μεγας αἰθηρ , ὠ Ζευ . Ὠ παιδες , ἡκει τῳδ ' ἐπ ' ἀνδρι θεσφατος βιου τελευτη , κοὐκετ
, Φοιβ ' Ἀπολλον , προσφιλης εὐεργετης [ θελων γενεσθαι τῳδ ' ἐπεσσυθην δρομωι ? [ ] ? ? [
9998751 σοφωτατη
βραβευσει την νικην ; ” ἀλωπηξ δε , δικαια και σοφωτατη , ἐταξεν ὁδον των δρο - μων την εὐθειαν
οὑτω μεν δη και τουτους ἀλληλοις συμμαχειν και ἐπικουρειν ἡ σοφωτατη φυσις ἐξεπαιδευσεν . Ἐλλοχωσιν οἱ κροκοδειλοι τους ὑδρευομενους ἐκ
9998731 ῥητορικῃ
ἡ ῥητορικη . Ὁτι δε και θεος αὐτος ἐχρησατο τῃ ῥητορικῃ , δεικνυουσιν οὑτω : τῳ μεν οὐν συμβουλευτικῳ φασι
ὡς και μετρων τινων μνησθηναι . και ὁταν ἐν τῃ ῥητορικῃ κατασκευαζωμεν , το δικαιον οὐ φιλοσοφιας ἐργον ποιουμεν ,
9998721 χα
! : ἀλλ ' εἱα [ ] υϲ ? και χα [ ] ! ! [ ! ! ! ]
της ὑποθεσεως οἱ λογοι : ἡ δε ἰδεα και ὁ χα - ρακτηρ ἐν τῳ λογῳ θεωρειται , ὡσπερ το
9998714 ὀστεα
το σηπεσθαι , ὡς παρ ' Ὁμηρῳ : λευκ ' ὀστεα πυθεται ὀμβρῳ . καθαρθεις δε Ἀπολλων τον της δρακοντοκτονιας
. Ἐκ γενεης δε ἠ ἐν αὐξησει ἐξαρθρησαντα , τα ὀστεα βραχυνεται τα κατω του ὀλισθηματος , και σαρκες μινυθουσι
9998711 χαλινῳ
τον της ποιητικης κορυβαντα , ὡστε μαλιστα πειστεον τηνικαυτα τῳ χαλινῳ και σωφρονητεον , εἰδοτας ὡς ἱπποτυφια τις και ἐν
, ὀρθῃ τῃ κεφαλῃ τρεχει : τον δε ἀγεννη τῳ χαλινῳ ὡς εἰς εὐσχημοσυνην βιαζου . παραφυλακτεον δε ὁτι τους
9998704 σοφωτατῳ
καιτοι ἰσως ἀτοπον βαρβαριζοντα των πολιτων μαλιστα τῳ ἑλληνικωτατῳ και σοφωτατῳ χαιρειν και ξυνειναι , καθαπερ εἰ τις μικρου τυφλος
ἐξ ἐμευ ὑποκειμενῳ ἀκεο . Βασιλευς Αἰγυπτιων Ἀμασις λεγει Βιαντι σοφωτατῳ . Ἑλληνων . Βασιλευς Αἰθιοπων ἐχει προς ἐμε σοφιας
9998702 ἐμνησθη
κορυφην ἐχειν ἀναγκη το τριγωνον ἠ ἐκτος . Νυν πρωτον ἐμνησθη του παραπληρωματος ἐν τῳ μγʹ θεωρηματι , το δε
συμπασα πως εἰχεν ἡ χωρα . Οὐδ ' ὁ ποιητης ἐμνησθη Ἑλληνων , Ἀργειους αὐτους ἀποκαλων , ἀλλα Θεσσαλους μονον
9998698 δορᾳ
, ἐχον φολιδας μελαινας ἐν τῃ ῥαχει και ἐν τῃ δορᾳ , ἰοβολον και ὁρμητικον ἐπ ' ἀνθρωποις . ἐναντια
, τολμα δε ἀμαχος : και θαρρουσι δυο ὁπλοις , δορᾳ τε εὐτονῳ και ὀδοντων κρατει : μαχονται δε και
9998697 Ἰωνι
ὡστε Πλατων ἁμαρτανει την αὐτην ὑπολαμβανων Μαγνητιν και Ἡρακλειαν ἐν Ἰωνι . και γαρ αὐτος ἀλλαχου ἑτερως και ἑτεραν φησι
, και τα ὑπογραμματα , και ἡ στιμμις παρ ' Ἰωνι ἐν Ὀμφαλῃ : και την μελαιναν στιμμιν ὀμματογραφον .
9998692 χαλεπα
: ἐνθα δε νυκτα ἀεσαν , και νυκτα μεν ἀεσαμεν χαλεπα φρεσιν ὁρμαινοντες , και Ὁμηρος οὑτως παρετυμολογει : αὐταρ
εἰπειν το Πλατωνικον ἐν τῃ Ἐπινομιδι εἰρημενον οὑτως : εἰτε χαλεπα εἰτε ῥᾳδια , ταυτῃ ἰτεον , ταυτα τα μαθηματα
9998683 ἐριδα
ὑμνων τον Μελησιαν , τον ἀλειπτην του Τιμασαρχου , την ἐριδα και την φιλονεικιαν ἀποστρεψαι , την παρα των ἀλλων
ἀμφοτερους μακαρες θεοι ὀτρυνοντες συμβαλον , ἐν δ ' αὐτοις ἐριδα ῥηγνυντο βαρειαν : δεινον δε βροντησε πατηρ ἀνδρων τε
9998682 Μεροπη
ἐν Κυλληνῃ της Ἀρκαδιας , αἱ Πληιαδες προσαγορευθεισαι , Ἀλκυονη Μεροπη Κελαινω Ἠλεκτρα Στεροπη Ταϋγετη Μαια . τουτων Στεροπην μεν
' ἀν τις και τον υἱον πολεμιον εἰναι ὡσπερ ἡ Μεροπη . ἡ Μεροπη του περι τι παραδειγμα ἐστι .
9998681 ὁρωσα
των ὑπατων ἀρχην μειωσειε μητε την των δημαρχων , ἑκατερον ὁρωσα μεγαλων κινδυνων αἰτιον ἐσομενον . Ἐπει δε κἀκειθεν ἀπηλαθησαν
και Δομετιανῳ μελαγχολωντι : ἀλλ ' εἰ ἡ ψυχη ἀνω ὁρωσα προς τον του παντος βασιλεα συντεταμενη και ἀρχομενη ἐκειθεν
9998681 ὁποσα
, οὐδε ἐς ὁτιουν περιελᾳ ψευδος , καθεξει δε , ὁποσα οἰδε , μειον οὐδεν ἠ ἁ ἐμυηθη . ἐγω
ἐθελουσι ταυτ ' ἀσκειν , ἀγωνας τε αὐτοις προειπεν ἁπαντων ὁποσα ἐγιγνωσκεν ἀσκεισθαι ἀγαθον εἰναι ὑπο στρατιωτων και προειπε ταδε
9998677 Δημητριῳ
, τουτο Ξενοκρατης ; πολλ ' ἀγαθα δοιεν οἱ θεοι Δημητριῳ και τοις νομοθεταις , διοτι τους τας των λογων
ταις πιστεσι ῥᾳδιως παραδεχεσθαι την διηγησιν . παρα μεν οὐν Δημητριῳ τῳ Φαληρει φασιν ἐν ἐπιλογῳ και μετ ' ἐπιλογον
9998672 ἀγωγῃ
εἰ δυνατον , ἐλασσον . δυνατον ἀρα ἐστιν ἀκολουθως τῃ ἀγωγῃ τῃ ἐν τῳ δωδεκατῳ των στοιχειων ἐγγραψαι εἰς τον
σοι πραχθειη , τροφην τε ἐπιτηδειον παραλαμβανοντι και τῃ ἀναληπτικῃ ἀγωγῃ : και ἁπλως εἰπειν , τῃ αὐτῃ ἀγωγῃ της
9998670 χαλεπη
την ἐν τουτοις φρονησιν ἀγουσα ἡμας ἐπιστημη βραδεια ἐστι και χαλεπη νεοις , μαλλον δε ἀδυνατος εἰς ἀγενειων και μειρακιων
ἠγουν ἀναρχος δοκουσα και ἀπειθης . δεινον το κοινον : χαλεπη και βιαιος ἡ φυσις αὑτη ἐξ ἡς γεγοναμεν ἡμεις
9998669 ὀποπανακα
το Ϲικυωνιον ἐλαιον μικτεον και καϲτοριον , ἐνιοτε δε και ὀποπανακα , εἰ ψυξεωϲ αἰϲθηϲιϲ αὐτοιϲ προϲγιγνεται , και χαλβανην
ὀξει ἑρπυλλον ἠ ϲπονδυλιον και ὀϲφραντα δε προϲαγειν καϲτοριον και ὀποπανακα χαλβανην . διανοιξανταϲ δε το ϲτομα μελικρατον ἐνϲταζειν και
9998665 κυκλῳ
! ! ] ] υϲιν ? ? προϲκαθημενοι ] εϲ κυκλῳ . ] εναυϲομαι ] τιν . ἀλλ ' ὁμωϲ
ὁπλα και τα περι την ἀγοραν ὑπο των ἱππεων ἐφρουρειτο κυκλῳ , μια τε οὐ κατελειπετο τοις ἀπιεναι βουλομενοις ἐξοδος
9998664 ἑωρακε
γης ἀδηλου ἡμιν , τουτο τε λεγων σημειον ὁτι οὐδεις ἑωρακε γυπος νεοττιαν , και ὁτι πολλοι ἐξαιφνης φαινονται ἀκολουθουντες
, ” και μην ” , εἰπεν , „ οὐδεις ἑωρακε λεοντα Κορινθιον οὐδ ' Ἀττικον , ἀλλ ' οὐδεν
9998661 ἐκπεφευγε
των ζῳων ἡ σαρξ , και την εἰς εὐχυμιαν χρησιν ἐκπεφευγε . Κοινῳ δε λογῳ , τα μεν νεαρωτερα των
σκιρρος ὀγκος ἐστι παρα φυσιν σκληρος τε και ἀναισθητος . ἐκπεφευγε δε τον ἀκριβη ὁ μετριως αἰσθανομενος : ἀλλ '
9998659 χαλεπῃ
Διαλλαγη ; Προσαγε λαβουσα πρωτα τους Λακωνικους , και μη χαλεπῃ τῃ χειρι μηδ ' αὐθαδικῃ , μηδ ' ὡσπερ
ἐθελωσιν , ὁ δ ' ἑσπεται ὁστε σαοφρων , πριν χαλεπῃ μαστιγι και οὐκ ἐθελων ἐλαηται . κεινοι και τεχνας
9998659 δοκῃ
ἀξιον ἡγησεται του προς αὐτον εἰσελθειν ; ὡστε ἀν σοι δοκῃ και ἐνθυμηθῃς τι τοιουτον , κοπριαν μαλλον περιβλεπου κομψην
δε δει το ἑτερον και το πλουσιον , ἱνα μη δοκῃ πλουσιος εἰς ἑτερον ὁρᾳν πλουσιον . Οὑτος σπευδει μεν
9998657 νι
την χρησιν την συστηματικην φερουσιν ἐκλεκτικως ! ! ! ! νι ! κοινου ! ! ! ! ὀνοματος ! !
Ἐμαθομεν ἐν τοις προλαβουσιν , ὁτι πασα δοτικη ἑνικων εἰς νι ληγουσα μη οὐσα κατα μεταπλασμον τροπῃ του ν εἰς
9998656 δριμυτατῳ
ὀξουϲ ἐγχυϲει και πεπερεωϲ ἠ κνιδηϲ καρπου ἐν ὀξει τριφθεντοϲ δριμυτατῳ : ἐργωδωϲ δε παραδεχονται , ἀλλα χρη βιαζεϲθαι .
ἀνα # τ ⊂ . τα συκα δε ἀποβρεξας ὀξει δριμυτατῳ ἑψε εἰτα λειου μετα των ἀλλων εἰδων προκεκομμενων κἀπειτα
9998654 Λοκριδα
το Κωρυκιον ἀντρον ἀνηνεικαντο , οἱ δε ἐς Ἀμφισσαν την Λοκριδα ὑπεξηλθον . Παντες δε ὠν οἱ Δελφοι ἐξελιπον την
νικη Βοιωτων . λβʹ . Ὡς Φαυλλος στρατευσας εἰς την Λοκριδα πολλας πολεις ἐχειρωσατο . λγʹ . Ὡς Φαυλλος νοσῳ
9998652 κεφαλαλγιαϲ
τον ὀφθαλμον . γιγνεται δε ταυτα και χωριϲ ἑλκωϲεωϲ , κεφαλαλγιαϲ προηγηϲαμενηϲ ἠ ὀφθαλμιαϲ : ϲυμβαινει δε και φλεγμονηϲ προγενομενηϲ
τηϲ γαϲτροϲ ἀναθυμιαϲειϲ γιγνεται ἠ δια ἐποχην κοιλιαϲ τα τηϲ κεφαλαλγιαϲ . εἰ δε ὑϲτερον μετα την ἑβδομην εἰϲβαλλοι ,
9998649 ἐβληθη
συνεσταλμενως και βαρυτονως ἀναγνωναι , ἐπαλτο , τουτεστιν ἐπαλθη , ἐβληθη το κλεος αὐτων εἰς Αἰθιοπας . βαρυ δε σφιν
. συλληφθεις δε ὑπο των βουκολων του Ἰφικλου ἐν φυλακῃ ἐβληθη . και ἐκει ὠν ἠκουσε λεγοντων των σκωληκων ἐλαχιστον
9998646 κυνηγεσιῳ
Νομητορα ὁ Ἀμουλιος ἐξηλασε και Αἰγεστην τον Νομητορος υἱον ἐν κυνηγεσιῳ ἀναιρει , την δε ἀδελφην Αἰγεστου , θυγατερα δε
τον Ὠριωνα πληξαι , και οὑτως ἀποθανειν , ἐπειδη ἐν κυνηγεσιῳ ἀκοσμως αὐτην ἐβιασατο : ὁν Ζευς ἐν τοις λαμπροις
9998645 ὑμνησω
του Ἰσθμου ἐξοχην . ἱν ' ᾐ ὁλον : ὁτι ὑμνησω και την Κεω και σε , ὠ Δηλε ,
: τι δε ἐστι τουτο ; ἡ νικη : ταυτην ὑμνησω . το δ ' ἐν ποσι μοι : το
9998645 Σικελιᾳ
. : Οἰκησαντα μεν ἐν Κιλικιᾳ , κολασθεντα δε ἐν Σικελιᾳ . Ἡσιοδος δε : τον ποτε Κιλικιον θρεψαι πολυωνυμον
και οὑτως ἐτεχνωθη τα περι τους στιχους . Ἐν τῃ Σικελιᾳ τῃ νησῳ περι τα ὀρεινα αὐτης λεγονται γενεσθαι οἱ
9998643 ἀφηκε
ἀλλ ' εἰχε καιρον ἡ φαρετρα και βελος , κριους ἀφηκε και χελωνιους τεχνας και πετροπομπους σφενδονας και συνθεσεις δεινας
τους ἐραστας . ” ταυτα εἰπουσα ἀπεστραφη και συγκαλυψαμενη δακρυων ἀφηκε πηγας . εὐκολοι δε τοις ἐρωσιν αἱ διαλλαγαι και
9998643 ᾠκοδομησε
ἡτις ἠρα του Ἱππολυτου , μη ἰσχυουσης δε ἐπισχειν τουτον ᾠκοδομησε ναον τῃ Ἀφροδιτῃ Ἐρωτικον αὐτον καλεσασα . εἰτα δια
των ἱερων στεγας , καθελων τε τα ἀρχαια ἱερα καινους ᾠκοδομησε , το τε του Ἡρακλεους και της Ἀσταρτης τεμενος
9998643 γλυκυν
' ὑστεραιῃ παλιν προστιθεσθαι μεχρι μεσημβριης , και ἐπιπινετω οἰνον γλυκυν , μελιτι τον οἰνον ξυμμισγουσα . Κλυσμα ἠν ἡλκωμεναι
το δηγμα ὑδατι ψυχρῳ καταντλητεον , τοιϲ δε παλαιοτεροιϲ | γλυκυν δοτεον μετα θερμου πολλου . μετα δε τον ἐμετον
9998639 λαρνακα
Παρνασσιακος . ἐκαλειτο δε προτερον Λαρνασσος δια το την Δευκαλιωνος λαρνακα αὐτοθι προσενεχθηναι . ἐνιοι δε φασιν ἀπο Παρνασσου Παρνασσον
Κυψελου το ἀπ ' αὐτου γενος οἱ ὀνομαζομενοι Κυψελιδαι την λαρνακα ἐς Ὀλυμπιαν ἀνεθεσαν , τας δε λαρνακας οἱ τοτε
9998639 κραμβηϲ
τα μεϲα κελευει χυλῳ ἀρνογλωϲϲου ἠ κοριαννου ἠ ἀνδραχνηϲ ἠ κραμβηϲ , ἱνα περιπαγεντα τουϲ ἱδρωταϲ ἀποϲτεγῃ . ἐν δε
ὀνινηϲιν οὐ χρη γαρ ψαυειν . οἱ δε καυλοι τηϲ κραμβηϲ καυθεντεϲ ξηραινουϲαν ἰϲχυρωϲ ποιουϲι τεφραν , ὡϲ ἠδη τι
9998636 Κολοφωνα
Μυουντα : ἐν Λυδιᾳ Ϛʹ , Ἐφεσον , Λεβεδον , Κολοφωνα , Φωκαιαν , Τεων , Κλαζομενας . Μιλητος δε
ὑστεραιᾳ ἐπλευσαν εἰς Νοτιον , και ἐντευθεν παρασκευασαμενοι ἐπορευοντο εἰς Κολοφωνα . Κολοφωνιοι δε προσεχωρησαν . και της ἐπιουσης νυκτος
9998636 ἁλιοιο
το γ ' ἐν ξυνῳ πεποναμενον εὐ μη λογον βλαπτων ἁλιοιο γεροντος κρυπτετω : κεινος αἰνειν και τον ἐχθρον παντι
] κρεατα γεντα ] τα μελη ἀλοιφῃ ] το λιπος ἁλιοιο δε θαλασσιου ἠγουν ἐνυδρου γυιοις ] σαρξι ἡ ταχινῃσι
9998636 Κυκλωπες
τι κατακρυπτουσιν , ἐπει σφισιν ἐγγυθεν εἰμεν , ὡς περ Κυκλωπες τε και ἀγρια φυλα Γιγαντων . ” τον δ
και μεθυσαντες τυφλουσιν αὐτον . του δε βοωντος προσηλθον οἱ Κυκλωπες παντες , ἀκουσαντες δε βοωντος αὐτου Οὐτις με ἐτυφλωσε
9998632 ἰδιῳ
ἑξει παντως και τον δηλουντα ἀστερα τοιουτον ἐνδυναμον ἐν τῳ ἰδιῳ γενεθλιῳ . Ἡ ἐπιτηδεια ψυχη προς προγνωσιν πλεον ἐπιτυγχανει
, Καλλιμαχου μαθητης . το μεν πρωτον συνων Καλλιμαχῳ τῳ ἰδιῳ διδασκαλῳ . . . ὀψε δε ἐπι το ποιειν
9998631 ὠφεληθησῃ
θ καταλλαγησῃ τοις κυριοις καματῳ ι δωσεις τα γραμματα και ὠφεληθησῃ α οὐ κληρονομησεις την γυναικα β λεγε την δικην
τον τοπον σου ἑως γηρως ε ἐαν συναλλαξῃς ἑτερῳ , ὠφεληθησῃ Ϛ οὐχ ἑξεις ὠφελειαν ἀπο του φιλου σου ζ
9998626 Ἀλεξιδι
λαβουσα και τοδι το πολυποδιον . φησι τις μαγειρος παρα Ἀλεξιδι περι ἑψησεως σηπιων : τωνδε τας μεν πλεκτανας και
κακως ὁ Χαλκους Διονυσιος κυλικων ἐρετας ἐφη . παρα δε Ἀλεξιδι φησι τις : ὁ μεν οὐν ἐμος υἱος ,
9998625 Λιβυσσα
. ἠν γαρ Ἀννιβᾳ τις χρησμος οὑτω που γεγραμμενος : Λιβυσσα κρυψει βωλος Ἀννιβα δεμας . Οὐτε ποιητης οὐτε συγγραφευς
Ζυγιανοι . Πολεις δε εἰσι μεσογειοι των Βεβρυκων αἱδε : Λιβυσσα . . . . . . . . .
9998622 ἠθελε
. ἑψομαι , εἰ εἰδον , τι ἡ κοινη φυσις ἠθελε , και ἑαυτους ἐπαιδαγωγησαν : εἰ δε ἐτραγῳδησαν ,
προσεφη κεχολωμενος , ἠ κεν ἐγω τον : ἀλλα μοι ἠθελε θυμος ἐνι στηθεσσι φιλοισι των ἀλλων ψυχας ἰδεειν κατατεθνηωτων
9998622 ἀτιμιᾳ
θανατον δε της μητρος ἑκουσιον , ἐπι τῃ του παιδος ἀτιμιᾳ περιλυπου γενομενης , δοκει κατεψευσθαι . . . ,
τι δρωσιν ἀμειλικτως ἐχοντες : εἰ μη ἀρα ἐπι μεν ἀτιμιᾳ πατρος ἠ μητρος φοναν ἀξιον , ἐπι δ '
9998622 Δωριδα
δε τον του Ἀνδρωνος λογον ἀποδεχονται , την μεν τετραπολιν Δωριδα τριπολιν ἀποφαινοντος , την δε μητροπολιν των Δωριεων ἀποικον
της ὁδου . Ἐκ μεν δη της Τρηχινιης ἐς την Δωριδα ἐσεβαλον : της γαρ Δωριδος χωρης ποδεων στεινος ταυτῃ
9998621 ῥητωρ
? ἀρχας οὐ μονον ἀγαθος ἐστιν διαλεκτικος και γραμματικος και ῥητωρ και τελειως ὁ καλος ἐπι πασαις ταις τεχναις ,
μετα ἠθους προαγουσιν αὐτον , ὡσπερ τον προς Λεπτινην ὁ ῥητωρ ἐποιησε : και δει ἐν τουτοις βαθυτερᾳ τῃ μεταχειρησει
9998621 Ὠκεανοιο
ποτ ' ἀρ ' ἐσμεν , εἰ μη ἐσχατιαις ἀκαλαρροου Ὠκεανοιο Λυγκευς εἰσενοησεν νησον πευκηεσσαν , ἰδ ' εὐρεα δωματ
ἑνος ἀνδρος ὑποτρομεεσκον ὁμοκλην . Και τοτ ' ἀπ ' Ὠκεανοιο κιεν χρυσηνιος Ἠως . Ὑπνος δ ' οὐρανον εὐρυν
9998621 φλογι
γ ' Ἐρεχθεως δομους . ποιοισι πανοις ἠ πυρος ποιαι φλογι ; ἐμελλες οἰκειν τἀμ ' , ἐμου βιαι λαβων
δυνανται , της ἀγαν ψυξεως καταπνιγουσης το πυρ και τῃ φλογι μη συγχωρουσης εἰς ὑψος ἐγειρεσθαι . δια τι ὁ
9998619 πτερυγα
ὑστερον δε ἐλογισαμην ὡς ταχιστα καταφωρασουσι με γυπος την ἑτεραν πτερυγα περικειμενον . ἀριστον γουν κρινας το μη παρακινδυνευειν ἐκοπτον
τῳ νοτιῳ ταρσῳ , ἐναπολαμβανει δε τους ὑπο την αὐτην πτερυγα β ἀμορφωτους ἀπεχοντας αὐτης ἐγγυς β τμηματα : και
9998619 Πλουταρχῳ
τε ταφος ἐστιν ἀξιωθεντος Ἀθηναιων και τουτου στρατηγειν , ὁτε Πλουταρχῳ βοηθουντες διεβησαν ἐς Εὐβοιαν , και χωριον Σκιρον ἐπι
ἐν τῳ δημῳ . οὐ χειρον δε και τα παρα Πλουταρχῳ περι Σολωνος καταθεσθαι : “ συνιδων γαρ ” φησι
9998618 δοξειε
ἠτοι της μοιχειας κατηγορουμενον , ψευδη ποιησει την προτασιν . δοξειε δ ' ἀν ἰσως ἀδυνατον , ψευδος εἰναι το
κοσμιους , οὑς δε φοβερους ποιει . γυνη δε εἰ δοξειε πωγωνα ἐχειν , ἐαν μεν ᾐ χηρα , γαμηθησεται
9998618 ἠναγκασθη
και των ἀλλων ἐγχωριων ἁπαντων συνεπιθεμενων , ὁ βασιλευς διαπορουμενος ἠναγκασθη καταφυγειν ἐπι τους μισθοφορους , ὀντας εἰς τρισμυριους .
ὑπελθοντων , Ποπλιλιου υἱος ὡς ἐν πολλῃ καταλειφθεις πενιᾳ δανειον ἠναγκασθη λαβειν εἰς την ταφην του πατρος , ὡς ἐρανισθησομενος
9998616 βαροϲ
ἐϲεϲθαι και μαλιϲτα των οὐρων ἐλαττωθεντων . προϲ τουτοιϲ δε βαροϲ ἐπιϲημον και ἀλγημα και ταϲιϲ ἐν τοιϲ καθ '
κατακαιει τα κατα την γαϲτερα , μηδε ἀναδοθηναι δυναμενα δια βαροϲ . ἀμεινον οὐν γευεϲθαι πολλων ἐφεξηϲ ἀλλων ἐπιϲκοπουμενον εἰλικρινη
9998616 μιαϲ
ζηλοτυπιαι [ τρ ? ? ! [ } ] ϲυλλαβηϲ μιαϲ . τι ; πυρ . } ] ! ὀνομα
, δια τε τηϲ του μεϲοπλευριου μετριαϲ ἐπιτομηϲ ἠ και μιαϲ ἐκκοπτομενηϲ πλευραϲ μηνιγγοφυλακοϲ ὑποβληθεντοϲ βελουλκητεον . ὁμοιωϲ δε κἀπι
9998615 φαλαγγι
, οἱ δ ' ὡς ἀπο τυχης τινος ἠ φαλαγξ φαλαγγι ἠ λοχος λοχῳ ἠ ἀνηρ ἀνδρι συνεπεσον , ἱππεις
Βραχυτερας Ἀρμενιας μυριους ἱππεας και Δορυλαος . . . ἐν φαλαγγι ταττομενους , Κρατερος δ ' ἑκατον και τριακοντα ἁρματα
9998615 φοινικεϲ
, γυμνα του ὀϲτρακωδεοϲ , μη ὀπτα : ἐλαιαι , φοινικεϲ , ταριχοϲ ὡραιον . χονδροϲ πλυτοϲ , ξυν τινι
και οἰνου τεγξιϲ και εἰριων κατειληϲιϲ ἀπο οἰϲυπου : ἐπιθημα φοινικεϲ ἐν οἰνῳ δευθεντεϲ ξυν ῥοιῃ ἠ χυλῳ του ῥοοϲ
9998614 θυριδα
οἰωνοις προσεξων . εἰτ ' ἐκειθεν ἐπι την των θυσιων θυριδα μετῃει , δι ' ἡς ὁ καπνος ἀνιων ἀπηγγελλε
κατα ἀριθμον τε και τοις παλαι ὁμοια ἀποθειναι και την θυριδα δε ἀφανισαι τα μεν αὐτης λιθῳ ἐνοικοδομησαντα , τα
9998613 ὡρμηθη
. σκεδασθηναι ] διαχεθηναι . θεου ] του Ἡλιου . ὡρμηθη ] † διηλθε τον ποταμον . κυρει ] †
του Φαιδρου το θεωρησαι το ἐν αὐτῳ ψυχικον καλλος ἀπιεναι ὡρμηθη : ὁ δε ἐφορος της ἐνεργειας και θεωριας της
9998612 ἐληφθη
και ἀπο των προς ἑαυτον και τα προς τους φιλους ἐληφθη , καθως ἐν τῳ δʹ εἰρηται κεφαλαιῳ . τουτοις
παραδεισου της τρυφης , ἐργαζεσθαι την γην , ἐξ ἡς ἐληφθη ” , ἱνα , ἐπει και ὡς δεσποτης ὁ
9998611 ὀφρυν
αὐτοις αἰσθομενος μεθ ' ἡδονης . κἀν μεχρι νεφεων την ὀφρυν ἀνασπασῃς , ὁ θανατος αὐτην πασαν ἑλκυσει κατω .
το Κασταλιας ὑδωρ πιοντων , οὐδ ' ἐπι σοφιᾳ την ὀφρυν ποτε ἀνασπασαντων ; Λεγ ' οὐν περι ἀνδρειας ,
9998611 σαλπιγγες
διαστημα συν - ῃρεθη . ὡς δ ' αἱ τε σαλπιγγες το πολεμικον ἐσημαινον και συνηλαλαξαν αἱ δυναμεις ἀμφοτεραι ,
δρομωι ξυνηψαν ἀστυ Καδμειας χθονος ] . παιαν δε και σαλπιγγες ἐκελαδουν ὁμου ἐκειθεν ἐκ τε τειχεων ἡμων παρα .
9998610 Φιλοκτητῃ
ἰασαντο . και γιγνεται Φιλοκτητης τε ἐνεργος τοις Ἀχαιοις και Φιλοκτητῃ τα βελη του Ἡρακλεους χρησιμα τῃ ' κεινων τεχνῃ
και καθ ' ἡσυχιαν ὀντας , τους δ ' ὑπο Φιλοκτητῃ μαχομενους ἐχοντας Μεδοντα [ ἡγεμονα ] και τους ὑπο
9998609 Ἐν
Τουτο μεν οὐν οὐκ ἀν ἀλλως ἀν τις ὑπονοησειεν . Ἐν δε τῳ τριτῳ τα πλειω ποια φαμεν ; στοιχεια
γαρ ἑστηκως ὁ νους αὐτου λεληθε παραπλεων τας συμφορας . Ἐν οἱς ἀν ἀτυχησῃ τις ἀνθρωπος τοποις , ἡκιστα τουτοις
9998608 Δημοκριτωι
. Ἀρτεμωνος Ἀβδηριτης . οὑτος φορτοβαστακτης ἠν , ἐντυχων δε Δημοκριτωι ἐφιλοσοφησε και ἐπι ῥητορειαν ἐσχε . και πρωτος λογους
των στοιχειων . . Γ . διο και Λευκιππωι και Δημοκριτωι τοις λεγουσιν ἀει κινεισθαι τα πρωτα σωματα ἐν τωι
9998607 ὀφθαλμοϲ
ἑκατονταρχιον ὑδαρεϲτερον ἐγχυματιζειν ϲυμφερει , εἰ μη ἡλκωμενοϲ εἰη ὁ ὀφθαλμοϲ . και εἰ μεν ἡ φλεγμονη ἐπικρατει , προϲπλεκειν
ὀπτικον νευρον , ὡϲ προειρηται , ἀλλα και ὁλοϲ ὁ ὀφθαλμοϲ ἐνιοτε παραλυεται , ποτε μεν μετα του λοιπου ϲωματοϲ
9998607 ἀδικῃ
ἀνδρες δικασται , σωζω και διαφυλαττω τον πατερα ἐμαυτῳ κἀν ἀδικῃ : οὑτοσι δε τον εὐεργετηκοτα παιδα τοις νομοις ,
μεν γαρ ἡσυχιαν ἀγειν φασι δειν , κἀν τις ὑμας ἀδικῃ , αὐτοι δ ' οὐ δυνανται παρ ' ὑμιν
9998606 ἐτεα
της Ἀσιης . Τους δε Σκυθας ἀποδημησαντας ὀκτω και εἰκοσι ἐτεα και δια χρονου τοσουτου κατιοντας ἐς την σφετερην ἐξεδεξατο
μη πολλῳ χρησθαι . Καλλιγενει , περι πεντε και εἰκοσιν ἐτεα γεγενημενῳ , καταῤῥοος : ἡ βηξ πολλη : ἀνηγε
9998606 ἰνωδη
δει τοινυν εἰδεναι , ὁτι οἱ μυες οὐσιαν μεν ἐχουσιν ἰνωδη τε και σαρκωδη : και δια μεν του ἰνωδους
τις καρφος λαβων ἐξεκαθαιρε τα ἐνιζανοντα των βρωματων τοις ὀδουσιν ἰνωδη , ὁ δε ὑπτιασας ἑαυτον οἱος ἠν ὑπνῳ κατεχεσθαι
9998605 πινακα
ἐς λογους ἠιε , ὡς Λακεδαιμονιοι λεγουσι , ἐχων χαλκεον πινακα ἐν τῳ γης ἁπασης περιοδος ἐνετετμητο και θαλασσα τε
δε . τι οὐν ; ἐχεις ὀστρεια ; πολλα . πινακα μοι τουτων παραθησεις αὐτον ἐφ ' ἑαυτου μεγαν .
9998604 βολῃ
τοις σωμασι καλον πρωτον . Ἐστι μεν γαρ τι και βολῃ τῃ πρωτῃ αἰσθητον γινομενον και ἡ ψυχη ὡσπερ συνεισα
οἱ παιζοντες ἐπι λατυπης ἑστωτες , ἡν σκυρον προσαγορευουσιν , βολῃ σφαιρας ἀλληλους ἐκδιωκουσιν . φαινινδα δε ἐστιν ὁταν ἑτερῳ
9998604 θελησῃς
σκωπτων φησιν : ὀψοφαγει Κλειοι : καταμυομεν : ἠν δε θελησῃς , ἐσθε μονη . δραχμης ἐστιν ὁ γογγρος ἁπας
ἀκουσαι ἐπειγῃ , ἐπειδαν δε ἀκουσῃς ἁπαξ , οὐ μη θελησῃς ἀκηκοεναι : ἠθικον ἐπιρρημα , ἀντι του ἀληθως :
9998601 ἐλυπηθη
ὁ δε Χαιρεας ἀκουσας , καιτοι φιλοπατωρ ὠν , ὁμως ἐλυπηθη πλεον ὁτι ἐμελλεν ἀπελευσεσθαι μονος : οὐ γαρ οἱον
ὁσσον : ὀλιγον . παχνωθη : ἀντι του ἐπαγη , ἐλυπηθη : ὁ τροπος εἰληπται ἀπο της παχνης . ἠ
9998601 Ἀττικῃ
ἀποκτειναι μονον , ἀλλ ' οὐδε νεκρον εἰασαν ἐν τῃ Ἀττικῃ , ἀλλ ' ὑπερ τους ὁρους ἐξεβαλον . Νικιας
. και ὀντων αὐτων οὐ πολλας πω ἡμερας ἐν τῃ Ἀττικῃ ἡ νοσος πρωτον ἠρξατο γενεσθαι τοις Ἀθηναιοις , λεγομενον
9998600 ὁμοταγη
' ὑπαρχει , εἰπερ και τελειοτητος εἰδη τεσσαρα ἀναλογα και ὁμοταγη τοις τετρασι τελειοις ἀριθμοις , οἱ συνιστανται ἐντος δεκαδος
τηι σφαιραι κυκλον ἐρχομενον δια της ἀρχης του Καρκινου , ὁμοταγη δε και ἐν τωι αὐτωι ἐπιπεδωι γινομενον παντοτε τωι
9998599 γνωθι
τοκα δε παρα τηνοις ἐγων . . . . , γνωθι πως ἀλλωι κεχρηται . . . . . εὐσεβης
' οὐδεν ἐμφερες , μα τον Δια , τωι “ γνωθι σαυτον ” , οὐδε τοις βοωμενοις τουτοις , ὑπερ
9998593 Ἐνθα
οἱ μεγαλοι κινδυνοι και τους της φιλιας λυουσι νομους . Ἐνθα δη τις ἀπο της νεως νεανισκος εὐρωστος λαμβανεται του
τας χερνιβας τῳ ὑδατι τουτῳ , ὡς φησι Σιμωνιδης : Ἐνθα χερνιβεσσιν ἀρυεται Μοισαν καλλικομων ὑπενερθεν ἁγνον ὑδωρ . Μικρῳ
9998593 ὀλιγα
ἐαν εἰπῃς την δικην ἀρτι , νικησεις ζ παραμενει σοι ὀλιγα των ὑπαρχοντων η ληψῃ την φερνην και σκορπισεις αὐτην
Ἡδυ χελωνης κρεα φαγειν ἠ μη φαγειν : της χελωνης ὀλιγα κρεα βρωθεντα στροφους ποιει , πολλα δε καθαιρει :
9998593 Θησεα
αὐτου ἐκει κατακρημνισ - θειη . ὀστρακισθηναι δε πρωτον Ἀθηνησι Θησεα ἱστορει Θεοφραστος ἐν Τοις πρωτοις καιροις . ἀρχοντες :
ποιουμενοι περι πλειονος ἠ δοξαν ἀθανατον . οὐκ ἠγνοουν Αἰγειδαι Θησεα τον Αἰγεως πρωτον ἰσηγοριαν καταστησαμενον τῃ πολει . δεινον
9998591 ὠφελιᾳ
Ὁμηρον και κατα Σιμωνιδην κλεπτικη τις εἰναι , ἐπ ' ὠφελιᾳ μεντοι των φιλων και ἐπι βλαβῃ των ἐχθρων .
ποτερον οἱ Ἑλληνος παιδες τους ἀλλους ἠ οἱ ἀλλοι τουτους ὠφελιᾳ : ὠφελειαν εἰωθεν ὁ Θουκυδιδης την συμμαχιαν καλειν καθ
9998590 ἐδιδαχθη
, και ξενισασα κοινῃ παραδιδωσι τας γυναικας ἑκαστοις ἀγεσθαι . ἐδιδαχθη ἐπι Καλλιου ἀρχοντος του μετα Κλεοκριτον ἀρξαντος . εἰσηκται
συνεστηκεν ἐκ γυναικων πολιτιδων , προλογιζει δε τροφος Μηδειας . ἐδιδαχθη ἐπι Πυθοδωρου ἀρχοντος ὀλυμπιαδος πζ ἐτει α . πρωτος
9998590 ὡμιλησε
ὁ Ἀβδηριτης σοφιστης και Δημοκριτου μεν ἀκροατης οἰκοι ἐγενετο , ὡμιλησε δε και τοις ἐκ Περσων μαγοις κατα την Ξερξου
φυσιν δοκουσα εἰναι ἐς την Πελοποννησιων δυναμιν λογοις τε πρεπουσιν ὡμιλησε και ὀργῃ πιστιν παρασχομενη ἐπεισεν . και νυν μη
9998589 βοτανηϲ
λι . α ∠ ʹ , ἐλυδριου # β , βοτανηϲ χρυϲιζουϲηϲ , ἡν Ῥωμαιοι ῥωβιαν καλουϲιν , # β
παρορμᾳ προϲ ἀφροδιϲια . ταὐτο δε και ἡ ῥιζα τηϲ βοτανηϲ δραν πεφυκε . φαϲι δε τινεϲ και ὀπιϲθοτονον ἰαϲθαι
9998588 σπαθη
τῃ χελωνῃ ἐστιν ἡ ῥιζα . αὑτη δ ' ἡ σπαθη , καθ ' ὁ μερος ἐστι τετραγωνος , μεσην
κινουμενου γινεται κατατασις . μετα την αὐταρκη τασιν ἀγεται ἡ σπαθη ἠ ἀμβη κατα της φλιας καταγομενη βιᾳ μετα του
9998587 κρυσταλλῳ
ὑποψοφουν ἡσυχῃ εἰς βαθος , ἡ δε ὡς ἑστωτι τῳ κρυσταλλῳ θαρσει διαθει τε πρωτη : εἰ δε μη οὐκ
Γενναται δε ἐν τῃ Ἰνδικῃ . Ὁμοιος δε ἐστι τῳ κρυσταλλῳ , ἐξαυγος καθα και ὁ κρυσταλλος . Ὁ μεντοι
9998587 ἐγκωμιῳ
τῃ μαχῃ . Ματρις δ ' ἐν τῳ του Ἡρακλεους ἐγκωμιῳ και εἰς πολυποσιαν φησι τον Ἡρακλεα προκληθηναι ὑπο του
της συμφορας οἰκειον ὀνομα ἐχουσα : ὀδυρμον γαρ ἐχει συν ἐγκωμιῳ του τελευτησαντος . τινες μεν οὐν κοινως εἰπον θρηνους
9998586 ὀλιγ
[ . ] ειν φθονων [ . ἀγαθοι ] ? ὀλιγ [ . ] ψε . [ Ἀντωνεινος : κυριε
τοι πολλ ' ἐπιστασθαι λεγειν . εἰς δ ' εὐγενειαν ὀλιγ ' ἐχω φρασαι καλα : ὁ μεν γαρ ἐσθλος
9998585 ἰϲχιαδικοιϲ
ἁρμοττει και παϲι τοιϲ ὑπο ψυξεωϲ ἐνοχλουμενοιϲ τα ἀρθρα και ἰϲχιαδικοιϲ καταλληλον : ἀναιρει και ϲκωληκαϲ και φθειραϲ ἀγριουϲ και
τα φυλλα , τηϲ δε ῥιζηϲ αὐτηϲ το ἀφεψημα πινομενον ἰϲχιαδικοιϲ βοηθει πλευριτικοιϲ τε και αἱμοπτυϊκοιϲ ἀρτηριαϲ τε τραχυτητι μετα
9998585 φαλαγγα
ἀπο των ἐναντιων αὐτομολειν παριππευσαντας δε και παραλλαξαντας αὐτων την φαλαγγα ἐπιστρεψαντας κατα νωτου την ἐμβολην ποιησασθαι . τουτων οὑτω
ὀντες ἐβιασθησαν , και συχνους ἀποβαλοντες κατεφυγον προς την ἰδιαν φαλαγγα . ἡ μεν οὐν των παρ ' ἀμφοτεροις ἱππεων
9998583 λυσε
δυο τουτο φησι , . Ν . . . . λυσε δε παρθενιην ζωνην , κατα δ ' ὑπνον ἐχευεν
κυψαντι παρ ' ἀσπιδος ἐξεφαανθη , οὐτησε ξυστῳ χαλκηρεϊ , λυσε δε γυια . ὡς τον μεν λιπε θυμος ,
9998583 δʹ
συναγομενα νυχθημερα διοισει των μεν ὁμαλων χρονοις δʹ ∠ και δʹ ἐγγιστα , ἀλληλων δε τοις διπλασιοις χρονοις θʹ ∠
ἐναρμονιος : συνεστηκε γαρ ἐξ ἑνος , βʹ , και δʹ , και τα βʹ δε προς τον ἑνα διπλασια
9998581 Αἰγυπτιῳ
τα τεκνα και τους των φιλων παιδας ὁμηρους παρα τῳ Αἰγυπτιῳ ἐγκαταλιπων και τους μεγιστους ὁρκους παραβας βασιλει δοξῃ τι
∠ ʹ λδ ∠ ʹγ : ἀπο δε μεσημβριας τῳ Αἰγυπτιῳ πελαγει και τῳ Συριακῳ κατα περιγραφην τοιαυτην : μετα
9998581 θριδακινη
και τα καλουμενα ἐπισπορα : ταυτα δ ' ἐστι τευτλιον θριδακινη εὐζωμον λαπαθον ναπυ κοριαννον ἀνηθον καρδαμον : καλουσι δε
κριθινοϲ ἠ μαζα ἐξ ἀλφιτων , λαχανων δε ϲευτλον , θριδακινη , ῥεφανοϲ τε και πραϲα και κραμβαι δυϲιν ὑδαϲιν
9998580 θη
] [ ] ! [ . . . ] ! θη [ [ ] τιον ? ? [ [ ]
] [ ] ι ? Καμαριν ? [ ] [ θη ] ! [ ] [ ης ] ! [
9998580 ἠρεσε
ὑμιν φυλαξει το μετριον μηκος των λογων ἑκατερου . Ταυτα ἠρεσε τοις παρουσι , και παντες ἐπῃνεσαν , και ἐμε
. πολλακις γαρ οὐδε ἐν δειπνῳ δεκα ἀνθρωπων ὁ πλακους ἠρεσε πασιν , ἀλλ ' ὁ μεν ἑωλον εἰναι φησιν
9998579 ἡττηθη
τι λεγω ἐαν εἰπω : ὁ βασιλευς ἐνικησεν ὁ ἐχθρος ἡττηθη , ἀσυνδετους λεγω και ἀπροσκολλητως : ἐαν δε εἰπω
, τα νωτα ἐδωκεν , ἐφυγεν , προτροπαδην ἐφυγεν , ἡττηθη , τα ὁπλα ῥιψαντες ἐφυγον . το δε ἐργον
9998578 ἐτεκνωσε
' ἀναψαι , τον ἁ του ποταμοιο παρθενος Αἰγιν ' ἐτεκνωσε Πηλεα , μεσωι δε παρ ' ἱστωι Ἀσιαδ '
λαβων δε αἰχμαλωτον την θυγατερα του Φυλεως ἐπεμιγη ταυτῃ και ἐτεκνωσε Τληπολεμον . μετα δε τον Δηιανειρας γαμον τρισιν ὑστερον
9998577 θελησῃ
, ὡστε την του ὑδατος ἐπεχειν ὁρμην , ὁταν τις θελησῃ , και αὐ παλιν ἀνιεναι , ὁ κοινως πετυνιον
, μετα το ἀπολυθηναι την γυναικα μετανοησῃ ἡ γυνη και θελησῃ ἐπι τον ἑαυτης ἀνδρα ὑποστρεψαι , οὐ παραδεχθησεται ;
9998577 μακαριζω
* μακαριστος . εὐτυχη . ὡς ] * καθα . μακαριζω . * θεα - σασθαι . ὠ . ἠγουν
δ ' ἐγω μακαριζω μεν : τον δε ἀνδρα ἐγω μακαριζω Ἀρκεσιλαν τον σον πατερα και το ἐκεινου ἀνδρειον τε
9998577 ϲυκα
. α , περιϲτερεωνοϲ ποαϲ ξηραϲ # α : τα ϲυκα δει ἀποβρεχειν ὀξει δριμυτατῳ και ἑψειν μετα των ἀλλων
ἠ πορφυρων κεκαυμενων τεφραν μετα μελιτοϲ ἠ ὀξυγγιαϲ ἐπιθηϲομεν ἠ ϲυκα ἑψημενα θαλαϲϲῃ ἠ πραϲιον μετα ἁλων . ταϲ δε

Back