ἐπανελθοντα ἐκτειναν οἱ Καρχηδονιοι , κεντρα σιδηρεα σανισιν ἐνηρμοσμενα παντοθεν ἑστωτι περιθεντες , ἱνα μηδαμοσε δυναιτο ἐπικλινεσθαι , αὐτοι δε
δε την πηγην ὑποδεδυκεν . ἐφεστηκε γαρ το μειρακιον ὑδατι ἑστωτι , μαλλον δε ἀτενιζοντι ἐς αὐτο και οἱον διψωντι
9999874 ὁμοειδες
και οὑτως παλιν μερος του ποιητικου μερει του γινομενου γινεται ὁμοειδες . ἠ γαρ ὁλον γινεται ἠ μερος ὁμοειδες το
' ἐγχυματιζομενον εἰς τε τον κολπον εἰς τε την μητραν ὁμοειδες ἐστιν . δυναται δ ' ὁ ἐγχυματισμος μαλασσειν ,
9999867 συμποσιῳ
παραλαμβανουσιν εἰς τας ἀρετας , την μεν περι το ἐν συμποσιῳ καθηκον ἀναστρεφομενην ἐπιστημην οὐσαν του πως δει ἐξαγεσθαι τα
Μηδειῳ τῳ Θεσσαλῳ δειπνων ὁ Ἀλεξανδρος εἰκοσιν οὐσιν ἐν τῳ συμποσιῳ πασι προὐπιε , παρα παντων τα ἰσα λαμβανων ,
9999860 Λακαινα
και ἡ την ἀσπιδα τῳ παιδι ἐπι πολεμον ἐξιοντι διδουσα Λακαινα συ ἐφη , τεκνον , ἠ ταυταν ἠ ἐπι
– ˘ – × – ] ἐχεις Ὠ Τυνδαρεια παι Λακαινα [ – ˘ – συ δ ' ὠ το
9999856 τρισκαιδεκατῳ
και ὀνομα αὐτῳ θεσθαι Ἰσσαχαρ . Και παλιν Λειαν τῳ τρισκαιδεκατῳ ἐτει , μηνι δεκατῳ υἱον ἀλλον τεκειν ᾡ ὀνομα
διχα του ι . Λαμπετεια , πολις Βρεττιας . Πολυβιος τρισκαιδεκατῳ . το ἐθνικον Λαμπετειατης ἠ και Λαμπετειανος τῳ ἐπιχωριῳ
9999856 σκολια
πολλαι γινομεναι δια πολλου την ἀκολουθιαν κομιζονται : τα τε σκολια και πολυπλοκα και δυσεξελικτα και τα ἀλλα τα συγγενη
προαγει . οἱ τομιαι βοες , Δ . λεγει , σκολια και λεπτα και μακρα φυεται τα κερατα αὐτοις ,
9999855 φαρμακιδες
μετωπου των τικτομενων πωλων στεργουσιν αὐτους . τουτῳ δε και φαρμακιδες χρωνται προς ἐρωτα . ὁτι οἱ ἱπποι ὀστουν ἐχουσιν
ἐρως και ὀρνεον τι το λεγομενον σεισοπυγις ᾡ χρωνται αἱ φαρμακιδες εἰς φιλτρα × . ὁμοιως το ἐν βροχοις μαρψας
9999855 τριαδα
και μαντευεσθαι τον Ἀπολλωνα ἐκ τριποδος δια το κατα την τριαδα πρωτον φυναι τον ἀριθμον . Ἀφροδιτῃ δε τι θυσιαζειν
, ὡς ὁ γ το ιε ἠ ἡ μονας την τριαδα ἠ τινα ἀλλον , τοτε μερος ἐστι , εἰ
9999852 σταφιδες
Φοινικες οἱ αὐστηροι , μηλα κυδωνια , ἐλαιαι ἁλμαδες , σταφιδες αὐστηραι , ἡ ἐν τοις στεμφυλοις ἀποτιθεμενη σταφυλη ,
τροφιμοι , καστανα , φακη , οἱ γλυκεις φοινικες , σταφιδες αἱ γλυκειαι και λιπαραι , βαλανοι , γογγυλις ,
9999851 οἰκιᾳ
πολλα ἀν εἰη λεγειν , ὁσον πενθος ἐν τῃ ἐμῃ οἰκιᾳ ἠν ἐν ἐκεινῳ τῳ χρονῳ . τελευτωσα δε ἡ
και ἐμπειριᾳ και ἐν γενεσει , και παλιν αὐ ἐν οἰκιᾳ τε και πολει και στρατοπεδῳ και πασι τοις τοιουτοις
9999851 Λευκιππου
Λευκτρα , οὐκ οἰδα : εἰ δ ' ἀρα ἀπο Λευκιππου του Περιηρους , ὡς οἱ Μεσσηνιοι φασι , τουτου
. . . Λευκιππος τε και Ἀλκμαιων . . . Λευκιππου του μαθητου Μελισσου . . . Α . Λ
9999851 φλεγματωδες
Και ἐπην θηλαζῃ γαλα μη καθαρον , ἀλλα γεωδες και φλεγματωδες , και ἐχῃ το παιδιον τας φλεβας τας ἀπο
το ὑποχωρητικον σιτιον προσφερομενον ὑποχωρητικον εἰναι , και το φλεγματωδες φλεγματωδες . Ἠν κρατεῃ οὐν το σωμα των σιτιων ,
9999851 θηλειᾳ
λεγει δε ὁ αὐτος μη προτερον ἐπιβαινειν τον ἀρρενα τῃ θηλειᾳ πριν ἠ φιλησαι αὐτην : μη γαρ ἀνεχεσθαι τας
οὐσιας τε συνενουμενων , ἁμα πριν ἐξ ἀρρενος ὡς ἐζευγμενου θηλειᾳ : συμπλακεις δε ταυτῃ ἐν μεσῳ ποντου φερει δρακοντα
9999850 Προμηθευς
. : Εὐφυως ἀπο του ὀνοματος ἐλαβε το διανοημα : Προμηθευς γαρ ἐστιν ὁ προορων τα μηδεα : και τροπῃ
ὁτι ἐξ αὐτου ποριζεται το πυρ , ἑως οὑ ὁ Προμηθευς μετα δολου τουτο ἐκλεψεν . . Βριαρεῳ δ '
9999850 ἐδεισα
εἰκονα αὐτου . τοιουτον τι και ἐγω διενοηθην , και ἐδεισα μη πανταπασι την ψυχην τυφλωθειην βλεπων προς τα πραγματα
[ μοι ἀπολειπτεον ] δηπουθεν ἡς ἐρω παλαι . ἀλλως ἐδεισα ] . σοι μεν αὑτη , Χαιρεα . σοι
9999850 πνευματοϲ
ὀργανων των τηϲ ἀναπνοηϲ ἐϲτι φλεγμονη , ἠ μουνον του πνευματοϲ [ ἠ ] παθοϲ , ἐφ ' ωὑτεου την
εἰϲ την νυν διαιταν : ὑγραινει γαρ και αἱματοϲ και πνευματοϲ ἐμπιπληϲι το ϲωμα . τον δε μελλοντα ἀφροδιϲιοιϲ χρηϲθαι
9999849 βλαβερα
δ ' οὐδεν ἡττον ὁτι γνωριζειν ποιει και πορρωθεν τα βλαβερα και ὠφελιμα , ὡς τα μεν φευγειν , ἐστι
και σχολαιοι περιπατοι και συμμετρα γυμνασια : ἡ γαρ ἀργια βλαβερα . Την δε γαστερα εὐλυτον ἀει ἐχειν δει :
9999849 Στρεψιαδης
ἐπαναμεινον μ ' ὀλιγον χρονον ἐνταυθα : τουτο λεγει ὁ Στρεψιαδης τῳ Φειδιππιδῃ , ὁτι βουλεται ἀπελθειν εἰς τον οἰκον
πολυ . ⌈ τουτο δε [ τουτο ] φησιν ὁ Στρεψιαδης οὐ νοησας το παρα του μαθητου λεγομενον το ”
9999849 ἐρωτικη
τα μετρα ἀπονεμει , ὡς ἀν εἰποις , ἡ ἐσχατη ἐρωτικη φιλια αὑτη ἐστιν ἡ δια των σωματων . Το
δυνανται εἰναι : ἰσως οὐν και δια τουτο θειοτερα ἡ ἐρωτικη . Το δ ' ὑπερβατον τουτο ἐστιν : ἐστι
9999848 εὐχομεθα
ζωσι και λυπηρα . παντες εἰς σε δε ἐλθειν ὁμως εὐχομεθα και σπουδαζομεν . ἐνεγκ ' ἀτυχιαν και βλαβην εὐσχημονως
ἐστι παλιν τα τυχηρα ἀγαθα ἐδηλωσε : περι γαρ ὡν εὐχομεθα τοις θεοις : οὐ γαρ περι ἀρετης και των
9999848 σωφρονι
Παναιτιος , πολιτην αὐτον Ἀθηναιων ποιεισθαι σπευδοντων , εἰπε τῳ σωφρονι μιαν πολιν ἀρκειν . και ὁ των Σπαρτιατων βασιλευς
παρα τον λογον οὐδεν ποιουσιν ἀμφοτεροι , εἰ και τῳ σωφρονι μεν αἱ ἐπιθυμιαι οὐ πολεμουσι , τῳ ἐγκρατει δε
9999847 Αἰγυπτια
. το ἐθνικον Σαργανθινος . Σαργαντις , πολις και φυλακη Αἰγυπτια . ὁ πολιτης Σαργαντιτης , ὡς Ναυκρατιτης . Σαρδαιον
κεραμιον δηλοι , κρμ . Ἡ μνα ἡ Ἀττικη και Αἰγυπτια ἐχει # ιϚ , ἡ μνα ἡ Ῥωμαϊκη #
9999847 σφαλμα
Δημοκριτον και διχα ἰησιος : εἰ δ ' ἀρα τι σφαλμα φυσιος ἠ καιρου ἠ ἀλλη τις αἰτιη γενοιτο ,
δε του ἐξελκυσμου , ἡ ἐντασις ἀνιεσθω , το δε σφαλμα ὡς ὁτι ταχιστα συντελεισθω προς την του ἀρθρου ἐμβολην
9999847 φασγανα
ἡμενοι αὐτως ἰομεν ἐκ νηων ὁδον ἀμφ ' ὠμοισιν ἐχοντες φασγανα κωπηεντα και αἰγανεας δολιχαυλους . δη τοτ ' ἀριστηες
ὁ κε παντας ἀμμε κατακτεινῃ . ἀλλα μνησωμεθα χαρμης : φασγανα τε σπασσασθε και ἀντισχεσθε τραπεζας ἰων ὠκυμορων : ἐπι
9999847 μαλακη
κριβανῳ , ἐτι δε μαλλον ἡ ἐν τῳ ἀμητι : μαλακη τε γαρ και πλειω χρονον ἡ ὀπτησις γινεται ,
ἐνεισιν . εἰκοτως δη γεγονεν εὐρους τις ἡ λεξις και μαλακη , της ἁρμονιας των ὀνοματων μηδεν ἀποκυματιζουσης τον ἠχον
9999846 ἑτερωσε
ἐξαπατωνται δε : οὐ γαρ ἀναλισκεται ἡσσον , ἀλλ ' ἑτερωσε μεθισταται , και εἰ μη δια ταχεων παλιν ἐπι
ἐπιφερειν ἑξης τον λογον , ἀλλως τ ' οὐδ ' ἑτερωσε των λογων γινομενων , ἀλλ ' ἐνταυθα και της
9999846 κινητικα
πως . Ἐστι και των κινουντων τα μεν κατα φυσιν κινητικα την ἑαυτων τα δε παρα φυσιν : παρα φυσιν
οἱον χιων , κρυσταλλος , τῳ στηθεϊ πολεμια , βηχεων κινητικα , αἱμοῤῥοϊκα , καταῤῥοϊκα . Τα ἐν ἀρθροισιν οἰδηματα
9999845 βιβλια
παλαιστραν ἀπο στεφανου , και τα ὁπλα καταθεμενος ἀνελαμβανες τα βιβλια , παρ ' ὡν ὁρμηθεις και την νικην ἀνειλου
Ἀνεγνωσθη Πραξαγορου του Ἀθηναιου της κατα τον μεγαν Κωνσταντινον ἱστοριας βιβλια δυο . Ἐν οἱς λογοις διεξεισιν , ὁτι ὁ
9999845 εὑρισκετο
ἀλλ ' ἀλλοτε μεν πλειον ἀλλοτε δε ἐλαττον το ὑπεργειον εὑρισκετο του οὐρανου και των προς τουτον ἀπο γης εὐθειων
το παραληγον φωνηεν εἰς ε μεταβαλλειν , και οὐκετι λοιπον εὑρισκετο ἀλλεπαλληλον το ω . Κρειττον οὐν ἐστιν εἰπειν την
9999844 χαιρετε
ἑστια πατρῳα και δαιμονες οἱ κατεχοντες τουτον τον τοπον , χαιρετε . ὡς δε ταυτ ' εἰπεν , ἡμεις μεν
λικμητου δεκατευεται : ἀλλα και οὑτως , ἡρῳσσαι , Λιβυων χαιρετε δεσποτιδες . Ἠριον εἰμι Βιτωνος , ὁδοιπορε : εἰ
9999844 πτερυγια
συν χολῃ βοειᾳ ἐπιτιθετι . [ εʹ . Προς τα πτερυγια . ] Το πτερυγιον νευρωδης ἐστι του ἐπιπεφυκοτος ὑμενος
. ὠτος : ὀρνεον , ὁ περι τα ὠτα ἐχει πτερυγια . τουτο ἐπαινουμενον και ἀντορχουμενον ὡσπερ ὁ νυκτικοραξ ἁλισκεται
9999844 κυμβαλα
Ἀμειψιου Κοννῳ κλιμακιδα . ἠ που δε και τυμπανα και κυμβαλα , σκευων ἀν και ταυτα εἰη και παρδαλη και
και τῳ αὐλῳδῳ . ὁ δε μαγῳδος τυμπανα ἐχει και κυμβαλα και παντα τα περι αὐτον ἐνδυματα γυναικεια : σχινιζεται
9999843 οὐδολωϲ
ὁποϲη τιϲ ἐξ αὐτου γενηϲοιτο βλαβη . μικραϲ γαρ ἠ οὐδολωϲ ἐϲομενηϲ διδοναι πινειν ἀκραιφνεϲ ψυχρον , ὁϲον ἀν ὁ
' ὁτε δε και ῥοδινῳ . τινεϲ γαρ ἐξ αὐτων οὐδολωϲ χρωνται ἐλαιῳ , δια το ταχεωϲ ὑγραινεϲθαι ταϲ κεφαλαϲ
9999843 ἐλπιδες
τις ἐλπιζῃ , οὐκ εὐθεως ἀποβαινει , οὐδε εὐθυπορουσιν αἱ ἐλπιδες , ἀλλα ποτε μεν εἰς ὑψος φερεται τα προσδοκωμενα
δυναμιν ὑπεστελλοντο : ἐμοι δε ταις ἀδικιαις αὐτου συνηυξανοντο δημοκρατιας ἐλπιδες ἐννοιαν χορηγουσαι δικαιαν , ὡς οὐκ ἐσται τον οὑτως
9999843 ἐγεννησε
τῳ Κρητων βασιλει : γενομενη δε ἐγκυος ἐκεινη τρεις παιδας ἐγεννησε , Μινωα , Σαρπηδονα και Ῥαδαμανθυν . Ἡ ἱστορια
τα μετα το ζην ἐπιτρεπτεα ταυτῃ : αὐτη γαρ ὡς ἐγεννησε , και διαλυσει . μηδεν δε εὐλαβηθῃς ὁπως ποτε
9999843 χαρακτηρες
Μεθθας , Σκαρθας , Χαγραμ . Εἰσιν δε και οἱ χαρακτηρες οὑτοι οὑς ὁρᾳς . Ὁς ἐγραψε και ἐδιδαξε Σουστουμον
ῥᾳδιως , ποτερος Δημοσθενους ἐστιν ἠ Λυσιου : τοσαυτην οἱ χαρακτηρες ὁμοιοτητα προς ἀλληλους ἐχουσι . τοιουτος ἐστι και ὁ
9999843 φλεγμονῃ
ἐπιγιγνομενη και κινδυνωδεϲτερουϲ ἀποτελουϲα τουϲ πυρετουϲ : ἐπιγιγνονται δε τῃ φλεγμονῃ και ἀγρυπνιαι , εἰ δ ' ἐπιμενοι και ἐκϲταϲειϲ
πασχοντος ἡ κυριως φρενιτις γινεται , ὡσπερ τινες ἐνομισαν ἐπι φλεγμονῃ του διαφραγματος γινεσθαι τους φρενιτικους , ὁπερ οὐκ ἐστιν
9999843 Πελοποννησου
] . Ἀρκαδια δ ' ἐστιν ἐν μεσῳ μεν της Πελοποννησου , πλειστην δε χωραν ὀρεινην ἀποτεμνεται . μεγιστον δ
: ἠτοι ἐκτος των ἀλλων ξυμμαχων ὡν εἰχον ἐξωθεν της Πελοποννησου , ἠ μονοι λεγει ἀντι του ἐκτος των Μεγαρεων
9999842 πεπερεωϲ
. Ναρδοϲταχυοϲ , ὑϲϲωπου , τηκολιθου ἀνα γϼ η , πεπερεωϲ γϼ ιβ , ζιγγιβερεωϲ , πετροϲελινου , κοϲτου ,
δε μεθ ' ὑδρομελιτοϲ . Ἐρικηϲ καρπου ⋖ δ , πεπερεωϲ λευκου , ναρδου Ϲυριακηϲ , ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ ἀνα ⋖
9999842 ἑφθημιμερες
ιηʹ διμετρα ἀκαταληκτα , το δε ιθʹ διμετρον καταληκτικον ἠτοι ἑφθημιμερες παροιμιακον . ἐπι τῳ τελει δυο διπλαι ἐξω νενευκυιαι
το Ϛʹ δακτυλικον ἠ ἀναπαιστικον πενθημιμερες : το ζʹ ὁμοιον ἑφθημιμερες : το ηʹ προσοδιακον διμετρον ἀκαταληκτον , ἐκ χοριαμβου
9999842 νυκτερινῃ
τα δε πατρικα φθειρει , και πλειον το κακον ἐν νυκτερινῃ γενεσει εἰτε ἑῳος εἰτε ἑσπεριος : τοτε γαρ οὐ
εἰναι . Κατα δε τον καιρον , δει ἐν τῃ νυκτερινῃ ὡρᾳ ἐπιτελεισθαι τους ὑπνους : τοτε γαρ ἐπιτηδειοτης ἐστι
9999841 ἀρρωστιᾳ
: ἐαν δε μη θεραπευθῃ , ἀλλ ' ἐπιμεινῃ τῃ ἀρρωστιᾳ , μηδεν αὐτῳ παρασχῃ . και οὑτω γενομενου ὁσον
μακραν ἀποδη - μιαν . την δ ' Ἡραϊδα φασιν ἀρρωστιᾳ περιπεσειν παραδοξῳ και παντελως ἀπιστουμενῃ . φλεγμονην γαρ ἰσχυραν
9999841 Κιλικες
Δωρικον , τα λοιπα δε των μιγαδων χωρις βαρβαρα : Κιλικες μεν οὐν Λυκιοι τε και προς τουτοις ἁμα Καρες
και Βαβυλωνιων και ἀλλα ἐκ Καππαδοκιης , τα δε και Κιλικες φερουσι , τα δε και Ἀσσυριοι . εἰδον δε
9999840 θεωριᾳ
, ἐπειδη κοινωνουσι κατα το πραγμα , καθαπερ ἐν τῃ θεωριᾳ εἰρηται , μητε ὡσαυτως , τουτεστι συνωνυμως , ἐπειδη
ἐχθρας , τουδε του οἰκηματος . εἰρηκαμεν δε ἐν τῃ θεωριᾳ ὁτι ἰδεα ἐστι διαστασεως και ἑνωσεως , και ὁτι
9999840 πληθη
Περγαμῳ ἐν ἱερῃ : συν δε τῳ Τελαμωνι ἀνειλε τα πληθη των ἐν τῃ Κῳ ἐθνων . ταυτης δε της
του θερους ἐπικειμενας τοις τους σταχυας τεμνουσιν . στιχες : πληθη , ταξεις . ἀμφιπετονται : περικεχυνται , περι ,
9999840 ἐπανηλθε
πολιν ὁλην ἐκακωσεν . ἐκλιποντος δ ' ἐκεινου την Ἀσιαν ἐπανηλθε και ἀνελαβεν ἑαυτον τε και την πολιν . περι
ἑλων , ἑξ δε και εἰκοσι πολιορκιᾳ , οὑτως οἰκαδε ἐπανηλθε : και τοτε πασης ἐγενοντο Ῥωμαιοι της Σικελιας δεσποται
9999840 ὀρεγομεθα
ὡσπερ ἐκ γειτονων φωνην θηρευομενους πραγματα παρεχειν ταις χορδαις : ὀρεγομεθα δε την ἐν κοσμῳ ἁρμονιαν και την ἐν τουτῳ
το φλεβωδες ἀποτελουμενου γενος , τουτῳ μεν ἡδομεθα : και ὀρεγομεθα τε φυσικας ἡμιν ορεξεις ὀργανῳ της φυσικης δυναμεως της
9999840 ἐφυλαξεν
Λυκοθοας Λυκοθοαντος ὠ Λυκοθοαν , του γαρ Θοας την κλισιν ἐφυλαξεν , και παλιν παμμελας παμμελανος ὠ παμμελαν , τριταλας
δικαιοσυνην , ἐλεγχου δε ποιησας κυριους ὁμως αὑτῳ το λοιπον ἐφυλαξεν , ὁπως ὁποσον ἀφησει , ἁπασιν εἰη καταφανες .
9999840 ὀστρακα
: ἐν . οἰδμασιν : κυμασιν . ὀστρακορινα : ἐχοντα ὀστρακα : ὀστρακον ἀπο του ὀστουν και του ῥακος το
' ἀττα παρομοια , κοχλους και στρομβους και ἀφυας και ὀστρακα , γονον αὐτοφυη και ἀμητορα . Μεχρι μεν δη
9999839 χολικες
: οἱ γαρ παλαιοι την γαστερα ὑπαγειν λεγουσιν . Οἱ χολικες μη λεγε , ἀλλ ' αἱ χολικες θηλυκως .
το συστημα των παιδων και των ᾀδοντων . χολαδες και χολικες διαφερει . χολαδες μεν γαρ τα ἐντερα : χυντο
9999839 ἐπαγωγῃ
οὐ γαρ οἱον τε ἱππευειν ἐπι του κανθαρου . τῃ ἐπαγωγῃ του κανθαρου το γελοιον μαλλον ἐδειξε και το ἀπιθανον
Παρθενον , ὁ Κριος βλεπει τον Ζυγον τῃ της αἰτιας ἐπαγωγῃ , ὁ Σκορπιος βλεπει τους Ἰχθυας βλεπομενος ὑπ '
9999839 φιλονεικιᾳ
πιστιν ἐχωρησεν , ἱνα μη παντα αὐτος ἐνθυμουμενος και ἀποδεικνυς φιλονεικιᾳ τῃ προς Φιλιππον μαλλον δοκῃ λεγειν ἠ ὡς αὐτην
ἀγωνοθετων οὐκ ἐπ ' ἀνδραγαθιᾳ , ὑβρεως δε και στασεως φιλονεικιᾳ , και τον μαλλον πληκτην στεφανουμενον . και ταυτα
9999838 ἐπλανηθη
, ἐν ἀριστερᾳ ἐχων την Βαβυλωνα : ἱνα δη και ἐπλανηθη αὐτῳ μερος του ναυτικου κατα τα στενα ἀποριᾳ ἡγεμονος
μοιχος ζητημα περανθεν : ἐνταυθα ἀληθως την πλανην , ἡν ἐπλανηθη , ἐμηνυσε : λεληθε γαρ ἑαυτον ἀπο του κατηγορου
9999838 μαντικῃ
το ἀν ἐχῃ φερομενος ἐξ οἰκου . Ὁρκιοισι δε και μαντικῃ χρεωνται τοιῃδε . Ὀμνυουσι μεν τους παρα σφισι ἀνδρας
προσορμισαμενος τῃ Λεσβῳ . φασι δε ἐνταυθα ποτε τον Ὀρφεα μαντικῃ χαιρειν , ἐστε τον Ἀπολλω ἐπιμεμελησθαι αὐτον . ἐπειδη
9999838 στυπτηρια
ἐπιχρισθεις γλυκει , ἀνηθου σπερματος κεκαυμενου ἡ τεφρα καταπλασσομενη , στυπτηρια σχιστη λεια συν ὀξει , στυπτηρια ἡ ὑγρα μετ
το τεταρτον μερος , διακλυζομενων των πεπονθοτων , ὑγρα τε στυπτηρια . πεπερι δ ' ἐντιθεμενον τῳ διακενῳ του ὀδοντος
9999838 κλιμακες
τῳ δευτερῳ ὀλιγον ἀντισχοντες οἱ βαρβαροι , ὡς αἱ τε κλιμακες προσεκειντο ἠδη και ὑπο των βελων παντοθεν ἐτιτρωσκοντο οἱ
τα χρονῳ ὑστερον φανθεντα , ἐν οἱς αἱ τε δη κλιμακες ἠσαν αἱ το ὑπερ γης τε και ὑπο γης
9999838 ἐπηγαγε
του δικτυου γελοιαζει . παρα γαρ το “ δικτυον ” ἐπηγαγε το “ Δικτυνναν Ἀρτεμιν ἱλαον ἐσεσθαι ” . παρα
: ὑφεσει γαρ του ἐναντιου τικτεται το μαχομενον . οὐκ ἐπηγαγε δε προς τῳ τελει αὐτου ὁτι οὐκ ἰδιον δε
9999837 τεσσαρακοστῃ
ὡς Φαινιας τε φησιν ὁ Ἐρεσιος και Θεοπομπος ἐν τῃ τεσσαρακοστῃ των Φιλιππικων . ἱστορουσι γαρ οὑτοι κοσμηθηναι το Πυθικον
λεγεται τυχειν Ἡραιευς , οἰμαι , ὠν . ἑκατοστῃ και τεσσαρακοστῃ και πεμπτῃ Ὀλυμπιαδι παιδα παγκρατιαστην ἐνεγραψαν οὐκ οἰδα ἐξ
9999837 ἑλικες
ἐμπεπασθω τε τῳ ῥοφουμενῳ ὑδατι οἰνανθης , ἠ ἐμβρεχεσθω ἠ ἑλικες ἀμπελου ἠ ῥοδα ἁπαλα . ἠ χυλον δοτεον ῥοας
ὀμμα βαθος ἀφραστον ὑπαστραπτει σεμνοτητος αἰδοι μιγεισης . πλοκαμων δε ἑλικες ῥεομενοι χαρισιν οἱ μεν εἰς νωτα τεθηλοτες ἀφετοι κεχυνται
9999837 μακαρες
μεν Ἑκτορα διον ἀεικιζεν μενεαινων : τον δ ' ἐλεαιρεσκον μακαρες θεοι εἰσοροωντες , κλεψαι δ ' ὀτρυνεσκον ἐϋσκοπον Ἀργειφοντην
μετ ' ἀθανατοισι γεγωνευν : Ζευ πατερ ἠδ ' ἀλλοι μακαρες θεοι αἰεν ἐοντες , ἠ με μαλ ' εἰς
9999837 ἐνεργητικη
Τυπεσθε , τυπεσθωσαν . Ἑνικα . Τυπτοιμι : πασα μετοχη ἐνεργητικη , το τελος της γενικης τρεψασα εἰς μι και
, προσθετεον , το συμβαν μνημης ἐτυχεν . εἰ δε ἐνεργητικη , το πραχθεν μνημης ἐτυχεν , ὁμοιως δε και
9999837 χρυσοειδες
οἰκηματα . ἑλιχρυσοιο : εἰδος φυτου , οὑ το ἀνθος χρυσοειδες . ὡς ἀπο γυμνασιοιο καλον : ὑγιεινον γαρ ἐστιν
γομφοις ] ἐν καρφιοις . . ἡλοις . λαμπρον ] χρυσοειδες . ἐκκρουστον ] καταπληκτον τῃ αἰγλῃ . . φερει
9999837 ἠξιωσεν
ἐχουσα . ἐνταυθα ὁ μεν ᾐτει πιειν , ἡ δε ἠξιωσεν προπιειν , και αὐτικα γε ἀπολομενης , την μεν
: τυμβου δ ' , εἰ κτανειν ἐβουλετο , οὐκ ἠξιωσεν ἀλλ ' ἀφηκε ποντιον ] . ἡμεις μεν οὐν
9999837 ὑγροτητι
του ἀφανης ἠν . . Βρεχετο ] τα γαρ ἐν ὑγροτητι και ἀσθενεστερα . ὁσῳ δε μαλλον ἐξικμαζονται , τοσουτῳ
θερμοτητι ὡς ἐπι το πλειστον κεκραται , ἡ δε ἀρκτος ὑγροτητι και ψυχροτητι : τα δε ἀλλα χωρια , καθοσον
9999837 ἐφυλαττετο
ὁτε και ἐκνικαται ἐμπεσειν ἐς την ταφρον , ἡν τεως ἐφυλαττετο . Ἡγημων ἐν τοις Δαρδανικοις μετροις περι Ἀλευα του
. ταυτα δε προτερον μεν εἰς τας του πολεμου χρειας ἐφυλαττετο , και ἐκαλειτο στρατιωτικα , ὑστερον δε κατετιθετο εἰς
9999837 ἀπεδεικνυε
δια την ἀρχην παρεκαλει τα πληθη της ἐλευθεριας ἀντεχεσθαι : ἀπεδεικνυε δε την χωραν αὐτοις πολλα συνεργησειν οὐσαν δυσεισβολον και
τας παρουσας τριακοσιας . τους δε Λακεδαιμονιους χρηματων τε σπανιζειν ἀπεδεικνυε και ταις ναυτικαις δυναμεσι πολυ λειπεσθαι των Ἀθηναιων .
9999837 ἀφικομεθα
ἐκηληθη ὑπο του μελους . ἐπει δε προς την λιμνην ἀφικομεθα , μικρου μεν οὐδε ἐπεραιωθημεν : ἠν γαρ πληρες
νησος Αἰολου . Ὁμηρος „ Αἰολιην δ ' ἐς νησον ἀφικομεθα „ . οἱ νεωτεροι το ἐθνικον ὁμοιως και ὁμοφωνον
9999836 κρατηρι
αὐτῳ : τουτον δε φησι την ψυχην ποιειν ἐν τῳ κρατηρι ἐκεινῳ . Του αἰτιου δε νου ὀντος πατερα φησι
πασσε , τα δε ποτα , ὁπου ἡ Ἑλενη τῳ κρατηρι μισγει φαρμακον νηπενθες τ ' ἀχολον τε , κακων
9999836 τραγῳδιᾳ
' ἱππηλατειν . Ὁ δε τις τον αὑτου φησιν ἐπι τραγῳδιᾳ ἀνεπτερωσθαι και πεποτησθαι τας φρενας . Λογοισι τἀρα και
. Τουτον φησιν Ἀντισθενης ἐν ταις Διαδοχαις θεασαμενον ἐν τινι τραγῳδιᾳ Τηλεφον σπυριδιον ἐχοντα και τἀλλα λυπρον ᾀξαι ἐπι την
9999836 ὀλιγοτητι
οὐ μετριως ἐβαρυθυμουν , οὐ τοσουτον ἐπι τῃ των ἰχθυων ὀλιγοτητι , ὁσον ὁτι και τα ἐναντια προσειληφασιν . εἱς
ἀληθες ὑποτιθεμεθα ὡς οὐκ ὀντος του ἀληθους πληθει κρινεσθαι και ὀλιγοτητι , ἀλλα τῳ λογῳ . ἀπειροι γαρ δοξαζουσι ποδιαιον
9999836 δακρυουσα
περι λυσεως , ἡ γυνη συνεχως ἐντυγχανουσα τοις γραμμασι και δακρυουσα των ὀψεων ἐστερηθη , καταλιπων ὁ παις παρα τῃ
ὁσῳ θαλερωτερον , τοσουτῳ και γοητοτερον . ἐαν δε ἡ δακρυουσα ᾐ και καλη και ὁ θεατης ἐραστης , οὐδ
9999835 ναυμαχια
γαρ ψευδης ἐστιν ἡ καταφασις ἡ λεγουσα ὁτι αὐριον ἐσται ναυμαχια * * * ψευδους γαρ οὐσης της καταφασεως συμβαινει
Ἀθηναιοι . πολεμου δε κατασταντος προς Αἰγινητας Ἀθηναιοις μετα ταυτα ναυμαχια γιγνεται ἐπ ' Αἰγινῃ μεγαλη Ἀθηναιων και Αἰγινητων ,
9999835 ἐκρυπτετο
ἠλεγχετο , πεδιον δε οὐδεν ἠν ὁ τι μη στρατευομενων ἐκρυπτετο , ὀρος δε . . . ποταμος δε οὐδεις
ὁ δε ὑπεδειξεν αὐτῃ την ἑαυτου καλυβην , εἰσελθουσα δε ἐκρυπτετο εἰς τας γωνιας . των δε κυνηγων ἐλθοντων τον
9999835 Διονυσε
. Πλην ἁπαξ ποτ ' ἐν Φαιακος ἐφαγον καριδας . Διονυσε χαιρε . μη τι πεντε και δυο ; Αὐτου
, τον Διος γονον ηὐδαιμονειτ ' ἀν συμμαχον κεκτημενοι . Διονυσε , λισσομεσθα ς ' , ἠδικηκαμεν . ὀψ '
9999835 ἐκομιζετο
εἰ τερπομενος οἱς ἐπραξας και οὐδε παυσομενος . οὑτω τις ἐκομιζετο δια των γραμματων του πεποιηκοτος ἡδονη . πως οὐν
ἀνεθετο ὡς αὐθις βασανισων . μετα τρεις ἡμερας την Ἐπιχαριν ἐκομιζετο ἐν φορειῳ , ἡ δε λυσαμενη την ζωνην ἀπεβροχισεν
9999835 ἐξηγειτο
' εὑρηκως ἐν παλαιοις ἀντιγραφοις το ἡ , κατα συζυγιαν ἐξηγειτο , ἱνα εἰη προγνωστικος ὁ λογος : ἐαν εἰη
, και αὐτικα παρα τον Ἐπαμινωνδαν κομισας το τε ἐνυπνιον ἐξηγειτο και αὐτον ἐκεινον το πωμα ἀφελοντα ἐκελευεν ὁ τι
9999834 ἀπεβη
και δωμα και αὐλην . γρηϋς δ ' αὐτ ' ἀπεβη δια δωματα καλ ' Ὀδυσηος ἀγγελεουσα γυναιξι και ὀτρυνεουσα
των δ ' ἀδοκητων πορον ηὑρε θεος . τοιονδ ' ἀπεβη τοδε πραγμα . ] Παλαι ποτ ' ἐστι τουτ
9999834 ἁρπαγην
. και οἱ μεν πελτασται , ὡσπερ εἰκος , εἰς ἁρπαγην ἐτραποντο : ὁ δ ' Ἀγησιλαος κυκλῳ παντα και
πατρος ἡμων , αἱ δεικνυουσι την τε ἀποκαλυψιν αὐτου και ἁρπαγην της αὐτου ἀποστολης : μεγιστη [ ] γαρ τυγχανει
9999834 μανη
λειμωνια και ἐφαμμος ἀμπελοφορος ἀγαθη και ὁλως ἡτις ἀν ᾐ μανη και κουφη και λεπτη και ἐφυδρος οὑτως ὡστε το
ἀναιμος και θιγγανομενος του ἀνθρωπου ζωντος ψυχρος . γλωττα σαρξ μανη , ἡς το ἀκρον αἰσθητικωτερον του μεσου : εἰτα
9999834 πηδημα
, ἐκ του ἀλσος . ἐστι και ἁλμα , το πηδημα , δασυνομενον , ὡς ἁπο του ἁλλομαι , το
χιλιων στρατιωτων ἀρχων Δαδακης ἐκ της νηος ἀφηλατο και ἐπηδησε πηδημα κουφον και ἐλαφρον και συντομον και ταχυ , ἐν
9999834 ἐγραψεν
Αἰθωνος . φλυαρει δε και το γραφαις : οὐ γαρ ἐγραψεν Ὀδυσσευς , ἀλλ ' ἀπελθων εἰς Ἰθακην ἀγνωστος ἐλεγε
κριθεντα και ἑαλωκοτα ὁτι δει κολαζειν ἐγραψεν , ἠ αὐτος ἐγραψεν κρισιν εἰ πεποιηκεν ἠ οὐ και εἰ δικαιως ἠ
9999834 βουλευτηριῳ
, και κρυβδην διαψηφισαμενων των βουλευτων , ἑαλω ἐν τῳ βουλευτηριῳ και ἐδοξεν ἀδικειν . και ἐπειδη ἐν τῳ διαχειροτονειν
πολεμειν δε μη προς ὁμοιαν ἀντιπαρασκευην ἀδυνατοι , ὁταν μητε βουλευτηριῳ ἑνι χρωμενοι παραχρημα τι ὀξεως ἐπιτελωσι παντες τε ἰσοψηφοι
9999834 τρομωδεες
: ἀνεπηδα , ἀνεκεκραγει , ἐμαινετο : πνευμα πουλυ : τρομωδεες αἱ χειρες ἐγενοντο , ὑπο δε τον θανατον ἐλθουσῃ
Κωφωσις ἐν ὀξεσι και ταραχωδεσι παρακολουθουσα , κακον . Αἱ τρομωδεες , ἀσαφεες , ψηλαφωδεες παρακρουσιες , πανυ φρενιτικαι ,
9999832 Κρονιωνι
. ὡς ἐφαθ ' : οἱ δ ' εὐχοντο Διι Κρονιωνι ἀνακτι . μιμοι τ ' ὀρχησται τε χοροιτυπιῃσιν ἀριστοι
κρατερον τε , βιην Ἡρακληειην , τον μεν ὑποδμηθεισα κελαινεφει Κρονιωνι , αὐταρ Ἰφικληα δορυσσοῳ Ἀμφιτρυωνι : κεκριμενην γενεην ,
9999832 χερσι
των τεκνων βαρβαρικων ξιφων παραναλωμα και τα παμποθητα μελη ταις χερσι των δημιων ἀνηλεως διασπωμενα , ὠ της ὀδυνης ,
ἡ Ἀθηνα ἀνεβη εἰς τον διφρον , κρατουσα ἐν ταις χερσι νικην και δοξαν , τουτεστι , νικηφορος οὐσα ἀνεβη
9999832 ἐναργη
μηδεν ἠδικηκοτα δεσμωτην ποιειν : ἀλλ ' οἰμαι προς ἐλεγχον ἐναργη δησας ἐφυλαττεν : ἐξον γαρ αὐτῳ και ἀνελειν ,
' ἐπι τοις κυριοις ἐπονομαζων , οἱον σφραγιδα σφραγιδι ἐπιβαλλων ἐναργη μαλλον και εὐδηλον , οὐδενος φθογγου ἀπεχομενος , ἀλλα
9999832 ἠσπαζετο
ἐμφρονα τε και πολιτικην , ἡ τε ἀλλη πολις εἰκοτως ἠσπαζετο τε και προσεκυνει διαφεροντως , οἱ τε ἀρχοντες ἀει
ὁ υἱος ἐκ του συνεδριου και μολις ἐπιγνους τον πατερα ἠσπαζετο συν οἰμωγῃ : ἐπισχων δε ποτε του θρηνου προς
9999832 εὑρισκοιτο
, ποτνιωμενος και ἱκετευων , ἱν ' , εἰ μη εὑρισκοιτο ἐν γενεσει ἡ παντελης εἰς ἐλευθεριαν ἀφεσις , ἡς
περι αὐτης , οὑτως εἰ τι τῳ περι κινησεως ὁρισμῳ εὑρισκοιτο ἐμφαινομενον , ἐφεξης και περι τουτου διαλεκτεον . ἐμφαινεται
9999832 συμπεσῃ
σπανιως γε οὑτος και ἐν μακρῳ χρονῳ , ὁταν ἀμφω συμπεσῃ και συνομαρτησῃ τῳ καλλει της ψυχης και ἡ του
προσεκβαλλομενη ἐπι το ἑτερον μερος του κωνου , ἀχρις ἀν συμπεσῃ τῃ ἐπιφανειᾳ αὐτου , διχα τμηθησεται ὑπο του ἐπιπεδου
9999832 διεκοσμησε
. . . . Π . δε την ἑαυτου πατριδα διεκοσμησε νομοις ἀριστοις , ὡστε τας ἀρχας καθ ' ἑκαστον
εἱστηκει κατ ' ἀρχας τα σωματα , νους δε αὐτα διεκοσμησε θεου και τας γενεσεις των ὁλων ἐποιησεν . ,
9999832 φιλοτιμιᾳ
μηδε ἀντειπειν αὐτον ἐχειν , ὁτι την στρατειαν φευγων οὐ φιλοτιμιᾳ τουτο ἐποιησεν : και παλιν αἰσθομενος ὁτι ξυλα δια
το παραδοξον , σωφροσυνην οἰδε κομιζειν ὁ γαμος κἀν τῃ φιλοτιμιᾳ των ἡδονων το σωφρονειν ἀναμεμικται : δι ' ὡν
9999832 Πελοποννησιοι
την νησον δηλονοτι . οἱ δ ' ἐν τῃ ἠπειρῳ Πελοποννησιοι . . . : ἠγουν οἱ τε ἐκ της
δ ' ἐν χερσιν ἠδη ὀντες περιεσχον τῳ κερᾳ οἱ Πελοποννησιοι και ἐκυκλουντο το δεξιον των ἐναντιων , οἱ ἐκ
9999831 ἐλαιωδες
ἐπιδηλον ὡς ἠδη την χροιαν ἐπιτειναντος : ὁ δ ' ἐλαιωδες ὁ λογος ὡρισε , τῃ του ἐλαιου μαλιστα προσεοικε
πλευριτικοισι και περιπλευμονικοισιν . Πονηρον δε και το προ ῥιγους ἐλαιωδες οὐρουμενον . Πονηρον δ ' ἐν τοισιν ὀξεσι και
9999831 Ἀττικα
ἐκ λαγονων σπειρας της μητρος εἰχεν , οὐπω την γλωτταν Ἀττικα φθεγγομενην , το σον δε ἀρα ἐκ τινος φυσεως
. ἁπαξαπασαι : ἀντι του πασαι . τα δε τοιαυτα Ἀττικα . μεταπειρωμενας : μεταβαινουσας , μεταβαλλομενας ἀπο πραγματος εἰς
9999831 μυριαδες
ὀλιγους κατα του κρυσταλλου πορευομενοι διαβαινουσιν , ἀλλα και στρατοπεδων μυριαδες μετα σκευοφορων και ἁμαξων γεμουσων ἀσφαλως περαιουνται . πολλων
ἐλευθερων , ἀλλα και δουλων συντρεχοντων , ἐν ὀλιγῳ χρονῳ μυριαδες εἰκοσι συνηθροισθησαν . καταλαβομενοι δε Τυνητα , πολιν οὐ
9999830 κεκοινωνηκε
και ἀρρυθμος ἀναρμοστος τε σφοδρα και πανθ ' ὁσα κακου κεκοινωνηκε τινος , ὁστις λελειπται παντος ἀριθμου . ἐν δε
κἀν ἀτελες ᾐ : τα γαρ καλουμενα ζωφυτα δια ταυτα κεκοινωνηκε του ζωα πως εἰναι , αἱ δε ἀλλαι του
9999830 μυστηρια
ἐξω της πολεως ἱερον Δημητρος , ἐν ᾡ τα μικρα μυστηρια ἀγεται . ὀνομασθηναι δε αὐτο οἱ μεν ἀπο της
βοαν . μυστικος δε ὁ λογος ὁ περι τα ἀπορρητα μυστηρια . λιαν . . . ἐσπουδαζετο . εὐκελαδων τε
9999830 ἐβοηθησεν
ἡ περισσως ἀγαπησασα οὐτε των ἀλλων θεων τις ἠ δαιμονων ἐβοηθησεν αὐτῳ . κατα τον αὐτον οὐν ποιητην : ὁστις
Τορωνην μεν και Ποτιδαιαν πολιορκησας εἱλε , Κυζικηνοις δε πολιορκουμενοις ἐβοηθησεν . Του δ ' ἐτους τουτου διεληλυθοτος Ἀθηνησι μεν
9999830 δακρυσι
χειμαινομενῳ , και ὡς τα βραχυπαραληκτα , Ι δευοντο δε δακρυσι κολποι , τῳ λογῳ της παραληγουσης κοινης οὐσης :
τῳ Ὀρεστῃ , τις , ὠ Ζευ , ᾡ δακρυα δακρυσι συμβαλλεται τις ἀλαστωρ , πορευων εἰς δομους , ἀντι
9999830 ἠριστευσε
φασι τελευτησαι κατιοντα εἰς Πελοποννησον . Ἐχεμος : προσυπακουστεον το ἠριστευσε : την δε παλην ἐνικησεν Ἐχεμος Ἀρκας το γενος
ὁ δε παλᾳ κυδαινων Ἐχεμος Τεγεαν : ὁ δε Ἐχεμος ἠριστευσε παλῃ κυδαινων , ὁ ἐστι δοξαζων την πολιν αὐτου
9999829 ἀπαιδα
δε συμβολικως χρη την τυφλωσιν νοειν του Φοινικος δια το ἀπαιδα γενεσθαι και οὐχ ὡς οἱ πολλοι φασι πραγματικως ,
χωριον το περιλειφθεν αὐτῳ περιειλετο , τελευτησαντα δ ' αὐτον ἀπαιδα και ἀνωνυμον βουλεται καταστησαι . Τοιουτος ἐστιν οὑτος .

Back