. σεβιζων και δια θρηνου τιθεις τα λαοπαθη και ἁλιτυπα βαρη τῃ γεννᾳ της πολεως , ἠγουν τα ἐν χερσῳ
τῳ καταβαινειν ἐξαιρων το σωμα ὁλον . Ἁπλως δε τα βαρη κατω φερεται ὡστε χαλεπωτερον το ἀναβαινειν του καταβαινειν .
9999887 τεσσαρεσκαιδεκα
Εὐναπιου Χρονικης ἱστοριας της μετα Δεξιππον νεας ἐκδοσεως ἐν βιβλιοις τεσσαρεσκαιδεκα . ἀρχεται μεν της ἱστοριας ἀπο της Κλαυδιου βασιλειας
πεντακισχιλιοι , ἱππεις δε ἑξακισχιλιοι ἑκατον , ἐλεφαντες δε ἑκατον τεσσαρεσκαιδεκα . Ἀντιγονος δ ' ἐκ μετεωρων τοπων κατιδων την
9999886 φλεγματοϲ
ρδ Κοινον καθαρτηριον ρε Ἀλοηδαρια δια ῥοδομελιτοϲ ρϚ Χοληϲ και φλεγματοϲ ἀγωγα ρζ Ἀλοηδαρια δοκιμα ρη Ἀλοηδαρια Ὀριβαϲιου ρθ Ἀλλωϲ
ἐμφρονεϲτερον και τουϲ τον ἀλλον τροπον ἐκμανενταϲ και τοιϲ ἀπο φλεγματοϲ νοϲημαϲι κρατιϲτον ἐϲτιν : οἱ δε και εὐϲιτοτεροι ἀντι
9999882 Θουκυδιδης
παυσασθαι τον πολεμον ἐστιν ὁ Κλεων . ὁπερ οὐν και Θουκυδιδης ἱστορει δια τουτων : “ ἐπειδη και ἡ ἐν
ἑκατερον αὐτων . και ὁριστικῳ συντασσεται ῥηματι και ἀπαρεμφατῳ . Θουκυδιδης ἐν δʹ : ” ἐφ ' ᾡ φυλακῃ τῃ
9999882 Θουκυδιδην
την εἰκονα ἐποιησε Κριτιας , Οἰνοβιῳ δε ἐργον ἐστιν ἐς Θουκυδιδην τον Ὀλορου χρηστον : ψηφισμα γαρ ἐνικησεν Οἰνοβιος κατελθειν
. ἀφικνουμενου αὐτου : του Θουκυδιδου . αὐτον : τον Θουκυδιδην . περιποιησειν : σωσειν . ἀνειπων : ἀνακηρυξας .
9999878 στεφανῳ
, και ὁπως Λεοννατος ἐπι τῳδε ἐστεφανωθη προς Ἀλεξανδρου χρυσῳ στεφανῳ ἐν Μακεδοσιν . ἐνταυθα σιτος ἠν νενημενος κατα προσταγμα
και το θεατρον ἡμιν λαμπροτερον , ἐπ ' ἰσης τῳ στεφανῳ και τῳ κηρυγματι : ὡσπερ οὐν ἡ Θετις ἡ
9999874 φαρμακα
προσφυεις . των δε ἀλλων τους μεν εὐθραυστους , τα φαρμακα δυνανται διαλυοντα ἐκκρινειν . τους δε στερεους και δυσλυτους
δοκει καλλιστος των θεων . και μην τα γε ὠφελιμα φαρμακα τοις μεν νοσουσιν ὠφελιμα , τοις δε ὑγιαινουσι περιττα
9999874 ῥητορικη
γαρ ζητουμενον ὡς ὁμολογουμενον ἐλαβε : ζητουμενου γαρ εἰ ἐστι ῥητορικη , ὡς ἐφ ' ὡμολογημενων αὑτη προβαινουσα ἐφη ,
ἀγαθου τινος ἑνεκα ποιουσιν ἁ ποιουσιν , ἰατρικη ὑγειας , ῥητορικη του εὐ λεγειν , σκυτοτομικη του περισωζεσθαι το σωμα
9999874 τεσσαρεσκαιδεκατῃ
, ἐκ τρωματος κεφαλης ὡς δωδεκαετης θνησκει ἐν μεσῳ θερει τεσσαρεσκαιδεκατῃ ἡμερῃ : θυρην τις αὐτῃ ἐνεβαλε , και το
, ὁτι τῃ μεν δεκατῃ ἱδρως ἀνω , τῃ δε τεσσαρεσκαιδεκατῃ κατω . διατι δε , οὐκ ἰσμεν . ἀλλα
9999871 φλεγματωδεα
λευκα γινεται μαλιστα ταυτην την ὡρην , και τἀλλα νοσηματα φλεγματωδεα . Του δε ἠρος το φλεγμα ἐτι μενει ἰσχυρον
ἐπιμηνια χωρησει οἱ φλεγματωδεα : γνωστον δε ἐστιν ἠν χωρεῃ φλεγματωδεα : ὑμενωδεα τε γαρ φαινεται οἱ , και ὡσπερ
9999871 ἡμισειᾳ
τῳ ΑΕΖ τριγωνῳ , ἡ ἀρα ΑΒ τῃ ΕΗ τῃ ἡμισειᾳ της ΕΖ ἰση ἐστιν , ὡς ἐν τῳ προ
τῃ ΗΘ ἰση : ἡ ἀρα ΑΗ ἰση ἐστι τῃ ἡμισειᾳ της ΖΘ . ἐαν ἀρα δια των ΖΘ ,
9999869 πτερυγες
μεν ἠ κατα νητταν , ὁμοιος δε . ] ἠ πτερυγες ἠ τι και ὁπου μερος τι πτερου ἠ μοριον
τουτο εἰρηται δια το πτερυγας ἐχειν τας Θετταλικας χλαμυδας . πτερυγες δε καλουνται αἱ ἑκατερωθεν γωνιαι δια το ἐοικεναι πτερυξιν
9999866 εὐθυγραμμῳ
. Παρα την δοθεισαν ἀρα εὐθειαν την ΑΒ τῳ δοθεντι εὐθυγραμμῳ τῳ Γ ἰσον παραλληλογραμμον παραβεβληται το ΑΞ ὑπερβαλλον εἰδει
εὐθειας γραψαι τμημα κυκλου δεχομενον γωνιαν ἰσην τῃ δοθεισῃ γωνιᾳ εὐθυγραμμῳ . Ἐστω ἡ δοθεισα εὐθεια ἡ ΑΒ , ἡ
9999866 βραχειαϲ
διχρονοϲ , οἱον λογοϲ : τροχαιοϲ ἐκ μακραϲ – και βραχειαϲ ˘ τριχρονοϲ , οἱον † Ϲολων : ἰαμβοϲ ἐκ
τε και ὑποϲπαιροντων ἀτακτωϲ , εἰτα και ἀϲφυξιαϲ ἑπομενηϲ , βραχειαϲ δε νοτιδοϲ δροϲιζουϲηϲ την ἐπιφανειαν , τηϲ δε ἀναπνοηϲ
9999865 βαρυτατη
τους ὀδοντας και την γλωτταν . Κυπερος ἀριστη ἐστιν ἡ βαρυτατη και πυκνη , ἁδρα και δυσθραυστος , τραχεια ,
κουφοτεραι γαρ της πευκινης . πλειστη δε ἡ πευκινη και βαρυτατη και πιττωδεστατη δια το μαλιστα ἐνδᾳδον εἰναι την πευκην
9999863 συλλογισμῳ
των προτασεων μειζονι : οὐ γαρ ἀλλως ἐγχωρει ἐν ἑνι συλλογισμῳ συναγεσθαι τα ἀντικειμενα , ὡσπερ εἰρηται , οἱον ἐν
και το ἀναγκαιον , τουτο ὑλικον ἐστιν . ἐν τῳ συλλογισμῳ ἀρα ὁ μεσος ὡς ὑλικον ἐστιν αἰτιον : ὡστε
9999863 μακαρεσσι
, ἱνα μιν περι παντα καλυπτοι , ὀφρ ' εἰη μακαρεσσι θεοις ἑδος ἀσφαλες αἰει , γεινατο δ ' οὐρεα
ἠδ ' Ἀρκαδιης ] πολυμηλου ἀφνειος ἠνασσε [ , φιλος μακαρεσσι θεοισιν ] ? [ ] ? : ἡ οἱ
9999862 ἐναλλαγη
δε γινεται το ζητημα : οὑτως οὐν ἡ των πραγματων ἐναλλαγη ποιει τα ἐσχηματισμενα , και οὐχ ἡ των προσωπων
κλεμμα λεγων , ἀλλ ' οὐ κατορθωμα . δωροδοκημα ] ἐναλλαγη των παρισουσων συλλαβων . και τοτε και νυν ἀει
9999862 τρισκαιδεκατῃ
Θεοπομπος μεν ἐφη ὁ Χιος ἐν ταις Ἑλληνικαις κἀν τῃ τρισκαιδεκατῃ δε των Φιλιππικων Ἀγησιλαῳ τῳ Λακωνι εἰς Αἰγυπτον ἀφικομενῳ
θεσθαι Τηλεγονον και Ἀντικλειαν . Πολυβιος δ ' ἐν τῃ τρισκαιδεκατῃ των ἱστοριων Φιλιππου του καταλυθεντος ὑπο Ῥωμαιων κολακα γενεσθαι
9999862 ἐμελησε
ἠ ἀναγινωσκειν . ταυτας δε τας σχεσεις καλουσιν , οἱς ἐμελησε της τουτων τεχνολογιας , των προτασεων ὑλας , και
τας λειτουργιας : σεμνη γαρ ἡ ἀναπαυσις και βεβηκυια : ἐμελησε γαρ τῳ ῥητορι του μη διολου καλλωπιζειν δοκειν .
9999861 στεαρ
ῥητινην , μυρον ῥοδινον : ἠ μυελον ἐλαφου τηκειν ἠ στεαρ ὀϊος ἠ αἰγος , ὠου το λευκον , ῥοδινον
στυπτηριην μελιτι δευσας ἐν ὀθονιῳ προστιθει . Ὀπον σκαμμωνιης και στεαρ ἐν μαζῃ ξυναναμιξας , οἰνῳ δευσας , ἐν ὀθονιῳ
9999860 καρκινῳ
βιβρωσκεται ὑπ ' αὐτου . πινοτηρης ] ζῳον συννομον τῳ καρκινῳ . ποιει ] κοινη . των ὀρχιλων : ὀρχιλος
αἱ μελαιναι ὑδατικον και μαλλον αἱ δειλης . Ἐν τῳ καρκινῳ δυο ἀστερες εἰσιν , οἱ καλουμενοι ὀνοι , ὡν
9999860 βαρυτατῳ
ὁλῳ τεσσαρων , εἰτα τον ἑτερον τονον τῳ λοιπῳ και βαρυτατῳ των διαστηματων ἀποδοντες , μεσην μεν τῃ δυναμει καλουμεν
συνημμενων ἠτοι του μεσου ὀξυτατῳ εἰναι , ἠτοι του ὀξυτατου βαρυτατῳ . ἀπο δε της μεσης και των λοιπων φθογγων
9999859 χοινικα
και ἀμπελου λευκηϲ ῥιζα : ϲυνθετα δε : αἰρινου ἀλευρου χοινικα , καρδαμωμου λευκου ⋖ δ , νιτρου ἀφρου ⋖
ἀν λειφθῃ το ἡμισυ : ἑψειν δε και ἐρεβινθων λευκων χοινικα ἐν δυσι χοευσι , και τουτου λειπετω το ἡμισυ
9999859 πυρωδες
Αἰγυπτιοι : πνευματικωτατον γαρ το ζωιον παντων των ἑρπετων και πυρωδες ὑπ ' αὐτου παρεδοθη : παρ ' ὁ και
περι την γλωσσαν στρυφνοις και δριμεσι , λαμπρον δε το πυρωδες λευκον , τα δε ἀλλα ἐκ τουτων : ἐν
9999859 βαρβαρῳ
: Ἀθηναιων ἡμιν μεν ἐοντων μη ἀρθμιων , τῳ δε βαρβαρῳ συμμαχων , καιπερ τειχεος δια του Ἰσθμου ἐληλαμενου καρτερου
ὁ Ἀλεξανδρος ἐπιστρεψας τον ἱππον ἐπι τον σατραπην ἐφιππευσε τῳ βαρβαρῳ . ὁ δε Περσης νομισας παρα των θεων αὐτῳ
9999859 Θεσσαλια
δε πˈροσθεν πτερα δεξατο νικαν . Ὀλβια Λακεδαιμων , μακαιρα Θεσσαλια . πατρος δ ' ἀμφοτεραις ἐξ ἑνος ἀριστομαχου γενος
την φρασιν ἀντι του μετεβαλλε τους οἰκητορας ἡ τε νυν Θεσσαλια καλουμενη : προτερον γαρ Ἠμαθια ἐκαλειτο ʃ Αἱμονια τα
9999859 θυμιατηρια
στεφανος ἐπεκειτο ἐκ μυριων κατεσκευασμενος χρυσων . ἐπομπευσε δε και θυμιατηρια χρυσα τριακοσια και πεντηκοντα , και βωμοι δε ἐπιχρυσοι
. μεθ ' οὑς Νικαι χρυσας ἐχουσαι πτερυγας , φερουσαι θυμιατηρια ἑξαπηχη , ζῳωτους ἐνδεδυκυιαι χιτωνας , μετα δε ταυτας
9999857 δοτηρ
ἐεργει . εἰρηται ταυτα δε γινεται κατα τροπην εἰς ηρ δοτηρ : θεοι , δοτηρες ἑαων . οὑτως ἑτης ἑτηρ
δε και καθολου φανερῳ ἐχρωντο τῳ λογῳ . . : δοτηρ ' ] Δει προσθειναι το α , το δοτηρα
9999857 χαιρετω
οὐκ ἀν ὑπομειναιμ ' ἐτι , Πυθιας , ἑταιρειν . χαιρετω : μη μοι λεγε : ἀπετυχον : οὐδεν προς
ἐξεθρεψεν ἡ Ῥεα τον Δια . ἀλλ ' Ἡσιοδος μεν χαιρετω ταυτα ᾀδων περι των θεων , εἰ μη ὁτι
9999856 ἐνεγραφη
εὐπρεπειαν και λαμπροτητα εὐγενειας , ἐθυε τοις θεοις , και ἐνεγραφη εἰς την ἱερωσυνην εἰς τον Λευκιου Δομιτιου τοπον τετελευτηκοτος
και διαλεγομενος , ἀλλα και χρηματα πλειστα ἐξελεξε και φυλαις ἐνεγραφη πολεων μικρων τε και μειζονων . παρηλθε και ἐς
9999856 κωνοειδες
ἐν αὐτῳ ἡ του θυμου δυναμις : το σχημα αὐτης κωνοειδες , οἱον στροβιλος . Πυρωδεστερα γαρ οὐσα παντων των
̈ , . Κλεανθης μονος των Στωικων το πυρ ἀπεφηνατο κωνοειδες . . . , . ἡγεμονικον δε του κοσμου
9999855 ἐδεξαμεθα
νεκρων , και μεγαν αἱματος κρατηρα πολιτικου στησαντες οὑτως ἀν ἐδεξαμεθα την ὀφειλομενην μοιραν . τοιουτων ὑμιν δυσσεβηματων εἰσηγητης ,
την νυκτα μεθ ' ἡν του κινδυνου την πειραν ἁπαντες ἐδεξαμεθα , ἐλαθεν οὐκ οἰδ ' ὁπως ἐξενεγκειν της πολεως
9999855 κινδυνωδες
, κακιον γιγνεται : το τε γαρ ξανθον ἀκρητον ἐον κινδυνωδες , το δε λευκον και γλισχρον και στρογγυλον ἀλυσιτελες
. ἐνθεν τοι και ἀνθρωπῳ δηγμα ἀνθρωπου μιαρον ἐστι και κινδυνωδες οὐδενος θηριου μειον . Ἐν ὡρᾳ θερειῳ , ἀμητου
9999854 τερμινθινη
μηδεν ἐχοντι στυψεως . των δε φαρμακων ἐπιτηδειος ἐστι ῥητινη τερμινθινη καθ ' ἑαυτην ἐπι παιδων , γυναικων και ἁπαλοσαρκων
ἐχοντι στυψεως . των δε φαρμακων ἐπιτηδειος ἐστι ῥητινη ἡ τερμινθινη , καθ ' ἑαυτην μεν ἐπι παιδιων και γυναικων
9999854 σανιδες
δυο ὑποκεισθωσαν ἀπο ιδ ποδων . Ἐσονται οὐν περικειμεναι αἱ σανιδες : ἡ μεν μια ιβ ποδων ἡ φαινομενη :
το καταστρωμα . τα δε ξυλα ἐφ ' ὡν αἱ σανιδες ἐπικεινται , κανονια και σταμινες . το δε συνεχον
9999854 ἀλεξιφαρμακα
φυλλον ὁμοιον σκιλλῃ : χρησθαι δε αὐτῳ προς τε τα ἀλεξιφαρμακα και τας μαγειας : οὐ μην ὀρυττειν γ '
μιξασα ἐδωκεν Ἰασονι ἡ Μηδεια . ἀντιτομα δε εἰπε τα ἀλεξιφαρμακα κατα μεταφοραν την ἀπο των ῥιζοτομων : ἁπλουστερον γαρ
9999854 θαλαμῳ
. ἐν θαλαμῳ : το σημειον , ὁτι το ἐν θαλαμῳ πλεοναζει : ἱκανον γαρ ἠν εἰπειν εἰς Ἀϊδαο δομον
πεσοντος του συνδεσμου ἐγενετο καδ δ ' ἱς ' ἐν θαλαμῳ , ὁμολογως οὐν γενομενης ἐσωθεν της κλισεως , ὁτι
9999853 ἐδειχθη
ἀρα το ἀπο της ΑΒ του ἀπο της ΒΖ . ἐδειχθη δε το ἀπο της ΑΒ του ἀπο της ΚΛ
ὡστε ἡ ἑξις αὐτης πολλῳ προτερα της ξυνεσεως ἐστιν . ἐδειχθη δε ἁμα ταυτῃ εἰναι το ἐχειν την φρονησιν ,
9999853 χιλιαδες
ἐπεθηκε θανοντι . Μυριασιν ποτε τῃδε τριηκοσιαις ἐμαχοντο ἐκ Πελοποννασου χιλιαδες τετορες . Ὠ ξειν ' , ἀγγελλειν Λακεδαιμονιοις ,
ὁπως ἐκδοθειεν μεν τοις Οὐννοις οἱ φυγαδες , και ἑξ χιλιαδες χρυσιου λιτρων ὑπερ των παλαι συνταξεων δοθειεν αὐτοις :
9999853 φαλαγγες
νηας , στησε δ ' ἀγων ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες . ἐς δε την Ὀδυσσειην ταδε ἐποιησεν , ὡς
„ στησε δ ' ἀγων , ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες ” , „ μαρτυρι χρησασθαι τῳ ποιητῃ του την
9999853 κτητικα
ἰδιαν ποιοτητα σημαινει , ὀρθως οὐδε τα ἀπ ' αὐτων κτητικα ἐπι πληθους νοειται , λεγω δε το Ἑκτορειος και
σχηματιζομεναι , ἐχουσι τινα παρεκδεδραμηκοτα παρα τας εὐθειας : τα κτητικα των εἰς κος ληγοντων παρα γενικας σχηματιζεται , ποιμενικον
9999853 ἀρτηριᾳ
ϲτυψεωϲ : ὁθεν και τραχυτηταϲ ἐκλεαινει , οὐ ταϲ ἐν ἀρτηριᾳ μονον , ἀλλα και ἐν ψωρωδει κυϲτει : ἐϲτι
ἐν τῃ τραχειᾳ ἀρτηριᾳ ἑλκων , ὁϲα ἐν τῃ τραχειᾳ ἀρτηριᾳ γιγνεται ἑλκη κατα τον ὑπαλειφοντα αὐτην ἐνδον ὑμενα και
9999853 δυσωδες
ἐστι και την αἰτιαν ἑκαστου εἰπειν . το λεπτον και δυσωδες οὐρον ἐνδεικνυται ἐσχατην ἀπεψιαν και ἀκραν καταβολην των φυσικων
οἱ πολλοι ἀπολλυνται . Οἱσι καιομενοισι πυον βορβορωδες ἐρχεται και δυσωδες , ἀπολλυνται ὡς τα πολλα . Οἱσιν ἀπο του
9999853 κρατηθῃ
την παθην οὐκ ἐλαβεν εὐπετες ὀργανον , ἱνα μη παμπαν κρατηθῃ ὑπο του ἐσιοντος . Λοιπος ἐστιν ὁ λογος ὁ
ὀντων ἐν αὐξησει ἐπι πασης μηρου ἐξαρθρησεως , ὁταν μη κρατηθῃ , τα [ μη ] παρακολουθουντα διηριθμηται , ἁ
9999851 λογιζεσθε
. το δε φιλομμειδης Ἀφροδιτη , κἀν ἐγω παραλειψω , λογιζεσθε . ὁ δε Ἐρως και ἀνεκαγχασεν εὐστοχως την Αἰητου
ἠ διειναι , ὡς ἀν τις μηδετερου δικαιως τυχοι . λογιζεσθε γαρ , εἰ μεν , ὠ ἀνδρες Θηβαιοι ,
9999850 αὐλητριδα
ἀν ἐξ ὀξους δικην . οὐ δεινα τωθαζειν σε την αὐλητριδα των ξυμποτων κλεψαντα ; ποιαν αὐλητριδα ; τι ταυτα
Ἀλεξανδρου ᾡ ἐπιγραφη Ποτος : εἰς αὐριον με δει λαβειν αὐλητριδα . τραπεζοποιον δημιουργον ληψομαι : ἐπι τουτ ' ἀπεστειλ
9999850 εὐωδες
μελαν , φησι , την μεν αὐτην θεωριαν ἐχει , εὐωδες δ ' ἐστι πολυ μαλλον . Ἀπολλοδωρος δε ἐν
ἐκπιεσθεντων και ἀναπλασσομενων : ἐστι δ ' αὐτου καλον το εὐωδες , μεσως κατασμυρνον , βαρυ , μελαν , ἀξυλον
9999850 ἀνηνεγκε
οἱ δε το ἀνεριναστος μαλακος και ἀγονος . ἀνηνεχθη : ἀνηνεγκε και ἀνελαμβανεν αὑτον . Μενανδρος Ῥαπιζομενῃ και Θεοπομπος :
του εὐσεβους ἐπικληθεντος , και Ἀδριανου ἐκγονος κατα θηλυγονιαν , ἀνηνεγκε δε το γενος αὑτη ἐπι Τραϊανον προπαππον . γενους
9999850 χρυσιῳ
; τελευταιον δ ' ἰσως ἐρωτησεις και εἰ ἐχρησω τῳ χρυσιῳ ὡσπερ τραπεζιτικον λογον παρα της βουλης ἀπαιτων , και
, τον δε νου μεν μη μετειλη - φοτα , χρυσιῳ δε πιστευοντα και ἀργυριῳ πρωτον μεν ὁπερ οἰεται κεκτησθαι
9999850 φρικη
ῥιζαι του αἱματος εἰσι , δια παντος του σωματος ἡ φρικη διηλθεν : ἁπαντος δε του αἱματος ψυχθεντος , ἁπαν
σωματος φερομενον , ἀρχεται ἀπο καταψυξεως των ἀκρων , και φρικη πασα δυσεκθερμαντον τε ἐχει , και πολυχρονιον την ἐπι
9999850 Στρεψιαδην
πασχομεν , ἡ δε ἱππικη ἐγενετο αἰτια του παθειν τον Στρεψιαδην , ἁ φησιν : ὁθεν και εἰκοτως ἐκαλεσεν αὐτην
. παρακελευεται τον πρεσβυτην εὐφημειν χρη : ταυτα προς τον Στρεψιαδην . παρακελευεται γαρ αὐτον σιωπαν και εὐφημειν , ἱνα
9999849 Φοινικα
νεωτερου του Μενελαου προς γεροντα τον φαινομενον δια της Ἀθηνας Φοινικα . φησι γαρ : Φοινιξ , ἀττα , γεραιε
λογῳ κατασκευαζων το ἀναγκαιον εἰναι μενειν , μιμουμενος τον Ὁμηρου Φοινικα . και γαρ ἐκεινος ἐν ταις Λιταις προτεινεται την
9999849 Φοινικες
τουτον , ἱνα μισθον λαβω ἐμπορευομενος τον ὑμνον καθαπερ οἱ Φοινικες τα σφων αὐτων πραγματα . το δε ἐν Αἰολιδεσσι
μη καταδηλος γενηται . Ταυτα μεν νυν Περσαι τε και Φοινικες λεγουσι . Ἐγω δε περι μεν τουτων οὐκ ἐρχομαι
9999849 Δημητρα
δε τοὐργαστηριον ποιητε περιβοητον , κατασκεδω , νη την φιλην Δημητρα , την μεγιστην ἀρυταιναν ὑμων ἐκ μεσου βαψασα του
νομοθετου ” Ἁιδης “ ἐκληθη . Εἰεν : τι δε Δημητρα τε και Ἡραν και Ἀπολλω και Ἀθηναν και Ἡφαιστον
9999848 αἰτιᾳ
του φευγοντος , πλατυνεται δε τοις ἐκ διαιρεσεως σχημασιν , αἰτιᾳ δι ' ἡν τουτο πεπραχεν , παραδειγμασι , προσωπου
ταὐτον αἰτια τ ' ἐστι και το δουλευον εἰς γενεσιν αἰτιᾳ . Τι μην ; Οὐκουν τα μεν γιγνομενα και
9999848 βραχιονι
τορμους ἠ κονδυλους . και του πηχεως την ὑπο τῳ βραχιονι συμβολην κατα μεν την ἐνδοθεν κοιλοτητα ὀλεκρανον καλεισθαι νομιζουσιν
μασχαλην , βροχος ὁ καρχησιος ἠ ἀλλος ἰσοτονος περιτιθεσθω τῳ βραχιονι , και αἱ του βροχου ἀρχαι ἀγεσθωσαν κατω και
9999847 δεκανῳ
ἡ κεφαλη του Λεοντος της δωδεκαωρου . τῳ δε βʹ δεκανῳ παρανατελλουσι Μουσα λυριζουσα και τα μεσα του Κορακος και
των ποδων ὁ της δωδεκαωρου . και τῳ μεν πρωτῳ δεκανῳ ὀνομα Χοου πελει . παρανατελλουσιν αὐτῳ των κατησττερισμενων Πλειαδες
9999847 φρουριῳ
ἐν πεδιῳ ἱδρυμενον Γαζακα , [ χειμερινον δε ] ἐν φρουριῳ ἐρυμνῳ Ὀυερα , ὁπερ Ἀντωνιος ἐπολιορκησε κατα την ἐπι
φευγοντας ἐκ των πολεμιων . . εἰσω λεγει ἐν τῳ φρουριῳ . λεγει δε ὁτι ὁ βουλομενος ἁρπασαι τι εἰσιτω
9999847 μαθησεσθε
δη του αὐτου λογου την τε δικην οὐκ εἰσαγωγιμον οὐσαν μαθησεσθε , και την ὁλην ἐπιβουλην και πονηριαν τουτουι του
ἀν δυνωμαι δια βραχυτατων τους λογους . ὁθεν οὐν ῥᾳστα μαθησεσθε περι αὐτων , ἐντευθεν ὑμας και ἐγω πρωτον πειρασομαι
9999847 Καταπλασμα
ἠ λεκιθου , και ὀλιγου οἰνου , καταπλασσε . [ Καταπλασμα ὀφθαλμων . ] Καλως ποιει πιτυος φλοιος και ἀλφιτα
φυλλων , βατου ἀκρεμονων ἰσα ἑψησας ἐν ὑδατι ἐγκαθιζε . Καταπλασμα . Κυτινους ὀξυμελιτι προσλαβων , ἠ κηκιδα ἠ βαλαυστιον
9999847 ἐλευθερῳ
ἀγνοεις . εἰ δε ᾐδεις , ὁτι αὐτοπραγια μεν οἰκειοτατον ἐλευθερῳ , οἰκετῃ δ ' ἀλλοτριον , ἐπεπαιδευσο ἀν αὐθαδειαν
του πυρεττοντος πολυ ἀθλιωτερος , διπλασια γουν ἐσθιει ματην . ἐλευθερῳ το καταγελασθαι μεν πολυ αἰσχιστον ἐστι , το δ
9999847 σφαιρικη
του μενοντος και ἑστωτος πηλικου ἐξετασιν καταγινομενῃ συλληπτρια ὑπηρξεν ἡ σφαιρικη κινουμενου πηλικου ἐπιγνωμων καταστασα , του τελειοτατου δηλονοτι και
ἠ κοιλη και βαθεια , ἠ τετραγωνος ἠ πυραμοειδης ἠ σφαιρικη το σχημα . Τιθεντες οὐν ὡς ἀληθες τουτο το
9999847 λυπηρα
ἐκλυει τας δυναμεις του σωματος , αἱς διωθουνται παντα τα λυπηρα αἰτια . καθ ' ὁν οὐν χρονον ἀνωδυνια γενηται
γαρ και τας κεφαλαλγιας κουφιζει και τοις ἐμουσιν οὐδαμως ἐστι λυπηρα . καλλιστον δε και του ἀψινθιου το ἀποβρεγμα προ
9999846 φαλαγγια
' ἡμερας πεντηκοντα ἐκ των ᾠων πουλυποδια ἐξερπει ὡσπερ τα φαλαγγια πολλα . ὁ δε θηλυς πουλυπους ὁτε μεν ἐπι
περι θηριων και Ἀριστοτελης φησιν ὁτι ἐν γυργαθοις γεννωσι τα φαλαγγια , τικτει δε ὑπερ τα τριακοντα , γεννηθεντα δε
9999846 συμπεπληρωσθω
. κεισθω τῃ ΑΗ ἰση παλιν ἡ ΓΤ , και συμπεπληρωσθω ὁμοιως το ΓΦ στερεον . ἐπει ἐστιν ὡς ἡ
και ἀναγεγραφθω ἀπο της ΑΒ τετραγωνον το ΑΔ , και συμπεπληρωσθω το ΑΖ παραλληλογραμμον . και ἐπει το ΒΖ το
9999846 ἐπλησθη
διοπερ τοσουτων νεων και των ἐν αὐταις γεγενημενων ἀνδρων ἀπολωλοτων ἐπλησθη της Κυμαιων και Φωκαεων ἡ παραθαλαττιος χωρα νεκρων και
μεν Ἰωνες συστελλουσι και ὁ Ποιητης των δ ' ἁπαν ἐπλησθη πεδιον . . . οἱ δε Ἀττικοι ἐκτεινουσι την
9999845 φλεγμαινῃ
ἠν δε τα οὐλα ἠ τι των ὑπο τῃ γλωσσῃ φλεγμαινῃ , διαμασσητοισι χρησθαι : ἀπο φλεγματος δε και ταυτα
: ἠν γαρ ἑλκωσῃ το στομα των ὑστερεων , ὁταν φλεγμαινῃ , το παμπαν κινδυνος ἀτοκον γενεσθαι : ἀλλα προστιθεσθαι
9999844 εὐρυν
[ = ? ] . ὡς αὐγη τυψασα σεληναιης κυκλον εὐρυν . . . . . . . ὑμεις δε
κηρ εἰδεται εἰναι . ἠ πολυ λωϊον ἐστι κατα στρατον εὐρυν Ἀχαιων δωρ ' ἀποαιρεισθαι ὁς τις σεθεν ἀντιον εἰπῃ
9999844 Αἰγυπτοιο
ἐς πατριδα γαιαν , πριν γ ' ὁτ ' ἀν Αἰγυπτοιο , διιπετεος ποταμοιο , αὐτις ὑδωρ ἐλθῃς ῥεξῃς θ
στοματων εἱλιγμενος εἰς ἁλα πιπτει , ὑδασι πιαινων λιπαρον πεδον Αἰγυπτοιο . οὐ γαρ τις ποταμων ἐναλιγκιος ἐπλετο Νειλῳ ,
9999844 κεραμῳ
βασιλεως , φησι ταδε : Δειπνα Ῥωμαϊκως ἠν κατεσκευασμενα , κεραμῳ παντι χορηγουμενα ἀργυρῳ . Τας δε των δευτερων τραπεζας
και το Ὁμηρικον ἐπος γραφομενον : Χαλκεῳ δ ' ἐν κεραμῳ δεδετο τρισκαιδεκα μηνας . Κατεχει τον καρπον και λιθος
9999844 ἐκινδυνευσε
Θεμιστοκλης οὐκ ἐχων ὁπου ὑποστρεψει ἐπι την Περσιδα ἐπλει . ἐκινδυνευσε δε και πλεων ἁλωναι και παραληφθηναι . Ναξον γαρ
' εἰ μεν μιαν ἀπωλεσε ναυν , περι θανατου ἀν ἐκινδυνευσε : τουτο μεντοι και διπλην ἐχει την της πλασεως
9999844 ἀφαιρεισθω
Φιλισκος ἀφῃρεθη το εἰναι ἀτελης , αἱδε ἐγενοντο , μη ἀφαιρεισθω δε αὐτον τα περι τῳ βλεμματι και τῳ φθεγματι
. ἐστω ἑξ και ἑξ : ἀπο θατερου των ἑξ ἀφαιρεισθω τυχον τρια και προστεθεισθω θατερῳ [ β ] :
9999844 πηνικα
, τοτε και ποτε και ὁποτε , και τηνικα και πηνικα και ὁπηνικα και ἡνικα και τηνικαυτα . και ποτε
ἐξηγειται πηνικα μεν δεοι σπειρειν , πηνικα δε φυτευειν , πηνικα δε ἀμαν , πηνικα δε των βοτρυων ἐπιμελεισθαι ,
9999843 Πανα
Σαεττης δε της Λυδης . κλωποπατωρ : ἡ Πηνελοπη τον Πανα ἐγεννησε κατα μεν τινας ἀπο Ἑρμου , κατα δε
ἐστι των δυο πρωτων στιχων αὑτη : ἡ Πηνελοπη ἐγεννησε Πανα τον αἰπολον . εἰπε δε την Πηνελοπην Οὐδενος εὐνατειραν
9999843 ψευδες
συλλογισμος διχως λεγεται : ἠ γαρ εἰ συλλελογισται και συνηξε ψευδες συμπερασμαψευδους δε του συμπερασματος ὀντος , ἀναγκη και τας
συναγεσθαι μεν δοξει το νοσον ἐξ ἀναγκης μηδενι ἀνθρωπῳ : ψευδες δε τουτο , ἐπειδη ἐπιδεκτικος ὁ ἀνθρωπος νοσου ὡσπερ
9999843 τεθαυμακα
μη πλανηθεισα δια - μαρτῃ της ὀρθης ὁδου . πανυ τεθαυμακα κἀκεινους , τον μεν φιλοπευστουντα περι του μεσου των
ποθεν ἐπηλθεν αὐτῳ [ λεγειν ] , ὑπερ παντα ἐγωγε τεθαυμακα . οὐδεν γαρ εὑρισκω τουτων παρα Δημοσθενει κειμενον ,
9999843 στρογγυλῳ
διορθωσις κοινη ἠ χερσιν ἠ μοχλῳ , τα μεν ἐσω στρογγυλῳ , τα δε ἐξω ὑποπλατει . μαλιστα δε το
πιθῳ την κεραμειαν ἀντλιον χρωμαι γαρ αὐτου του στοματος τῳ στρογγυλῳ , τους νους δ ' ἀγοραιους ἡττον ἠ '
9999843 νομῳ
νομων . οὐδε γαρ κεκωλυκας ταυτα , ὠ βασιλευ , νομῳ , ἀλλ ' ἑν εἰπων δειν μη ποιειν τἀλλα
. οὐκουν ἐπειδαν ὁ ἀγελαρχης νους παραλαβων την ψυχης ἀγελην νομῳ φυσεως διδασκαλῳ χρωμενος εὐτονως ἀφηγηται , δοκιμον αὐτην και
9999842 Ἀλεξανδροιο
' ἐμμεμαυια δι ' οὐρεος , ἡχι και ἀλλαι Νυμφαι Ἀλεξανδροιο νεκυν περικωκυεσκον . Τον δ ' ἐτι που κρατερον
τῃ δ ' ἀρα διφρον ἑλουσα φιλομειδης Ἀφροδιτη ἀντι ' Ἀλεξανδροιο θεα κατεθηκε φερουσα : ἐνθα καθιζ ' Ἑλενη κουρη
9999842 πλατοϲ
πεφωγμενην ἠ κυϲτεϲι βοων ἐλαιου θερμου ἡμιπληρεϲι , ὡϲ ἐϲ πλατοϲ ἐπικεηνται των πυριωμενων χωριων . ἐβιηϲατο κοτε ἀναγκη πυριηϲαι
ἱκανωϲ ἰϲχνα και μη ῥυπαρα , ἐχουϲηϲ τηϲ κλινηϲ δαψιλεϲ πλατοϲ προϲ το ἐπ ' ἀλλα και ἀλλα των πρωτων
9999842 Ἡρακλη
ὠ Ἡρακλη , ὡσπερ και Δημοσθενη . Δυϊκα . Ἡρακλεε Ἡρακλη , Ἡρακλεοιν Ἡρακλοιν , Ἡρακλεε Ἡρακλη . Πληθυντικα .
την Κολχικην Λιγυστικην καλει . ὁ δε Λιγυς οὑτος κωλυων Ἡρακλη ἐπι τας Γηρυονου βους ἀνελθειν ἀνῃρεθη . και κατα
9999842 ῥητορικα
ὡςτε μηδεν ἡμας δυνασθαι διαφυγειν . τα τοινυν ἰδια και ῥητορικα ἠθη τουτοις διαιρειται : κατα ἐθνη , γενη ,
, οἱον ῥητορσι τε και γραμματισταις , αὐτους δε τα ῥητορικα ἠ τα γραμματιστικα οὐκ ἐργαστεον . τῳ γαρ ὀντι
9999841 Ἑλληνικῳ
, ἐπει κινδυνος ἐσχεν , ἠγουν ἐκρατησε , δορι πεσειν Ἑλληνικῳ την Φρυγων πολιν , φοβηθεις μη σφαγῃ ὑπο των
την ἀτραπον ἐν τῃ Οἰτῃ , προσεστω δε τῳ παντι Ἑλληνικῳ και ὁ ἀριθμος ὁ τουτων . Λοκρους δε τους
9999841 ἐνεπλησε
δ ' ἐμβαλων εἰς την των πολεμιων χωραν τους στρατιωτας ἐνεπλησε παντοιας ὠφελειας . Τισσαφερνους δε μετα πολλης ἱππου παραγενομενου
ἠδη ἐουσης κοιλης ἐσμος μελισσεων ἐσδυς ἐς αὐτην κηριων μιν ἐνεπλησε . Τουτου δε γενομενου τοιουτου , ἐχρεωντο γαρ περι
9999841 ἠγγελλετο
. ἀφ ' ὡν αὐτην μαλλον ἠ προτερον ἐθαυμασαμεν : ἠγγελλετο μεν γαρ και προτερον μεγαλα , νενικηται δε παντα
ὡς πλειονας ἐκ της πολεως ταυτης ἐχοι συμμαχους . ταυτα ἠγγελλετο τοις ἐν τῃ πολει : οἱ δε ζηλωσαντες την
9999841 γλυκεσι
πολλῳ , ἐμεσαι σιτιοισι χρησαμενον τοισι δριμεσιν , ὑγροισι και γλυκεσι και ἁλμυροισιν , ἐξ ἐμετου δε ὁσον ἐξαναστηναι :
. μετα δε ταυτα αἰγιαλος παρηκει καθυγρος , ναματιαιοις και γλυκεσι ῥειθροις διειλημμενος : καθ ' ὁν ἐστιν ὀρος ὀνομαζομενον
9999840 δορκαδες
νεβροτοκοι και ζορκες , τουτεστιν αὐτοι οἱ ἐλαφοι και αἱ δορκαδες . * κινωπησταις : ἑρπησταις κινουμενοις ἑρπυστικως * ζορκες
μεν και ὀρνιθες , διακεινται δε λεοντες τε ὁλοι και δορκαδες και συες και τιγρεων ὀσφυες , τα γαρ λοιπα
9999840 πλατεα
ταις κεναις ; εἰτ ' ἐκεραμευσαντο τοις μεν ἀνδρασιν ποτηρια πλατεα , τοιχους οὐκ ἐχοντ ' ἀλλ ' αὐτο τοὐδαφος
ὑπερ αὐτην , μαλλον δε και ἁπαλωτερα , ἐχοντα θηκαρια πλατεα , ἱνα ἐν καιρῳ δυνατον ἐστι τεταμενα χωρειν τα
9999840 Ποσειδωνι
ἐπει δε Τευκροι κατα χρονον τον ἱκνουμενον οὐκ ἀπεδιδοσαν ἱερα Ποσειδωνι , ἀλλα ὑπ ' ὀλιγωριας ἐξελειπον , χαλεπηνας Ποσειδων
. Ὁμηρος μεντοι οἰκειως τῃ του ὑδατος φυσει και τῳ Ποσειδωνι ἀπονεμει τα θυματα : ταυρους παμμελανας ἐνοσιχθονι κυανοχαιτῃ .
9999840 ἀπελαυσε
ἐκ τουτων δη τα πολλα και μεγαλα ὀνειδη παλαι τε ἀπελαυσε φιλοσοφια και νυν ἀπολαυει , ὁταν δη τινες ἐνιοτε
τυ γενος , ἀλλοτριος ὠν του Περσων αἱματος ἐπιξενωθεις ἡμιν ἀπελαυσε της προς ἁπαντας χρηστοτητος , ἐπι τοσουτον ὡς πατερα
9999840 κρητηρα
θρονους τε : τοις δ ' ὁ γερων ἐλθουσιν ἀνα κρητηρα κερασσεν οἰνου ἡδυποτοιο , τον ἑνδεκατῳ ἐνιαυτῳ ὠϊξεν ταμιη
: ἐστι γαρ ἐν τοις εὐ πεποιημενοις : και το κρητηρα τετυγμενον σημαινει τον εὐ τετυγμενον . και ἀλλα δε
9999840 εὑρεθεισα
και βηξ ἐγενετο . ἐγενετο οὐν ὁ βηξ και ποτε εὑρεθεισα ἡ δυναμις ἐῤῥωμενη ἀπεδιωξε τον χυμον : ἀπεδιωξε μεντοι
συντυχουσα “ λεγε ἀντι του ” κατα τυχην φανεισα και εὑρεθεισα “ συντασσων το ” ἡμιν “ προς το ”
9999839 ἀσκαριδες
οὐν στρογγυλαι . πληθυνουσι γαρ ἐπι παιδιων . αἱ δε ἀσκαριδες πλεοναζουσιν ἐπι των παρηβωντων , δυσιατοι δε και δυσεκκριτοι
, και σκοροδα ἑφθα και ὠμα ἐσθιετω , και αἱ ἀσκαριδες ἐξιασι και θνησκουσιν : ἁλμῃ δε κλυζειν χρη .
9999838 Ἀκαρνανες
ἐς τον ἐπειτα χρονον σπονδας και ξυμμαχιαν ἐποιησαντο ἑκατον ἐτη Ἀκαρνανες και Ἀμφιλοχοι προς Ἀμπρακιωτας ἐπι τοισδε , ὡστε μητε
ἐφασαν ἀκολουθειν . στασιαζοντων δ ' αὐτων , οἱ μεν Ἀκαρνανες διαλυσαμενοι τοις Ἀμπρακιωταις συνεθεντο την εἰρηνην εἰς ἐτη ἑκατον
9999838 κολλωδες
και μιξαντες τον καρπον του παλιουρου . Τουτου γαρ συμμιγεντος κολλωδες μεν το παν πολυ μαλλον γινεται , δοκει δ
οἰνον , ἠ ἐμβληθηναι εἰς τους πιθους , παχυ και κολλωδες ᾐ το γλευκος , μονιμωτερος ἐσται ὁ οἰνος :
9999838 Ἰωνικη
ὡς εἰρηται εἰς το νωσκω εἰη ἀν ἐπ ' αὐτου Ἰωνικη ἀναδιπλωσις νινωσκω δια των δυο ν . του δε
αἱ των Ἑλληνων ἀποικιαι παρεσχηκασι λογον : ἡττον μεν ἡ Ἰωνικη , ἡ δε των Αἰολεων πανταπασι : καθ '
9999838 ἐρασθεισα
ἠν ἡ μονη ἡδομενῳ : Πολυμηλη γαρ των Αἰολιδων τις ἐρασθεισα αὐτου κρυφα συνην . ὡς δε τους ἀνεμους ἐγκεκλεισμενους
πολις Καριας , ἀπο Καυνου , οὑ ἡ ἀδελφη Βυβλις ἐρασθεισα φευγοντος ἐκεινου [ ἀπηγξατο ] . ὁθεν ἡ παροιμια
9999838 κορακα
τον Πινδαρον ὁ Ἀρτεμων , ὁτι παρακρουσαμενος την περι τον κορακα ἱστοριαν αὐτον δι ' ἑαυτου ἐγνωκεναι φησι τον Ἀπολλωνα
παις ἀπροφυλακτως παρεκυψε . οὑτω τε συνεβη της λαρνακος τον κορακα κατα του βρεγματος κατενεχθεντα ἀποκτειναι αὐτον . ὁ λογος
9999838 βελτιστη
ἀρχας και αἰτιας ἐνῳκισθη τοις Ἑλλησι . πολιτεια δε ἡ βελτιστη και ὁμοδημια και κοινα τα φιλων και θρησκεια θεων
τελος δε ἀφνω καταλιπων οὑτως ἀπιστως και προδοτικως : ἡ βελτιστη δε Πενια πονοις με τοις ἀνδρικωτατοις καταγυμνασασα και μετ
9999837 θωρακες
το Εὐριπιδου , καταχαλκον ὁραν πεδιον τοτε φησεις ἀληθως . θωρακες δε οὑτως ἀλληλων ἐχονται ὡστε εἰ και γυμνον ταξαις
μελλων ῥησω : ῥηδην , και διαρρηδην : δρυφακτοι ξυλινοι θωρακες : τα διαφραγματα : ἠ τα περιτειχισματα : ἠ

Back