι
9999868 διδασκαλῳ
πιστευει τῳ λεγειν και ταις χιλιαις δραχμαις ἁς δεδωκεν τῳ διδασκαλῳ , κελευσατε αὐτον διδαξαι ὑμας , ἠ ὡς τα
: και ἐνοικιον μεν τῳ σταθμουχῳ : μισθον δε τῳ διδασκαλῳ : και τῳ πιπρασκοντι ἀῤῥαβωνα . Ἑκαστη δε ἀρετησυνωνυμως
9999867 κωματωδεες
ἀναυδιαι , κακον . Κοπιωδεες , ἀχλυωδεες , ἀγρυπνοι , κωματωδεες , ἐφιδρουντες , ἀναθερμαινομενοι , κακον . Οἱ κοπιωδεες
και σφοδρως [ και ] παλμος ἐν αὐτῳ γινομενος . κωματωδεες : οἱ μετα κωματος καταφερομενοι . κωμα γαρ ὁ
9999867 ἐνεργητικα
ὁριστικοις ὡμοφωνησεν . ] ἐαν τυπτῃ : καθολου τα τριτα ἐνεργητικα των ὑποτακτικων δευτερα εἰσι των παθητικων , ἐαν λεγω
τυπειϲθαι Μετ ' ὀλιγον μελλοντοϲ του και ἀττικου τετυψεϲθαι Προϲτακτικα ἐνεργητικα χρονου ἐνεϲτωτοϲ και παρατατικου Ἑν . τυπτε τυπτετω Δυ
9999866 τεκτονι
λεγεις ; Ὡσπερ , οἰμαι , και το σκεπαρνον τῳ τεκτονι και το τρυπανον συνεργει μεν τι προς την τεχνην
δεικνυμενον τε και γινομενον : το γαρ ἀχρηστον σκεπαρνον τῳ τεκτονι οὐκ ἐστι σκεπαρνον ἀλλ ' ἠ ὁμωνυμως . περι
9999865 πικρια
Ἀκουε , φησιν . ὁταν ὀξυχολια σοι τις προσπεσῃ ἠ πικρια , γινωσκε ὁτι αὐτος ἐστιν ἐν σοι : εἰτα
προς θεους τιμης . Ὀργη : θυμος : χολος : πικρια : μηνις : κοτος : ἐρως : ἱμερος :
9999865 δημιουργια
' οὐ γνωριστικως αὐταρκης ἡ και ἡ ἐν ζωτικῃ μητρᾳ δημιουργια . τι οὐν ταρασσομεν τα πραγματα ἀποριᾳ του ποθεν
ἠν ἡμων οὐσια , ἐκρατησεν ἀν ἀνευ πονων ἡ ἡμετερα δημιουργια . Καιτοι και ἀνθρωπος δημιουργει εἰδος αὐτου ἀλλο ὁ
9999865 ἐνδειᾳ
φερεσθαι ἐπι το μεσον . ἀποσυληθεντα γαρ ἐκεινα και ἐν ἐνδειᾳ της ὑλης γενομενα , την περιψυξιν ὑπομενει . Ἡ
τις ἐχει την αὑτου φυσιν και ἑξιν λοιπαζομενην ἠτοι ἐν ἐνδειᾳ οὐσαν βρωματων , ἐπιθυμει πληρωσαι αὐτην . ἐστιν οὐν
9999865 πλατειᾳ
ἐκ τουτου διαδιδομενης δυσφοριας τινος εἰς ὁλον το σωμα , πλατειᾳ χειρι καταληπτεον το στομα της κοιλιας ἠ παιδιον συγκατακλινειν
. μηρους γε μην τους ὑπο τῃ οὐρᾳ ἠν ἁμα πλατειᾳ τῃ γραμμῃ διωρισμενους ἐχῃ , οὑτω και τα ὀπισθεν
9999864 καριδα
δ ' ἐσεδρακεν , αἰψα δ ' ὀρινθεις ὡρμηθη , καριδα δομων ἐντοσθεν ἱκανειν ἐλπομενος λεχεεσσιν ἀναρσιον ἠδ ' ἀλοχοισιν
, ὡς δ ' ὁ Ἡρακλειδης ἐν Ὀψαρτυτικῳ , την καριδα . Ἀριστο - τελης δ ' ἐν πεμπτῳ ζῳων
9999864 ἡλισκετο
Ἀδραστον . Λεσχεως δε ἐς την Αἰθραν ἐποιησεν , ἡνικα ἡλισκετο Ἰλιον , ὑπεξελθουσαν ἐς το στρατοπεδον αὐτην ἀφικεσθαι το
τοις Ἀλεξανδρευσιν ἀρχην θορυβου παρεσχε : τελος δε , ὡς ἡλισκετο , ἀπεσφαξεν αὑτον . Λακεδαιμονιοι δε ἀσμενοι Κλεομενους ἀπαλλαγεντες
9999864 ἑδρα
, . . α . , . Βλωσις : ἡ ἑδρα , οἱον : διφρου τετυκται βλωσις εὐζυγον τερας .
μεν ἑτερον ἐστιν αὐτων το κινουμενον , θατερον δ ' ἑδρα τις ὑπερηρεισται τῳ κινουμενῳ , καθαπερ ὁρᾳς τας των
9999862 ἀμελειᾳ
, ταχ ' ἀν που ἐν μεθαις ἠ τινι ἀλλῃ ἀμελειᾳ τω ἀκολαστω αὐτοιν ὑποζυγιω λαβοντε τας ψυχας ἀφρουρους ,
ἑαυτον ἀγειν , ἱνα αὐτους βασανισῃ , ἐπειδη τῃ τουτων ἀμελειᾳ πολλοι ἀπεθνῃσκον . „ ἀλλα συ μη φοβηθῃς :
9999861 ἐτραπετο
νεου συν ἑτερῳ στρατῳ φθασαντος ἐδεισε και ἐς την Κελτικην ἐτραπετο ὡς εὐκαιρον ἐφ ' ἡμιν ὁρμητηριον , ὁτι και
πασι , και οὐκ ἐξεπυησεν , ἀλλ ' ἐπι κυστιν ἐτραπετο : Κρατιστωνακτι , ὁς παρα Ἡρακλειῳ ᾠκει , και
9999861 ἐπωνομασθη
βασιλεως τινος Σικελων , τοὐνομα τουτο ἐχοντος , οὑτως Ἰταλια ἐπωνομασθη . ἐλθοντες δε ἐς την Σικελιαν στρατος πολυς τους
” ἱμερος “ γε τῳ μαλιστα ἑλκοντι την ψυχην ῥῳ ἐπωνομασθη : ὁτι γαρ ἱεμενος ῥει και ἐφιεμενος των πραγματων
9999861 στατηρ
. . , : στατηρ : παρα το ἱστημι στησω στατηρ . και παρ ' ἡμιν ἐπι του νομισματος τιθεται
. ἐγω γαρ το γα βαλαντιον : λιτρα και δεκαλιτρος στατηρ , ἑξαντιον τε πεντογκιον . ἁ δε Σικελια πεποσχε
9999860 διδαξω
Ἀστυφιλῳ , δικαιοτερος εἰμι ἐχειν τα ἐκεινου ἠ οὑτοι , διδαξω ὑμας . Ὁτε γαρ ἐλαμβανε Θεοφραστος ὁ ἐμος πατηρ
, “ ἀποδιδαξω ” φησι , την δε ἀλλην “ διδαξω ” . , , . = , , .
9999860 πικρα
μεγαλην : πευκεδανον το πικρον ἀπο μεταφοφας της πευκης : πικρα γαρ αὑτη . ἀνεηκε : ἀναβλυσαι ἐποιησεν , ἀνεδωκεν
τις φαγειν θελησαι κεχορτασμενος ὠν : ἁτινα , ἠτοι τα πικρα και τα ὀξινα , οὐτε φυσει ἡδεα οὐτε ἁπλως
9999860 κενεωνα
: ὀδυναι πιεζουσιν αὐτον ἐς την λαπαρην και ἐς τον κενεωνα και ἐς την ὀσφυν και ἐς τους μυας της
δ ' ἑλε νωτα δριμυς ἀρης , ἀλλη δε μεσον κενεωνα πεπαρται . ὡς δ ' ὁποτε , κρινθεντος ἐνυαλιοιο
9999860 ἀβεβαια
γινεσθαι πεφυκαντι : παντα γαρ ταυτα , ἀστατα τε και ἀβεβαια Εὐριπου τροπον , ἐν πολλαις και ποικιλαις μεταβολαις γινομενα
ὑπερ της ἀρχης , εἰκοτως διεβαλες , οὐκ αἰτησομαι . ἀβεβαια γαρ ταυτα γε και πολλας τας ἐπιβουλας ἐχοντα και
9999860 νευρα
μεν σαρξ ἐξ αἱματος λαμβανει την γενεσιν , τα δε νευρα ἐκ των του [ ] αἱματος ἰνων . ταυτηι
ὁτι συμπασχουσιν οἱ τε μυες και οἱ τενοντες και τα νευρα . εἰπερ οὐν ὁποτε συμπασχουσι κινδυνον ἐπιφερουσι , πολυ
9999860 γραμματειῳ
] ἐμου . Γ τουτι περι : ⌈ ἐν τῳ γραμματειῳ ὁ Βδελυκλεων ἀπογραφεται , ⌈ ὡς ὁτι ἀντιβολουνται οἱ
μεμαρτυρηκεν ἀντιγραφα εἰναι των διαθηκων των Πασιωνος τα ἐν τῳ γραμματειῳ γεγραμμενα , τας δε διαθηκας μη ἐχει ἐπιδειξαι μηθ
9999860 τυγχανοιεν
και τιμη των ἐπιεικων . εἰ γαρ ἑκαστοι της ἀξιας τυγχανοιεν , οὐκ ἐστιν ὁπως ἀν ἀμεινον σωθειη το δικαιον
ἠ εἰ κακοι γιγνοιντο , μηδεμιας συγγνωμης παρ ' ὑμων τυγχανοιεν , εἰ τοσουτων ἀξιωθεντες τοιαυτ ' εἰς ἡμας ἐξαμαρτανοιεν
9999859 θαυμα
μυρμηκων λογον . σιττακους δε Νεαρχος μεν ὡς δη τι θαυμα ἀπηγεεται ὁτι γινονται ἐν τῃ Ἰνδων γῃ , και
ἀντι του αυ διφθογγου κεχρηνται , οἱον θωυμα ἀντι του θαυμα . Αἱ τμησεις των Ἰωνων εἰσι : Πελοπος νησος
9999859 χιλια
δεξιᾳ ἐχοντι την Ἑνετικην . ὁ δε πας Ἰστρικος παραπλους χιλια τριακοσια . Ἑξης δ ' ἐστιν ὁ Ἰαποδικος παραπλους
Ἁλυκου καλουμενου ποταμου . ἐτισε δε Διονυσιος τοις Καρχηδονιοις ταλαντα χιλια . και τα μεν κατα Σικελιαν ἐν τουτοις ἠν
9999859 πορρωτερω
. ὁ γαρ μικρον προϲβαλλων τηϲ προκαταληψεωϲ οὐ μικρον ὠφελει πορρωτερω διδουϲ τηϲ μελλουϲηϲ ἐπιϲημαϲιαϲ . ποτε δ ' “
' ἐγω οὑτως ἐχοντα τον Ἐρυξιαν , και εὐλαβουμενος μη πορρωτερω τις λοιδορια και ἐναντιωσις γενοιτο , Τουτονι μεν τον
9999859 ἐπηλθε
ᾡ ἡ κωπη δεδεται . καλως ἐρεσσοντα . παρηλθε . ἐπηλθε . κωπηλατης . ἠτοι κωπηλατης . ἐξουσιαστης . ὡρμα
. τοιγαρουν τους βαρβαρους ὁ πολυς ἡμιν στρατηγος πικροτερῳ δικαιως ἐπηλθε σωφρονισμῳ . φρουριον ἠν χρυσου μεταλλα προσοδον φερον ,
9999859 τελικα
ἀπολογια εὐ ἐχει : οἱ δε λεγοντες , ὁτι τα τελικα κεφαλαια ἐν πασαις στασεσιν εὑρεθησονται , ἠγνοησαν , ὁτι
και το ς , των ἀρσενικων και των θηλυκων εἰσι τελικα , οἱον φιλοι Ἑκτορες , Μουσαι μητερες : το
9999859 ἡμικυκλια
της ΑΒ το ΑΖ παραλληλογραμμον και τα ΚΓΔ , ΗΖΛ ἡμικυκλια περιενεχθεντα εἰς το αὐτο παλιν ἀποκατασταθῃ ὁθεν ἠρξατο φερεσθαι
και ἐπει ἰσα ἐστι τα ΒΕΔ , ΒΞΔ , ΚΞΝ ἡμικυκλια : ἐπι γαρ ἰσων εἰσι διαμετρων των ΒΔ ,
9999859 σκληρια
: ἠ καλαμου ῥιζας λειοτριβησας μετα μελιτος : εἰ δε σκληρια εἰη , μετα μελικρατου : ἠ ἀριστολοχιαν μετα μελιτος
ἐπιφαινοιτο , εἰδεναι χρη ἐρρηχθαι το ἀποστημα . εἰ δε σκληρια πολυχρονιος και ὀγκος ὑποπιπτοι και δοκοιη αὐτοις ὡσπερ τι
9999858 ἀφροσυνη
φρονησις ἡγουμενη ὠφελιμα τα της ψυχης ἐποιει , ἡ δε ἀφροσυνη βλαβερα , οὑτως αὐ και τουτοις ἡ ψυχη ὀρθως
ἀπο της Στοας . εἰ γαρ φυσει κακον ἐστιν ἡ ἀφροσυνη , δεησει , ὁν τροπον το θερμον γνωριζεται ,
9999857 ἀφειλετο
προφασεως , και Λεπιδον κοινωνον ὀντα της ἀρχης το μερος ἀφειλετο και οὐδετερα αὐτων ἐνειματο σοι . ” Λοιπος δ
Παυσανιαν τον Κλεομβροτου Πλαταιασιν ἡγησαμενους , τον μεν τα ὑστερον ἀφειλετο ἀδικηματα εὐεργετην μη ὀνομασθηναι της Ἑλλαδος , Ἀριστειδην δε
9999857 ἐξεπεμψαν
. εἰτα ἠλθον εἰς Ἰτυκην . οἱ δε παλιν πρεσβευτας ἐξεπεμψαν τους πευσομενους εἰ τι ἑτερον αὐτοις οἱ Ῥωμαιοι ποιειν
ἐταττοντο . ἁμα δε τουτοις πραττομενοις Ἀθηναιοι θαλαττοκρατουντες εἰς Ἀμφιπολιν ἐξεπεμψαν οἰκητορας μυριους , οὑς μεν ἐκ των πολιτων ,
9999857 χρειωδες
ἐθεσαν , τον δε λογον ὡς παρεπομενον προς μονον το χρειωδες . κατα δη τουτους εἰκοτως οὐ πανταχῃ αἱ λογικαι
παν ὁτιουν ἱκανωτατος , ἐτι δ ' ἀνυσαι και το χρειωδες και το λυσιτελες αὑτῳ : ὁπερ και ὑστερον ἐργῳ
9999857 ὁποτερῳ
της ἀντιληψεως . Και ἐαν το ἑτερον μερος των ἀντιδικων ὁποτερῳ χρησεται : ἐπι στοχασμου κακως σφοδρα τουτο εἰρηται ,
. ἀθρει δη και τα περι τους νεανιας , ξυν ὁποτερῳ αὐτων ἡ νικη : ἰδου γαρ και καθῃρηται ὁ
9999856 κτενες
. Σφονδυλος μεντοι και κλεις τα ἐπι του σωματος και κτενες οὐ κατα μεταφοραν ὠνομασται , ἀλλα καθ ' ὁμοιοτητα
ἑλικος . αἱ δε κογχαι και χημαι και σωληνες και κτενες ἐν τοις ἀμμωδεσι λαμβανουσι την συστασιν . αἱ δε
9999856 τεθεισα
εἰναι μετα την μιαν των παντων ἀρχην , ἡ δε τεθεισα δια καταφασεως , ὁπωσδηποτε ἀνακαθαιρομενης και παντα ἑν λεγουσης
την του ῥυθμου . ἡ γαρ αὐτη λεξις εἰς χρονους τεθεισα διαφεροντας ἀλληλων λαμβανει τινας διαφορας τοιαυτας , αἱ εἰσιν
9999856 κλημα
μετρον , και της ἐντεριωνης ἐξελοντες , ἐμβαλλομεν εἰς το κλημα της ἀντιδοτου , εἰτα παπυρῳ περιελιξαντες το σχισθεν μερος
ἠ τριων ὀφθαλμων . Εἰ δε μειζον εἰη πανυ το κλημα , ὡς και δευτεραν καταχωσιν ὑποστηναι , ποιησεις ἐκ
9999856 στηριγμα
δοτηρ ὁ Ἑρμης . ἠ παρα το ἑρμα , και στηριγμα εἰναι . τοις γαρ ποσι στηριζεται ἡ κλινη .
πομπεια . . . . , προπρατας συμπρατας . , στηριγμα . , συνδουλοι . , τιμη . . τιμωρια
9999856 ἀριθμητικη
ἡ τῳ αὐτῳ λογῳ των ἀκρων ὑπερεχουσα και ὑπερεχομενη : ἀριθμητικη δε ἡ τῳ αὐτῳ ἀριθμῳ των ἀκρων ὑπερεχουσα και
ῥητορικη ἀπο του ῥειν τον λογον ἀφθονως . Ἡ δε ἀριθμητικη διδασκει ἡμας την των ἀριθμων μεθοδον και ποσα τα
9999856 ῥητορες
ἐδικασε : και εἰ ἁλῳ , ἀτιμος ἐγινετο . Ἐθαδες ῥητορες . Οἱ ἐξ ἐθους παρενοχλουντες . Ἐπιστατης . Οὑτος
' ἐαν τις ἐξαμαρτανῃ , κολαζουσιν : οἱ δε ὑμετεροι ῥητορες τρυφωσι . Παλιν την βουλην τους πεντακοσιους ὑπευθυνον πεποιηκεν
9999856 ἐρρυσατο
, τωι ποθωι τωι ἐκεινου . και θεριστην τις ἀετος ἐρρυσατο θανατου , ἀνθ ' ὡν αὐτος ἐξεσωσεν ἐκ δρακοντος
και συνηγορησε μοι : ἐν λογοις Αἰγυπτιων πικροις , και ἐρρυσατο με : ἐν φθονοις συν δολοις , και ὑψωσε
9999855 Φιλιππιδης
λαμπαδι ἱλασκονται . Τοτε δε πεμφθεις ὑπο των στρατηγων ὁ Φιλιππιδης οὑτος , ὁτε περ οἱ ἐφη και τον Πανα
του ἐπι θατερα ὁ ἑτερος των Περικλεους Ξανθιππος , και Φιλιππιδης ὁ Φιλομηλου και Ἀντιμοιρος ὁ Μενδαιος , ὁσπερ εὐδοκιμει
9999855 ἐγενηθη
αὐτου . Τῃ δε πεμπτῃ ἡμερᾳ τα ἐκ των ὑδατων ἐγενηθη ζωα , δι ' ὡν και ἐν τουτοις δεικνυται
ῥηθεν τεχνικως , μη ποιηθεν δε , μεθοδου ἀτεχνου δεικτικον ἐγενηθη : το γαρ οἰεσθαι μεν , μη πρησσειν δε
9999855 στομιῳ
συμβεβηκε τῳ Ὀδυσσει κατα την του ἐρινεου ἐποχην ἐν τῳ στομιῳ της Χαρυβδεως , ἐπι την Κιρκην μετηγαγεν . ἠ
Πορθμιτιδος της ἐν τῳ τελει της Εὐρωπης της ἐν τῳ στομιῳ της Μαιωτιδος λιμνης ἠτοι του Ταναεως κειμενης , ἑως
9999855 Πολυνεικες
ἁγεμονευμα νεκροισι πολυστονον . αἰαι , ἰω μοι . ὠ Πολυνεικες , ἐφυς ἀρ ' ἐπωνυμος . ὠμοι Θηβαι .
την μοιραν ὁσον δυναται διαβας αὐτην . συ ] ὠ Πολυνεικες . θ συ ] προς τον Πολυνεικην . νιν
9999854 δογμα
τι ἐστιν ἡ ἀποδειξις . Και μην εἰ πασα ἀποδειξις δογμα ἐν τοις λημμασιν αὐτης περιεχουσα εὐθυς ἐστι δογμα ,
του γραφει μηδενος αὐτῳ ἐναντιουμενου . . . . ἀνεγνωσθη δογμα ] ἰσως ἀν τις ἀπορησειε περι των μηπω ἀφικομενων
9999854 ὑπελαβες
ἐφη : „ ἀλλα πεπλανησαι , ὠ αὑτη , εἰ ὑπελαβες με καταβησεσθαι . ἐγω γαρ ἀπ ' ἐκεινου ἀλωπεκας
ξενε , φαινῃ προς σαυτον ὀντως ἠπορηκως λεγειν ; Ὀρθως ὑπελαβες , ὠ Κλεινια . προς δε δη κοινωνους ὑμας
9999854 ἐδιδαξεν
ὁτι δει και μερος της νυκτος ἀγρυπνειν ἐν τοις πολεμοις ἐδιδαξεν . ριεʹ Ἐαν δε ὁρωσι διαλεγομενους Ὡσπερ , φησιν
† † Πολυφραδμονος ἐθανεν ἐν Σικελιᾳ . Εὐπολις Ἀθηναιος . ἐδιδαξεν ἐπι ἀρχοντος Ἀπολλοδωρου , ἐφ ' οὑ και Φρυνιχος
9999854 ἐξειλετο
πορρω των παιδικων προορωντος , ὁτι και συμβασιλευειν αὑτῳ ἀνδρα ἐξειλετο , ὁντινα αὐτῳ και συνεραν της καλλιπολεως ἀναγκαιον ;
σιγῃ : ἀντι του ἡσυχως . σιγῃ : ἀκαταγνωστως . ἐξειλετο : ἀπηρε Διος νοον ἐξαλεασθαι : οὐ δυνατον ἐστι
9999854 ἐτελευτησε
οὑς ἠν κρυφα Παρυσατις , καθ ' ὁν καιρον ἐκεινος ἐτελευτησε , δια εὐνουχων καταχωσασα . . . : ἐπει
καταντησει ἐκεισε ὁ περιπατος . Μη ἀποφηνον περι ἀποδημουντος ὁτι ἐτελευτησε , πριν ἀν σκοπησῃς , ὁτι οὐ μεθυει ,
9999854 Ὀλυνθιοι
ἀνδραποδισασθαι , ὁ ἐστι δουλους ποιησαι . καθως προς Ἀθηναιους Ὀλυνθιοι ἐτολμησαν ὑπερ Ἀμφιπολεως , ὁ προς μικρον μερος χωρας
, ὡς ἐναργες και σαφες τουτων παραδειγμα οἱ ταλαιπωροι γεγονασιν Ὀλυνθιοι ; και παλιν βουλευεσθε , ὠ Ἀθηναιοι , Θηβαιους
9999854 χαραδρα
μεν ἀντικρυς αὐτου δρομῳ κατελαβεν , και μια τους δυο χαραδρα διειργεν , οἱ δε Λιβυες τοτε μαλιστα ἐπεκειντο τοις
ἀποκριθω , ” οἰμοι ταλας “ , φησιν , ” χαραδρα κατεληλυθεν . “ Γ ” χαραδρας “ , φησιν
9999854 ἐτυμολογια
. Ἀν ' ἰωχμον : κατα την μαχην . ἡ ἐτυμολογια εἰς το ἰωχμος , . , . * .
, . . Ἀλεξικακος : ἀποτρεπτικη των κακων . ἡ ἐτυμολογια εἰς το εἰλιπους , . , . * .
9999854 ἀνθοϲ
ϲυγχριομενον , ἀγνου ϲπερμα ϲυν ἐλαιῳ , λιβανωτιδοϲ καρποϲ ἁλοϲ ἀνθοϲ νιτρον ἀφρονιτρον δαφνιδεϲ πυρεθρον ϲμυρνιου ϲπερμα ὑπερικον καλαμινθη καχρυ
α , καρυοφυλλου κοκκοι ιε , ἀναγαλλιδοϲ τηϲ το ῥουϲιον ἀνθοϲ ἐχουϲηϲ , ἡν καλουϲι κοραλλιον , # ∠ ʹ
9999853 ἀνωτατω
τῳ θεῳ , αἱ δε ἀνθρωποις , θεῳ μεν αἱ ἀνωτατω και μεγισταιἱλεως γαρ οὐ γινεται τοις οὑτως ἀσεβουσιν ,
προ κατηγοριας και ἀπολογιας ἠδη τῃ ψυχῃ κατεγνωκοτος και τας ἀνωτατω τιμωριας ὡρικοτος ἐπ ' αὐτῳ . χαλεπον δ '
9999853 εὐμαρες
ἠ τινα νεφους περι τῃ κεφαλῃ στεφανον Ὁμηρῳ μεν εἰπειν εὐμαρες και πολλη προς τα τοιαυτα ἁπαντα ἐλευθερια , τῃ
ἀλλα δυναμιν θειοτεραν την τουτων αἰτιαν , ᾑ παντα δραν εὐμαρες . ἐπει δε και ὁμολογειν ἀναγκασθεντες ὑπο της των
9999853 λεπτοτατῳ
τε και χαυνοϲ . ἐπιτρεφεται δε τι αὐτῳ παραπληϲιον ἀλευρῳ λεπτοτατῳ , τῳ προϲιζανοντι τοιϲ τοιχοιϲ ἐν τοιϲ μυλωϲι διαττωμενων
χαλκιτεως ὠμης οὐγγιας τεσσαρας . Την λιθαργυρον κοψας και σησας λεπτοτατῳ κοσκινῳ , ἐμβαλων ἐν θυιᾳ λειου ἁμα ἐπι πλειονα
9999853 ἀκρωτηρια
τον νεων ἀργυρῳ , πλην των ἀκρωτηριων , τα δε ἀκρωτηρια χρυσῳ : τα δ ' ἐντος , την μεν
αʹ , ποταμους ἐπισημους δʹ , κολπους ἐπισημους βʹ , ἀκρωτηρια ἐπισημα βʹ . [ Ὁμου πολεις και κωμαι της
9999853 Ἀρταξερξου
και μονον ἀντι σεμνοτητος ἐξηρκεσε και προσηπται τῳ ὀνοματι τῳ Ἀρταξερξου ὁ Μνημων ὡσπερ ἀλλο τι ἐγκαλλωπισμα , ἐγω δε
ὁ τι σε προσηκει καλειν , Δαρειος ὁ Κυρου και Ἀρταξερξου πατηρ τα βασιλεια ταυτα κατασχων ἑξηκοντα , οἰμαι ,
9999853 διδασκω
δαρδαπτω , μυρω μορμυρω , οὑτω και ἀπο του δασκω διδασκω και τιτρωσκω ἀπο του τρωσαι , και ἀπο του
' εἰπα ἀνουν ἐμαυτην , ἠτις οὐκ ὀνους βοσκειν αὐτον διδασκω , γραμματων δε παιδειην , δοκευς ' ἀρωγον της
9999852 θυμα
θυσιων το μελλον κοων ἠτοι νοων . θυος γαρ το θυμα . ἀστυνομων ] των μεμερισμενων κατα το ἀστυ .
δυο διπλαι . 〛 εἰ και ἑνι μονῳ ἀρκεσει το θυμα . . μακαρας ἑνα τινα : Εἰπων πληθυντικως ἐλαβε
9999851 ἐξελιπεν
Τῳ δ ' ἐπιοντι ἐτει , ᾡ ἡ τε σεληνη ἐξελιπεν ἑσπερας και ὁ παλαιος της Ἀθηνας νεως ἐν Ἀθηναις
. : μετα δε τας σπονδας και τας νενομισμενας κατευχας ἐξελιπεν ἡ σεληνη . και τοις μεν περι τον Διωνα
9999851 ἐγραφετο
και το ψηφισμα το κατηγορουμενον και οἱ νομοι . . ἐγραφετο ἡ κατηγορια και το ψηφισμα και οἱ νομοι :
θαλαττης προσκατηγορειν ἀξιουτε δικαιως ἀν ἀγαπωντες , εἰ μηδεις ὑμας ἐγραφετο . ἐγω δε ἐξιοντας μεν οὐκ εἰδον δουλος ὠν
9999851 κυνηγεσια
τοξευθηναι ὑπο Ἀρτεμιδος , δια το μηκετι παραγινεσθαι εἰς τα κυνηγεσια . Ἡ δε ἱστορια παρα Φερεκυδῃ . . .
: οὐ γαρ λεγεις , ἐχεσθαι κυνηγεσιων και σπουδαζειν περι κυνηγεσια , ἀλλα το ἐναντιον μη καταφρονειν κυνηγεσιων μηδε της
9999851 ῥητορα
ἀστοχει . Μιμειται που και φαρμακοπωλης ἰατρον , και συκοφαντης ῥητορα , και σοφιστης φιλοσοφον . Και πανταχου εὑροις ἀν
γαρ , ὠ ἀνδρες Ἀθηναιοι , το αὐτο φθεγγεσθαι τον ῥητορα και τον νομον : ὁταν δε ἑτεραν μεν φωνην
9999851 σκευεσι
[ ] βουλομενοι [ ] | χρησασθαι τοις αὐτοθι [ σκευεσι των ] τριηρων . Κονων δε κατηγμενων [ των
συμμαχων και προστιθεις ἀγροις ἀγρους , χρυσῳ χρυσον , σκευη σκευεσι , τἀλλα τοις ἀλλοις ; ἀλλ ' οὐχ οὑτος
9999851 τετταρα
τρεις προς τοις πεντηκοντα πηχεις . Πηδαλια δ ' εἰχε τετταρα τριακονταπηχη , κωπας δε θρανιτικας , ὀκτω και τριακοντα
και ἐνδιαιτημα ἑτερας ἐστι χρειας . Τιμηματα δ ' ἠν τετταρα , πεντακοσιομεδιμνων ἱππεων ζευγιτων θητων . οἱ μεν ἐκ
9999851 εὐπραγια
τουτοισιν ] ἠγουν μετα ταυτα τα ἑξης . εὐπραξις ] εὐπραγια . ὡς ] καθα . τοδ ' ἀγχιστον ]
εὐφορον , πολυφορον , εὐκαρπον , πολυκαρπον : και δενδρου εὐπραγια , εὐθηνια , εὐφορια , πολυκαρπια , εὐκαρπια ,
9999850 ἠκροασατο
ἐπι τρυφην και πλουτον ὁρμησαντας . ΣΩΠΟΛΙΣ . Και Σωπολιδος ἠκροασατο πολλακις ὁ ταυτα γραφων . και ἠν ἀνηρ εἰς
Κριτιαν εἰτε τον ἑνα των τριακοντα , ὁς και Σωκρατους ἠκροασατο , ἠ και ἀλλον τινα λεγει , οὐδεν διαφερομεθα
9999850 ὠνομαζετο
προς μητρος Ἐμισηνος ἐγεγονει . ὁ πατηρ δε αὐτῳ Βασιλιδης ὠνομαζετο , Θεοκλεια δε ἡ μητηρ . εὐφυης δε ἐπι
μυριοις ἐτεσι προτερον ἠ Μενελαον ἐκεισε προσχειν το χωριον οὑτως ὠνομαζετο . και οὐκ ἀντικρυς μεν ἐλεγε τοὐνομα τουτ '
9999850 ἐφυλαττεν
Διονυσιος δε ἐφθονησε Χαιρεᾳ της γειτνιασεως και τον τοπον τουτον ἐφυλαττεν ἑαυτῳ . θελων οὐν ἁμα και τριβην ἐγγενεσθαι τῃ
Μινως δε ἐν τῳ λαβυρινθῳ κατα τινας χρησμους κατακλεισας αὐτον ἐφυλαττεν . ἠν δε ὁ λαβυρινθος , ὁν Δαιδαλος κατεσκευασεν
9999850 βοες
τα αὐλια . Ὁμηρος δε ἀρα ᾐδει και τουτο λεγων βοες ὡς ἁς τε λεων ἐφοβησε μολων ἐν νυκτος ἀμολγῳ
Κυπριος εἰ : ἠτοι κοπροφαγος . Τοιουτοι γαρ οἱ ἐκεισε βοες . Βους ἑβδομος : ἐπι των ἀναισθητων . Ἑβδομος
9999850 εἰκοϲ
παθουϲ εὑροιμεν . εἰ δε το οὐρον αὐτοιϲ , ὡϲ εἰκοϲ , δια την παρανοιαν ἐπεχοιτο , ποιηϲαντεϲ ἀλεαν καταντληϲωμεν
ἐχει κλειϲ . εἰ δε ϲυμβῃ κατα παλαιϲτραν , ὡϲ εἰκοϲ , ταυτην παραρθρηϲαι , τῃ τε δια τηϲ χειροϲ
9999850 ἀσχολια
τοινυν , ἐφην ἐγω , εἰ μη τις σοι μεγαλη ἀσχολια τυγχανει οὐσα , διηγησαι ἡμιν : πανυ γαρ ἐπιθυμουμεν
ἐγκατελαβε , τουτο ἠν το παραμυθησαμενον , ἡ περι ταυτα ἀσχολια τε και διατριβη : ὡσθ ' ὁταν ἐνθυμηθω του
9999850 ἐπηρωτησε
. ὁ δ ' Ἀλκμαιων αἱρεθεις ὑπ ' αὐτων στρατηγος ἐπηρωτησε τον θεον περι της ἐπι τας Θηβας στρατειας και
οἱς ἐχολωθης . ἀπικομενος δε ἐς την πολιν των Ἐρυθραιων ἐπηρωτησε περι του ἐς την Χιον πλου : και τινος
9999850 γονιμα
τους χρονους : και γαρ ἑπτα μηνας τινες κυουσαι ἐτεκον γονιμα , ἑτεραι δε ἐννεα , ἀλλαι δε δεκα και
γαρ οὐκ οἰδεν , ὁτι των βρεφων τα μεν ἑπταμηνα γονιμα , τα δε πλειω χρονον προσλαβοντα , ὡς ὀκτω
9999849 βουλεσθε
, και διδωμι ὑμιν συν τοις ἀλλοις Χαλδαιοις βουλευσασθαι εἰτε βουλεσθε πολεμειν ἡμιν εἰτε φιλοι εἰναι . και ἠν μεν
και του λοιπου της πολεως ἐδαφους , εἰ τι χαριζεσθαι βουλεσθε αὐτοις , μη περιιδειν το της Ῥοδου καθαπαξ ὀνομα
9999849 ἡμισυν
ὁ Α μητε των ἀπο δυαδος διπλασιαζομενων ἐστω μητε τον ἡμισυν ἐχετω περισσον : λεγω , ὁτι ὁ Α ἀρτιακις
τουτου [ τον ] των ψιλων , ἐτι δε τουτου ἡμισυν τον των ἱππεων και δια τι . Τι ἐστι
9999849 Εὐρωτα
Ἰαμου και Εὐαδνης της ἐν Ἀρκαδιᾳ Ἀρκας . παρ ' Εὐρωτα πορον : προσεθηκε το παρ ' Εὐρωτα πορον :
δε που γης ἐστι πλην ἱνα ῥοαι του καλλιδονακος εἰσιν Εὐρωτα μονον ; διπλουν δε Τυνδαρειον ὀνομα κληιζεται , Λακεδαιμονος
9999849 τεμνετω
τεμνει . Ἀλλα δη ἡ ΓΔ την ΑΒ προς ὀρθας τεμνετω : λεγω , ὁτι και διχα αὐτην τεμνει ,
, ἠ ὡν οἱ ΑΒ , ΓΔ ἐφαπτονται , και τεμνετω τους ΑΒ , ΓΔ μεταξυ του μεγιστου των παραλληλων
9999849 δριμεια
ἑλκων πραϋνει . Ὀνομα ἠ ὀνομιϲ ἠ φλομιτιϲ ἠ ὀνωνιϲ δριμεια και πικρα ἐϲτιν : ὁθεν τα φυλλα αὐτηϲ πινομενα
ὁ δε καρποϲ ἰϲχυροτεροϲ ἐϲτιν . Δρυοπτεριϲ γλυκεια τε και δριμεια και ὑποπικροϲ ἐϲτι , κατα δε την ῥιζαν και
9999849 φυλακες
τεθηπασι την βουλην ἀμετρως , ὁτι και οἱ ἀρχοντες αὐτων φυλακες ἡμιν ἐπεμφθησαν εἰναι , και το τε ἐργον ἐπιφθονον
ἀρκτουρος : ὁν τινες ἀρκτοφυλακα προσαγορευουσιν . οὐροι γαρ οἱ φυλακες καλουνται . ἐστι δε οὑτος λαμπρος ἀστηρ ἐν τῃ
9999849 σκορπιοι
ἐν αὐτῃ , μετ ' αὐτην δε ἡ ἀοριστια , σκορπιοι τε και καρκινοι και τα ὁμοια των ῥητους ποδας
ἐκει ἀποθνησκει , και ἐκ του σκηνους αὐτου γινονται οἱ σκορπιοι οὑτοι . * λιπωσι : θανωσι το δε πολυρροιζοιο

Back