περι παντων [ μεν ] ἐπεχων των κατα δοξαν τελειοτατην καρπουται την εὐδαιμονιαν , ἐν δε τοις ἀκουσιοις και ἀλογοις
πολιν και μη . οὐ γαρ τους ἡμετερους ἱδρωτας ἐκεινος καρπουται . Τα μεν παροντα σοι ταυτα , τα δε
9999993 συναγομενον
ἐξ ὡν δια των ὁρων εὑρηκαμεν το ἐξ ἀναγκης μηδενι συναγομενον : τουτο γαρ ἀναιρετικον ἐστι παντων των καταφατικων .
και την συνωσιν ἀπεργαζομενα πηγνυσιν : το δε παρα φυσιν συναγομενον μαχεται κατα φυσιν αὐτο ἑαυτο εἰς τοὐναντιον ἀπωθουν .
9999992 ὑπομενοντων
ὑπομενοντα την πολιορκιαν , προς δε τουτοις των στρατιωτων χαλεπως ὑπομενοντων την συλληψιν του Τιριβαζου , και δια τουτο ἀπειθουντων
λογους . ἑλκομενου δε του χρονου και οὐτε των ὑπατων ὑπομενοντων προβουλευσαι τε και εἰς τον δημον ἐξενεγκειν τον νομον
9999992 μειουται
, ὡς εἰρηκαμεν , παντα παραγει και οὐ δια τουτο μειουται τι αὐτης , ὡσπερ το παραδειγμα , τουτεστιν ὁ
και κατα το πανσεληνον αὐξεται και παλιν φθινοντος του σεληνιου μειουται και ὁ λιθος . Ἀριστοτελης ἐν φυσικοις προβλημασιν :
9999992 γεροντας
διδωσι σοι το συμβολον , ὁ δε σκωπτων αὐτους ὡς γεροντας και ἐγγυς θανατου ὀντας φησιν ἐν τῃ σορῳ και
και πολυανθρωπον , ταξας προ της φαλαγγος τους ὁμηρους , γεροντας , παιδας , γυναικας . οἱ δε τους ὁμοφυλους
9999991 περαιουται
Λαμιᾳ πληγην . Δημοσθενης δε ὡς το δευτερον ἐφυγε , περαιουται και τοτε ἐς την Καλαυρειαν , ἐνθα δη πιων
ῥυθμους : το δε διπλασιον ἀρχεται μεν ἀπο τρισημου , περαιουται δε ἑως ὀκτωκαιδεκασημου : οὐκετι γαρ της του τοιουτου
9999991 περατουται
και ἡ δοτικη των πληθυντικων ἐκ της αὐτης εὐθειας προερχεται περατουται δε εἰς ΑΙΣ ἠ εἰς ΟΙΣ : ἐτι δε
ἡπαρ , και ὁσον ὑπερ ἡπατος δια πνευμονος ἐπι καρδιαν περατουται και διεσφιγκται , οὑτω και τοτε συνεβαινεν , ὡς
9999991 ἀποφαινεται
οἱον ταις παντων γνωμαις ἀντιλεγει τις : και αὐτος οὐκ ἀποφαινεται γνωμην : το τε γαρ ἀντιλεγειν καθ ' ἑαυτον
. Τιμαιος δε την ἀγνοιαν τουτου του συγγραφεως ἐλεγξας ἀκριβως ἀποφαινεται τουτους αὐτοχθονας εἰναι . Πολλας δε αὐτου φεροντος ἀποδειξεις
9999991 ἀπερχονται
Θεοπομπος . ὁταν δε ἀλλους ἐκνεοσσευσωσιν , ἰσους αὐτους καταλιποντες ἀπερχονται . . . : περι δε την των Ἀγριεων
ἡ δυναμις , και θελοντα τα πνευματα διαφορηθηναι , οὐκ ἀπερχονται περι τα σκληροτατα των ὀστων , ἀλλα περι τα
9999991 παραγενομενον
, και την του Καλυδωνιου καπρου θηραν , και Θησεα παραγενομενον ἐκ Τροιζηνος εἰς Ἰσθμον καθαραι . : Οὐκ εὐ
ἀγορασαντα ταυτην ἐχειν οὐκ εἰδοτα την ἑαυτου θυγατερα θεραπαιναν , παραγενομενον δε εἰς Κορινθον ἐπι την των τεκνων ἀπαιτησιν και
9999991 καταλυεται
ἐνικησεν Ὀλυμπιαδα ὁ Ψαυμις τῃ ἀπηνῃ , οὑτως συνοραται : καταλυεται γαρ αὐτῃ το ἀγωνισμα περι ὀγδοηκοστην εʹ Ὀλυμπιαδα :
στερηθεν ψυχης πιπτει , οὑτω και πολις μη ὀντων νομων καταλυεται . . . , . . . . .
9999991 παρεσται
οὐδεποτε κατα ταὐτο γενησεται . το δε λεγομενον ἠ Ἀπολλωνιος παρεσται ἠ Τρυφων ὡς προς καιρον την διαζευξιν ἐπαγγελλεται .
συμπεφυκοτων ἡμιν ἀπο της γενεσεως , ἐπειτα γνωσις ἡμιν ἀληθινη παρεσται της δαιμονιας και μακαριας ζωης , ὁση τις ἐστι
9999991 ἀποφαινονται
των του σωματος μερων . το δε της θηλειας ἀγονον ἀποφαινονται : ἀτονον τε γαρ εἰναι και ὀλιγον και ὑδατωδες
προσεχεστερον μονον εὑρισκεται ὑπευθυνον : ἠδη δε εἰπομεν ὁτι τινες ἀποφαινονται , ὡς εἰ και δοκει ἐγκλημα εἰναι : ἐνταυθα
9999991 παραγινονται
ἠθετουντο ὡς ἀσυμφωνοι προς τα ἑξης . οὐ γαρ μεμιγμεναι παραγινονται αἱ ψυχαι . νυν δε ὁμου νυμφαι , ἠιθεοι
: Ἐπει αἱ γερανοι λιθους καταπινουσι και ἐπι την Αἰγυπτον παραγινονται . τουτους δ ' ἐτυκιζον : Τυκος ἐργαλειον τι
9999991 προστιθενται
τι δοξειεν αὐτοις την του συνεδριου ταραχην , τῃ Κορνηλιου προστιθενται γνωμῃ . και παρελθων εἱς ἐξ αὐτων , Ἀππιος
περιτιθησι , και παντες σχεδον οἱ τον ποιητην τουτον ἐξηγουμενοι προστιθενται τοις ὑπ ' αὐτου λεγομενοις . Ἐμπειροτερον δε Εὐδοξος
9999991 προβαλλομενον
ἀπο των χειλων ἀκρων , ὁταν του στοματος πιεσθεντος τοτε προβαλλομενον ἐκ της ἀρτηριας το πνευμα λυσῃ τον δεσμον αὐτου
παραιτεισθαι τα κατα τας προς τους συμβιουντας σχεσεις καθηκοντα , προβαλλομενον τα περιεστωτα πραγματα . Παρα Κατουλου το μη ὀλιγωρως
9999991 γεροντος
ὡς ἐπυθομην παρα των ἐν Αἰγυπτῳ ἱερεων ἑνος εὐ μαλα γεροντος ἐν τῃ Ὀνουφι , ἀλλα τε πολλα των Ἑλληνων
οὐ σου χατιζων δευρ ' ἀναξ στρατηλατει : τι γαρ γεροντος ἀνδρος Εὐρυσθει πλεον θανοντος ; ἀλλα τουσδε βουλεται κτανειν
9999991 διαμενοντων
την Ἀκεσαιου σεληνην : παροιμια , λεγεται δε ἐπι των διαμενοντων και βραδυνοντων . ἠν δε Νειλεω κυβερνητης ὁ Ἀκεσαιος
ἐμπροσθεν , ἐπιφανειαν δε την ἐκ δεξιων ἠ εὐωνυμων , διαμενοντων ἑκαστῳ των τε ἐπιστατων και παραστατων . ἀναστροφη δε
9999991 περιεχομενον
των μεσων περιεχομενῳ ὀρθογωνιῳ : κἀν το ὑπο των ἀκρων περιεχομενον ὀρθογωνιον ἰσον ᾐ τῳ ὑπο των μεσων περιεχομενῳ ὀρθογωνιῳ
ὡς μεγαλην . εἰ γαρ και ἑν ἐστι μοριον το περιεχομενον , ἀλλ ' οὐ πολυ πνευμα , και δια
9999991 παρειμενον
εὐσκοπως και μηδεν παραλελοιποτα των εἰς το νικαν ἀπειρηκοτα και παρειμενον και περας ἀστεφανωτον ἐξελθοντα του σταδιου , τον δε
τις ἐστιν ὁ μελλων λυσαι αὐτον του δεσμου . : παρειμενον ] Ὁ παρηκας . : Φιλανθρωπως αἱ Ὠκεανιδες ἡγουνται
9999990 καθαιρονται
δε β ἐφ ' ἡμερας β πρωϊ και δειλης : καθαιρονται γαρ ἀλυπως . και ἐν παροξυσμῳ μεν δοθεν δυσπνοουσιν
μεμπτεον δε τουτους : και γαρ μεχρι πλειονων ἡμερων ἐνιαι καθαιρονται κατα φυσιν του ἰσου πληθους εἰς πλειονας ἡμερας ἐπιμερισθεντος
9999990 τενοντος
, δειδησω δειδημων δειδημονος . Το γερων γεροντος και τενων τενοντος μη ὑποπιπτοντα μητε τῳ λογῳ των κοινων τῳ γενει
γερων γεροντος , και ὡς σθενων σθενοντος οὑτω και τενων τενοντος . Τα εἰς ων βαρυτονα προηγουμενου ἀμεταβολου παρωνυμα ὀντα
9999990 πραττεται
εἰναι . τα τε γαρ δικαια και παντα ὁσα ἀρετῃ πραττεται καλα τε κἀγαθα εἰναι : και οὐτ ' ἀν
ὑποτεταγμενα . Ἀλλως . οὐδεν γαρ ἐν ἀνθρωποις ἀνευ ἀργυριου πραττεται . . τῳ πλουτειν : Τῳ πλουτῳ . .
9999990 παρεχεται
πολιν , ὁτι τοις ἐπειγομενοις ἐλθειν ποι δια ταχους κωλυμα παρεχεται τον ὀχλον ἀνακοπτουσα τοις ἀπαντωσιν ὡσπερ κυμασιν ἀντιπροσωποις δρομον
και βοσκημασιν οὐδ ' ἀξιως ἐστιν εἰπειν την ἀφθονιαν ὁσην παρεχεται και την χρηστοκαρπιαν . ἐν μεσῳ δε και των
9999990 περοναι
ὑγροτητα την ἀπο της σαρκος . Παρα δε την κνημην περοναι δυο παρηκουσιν , αἱ κατωθεν μεν προς του ποδος
νωτα τε και τον αὐχενα και την κεφαλην ἁπασαν . περοναι δε εἰσι προς ταις πλευραις πεποιημεναι , αἱς ἑκατερον
9999990 ἀπολυονται
? Βουλυτος : ἡ δειλινη ὀψια , ὁτε οἱ βοες ἀπολυονται των ἐργων , . , . . , ,
ἀναγινωσκομενοις ἀκολουθησαντες ἀδυνατησωσι σωσαι τον καμνοντα , ἀθῳοι παντος ἐγκληματος ἀπολυονται , ἐαν δε τι παρα τα γεγραμμενα ποιησωσι ,
9999990 παραμενουσιν
ἐν ἀκακιᾳ και ἁπλοτητι . οὑτοι κατισχυσουσιν πασης πονηριας και παραμενουσιν εἰς ζωην αἰωνιον . μακαριοι παντες οἱ ἐργαζομενοι την
του λοιπου μη συνοδοιπορειν φιλοις , οἱ ἐν κινδυνοις οὐ παραμενουσιν . ” ὁ λογος δηλοι , ὁτι τους γνησιους
9999990 ἀντεχομενον
το φανον τουτο λεγομεν ; ἠ το φαινεσθαι τοις δευτεροις ἀντεχομενον και εἰς συμμετριαν ἑαυτο παρεχομενον τοις ἀπολαυειν αὐτου βουλομενοις
φρονιμον εἰναι μη ὀντα ἀγαθον , ἠτοι σπουδαιον και ἀρετης ἀντεχομενον . Μεχρι μεν τουδε την φρονησιν ἐδειξεν ἀνευ μη
9999990 λειπομενος
ὁ δε τεκτων και γλυπτης λιθοξοου μαλλον , των προτερων λειπομενος εἰς ἀκριβειαν , ὁ δε λιθοξοος των λοιπων ἐχει
και τἀλλα , ὁσα δει γενεσθαι , ἐπειδη βραχυς ὁ λειπομενος ἐστι της ἀρχης τοις ὑπατοις χρονος , τους εἰσιοντας
9999990 διαρθρουται
. Αἰτιον δε ἐστιν ὁτι το θηλυ πηγνυται ὑστερον και διαρθρουται , ὁτι ἡ γονη ἀσθενεστερη ἐστι και ὑγροτερη της
το ἀρθρον και ἡ καλουμενη μυλη ἐπανω του γονατιου . διαρθρουται δε αὑτη και προς τα κατω οὑτω : ἡ
9999990 ἀναφαινονται
ἀκμασαντας , πολλαι τινες περι την ἡγεμονικην ἐνεργειαν αἱ πλημμελειαι ἀναφαινονται των μεν δια φυσικην τινα διαπλασιν πεπονθοτων , των
οἱ δ ' ἀπονοι πεφυσημενοι τε και αἰσχροι και ἀσθενεις ἀναφαινονται , οὐδε τουτου ἠμελησεν , ἀλλ ' ἐννοων ὁτι
9999990 αὐξανομενον
κινησις ἠν ἀπο της αὐξησεως εἰς την μειωσιν , το αὐξανομενον ἀν εἰς το μειουσθαι μετεβαλεν . οὐτε , εἰ
παρα το ὠφελειν , ὁ ἐστιν αὐξεσθαι το δανειον το αὐξανομενον τοκῳ . Οἰτος . ὁ θανατος . παρα το
9999990 λεγομενος
Πολυδωρον . τροπος δε ἐστι λογος κατα παρατροπην του κυριου λεγομενος κατα τινα δηλωσιν κοσμιωτεραν ἠ κατα το ἀναγκαιον .
. δευτερος ὁ ἐπι πονηριᾳ κωμῳδουμενος . τριτος ὁ Ψακαδος λεγομενος . τεταρτος ὁ τραπεζιτης , οὑ μεμνηται Εὐπολις ἐν
9999990 καρπον
του φθινοπωρου ληγοντος ἠδη και των καυματων μαραινομενων ἐκπεττουσι τον καρπον : ἀσθενη γαρ αὐτων την ὑγροτητα και γλισχραν οὐσαν
, ἱπποσελινου και τον καρπον και τας ῥιζας , ἱππομαραθρου καρπον και τας ῥιζας , στρουθιου τον καρπον και τας
9999990 ἐπιδεχομενον
ἐγενηθη . Το μεν οὐν μεγεθος αὐτης ἑκατον τριακοντα κλινας ἐπιδεχομενον κυκλῳ , διασκευην δ ' εἰχε τοιαυτην . Κιονες
ἐξῃρηται παντων , ὑπερφυες ἀιδιον προϋπαρχον , οὐδε παραθεσιν τινα ἐπιδεχομενον οὐτε ὑπεροχην τινος ἐν πολλοις προτεταγμενην : ἀλλ '
9999990 ταττομενον
μεν οὐν ἁπαξαπαντων . ὁτι το ταττομενον ποιω ; το ταττομενον γαρ δει ποιειν τον σωφρονα ; μαλιστα παντων .
οὐ γαρ ; ἠλιθιωτατος μεν οὐν ἁπαξαπαντων . ὁτι το ταττομενον ποιω ; το ταττομενον γαρ δει ποιειν τον σωφρονα
9999990 συγγινεται
. και ἐπει παλιν αἱ κλητικαι συνεμπιπτουσι ταις εὐθειαις , συγγινεται δ ' εὐθειαις τα ὁριστικα και ἐτι αἱ κλητικαι
ἀλλα την ψυχην . ὑπενοηθη δε ὁτι και τῳ Ἀλκιβιαδῃ συγγινεται κατα τον αἰσχρον ἐρωτα . οἱ δε περι Σωκρατους
9999990 ἐνοντος
γιγνωσκοι ὁτι ἠ το σωμα ὑπεραιμουν δειται θεραπειας ἠ κοπου ἐνοντος δειται ἀναπαυσεως , ἠ κριθιασις ἠ ἀλλη τις ἀρρωστια
εἰσι φιλοι . ἐαν δε ξηροτεροι ὠσι και ἀναπεπταμενοι μη ἐνοντος τρομου , κακοι και πονηροι , οὐ μεντοι κεχαρισμενοι
9999990 παροντων
. και προς ἐκεινον μεν εὐκολον οὐσαν ἑωρα την ἐπαναστασιν παροντων μεν αὐτῳ των Μυρμιδονων , διαβεβλημενου δε προς τους
. ξενων παροντων : δια το ἐν τοις Βαβυλωνιοις πολλων παροντων ξενων εἰρηκεναι κατα πολλων τον Ἀριστοφανην : διο και
9999990 γινομενος
ἀλληλα και ἐκ της ἐν τῃ γῃ των ἱππων ποδοκροτησεως γινομενος , χριμπτεται και προσπελαζει ἡμων τοις ὠσιν . ἀλλως
τους λογους θειναι . Ὁ δε γε περι τοιαυτης τεχνης γινομενος πας λογος συντομιας τε και σαφηνειας ἐπιδεισθαι μοι δοκει
9999990 ἐσθιομενον
ὁλκης αʹ , ἠ ἀψινθιον συν οἰνῳ : μελι τε ἐσθιομενον και πινομενον συν ὑδατι : μελισσοφυλλον τε συν νιτρῳ
. τουτου ἑψομενου ὁ ζωμος πινομενος , κοιλιαν μαλασσει . ἐσθιομενον δε νεφρους θεραπευει . Πελαργος πτηνον ἐστι καλλιστον .
9999990 καταχριομενον
ὀξει , κρινου ῥιζα μετα μελιτοϲ , κρομυον ϲυν ὀξει καταχριομενον ἐν ἡλιῳ , κροκοδειλου χερϲαιου κοπροϲ , ὁμοιωϲ και
ἐξαιρει βατραχιον καταπλασθεν ἠ καππαρεως φυλλα ἠ ψιμυθιον συν ὀξει καταχριομενον : χρονῳ δ ' αἰρει τουτο . μωλωπας δε
9999990 φθεγγομενον
οὐν ἑκατερον αὐτων προς δυο ποιουμενους την ἀναφοραν , το φθεγγομενον και το κρινον , τουτ ' ἐστι φωνην και
ἀπο γαρ ὀλομενος οἰχομαι , οἱον οἱον εἰδον γραφαις μελος φθεγγομενον τλαμων . αἰαι , κακων ἀρχηγον ἐκφαινεις λογον .
9999990 περιττοτερον
θεωρει ὁτι οὐδεν νεωτερον ὀψονται οἱ μεθ ' ἡμας οὐδε περιττοτερον εἰδον οἱ προ ἡμων , ἀλλα τροπον τινα ὁ
παντας μεν γαρ ἀνθρωπους ὑπ ' ἐκεινου πρεπει νικασθαι , περιττοτερον δε παντων ἐμε τον ἐν τοσαυταις μυριασιν ἀνθρωπων ,
9999990 νηχομενον
και εἰ τι ἀρα ἡ θαλασσα ἠ το κρυος παραχρημα νηχομενον γε ἠ ὑστερον κακωσαι δοκει , ῥαϊσας το σωμα
, και Σηστον και Ἀβυδον , ὁπῃ γαμον ἐννυχον Ἡρους νηχομενον τε Λεανδρον ὁμου και λυχνον ἀκουω , λυχνον ἀπαγγελλοντα
9999990 διαπραττεται
οὑτω λεγεις ; Ἐγωγε . Οὐκουν θεραπεια γε πασα ταὐτον διαπραττεται ; οἱον τοιονδε : ἐπ ' ἀγαθῳ τινι ἐστι
ἐτι συμβαλλομενων . ἀλλ ' ἡ γλωττα μεν οὐ σμικρα διαπραττεται περι την ἐνεργειαν ταυτην , οἱα χειρ ἀει μεταβαλλουσα
9999990 βαλομενος
Ἀγαθοκλης ἀποβιβασας την δυναμιν προς τας καλουμενας Λατομιας και χαρακα βαλομενος ἐκ θαλαττης εἰς θαλατταν ἐνεωλκησε τας ναυς . Οὑτω
ἐδῃωσε και ἐνεπρησε παντα , ἐπειτα χαρακα προ του ἀστεος βαλομενος και κυκλῳ περιλαβων τῳ στρατῳ και μηχανας ἐπιστησας ἐπολιορκει
9999990 στρεφονται
οἰκτειρουσα δε και τας συγγενεις ψυχας , αἱ περι γην στρεφονται ἐτι , και ὑπο φιλανθρωπιας ἐθελουσα αὐταις συναγελαζεσθαι ,
τουτο κακισειεν ἀν τις τους σοφιστας , ὁτι περι ταυτα στρεφονται , ἀλλ ' ὁτι μηδεν περι οὐσιας ἐπαϊοντες περι
9999990 μεινον
' οἱ ς ' ἐφυσαν , ἐμφρονες . Ποιοισι ; μεινον : τις δε μ ' ἐκφυει βροτων ; Ἡδ
αὐτων καθισῃς : ἀλλα ὡς ἐμμενεις τῃ ἁπλοτητι σου , μεινον , και καθιῃ μετ ' αὐτων και ὁσοι ἐαν
9999990 τριτον
τις ἀλλος αὐ ποιησιν ψιλην ἠ ἐν ᾠδῃ συντεθηκε , τριτον δε Σολωνι και ὁστις ἐν πολιτικοις λογοις νομους ὀνομαζων
τῃ δευτερᾳ τριωρῳ ἐκλειπουσης το ἡμισυ του κυκλου ἠ το τριτον τοις προς βορραν Αἰγυπτιοις λυπας και στρατιαν ἐπι την
9999990 ὀνομαζονται
κελαινοις : θανατηφοροις , ματαιοις , σκοτεινοις . Αὐδωωνται : ὀνομαζονται , καλουνται . ἐπωνυμον : φερωνυμον . ὁμαρτη :
και το μεν εἰ ἐστι ζητημα , ἐπειδη πολλα μεν ὀνομαζονται , οὐχ ὑφεστηκασι δε , οἱον τραγελαφος , σκινδαψος
9999990 ἀνερχομενον
. Περι γαμου ἐπισκοπητεον οὑτως : ἀνδρα μεν Ἠελιον και ἀνερχομενον σκοπον ὡρης , αὐτην δ ' ἐκ ζῳδιου θ
Ὁμηρου Ζ . . Γ . . , . νεον ἀνερχομενον . * ) [ ἡ διπλη ὁτι το νεον
9999990 δεδεγμενον
και τριψας την κεφαλην , ὁρων ἐπισημαινομενον τον δημον και δεδεγμενον τους παρ ' ἐμου λογους , ἀμφοτερων ἐφη θαυμαζειν
. και λεγομεν ὁτι ὡς σαφεστερον : σαφεστερον γαρ το δεδεγμενον αὐτης της ποιοτητος . παλιν ἀπορουσι δια τι ἐν
9999990 προβαλλεται
αἰτιαν , τουτεστιν αὐτο το χρωμα , ὁπερ ὁ φευγων προβαλλεται : ἀλλ ' ἀμφιβολον και ζητουμενον , και δει
τουτων οὐδετερον εἰπειν εὐτυχει , ἀνθοτου τον νομον , ἀνθοτου προβαλλεται τα γραμματα , και τα τοιαυτα . εἰτα ἐντευθεν
9999990 χρονων
. προσεκτεον δε και ταις ἐπεμβασεσι ταις προς τους των χρονων τοπους γινομεναις ὡς οὐ τα τυχοντα και αὐταις συλλαμβανομεναις
δυναμαι πονων τηρω τε το φιλτρον , ὁ παρα των χρονων ἐκεινων ἐκτησαμην . ποιω τοινυν και νυν το του
9999990 ἐπινοειται
γαρ , ὁτι ” ἀπηντησε τοπῳ ” . τριχως δε ἐπινοειται τοπος , ἁπαξ μεν χωρα ὑπο σωματος πεπληρωμενη ,
του κοσμου . κατ ' ἀκρα δ ' αὐ διηκον ἐπινοειται ὁ ἀξων . εὐθυ δε ἀντι του ὀρθον .
9999990 δηλουται
μεν Θεμιστοκλεους , συγχρονος δε Περικλεους , ὡς δια τουτων δηλουται . ἐμβραχυ . ἐμνβραχυ : συντομως και ἁπλως .
γαρ Τεανον το καλουμενον Σιδικινον ἐφεξης κειμενον ἐκ του ἐπιθετου δηλουται διοτι των Σιδικινων ἐστιν . οὑτοι δε Ὀσκοι ,
9999990 ὀρεγομενον
του και μετα φαντασιας ἠ ὀρεξεως : οὐθεν γαρ μη ὀρεγομενον ἠ φευγον κινειται , ἀλλ ' ἠ βιᾳ μεταβαν
, ἐν αἱς ἱδρυται ἀνθρωποις το λογιζεσθαι , τον δε ὀρεγομενον μεγαλων οὐκ εὐχερες καλως πραξαι ἁ ἐπιβαλλεται , ἐαν
9999990 ποταται
ὀλλυμενας : τι γαρ κευθω † φρενος θειον ἐμπας † ποταται , παροιθεν δε πρῳρας δριμυς ἀηται κραδιας θυμος ,
, ὡς λεγουσι , Τανταλος κορυφης ὑπερτελλοντα δειμαινων πετρον ἀερι ποταται : και τινει ταυτην δικην , ὡς μεν λεγουσιν
9999990 τηρουσιν
ἐπιπεδῳ ἐπ ' ἀπειρον ἐκβαλλομεναι ἐπι μηδετερα συμπιπτουσιν , ἀλλα τηρουσιν ἐν παντι την διαστασιν . των δε σχηματων ἐπιπεδα
: εἰτα δε και ταυτα ἐπιφραξαντες τῃ ὑλῃ και ἐπιχωσαντες τηρουσιν ἀναβαινοντες κατα κλιμακος , ᾑ ἀν ὁρωσι τον καπνον
9999990 νοουσιν
εἰεν ἀοιδης . Τινες δε το κυμαινοντος ἐπι του Καυκασου νοουσιν ὡς ἐπιδεχομενου πολλην χιονα , ἠτοι ὁτι του Καυκασου
ἠ και πλειους το αὐτο , ὁ δηποτε ἐστιν ὁ νοουσιν , εἰτε ἀρχη ἐστιν ὁ νοουσιν ἠ κτημα ἠ
9999990 καματων
γνωμην μεταβαλοντες ἐκ των προτερων ἀγαθων , δια των δευτερων καματων ἐστησαν ὀρθην την καρδιαν , τουτεστι δια τας ὑπερβαλλουσας
και γενναιων ἐργων ὡν ἐδρασε , φιλτρων τε και εὐνοιας καματων τε κοινωνιας της προς ὑμας . νυν δε καιρος
9999990 δεον
γραφουσιν . ὁμοιως ἐν Ἰλιαδι „ μνησαι πατρος σειο „ δεον κτητικως . . . Ω . Ξ . ζ
τας δε ἑκατερωθεν δηφενσορας ἐν ταις εἰρημεναις κινησεσιν : ἡντινα δεον , εἰ χρη γενεσθαι , Ἰλλυρικιαναν καλειν . Ἡ
9999990 συναγουσιν
συγκεκλεισμενων . Εἰλησις . ἐκκαυσις . Εἰλυφοωσιν . εἰλουσι , συναγουσιν . Εἰ μη τι , ἀντι του πλην .
ἀπο της ἐντομης . ὡν ἐνιους μεν εὐθυς εἰς ἀγγεια συναγουσιν , ὡσπερ και τον του τιθυμαλλου ἠ μηκωνιου ,
9999990 γιγνομενον
ἑλοιτο πενης δοκειν μαλλον ἠ πονηρος ; ἠ το νυνι γιγνομενον ἡττον ὑμιν δοκει τινος αἰσχρον εἰναι , το τους
ἐρειν ὡς οὐκ αὐ ἐχει οὑτω ταυτα : το δε γιγνομενον οὐκ ἐννοεις , ὁτι οὐδεις των λογων ἐξερχεται παρ
9999990 δεχομενος
φησιν ὁτι “ ἀλλ ' ὡς ἀξιουσιν ” ὡς μη δεχομενος τα παρ ' αὐτων . ἐνεργειᾳ γαρ ὑπαρχουσιν αἱ
πεδιῳ αὐλων ὑποκειμενος και τον ἠχον εἰς αὑτον ὡς ὀργανον δεχομενος παντων των λεγομενων μιμητην φωνην ἀπεδιδου , ἰδιᾳ μεν
9999990 μηρον
, πλειους δε Αἰγυπτιοι . και βαλλει Μεγαβυζος εἰς τον μηρον Ἰναρον , και τρεπεται , και νικωσι Περσαι κατα
τοις γονασι . ταυτα ἀκουσας ὁ Κυρος ἐπαισατο ἀρα τον μηρον και εὐθυς ἀναπηδησας ἐπι τον ἱππον λαβων χιλιους ἱππεας
9999990 τικτομενον
μη ἀνταρῃ κατα της φυσεως , ὁμοιον τῳ πατρι το τικτομενον γινεται . και ἐπι μεν των ἐνυλων ἐνδεχομενα ταυτα
φυσωδες δ ' ἐστι πνευμα δηλονοτι το ἐξογκουν το μοριον τικτομενον ἐξ ὑγρων γλισχρων και παχεων ὑπο θερμοτητος μετριας .
9999990 νεμομενον
των ἰδιων στερουμενοι . καστωρ ἐστι ζῳον τετραπουν ἐν λιμνῃ νεμομενον . τουτου λεγεται τα αἰδοια εἰς τινας θεραπειας χρησιμα
ἐξ ὀροβων σκευαζομενον ῥοφημα ἐπιτηδειοτατον τοις ἀνωτερω ἐχουσι το ἑλκος νεμομενον : σκευαζεται δε οὑτως . Ὀροβοι βραχεντες ὑδατι θερμῳ
9999990 παλαιοτερον
ἀλλα ἐν Ἰταλιᾳ ᾠκησεν , ὑστεροις εὑρισκω χρονοις ἀφικομενα . παλαιοτερον δε τουτου στολον ἀπανασταντα της Ἑλλαδος εἰς τα προσεσπερια
τηι δημηγοριαι , ὡς δε τἀληθες ἐχει , το και παλαιοτερον αἰει τι θαυμαζομενη : Θουκυδιδης γουν . . .
9999990 τιθενται
και αὐτοι ἀλλην ψυχην ἠ νουν εἰσαγουσιν , ὁν ἀθανατον τιθενται . Την οὐν λογιζομενην ψυχην ἀλλως ἐντελεχειαν ἠ τουτον
, ἀλλ ' ἐκεινο μονον , που το συμφερον αὐτοις τιθενται , ποτερον ἐκτος ἠ ἐν προαιρεσει . ἀν ἐκτος
9999990 ἐρχομενον
ἀσφαλεως ἀγορευει αἰδοι μειλιχιῃ , μετα δε πρεπει ἀγρομενοισιν : ἐρχομενον δ ' ἀνα ἀστυ θεον ὡς εἰσοροωσιν . και
ἐεικοστῳ ἐνιαυτῳ . τον δε πολυ πρωτος ἰδε Τηλεμαχος θεοειδης ἐρχομενον κατα δωμα συβωτην , ὠκα δ ' ἐπειτα νευς
9999990 φυομενον
γαρ ἐλειοσελινον το παρα τους ὀχετους και ἐν τοις ἑλεσι φυομενον μανοφυλλον τε και οὐ δασυ γινεται , προσεμφερες δε
και οὐκ ἀξιουσαι περιιδειν κοινον ἐπι τοις περιοικοις ἁπασι κακον φυομενον . Τεως μεν οὐν προς το Σαβινων ἐθνος ἀποστελλουσαι
9999990 νεμομενος
τε ταξεων και φυλακων ἑδρας ; Θεσσαλος ἠ παραλιαν Λοκρων νεμομενος πολιν ; ἠ νησιωτην σποραδα κεκτηται βιον ; τις
ἠγουν σειεσαι περι τοτε . Κληρονομος : ὁ τον κληρον νεμομενος . Καλλος : δια το προς αὐτο καλειν .
9999990 διδομενον
ὁ δε δανειζομενος το δυνον , το δε μεσουρανημα το διδομενον ἀργυριον , το δε ὑπο γην μηνυει σοι την
και σκωληκας παντοιους και ἀσκαριδας και το ῥινημα του ἐλεφαντος διδομενον . παντοιας ἑλμινθας φθειρει και καλαμινθη : ξηραν βαλλων
9999990 παρειας
, και ἀπαγομενας συν ὑβρει και ἀτιμιᾳ ξαινομενας τε τας παρειας συν οἰμωγῃ και ὀλολυγῃ και κοπτομενας πικρως , παιδας
ὠτειλη . ὠχρος ὠχριασις : “ ὠχρος τε μιν εἱλε παρειας . ” και ὠχρησαντα ὠχριασαντα : “ οὐτ '
9999990 φερεται
εἰς τα τοιαυτα . εἰπομεν δε ἀνωτερω πως ἐξ ἐναντιας φερεται προς τας ἀλλας τρεις διαλεκτικας μεθοδους . χωρις δε
και τουτοις και τοις ἐχουσι το εὐφορβιον . εἰ δε φερεται ἡ γαστηρ και πλεον δια την ξηροτητα φερεται ἡ
9999990 παραγονται
βαρυτονοι συζυγιαι πρωτοτυποι μεν εἰσιν , αἱ δε περισπωμεναι και παραγονται και παραγουσι : παραγονται γαρ ἀπο των βαρυτονων παραγουσι
. πως οὐν ἐκ της μοναδος και του αὐτου ἑνος παραγονται τα μεγεθη ; λεγομεν δε ὁτι προσεχως μεν παραγει
9999990 λεγομενον
γινονται ἐκ των ἐνεργειων τε και προχειρισεων , ποιειται το λεγομενον φανερον δι ' αἰσθητου παραδειγματος σωμα παραλαμβανων ἰσχυρον ,
, ἀμεινον δε κατα τα ἀνωτερω εἰρημενα θεωρητικωτερον ἐκδεχεσθαι το λεγομενον , ἱνα εἰπῃ τον τριτον ἐλθοντα εἰς γενεσιν και
9999990 συμφυεται
. ἐαν μεν οὐν εὐθυς διαφορηθῃ το ὁλον ἐκχυμωμα , συμφυεται ῥᾳδιως ἡ διαστασα σαρξ : ἐαν δε χρονισῃ ,
περιλαμβανει αὐτην ἐσωθεν τε και ἐξωθεν : εἰτα ἀνιουσα αὐθις συμφυεται ἐπι τας [ ἀςκαρωτιδας ] και ἀποσχιζεται , ποιουσα
9999990 προσερχομενον
πετομενον , ἀλλα και ἁλισκεται δια την αὐτου σκιαν , προσερχομενον αὐτῃ καθ ' ὑδατος ὁραθεισῃ . Ἀμαλθειας κερας :
και ἐνθεασμους ὡς ἐκστατικην . μεταπειθοντι . ἱνα ἀλλον νοησωμεν προσερχομενον τῳ μουσικῳ χαριν τινος δεησεως και ὡν λεγει ,
9999990 προτεινομενον
ὀντες . Μονονουχι λεγει σαφως , εἰ γερας ἐστι βασιλικον προτεινομενον ὑπο των θεων το ἀγαθοποιειν , και πλουτοδοτας εἰναι
προβαλλομενον εἰς κατασκευην αὐτου του προτεινομενου , πορισμα δε το προτεινομενον εἰς πορισμον αὐτου του προτεινομενου . μετεγραφη δε οὑτος
9999990 ἀναφυεται
εἰρησθω . εἰ δε παλιν ὑποθωμεθα ἑτερας ἀρχας , παλιν ἀναφυεται ἀπορια , ποτερον ἀφθαρτοι και αὐται ἐσονται ἠ φθαρται
γαρ ἐξεστι , μοι ἀποκηρυσσειν και ἀντιλαμβανεσθαι : στοχαστικη δε ἀναφυεται ἀντιληψις , ποτερον ὡς πονηρους ἀπεκηρυττεν . ἠ ἱνα
9999990 παρεπομενον
ἐγω δε σοι φρασω . ἐστι γαρ τι θειᾳ μοιρᾳ παρεπομενον ἐμοι ἐκ παιδος ἀρξαμενον δαιμονιον . ἐστι δε τουτο
; και περινοστησαι την πολιν τουτο κηρυττοντα και τον γραμματεα παρεπομενον ἐχειν και τουτον ἑκαστῳ δεικνυναι τον νομον , και
9999990 ἀρκειν
ἐχει πηχων ἑκατον ἡ διωρυξ , βαθος δ ' ὁσον ἀρκειν μυριοφορῳ νηι : οὑτοι δ ' οἱ τοποι πλησιαζουσι
οἱ γε τοσαυτην ἐσχον ὑπερβολην , ὡστ ' οὐδε τοσουτον ἀρκειν ὑπελαβον , αὐτεπαγγελτοι προς τον οἰκισμον ὁρμησαι , ἀλλ
9999990 φιλουνται
λυγκουρια . ὁτι φιλοτεκνον πανυ αὐτων το γενος , και φιλουνται ὑπο του Ἀπολλωνος ὡς αἱ σφιγγες ὑπο του Διονυσου
φιλτρα , οἱς οἱ ἐπισταμενοι προς οὑς ἀν βουλωνται χρωμενοι φιλουνται ὑπ ' αὐτων . Ποθεν οὐν , ἐφη ,
9999990 διαφερομενον
Νικοστρατον τον κιθαριστην λογος τις περιεισι λεγων Λαοδοκῳ τῳ κιθαρῳδῳ διαφερομενον ὑπερ μουσικης εἰπειν ὁτι ἀρα ἐκεινος μεν ἐστιν ἐν
και ἑν ἐστιν , ἐχθραι δε και φιλιαι συνεχεται . διαφερομενον γαρ ἀει ξυμφερεται , φασιν αἱ συντονωτεραι των Μουσων
9999990 ἀνακειμενον
το δημιουργημα . τουτο μεντοι το δωρον ἱστορηκαμεν και ἡμεις ἀνακειμενον ἐν Ῥωμηι ἐν τωι ἱερωι του Διος του Καπετωλιου
τουτον μεν οὐν οὐχ ἑωρακαμεν ἡμεις , τον δε Διονυσον ἀνακειμενον ἐν τῳ Δημητρειῳ τῳ ἐν Ῥωμῃ καλλιστον ἐργον ἑωρωμεν
9999990 προσφερεται
δ ' ὁπλοις οὐκ . τα μεν γαρ οὐθεν εὐφυες προσφερεται προς ἀπατην μεμηχανημενον , ἡ δε των ῥητορων εἰσαγωγη
ἀλλα και της ἐξωθεν ἀρδομενης τροφης , ἡν ἡ κυουσα προσφερεται . προς δη τι ταυτα λεγω ; ὁτι κατα
9999990 εἰσαγομενον
ὠσι και λυπωσι τον λογον , δει το παρα σου εἰσαγομενον ἐπανορθουσθαι το ἀτοπον οὐχ ἁπλως , ἀλλα ταις παρα
χρωνται . κατοινοι δ ' ὀντες καθ ' ὑπερβολην τον εἰσαγομενον ὑπο των ἐμπορων οἰνον ἀκρατον ἐμφορουνται , και δια
9999990 ἀνομον
κλυειν . Μη μ ' , ἱκετευω , προσιδητ ' ἀνομον . Ζευ Ἀλεξητορ , τις ποθ ' ὁ πρεσβυς
τουτο και μελανες εἰσι : και γαρ το γενος αὐτων ἀνομον ἐστιν . ἐκ δε του δευτερου ὀρους του ψιλου
9999990 ἐπιφερον
μεν περιεχον κατα των πραξαντων , ἐλεον δε και συμπαθειαν ἐπιφερον προς τους ἀνηκεστα πεπονθοτας . ἀπηντησαν γαρ αὐτῳ μεθ
γνωμην συγκακουσθαι . σμηʹ . Κεφαλαια ἐστι παθος πονον κεφαλης ἐπιφερον ἀνυποιστον κατα περιοδους τινας , ὡστε και ἠχον εἰναι
9999989 ἐπιγινεσθαι
δε εὐ βουλευθεντι πρηγματι τελευτη ὡς το ἐπιπαν χρηστη ἐθελει ἐπιγινεσθαι . Οἱ μεν ταυτα ἐλεγον , Γελων δε πολλος
ἀλλων ἀλλοις και τα μεν διαλυεσθαι , τα δ ' ἐπιγινεσθαι , τα μεν μενειν ἐν τῳ αὐτῳ , τα
9999989 συνεσται
μεν ἀγριος ἐστι και χαλεπος και ὀλιγον τινα χρονον αὐτῃ συνεσται και τουτον δυσκολως δια τους ἀθλους και τας ἀποδημιας
πρᾳοτερος ἐσται και ἀμεινον βιωσεται και σοι τον λοιπον ἠδη συνεσται χρονον οἰκοι μενων . ταυτα δε διελεγετο ὁ Κενταυρος
9999989 ἀντεγκαλουσιν
ἀντεγκληματικῳ λεγει ἀλλ ' ἐν τῳ ζητηματι τουτῳ ἐν ᾡ ἀντεγκαλουσιν ἀλληλοις Δημοσθενης και Αἰσχινης : ἰσως γαρ ἐν ἀλλῳ
στρατι - ωτην καθευδοντα και ξιφος αὐτῳ παρακειμενον , και ἀντεγκαλουσιν ἀλληλοις . ἐστι δε και ἑτερον εἰδος των διπλων
9999989 φεροντος
ἐφισταμενος αὐταις φερεται , ἐπιλαβων ταιν χεροιν τω ὀφθαλμω του φεροντος . ταυτην και ἱππαδα και κυβησινδα καλουσι την παιδιαν
] . Ἀναμνησθωμεν δ ' ἡμετερου τινος αὐτων ἐργου , φεροντος εἰς τα παροντα . ἠν γαρ ποτε χρονος ,
9999989 δεδεμενον
λεγων λυεσθαι το γυναιον δεχ ' ἡμερων το ἐν Ἀπολλωνειῳ δεδεμενον , ὡς οὐκ ἐτι λυσιμον ἐσομενον ἐαν αὐται παρελθωσιν
σωμα διαφερει : δεμας μεν το ζων σωμα παρα το δεδεμενον εἰναι τῃ ψυχῃ , σωμα δε παρα το σημα
9999989 πλειστοις
μεν και τελεον αὐτης φαινεται διαμαρτανων , ἐν δε τοις πλειστοις του μεν τοιουτου περικρατων , ἀπᾳδων δε σαφως των
ποτε ὁραν και πλεοντας και βαδιζοντας , και τουτοις ἀει πλειστοις κατα τας ὁδους ἀπανταν , πονηρον και δυσχερη συμβολον
9999989 ἀλιμενον
: Βαδιζων . . σωμα : Το ἐμον . . ἀλιμενον αἰθερος : Την τελος οὐκ ἐχουσαν , οὐδε ὁρμον
ἀγκυρουχιαις θαρσουσι ναων ποιμενες παραυτικα , ἀλλως τε και μολοντες ἀλιμενον χθονα ἐς νυκτ ' ἀποστειχοντος ἡλιου . φιλει ὠδινα
9999989 κτεινουσιν
ὑπωπτευετο εὐπορειν μεγαλως χρηματων . Λαχαρην μεν οὐν τουτων ἑνεκα κτεινουσιν ἀνδρες Κορωναιοι : Δημητριος δε ὁ Ἀντιγονου τυραννων ἐλευθερωσας
ἐν κυκλῳ κεντρα ἐχον , δι ' οὑ τους βασανιζομενους κτεινουσιν . ὁμοιον δε ἐστι κναφικῳ κτενι . Κνησιωντα ,
9999989 τηκομενον
ἀλλους ἐωμεν χαιρειν αὐτοις βιοις , τον μεν ἐν ἡδονῃ τηκομενον , τον δ ' ἐν γῃ πονουμενον , τον
τῃ γλωσσῃ κρατειται κυαμου μεγεθος ὡστε καταπινειν ἐπι σχολης το τηκομενον , και σφοδρα την ἀρτηριαν λεαινει τε και ἀνδρειοι

Back