και μισγομενῃ τῃ φυσει ἐουσῃ : ὡσπερ ἐν ἀγγειῳ μεγαλῳ εὐρυχωριη ἐστι πολλη ἠ ἐν μικρῳ , οὑτω δε και
στενων γινεται , και το ὑγρον κλονησιν τοτε ἰσχει , εὐρυχωριη γαρ οἱ τοτε γινεται ἐνθα κλονησεται : και τῳ
9999899 εὐρυχωριᾳ
ἐν ταις πλευραις ὑμενας ὑπεζωκοτας : τῃ δε του θωρακος εὐρυχωριᾳ , ἡ καλειται κενα θωρακος , ὁ πνευμων χρηται
κοτυληδονας ἠ πλεκταινας και κεραιας λεγομενας εἰναι φησιν ἐν τῃ εὐρυχωριᾳ της ὑστερας , αἱτινες μαστοειδεις ἐκφυσεις ὑπαρχουσι , πλατειαι
9999823 κλειδα
ἑκουσαι θυματα γινονται , ἐπαταξαν ἑαυτας τῃ κερκιδι παρα την κλειδα και ἀνερρηξαν την σφαγην . και αὐται μεν ἀμφοτεραι
του ποντου κληιδα : λεγει δε το στενον ὁθεν και κλειδα το στενον - ἐκεινο ὠνομασε : ἀπο γαρ του
9999812 γυμνασιῳ
της γλωττης . διατριβην δε εἰχε προς τῳ Λυκειῳ τῳ γυμνασιῳ . λεγεται δε και τουτο περι αὐτου , ὡς
την μεν ἐπι ταις σκληραις ἀνατριψεσι και λαβαις και σφοδρῳ γυμνασιῳ και κονει πολλῃ γεγενημενην , [ ἠ ] ἐλαιῳ
9999812 αἰσχυνεσθε
' ὑμων τινες ἐνθαδε ποιουσιν ; κἀκει παλιν εἰτα οὐκ αἰσχυνεσθε , εἰ μηδ ' ἁ παθοιτ ' ἀν ,
δια το ἀπαρασκευοι ἐγχειρειν . ὑποστικτεον οὐν εἰς το μη αἰσχυνεσθε ὁ μεμφονται : οἱ Κορινθιοι μεμφονται πολιν : την
9999811 κρυσταλλοειδες
ὑγρον , ἐμφυομεναι δε τῳ κρυσταλλοειδει . τουτο δε το κρυσταλλοειδες ὑγρον το πρωτον ἐστι της ὀψεως ὀργανον , λευκον
και κυκλος εἱς ὁ προειρημενος ὁ μεγιστος των κατα το κρυσταλλοειδες , ὁρος τε κοινος ἀμφοτεροις ἐστι και συνδεσμος αὐτοις
9999811 γλοιωδες
τοτηνικαυτα ἐπιβαλλειν δει το των πιτυρων ἀποζεμα : ἐστι γαρ γλοιωδες και χαλαστικον , ἐτι γε μην και συγγενειαν ἐχον
Λιθαργυρον , θειον ἀπυρον ἰσα μετ ' ὀξους και οἰνου γλοιωδες ἐπιχριε : ἐγω ἐλαιον οὐ μιγνυμι και ἀντ '
9999807 ἀρτηριηϲ
τηϲ μεν γαρ φλεβοϲ ῥιζωϲιϲ ἡπαρ , τηϲ δ ' ἀρτηριηϲ ἀρχη κραδιη . δοκεοιϲ ἀν ὠν μεν τα ἀνω
μελικρητον ἠ χυλον ἐγχεαντα μυϲτιλῃ μακρῃ , ὑπεραιροντα ὑπερ τηϲ ἀρτηριηϲ , ἐϲ τον ϲτομαχον ἐγχεειν : τοδε γαρ ἐτι
9999798 Φρυγες
, τουτεστι το θρηνητικον . οἱ γαρ Μυσοι και οἱ Φρυγες μαλιστα εἰσι θρηνητικοι . . ] και μοι γενειου
το οὐνομα μετεβαλον ἐς Φρυγας . Ἀρμενιοι δε κατα περ Φρυγες ἐσεσαχατο , ἐοντες Φρυγων ἀποικοι . Τουτων συναμφοτερων ἠρχε
9999792 δριμυτητι
ἑως οὑ ἀπολεπτυναν τα βλεφαρα ἐκπλυνῃ , και σμηξῃ τῃ δριμυτητι . Τον ὑπο νευρων ὀχλουμενον καταντλητεον αὐτα τε τα
ἐαν μεν ἀμικτος ἡ χολη συρρεουσα τυχῃ , τῃ σφοδρᾳ δριμυτητι τον ἐσθιομενον ἑρπητα συνιστησι μετ ' ἀναβρωσεως το συνεχες
9999792 ἐσπουδασε
πλεον θατερον ἡγησαμενος ἀπεργαζεσθαι , τας δε περι το μανθανειν ἐσπουδασε τε και κοσμησας την ψυχην οὐκ ἀλλοτριῳ ἀλλα τῳ
τους οὐν ἐκ φυσεως συναγωνιστας ὑπαρχοντας εἰς ἐχθρων μετελθειν ταξιν ἐσπουδασε κατηγορους ἐπιστησας τους δεοντως ἀν συναγορευοντας , πατερα και
9999791 φυλλαδα
: ὁ δε Δαφνις και ἐκαλεσε τινας αὐτων ὀνομαστι και φυλλαδα χλωραν ἐδωκε και κρατησας ἐκ των κερατων κατεφιλησε .
ἀλευρα ἐκ κριθων , ἠτοι ἀλφιτα νεοθηλεα ] νεωστι βλαστησαντα φυλλαδα ] εἰδος βοτανης φυλλαδα ] βοτανην τινα ἰσχνην ]
9999791 ἀρτοϲ
βραχεια οἱον γᾰρ , δαϲεια οἱον ῥημα , ψιλη οἱον ἀρτοϲ , ἀποϲτροφοϲ οἱον ὡϲ ἐφατ ' , ὑφεν ὡϲ
ὁ δε ἀμυλοϲ ὀλιγοτροφοϲ ἐϲτιν , ὡϲπερ και ὁ πεπλυμενοϲ ἀρτοϲ . αἱ δε κριθαι ψυχραϲ εἰϲι δυναμεωϲ και ῥυπτικηϲ
9999789 ἀτρυγετοιο
βητην , ὡς ἐκελευς ' , ἐπι θιν ' ἁλος ἀτρυγετοιο . αὐταρ ἐπει ῥ ' ἐπι νηα κατηλυθον ἠδε
Ἡσιοδος [ . ] : μοιραν ἐχει γαιης τε και ἀτρυγετοιο θαλασσης . ἠ ἐπει Λιμνατις ἡ Ἀρτεμις τιμαται :
9999788 Ἀλεξανδρῳ
τις κακη : και οὐν και τουτο αἰτιον γενεσθαι ἀποσωθηναι Ἀλεξανδρῳ τον στρατον : οὐ γαρ ἀν σωθηναι πλευσαντας ὑπερ
των ἀει βασιλεων πραγματα , κατ ' οὐδεν ἀξιουν συμβαλλειν Ἀλεξανδρῳ τε και τοις Ἀλεξανδρου ἐργοις τον Πολυδευκην και τον
9999788 ἠλευθερωσε
Σικελιαν ἁμα λογασιν ὀλιγοις θαττον ἠπερ τις ἠλπισε παντος αὐτην ἠλευθερωσε λῃστηριου . Ὁτι ὁ των ἀποστατων βασιλευς Εὐνους ἑαυτον
κολπον ἡ Ὀφιωδης καλουμενη νησος ἀπο του συμβεβηκοτος , ἡν ἠλευθερωσε των ἑρπετων ὁ βασιλευς , ἁμα και δια τας
9999788 φαινῃ
, τον δε σοφι - στην ὁτι ποτ ' ἐστιν φαινῃ ἀγνοων , ᾡ μελλεις σαυτον ἐπιτρεπειν ; Και ὁς
κομιζοντων . ἐρρωσο . , . . . Αὐτοματως ἐμιν φαινῃ πλεονα των καλων ἐχεν : το γαρ ἐσπουδασμενως ἐθελεν
9999787 τερεβινθινηϲ
, πιϲϲηϲ ξηραϲ , ταυρειου ϲτεατοϲ ἀνα # κ , τερεβινθινηϲ # γ , κηρου # ε , ἰου ξυϲτου
χυλου , ἀμυγδαλων πικρων , κομμεωϲ ἰϲα . Ἀλλο . τερεβινθινηϲ # α ∠ ʹ , κηρου , λιβανου ,
9999786 Φοινικη
Παφλαγονες παρεχουσι : τα γαρ τ ' ἀναθηματα δαιτος . Φοινικη καρπον φοινικος και σεμιδαλιν : Καρχηδων δαπιδας και ποικιλα
τον Πτολεμαιον Ἰταλια , Γαλλια , Σικελια , Ἀπουλια , Φοινικη , Χαλδαϊκη , Ὀρχηνια . κατα μερος δε ὡς
9999785 ἱπποδαμοιο
ὡς δε ἰδον Στρατοκλη , κρατερον μηστωρα φοβοιο , τριγλης ἱπποδαμοιο καρη μετα χερσιν ἐχοντα , ἀψ δ ' ἑλομην
' ἱκανον ὁθι πλειστοι και ἀριστοι ἑστασαν ἀμφι βιην Διομηδεος ἱπποδαμοιο εἰλομενοι λειουσιν ἐοικοτες ὠμοφαγοισιν ἠ συσι καπροισιν , των
9999785 χρῳ
! ! ! ! ! ] ν ? ὑποσμος ἐν χρῳ ! [ . ] οὑτως ἐρευναν και π [
ὡς ξυραμενοις μεν παχυτερον χρη προσφερειν το φαρμακον , ἐν χρῳ δε κειραμενοις ὑγροτερον . πολλης δ ' οὐσης της
9999785 ἡμισφαιριῳ
. ὁ Ἡλιος ὁρων την Σεληνην ἐν τῳ ὑπερ γην ἡμισφαιριῳ ταχεως την μηνυσιν ποιειται δια των συνιστορουντων , ὁ
ζʹ : ἐπει ἡ Σεληνη εὑρεθη ἐν τῳ ὑπο γην ἡμισφαιριῳ , λαμβανω ἀπο της ὡροσκοπουσης μοιρας ἑως της σεληνιακης
9999784 εὐρυποροιο
ῥοον Ὠκεανοιο νηυς , ἀπο δ ' ἱκετο κυμα θαλασσης εὐρυποροιο . * ) [ ἡ διπλη ὁτι ] δι
. . ἐμαθον δε ἐσοραν και βλεπειν ποντιον ἀλσος της εὐρυποροιο θαλασσης , ἠτοι δια της θαλασσης τας ὁδους αὑτων
9999784 Ἑλικωνι
μαλιστα ἐκφαινειν την σοφιαν , εἰ μη ματην ἐν τῳ Ἑλικωνι καθησαι ταις Μουσαις συμφιλοσοφων . Ἀλλ ' οὐ σε
συναπτων πορε μοι ῥοδον Κυθηρῃ , ἱνα συν ποθοις χορευω Ἑλικωνι , συν βελεμνοις . Φλογερον βελος τινασσει το γενος
9999783 ἡμισυ
, ἁτινα συν τοις λϚ γινονται νβ , ὁ ἐστιν ἡμισυ των ρδ Ἡ ΑΒ εὐθεια μοναδων ιβ : ἐτμηθη
ἐπιλαβεσθαι της κατασκευης , προσκαρτερων και αὐτος . το μεν ἡμισυ της νεως ἐν μησιν ἑξ εἰργασατο , και ταις
9999782 βαλανῳ
τα μεν δια στοματος λαμβανεται ποτιμα . τα δε τῃ βαλανῳ προσαγεται : χρωμεθα δε μαλιστα τουτοις , ἐπειδαν ὑπερπληθεισα
την γεγονυιαν ὑποδοραν ὑπερ του μη ϲυμφυηναι την ποϲθην τῃ βαλανῳ . τουτον μαλλον Ἀντυλλοϲ ἀποδεχεται τον τροπον πλατυκωτερον αὐτον
9999782 ὠνομαζε
τωνδε δ ' αὐ πελας Ἠλιδος δυναστορες , οὑς Ἐπειους ὠνομαζε πας λεως : Εὐρυτος δ ' ἀνασσε τωνδε :
διαγωνιου πασσαλου εἰς τον του ὀργανου βατηρα , ὁν χορδοτονον ὠνομαζε , την δε ποσην ἐπιτασιν ἀναλογως τοις βαρεσιν εἰς
9999781 κοιλιαϲ
ἐπιγινομεναιϲ βλαβαιϲ τῳ ϲωματι , ἐν τῳ περι των τηϲ κοιλιαϲ παθων τοπῳ μετα ταυτα δηλωθηϲεται : νυνι δε ἀναγκαιον
κηρωτη καθ ' ἑκαϲτην δευτερον νεαροποιειϲθω . ἐπεχομενηϲ δε τηϲ κοιλιαϲ και ἡ μαϲτιχη μετα των ἀμυγδαλων και του μελιτοϲ
9999779 κοιλῳ
ἀνυδρος , ἠ δασεια και ἐφυδρος , και εἰτε ἐν κοιλῳ ἐστι και πνιγηρη , εἰτε μετεωρος και ψυχρη :
δε αὐτης ἐπαγγελμα ἐστι τα ἐν κατακαλυψει ἀποστηματα και ἐν κοιλῳ περιτοναιου μη ἐαν γινεσθαι , ὁταν μη φθασῃ πυοποιηθηναι
9999779 κυριωτατη
τετραδος θεωρεισθαι . ἡ μεν γαρ μονας ἀρχη παντων και κυριωτατη πα - σων . . . . . .
, του νομου εἰποντος ἀναιρειν , φρουρειν : ἡ δε κυριωτατη λυσις ἐστι συγγνωμονικη : ὁτι ὠργισθη , παρωξυνθη ,
9999778 μηρῳ
πιοειδους πηγματος πλησιον περινεου . και τῳ [ ἐν ] μηρῳ κατα τα ἀποληγοντα μερη τα προς τῳ γονατι καρχησιος
ἐχων ⌈ ἐντετυπωμενον τῳ μηρῳ [ ] [ ἐν τῳ μηρῳ ἐντετυπωμενον ] κ , ὡσπερ και σαπφορας ὁ το
9999777 ἀγορᾳ
δ ' ἐβιαζετο . Ναρκην δ ' ἐνηδρευσεν ὡδε . ἀγορᾳ χρωμενος ἐσεπεμπεν ὡς ἐς φιλους . ὁτε δ '
. . . . τοὐψον ] ὁ ἐστιν ἐν τῃ ἀγορᾳ , ἐνθα τα ὀψα , οἱονει παντα τα ἐδεσματα
9999776 Πτολεμαιῳ
Ἀλεξανδρος ὁ Αἰτωλος και Λυκοφρων ὁ Χαλκιδευς μεγαλοδωριαις βασιλικαις προτραπεντες Πτολεμαιῳ τῳ Φιλαδελφῳ τας σκηνικας διωρθωσαντο βιβλους , τας της
της αὐτου πατριδος γραφων και παρατιθεις Διοδωρον τον γραμματικον συμφωνουντα Πτολεμαιῳ βασιλει „ γινεται δ ' Ἰαπετου θυγατηρ Ἀγχιαλη ,
9999776 ἐκοσμησε
πως διωκει Προδικος την ὑπ ' Ἀρετης Ἡρακλεους παιδευσιν : ἐκοσμησε μεντοι τας γνωμας ἐτι μεγαλειοτεροις ῥημασιν ἠ ἐγω νυν
ἱερα παντα τα κατ ' Αἰγυπτον ἀναθημασιν ἀξιολογοις και σκυλοις ἐκοσμησε , των δε στρατιωτων τους ἀνδραγαθησαντας δωρεαις κατα την
9999776 ἐθαυμασα
' οἱ παροντες ἡμιν οὐκ εἰχον μη πηδαν ἀναγινωσκομενης . ἐθαυμασα οὐν ὁτι ταυτῃ την προτεραν καθελειν ἐπιχειρησας τῳ φαναι
' ἀμφοιν μιαν ἐνηνοχεναι πληγην . ὡς δε τον λογον ἐθαυμασα , και δοκιμασαι την ἀληθειαν ἐγνωκα , σωζεσθαι τον
9999776 τιμιωτατη
τε ἀλλης ψυχης και του νου . και γαρ εἰ τιμιωτατη δυναμις της ψυχης ὁ νους , ἀλλ ' οὐ
ξυμφορης τερμα . Δου . σοφιη ἀθαμβος ἀξιη παντων [ τιμιωτατη οὐσα ] . Δου . μουνοι θεοφιλεες , ὁσοις
9999776 κριτηριῳ
, πολυ δε ὡραιοτερος ἀποφθεγματων λογοις , μεγαλως εὐδοκιμησεν ἐν κριτηριῳ λεξας : ἐοικεν , ἀνδρες δικασται , Δρακων ὁ
' ἐστιν αὐτοις ἡ ἐπιλαμψις ἀμαρτυρος πιστις ὀφθαλμοις ὠτων ἐναργεστερῳ κριτηριῳ βεβαιουμενη . το δε δοκουν των παρ ' ἐμοι
9999775 νοησε
θαλαμονδε Μελανθιος , αἰπολος αἰγων , οἰσων τευχεα καλα : νοησε δε διος ὑφορβος , αἰψα δ ' Ὀδυσσηα προσεφωνεεν
! ? ποντον ? χθονα τ ' , ἠδε ? νοησε [ ως . ] ? ? οἰδμα πολυπλαγκτοιο θαλασσης
9999775 οἰνελαιῳ
ἐπιδιαιρεσιν διαστελλειν τοις μοτοις , και τοτε ἐξωθεν μοτοφυλακα ἐπιτιθεναι οἰνελαιῳ βεβρεγμενον ἠ σπληνιον δυναμεως ἀφλεγμαντου , και παλιν ἐξωθεν
οὑτως ἐπιδεισθω . Τῃ δ ' ἑξης ἐμβρεχεσθω ὁ τοπος οἰνελαιῳ ἐπικειμενων των ἐπιδεσμων , και τουτο γιγνεσθω μεχρι τριτης
9999774 φοβηθεισα
, αὐτος γαρ ταυτα λεγει , ματην φασκων γεγονεναι , φοβηθεισα γαρ δηλαδη , μη πως ἐπιλαθηται της τεχνης ,
ἡ δε Λουκρητια δια το παραδοξον ἐκπλαγης γενομενη , και φοβηθεισα μηποτε ταις ἀληθειαις δοξῃ δια την μοιχειαν ἀνῃρησθαι ,
9999774 κεχωρηκε
καθ ' αὑτο , ἀλλα δι ' ἀμφοτερων ὁ λογος κεχωρηκε . Καλλος δε το σχημα ἐργαζεται . Το δε
: το πυρ ὁπερ ἀνεκαυσας , ἑως οὐ πολλῃ προσω κεχωρηκε φλογι , κοιμησον : ἰσχε δε δρομου μαργωντας ἱππους
9999773 τεθνηκε
αἰτιον του ἀλυειν αὐτους . και ἐπελεγεν εἰ μεν σοι τεθνηκε ζευγος , παρ ' ἐμου λαβων ἀπιθι και ἐργαζου
τῳ προτερον λογῳ και ἐκεινον τον λεγοντα ὁτι νικων μεντοι τεθνηκε , παλιν ὁ Ξενοφων ἐπεθετο τῃ κεφαλῃ τον στεφανον
9999773 φθαρτικη
ἱνα του ὀντως ἀγαθου τελους ἐπιτευξωμεθα . ἡ γαρ κακια φθαρτικη του τελους , ἠτοι κρυπτικη τις , ποιουσα μηδε
γενος οὐκ ἀκαταληπτα εἰσιν : ὁτι μεν γαρ δυναμις ὑπαρχει φθαρτικη και των ὑποκειμενων ἀλλοιωτικη ὡστε ἀναιρειν [ και ]
9999773 εὐποριᾳ
ὀλιγον ᾐ , σφοδρα δε ἁτερος θατερου ὑπερεχῃ ἀρετῃ ἠ εὐποριᾳ ἠ τινι ἀλλῳ , οὐκ εἰσι φιλοι : οὐτε
ἐραν δι ' ὑγιειας ποιησας , ὑγιειαν δε ἡδιω συν εὐποριᾳ καταστησας , τῳ δε μεσῳ τα ἀκρα οἱον γομφῳ
9999772 κτισθεισα
, και οὐδετερως Μυριναιον . Μυρκινος , τοπος και πολις κτισθεισα παρα τῳ Στρυμονι ποταμῳ . το ἐθνικον Μυρκινιος και
, . . . . Αὐλωνια : πολις ὑπο Κροτωνιατων κτισθεισα και ἀπο των προκειμενων αὐλων ἐχουσα το ὀνομα :
9999772 Κιμωνι
ἐς Θεσσαλιαν Λεωσθενης ἠγαγε και οἱ πλευσαντες ἐς Κυπρον ὁμου Κιμωνι , των τε συν Ὀλυμπιοδωρῳ την φρουραν ἐκβαλοντων τριων
προ αὐτου γενομενοις ἡγεμοσιν ἐπιφανεστατοις , Θεμιστοκλει και Μιλτιαδῃ και Κιμωνι . ὁ δε Μυρωνιδης μετα την γενομενην νικην Ταναγραν
9999772 Ἰκαριοιο
Εὐρυμαχος , Πολυβου παϊς , ἀντιον ηὐδα : “ κουρη Ἰκαριοιο , περιφρων Πηνελοπεια , θαρσει : μη τοι ταυτα
αὐτ ' Ἀντινοος προσεφη , Εὐπειθεος υἱος : “ κουρη Ἰκαριοιο , περιφρων Πηνελοπεια , δωρα μεν ὁς κ '
9999770 τηθη
, και παραινεσεις πεπαικεν , εἰτα μητηρ δευτερα , εἰτα τηθη παραλαλει τις , εἰτα βαρυφωνος γερων , τηθιδος πατηρ
ἐσσεται , ἠτοι πολυ ἀπεσται , ἀντι του ἐκτος ἐσται τηθη τε : τας ἀγριας λεπαδας , ἁς ἡμεις ὠτια
9999770 ναυτικῳ
ἡξειν πυνθανομενοι την νησον πολιορκεισθαι . εἰ γαρ κρατησειαν τῳ ναυτικῳ , το Ῥηγιον ἠλπιζον πεζῃ τε και ναυσιν ἐφορμουντες
ταυτης ἠδη ἐς αὐτον τε τον Θερμαιον κολπον ἐγινετο τῳ ναυτικῳ στρατῳ ὁ πλοος και γην την Μυγδονιην , πλεων
9999770 γλυκυτητι
και τουτων αἱ μεν ὀνομαζομεναι περσαιαι καρπον διαφορον ἐχουσι τηι γλυκυτητι , μετενεχθεντος ἐξ Αἰθιοπιας ὑπο Περσων του φυτου καθ
τε και ὀξυτητος ὡς προσηκουσων τῃ τε ἀφελειᾳ και τῃ γλυκυτητι . Ὁ δε περι ἡδονης οὑτος και γλυκυτητος ἡμιν
9999770 ἰσχυρῳ
. Τουτον φησιν ὁ Μανεθων ἁπαντα τειχει τε μεγαλῳ και ἰσχυρῳ περιβαλειν τους ποιμενας , ὁπως την τε κτησιν ἁπασαν
ἡδυ φερομενου : ὁμοιως γαρ εἰσι μοχθηροι , καθοσον ὁμοιως ἰσχυρῳ λογισμῳ ἑκατερος πολεμει . ὡστε , ὁ ἐν τοις
9999769 Εὐρυσθευς
της μητρος κωλυουσης , του δε πατρος συνεπαινουντος Κρεοντος . Εὐρυσθευς δε ὁ Σθενελου του Περσεως , αἰσθομενος τα καταλαβοντα
Ἁιδου . Μακαρια γαρ ἡ Ἡρακλεους , ὁπηνικα ἐπεστρατευσεν ὁ Εὐρυσθευς ταις Ἀθηναις , ἑαυτην ἐπεδωκε σφαγιον ὑπερ της των
9999769 ἐβουλεσθε
φιλοσοφειν και τοις σοις ἑταιροις ἐγενετο και πλειν ἐλευθερως ὁποι ἐβουλεσθε και ἐχειν ἡμων μνησθηναι , και ἐπειτα , εὐγνωμον
δεησει δε μεγαλῃ καταλυσαμενοι τον πολεμον και τυχοντες εἰρηνης οἱας ἐβουλεσθε : τα δε τελευταια φιλοι γενεσθαι της πολεως ἡμων
9999769 χολωδες
ζεουσαν εἰναι την φλεγμονην περι τον πνευμονα . εἰ δε χολωδες ἀναπτυοιτο , μη πανυ δε βαρους ἠ στενοχωριας συναισθησις
οἱον ὑπο ἰκτερου ἐχομενου φαινεται , και οὐρεει παχυ και χολωδες . Τουτον ἠν μεν ἑβδομαιον ὀντα ῥιγος λαβῃ και
9999768 Λευκωνα
παραλαβων τον Ἁβροκομην και την Ἀνθιαν και οἰκετας δυο , Λευκωνα και Ῥοδην , ἠγαγεν εἰς την Τυρον . Περιβλεπτος
μετα Ἀνθιαν Ἁβροκομης ὁ δυστυχης . Ἀκουσαντες οἱ περι τον Λευκωνα εὐθυς μεν ἀχανεις ἐγενοντο , ἀνενεγκοντες δε κατα μικρον
9999768 δυοκαιδεκα
Σεληνης ἀνωμαλους δρομους των τε λοιπων ἀστερων δυναμεις και κυκλον δυοκαιδεκα ζῳδιων ἐν ἀποκρυφοις ταυτα ἐχειν και τοις ἀπαιδευτοις ἠ
ἐπανω της χειρος , ὁς Ῥοπαλον καλειται , τους παντας δυοκαιδεκα φερει τοδε το ζῳδιον . Τους δε Διδυμους διεισιν
9999768 κεδριᾳ
. Τελλιναι ταριχηραι καυθειϲαι καυϲτικην ἐργαζονται τεφραν , ἡτιϲ μιγνυμενη κεδριᾳ των τριχων των βλεφαριτιδων ἐκ ῥιζηϲ ἐκτιλθειϲων ἐνϲταζομενη κωλυει
και ὀφρυων και γενειων λιποτριχιας συν κηκιδιοις και χαλκανθῳ και κεδριᾳ και λυχνου θρυαλλισι . καθ ' ἑαυτο δε το
9999767 δοτικῃ
. ἐστιν οὐν το ἐγω μελω σοι ἐν εὐθειᾳ και δοτικῃ , και ἐτι συ μελεις ἐμοι : ὁπερ ἀπαιτησει
προσωποις την αὐτην ἐχοντα ἐνεργειαν κατ ' ἀλληλων , ἐν δοτικῃ κατα - γινεται , ὡς ἐχει το μαχομαι σοι
9999767 Ὀλυμπια
μουνος ἐδαισατο νιν . Ἀστυαναξ δ ' ὁ Μιλησιος τρις Ὀλυμπια νικησας κατα το ἑξης παγκρατιον , κληθεις ποτε ἐπι
[ ] αλδτρεχειν ? ? ! ! ! ! ! Ὀλυμπια : ἐαν διαφυγηιϲ [ ] , εὐτυχηϲ ἀνθρωποϲ εἰ
9999766 γνωμη
οὐχ ἁπλως στοχαστικη , ἀλλα και ἀπο γνωμης : ἡ γνωμη γαρ ζητειται του ἐπιτροπου : ποτερον ἑκων καθυφηκεν ,
ἠσαν Ἑλληνων τινες ναυτιλοι , ὡς ἐλπομαι τε και ἐμη γνωμη αἱρεει : ὡστε τουτων ἀν και μαλλον των θεων
9999766 ἐφυτευσε
παιδες Ἱεριου , σοι δε ὁμιληται ; ὁ μεν γαρ ἐφυτευσε δεινους δεξασθαι λογους , συ δε των λογων ἐνεθηκας
[ γονος ] , ἡς ἀπο λεκτρων Ἀρκαδιης [ ] ἐφυτευσε ? [ ] Λυκαονα ποιμενα γαιης . [ !
9999766 ναυτικῃ
ἑπτα ἠ δεκατεσσαρας και πεζῃ μεν ἐν Πλαταιαις νικηθεις , ναυτικῃ δε ἐν Σαλαμινι , δια Θεσσαλιας φευγων διεπεραιωθη εἰς
' ἱππεων ἁμα τῃ κατα τον ἡλιον ἀνατολῃ προσιππευσαντων τῃ ναυτικῃ των Καρχηδονιων στρατοπεδειᾳ , και προσδεχθεντων ὑπο των φυλακων
9999764 ἐμετοϲ
, ὁθεν και οὑτωϲ προϲηγορευθη . ϲυμβαινει δε τοιϲ πεπληγμενοιϲ ἐμετοϲ και ἰχωροϲ ἐκκριϲιϲ ἀπο τηϲ τρωϲεωϲ , και οἰδημα
, ἐκλυϲιϲ , φρικωδηϲ διαδρομη , ποτε δε και χοληϲ ἐμετοϲ , ϲτροφοϲ , βαροϲ κεφαληϲ και ὀϲφυοϲ , ϲκοτοδινια
9999764 θερμοϲ
ῥυποϲ παρωνυχιαϲ ἰαϲθαι λεγεται . Ϲαγαπηνον ὀποϲ ἐϲτιν οἱον ναρθηκοϲ θερμοϲ και λεπτομερηϲ , ἐχει δε τι και ῥυπτικον ,
αὐτου λεπτομερεϲτεραϲ ἐϲτι δυναμεωϲ , οὐ μην εἰϲ τοϲουτον γε θερμοϲ , εἰϲ ὁϲον οἰονται τινεϲ , ὑπο τηϲ λεπτομερειαϲ
9999763 γραμμῃ
του οὐρανου ἐστι το Αα , τῃ μεν ηΔ ἰσῃ γραμμῃ κατα την γην πρωτη ἀπαρχεται εἰναι ὡρα , ὡς
εἰ δε μη , ἐνεργειᾳ πως : ἐν γαρ τῃ γραμμῃ τα σημεια πως δυναμει ὑπαρχουσιν , ἐν ἡμιν δε
9999763 Τελαμωνι
φησι , κατα κοινον δογμα των Ἑλληνων Αἰαντι μεν και Τελαμωνι ἐν Σαλαμινι ηὐξαντο , ἐπι δε τους ἀλλους Αἰακιδας
δηλονοτι . ὁ Πηλευς Φωκον τον ἀδελφον κατα πατερα συν Τελαμωνι δολοφονησας φευγει εἰς Φθιαν προς Εὐρυτον τον Ἀκτορος ,
9999763 ἀκριδα
το των τεττιγων φυλον , και κιτταν λαλον και βομβουσαν ἀκριδα και παρνοπα ὑποκριζοντα και μη σιωπωσαν τρωξαλλιδα , ἁλκυονας
; τις τους ἀθλιους ἀρνας ἀναθρεψει ; τις την λαλον ἀκριδα θεραπευσει , ἡν πολλα καμουσα ἐθηρασα , ἱνα με
9999763 νευρωδες
παρυγρον , δισωμον , πολυγονον , λιχηνωδες , λεπιδωτον , νευρωδες , κυρτωτον , ἀλφωδες , διμορφον , ἀφωνον ,
την σαρκωδη φυσιν : ἐπικρατει δ ' ἐν αὐτοις το νευρωδες και το δερματωδες , οἱον το καθ ' ὁλον
9999763 ϲυμμετροϲ
ϲυμμετροϲ ὀλιγη και ϲκληρα ὀλιγη και μαλακη ὀλιγη και ϲυμμετροϲ ϲυμμετροϲ και ϲκληρα ϲυμμετροϲ και μαλακη ϲυμμετροϲ και ϲυμμετροϲ .
και ϲυμμετροϲ ϲυμμετροϲ και ϲκληρα ϲυμμετροϲ και μαλακη ϲυμμετροϲ και ϲυμμετροϲ . Ἐν ταιϲ ἀναφωνηϲεϲιν ἡ μεν εὐμελεια και χρηϲτοφωνια
9999762 ἐζηλωσεν
τοὐναντιον ἐποιησεν : την γαρ φανεραν ἁπασι και τετριμμενην λεξιν ἐζηλωσεν ἐγγιστα νομιζων εἰναι του πεισαι τον ἰδιωτην το κοινον
ἀγελας κεκτημενος οὐ μονον την τρυφην των κατα Σικελιαν Ἰταλικων ἐζηλωσεν , ἀλλα και το κατα τους οἰκετας πληθος και
9999762 εὐπρεπειᾳ
δι ' ἀλλο τι ἠ ὁσον αὐτοις ἐς την ἀρχην εὐπρεπειᾳ τε λογου και γνωμης μαλλον ἐφοδῳ ἠ ἰσχυος τα
ἐγεννησε τον ἐπιφανεστατον των Τρωων . Γανυμηδης δε των ἁπαντων εὐπρεπειᾳ διαφερων ὑπο των θεων ἀνηρπαγη τῳ Διι οἰνοχοειν .
9999762 ἀστρῳ
ἐνιαυτου , ἐπειδηπερ και το αεγʹ : τῳ ἀρα αʹ ἀστρῳ ἀπο ἑῳας φαινομενης ἐπιτολης ἑῳα δυσις γιγνεται φαινομενη δια
δε δʹ προς μεσημβριαν : λεγω ὁτι τῳ μεν αʹ ἀστρῳ ἀπο ἑῳας φαινομενης ἐπιτολης ἑῳα φαινομενη δυσις γινεται δια
9999762 ὑδατωδη
οὐτε της ἐλαιωδους , ἀλλ ' ἐστιν ἀποια πως και ὑδατωδη . πεττεται δε το καρυον μαλλον του λεπτοκαρυου και
ἀλλ ' οὐδεπω καυστικον : ὁσα δ ' ἐλαιωδη παντα ὑδατωδη τε ἐστι και ἀερωδη . ἑπεται δε δηπου και
9999761 νεωτερῳ
, ἐναλλαττει τας χειρας και την μεν δεξιαν ἐπιτιθησι τῳ νεωτερῳ Ἐφραϊμ , την δ ' εὐωνυμον τῳ πρεσβυτερῳ Μανασσῃ
ἀπραγμονως δε διαγενου την ἡμεραν . ὁ δε παρα τῳ νεωτερῳ Φιλημονι μαγειρος διδασκαλικος τις εἰναι θελει τοιαυτα τινα λαλων
9999761 θελῃ
] δη . ὡς πανθ ' ὁς ' ἀν θεος θελῃ : διπλη : ἑπεται γαρ μελος , ὁ ὑπονοω
τους θεους εἰναι δοκει , ὁταν τις ὁρκῳ θανατον ἐκφυγειν θελῃ ἠ δεσμον ἠ βιαια πολεμιων κακα , ἠ παισιν
9999761 ἐλλειπῃ
. ὑπερβασις μεν οὐν ἐστιν , ὁταν τις κατα βαθος ἐλλειπῃ τι ἀπο του γενους κατιων , οἱον εἰ τον
μη μονον το δερμα , ἀλλα και ὁ χονδρος αὐτος ἐλλειπῃ , εἰτε κατα τα ὠτα , εἰτε κατα τα
9999761 ῥοωδες
. προς ῥοδα : ῥοδον παρα το θαττον ἀπορρειν : ῥοωδες γαρ ἐστιν ἠτοι συντομως φθειρομενον . ἠ ἀπο του
το δακρυον . χρονιζειν δε εἰωθε το παθος τῳ γενει ῥοωδες ὑπαρχον . διο προσφατου μεν αὐτου τυγχανοντος ὡσπερ ἐν
9999760 ἐκτισε
γαμον , ὁτι ὁ Ζευς την Ἀθηναν ἐκ της κορυφης ἐκτισε : χηρᾳ ὁμοιως γαμον , πλουσιῳ ζημιαν και ἐπιβουλην
νικησας δε τα Ὀλυμπια ἀνεκηρυξεν ἑαυτον Συρακουσιον και Αἰτναιον : ἐκτισε γαρ πολιν ἐν Σικελιᾳ Αἰτνην ὁμωνυμον τῳ ὀρει .
9999760 εὑρισκε
καταμαθων τουτο ποιουντα ὑφειλετο : ὑστερωι δε χρονωι ἐλθων οὐχ εὑρισκε τα χρηματα ὁ καταθεμενος . περιαλγων οὐν τηι συμφοραι
ταυτης της παραδοξου θεας , ἐγειρε μοι σεαυτον και τεχνην εὑρισκε σοφην , ᾑ τευξῃ τουτων ὡν ἐρᾳς , και
9999760 ἡγεισθε
της Ῥωμης παρ ' αὐτον τον ἀρχοντα και τους νομους ἡγεισθε μεταβεβλησθαι ; ἀλλα τουτο γε παραπλησιον ἐστιν , ὡσπερ
οἱς ἐδει νομοθετειν , τουτων ἐφολκια γιγνεσθε και μεγαλην ἀναγκην ἡγεισθε του κακως δια τελους φρονειν το παλαι φρονειν κακως
9999759 φανω
δεδοικα μη μετα του σωματος μαρανθωσιν οἱ λογοι και σοι φανω δι ' ἀμφοτερων ἀμορφος . ἐκαλουν δ ' ἀν
γαρ με τον νικηφορον ἐπαινειν , εὐλαβουμαι δε μη προσκορης φανω . ἀλλως : εἰμι δ ' ἀσχολος : ἐν
9999759 εὐθεωϲ
γενεϲεωϲ αὐτου , ἠτοι ϲυνελθοντων δυο παροξυϲμων εἰϲ ἑνα , εὐθεωϲ ἐξ ἀρχηϲ κεραννυμενων ἀλληλοιϲ ἀμφοτερων ἠ κατ ' ἰδιαν
. χρυϲοκομα φιλομολπε . Ἀλκμανοϲ ἡ ἀρχη . ὡϲ δικαιον εὐθεωϲ / καταπαλαιειν [ ] ἐϲτι τουτουϲ ? ? [
9999759 Εὐρυτιωνα
μηδ ' αἰσιμα πινῃ . οἰνος και Κενταυρον , ἀγακλυτον Εὐρυτιωνα , ἀας ' ἐνι μεγαρῳ μεγαθυμου Πειριθοοιο , ἐς
τηλικουτον Κυκλωπα ὑπο μικρου σωματος δια ταυτην ἀπολλυμενον παριστησι και Εὐρυτιωνα τον Κενταυρον : τους τε παρα Κιρκῃ λεοντας ποιει
9999759 σκωληκες
πυκνον , νευοντες εἰς την γην , μολις ὡσπερ οἱ σκωληκες ἐν τοις κυτταροις κινουμενοι . ἐς τε την ἀλλην
ἀφιησιν , ὁσην και οἱ περι τα δερματα των ἱππων σκωληκες ἁφιασι τεμνομενοι . * οἱον : καθα , ὡσπερ
9999759 λευκοϲ
λευκοϲ και αὐϲτηροϲ ἡκιϲτα ὡϲ οἰνοϲ θερμαινει , ὁ δε λευκοϲ ἁμα και αὐϲτηροϲ και παχυϲ και νεοϲ αἰϲθητωϲ ψυχει
ἐξω φοραϲ και ταυταϲ ϲυνεκβαλλοντεϲ . πταρμον δε κινει ἐλλεβοροϲ λευκοϲ ϲτρουθιον πεπερι καϲτοριον κυκλαμινον εὐφορβιον νιτρον ἡ πταρμικη ποα
9999759 ἰλυωδες
ἀφυλισαι , . , . * . Ἀφυσγετον : το ἰλυωδες και συρφετον : παρα το ἀφυω , ἀφ '
ὡδε κἀκεισε διαφερων τον ἐνδεσμον : οὑτω γαρ το μεν ἰλυωδες και νοστιμον αὐτης ὑπορρυησεται , το δε σκυβαλον ἁπαν
9999759 ἑλικα
λαβουσης την ΓΒ της ΑΒ , και ποιειτω την ΒΗΑ ἑλικα . ἐστιν ἀρα ὡς ἡ ΑΒ προς ΒΗ ,
ἐστι μεν γαρ φοινιξ το ἐλυτρον , ἐχει δε και ἑλικα διηνθισμενην και πεποικιλμενην ὑπο της φυσεως . στεφανον ἀν
9999758 τερεβινθινῃ
εἰσιν εἰς την των μαλαγματων μιξιν : χρηστεον δε τῃ τερεβινθινῃ και τῃ λαρικι : και πιττα δε ἡ βρυτια
ἑν δε του ἐλαιου . τηλεωϲ δε χυλοϲ βουτυρῳ και τερεβινθινῃ μιγνυμενοϲ , ὡϲ εἰναι το τεταρτον του χυλου ἑκατερων
9999757 ἐλπιδα
ῥᾳδιως παρα των ἀδικουντων χρηματα λαμβανουσι . καιτοι τινα χρη ἐλπιδα ἐχειν σωτηριας , ὁποταν ἐν χρημασιν ᾐ και σωθηναι
πιστευσαντα . Καισαρα δη αὐτον ἀποδεικνυει , φθασας αὐτου την ἐλπιδα και την ἐπιθυμιαν τῃ της ἐξουσιας κοινωνιᾳ . ἐπιστελλει
9999757 γυμναστικῃ
την δε ἰατρικην . της δε πολιτικης ἀντιστροφον μεν τῃ γυμναστικῃ την νομοθετικην , ἀντιστροφον δε τῃ ἰατρικῃ την δικαιοσυνην
ὡσπερ λεγω , ἡ ὀψοποιητικη κολακεια ὑποκειται : τῃ δε γυμναστικῃ κατα τον αὐτον τροπον ἡ κομμωτικη , κακουργος και
9999757 κοπροϲ
νοϲημαϲι : τιϲι δε αὐτων και οὐρον ἀκουϲιωϲ ἐκκρινεται και κοπροϲ , ἐϲτι δε οἱϲ και γονοϲ . ἐπι τινων
και των ϲκιρρωδων ὀγκων ἁπαντων ϲυν ὀξει καταπλαττων . Προβατεια κοπροϲ . Ὁ δ ' αὐτοϲ οὑτοϲ και τῃ των
9999756 Κελτικη
Ἀλοη ἀνθεμιϲ ἀγαρικον ἀψινθιον λαδανον λινοϲπερμον μαλαβαθρου φυλλον ναρδοϲταχυϲ ναρδοϲ Κελτικη οἰνοϲ νεοϲ ὀρροϲ γαλακτοϲ τυροϲ ϲυκα ξηρα . Ὁϲα
μαλλον οὑτοι και εὐεργετικοι και κοινωνικοι : Τυρρηνια δε και Κελτικη και Σπανια τῳ Τοξοτῃ και τῳ του Διος ,
9999756 πλανῃ
μεν οὐν το πλανῃ οὑτω λεγε , ἀποσφαλεις φρενων ἐν πλανῃ , τουτεστιν ἐκπεσων και πλανηθεις του φρονειν : εἰ
κατα την των Ἰταλων γλωσσαν τον ἐκ πλανης τους ἐν πλανῃ και ἐρημιᾳ σῳζοντα . και ἐξ ἐκεινου λεγεται παρα
9999756 Μενωνι
ἀμνιων και κωδιων : Λυκωνι δε δικων και συκοφαντηματων , Μενωνι δε τῳ Θετταλῳ περι ἐραστων και ἐρωμενων . [
οὐκ ὀρθως : τας δε των ξενων πως ; ἐκεινοι Μενωνι τῳ Φαρσαλιῳ δωδεκα μεν ταλαντ ' ἀργυριου δοντι προς
9999755 Αἰγυπτῳ
την ἱεραν συνεγραψε βιβλον , ἡν ὡς μεγα χρημα ἐν Αἰγυπτῳ γενομενος ἐκτησαμην . γʹ Σουφις ἐτη ξϚʹ . δʹ
, ἐπειδη μαγοις Βαβυλωνιων και Ἰνδων Βραχμασι και τοις ἐν Αἰγυπτῳ Γυμνοις συνεγενετο , μαγον ἡγουνται αὐτον και διαβαλλουσιν ὡς
9999754 κτισμα
τε Καρησος τε Ῥοδιος τε . ” ἡ δε Δαρδανος κτισμα ἀρχαιον , οὑτω δ ' εὐκαταφρονητον ὡστε πολλακις οἱ
, δοκω ἐγω τον Τυριον εἰναι Ἡρακλεα , ὁτι Φοινικων κτισμα ἡ Ταρτησσος και τῳ Φοινικων νομῳ ὁ τε νεως
9999754 ἀγοραζε
ἠ ἐν τοις ] Διδυμοις οὐσης καπηλους δουλους και ἐμπορους ἀγοραζε . Σεληνης ἐν τοις ἀνθρωποειδεσιν οὐσης ζῳδιοις μετα ἀγαθοποιου
ἐν δ ' Αἰνῳ . και τῳ Ποντῳ την ὑν ἀγοραζε , ἡν καλεουσι τινες θνητων ψαμμιτιν ὀρυκτην . ταυτης
9999754 φιλῳ
περιβαληται . και Κυρος δε ὁ μεγας Πυθαρχῳ τῳ Κυζικηνῳ φιλῳ ὀντι ἐχαρισατο ἑπτα πολεις , ὡς φησιν ὁ Βαβυλωνιος
. και συντασσουσι το μεν ἐνεργητικον δοτικῃ οἱον τιμωρω τῳ φιλῳ , ἠγουν βοηθω : το δε παθητικον αἰτιατικῃ οἱον
9999753 ἐκοιμηθη
καλην οὐκ εἰπον αὐτος ἐμαυτῳ ὁτι ὠφελον τις μετα ταυτης ἐκοιμηθη και μακαριος ὁ ἀνηρ αὐτης : ὁ γαρ τουτ
παραθεσει του ἀρθρου , εἰγε ἀοριστωδες μεν το παις δειπνησας ἐκοιμηθη , οὐ μην το ὁ παις δειπνησας ἐκοιμηθη .
9999753 ἀπαγωγῃ
το ἐνδεχομενως τινι . και τουτο δεικνυμεν τῃ εἰς ἀδυνατον ἀπαγωγῃ : εἰ γαρ ψευδος το ἐνδεχεται τινι , ἀληθες
εἰ δεοι τοις σωμασιν . Ἡ Λυσις τῃ εἰς ἀτοπον ἀπαγωγῃ , ὁτι ἀτοπον και οὐδεν ἐκ τουτου ὀφελος ἡμιν
9999753 εἰληφθω
ἀπο δε του Β παρα την ΑΕ ἡ ΒΝ , εἰληφθω δε τι σημειον ἐπι της ΓΔ τομης το Γ
και περιγεγραφθω περι αὐτο κυκλος ὁ ΑΒΓ ΔΕ , και εἰληφθω αὐτου το κεντρον το Ζ , και ἐπεζευχθωσαν αἱ

Back