τῳ οὐρῳ . Εἰ δε νεμομενα εἰη τα ἑλκη , ὑφαιμα συνεκκρινεται και ἰχωρωδη και δυσωδη , συν δε τουτοις
, ὁπερ ὑδωρ ἀγει και φλεγματα , χλωρα τε και ὑφαιμα καταμηνια κατασπᾳ , ἠν μη πολυχρονια ᾐ , και
9999925 πικροι
ὀκνῳ εἰκοντεϲ , ἀθυμοι : βρωμωδεεϲ δε την ὀϲμην , πικροι δε την γευϲιν : την ἀναπνοην οὐκ εὐκολοι :
φυλλα συν κηρωτῃ . ῥησσει δε φυματα προπολις , θερμοι πικροι μετ ' ὀξους καταπλασθεντες , σικυου ἀγριου ἡ ῥιζα
9999925 χαλεπωτατην
και ἐκκρισιν , ὡς ὁ μεν Ἐρασιστρατος και ἀντικρυς την χαλεπωτατην της κρισεως ὁμολογει . λεγει δε οὑτως : χαλεπον
' ἀποδειξεως φαινομενης και συλλογισμου συναχθησεται , και δια τουτο χαλεπωτατην λεγω ταυτην την ἀγνοιαν , ὁτι οἰησις ἐστιν ἐπιστημης
9999924 μελικρατῳ
ἀργος , ἡπαρ μεγα ἐχων . τουτου ἡ χολη συν μελικρατῳ ποθεισα ἡπατικους ἀκρως ἰαται . το δε ἡπαρ αὐτου
χρω . Εἰ δε κολπος εὐθυς ἐξ ἀρχης γενοιτο , μελικρατῳ κλυσας ἐπιμελως , σπογγον καινον ἐφ ' ἱκανον μετα
9999922 Αἰγισθου
ἀλλ ' ἀδοξως . φυγειν ] ὡστε φυγειν τας ἐπιβουλας Αἰγισθου τιμωρησαμενην αὐτον . οὑτω γαρ ] οὑτω γαρ ἀν
τλαμονι . . . χειρι ] τηι χειρι Κλυταιμηστρας και Αἰγισθου . τελειται ] ἱνα το ὁμοιον και ἰσον τωι
9999921 Αἰσχινην
λεγει καπνον , ⌈ Προξενιδην * [ Προξενιαδην ] και Αἰσχινην τον Σελλου . και ἐν Ὀρνισι μεμνηται Προξενιδου ὡς
: ἡκετε και ὑμεις Ἀρκαδες , αὐτοχθονες , δι ' Αἰσχινην μεταβαλοντες την τυχην και τεως Φιλιππῳ δια τουτον δουλευοντες
9999921 ἀποδημιᾳ
αὐτης ἐχειν τον ὑποκριτην : τοτε δ ' ὀντος ἐν ἀποδημιᾳ , ἐξ οὑ γεγονος ἠν ἀρρεν αὐτῳ παιδιον ,
πολεμον ἐξιεναι . χρη οὐν ἐπιλεξαμενον το ἁρμοζον ζῳδιον τῃ ἀποδημιᾳ ὁραν εἰ ἐφαρμοζει αὐτῳ ἡ των ἀγαθων μαρτυρια προς
9999921 χειρουργιᾳ
δρᾳ , στοχαζομενη του τελους , τα δε ἑπεται τῃ χειρουργιᾳ , οὐ τεχνης ἐργα , ἀλλ ' ὑλης παθη
οὑτος ἀσκιτης , ἐπι κατακλυζουσῃ ὑγροτητι , και ἐδοξε σοι χειρουργιᾳ χρησασθαι τῃ παρακεντησει . μη ἀναμεινῃς , μηπως το
9999919 ἐτειχισαν
πρωτοι το Καπιτωλιον και το Παλατιον και τον Κυρινον λοφον ἐτειχισαν , ὁς ἠν οὑτως εὐεπιβατος τοις ἐξωθεν ὡστ '
πλειστον μερος ἐν θαλασσῃ , τας ἀπο της γης προσοδους ἐτειχισαν και πυργους πυκνους ἐποιησαν , και ταφρον ὀρυξαντες μεγαν
9999919 ὡροσκοπουσης
. λογιζομαι το διαστημα το ἀπ ' αὐτου ἑως της ὡροσκοπουσης μοιρας : γινονται μοιραι λεʹ , ἁτινα ἐστι ὡραι
ὁρωντων . συν δε τῃ Σεληνῃ δυνοντος ἠ της Σεληνης ὡροσκοπουσης , μαχλοι και σπαναδελφοι . εἰ δε συν Ἀφροδιτῃ
9999919 Φοινιξιν
τοινυν ἡ Ἀθηνα τιμαται παρα Θηβαιοις . Ὀγκα δε παρα Φοινιξιν ἡ Ἀθηνα , και Ὀγκαιαι πυλαι . μεμνηται τουτου
: Ὁ Τρυφων φησι και τους καλουμενους ἐλεφαντινους αὐλους παρα Φοινιξιν ἀνατρηθηναι . . : Και ᾠδης δε ὀνομασιας καταλεγει
9999919 ἐπεκληθη
πεπληρωται δ ' ὁ κυκλος . ἐντευθεν ἠδη και τριοδιτις ἐπεκληθη και των τριοδων ἐποπτης ἐνομισθη δια το τριχως μεταβαλλειν
οὑτως ἀπωλετο του σανδαλιου αὐτου ἐκβρασθεντος ὑπο του πυρος . ἐπεκληθη δε και κωλυσανεμας δια το ἀνεμου πολλου ἐπιθεμενου τηι
9999918 ἀπεδημησεν
Βοιωτου Σχοινεως ἐχων την κλησιν . εἰ δε ὁ Σχοινευς ἀπεδημησεν οὑτος παρα τους Ἀρκαδας , εἰεν ἀν και οἱ
εἰ τελευτησειεν ἀταφον μενειν , ἐχων τις γυναικα και υἱον ἀπεδημησεν , ὑπο καταποντισταις γενομενος ἐδηλωσε τοις οἰκοι περι λυσεως
9999918 στυπτηριην
την ἑδρην , σμυρναν τριψας λειην και κηκιδα , και στυπτηριην αἰγυπτιην κατακαυσας , ἑν και ἡμισυ προς τἀλλα ,
τα αὐτα . Ὀξος ὡς ὀξυτατον λευκον , μελι , στυπτηριην αἰγυπτιην , νιτρον ὡς ἀριστον ἡσυχως φρυξας , χολης
9999917 ἐγκλημα
καειν , Ἀθηναιοις δε και το μη τρεφειν ἠ χειραγωγειν ἐγκλημα ἐδοκει . τινες δε και τουτο φασιν : ὡς
οὐν αὐξει το γεγονος δεινουντος του κατηγορου και μεγαλοποιουντος το ἐγκλημα ἠ το εὐεργετημα : ἐκ δε των ἐναντιων του
9999917 κουρευς
' ἐμου τον φαλακρον ἐξυπνισεν . Σχολαστικος και φαλακρος και κουρευς συνοδευοντες συνεθεντο προς τεσσαρας ὡρας βιγλευσαι . ἐλαχεν οὐν
ποιμενας , ἐν δε Χρυσῳ γενει Εὐπολιδος ἐπειθ ' ὁ κουρευς τας μαχαιριδας λαβων ὑπο της ὑπηνης κατακερει την εἰσφοραν
9999917 φαινοιτο
εἰναι σον εὑρημα : και ἐγω εἰπον ὁτι τουτο εἰ φαινοιτο σοι οὑτως ἐχειν , πολλων ἀν εἰης λογων ἐμε
περι αὐτων ἐρω . εἰ δε τι βλασφημον ἠ τραχυ φαινοιτο ἐχων ὁ λογος , οὐ τον διελεγχοντα ἐμε ,
9999916 ἀπελιπεν
δε κρινας ἐχεσθαι του πολεμου , Πνυταγοραν μεν τον υἱον ἀπελιπεν ἡγε - μονα των ὁλων ποιησας ἐν τῃ Κυπρῳ
γε : τρις γαρ τελειος ὑπαρχουσα οὐδ ' ἐπιδοσιν αὐξησεως ἀπελιπεν , ἀλλα και δυο κυβων ἁμα συνθεσις , του
9999916 θερμοτεροϲ
ὁ κιρροϲ την χροιαν . ὁ δε παλαιοτεροϲ του νεου θερμοτεροϲ τε και ξηροτεροϲ . αὑτη μεν ἡ του οἰνου
ἱκανωϲ ὀντεϲ και πνευματωδειϲ . ὁ δε Κυρηναιοϲ ἁπαντων ἐϲτι θερμοτεροϲ τε και λεπτομερεϲτεροϲ . Ὀριγανοι παϲαι τμητικηϲ τε και
9999916 σκοροδου
τουτεστιν ἀνθρωπειᾳ κεφαλῃ ἐοικεναι . Τουτον δε φασι τριβομενον μετα σκοροδου και πινομενον ἀλεξιφαρμακον των ὑπο σκορπιου δηγματων γινεσθαι .
και ὀπωρας ξηρας παντοιας ἀπεχεσθαι οἱον πηγανου , θρυμβης , σκοροδου , πρασων , καρδαμου , ῥεφανου και σινηπεως .
9999916 φαινομεθα
κριθησεται , οὐ δη καλον , ἀφ ' ὡν εὐδοκιμουντες φαινομεθα και μεθ ' ὡν ἐπιτηδευματων διαγεγοναμεν , ἀκυρα ποιειν
ὁσα πολυχορδα και πολυαρμονια , δημιουργους οὐ θρεψομεν . Οὐ φαινομεθα . Τι δε ; αὐλοποιους ἠ αὐλητας παραδεξῃ εἰς
9999916 ἀφαιρεθεισης
μη χρωμενων , ἀπηλλοτριωται δ ' αὐτων , της χρειας ἀφαιρεθεισης δια το εἰς ἐνια ἀπρεπες . Δεδειγμενου δ '
ἀλλα τινα φυσιν ἐν μεθοριῳ , καθαπερ ἀπο ἀμπελου κληματιδος ἀφαιρεθεισης εἰς ἑτερας ἀμπελου γεννησιν . Διο φησιν : ἑνεκα
9999915 ἐξουσιᾳ
πρωτα ἐπιτρεψαντες αὐτοις και το ἀνοητον της ἀρχης μεγαλῃ καθοπλισαντες ἐξουσιᾳ , ὁτε Κοιντιον Καισωνα τῳ παρελθοντι ἐνιαυτῳ κρινειν ἐπ
το βρεχειν ἠν , φησιν , ἐπι τῃ του Διος ἐξουσιᾳ , και μη των Νεφελων ἠν τουτο ἐργον ,
9999915 Ἀλεξανδρευσι
δημαρχων νομον , ἀνευ στρατιας Πομπηιον ἐχοντα ῥαβδουχους δυο διαλλαττειν Ἀλεξανδρευσι τον βασιλεα . Και Πομπηιος μεν ἐδοκει τῳ νομῳ
ἐπιχρυσοι και θυμιατηρια και τρυβλια . ΒΗΣΣΑ ποτηριον παρ ' Ἀλεξανδρευσι πλατυτερον ἐκ των κατω μερων , ἐστενωμενον ἀνωθεν .
9999915 ἐσεμνυνετο
κοσμον παρεχειν . ἐπειτα δε ὁ μεν τῳ δυσπροσοδος εἰναι ἐσεμνυνετο , ὁ δε τῳ πασιν εὐπροσοδος εἰναι ἐχαιρε :
δ ' ἱκανος και των σκωπτοντων αὐτον ὑπεροραν . και ἐσεμνυνετο ἐπι τῃ εὐτελειᾳ , μισθον τε οὐδενα εἰσεπραξατο .
9999915 νεανικως
ἀνθρωπον . Τι οὐν προς τα ἀληθη και τα ὁμολογουμενα νεανικως ἀντιμαχεσθε , οἱ τα ἀφανη και τα ἀτοπα μαλα
κατα του ὑγιεινου : προσπιπτουσαι γαρ αἱ ἀγκυλαι τῳ χρωτι νεανικως τεινουσι τα πασχοντα , αἱ δ ' ἀρχαι ἀφισταμεναι
9999915 Περδικκαν
: πελτη ἀσπις τετραγωνος ξυνεβιβασε : φιλον ἐποιησεν αὐτοις τον Περδικκαν . Θερμην : εἰχον γαρ αὐτην Ἀθηναιοι , ἐκ
αὐτου ἐς τα ἐπι Θρᾳκης οἱ Ἀθηναιοι πυθομενοι τον τε Περδικκαν πολεμιον ποιουνται , νομισαντες αἰτιον εἰναι της παροδου ,
9999915 Αἰσχινης
σχημα τιθησιν : εἰ ἐκρινομην μεν ἐγω , κατηγορει δε Αἰσχινης , Φιλιππος ἠν ὁ κρινων : ταυτα γαρ οὐτε
ἡ Ἀθηνα θερμα λουτρα τῳ Ἡρακλει ἐποιησε . Θερσανδρος : Αἰσχινης κατα Τιμαρχου . ὁτι παιδεραστης οὑτος σφοδρος και Ἀριστογειτων
9999915 ἀπολωλεκε
γαρ κατοπιν τουτων ᾀδοντας ἑπεσθαι . χορου μελος . μων ἀπολωλεκε τας ἐμβαδας : ἐκ του εἰκοτος την του γεροντος
ἐχω του φιληματος : ἐκεινο δε με ἠ σεσωκεν ἠ ἀπολωλεκε . σκοπει οὐν πως γυνη γυναικος περιγενῃ , συμμαχον
9999914 ἀπελαβεν
δοκει φωρασαι , ὁτι τας πεμπομενας παρα του ἀνθρωπου οὐκ ἀπελαβεν : ἠν γαρ αὐτοις ἀρνηθηναι και φασκειν ἐπιβουλευεσθαι ὑπο
σιτος ὑομενος κατασαπειη : τον δε θερισθεντα κατα συνθηκας αὐτος ἀπελαβεν . ἀναγκαιως οὐν τον μεν ἀπο της χωρας τῳ
9999914 γραμμασι
γραψαι με δει : τουτοις ἀξιον κοσμησαι την ποικιλην τοις γραμμασι , οὐχι δε τοις ὑπο σου τουτοις πιναξι τιμασθαι
πατερα ἐντεταλθαι ῥημασι , μηδεν δε ἐπεσταλκεναι τοις βασιλειοις ἀρκουμενον γραμμασι , πιστευσας ὁ νεανιας , ἀσχαλλων μεν και δυσφορων
9999914 ἐτιμωρησατο
διανοιᾳ χρηται λεγων , ὁτι τον ἐκ πορνης ὁ νομος ἐτιμωρησατο , ὁ δε τῃ διανοιᾳ ὁ διωκων ταὐτον εἰναι
τῳ νοστῳ ὑπεμεινε και ὁπως τους ἐπιβουλευοντας τῳ οἰκῳ αὐτου ἐτιμωρησατο . ἐξ ὡν δηλος ἐστι παριστας δια μεν της
9999913 χονδροι
ἀταρ ἠδε ἐϲ θιξιν : θερμη γαρ αἱματοϲ προκληϲιϲ . χονδροι πλυτοι : ὀρυζα ἐϲ ὀξυκρητον : ἠν δε το
του χονδρος , οἱον χονδρος ἁλς , χονδρου ἁλος , χονδροι ἁλες . Ψευδες δε τουτο , ὡς μαρτυρει ὁ
9999913 φυσικα
. Παιτος βασιλει βασιλεων τῳ μεγαλῳ Ἀρταξερξῃ χαιρειν . Τα φυσικα βοηθηματα οὐ λυει την ἐπιδημιην λοιμικου παθους : ἁ
οὐν ζητει ἐν τοις ψυχικοις . ἐρχου δε εἰς τα φυσικα . ἀλλα των φυσικων προηγειται ἡ πεινα . διο
9999913 κατακλυσμῳ
ὁ δικαιος και ἐν τῳ μεγαλῳ και ἐπαλληλῳ του βιου κατακλυσμῳ , μηπω δυναμενος διχα αἰσθησεως ψυχῃ μονῃ τα ὀντα
και Ἠλεκτρας της Ἀτλαντος θυγατρος καταλιπων την Σαμοθρᾳκην ἐν τῳ κατακλυσμῳ κατασκευασας σχεδιαν και εἰς τα κατα την Τροιαν μερη
9999913 ἀκανθης
, κεινται δε ἐν τοις δυσεντερικοις και ὁ δια της ἀκανθης και ὁ δι ' ἠλεκτρου , προς αἱμοπτοϊκους ἀναγραφεντες
κατα δε τον νωτον αὐτων ἡ πολλη και ἐπιμηκης της ἀκανθης περιπλοκη τραχυνεται . Των δε δυσμενων και ἀγριων ἀνδρων
9999913 Ἑλληνικα
πολιν ἡν * Αἰνιανα καλεισθαι , και δεικνυσθαι ὁπλα τε Ἑλληνικα ἐνταυθα και σκευη χαλκα και ταφας : ἐνταυθα δε
των Ἀττικων δε ἐστιν . κεκτημαι και ἐκτημαι , ἀμφοτερα Ἑλληνικα . Θουκυδιδης ἑκατερως : „ και οὐδεν το προτερον
9999913 ἡγειτο
την Ἀττικην οὐκ ἐσεβαλον , ἐστρατευσαν δε ἐπι Πλαταιαν : ἡγειτο δε Ἀρχιδαμος ὁ Ζευξιδαμου Λακεδαιμονιων βασιλευς . και καθισας
το γαρ μαλλον κακον της ἀρχης της κατ ' αὐτην ἡγειτο . Το δε κατεπεμψεν ὁ θεος δυναμιν ἐπι την
9999913 ἐνεπιπτεν
δειν των ἐσχατων . σπανιως δε που πραγμα οὑτως ἐνδοιαζομενον ἐνεπιπτεν , ὡστε μεχρι της ἐσχατης ψηφου της των ἀπορωτατων
πολλους των Ἑλληνων μετεωρους εἰναι προς καινοτομιαν εἰς πολλην ἀγωνιαν ἐνεπιπτεν . Ἀθηναιοι μεν γαρ Δημοσθενους δημαγωγουντος κατα των Μακεδονων
9999913 λημα
ποιος ἠσθα νερθεν ἐν κακοισιν ὠν ; ὡς ἐς το λημα παντος ἠν ἡσσων ἀνηρ . πως οὐν † ἐτ
Νυν δη σε παντα δει καλων ἐξιεναι σεαυτου , και λημα θουριον φορειν και λογους ἀφυκτους , ὁτοισι τονδ '
9999912 Τηλεκλειδης
ἱστοριαν συνθεις , εἰτ ' Ἐπιμενιδης ἐστιν ὁ Κρης ἠ Τηλεκλειδης εἰτ ' ἀλλος τις . . . , :
και Διι Κακουμενῳ : τω προσεμφερη την σοφιαν . οὑτω Τηλεκλειδης Ἡσιοδοις και οἱ λοιποι . ἀμφοτερα : κατ '
9999912 χαλεποτητα
ὁρωντες οἱ Λακεδαιμονιοι τεταραγμενην την δυναμιν των ἐναντιων δια την χαλεποτητα της διαβασεως , καιρον ἐλαβον εὐθετον προς την ἐπιθεσιν
πασιν μεσον τεμειν , τοις τε φευγουσιν της ἀρχης την χαλεποτητα ὑμιν και τοις της ἀρχης παλιν ἐρωσιν τυχειν ,
9999912 γηθησεν
, ἐπει σφι φιλος περι κηρι . Ὡς φατο , γηθησεν δ ' ὁ γερων , και ἀμειβετο μυθῳ :
νηϊ μελαινῃ ἡμενον : οὐδ ' ἀρα τω γε ἰδων γηθησεν Ἀχιλλευς . τω μεν ταρβησαντε και αἰδομενω βασιληα στητην
9999912 ἐξαιρετως
τε Βυβλῳ και Τυρῳ και κατα πολλα της Συριας μερη ἐξαιρετως ἱερουργουμενας , και οὐχι δεισιδαιμονιας ἑνεκα το τοιουτον ὑπομεινας
οὐδεις ἀν εἰποι . το πλαττομενον οὐν τουτον τον τροπον ἐξαιρετως σχημα καλειται , και ἡμεις περι τουτου ποιουμεθα τον
9999912 ἀπατεωνα
ἐποιησε και δια τουτο Δαρειος ὑπερ αὐτου φλαυρως ἐλεγεν , ἀπατεωνα λεγων και ἀνθρωπον κακιστον . . . . [
. ] . πλευμονα τε αὐτον ἐκαλει και ἀγραμματον και ἀπατεωνα και πορνην [ . . ] . . .
9999912 συμβολῃ
ὁμωνυμον γην . Ὁ δε τουτων πατηρ ὁ Ὑψιστος ἐν συμβολῃ θηριων τελευτησας ἀφιερωθη , ᾡ χοας και θυσιας οἱ
δειλιαν και ἐξεληλεγμενοι . τοτε , φησιν , ἐν τῃ συμβολῃ τῃ προς τον Ὀρεστην και προς τον Πυλαδην ,
9999912 ἀπειριᾳ
και το τοιουτον οἱον εἰ ἐστι τινα αὐτου ἐν τῃ ἀπειριᾳ φθαρτικα . ἀλλ ' εἰ τουτο ἐστιν ἀδηλον αὐτῳ
δυναστειαν ἠ τῳ μαχομενοι κρατειν . βαρβαρους δε οὑς νυν ἀπειριᾳ δεδιτε μαθειν χρη , ἐξ ὡν τε προηγωνισθε τοις
9999912 ἐκομισαντο
Αἰγοσθενοις ἐδειπνησαν ὡς ἐδυναντο : τῃ δ ' ὑστεραιᾳ ἐλθοντες ἐκομισαντο τα ὁπλα . και ἐκ τουτου οἰκαδε ἠδη ἑκαστοι
ἐτων οὐ μονον την ἐλευθεριαν , ἀλλα και την χωραν ἐκομισαντο την αὑτων . ἐπει γαρ ἡττηθησαν ἐν Λευκτροις ὑπο
9999912 σφαιρα
: εἰ γαρ το συγκεκαμμενον ἐστι γωνια , ἡ δε σφαιρα καθ ' ὁλην ἑαυτην συγκεκαμπται , εἰκοτως ὁλη γωνια
κοσμημενου : οὑ γαρ και πολος ὀνομα , στρογγυλωδης ὡς σφαιρα , ἰσομηκος , ἰσοπλατος τυγχανει κατα μερος , ἐχοντα
9999911 πημα
ἐβραχεν . Οἱ δε κυδοιμου ἀργαλεου μνωοντο , μετα σφισι πημα τιθεντες . Και τοτ ' ἀρ ' Αἰνειαο μολε
νομῳ ; Ὁρα , τιθεισα τονδε τον νομον βροτοις μη πημα σαυτῃ και μεταγνοιαν τιθῃς : εἰ γαρ κτενουμεν ἀλλον
9999911 ἐστρατευσε
θυσας εὐωχειτο . ὁ δε Θειοδαμας ἐλθων εἰς την πολιν ἐστρατευσε καθ ' Ἡρακλεους , και εἰς τοσαυτην ἀναγκην κατεστη
Οὐολουσκοι δε και Ἑρνικες , ἐφ ' οὑς ὁ Κασσιος ἐστρατευσε , γνωμην μεν ἐποιησαντο δῃουμενης της χωρας περιοραν και
9999911 στενη
ἀποτομος παντοθεν , ἀνοδος δε ἐς αὐτην μια και αὐτη στενη τε και οὐκ εὐπορος , οἱα δη παρα την
. ἀμφιβαλων : περιξ αὐτου . λευρη : πλαγια , στενη , ὁμαλη . Γαστηρ : ὁ κολπος , το
9999911 ἐξειργασαντο
ἐκκλησιαις δεομενοι , τα δε καταμονας συντυγχανοντες : και τελος ἐξειργασαντο τους ἀνδρας μεγαλας ὑποτεινοντες ἐλπιδας αὐτοις , εἰ τα
περι ταυτην ἐσχον την φυσιν . ἀλλ ' οἱ μεν ἐξειργασαντο ἐν τοις αὑτων λογοις , οἱ δε οὐκ ἐν
9999911 νοσημα
ὡν ἐπιγραφει ὁ Ἱπποκρατης , ἀλλ ' οὐκ εἰχε το νοσημα . τα γαρ ἐπιῤῥηγνυμενα και ἐπιγενομενα συμπτωματα κακοηθεστερα ἠσαν
μηδε την ἰδιαν χροιαν και δια τουτο χρονιωτερον σημαινει το νοσημα . ἐπι δε των συνεχων πυρετων ἐπι πληθει αἱματος
9999911 ἀφικοιτο
. Και ἀριστον ἀν συμβαινοι , εἰ ἐς την κοιλιην ἀφικοιτο : ἐξελθοι γαρ ἀν συν τῃ κοπρῳ : εἰ
λεγουσιν Ἑλληνες , ἡνιοχειν δε αὐτον Οἰνομαῳ : και ὁποτε ἀφικοιτο τις μνωμενος του Οἰνομαου την θυγατερα , ὁ μεν
9999911 ὑποτακτικη
, τουτεστιν ἡ ἐγκεκλιμενη ἀντωνυμια οὐδεποτε προτακτικη , οὐδε ἐκεινη ὑποτακτικη δεοντως παραληφθησεται , ὁπου γε και αἱ ὑποτακτικαι ἐν
ὡς μελλοντων μεν ὀντων , οὐ μην ἀοριστων , ἡ ὑποτακτικη ἐγκλισις ἀκαταλληλος : ἀοριστων δε ὀντων , οὐ μην
9999911 ἐβουλευσεν
εἰσι τροχαιων τετραμετρων καταληκτικων νϚʹ , ὡν τελευταιος τηνδ ' ἐβουλευσεν κελευθον και στρατευμ ' ἐφ ' Ἑλλαδα . ἐπι
ἡν ἐθελει δικην αὐτοις ἐπιβαλῃ . και ὁ μεν Ἑρμης ἐβουλευσεν ἀποκοψαι τους ποδας αὐτων και τας χειρας : Ἀρης
9999911 ἐπισκεψωμεθα
και των Μεθοδικων , φερε , τοις κριτηριοις τουτοις χρωμενοι ἐπισκεψωμεθα και τας αἱρεσεις , ἱνα τῃ ὑγιει προσθωμεθα .
εἰωθος οὐ πανταπασιν ἀδιερευνητον παραδραμειν δοκιμασαντες . ἑξης δε τουτοις ἐπισκεψωμεθα τον συλλογισμον , ὁν ὁ Ἀφροδισιευς ἐξηγητης ἐκτιθεται ,
9999911 ἐζητησεν
ἀλλων πολιτων οὐ κοινην , ἀλλ ' ἰδιαν την σωτηριαν ἐζητησεν . Ἀγανακτω δε μαλιστα ὠ ἀνδρες , ἐπειδαν ἀκουσω
ἀναιρεσεως . Τουτο δ ' ἐντος οὐ πολλου χρονου παις ἐζητησεν οὐδε δωδεκα ἐτη γεγονως τον δεσποτην ἀποκτειναι : και
9999911 ἐγραψαν
τουτο και ἐλεγχομενων ὑπο του ὁρου και των διδασκομενων . ἐγραψαν δε ἀπο συμβεβηκοτος οὑτως : πορισμα ἐστιν το λειπον
οὐν ἐκηρυξαν κατ ' αὐτου Ἀθηναιοι και ἐν χαλκῃ στηλῃ ἐγραψαν , ὡς φησι Μελανθιος ἐν τῳ περι μυστηριων .
9999910 γεωμετρικη
προς Η : και ἐσται των Ζ Γ Η εὐθειων γεωμετρικη μεσοτης , τουτεστιν ἀναλογια κυριως . κἀν δια το
περι της ἀριθμητικης μεσοτητος . Ἡ δε ἐπι ταυτῃ συνεχης γεωμετρικη μεσοτης κυριως ἀναλογια μονη καλουμενη δια το ἀνα τον
9999910 νενευκεν
ἐπι το ἑαυτου μεσον και τουτο ἐχει κατω , ὁπου νενευκεν . Εἰ γαρ μη το αὐτο μεσον εἰχεν ὁ
μερη διαιρουμενης της Ἀσιας το μεν προς τας ἀρκτους αὐτης νενευκεν , το δε προς την μεσημβριαν . ἀκολουθως δε
9999910 καιροϲ
τηϲ ἐπιϲημαϲιαϲ διδωϲι ταϲ τροφαϲ : και γαρ οὑτοϲ ὁ καιροϲ πλειϲτον ἀπεχει του μελλοντοϲ παροξυϲμου . ἐτι δε και
μηδενοϲ κωλυοντοϲ των προρρηθεντων ἐπι του ϲυνοχου πυρετου , ἠδη καιροϲ τηϲ του ψυχρου δοϲεωϲ . ἐφ ' ὡν μεν
9999910 ἐκινδυνευσεν
μηδεν προσηκοντων κηδεται . παις ποτε λουομενος ἐν τινι ποταμῳ ἐκινδυνευσεν ἀποπνιγηναι : ἰδων δε τινα ὁδοιπορον τουτον ἐπι βοηθειαν
και ἀποθετον . ἐφ ' οἱς φωραθεις ἐν ταις Ἀθηναις ἐκινδυνευσεν ἀν , εἰ μη ἐφυγεν . και μετ '
9999910 μελεα
και κραινοντων ἐϲ ὀϲτεα , ἠ ῥαγεντοϲ , ἀκρατεα τα μελεα και ἐπιϲυρομενα , οὐκ ἀναιϲθητα , γιγνεται . εἰδεα
, τοισι σοις ἐν ἀντροις , ἱνα τεκουσα τις παρθενος μελεα βρεφος Φοιβωι πτανοις ἐξορισεν θοιναν θηρσι τε φονιαν δαιτα
9999910 τεθαρρηκοτως
ἀληθινοις θηριοις , οἱς συνηθεις ὀντες οἱ των Ἰνδων ἱπποι τεθαρρηκοτως προσιππευον : τοις δ ' ἐγγισασιν ἡ τε ὀσμη
δειν εἰς τας ναυς ἀπιεναι , οἱ δε μενειν και τεθαρρηκοτως παραταξασθαι . ἐτι δ ' αὐτοις τεθορυβημενοις ἐπεφανησαν οἱ
9999910 ἀφοριζει
των σφυγμων πυκνοτητος τε και σκληροτητος οὐσα , τον πυρετον ἀφοριζει . εἰδη δε πυρετων κατα παντας δυο , ὁ
κατεγραφησαν εἰς την σφαιραν . Ὁ μεν γαρ ἀρκτικος κυκλος ἀφοριζει τα ἀει θεωρουμενα των ἀστρων . Ὁ δε θερινος
9999910 ἀθροισθεν
των Περσων ἐνικησεν ὁ Ἀγησιλαος και το πεζον τοτε πλειστον ἀθροισθεν μετα γε τον Ξερξου και προτερον ἐτι ἐπι Σκυθας
στρατηγον ἀπο ἐθνους ἑκαστου , και το μεν ἐκ παντων ἀθροισθεν στρατευμα ἐκτος της πολεως συνειχεν , ἑκαστου των ἐθνων
9999910 πλημμελημα
θεον λεγῃ την τυραννιδα : και γαρ οὑτως εἰς ταὐτον πλημμελημα περιισταται . ὁ γαρ θεος ὁ τι περ ἀκροτατον
και ἀπειροκαλιᾳ τοις αἰσχιστοις των παθων περιπεπτωκοτες . Ἐτι κἀκεινο πλημμελημα ἐν τῃ λεξει το ὑπο φιλοτιμιας πασι χρησθαι τοις
9999910 κυβερνητης
ὁδου ἐπανελθειν μη δυνηθεντες , ταυτα ὁρων οὐχ ὡς ἀπειρος κυβερνητης εἰασεν ὁπως ἐτυχε φερεσθαι οὐδε κινδυνευειν , ἀλλ '
: μακροτατω δε των ἐκπεμφθεντων προὐχωρησεν Ἱερων ὁ Σολευς ὁ κυβερνητης , λαβων και οὑτος παρ ' Ἀλεξανδρου τριακοντορον .
9999910 Πελοποννησιοις
ὁ Ἀδμητος κατελεησας αὐτον οὐκ ἐξεδωκεν ἀλλ ' ἀπεκριθη τοις Πελοποννησιοις μη ὁσιον εἰναι ἐκδουναι τον ἱκετην . ὁ δε
μετα τον Χαλκιδεως θανατον και την ἐν Μιλητῳ μαχην τοις Πελοποννησιοις ὑποπτος ὠν , και ἀπ ' αὐτων ἀφικομενης ἐπιστολης
9999910 Παροιμια
μελαμπυγου τυχοις : μη τινος ἀνδρειου και ἰσχυρου τυχοις . Παροιμια δε ἐστιν ἐντευθεν : Θειας της Ὠκεανου θυγατρος ἐγενοντο
συμπεσοντα νυν τοις δεσποταις ὡς καλως ἐπεσον και ἐγενοντο . Παροιμια το τρις ἑξ βαλλειν ἐπι των ἀκρως εὐτυχουντων ,
9999910 μεσογειᾳ
. ἐστι και ποταμος . Ἀρινθη , πολις Οἰνωτρων ἐν μεσογειᾳ . Ἑκαταιος Εὐρωπῃ . Ἀρισβη , πολις της Τρωαδος
μεχρι πολλου και πολεις ἐχουσα πολλας και καλας ἐν τῃ μεσογειᾳ και φρουρια ἐρυμνα περι που τας ὀχθας του ποταμου
9999910 τραχυτητι
, ἀλλα λινουν και τετριμμενον , ἱνα μη ἀνιᾳ τῃ τραχυτητι . δει γαρ και περι της οὐσιας αὐτου και
λεπται , καθαπερ ἀμπελου . διαφερουσι δε και λειοτητι και τραχυτητι και πυκνοτητι . παντων γαρ αἱ ῥιζαι μανοτεραι των
9999910 ἀπολωλε
προς τον ἀερα ῥιφησεσθε . ὠ λοχοι στρατιωτων , οἱς ἀπολωλε βασιλευς ταὐτα τοις πολλοις ἐπι στρατειας σιτουμενος . ὠ
του καπνου βλεπω ? [ ] ριον καθαρα μια ] ἀπολωλε ? . πληϲιον ] ! βελτιϲτ ' εἰπε μοι
9999909 εὐθυγραμμα
εὑρισκεται παντι εὐθυγραμμῳ , ζητησεως ἀξιον , μη και τα εὐθυγραμμα τοις περιφερογραμμοις ἰσα δεικνυναι δυνατον . και ὁ Ἀρχιμηδης
. Εἰτε ἀμβλυγωνια εἰτε ὀξυγωνια εἰτε ὀρθογωνια : το δε εὐθυγραμμα εἰρηκε προς ἀντιδιαστολην των περιγραμμων . Ἐστω το Α
9999909 Ἀνδρομαχου
οὐκ ἀξιον . και ἡ δι ' ἐχιδνων δε θηριακη Ἀνδρομαχου , περι ἡς πλειστα ὁ Γαληνος διεξηλθεν , χρησιμως
ἐπιτιθει . παραδοξως δε ποιει και ἡ δι ' ἐχιδνων Ἀνδρομαχου , ὡς ἐμπλαστρος ἐπιτιθεμενη . Ὑπο σφηκων ἠ μελισσων
9999909 φυμα
πυον ἐστι το περιεχομενον ἐν τῳ θωρακι . Εἰπερ εἰη φυμα μη μελετηθεν ἐν τῳ πνευμονι , ἐσται μεν παντως
, ὡς φησιν Ἀριστοτελης . λεγει γαρ και Ἀρχιλοχος το φυμα φυτον : ἐσθλην γαρ ἀλκην οἰδα τοιουτου φυτου [
9999909 δικαστηριῳ
ἐαν συμβῃ με πεσοντα ἀποθανειν , ⌈ ἠγουν ἐν τῳ δικαστηριῳ με θαψατε . ⌈ δρυφακτα ἐλεγετο * [ ἐνταυθα
τε κατηγορουμενος και ὁ διωκων , καλως ἀν ὡς ἐν δικαστηριῳ και κρισει αὐτων ὀντων ἐλεγομεν εἰναι τον λογον εἰδους
9999909 μεθηκε
ἐκεινον ἐμε συγκατακανειν . “ οἰκτου δε ἐξ ἁπαντων γενομενου μεθηκε σῳζεσθαι τον Μετελλον ὁ Καισαρ , καιτοι πολεμιωτατον αὐτῳ
βασιλεα τοσαυτῃ κατεχρησατο παρρησιᾳ , ὡς ὁ βασιλευς ἠδη και μεθηκε την ψυχην , και παντα γε συνεχωρησεν ὁσα Κλεαρχος
9999909 γραμμαρια
. Φυλλου γραμμαρια ἑξ , ναρδοσταχυος γραμμαρια δωδεκα , ἀλοης γραμμαρια ἐννεα , μελιτος ξεστην ἑνα , οἰνου ξεστας ἑξ
. Ἀγαρικου , ῥοδων ξηρων ἀνα γραμμαρια δυο , ἀλοης γραμμαρια ἑπτα , μαστιχης γραμμαρια δωδεκα , μελιτος ξεστην ἑνα
9999909 ἀπαλλαγην
βηξ μονος εἰχε ῥᾳστωνην , ἀλλ ' οὐδε οὑτος τελειαν ἀπαλλαγην . εἰ δε ποτε ἐδοξε την ὑλην πασαν εἰς
' ἀσυμφωνιαν ἐλαττουμενοι . διο και Πυθαγοραν φασι την ἐντευθεν ἀπαλλαγην ποιουμενον μονοχορδιζειν τοις ἑταιροις παραινεσαι δηλουντα ὡς την ἀκροτητα
9999908 ἀποδῳ
παραφθειρει . και ἐνθεν το ῥημα μετοχη γινεται , ἱνα ἀποδῳ τῳ ἀρθρῳ και την ὀρθην πτωσιν και το ἀρσενικον
σιτον λαμβανειν ἠ τι των τοιουτων ἐν δανει , ἱνα ἀποδῳ τις : χρησασθαι δε ἐλεγον ἱματιον ἠ σκευος .
9999908 νομιζοιτο
των Διοσκουρων ἐγραψε ; πως δ ' ἀν ἀφικομενος ἀναιρεθηναι νομιζοιτο ὑπο Θησεως , ὁπου και Ἀλκμαν ποιησας ᾀσμα ἐς
θρηνειν . οὐδε ὁ θανατος οὐν των φυσει δεινων εἰναι νομιζοιτο ἀν , ὡσπερ οὐδε το ζην των φυσει καλων
9999908 ἐσπουδακεν
ταις ἐκμυζησεσιν τα βρεφη μη ἐπιχορηγουμενου τοσουτου γαλακτος , ὁσον ἐσπουδακεν ἐπισπασασθαι , αἱ δε ἀγαν σηραγγωδεις κινδυνον ἐπαγουσι πνιγμου
τι : περιτρεχει κυκλῳ τηρουσα τουτο , καταπιειν δ ' ἐσπουδακεν , ἑτεραι διωκουσιν δε ταυτην . ταὐτον ἠν .
9999908 μηνη
ἠν , ἐν δε μετωπῳ λευκον σημα τετυκτο περιτροχον ἠϋτε μηνη . στη δ ' ὀρθος και μυθον ἐν Ἀργειοισιν
. ἀφθονοι Οὐρανιδαι και ἐν ἀλληλοις τελεθουσιν . οὐ φθονεει μηνη πολυ κρεισσοσιν ἡλιου αὐγαις , οὐ χθων οὐρανιοις '
9999908 παρηγγελλε
στεφανωσαμενος και ἀποδυς ἐλαμβανε τα ὁπλα και τοις ἀλλοις πασι παρηγγελλε , και τους λοχαγους ἐκελευεν ἀγειν τους λοχους ὀρθιους
ἀλλ ' αἰσχροκερδειας και ἀπατης δελεαρ . [ Ὁτι Πυθαγορας παρηγγελλε τοις μανθανουσι σπανιως μεν ὀμνυναι , χρησαμενους δε τοις
9999908 λῃστηρια
ἀλλ ' ἐκεινοι μεν ὁρμητηριοις ἐχρησαντο τοις τοποις προς τα λῃστηρια , αὐτοι πειρατευοντες ἠ τοις πειραταις λαφυροπωλια και ναυσταθμα
προτερον Κλεοπατρα . εὐφυους γαρ ὀντος του τοπου προς τα λῃστηρια και κατα γην και κατα θαλατταν , ἐδοκει προς
9999908 κριτηρια
δε τρια κατ ' αὐτον [ , ] ἐλεγεν εἰναι κριτηρια , της μεν των ἀδηλων καταληψεως τα φαινομενα ,
ὡς ἐν βραχυτατοις δηλον και ὁτι προς τα των ὀντων κριτηρια το διαλεγεσθαι τουτον ἐχει τον τροπον , ὁν τα
9999908 διεβαλλετο
ὁ Παυσων ζωγραφος πενης σκωπτολογος . Λυσιστρατος : ἐπι μαλακιᾳ διεβαλλετο . ἐν ἐνιοις δε και πενης ὁ αὐτος και
Θεαγενους ὑηνια Γ : μωρια Γ και ἀμαθια . Γ διεβαλλετο γαρ ὁ Θεαγενης Γ εἰς μαλακιαν και Γ ὡς
9999908 μαλακοτητι
κρατιστους δε τους ὀθονια ποιουντας τῃ τε λεπτοτητι και τῃ μαλακοτητι διαπρεπη , τας τε οἰκησεις ἀξιολογους και κατεσκευασμενας φιλοτιμως
κρατιστους δε τους ὀθονια ποιουντας τηι τε λεπτοτητι και τηι μαλακοτητι διαπρεπη , τας τε οἰκησεις ἀξιολογους και κατεσκευασμενας φιλοτιμως
9999908 κοινωνιᾳ
κοινωνου . ἐν δε τοις προς ἑτερον ἀδυνατουσιν , ἐν κοινωνιᾳ , δια το μη ἐμπειριαν ἐχειν των πραγματων .
αὐτῳ περιθεντες κλαδους , ἐπικομιζονται και χειροηθεις ὀρνιθας ἐπι τῃ κοινωνιᾳ της ἀγρας . εἰναι δ ' αὐτους ταχεις προσηκει
9999908 ἀποριᾳ
' αὐτων τον οὐρανον . Παντα γαρ που τα τοιαυτα ἀποριᾳ ὀψεως , και ἀσθενειᾳ δηλωσεως , και γνωμης ἀμβλυτητι
προτιμωσιν ἁπαντων το καλλος ; ἀλλ ' ἱνα μη δοξωμεν ἀποριᾳ των περι καλλους λογων περι ταὐτα διατριβειν ἀει ,
9999908 δρομευς
τ ' εἰη φερειν . και παλιν ὁ μεν ποδωκης δρομευς ῥᾳδιως παρεπεσθαι τοις βραδυτεροις δυναιτ ' ἀν : ὁ
: κωλον οὐν ἐκπλεθρον μεγα πηδημα ὡς ὑπερβαινειν πλεθρον : δρομευς ἱππος : ὁ στεφανος θαυμαστην ῥυσιν του φθαρτικου πυρος
9999908 ἐστησε
τηλικουτον ὁσον ἀλλοι πεντηκοντα και τουτῳ γε πολλακις τον λεγοντα ἐστησε . μεγα δε , οἰμαι , τῳ λεγοντι θερμος
οὑτω : ὁ τι μεν ἠν αὐτων δυνατωτατον παν ἀπολεξας ἐστησε ἀντιον Λακεδαιμονιων , το δε ἀσθενεστερον παρεταξε κατα τους
9999908 ἀποδεδωκε
' ἡς αὐτους ἐτρεψατο ἀν . ὁ μεντοι Ἀπολλωνιος αἰτιαν ἀποδεδωκε , δι ' ἡς ὁ Ἡφαιστος κατεσκευασε τῳ Αἰητῃ
. , = . , : γελοιως ὁ Ἀπιων ἱπποκορυστας ἀποδεδωκε τους κορυθας ἐχοντας ἱππειαις θριξι κεκοσμημενας . εἰ γαρ
9999908 δηλητηρια
διακεινται προϲ τινα ζῳα , ϲηπτικουϲ τε πανταϲ εἰναι και δηλητηρια ἐκεινων των ζῳων , ὡϲ κανθαριϲ και βουπρηϲτιϲ ἀνθρωπου
διαφθειρεται , κἀπειτα συνδιασηπει τε και συνδιαφθειρει το σωμα : δηλητηρια δ ' ἐστιν ἐτι και ταυτα . τριτον δ
9999908 γεωργια
αἰδω των προσωπων ἀπεξυσται . οἰμοι οἱον σε , ὠ γεωργια , το των ἀπατεωνων τουτωνι φροντιστη - ριον ἐξετραχηλισε
ἀποτελεσματικη των ἐπιτηδειων προς το εὐ ζην : ἐπειδη ἡ γεωργια και ἡ φρεωρυκτικη και αἱ λοιπαι των τεχνων ἀπετελεσθησαν
9999908 κατεστρεψε
. ὁ οὐν Σκυθης ἐν Περσαις μεγα ὀλβιος ὠν γηρᾳ κατεστρεψε τον βιον . Εὐθυμος ὁ Λοκρος των ἐν Ἰταλιᾳ
τἀλλα ἀπαρακαλυπτως ἡδυπαθει . βιους δε προς τα ὀγδοηκοντα ἀσιτιᾳ κατεστρεψε . Βιβλια δε αὐτου φερεται ταδε : περι ἀπαθειας
9999908 φυλαττοιτο
ἀριθμον ἑν εἰη , οὐκετ ' ἀν ἡ κινησις μια φυλαττοιτο , οἱον εἰ Κορισκος ἁμα βαδιζοι και λευκαινοιτο :
το Ἀθηναιων ὡς ἐν Ὑμηττῳ χρυσου ψηγμα πολυ φανειη και φυλαττοιτο ὑπο των μαχιμων μυρμηκων . οἱ δ ' ἀναλαβοντες
9999908 συγγενειᾳ
' αὐτον οἰδε νους . μετουσιᾳ δε και ἀλλοιωσει και συγγενειᾳ τα ὑπερ αὐτον . εἰ δε μη παντες ταυτα
ἀλλ ' ἡμιν γε ἀμεινον δεσποτας φυλαττεσθαι ἠ τῃ ἡμετερᾳ συγγενειᾳ χαριζεσθαι . ” οὑτω και των οἰκετων οὐ μεμπτεοι

Back