μοχλειαν . ἐνιοι δε και διπλης καιριας ὑποθεντες μεσοτητα τῳ ὀργανῳ την αὐταρκη , ἐκει την ἰπωτριδα σπαθην ἐνθεντες ἰπωσαν
εἰδος , το δε σωμα ὑλη , ᾡ κεχρηται ὡς ὀργανῳ , ὁ δε ἀνθρωπος και το ζῳον το ἐκ
9999828 χαλκεα
ποιῃσιν ἐπιχλοοι ὑγρα μετωπα πετραι σαργον ἐχουσιν ἐφεστιον ἠδε σκιαιναν χαλκεα και κορακινον ἐπωνυμον αἰθοπι χροιῃ , και σκαρον ,
πελεκυν : τον Σιμωνιδην οὐν νεον ὀντα βαδισαι προς τον χαλκεα κομιουμενον αὐτον . ἰδοντα δε και τον τεχνιτην κοιμωμενον
9999822 κλητικῃ
εὐσεβες και το εὐσεβες , και ὡς δεδεικται ὁμοφωνουσι τῃ κλητικῃ του ἀρσενικου και οὐχι τῃ αἰτιατικῃ , τον εὐσεβη
του ος το τ και το τ ἀποβαλλεται ἐν τῃ κλητικῃ , οἱον θεραπων θεραποντος ὠ θεραπον , γερων γεροντος
9999806 σανιδα
περι τινων ἀμφισβητουντας , ἀφικομενους δευρο ἐφ ' ὑψηλου τοπου σανιδα θεντας ἐπιβαλλειν ψαιστα , ἑκατερον χωρις : τους δ
ἐθαψαν αὐτον οἱ ἑταιροι ἐπανω του ταφου αὐτου κωπην ἠ σανιδα πηξαντες ἐκ της Ἀργους . και ὁ μεν Μοψος
9999798 δακτυλοιϲ
τῳ καλλιϲτῳ χρωμενοι δι ' ἐριου χειροπληθουϲ ἀναλαμβανοντεϲ και τοιϲ δακτυλοιϲ ἐκθλιβοντεϲ ἐξ ὑψουϲ και ὡϲπερ κατακρουνιζοντεϲ μετα τινοϲ πληγηϲ
μη δυναμενα κατα το πρεπον ἀνεπαιρεϲθαι , ἀν τε τοιϲ δακτυλοιϲ ἐπιθλιψαντεϲ αὐτα διαϲτηϲωμεν τουϲ δακτυλουϲ , ἐμφυϲαται το μεταξυ
9999798 ἐνεθυμηθη
Χωρις γαρ του μη τρεπεσθαι το θειον , οὐτε το ἐνεθυμηθη οὐτε το ἐνενοησεν δηλωτικα μεταμελειας ἐστιν : [ το
ᾠχετο . Εἰ τοινυν μητε Θρασυβουλος ἀπεγνω τα πραγματα μηδε ἐνεθυμηθη , τι δ ' ἀν εἰεν ἑβδομηκοντα ἀνθρωποι προς
9999795 ὠκεανοιο
' ἀν Ποταμοιο και αὐτικ ' ἐπερχομενοιο Σκορπιου ἐμπιπτοιεν ἐϋρροου ὠκεανοιο : ὁς και ἐπερχομενος φοβεει μεγαν Ὠριωνα . Ἀρτεμις
δ ' Ὑπεριονιδας δεπας ἐσκατεβαινε χρυσεον , ὀφρα δι ' ὠκεανοιο περασας ἀφικοιθ ' ἱαρας ποτι βενθεα νυκτος ἐρεμνας ,
9999795 ἱερεα
, τον δε Μαρωνα οὐ Διονυσου , ἀλλ ' Ἀπολλωνος ἱερεα , δι ' ὁλης της ποιησεως οἰνου μνημονευων :
τουτο μεν γαρ ἐν Μεσσηνῃ τῃ προς τῳ πορθμῳ τον ἱερεα του Ἡρακλεους λεγουσιν ὀνειρατος ἰδειν ὀψιντον Ἡρακλεα ἐδοξε κληθηναι
9999794 γληχωνα
σκευαζομενον οὑτω : δει λαβειν ὑσσωπον βοτανην , ἐτι δε γληχωνα και ὀριγανον και ἰσχαδας ζʹ ἠ θʹ . και
πυρικαυτα και παρατριμματα . Δικταμνον λεπτομερεϲτεραϲ ἐϲτι δυναμεωϲ ἠ κατα γληχωνα , τα δε ἀλλα παραπληϲιον αὐτῃ . το δε
9999792 ὑδατωδεα
ἀλγηματος ἀναδρομαι ἐς καρδιην , πυρετωδεες , φρικωδεες , ἀνεμεουσαι ὑδατωδεα , λεπτα , πλεονα , παρενεχθεισαι , ἀφωνοι ,
των οὐρων κακιστα , τοισι δ ' αὐ παιδιοισι τα ὑδατωδεα , ἡττον δε ὀλεθρια γινονται τα μελανα των ἐχοντων
9999791 φαρεα
' ἁπλοϊδας χλαινας , τοσσους δε ταπητας , τοσσα δε φαρεα λευκα , τοσους δ ' ἐπι τοισι χιτωνας .
' ἁπλοϊδας χλαινας , τοσσους δε ταπητας , τοσσα δε φαρεα καλα , τοσους δ ' ἐπι τοισι χιτωνας .
9999789 Σικελιᾳ
. : Οἰκησαντα μεν ἐν Κιλικιᾳ , κολασθεντα δε ἐν Σικελιᾳ . Ἡσιοδος δε : τον ποτε Κιλικιον θρεψαι πολυωνυμον
και οὑτως ἐτεχνωθη τα περι τους στιχους . Ἐν τῃ Σικελιᾳ τῃ νησῳ περι τα ὀρεινα αὐτης λεγονται γενεσθαι οἱ
9999787 κρυσταλλῳ
ὑποψοφουν ἡσυχῃ εἰς βαθος , ἡ δε ὡς ἑστωτι τῳ κρυσταλλῳ θαρσει διαθει τε πρωτη : εἰ δε μη οὐκ
Γενναται δε ἐν τῃ Ἰνδικῃ . Ὁμοιος δε ἐστι τῳ κρυσταλλῳ , ἐξαυγος καθα και ὁ κρυσταλλος . Ὁ μεντοι
9999786 σαλπιγγες
διαστημα συν - ῃρεθη . ὡς δ ' αἱ τε σαλπιγγες το πολεμικον ἐσημαινον και συνηλαλαξαν αἱ δυναμεις ἀμφοτεραι ,
δρομωι ξυνηψαν ἀστυ Καδμειας χθονος ] . παιαν δε και σαλπιγγες ἐκελαδουν ὁμου ἐκειθεν ἐκ τε τειχεων ἡμων παρα .
9999783 πυροϲ
ϲτεαρ , και μετα το καλωϲ λειωθηναι ἑψει ἐπι μαλθακου πυροϲ ἑωϲ ἀμολυντου ϲπαθιζων ταιϲ των φοινικων ῥαβδοιϲ . Κηρου
βδελλιον λειοτριβηθεν ἐμπλαϲϲεται μετα το ἀρθηναι την ἐμπλαϲτρον ἐκ του πυροϲ : εἰ δε λιπαρον τυγχανοι και μη δυναιτο λειωθηναι
9999782 ὀλιγα
ἐαν εἰπῃς την δικην ἀρτι , νικησεις ζ παραμενει σοι ὀλιγα των ὑπαρχοντων η ληψῃ την φερνην και σκορπισεις αὐτην
Ἡδυ χελωνης κρεα φαγειν ἠ μη φαγειν : της χελωνης ὀλιγα κρεα βρωθεντα στροφους ποιει , πολλα δε καθαιρει :
9999782 Πελοποννησῳ
Ἀπιος : ἡ ὀγχνη καλουμενη γενικως , ὁτι πρωτον ἐν Πελοποννησῳ γεγονεν : Ἀπια δε ἡ Πελοποννησος . ἠ παρα
„ ἀντι του ἐρητυετε . Δωριον , μαλιστα των ἐν Πελοποννησῳ Δωριεων . γινεται δε οὑτως : παραλαμβανομενης δοτικης πτωσεως
9999781 αἰγιδα
ἡ Ἀθηνα , ἡ κυαναιγις , ἠγουν ἡ μελαιναν ἐχουσα αἰγιδα . ἀνεπηδησε δε ὁ Βελλεροφοντης γενομενος δηλονοτι ἐν ὀρθῳ
ἐπαυρειν ἐν γαιῃ ἱσταντο λιλαιομενα χροος ἀσαι . ὀφρα μεν αἰγιδα χερσιν ἐχ ' ἀτρεμα Φοιβος Ἀπολλων , τοφρα μαλ
9999778 Μητροδωρῳ
ὀρνιθιαι βορεαι , μεταξυ ἀργεστης . Ἱππαρχῳ βορεαι ψυχροι . Μητροδωρῳ χελιδων φαινεται , και ἐπισημαινει . Δημοκριτῳ ποικιλαι ἡμεραι
ποδος Ὠριωνος ἐπιτελλει . Αἰγυπτιοις προδρομος ὡρᾳ αʹ πνει . Μητροδωρῳ ζεφυρος ἠ ἀργεστης . ιθʹ . ὡρων ιγ ∠
9999776 δρασω
δε εἰπουσης : Δος μοι περιπλοκαςἀνεβοησεν : Οἰμοι , τι δρασω ; δυσι κακοις μεριζομαι . Ὀζοστομος και ὀζοχρωτος ,
ζην ἐν ἀθυμιᾳ και τοιουτοις αἱρουμαι κακοις . ἀλλα τι δρασω ; τους μεν ἀπελασω , ποιησω δε το περι
9999776 νυκτοϲ
ἡδονη ᾐ ἡ μανιη , γελωϲι , παιζουϲι , ὀρχωνται νυκτοϲ και ἡμερηϲ , και ἐϲ ἀγορην ἀμφαδον , και
τραγου . “ ἐγω δε τεκμαιρομαι τουτο ποιειν μαλλον τοιϲ νυκτοϲ μη ὁρωϲιν . Περι ἀμβλυωπιαϲ Γαληνου . ἀμβλυωπια δε
9999775 ἐτεα
της Ἀσιης . Τους δε Σκυθας ἀποδημησαντας ὀκτω και εἰκοσι ἐτεα και δια χρονου τοσουτου κατιοντας ἐς την σφετερην ἐξεδεξατο
μη πολλῳ χρησθαι . Καλλιγενει , περι πεντε και εἰκοσιν ἐτεα γεγενημενῳ , καταῤῥοος : ἡ βηξ πολλη : ἀνηγε
9999775 ἀκανθωδη
' ἰδιαν , τινα λεπιδωτα αὐτων ἐστι , και τινα ἀκανθωδη , και τινα λεια , και τινα μαλακοστρακα ,
σκευην , και ἐασας την εὐθειαν ὁδον , προς την ἀκανθωδη ἀναδραμῃ πλανην . Το δε ἐν ἀγγειοις ἀποκειμενα τα
9999775 φοβεισθε
γε ἡμας τους ἀλλους . εἰ δε ὑμεις οἱ νεοι φοβεισθε , ὡσπερ ἐν Καρι ἐν ἐμοι ἐστω ὁ κινδυνος
τον ἀνδρα . κατεγνωτε και της θεου ἀκρασιαν , εἰ φοβεισθε ὑπ ' ἀνδρος αὐτην θεραπευεσθαι . μη συγκαθιζετω μοι
9999774 γλιϲχρα
, διαταϲιϲ κενεη : γαϲτηρ ἀπολελυμενη τα πολλα χολωδεα , γλιϲχρα βραχεα . ἀει δε ἐπαυξεα γιγνεται τα παθεα :
ἐνια δε και ἀεροϲ οὐκ ὀλιγον ἐν ἑαυτοιϲ περιεχει , γλιϲχρα μεν ταυτα και δια τουτο ἐμπλαϲτικα . διττη γαρ
9999773 Προμηθεα
οἱ προς χαριν ἁπαντα πολιτευομενοι τοιαυτα πασχουσιν . λεων κατεμεμφετο Προμηθεα πολλακις , ὁτι μεγαν αὐτον ἐπλασεν και καλον και
αὐτοι γεγονοτες . εἰτ ' οὐ δικαιως προσπεπατταλευμενον γραφουσι τον Προμηθεα προς ταις πετραις και γινετ ' αὐτωι λαμπας ,
9999773 ὀποπανακα
το Ϲικυωνιον ἐλαιον μικτεον και καϲτοριον , ἐνιοτε δε και ὀποπανακα , εἰ ψυξεωϲ αἰϲθηϲιϲ αὐτοιϲ προϲγιγνεται , και χαλβανην
ὀξει ἑρπυλλον ἠ ϲπονδυλιον και ὀϲφραντα δε προϲαγειν καϲτοριον και ὀποπανακα χαλβανην . διανοιξανταϲ δε το ϲτομα μελικρατον ἐνϲταζειν και
9999773 εὐωδεα
και ὑποθυμιῃν τα κακωδεα , ὑπο δε τας ὑστερας τα εὐωδεα : ἐπην δε καταφρονησῃ , πισαι φαρμακον κατω ,
και ὑποθυμιῃν τα κακωδεα , ὑπο δε τας ῥινας τα εὐωδεα . Ἠν δε πλειονα χρονον αἱ ὑστεραι ἐξισχωσι και
9999772 κοσκινῳ
ἀν λειοτατον γενηται , εἰτ ' ἐπεμβαλλε την λιθαργυρον λεπτοτατῳ κοσκινῳ και αὐτην σεσησμενην και προλελειωμενην ἱκανως ἐν ἑτερᾳ θυϊᾳ
ψευδους , ὡσπερ και ὁ ἀρτοποιος χρηται ὡς ὀργανῳ τῳ κοσκινῳ και διακρινει τον σιτον της αἰρας και της κριθης
9999770 πεψεωϲ
ἐν ἀκμῃ δε ὀντοϲ του νοϲηματοϲ , προφανειϲηϲ δηλονοτι ϲαφεϲτατηϲ πεψεωϲ , μηδενοϲ των ϲπλαγχνων βεβλαμμενου , τοιϲ εἰθιϲμενοιϲ κατα
ἐπι γυναικων ἐπιμηνιου καθαρϲεωϲ ἐκραγειϲηϲ . χρη δε κἀπο τουτων πεψεωϲ προηγηϲαμενηϲ και ἐν ἀκμῃ τηϲ νοϲου την ἐκκριϲιν γενεϲθαι
9999770 Περσιδα
. ] μεν γαρ ἱστορειν ὁτι τεθνηκοι και τον την Περσιδα συντεταχοτα κυκλικον ποιητην [ . ] ὁτι και ἀπο
πεντε ἐπι ξεινης ἐγενηθην . ἐπηλθε γαρ Βαβυλωνα τε και Περσιδα και Αἰγυπτον τοις τε μαγοις και τοις ἱερευσι μαθητευων
9999770 τυρῳ
θ ' ὁλον τῳ σιλφιῳ μαστιξον εὐ γε και καλως τυρῳ τε σαξον ἁλσι τ ' ἠδ ' ὀριγανῳ .
τα βοσκηματα , ἀφ ' ὡν τρεφονται και γαλακτι και τυρῳ και κρεασιν : ἀκολουθουσι δε ταις νομαις μεταλαμβανοντες τοπους
9999769 Σφακτηριᾳ
των ἰατρων ʃ ἀληλεομενον . ἐν τῃ νησῳ : τῃ Σφακτηριᾳ . ἐπιλαβῃ : κωλυσῃ . περιγενησεσθαι : ἀντι του
: μεταναστας ποιησαι . τους ἐν τῃ νησῳ : τῃ Σφακτηριᾳ . του δ ' αὐτου θερους . . .
9999767 σκευαζε
σμυρνης δραχμας δʹ , κομμεως δρ . ηʹ . ταυτα σκευαζε ἐν οἰνῳ αὐστηρῳ και χρω . ⌊ ἐπιχριομενον δε
οὐγγιας β . ποιει , φησι , προς σκληριας και σκευαζε ὡς προειρηται . Κηρου , κολοφωνιας , πισσης ,
9999764 Νικοκλεα
ὁρων . . πρυτανειας : Ἀ . ἐν τῳ προς Νικοκλεα . ἐστι δε ἀριθμος ἡμερων ἡ πρυτανεια ἠτοι λϚʹ
χρηται δε τῃ παροιμιᾳ ταυτῃ και Ἰσοκρατης ἐν ταις προς Νικοκλεα ὑποθηκαις . το δε βουλευεται δε πολυν χρονον ἐλλιπως
9999764 κινηθῃ
: χολωδεϲ γαρ τουτο το νοϲημα : και ὁταν ϲφοδρωϲ κινηθῃ , ῥιγοϲ ἐργαζεται . εἰ μεν οὐν ἀλογωϲ ἐπιϲχεθῃ
τοιαυτῃ , ὡς ἡνικα ἡ ὑλη ὑπο της φυσεως ὠθουμενη κινηθῃ προς ἐκκρισιν : ταυτης δε κινουμενης μερος φερεται προς
9999763 κεκληκε
ἐν δε τῃ ἑξης ᾠδῃ καθολου τους συγγενεις αὐτου Κλεωνυμιδας κεκληκε . και ματροθεν Λαβδακιδαισι συννομοι : ὡς κατα μητερα
εὐ - δαιμονιαν : ταυτα δε παντα ἰδιως νυν ἀγαθα κεκληκε . χρησιμα δε τα δι ' ἑτερα αἱρετα :
9999761 ἐθηκε
' εἰπε , / [ το παραδειγμα τουτο της γυναικος ἐθηκε , ] δια το την ⌈ ἐννην / [
θηκεν θεος , ὁς περ ἐφηνεν . λααν γαρ μιν ἐθηκε Κρονου παις ἀγκυλομητεω . ὁτι Ζηνοδοτος γραφει ἀριδηλον και
9999759 σπλαγχνα
ἐξουσιας διεφθαρμενος , οἰδων τε την ψυχην και ζεων τα σπλαγχνα δια τον ἐρωτα της παιδος , οὐτε τοις λογοις
, και ξυεται , και ἀσιτος ἐων τα ἑωθινα τα σπλαγχνα ἀμυσσεται ὡς ἐπιτοπουλυ , και ὁκοταν ἐγειρῃ τις αὐτον
9999757 κτωμεθα
. οὐ γαρ ἐκ του πολλακις ἰδειν την ὁρατικην δυναμιν κτωμεθα , ἀλλ ' ἐχοντες αὐτην προτερον οὑτω ταις ἀπ
πραγματων , και ὁλως παντα τα ἀγαθα δι ' αὐτην κτωμεθα . Ὁτι τοινυν τοις ἑλομενοις τον κατα νουν βιον
9999757 Στεφανῳ
καλουμενος Ἀρκτουρος Ἀρει και Διϊ , οἱ δε ἐν τῳ Στεφανῳ Ἀφροδιτῃ και Ἑρμῃ , οἱ δε κατα τον Ἐν
αὐτῃ το προτερον . οὐτε γαρ ἀπο της πολιτειας προσῃει Στεφανῳ τουτῳι ἀξιον λογου : οὐ γαρ πω ἠν ῥητωρ
9999756 ὁρωσα
των ὑπατων ἀρχην μειωσειε μητε την των δημαρχων , ἑκατερον ὁρωσα μεγαλων κινδυνων αἰτιον ἐσομενον . Ἐπει δε κἀκειθεν ἀπηλαθησαν
και Δομετιανῳ μελαγχολωντι : ἀλλ ' εἰ ἡ ψυχη ἀνω ὁρωσα προς τον του παντος βασιλεα συντεταμενη και ἀρχομενη ἐκειθεν
9999756 σπονδυλῳ
δεξιος αὐτου ὀφθαλμος φορουμενος ἐνδον συν τῳ πρωτῳ της οὐρας σπονδυλῳ ὁμου τε και ἰδιως φορουμενοι ἐν χρυσῳ ἀγγειῳ μεγαλας
∠ ʹ γʹ νο ιε γʹ του ἐν τῳ γʹ σπονδυλῳ διπλου ὁ βορειος . . . . . .
9999751 ἐδοθη
τριτον προσωπον και συστολῃ της ἀρχουσης , ἐτεθη τεθησομαι , ἐδοθη δοθησομαι . Δυϊκα . Τεθησομεθον , τεθησεσθον , τεθησεσθον
ἀπατηθεις ἐπεστρατευσε και κατοπιν ἐπραξε . και τοις Ἀθηναιοις χρησμος ἐδοθη τειχος Τριτογενει ξυλινον διδοι εὐρυοπα Ζευς : ἐδηλου γαρ
9999751 δεδοσθω
Δημοσθενους στοχασμον , ὁτι συνεστηκεν : ἀλλ ' ἐστω , δεδοσθω ἀνῃρησθαι παρα του Ἀρισταρχου Νικοδημον : τις με ἐλεγχει
εἱλετο δε κληιδ ' εὐκαμπεα χειρι παχειῃ Πηνελοπη . ” δεδοσθω δη και τουτο : ἀλλ ' ἐκεινα οὐ δοτεα
9999751 ἐθαυμασθη
παρα τοις ἱερευσιν , ἀλλα και παρα τοις ἀλλοις Αἰγυπτιοις ἐθαυμασθη , δοξας τῃ μεγαλοψυχιᾳ των πεπραγμενων ἀκολουθον πεποιησθαι την
φιλοις δε λιμην . μονος δε ὡν ἰσμεν μαλιστα μεν ἐθαυμασθη , ἡκιστα δε ἐφθονηθη . τοις λογοις μεν ἐξεπληττε
9999750 κολοφωνιαϲ
, ἁλων ἀμμωνιακων ⋖ β , κηρου # Ϛ , κολοφωνιαϲ # Ϛ , μυρϲινου # β : ὀξει λειουται
, κηρου , τερεβινθινηϲ ἀνα # Ϛ . Κηρου , κολοφωνιαϲ , βουτυρου ἀνα λι . α , πιϲϲηϲ ξηραϲ
9999750 Ἀλκινοοιο
χαλκον . και τα μεν εὐ κατεθηχ ' ἱερον μενος Ἀλκινοοιο , αὐτος ἰων δια νηος , ὑπο ζυγα ,
και ἐστιν ἐκ τε φιλων παιδων ἐκ τ ' αὐτου Ἀλκινοοιο και λαων , οἱ μιν ῥα θεον ὡς εἰσοροωντες
9999749 λαβῃς
δημοσιᾳ μετ ' ἀξιοπιστιας ἐκδικος γινῃ σαυτου , κἀν μη λαβῃς , λοιδορεις , και γινεται σοι τεχνη του ποριζειν
ἀνδρα και καλα πραττοντα τιμᾳς ἠ ὡς ἀδικουντα , ἠν λαβῃς , κολαζεις ; Κολαζω , ἐφη : οὐ γαρ
9999749 εἱλεσθε
. ἀλλ ' οὐδ ' αὐτον , ὁν οὑτως ἀρχοντα εἱλεσθε , φυλαξαι ἠ σωσαι ἐδυνηθητε , ἀνανδρως δε προυδωκατε
ἀλλοτριον ἐπαινειν ; τοιγαρουν ἀγρυπνειτε και κᾳεσθε , ἀπαλλαγην ὡν εἱλεσθε εὑρειν μη δυναμενοι . ιγʹ . Ὁ καλος ἀν
9999748 Κυκλωπες
τι κατακρυπτουσιν , ἐπει σφισιν ἐγγυθεν εἰμεν , ὡς περ Κυκλωπες τε και ἀγρια φυλα Γιγαντων . ” τον δ
και μεθυσαντες τυφλουσιν αὐτον . του δε βοωντος προσηλθον οἱ Κυκλωπες παντες , ἀκουσαντες δε βοωντος αὐτου Οὐτις με ἐτυφλωσε
9999748 Κυρηνη
την ἡρωιδα , ἀφ ' ἡς τοὐνομα ἐλαβεν ἡ πολις Κυρηνη , μεταγει τον λογον . ἀπο δε Ἠοιας Ἡσιοδου
Κορινθια γαρ ἠν . τα δε ὀνοματα αὐτων Λαϊς , Κυρηνη , Λεαινα , Σινωπη , Μυρρινη , Σκιωνη .
9999748 ἀμηχανῳ
ἐξηγησεσιν ἠν θαυμασιος . , . . ἀμηχανον ποθῳ τε ἀμηχανῳ της περι το θειον βακχειας οἱον ἀπομαντευομενῳ ἐῳκει την
ἠσαν ἑτοιμοι ἀργυριον κατατιθεσθαι της ἐπιθυμιας . Ἡ δε ἐν ἀμηχανῳ γενομενη κακῳ εὑρισκει τεχνην ἀποφυγης : πιπτει μεν γαρ
9999747 ὑπηρξε
και Πιτυουσσα ἀπο του φυτου : ἐπιφανης δε ἡ νησος ὑπηρξε δια τε τους Αἰακιδας ἐπαρξαντας αὐτης , και μαλιστα
, κατασκευασθεις . . θηκτος ] ἠκονημενος . πικρος ] ὑπηρξε . . δατητας ] μεριστης . . τιθεις ]
9999747 φασγανῳ
' οὐκ ἐριζει . κεινος και Τελαμωνος δαψεν υἱον , φασγανῳ ἀμφικυλισαις . ἠ τιν ' ἀγˈλωσσον μεν , ἠτορ
Ὀδυσσεα ὡρμησεν . . . . . . ἠ ἐλασειεν φασγανῳ . † ) πλατει τῳ ξιφει πληξειεν . .
9999745 Δημητηρ
ᾑ το προς τους θεους εὐσεβες ἀναμεμικται . οἰδε ταυτα Δημητηρ και Κορη και Σαραπις και Ποσειδων και ὁ την
τουτο ὑπερβαλλοντως εὐσεβη την πολιν δειξαι βουλομενος . ὡν ἡ Δημητηρ και Κορη . το ” οὐρανιοις “ δε ”
9999743 βελεα
εὐθυν ἀκοντων ἱεντα ῥομβον παρα σκοπον οὐ χρη τα πολλα βελεα καρτυνειν χεροιν . Μοισαις γαρ ἀγˈλαοθˈρονοις ἑκων Ὀλιγαιθιδαισιν τ
ἀλληλους τρωσητε , ἀλληλους δ ' ἐληϊσαν , ἀλληλων ἀλεεινοντες βελεα στονοεντα . αἱ δη τοιαυται συνταξεις ἐν ὀρθῃ και
9999743 Δημητριῳ
, τουτο Ξενοκρατης ; πολλ ' ἀγαθα δοιεν οἱ θεοι Δημητριῳ και τοις νομοθεταις , διοτι τους τας των λογων
ταις πιστεσι ῥᾳδιως παραδεχεσθαι την διηγησιν . παρα μεν οὐν Δημητριῳ τῳ Φαληρει φασιν ἐν ἐπιλογῳ και μετ ' ἐπιλογον
9999742 Κρονιδαο
πολεμου ? ? ? χαιρε , μακαρ Λευκατα , Διος Κρονιδαο ? ? ? ? Σεβαστου νικαιων ἐργων ἑν πρυτανευμα
, Τυφαονιη ὁθι πετρη , ἐνθα Τυφαονα φασι , Διος Κρονιδαο κεραυνῳ βλημενον ὁπποτε οἱ στιβαρας ἐπορεξατο χειρας , θερμον
9999742 ῥητωρ
? ἀρχας οὐ μονον ἀγαθος ἐστιν διαλεκτικος και γραμματικος και ῥητωρ και τελειως ὁ καλος ἐπι πασαις ταις τεχναις ,
μετα ἠθους προαγουσιν αὐτον , ὡσπερ τον προς Λεπτινην ὁ ῥητωρ ἐποιησε : και δει ἐν τουτοις βαθυτερᾳ τῃ μεταχειρησει
9999742 φαλαγγα
ἀπο των ἐναντιων αὐτομολειν παριππευσαντας δε και παραλλαξαντας αὐτων την φαλαγγα ἐπιστρεψαντας κατα νωτου την ἐμβολην ποιησασθαι . τουτων οὑτω
ὀντες ἐβιασθησαν , και συχνους ἀποβαλοντες κατεφυγον προς την ἰδιαν φαλαγγα . ἡ μεν οὐν των παρ ' ἀμφοτεροις ἱππεων
9999742 ἐμνησθη
κορυφην ἐχειν ἀναγκη το τριγωνον ἠ ἐκτος . Νυν πρωτον ἐμνησθη του παραπληρωματος ἐν τῳ μγʹ θεωρηματι , το δε
συμπασα πως εἰχεν ἡ χωρα . Οὐδ ' ὁ ποιητης ἐμνησθη Ἑλληνων , Ἀργειους αὐτους ἀποκαλων , ἀλλα Θεσσαλους μονον
9999739 κοπρῳ
, ἐπην ἁπαξ ἐκ των μητρεων ἐξελθῃ , χρονος τῃ κοπρῳ ἐν τῃ κοιλιῃ τοσουτος , ὡστε σαπεισης και χρονισασης
βληχρον και ἀσινες , και ἐξηλθε το πονεον ξυν τῃ κοπρῳ . Ἠν δε ἡ κοιλιη πληρης ἐουσα πολλον ἐχῃ
9999739 ψυχροϲ
παντα κεκτηται . ὁ δε ϲικυοϲ ἡττον μεν του πεπονοϲ ψυχροϲ και ὑγροϲ , μαλλον δε διουρητικοϲ και δυϲπεπτοϲ και
ἐχει μηδεν περιεργαζομενουϲ . εἰ δε ἠτοι θερμοϲ ἱκανωϲ ἠ ψυχροϲ ὑπαρχοι , τῳ μεν θερμῳ τοὐναντιον ἐπιτεχναϲθαι , καταγαιουϲ
9999738 σπηλαιῳ
τον καιρον ἐπι τας νομας , τας δε ἡμερας ἐν σπηλαιῳ αὐτον ἀναπαυεσθαι , ὡς τινας οἰεσθαι παντοτε αὐτον κοιμασθαι
πολυς ἠν αὐτων και φυγη . ἐληφθησαν δ ' ἐν σπηλαιῳ κρυπτομενοι Οὐαριος τε και Ἀλεξανδρος και Διονυσιος ὁ εὐνουχος
9999738 ἐφοβηθη
ὁ χορος δια τον Διονυσον : ἐπειδη οὑτος , ὁτε ἐφοβηθη δια τας του διακονου ἀπειλας , τον Ξανθιαν ἐποιησεν
και ὁ ὀνος ἀναπτερωθεις κατ ' αὐτου , εἰγε ἀλεκτρυονα ἐφοβηθη , ἐξηλθεν ὡς ἀποδιωξων αὐτον . ὁ δε ὡς
9999738 Διοκλεα
προς ἀλληλους . και τους Μεγαρεις ἐπαινει ἐπι τῳ τετιμηκεναι Διοκλεα ἐμπεσοντος πολεμου ὑπερασπισαντα του ἰδιου ἐρωμενου και ὑπερ [
νομῳ . Ἀλλ ' ἐστιν ἀνθρωπου γε . Ναι τον Διοκλεα , ἐμα γα . Τυ δε νιν εἰμεναι τινος
9999737 αἰγιοχοιο
Νηληϊαδαο γεροντος . Τρωες δ ' ὡς ἐπυθοντο Διος κτυπον αἰγιοχοιο , μαλλον ἐπ ' Ἀργειοισι θορον , μνησαντο δε
ἀγγελιην τινα τοι γαιηοχε κυανοχαιτα ἠλθον δευρο φερουσα παρα Διος αἰγιοχοιο ” και “ ἠ μαλα λυγρης πευσεται ἀγγελιης .
9999736 Πειραιεα
το μεν ἀστυ της πολεως ἑαλωκος καταλιποι , τον δε Πειραιεα πολιορκουμενον , αὐτος δε μολις διασωθεις ἡκοι : και
τῳ Φιλονεῳ της αὐτης ὁδου ἁμα μεν προπεμψαι εἰς τον Πειραιεα τον πατερα τον ἐμον φιλον ὀντα ἑαυτῳ , ἁμα
9999735 κοποϲ
μενοιϲ μοριοιϲ οὐχ ὑποπιπτει τῃ ὀψει . ἐπιπιπτει δε ὁ κοποϲ οὑτοϲ μαλιϲτα τοιϲ κακοχυμοιϲ τε και περιττωματικοιϲ ϲωμαϲιν .
των διεφθαρμενων ἀτμων εἰϲ το ϲωμα γενηται . Ὁ ἑλκωδηϲ κοποϲ ἐπι πληθει γινεται περιττωματων λεπτων τε ἁμα και δριμεων
9999735 λοπαδα
πατανια και κακκαβια και λοπαδια ὡς ἑτερον ὀν παρα την λοπαδα τουτο τῳ σχηματι . και κακκαβον δε την κακκαβην
Φοινικιδης δ ' ὡς εἰδεν ἐν πληθει νεων μεστην ζεουσαν λοπαδα Νηρειων τεκνων , ἐπισχετ ' ὀργῃ χειρας ἠρεθισμενας :
9999735 λιμνη
: νικη νικητης : ἀλη ἀλητης : κομη κομητης : λιμνη λιμνητης : πλην του τεχνιτης : στυλιτης : στηλη
και χερρονησον ταυτην ποιουσιν , ἀλλα δη και ἑτερα τις λιμνη μεγαλη ἐμβαλλουσα ἐς αὐτας ὀπισθεν του προ της πολεως
9999730 βραχεοϲ
γαϲτροϲ , ἀμεινον καλλιϲτῳ μηλινῳ χρηϲθαι ἀντι τηϲ ναρδου μετα βραχεοϲ οἰνου . χρηϲιμον δε εἰϲ ταυτα και το μαϲτιχινον
ὁταν μετ ' ἐλαιου τε και γαρου προϲφερηται , οἰνου βραχεοϲ ἐπιρραινομενου ἐν τῳ τηϲ ἐδωδηϲ καιρῳ . ὁ δε
9999730 θαυμαζε
εἰδως . ὀργην πληθους μη παροξυνε . ἐπαινον πληθους μη θαυμαζε ἠ μη ἀτιμαζε . θορυβον τματων [ . .
, εἰκοτως οἰει ταυτῃ παντα ταυτα γεγονεναι . και μη θαυμαζε : κακος γαρ ἀν ἐχοντι γε νουν ἀνδρι φαινοιμην
9999730 βραχεα
πολλα Ἑκαταιου του Μιλησιου κατα λεξιν μετηνεγκεν ἐκ της Περιηγησεως βραχεα παραποιησας , τα του φοινικος ὀρνεου , και περι
ἐντος ἀδικα γιγνεται . Τα δ ' ὀνοματα αὐταις τιθεσθαι βραχεα , ἱνα εὐανακλητα ᾐ . εἰναι δε χρη τοιαδε
9999729 ἀφῃρεθη
το ἐπαγγελμα και τηνδε την σοφιαν κεκηρυγμενων . ἐνθα γουν ἀφῃρεθη ἡ βους τον μοσχον , ἐνταυθα ἐλθουσα ὠδυρατο μυκηθμῳ
. οἰδα δε τινα , ὁς ἐπι τουτῳ τῳ ὀνειρῳ ἀφῃρεθη το αἰδοιον : και γαρ εἰκος ἠν ᾡ ἡμαρτε
9999729 Χαιρεα
και Καλλιροης παραμυθιον . ” εἰσελθωμεν “ ἐφη , ” Χαιρεα . “ ὑπερβας οὐν τον οὐδον και θεασαμενος ἐρριμμενην
παλαι . ἀλλως ἐδεισα ] . σοι μεν αὑτη , Χαιρεα . σοι δ ' ἐγγυω ] ταυτην , ἐμαυτου
9999726 Σικυωνι
. γογγρου μεν γαρ ἐχεις κεφαλην , φιλος , ἐν Σικυωνι πιονος , ἰσχυρου , μεγαλου και παντα τα κοιλα
ἡ οἰκουμενη μεστη γεγονεν . τι δ ' Ἀριστρατος ἐν Σικυωνι , και τι Περιλλος ἐν Μεγαροις ; οὐκ ἀπερριμμενοι
9999726 Δωριδα
δε τον του Ἀνδρωνος λογον ἀποδεχονται , την μεν τετραπολιν Δωριδα τριπολιν ἀποφαινοντος , την δε μητροπολιν των Δωριεων ἀποικον
της ὁδου . Ἐκ μεν δη της Τρηχινιης ἐς την Δωριδα ἐσεβαλον : της γαρ Δωριδος χωρης ποδεων στεινος ταυτῃ
9999726 Καλυδωνι
: Ἡρακλης γημας Δηιανειραν την Οἰνεως θυγατερα και διαγων ἐν Καλυδωνι , ἐν συμποσιῳ Κυαθον [ ἠτοι ] τον Οἰνεως
γαρ τοπος ἐστι τοιουτος . πιοτεροι δ ' ἑτεροι πολλοι Καλυδωνι τε κλεινῃ Ἀμβρακια τ ' ἐνι πλουτοφορῳ Βολβῃ τ
9999726 ἀφορᾳ
ἐκτεινομενον και προς την πολιν κατα βραχυ συστελλομενον . και ἀφορᾳ μεν ὁ κολπος ἐκ νοτου την λοιπην θαλασσαν ,
ὁ πατος , ὁ κωλος αὐτων . . βλεπει ] ἀφορᾳ . . αὐτος καθ ' αὑτον ] ἠγουν μεμονωμενος
9999726 ἠρασθη
φησι και ἀλλα μεν , ἐν δε τοις και ὁτι ἠρασθη δρακων αὐτου . και ὁτι μεν εἰχε κομην χρυσην
ἐν θεατρῳ συριττεται , και κρινεται κακου βιου . μητρυιας ἠρασθη ὁ προγονος και παραχωρησαντος αὐτῳ του πατρος κρινονται οἱ
9999726 Γελωνι
πρωτῃ και νεᾳ ἡλικιᾳ . ἐνικησε γαρ ἐνταυθα Καρχηδονιους συμμαχων Γελωνι τῳ τυραννῳ τῳ Ἱπποκρατους διαδοχῳ . βαθυκρημνοισι δ '
και ταυτας : ὁ γαρ δημος ὁ των Συρηκοσιων ἐπιοντι Γελωνι παραδιδοι την πολιν και ἑωυτον . Ὁ δε ἐπειτε
9999725 ὁποσα
, οὐδε ἐς ὁτιουν περιελᾳ ψευδος , καθεξει δε , ὁποσα οἰδε , μειον οὐδεν ἠ ἁ ἐμυηθη . ἐγω
ἐθελουσι ταυτ ' ἀσκειν , ἀγωνας τε αὐτοις προειπεν ἁπαντων ὁποσα ἐγιγνωσκεν ἀσκεισθαι ἀγαθον εἰναι ὑπο στρατιωτων και προειπε ταδε
9999725 σφαλῃ
τῳ ὀντι ὠσι και προς τινα εἰπων τις τι ἀγνοιᾳ σφαλῃ . και οἱ τετρακοσιοι δια τουτο οὐκ ἠθελον τους
δ ' ἐστι θνατον . ἀλλ ' ᾡτινι μη λιποτεκˈνος σφαλῃ παμπαν οἰκος βιαιᾳ δαμεις ἀναγκᾳ , ζωει καματον προφυγων
9999724 χαλκουϲ
χαλκουϲ ηʹ . Το ἡμιωβολον ἐχει κερατιον αʹ ʂ , χαλκουϲ δʹ . Θερμοϲ ἐχει κερατια βʹ , χαλκουϲ εʹ
χʹ , θερμουϲ Ϡʹ , κε - ρατια ͵αωʹ , χαλκουϲ ͵δωʹ [ ἀλλοι ͵γχʹ ] . ἡ Πτολεμαϊκη μνα
9999723 Μενανδρῳ
που δε και χλαιναι και ῥηγεα σιγαλοεντα και οἱ παρα Μενανδρῳ καυνακαι , και χειμωνος σισυραι και το παρ '
το στεφανουν , ὡς παρα τε Θεοπομπῳ ἐν νζʹ και Μενανδρῳ ἐν Αὑτον πενθουντι . Στειριευς : Ὑπερειδης κατ '
9999723 ὀλιγωι
Κλαζομενιος πολλων ἐφηψατο των κατα γεωμετριαν και Οἰνοπιδης ὁ Χιος ὀλιγωι νεωτερος ὠν Ἀναξαγορου . . , . και γαρ
κατα μεσημβριαν , ὀχυροτητι δε φυσικηι και καλλει χωρας οὐκ ὀλιγωι δοκει προεχειν των εἰς βασιλειαν ἀφωρισμενων τοπων . ἀπο
9999722 χαλεπη
την ἐν τουτοις φρονησιν ἀγουσα ἡμας ἐπιστημη βραδεια ἐστι και χαλεπη νεοις , μαλλον δε ἀδυνατος εἰς ἀγενειων και μειρακιων
ἠγουν ἀναρχος δοκουσα και ἀπειθης . δεινον το κοινον : χαλεπη και βιαιος ἡ φυσις αὑτη ἐξ ἡς γεγοναμεν ἡμεις
9999722 ἐδοκεε
: ὁσοι προτερον οὐκ ἐδοσαν Δαρειῳ πεμψαντι , τουτους παγχυ ἐδοκεε τοτε δεισαντας δωσειν : βουλομενος ὠν αὐτο τουτο ἐκμαθειν
ἐσιναντο ἐσβαλοντες οἱ βαρβαροι : ἐμηδιζον τε γαρ και οὐκ ἐδοκεε Θεσσαλοισι . Ὡς δε ἐκ της Δωριδος ἐς την
9999722 ᾠκοδομησε
ἡτις ἠρα του Ἱππολυτου , μη ἰσχυουσης δε ἐπισχειν τουτον ᾠκοδομησε ναον τῃ Ἀφροδιτῃ Ἐρωτικον αὐτον καλεσασα . εἰτα δια
των ἱερων στεγας , καθελων τε τα ἀρχαια ἱερα καινους ᾠκοδομησε , το τε του Ἡρακλεους και της Ἀσταρτης τεμενος
9999722 Καλλιππῳ
. ιθ : . . . Αἰγυπτιοις και Εὐδοξῳ και Καλλιππῳ ἐπισημαινει . . κβ : Αἰγυπτιοις νοτος ἠ ἀπηλιωτης
ἡλιος ἐν ἡμεραις λ . Ἐν μεν οὐν τῃ βᾳ Καλλιππῳ Λεων ἀρχεται δυνειν : ὑετια . Ἐν δε τῃ
9999720 Περγαμῳ
μνηματι ποιηται τε ᾀδουσι και γραφας ἐν τε Ἀθηναις και Περγαμῳ τῃ ὑπερ Καϊκου θεασαμενος οἰδα ἐχουσας ἐς της Πολυξενης
ἀει . και παρελθοντος ἐνιαυτου και μηνων ἐπι την ἐν Περγαμῳ καθεδραν ἠλθομεν . Νυν δε ὁθεν ἐξεβημεν τρεπωμεθα προς
9999720 ἐκπεφευγε
των ζῳων ἡ σαρξ , και την εἰς εὐχυμιαν χρησιν ἐκπεφευγε . Κοινῳ δε λογῳ , τα μεν νεαρωτερα των
σκιρρος ὀγκος ἐστι παρα φυσιν σκληρος τε και ἀναισθητος . ἐκπεφευγε δε τον ἀκριβη ὁ μετριως αἰσθανομενος : ἀλλ '
9999719 φοινικι
καλας πραξεις , γεναρχαι δε του συμπαντος ἐθνους ἑβδομηκοντα γεγονασι φοινικι τῳ των δενδρων ἀριστῳ προσηκοντως παρεικασθεντες , ὁ και
ἀπο οὐδετερων κεκλιμεναι , ὡς ἐχει το αἰθωνι βελεμνῳ και φοινικι λινῳ και γεροντι βακτρῳ και ἐθαδων ἐδεσματων και τα
9999719 ἠνεγκα
, ὡσπερ ἐν τοις εἰς ω τον εἰπα και τον ἠνεγκα . Δυϊκα . Ἐθηκατον , ἐθηκατην . Πληθ .
προς το δουλην και γυναικα μαχλον ὑπεραλγησας την ψυχην οὐκ ἠνεγκα των ῥηματων τα τραυματα , ἀλλ ' ἐτι λαλουντος
9999718 ἀμαθη
ματαιαν ἡγειται την της παιδειας ἐπιβολην και εὐδαιμονα προκρινει τον ἀμαθη . Ταυτα δε εἱμαρμενης και τυχης ἐστιν ἐργα ,
προς ἐπιστημης κατα το παντελες ἐαθῃ ; ποτε δε τον ἀμαθη και λιαν ἀπαιδευτον ; οὐχ ὁταν ἀπολειψιν την ἐπ
9999718 θωρακα
τας ἐπιδρομας και ἀναχωρησεις ἐπιτηδειοι και τῃ ὁπλισει κουφοι : θωρακα γαρ ἠ ἀσπιδα εἰχεν οὐχ ἑκαστος , ὁσοι δε
λεπτυνειν μετα και του θερμαινειν την ψυξιν : τον δε θωρακα και τον πνευμονα διακαθαιρειν και τα εἰς τον στομαχον
9999718 ὀλιγ
[ . ] ειν φθονων [ . ἀγαθοι ] ? ὀλιγ [ . ] ψε . [ Ἀντωνεινος : κυριε
τοι πολλ ' ἐπιστασθαι λεγειν . εἰς δ ' εὐγενειαν ὀλιγ ' ἐχω φρασαι καλα : ὁ μεν γαρ ἐσθλος
9999717 ἐσωσε
. ὁ γαρ δη θειος Θεοδοσιος ἁμαρτοντας μεν ἠδη τινας ἐσωσε , δικην δε παρ ' οὐδενος οὐδεν ἀδικουντος ἐλαβεν
συμπαντα ἁ κεκτηται διδοντα ἀξια σφων εἰναι νομισαι , ὡστε ἐσωσε τον πρεσβευτην το σχημα της προξενιας . οὐ μην
9999717 νυμφιῳ
μεγαλα ποιειν εἰωθως . Ἡ διαλεξις μηκος ἀποστρεφεται λογου τῳ νυμφιῳ χαριζομενη και μιμουμενη των τελουμενων την ἡδονην ἁβροτεροις ἀνθει
την Ἑλενην ἀνδρα και θυγατριον ἐχουσαν ἡρπασεν , ἀξιοις με νυμφιῳ δουναι την κορην γυναικα κεκτημενῳ και παιδα . οὐ

Back