γε ἡμας τους ἀλλους . εἰ δε ὑμεις οἱ νεοι φοβεισθε , ὡσπερ ἐν Καρι ἐν ἐμοι ἐστω ὁ κινδυνος
τον ἀνδρα . κατεγνωτε και της θεου ἀκρασιαν , εἰ φοβεισθε ὑπ ' ἀνδρος αὐτην θεραπευεσθαι . μη συγκαθιζετω μοι
9999835 ὑδατωδεα
ἀλγηματος ἀναδρομαι ἐς καρδιην , πυρετωδεες , φρικωδεες , ἀνεμεουσαι ὑδατωδεα , λεπτα , πλεονα , παρενεχθεισαι , ἀφωνοι ,
των οὐρων κακιστα , τοισι δ ' αὐ παιδιοισι τα ὑδατωδεα , ἡττον δε ὀλεθρια γινονται τα μελανα των ἐχοντων
9999831 εἱλεσθε
. ἀλλ ' οὐδ ' αὐτον , ὁν οὑτως ἀρχοντα εἱλεσθε , φυλαξαι ἠ σωσαι ἐδυνηθητε , ἀνανδρως δε προυδωκατε
ἀλλοτριον ἐπαινειν ; τοιγαρουν ἀγρυπνειτε και κᾳεσθε , ἀπαλλαγην ὡν εἱλεσθε εὑρειν μη δυναμενοι . ιγʹ . Ὁ καλος ἀν
9999823 σπονδυλῳ
δεξιος αὐτου ὀφθαλμος φορουμενος ἐνδον συν τῳ πρωτῳ της οὐρας σπονδυλῳ ὁμου τε και ἰδιως φορουμενοι ἐν χρυσῳ ἀγγειῳ μεγαλας
∠ ʹ γʹ νο ιε γʹ του ἐν τῳ γʹ σπονδυλῳ διπλου ὁ βορειος . . . . . .
9999822 χαλκεα
ποιῃσιν ἐπιχλοοι ὑγρα μετωπα πετραι σαργον ἐχουσιν ἐφεστιον ἠδε σκιαιναν χαλκεα και κορακινον ἐπωνυμον αἰθοπι χροιῃ , και σκαρον ,
πελεκυν : τον Σιμωνιδην οὐν νεον ὀντα βαδισαι προς τον χαλκεα κομιουμενον αὐτον . ἰδοντα δε και τον τεχνιτην κοιμωμενον
9999820 σκεψωμεθα
εἰπειν ἐν τῳ παροντι , ὠ Σωκρατες . Ἀλλα ὡδε σκεψωμεθα αὐτο . φερε , εἰ τις βουλοιτο ταυτην την
φαινεται τισιν το ἀξιουμενον ὑπο των φιλοσοφων , ὁμως δε σκεψωμεθα κατα δυναμιν , εἰ ἀληθες ἐστι το δειν ἁμα
9999816 ἐνεθυμηθη
Χωρις γαρ του μη τρεπεσθαι το θειον , οὐτε το ἐνεθυμηθη οὐτε το ἐνενοησεν δηλωτικα μεταμελειας ἐστιν : [ το
ᾠχετο . Εἰ τοινυν μητε Θρασυβουλος ἀπεγνω τα πραγματα μηδε ἐνεθυμηθη , τι δ ' ἀν εἰεν ἑβδομηκοντα ἀνθρωποι προς
9999815 ὠκεανοιο
' ἀν Ποταμοιο και αὐτικ ' ἐπερχομενοιο Σκορπιου ἐμπιπτοιεν ἐϋρροου ὠκεανοιο : ὁς και ἐπερχομενος φοβεει μεγαν Ὠριωνα . Ἀρτεμις
δ ' Ὑπεριονιδας δεπας ἐσκατεβαινε χρυσεον , ὀφρα δι ' ὠκεανοιο περασας ἀφικοιθ ' ἱαρας ποτι βενθεα νυκτος ἐρεμνας ,
9999813 θαυμαζε
εἰδως . ὀργην πληθους μη παροξυνε . ἐπαινον πληθους μη θαυμαζε ἠ μη ἀτιμαζε . θορυβον τματων [ . .
, εἰκοτως οἰει ταυτῃ παντα ταυτα γεγονεναι . και μη θαυμαζε : κακος γαρ ἀν ἐχοντι γε νουν ἀνδρι φαινοιμην
9999812 σανιδα
περι τινων ἀμφισβητουντας , ἀφικομενους δευρο ἐφ ' ὑψηλου τοπου σανιδα θεντας ἐπιβαλλειν ψαιστα , ἑκατερον χωρις : τους δ
ἐθαψαν αὐτον οἱ ἑταιροι ἐπανω του ταφου αὐτου κωπην ἠ σανιδα πηξαντες ἐκ της Ἀργους . και ὁ μεν Μοψος
9999812 ἐβοηθησε
, ὡς ὁμως και μελλων ἀρχεσθαι ὑπο Λακεδαιμονιων ὁ Γελων ἐβοηθησε ἀν τοισι Ἑλλησι , εἰ μη ὑπο Θηρωνος του
. οὑτος ἐβοηθησε μεν ἐν ταξει ῥητορος μυριοις ἀδικουμενοις , ἐβοηθησε δε ἀπο ψηφου πλειοσι . και ταυτα οἰδεν Εὐφρατης
9999812 ϲτεατοϲ
κηρου λι . α , κολοφωνιαϲ λι . α , ϲτεατοϲ χοιρειου λι . α , ὀξουϲ το ἀρκουν .
' ὑϲϲωπου μεν και βουτυρου και μυελου ἐλαφειου και χηνοϲ ϲτεατοϲ και Ϲουϲινου μυρου και κηρου Τυρρηνικου , ἐφ '
9999812 Προμηθεα
οἱ προς χαριν ἁπαντα πολιτευομενοι τοιαυτα πασχουσιν . λεων κατεμεμφετο Προμηθεα πολλακις , ὁτι μεγαν αὐτον ἐπλασεν και καλον και
αὐτοι γεγονοτες . εἰτ ' οὐ δικαιως προσπεπατταλευμενον γραφουσι τον Προμηθεα προς ταις πετραις και γινετ ' αὐτωι λαμπας ,
9999809 ἐθηκε
' εἰπε , / [ το παραδειγμα τουτο της γυναικος ἐθηκε , ] δια το την ⌈ ἐννην / [
θηκεν θεος , ὁς περ ἐφηνεν . λααν γαρ μιν ἐθηκε Κρονου παις ἀγκυλομητεω . ὁτι Ζηνοδοτος γραφει ἀριδηλον και
9999806 φαρεα
' ἁπλοϊδας χλαινας , τοσσους δε ταπητας , τοσσα δε φαρεα λευκα , τοσους δ ' ἐπι τοισι χιτωνας .
' ἁπλοϊδας χλαινας , τοσσους δε ταπητας , τοσσα δε φαρεα καλα , τοσους δ ' ἐπι τοισι χιτωνας .
9999805 τυρῳ
θ ' ὁλον τῳ σιλφιῳ μαστιξον εὐ γε και καλως τυρῳ τε σαξον ἁλσι τ ' ἠδ ' ὀριγανῳ .
τα βοσκηματα , ἀφ ' ὡν τρεφονται και γαλακτι και τυρῳ και κρεασιν : ἀκολουθουσι δε ταις νομαις μεταλαμβανοντες τοπους
9999805 δομῳ
τ ' ὠ Μοιραι ματροκασιγνηται , δαιμονες ὀρθονομοι , παντι δομῳ μετακοινοι , παντι χρονῳ δ ' ἐπιβριθεις , ἐνδικοις
πτωσσουσαν βρομιας οἰναδος ἐν πεταλοις , ὀφρα μοι εὐερκει καναχαν δομῳ ἐνδοθι θειη , τερπνα δι ' ἀγλωσσου φθεγγομενα στοματος
9999805 σκιᾳ
τις ἠν ἐπι μωριᾳ διαβαλλομενη , ἡτις ἐσοπτριζομενη τῃ οἰκειᾳ σκιᾳ ὡς ἑτερᾳ διελεγετο . Ἀηδονες λεσχαις ἐγκαθημεναι : ἐπι
μελει τοιγαρουν αὐτῃ καθ ' ὁσον ἐστι δυναμις λαθρα τῃ σκιᾳ προσβαλειν και μηδεμιαν τῳ κυνι παρασχειν αἰσθησιν . εἰ
9999805 ἠφανισθη
ἀθυμησας δε κατεβαλεν ἑαυτον εἰς την Κωνωπην λεγομενην λιμνην και ἠφανισθη : προς δε τον θανατον αὐτου και Θυριη ἡ
ἐκενωθησαν οἰκητορων , το δε συμπαν ἐθνος ἐξω μερους βραχεος ἠφανισθη , τα μεν πολεμοις , τα δε και θεηλατοις
9999801 σκευαζε
σμυρνης δραχμας δʹ , κομμεως δρ . ηʹ . ταυτα σκευαζε ἐν οἰνῳ αὐστηρῳ και χρω . ⌊ ἐπιχριομενον δε
οὐγγιας β . ποιει , φησι , προς σκληριας και σκευαζε ὡς προειρηται . Κηρου , κολοφωνιας , πισσης ,
9999801 λιμνη
: νικη νικητης : ἀλη ἀλητης : κομη κομητης : λιμνη λιμνητης : πλην του τεχνιτης : στυλιτης : στηλη
και χερρονησον ταυτην ποιουσιν , ἀλλα δη και ἑτερα τις λιμνη μεγαλη ἐμβαλλουσα ἐς αὐτας ὀπισθεν του προ της πολεως
9999800 θωρακα
τας ἐπιδρομας και ἀναχωρησεις ἐπιτηδειοι και τῃ ὁπλισει κουφοι : θωρακα γαρ ἠ ἀσπιδα εἰχεν οὐχ ἑκαστος , ὁσοι δε
λεπτυνειν μετα και του θερμαινειν την ψυξιν : τον δε θωρακα και τον πνευμονα διακαθαιρειν και τα εἰς τον στομαχον
9999799 αἰγιδα
ἡ Ἀθηνα , ἡ κυαναιγις , ἠγουν ἡ μελαιναν ἐχουσα αἰγιδα . ἀνεπηδησε δε ὁ Βελλεροφοντης γενομενος δηλονοτι ἐν ὀρθῳ
ἐπαυρειν ἐν γαιῃ ἱσταντο λιλαιομενα χροος ἀσαι . ὀφρα μεν αἰγιδα χερσιν ἐχ ' ἀτρεμα Φοιβος Ἀπολλων , τοφρα μαλ
9999799 Καλλιππῳ
. ιθ : . . . Αἰγυπτιοις και Εὐδοξῳ και Καλλιππῳ ἐπισημαινει . . κβ : Αἰγυπτιοις νοτος ἠ ἀπηλιωτης
ἡλιος ἐν ἡμεραις λ . Ἐν μεν οὐν τῃ βᾳ Καλλιππῳ Λεων ἀρχεται δυνειν : ὑετια . Ἐν δε τῃ
9999798 Περσιδα
. ] μεν γαρ ἱστορειν ὁτι τεθνηκοι και τον την Περσιδα συντεταχοτα κυκλικον ποιητην [ . ] ὁτι και ἀπο
πεντε ἐπι ξεινης ἐγενηθην . ἐπηλθε γαρ Βαβυλωνα τε και Περσιδα και Αἰγυπτον τοις τε μαγοις και τοις ἱερευσι μαθητευων
9999797 ἐξελιπε
εἰς τε το μετεωρον ἀνεφερετο . ὡς δ ' οὐν ἐξελιπε μεν ἡ πληκτικη δυναμις μετεωριζουσα , οὐκετι δ '
και χαλεπως , οὐ μεντοι προτερον γε ὁ πυρετος παντελως ἐξελιπε πριν ἐτελευτησε μοι των τροφιμων ὁ πλειστου ἀξιος .
9999795 χαλκουϲ
χαλκουϲ ηʹ . Το ἡμιωβολον ἐχει κερατιον αʹ ʂ , χαλκουϲ δʹ . Θερμοϲ ἐχει κερατια βʹ , χαλκουϲ εʹ
χʹ , θερμουϲ Ϡʹ , κε - ρατια ͵αωʹ , χαλκουϲ ͵δωʹ [ ἀλλοι ͵γχʹ ] . ἡ Πτολεμαϊκη μνα
9999795 Δημητηρ
ᾑ το προς τους θεους εὐσεβες ἀναμεμικται . οἰδε ταυτα Δημητηρ και Κορη και Σαραπις και Ποσειδων και ὁ την
τουτο ὑπερβαλλοντως εὐσεβη την πολιν δειξαι βουλομενος . ὡν ἡ Δημητηρ και Κορη . το ” οὐρανιοις “ δε ”
9999795 δρασω
δε εἰπουσης : Δος μοι περιπλοκαςἀνεβοησεν : Οἰμοι , τι δρασω ; δυσι κακοις μεριζομαι . Ὀζοστομος και ὀζοχρωτος ,
ζην ἐν ἀθυμιᾳ και τοιουτοις αἱρουμαι κακοις . ἀλλα τι δρασω ; τους μεν ἀπελασω , ποιησω δε το περι
9999794 νυμφιῳ
μεγαλα ποιειν εἰωθως . Ἡ διαλεξις μηκος ἀποστρεφεται λογου τῳ νυμφιῳ χαριζομενη και μιμουμενη των τελουμενων την ἡδονην ἁβροτεροις ἀνθει
την Ἑλενην ἀνδρα και θυγατριον ἐχουσαν ἡρπασεν , ἀξιοις με νυμφιῳ δουναι την κορην γυναικα κεκτημενῳ και παιδα . οὐ
9999794 κοσκινῳ
ἀν λειοτατον γενηται , εἰτ ' ἐπεμβαλλε την λιθαργυρον λεπτοτατῳ κοσκινῳ και αὐτην σεσησμενην και προλελειωμενην ἱκανως ἐν ἑτερᾳ θυϊᾳ
ψευδους , ὡσπερ και ὁ ἀρτοποιος χρηται ὡς ὀργανῳ τῳ κοσκινῳ και διακρινει τον σιτον της αἰρας και της κριθης
9999790 ἀκανθωδη
' ἰδιαν , τινα λεπιδωτα αὐτων ἐστι , και τινα ἀκανθωδη , και τινα λεια , και τινα μαλακοστρακα ,
σκευην , και ἐασας την εὐθειαν ὁδον , προς την ἀκανθωδη ἀναδραμῃ πλανην . Το δε ἐν ἀγγειοις ἀποκειμενα τα
9999790 ἠρασθη
φησι και ἀλλα μεν , ἐν δε τοις και ὁτι ἠρασθη δρακων αὐτου . και ὁτι μεν εἰχε κομην χρυσην
ἐν θεατρῳ συριττεται , και κρινεται κακου βιου . μητρυιας ἠρασθη ὁ προγονος και παραχωρησαντος αὐτῳ του πατρος κρινονται οἱ
9999789 νυκτοϲ
ἡδονη ᾐ ἡ μανιη , γελωϲι , παιζουϲι , ὀρχωνται νυκτοϲ και ἡμερηϲ , και ἐϲ ἀγορην ἀμφαδον , και
τραγου . “ ἐγω δε τεκμαιρομαι τουτο ποιειν μαλλον τοιϲ νυκτοϲ μη ὁρωϲιν . Περι ἀμβλυωπιαϲ Γαληνου . ἀμβλυωπια δε
9999789 Ἀρτεμισιῳ
ἐπιβαλλειν . και ὁ Οὐλπιανος ἐφη : μα τους ἐν Ἀρτεμισιῳ κινδυνευσαντας , οὐδεις τινος γευσεται πριν λεχθηναι που κειται
Κορινθιοι δε το αὐτο πληρωμα παρεχομενοι το και ἐπ ' Ἀρτεμισιῳ : Σικυωνιοι δε πεντεκαιδεκα παρειχοντο νεας , Ἐπιδαυριοι δε
9999788 κινηθῃ
: χολωδεϲ γαρ τουτο το νοϲημα : και ὁταν ϲφοδρωϲ κινηθῃ , ῥιγοϲ ἐργαζεται . εἰ μεν οὐν ἀλογωϲ ἐπιϲχεθῃ
τοιαυτῃ , ὡς ἡνικα ἡ ὑλη ὑπο της φυσεως ὠθουμενη κινηθῃ προς ἐκκρισιν : ταυτης δε κινουμενης μερος φερεται προς
9999788 κρυσταλλῳ
ὑποψοφουν ἡσυχῃ εἰς βαθος , ἡ δε ὡς ἑστωτι τῳ κρυσταλλῳ θαρσει διαθει τε πρωτη : εἰ δε μη οὐκ
Γενναται δε ἐν τῃ Ἰνδικῃ . Ὁμοιος δε ἐστι τῳ κρυσταλλῳ , ἐξαυγος καθα και ὁ κρυσταλλος . Ὁ μεντοι
9999785 ἐμπλαϲτρῳ
χρηϲτεον ἐπι των ϲκληροτερων παρωτιδων και τῃ δια κηρυκων λευκῃ ἐμπλαϲτρῳ τῃ Ἀριοβαρζανιῳ λεγομενῃ και τῃ δια μιϲυοϲ Διονυϲιᾳ καλουμενῃ
. ϲαγαπηνον κοπτεται ἐν ὁλμῳ και ἁπαλον γενομενον ϲυμμαλαϲϲεται τῃ ἐμπλαϲτρῳ μετα το χωριϲθηναι του πυροϲ . ἀλοη ἐμπλαϲϲεται μετα
9999784 δραχμη
Ϛʹ . καλειται δε ἡ # τετρασαριον Ἰταλικον . Ἡ δραχμη ἐχει γραμμαρια γʹ , ὀβολους Ϛʹ , θερμους θʹ
ϲταγιον κερατια κδʹ . Το κερατιον ϲιταρια δʹ . Ἡ δραχμη κερατια ιηʹ . Ἡ ὁλκη κερατια ιηʹ . Το
9999782 ψηφιεισθε
ὑπο τουτων πολιτων ὀντων ἐπεβουλευεσθε ὁπως μητ ' ἀγαθον μηδεν ψηφιεισθε πολλων τε ἐνδεεις ἐσεσθε . τουτο γαρ καλως ἠπισταντο
' ὁτι και δικαια και εὐορκα και συμφεροντα ὑμιν αὐτοις ψηφιεισθε και πασῃ τῃ πολει . Περι μεν οὐν της
9999782 εὐωδεα
και ὑποθυμιῃν τα κακωδεα , ὑπο δε τας ὑστερας τα εὐωδεα : ἐπην δε καταφρονησῃ , πισαι φαρμακον κατω ,
και ὑποθυμιῃν τα κακωδεα , ὑπο δε τας ῥινας τα εὐωδεα . Ἠν δε πλειονα χρονον αἱ ὑστεραι ἐξισχωσι και
9999782 βοειῳ
ὀκτω κοτυλας , μελι παραχεων : εἰ δε μη , βοειῳ ἠ αἰγειῳ ἑφθῳ δυο χοευσι , μελι παραχεων παρα
δε πιμελῃ ταριχηρᾳ ἐνδοθεν τα χειλη διαχριουσιν : ἀλλοι τυρῳ βοειῳ . καθεξει γαρ εἰσω ζεον το γλευκος τουτο μαλιστα
9999781 Σφακτηριᾳ
των ἰατρων ʃ ἀληλεομενον . ἐν τῃ νησῳ : τῃ Σφακτηριᾳ . ἐπιλαβῃ : κωλυσῃ . περιγενησεσθαι : ἀντι του
: μεταναστας ποιησαι . τους ἐν τῃ νησῳ : τῃ Σφακτηριᾳ . του δ ' αὐτου θερους . . .
9999780 ἱερεα
, τον δε Μαρωνα οὐ Διονυσου , ἀλλ ' Ἀπολλωνος ἱερεα , δι ' ὁλης της ποιησεως οἰνου μνημονευων :
τουτο μεν γαρ ἐν Μεσσηνῃ τῃ προς τῳ πορθμῳ τον ἱερεα του Ἡρακλεους λεγουσιν ὀνειρατος ἰδειν ὀψιντον Ἡρακλεα ἐδοξε κληθηναι
9999779 Καλυδωνι
: Ἡρακλης γημας Δηιανειραν την Οἰνεως θυγατερα και διαγων ἐν Καλυδωνι , ἐν συμποσιῳ Κυαθον [ ἠτοι ] τον Οἰνεως
γαρ τοπος ἐστι τοιουτος . πιοτεροι δ ' ἑτεροι πολλοι Καλυδωνι τε κλεινῃ Ἀμβρακια τ ' ἐνι πλουτοφορῳ Βολβῃ τ
9999779 Νικοκλεα
ὁρων . . πρυτανειας : Ἀ . ἐν τῳ προς Νικοκλεα . ἐστι δε ἀριθμος ἡμερων ἡ πρυτανεια ἠτοι λϚʹ
χρηται δε τῃ παροιμιᾳ ταυτῃ και Ἰσοκρατης ἐν ταις προς Νικοκλεα ὑποθηκαις . το δε βουλευεται δε πολυν χρονον ἐλλιπως
9999779 γληχωνα
σκευαζομενον οὑτω : δει λαβειν ὑσσωπον βοτανην , ἐτι δε γληχωνα και ὀριγανον και ἰσχαδας ζʹ ἠ θʹ . και
πυρικαυτα και παρατριμματα . Δικταμνον λεπτομερεϲτεραϲ ἐϲτι δυναμεωϲ ἠ κατα γληχωνα , τα δε ἀλλα παραπληϲιον αὐτῃ . το δε
9999779 Ἀλκινοοιο
χαλκον . και τα μεν εὐ κατεθηχ ' ἱερον μενος Ἀλκινοοιο , αὐτος ἰων δια νηος , ὑπο ζυγα ,
και ἐστιν ἐκ τε φιλων παιδων ἐκ τ ' αὐτου Ἀλκινοοιο και λαων , οἱ μιν ῥα θεον ὡς εἰσοροωντες
9999776 αἰγιοχοιο
Νηληϊαδαο γεροντος . Τρωες δ ' ὡς ἐπυθοντο Διος κτυπον αἰγιοχοιο , μαλλον ἐπ ' Ἀργειοισι θορον , μνησαντο δε
ἀγγελιην τινα τοι γαιηοχε κυανοχαιτα ἠλθον δευρο φερουσα παρα Διος αἰγιοχοιο ” και “ ἠ μαλα λυγρης πευσεται ἀγγελιης .
9999776 φυγαδα
πραϋνεται . ἡ Ἀφροδιτη εὑρεσιν ὑποφαινουσα ἐν τοπῳ ἱερῳ τον φυγαδα δεικνυσιν εἰναι . Ἐαν τις ἀστηρ ἐν οἰκῳ ἰδιῳ
. ] σου θεμις [ μαθειν ] ; [ . φυγαδα ] Πολυνεικη ? [ ] ? πατρας . [
9999775 ὀργανῳ
μοχλειαν . ἐνιοι δε και διπλης καιριας ὑποθεντες μεσοτητα τῳ ὀργανῳ την αὐταρκη , ἐκει την ἰπωτριδα σπαθην ἐνθεντες ἰπωσαν
εἰδος , το δε σωμα ὑλη , ᾡ κεχρηται ὡς ὀργανῳ , ὁ δε ἀνθρωπος και το ζῳον το ἐκ
9999775 ἀφορᾳ
ἐκτεινομενον και προς την πολιν κατα βραχυ συστελλομενον . και ἀφορᾳ μεν ὁ κολπος ἐκ νοτου την λοιπην θαλασσαν ,
ὁ πατος , ὁ κωλος αὐτων . . βλεπει ] ἀφορᾳ . . αὐτος καθ ' αὑτον ] ἠγουν μεμονωμενος
9999775 Πελοποννησῳ
Ἀπιος : ἡ ὀγχνη καλουμενη γενικως , ὁτι πρωτον ἐν Πελοποννησῳ γεγονεν : Ἀπια δε ἡ Πελοποννησος . ἠ παρα
„ ἀντι του ἐρητυετε . Δωριον , μαλιστα των ἐν Πελοποννησῳ Δωριεων . γινεται δε οὑτως : παραλαμβανομενης δοτικης πτωσεως
9999773 λαβῃς
δημοσιᾳ μετ ' ἀξιοπιστιας ἐκδικος γινῃ σαυτου , κἀν μη λαβῃς , λοιδορεις , και γινεται σοι τεχνη του ποριζειν
ἀνδρα και καλα πραττοντα τιμᾳς ἠ ὡς ἀδικουντα , ἠν λαβῃς , κολαζεις ; Κολαζω , ἐφη : οὐ γαρ
9999773 κολοφωνιαϲ
, ἁλων ἀμμωνιακων ⋖ β , κηρου # Ϛ , κολοφωνιαϲ # Ϛ , μυρϲινου # β : ὀξει λειουται
, κηρου , τερεβινθινηϲ ἀνα # Ϛ . Κηρου , κολοφωνιαϲ , βουτυρου ἀνα λι . α , πιϲϲηϲ ξηραϲ
9999772 κεκληκε
ἐν δε τῃ ἑξης ᾠδῃ καθολου τους συγγενεις αὐτου Κλεωνυμιδας κεκληκε . και ματροθεν Λαβδακιδαισι συννομοι : ὡς κατα μητερα
εὐ - δαιμονιαν : ταυτα δε παντα ἰδιως νυν ἀγαθα κεκληκε . χρησιμα δε τα δι ' ἑτερα αἱρετα :
9999772 Περγαμῳ
μνηματι ποιηται τε ᾀδουσι και γραφας ἐν τε Ἀθηναις και Περγαμῳ τῃ ὑπερ Καϊκου θεασαμενος οἰδα ἐχουσας ἐς της Πολυξενης
ἀει . και παρελθοντος ἐνιαυτου και μηνων ἐπι την ἐν Περγαμῳ καθεδραν ἠλθομεν . Νυν δε ὁθεν ἐξεβημεν τρεπωμεθα προς
9999770 σπλαγχνα
ἐξουσιας διεφθαρμενος , οἰδων τε την ψυχην και ζεων τα σπλαγχνα δια τον ἐρωτα της παιδος , οὐτε τοις λογοις
, και ξυεται , και ἀσιτος ἐων τα ἑωθινα τα σπλαγχνα ἀμυσσεται ὡς ἐπιτοπουλυ , και ὁκοταν ἐγειρῃ τις αὐτον
9999770 ἐσωσε
. ὁ γαρ δη θειος Θεοδοσιος ἁμαρτοντας μεν ἠδη τινας ἐσωσε , δικην δε παρ ' οὐδενος οὐδεν ἀδικουντος ἐλαβεν
συμπαντα ἁ κεκτηται διδοντα ἀξια σφων εἰναι νομισαι , ὡστε ἐσωσε τον πρεσβευτην το σχημα της προξενιας . οὐ μην
9999768 σαλπιγγες
διαστημα συν - ῃρεθη . ὡς δ ' αἱ τε σαλπιγγες το πολεμικον ἐσημαινον και συνηλαλαξαν αἱ δυναμεις ἀμφοτεραι ,
δρομωι ξυνηψαν ἀστυ Καδμειας χθονος ] . παιαν δε και σαλπιγγες ἐκελαδουν ὁμου ἐκειθεν ἐκ τε τειχεων ἡμων παρα .
9999767 ἐφοβηθη
ὁ χορος δια τον Διονυσον : ἐπειδη οὑτος , ὁτε ἐφοβηθη δια τας του διακονου ἀπειλας , τον Ξανθιαν ἐποιησεν
και ὁ ὀνος ἀναπτερωθεις κατ ' αὐτου , εἰγε ἀλεκτρυονα ἐφοβηθη , ἐξηλθεν ὡς ἀποδιωξων αὐτον . ὁ δε ὡς
9999766 Κρονιδαο
πολεμου ? ? ? χαιρε , μακαρ Λευκατα , Διος Κρονιδαο ? ? ? ? Σεβαστου νικαιων ἐργων ἑν πρυτανευμα
, Τυφαονιη ὁθι πετρη , ἐνθα Τυφαονα φασι , Διος Κρονιδαο κεραυνῳ βλημενον ὁπποτε οἱ στιβαρας ἐπορεξατο χειρας , θερμον
9999766 σφαλῃ
τῳ ὀντι ὠσι και προς τινα εἰπων τις τι ἀγνοιᾳ σφαλῃ . και οἱ τετρακοσιοι δια τουτο οὐκ ἠθελον τους
δ ' ἐστι θνατον . ἀλλ ' ᾡτινι μη λιποτεκˈνος σφαλῃ παμπαν οἰκος βιαιᾳ δαμεις ἀναγκᾳ , ζωει καματον προφυγων
9999763 Γελωνι
πρωτῃ και νεᾳ ἡλικιᾳ . ἐνικησε γαρ ἐνταυθα Καρχηδονιους συμμαχων Γελωνι τῳ τυραννῳ τῳ Ἱπποκρατους διαδοχῳ . βαθυκρημνοισι δ '
και ταυτας : ὁ γαρ δημος ὁ των Συρηκοσιων ἐπιοντι Γελωνι παραδιδοι την πολιν και ἑωυτον . Ὁ δε ἐπειτε
9999763 Τυφωνι
ἐκπερσων ] μελλων καταβαλειν βιᾳ ] βιαιως αὐτῳ ] τῳ Τυφωνι Ζηνος ] του Διος ἀγρυπνον ] ἀκοιμητον , ἀσβεστον
και Τυφωνα εἰπενἰσμεν δε παντες ὡς πολεμιος ὁ Ζευς τῳ Τυφωνι , δια τουτο ἐπαγει το τοιαδε ὡς δηλης ἁπασιν
9999760 πυροϲ
ϲτεαρ , και μετα το καλωϲ λειωθηναι ἑψει ἐπι μαλθακου πυροϲ ἑωϲ ἀμολυντου ϲπαθιζων ταιϲ των φοινικων ῥαβδοιϲ . Κηρου
βδελλιον λειοτριβηθεν ἐμπλαϲϲεται μετα το ἀρθηναι την ἐμπλαϲτρον ἐκ του πυροϲ : εἰ δε λιπαρον τυγχανοι και μη δυναιτο λειωθηναι
9999758 κλητικῃ
εὐσεβες και το εὐσεβες , και ὡς δεδεικται ὁμοφωνουσι τῃ κλητικῃ του ἀρσενικου και οὐχι τῃ αἰτιατικῃ , τον εὐσεβη
του ος το τ και το τ ἀποβαλλεται ἐν τῃ κλητικῃ , οἱον θεραπων θεραποντος ὠ θεραπον , γερων γεροντος
9999758 σπηλαιῳ
τον καιρον ἐπι τας νομας , τας δε ἡμερας ἐν σπηλαιῳ αὐτον ἀναπαυεσθαι , ὡς τινας οἰεσθαι παντοτε αὐτον κοιμασθαι
πολυς ἠν αὐτων και φυγη . ἐληφθησαν δ ' ἐν σπηλαιῳ κρυπτομενοι Οὐαριος τε και Ἀλεξανδρος και Διονυσιος ὁ εὐνουχος
9999757 μαννηϲ
. Ἀλλο . μολιβδου ῥινηματοϲ ⋖ ιϚ , κωνειου , μαννηϲ , ψιμυθιου , ὑποκιϲτιδοϲ χυλου ἀνα ⋖ α :
ᾠου τῳ λευκῳ καταχριεϲθω ἠ Ϲαμια γη μετα ϲμυρνηϲ και μαννηϲ ὁμοιωϲ τῳ λευκῳ του ᾠου . ἐπι δε των
9999756 Κασσιῳ
Καιπιωνι , τῳ κτειναντι Γαιον , ὁτε περ και Συριαν Κασσιῳ , και τῳδε ἀνδροφονῳ Γαϊου γενομενῳ . ἀλλα και
Ἡρωδης ἐπιπληξειεν αὐτῳ δι ' ἐπιστολης ὡδε ξυγκειμενης ” Ἡρωδης Κασσιῳ : ἐμανης . „ τηνδε την ἐπιστολην μη μονον
9999756 ὀσφυν
χρονου , και ὀδυνη ἐχει την νειαιρην γαστερα και την ὀσφυν και τους κενεωνας : ἐστι δ ' ὁτε και
ἀπο της πρωτης , περι ἀρκτουρον , ἱδρωτια κατ ' ὀσφυν και στηθεα , βραχεα : και το σωμα περιεψυχετο
9999754 Σικελιᾳ
. : Οἰκησαντα μεν ἐν Κιλικιᾳ , κολασθεντα δε ἐν Σικελιᾳ . Ἡσιοδος δε : τον ποτε Κιλικιον θρεψαι πολυωνυμον
και οὑτως ἐτεχνωθη τα περι τους στιχους . Ἐν τῃ Σικελιᾳ τῃ νησῳ περι τα ὀρεινα αὐτης λεγονται γενεσθαι οἱ
9999752 Κυκλωπες
τι κατακρυπτουσιν , ἐπει σφισιν ἐγγυθεν εἰμεν , ὡς περ Κυκλωπες τε και ἀγρια φυλα Γιγαντων . ” τον δ
και μεθυσαντες τυφλουσιν αὐτον . του δε βοωντος προσηλθον οἱ Κυκλωπες παντες , ἀκουσαντες δε βοωντος αὐτου Οὐτις με ἐτυφλωσε
9999751 νευρῳ
χρηϲομεθα : οὐ γαρ ὀλιγοϲ ὁ κινδυνοϲ ἐγκεφαλου γειτνιωντοϲ ἀκουϲτικῳ νευρῳ φλεγμαινοντι . καλωϲ οὐν τουτο παρηγορει : ὀπιου μεροϲ
βραχεντα αὐτα μητε νοτισθεντα μηδεν δεινον πασχειν : τῳ δε νευρῳ παν το τοιουτον ἐστι πολεμιον : οὐ γαρ οἱον
9999750 βλαπτῃ
θ οὐκ ἀφιστασαι ἀπο του τοπου ι ἑτερῳ συναλλαξας , βλαπτῃ α φυγαδευθητι προς ὀλιγον β οὐ γινῃ βιοπρατης τελειως
ἀγωνιας γ οὐ κινῃ ἐκ του τοπου ἀρτι δ οὐ βλαπτῃ . μη ἀγωνια ε γαμεις ἡν θελεις γυναικα Ϛ
9999750 ἀμαθη
ματαιαν ἡγειται την της παιδειας ἐπιβολην και εὐδαιμονα προκρινει τον ἀμαθη . Ταυτα δε εἱμαρμενης και τυχης ἐστιν ἐργα ,
προς ἐπιστημης κατα το παντελες ἐαθῃ ; ποτε δε τον ἀμαθη και λιαν ἀπαιδευτον ; οὐχ ὁταν ἀπολειψιν την ἐπ
9999750 γλωττῃ
ἐνι δωμασι παις “ ὁμοιον : το ζʹ ” ἀμφηκει γλωττῃ “ χοριαμβικον πενθημιμερες ἐκ δισπονδειου και συλλαβης : το
των της πολεως πυλων . . Ὀγκα ] Ἀθηνα Φοινικων γλωττῃ . ἑπταπυλον ἑδος ] τας Θηβας . . παναλκεις
9999750 Μητροδωρῳ
ὀρνιθιαι βορεαι , μεταξυ ἀργεστης . Ἱππαρχῳ βορεαι ψυχροι . Μητροδωρῳ χελιδων φαινεται , και ἐπισημαινει . Δημοκριτῳ ποικιλαι ἡμεραι
ποδος Ὠριωνος ἐπιτελλει . Αἰγυπτιοις προδρομος ὡρᾳ αʹ πνει . Μητροδωρῳ ζεφυρος ἠ ἀργεστης . ιθʹ . ὡρων ιγ ∠
9999750 ἀμητωρ
δ ' οὐ ταυτα μονον κατειδεν , ὁτι παγκαλη και ἀμητωρ , ἀλλ ' ὁτι και ἀειπαρθενος , οὐτ '
δυο τω θεα ; ἡ μεν γε που πρεσβυτερα και ἀμητωρ Οὐρανου θυγατηρ , ἡν δη και Οὐρανιαν ἐπονομαζομεν :
9999748 κυλινδρῳ
της ΓΖ και του ἀξονος ἐκβεβλησθω ἐπιπεδον ποιουν ἐν τῳ κυλινδρῳ το δια του ἀξονος παραλληλογραμμον το ΗΘ , και
, και συνεστη ὁ κωνος ἐπι της αὐτης βασεως τῳ κυλινδρῳ και ὑπο το αὐτο ὑψος : ἁπερ ἠν τα
9999747 Σικυωνι
. γογγρου μεν γαρ ἐχεις κεφαλην , φιλος , ἐν Σικυωνι πιονος , ἰσχυρου , μεγαλου και παντα τα κοιλα
ἡ οἰκουμενη μεστη γεγονεν . τι δ ' Ἀριστρατος ἐν Σικυωνι , και τι Περιλλος ἐν Μεγαροις ; οὐκ ἀπερριμμενοι
9999746 ἐκπεφευγε
των ζῳων ἡ σαρξ , και την εἰς εὐχυμιαν χρησιν ἐκπεφευγε . Κοινῳ δε λογῳ , τα μεν νεαρωτερα των
σκιρρος ὀγκος ἐστι παρα φυσιν σκληρος τε και ἀναισθητος . ἐκπεφευγε δε τον ἀκριβη ὁ μετριως αἰσθανομενος : ἀλλ '
9999746 Θετταλικα
τι προς τα Λυδων δειπνα και τα Θετταλων ; τα Θετταλικα μεν πολυ καπανικωτερα . ἐρειδετον : κἀγω κατοπιν σφῳν
, καινου το ἐντευθεν βιου φασιν ἀρχεσθαι . τα δε Θετταλικα ἐναγισματα φοιτωντα τῳ Ἀχιλλει ἐκ Θετταλιας ἐχρησθη Θετταλοις ἐκ
9999746 βραχεοϲ
γαϲτροϲ , ἀμεινον καλλιϲτῳ μηλινῳ χρηϲθαι ἀντι τηϲ ναρδου μετα βραχεοϲ οἰνου . χρηϲιμον δε εἰϲ ταυτα και το μαϲτιχινον
ὁταν μετ ' ἐλαιου τε και γαρου προϲφερηται , οἰνου βραχεοϲ ἐπιρραινομενου ἐν τῳ τηϲ ἐδωδηϲ καιρῳ . ὁ δε
9999745 κοπρῳ
, ἐπην ἁπαξ ἐκ των μητρεων ἐξελθῃ , χρονος τῃ κοπρῳ ἐν τῃ κοιλιῃ τοσουτος , ὡστε σαπεισης και χρονισασης
βληχρον και ἀσινες , και ἐξηλθε το πονεον ξυν τῃ κοπρῳ . Ἠν δε ἡ κοιλιη πληρης ἐουσα πολλον ἐχῃ
9999745 κτωμεθα
. οὐ γαρ ἐκ του πολλακις ἰδειν την ὁρατικην δυναμιν κτωμεθα , ἀλλ ' ἐχοντες αὐτην προτερον οὑτω ταις ἀπ
πραγματων , και ὁλως παντα τα ἀγαθα δι ' αὐτην κτωμεθα . Ὁτι τοινυν τοις ἑλομενοις τον κατα νουν βιον
9999745 ἀμοιβη
διηριθμησατο , χαλεπην ἀποδιδοναι την ἐκτισιν . αὑτη γαρ ἡ ἀμοιβη των ἀδικηματων τιμωρια τις οὐσα της ἀδικιας ἀκολουθος .
και ἐνδιατριψαι και λογῳ ἀμειψασθαι την θεαν . ἡ δε ἀμοιβη οὐκ ἐπαινος του οἰκου μονοντουτο μεν γαρ ἰσως ἐκεινῳ
9999744 λοπαδα
πατανια και κακκαβια και λοπαδια ὡς ἑτερον ὀν παρα την λοπαδα τουτο τῳ σχηματι . και κακκαβον δε την κακκαβην
Φοινικιδης δ ' ὡς εἰδεν ἐν πληθει νεων μεστην ζεουσαν λοπαδα Νηρειων τεκνων , ἐπισχετ ' ὀργῃ χειρας ἠρεθισμενας :
9999744 Χαιρεα
και Καλλιροης παραμυθιον . ” εἰσελθωμεν “ ἐφη , ” Χαιρεα . “ ὑπερβας οὐν τον οὐδον και θεασαμενος ἐρριμμενην
παλαι . ἀλλως ἐδεισα ] . σοι μεν αὑτη , Χαιρεα . σοι δ ' ἐγγυω ] ταυτην , ἐμαυτου
9999743 γλιϲχρα
, διαταϲιϲ κενεη : γαϲτηρ ἀπολελυμενη τα πολλα χολωδεα , γλιϲχρα βραχεα . ἀει δε ἐπαυξεα γιγνεται τα παθεα :
ἐνια δε και ἀεροϲ οὐκ ὀλιγον ἐν ἑαυτοιϲ περιεχει , γλιϲχρα μεν ταυτα και δια τουτο ἐμπλαϲτικα . διττη γαρ
9999742 ἀμηχανῳ
ἐξηγησεσιν ἠν θαυμασιος . , . . ἀμηχανον ποθῳ τε ἀμηχανῳ της περι το θειον βακχειας οἱον ἀπομαντευομενῳ ἐῳκει την
ἠσαν ἑτοιμοι ἀργυριον κατατιθεσθαι της ἐπιθυμιας . Ἡ δε ἐν ἀμηχανῳ γενομενη κακῳ εὑρισκει τεχνην ἀποφυγης : πιπτει μεν γαρ
9999742 κοποϲ
μενοιϲ μοριοιϲ οὐχ ὑποπιπτει τῃ ὀψει . ἐπιπιπτει δε ὁ κοποϲ οὑτοϲ μαλιϲτα τοιϲ κακοχυμοιϲ τε και περιττωματικοιϲ ϲωμαϲιν .
των διεφθαρμενων ἀτμων εἰϲ το ϲωμα γενηται . Ὁ ἑλκωδηϲ κοποϲ ἐπι πληθει γινεται περιττωματων λεπτων τε ἁμα και δριμεων
9999741 ἐτμηθη
εἰ τις ἀρτηριαν ἑτερωθι φλεβοτομουμενος ἠ κατα τουτο το χωριον ἐτμηθη . μαλιστα μεν οὐν χρη φυλαττεσθαι τεμνειν αὐτην :
του ἀριθμου συγκεφαλαιωμα . Ἐστω ἡ ΑΒ μοναδων ιβ . ἐτμηθη εἰς η και δ . της ὁλης το τετραγωνον
9999741 Θησεα
αὐτου ἐκει κατακρημνισ - θειη . ὀστρακισθηναι δε πρωτον Ἀθηνησι Θησεα ἱστορει Θεοφραστος ἐν Τοις πρωτοις καιροις . ἀρχοντες :
ποιουμενοι περι πλειονος ἠ δοξαν ἀθανατον . οὐκ ἠγνοουν Αἰγειδαι Θησεα τον Αἰγεως πρωτον ἰσηγοριαν καταστησαμενον τῃ πολει . δεινον
9999741 ἐξεπλαγη
ἡσθη τε τῃ θεᾳ και ὁσον οἱα τε ἠν ἰδειν ἐξεπλαγη . Εἰδε δε οἱον πληγεισα και ἐν αὐτῃ ἐχουσα
και τας γυναικας , Ἀριαδνη παρουσα προς τε την ὀψιν ἐξεπλαγη του Θησεως και την ἀθλησιν ἐθαυμασε παντων κρατησαντος :
9999740 νεφεα
ἐοντα και χωρεοντα , ἐξαιφνης ἀντικοψῃ πνευμα ἐναντιον και ἑτερα νεφεα . Ἐνταυθα μεν πρωτον αὐτεου ξυστρεφεται : τα δε
παντων πνευματα χωρεει ἑκαστοτε και των νεφεων , τα δε νεφεα ἐστιν ὑδωρ ξυνεχες ἐν ἠερι . Και τοτε δη
9999739 ἐγχεα
. . Ε . τω δ ' ἐκσπασσαμενω δολιχ ' ἐγχεα χερσιν ἁμ ' ἀμφω συν ῥ ' ἐπεσον ,
. ἑπταχα εἰς ἑπτα μερη . ἐπτυσσοντο ἐκραδαινοντο : “ ἐγχεα δ ' ἐπτυσσοντο . ” ἐπωχατο τοις ὀχευσι λεγομενοις
9999737 φοινικι
καλας πραξεις , γεναρχαι δε του συμπαντος ἐθνους ἑβδομηκοντα γεγονασι φοινικι τῳ των δενδρων ἀριστῳ προσηκοντως παρεικασθεντες , ὁ και
ἀπο οὐδετερων κεκλιμεναι , ὡς ἐχει το αἰθωνι βελεμνῳ και φοινικι λινῳ και γεροντι βακτρῳ και ἐθαδων ἐδεσματων και τα
9999736 νεανισκε
ἐφης . . . στεφανουν αὐτον ; Εὐδαιμονικη , ὠ νεανισκε . ὁ γαρ στεφανωθεις ταυτῃ τῃ δυναμει εὐδαιμων γινεται
Ὁ αὐτος ἐπει ἐλοιδορειτο ὑπο τινος νεανισκου τα αἰσχιστα „ νεανισκε „ ἐφη : ” ἡ γλωττα σου οὐκ ἐν
9999735 κομισῃ
Διατετακται παρα Δελφοις τῃ θυσιᾳ των θεοξενιων , ὁς ἀν κομισῃ γηθυλλιδα μεγιστην τῃ Λητοι , λαμβανειν μοιραν ἀπο της
γαρ παρα Δελφοις τῃ θυσιᾳ των Θεοξενιων , ὁς ἀν κομισῃ γηθυλλιδα μεγιστην τῃ Λητοι , λαμβανειν μοιραν ἀπο της
9999734 ἐτεα
της Ἀσιης . Τους δε Σκυθας ἀποδημησαντας ὀκτω και εἰκοσι ἐτεα και δια χρονου τοσουτου κατιοντας ἐς την σφετερην ἐξεδεξατο
μη πολλῳ χρησθαι . Καλλιγενει , περι πεντε και εἰκοσιν ἐτεα γεγενημενῳ , καταῤῥοος : ἡ βηξ πολλη : ἀνηγε

Back