ἀν εἰκοτως εἰναι του σεσωσμενου δοκοιη . ὁταν οὐν τις ἐπαινῃ βασιλεας ἐξ ὡν ἐδοσαν τῃ γῃ πολεων , ἐξεστιν
μεμψει δε πως χωραν δεδωκως . συ δε πανταχοθεν μεν ἐπαινῃ , μαλιστα δε τῳ συγγνωμην νεμειν εἰδεναι : παντως
9999960 φαινομεθα
κριθησεται , οὐ δη καλον , ἀφ ' ὡν εὐδοκιμουντες φαινομεθα και μεθ ' ὡν ἐπιτηδευματων διαγεγοναμεν , ἀκυρα ποιειν
ὁσα πολυχορδα και πολυαρμονια , δημιουργους οὐ θρεψομεν . Οὐ φαινομεθα . Τι δε ; αὐλοποιους ἠ αὐλητας παραδεξῃ εἰς
9999955 πικροι
ὀκνῳ εἰκοντεϲ , ἀθυμοι : βρωμωδεεϲ δε την ὀϲμην , πικροι δε την γευϲιν : την ἀναπνοην οὐκ εὐκολοι :
φυλλα συν κηρωτῃ . ῥησσει δε φυματα προπολις , θερμοι πικροι μετ ' ὀξους καταπλασθεντες , σικυου ἀγριου ἡ ῥιζα
9999955 γλυκυτερα
. κρειττων δε , φησιν , ἡ βουνιας καθεστηκεν : γλυκυτερα γαρ ἐστι και πεπτικωτερα προς τῳ εὐστομαχος εἰναι και
Χαριβαηλ , τους ὁρμους μεν ἐπιτη - δειους και ὑδρευματα γλυκυτερα [ και ] κρεισσονα της Ὀκηλεως ἐχουσα , ἠδη
9999953 δριμυτερα
προϲ μεν την κοινην διαιταν τα γλυκεα , τα δε δριμυτερα ὡϲ φαρμακον ποτε δοτεον , οἱον ἑλειοϲ ἀϲπαραγοϲ πετροϲελινα
κατα θερμοτητα ἐπιδεξαμενη δυσκρασιαν , τα τε οὐρα ἀλλοιωθειη ἀν δριμυτερα τε και λεπτοτερα γεγενημενα και του πυρετου ἐπινεμομενου ἠδη
9999950 ὡροσκοπουσης
. λογιζομαι το διαστημα το ἀπ ' αὐτου ἑως της ὡροσκοπουσης μοιρας : γινονται μοιραι λεʹ , ἁτινα ἐστι ὡραι
ὁρωντων . συν δε τῃ Σεληνῃ δυνοντος ἠ της Σεληνης ὡροσκοπουσης , μαχλοι και σπαναδελφοι . εἰ δε συν Ἀφροδιτῃ
9999950 θερμοτεροϲ
ὁ κιρροϲ την χροιαν . ὁ δε παλαιοτεροϲ του νεου θερμοτεροϲ τε και ξηροτεροϲ . αὑτη μεν ἡ του οἰνου
ἱκανωϲ ὀντεϲ και πνευματωδειϲ . ὁ δε Κυρηναιοϲ ἁπαντων ἐϲτι θερμοτεροϲ τε και λεπτομερεϲτεροϲ . Ὀριγανοι παϲαι τμητικηϲ τε και
9999950 πιθανωτερα
ψυχρων και βαρεων ἀποκρινομενων του παντος . Ἐστι δε τις πιθανωτερα δοξα ταυτης εἰρηκοτων ἐνιων , ὡς οἱ διᾳττοντες ἀστερες
των ? [ γαρ ἀποντων ] αἰει τα [ παροντα πιθανωτερα ] και ? [ ἐπιδοξος ] ἑκαστος ἐστιν ἠ
9999950 φανταζομεθα
. και ἐνταυθα το μεν ἐργον του φιλοσοφουντος τοιουτον τι φανταζομεθα , ὁτι δει την αὑτου βουλησιν συναρμοσαι τοις γινομενοις
ἐγρηγορεναι διαφοροι γινονται φαντασιαι , ἐπει ὡς καθ ' ὑπνους φανταζομεθα , οὐ φανταζομεθα ἐγρηγοροτες , οὐδε ὡς φανταζομεθα ἐγρηγοροτες
9999950 ἠναγκαζοντο
ἑτερον ἐπι τους περι τον Ἀππιον οὐπω την ἐξουσιαν παρειληφοτας ἠναγκαζοντο καταφευγειν , τα μεν ἐν ταις ἐκκλησιαις δεομενοι ,
ὀρων , και μαστιγουμενοι και δεδιοτες και ὠθουμενοι και τρεμοντες ἠναγκαζοντο ἀποθνῃσκειν . ὡσπερ οὐν εἰ δυο ἀνθρωπω παλαιειν οὐκ
9999950 ἀφοριζει
των σφυγμων πυκνοτητος τε και σκληροτητος οὐσα , τον πυρετον ἀφοριζει . εἰδη δε πυρετων κατα παντας δυο , ὁ
κατεγραφησαν εἰς την σφαιραν . Ὁ μεν γαρ ἀρκτικος κυκλος ἀφοριζει τα ἀει θεωρουμενα των ἀστρων . Ὁ δε θερινος
9999949 αἰφνιδιως
Βυζαντιων , ἐγνωσαν διαρπασαι την πολιν , και πολυς ταραχος αἰφνιδιως κατεσχε τους Βυζαντιους . ἐπει δε ὡπλιζοντο τε οἱ
Κορυβαντος και Δημοδικης παις , των της Ῥεας μυστηριων τελουμενων αἰφνιδιως [ την θεαν ] θεασαμενος , ἐμμανης ἐγενετο και
9999949 καθαρτικη
. Οὐκουν το γε εἰκος . Ἐστω δη διακριτικης τεχνης καθαρτικη , καθαρτικης δε το περι ψυχην μερος ἀφωρισθω ,
ἐπικρατει δ ' ἐν μεν τῳ φλοιῳ της ῥιζης ἡ καθαρτικη , ἐν δε τοις ἀωροις μοροις ἡ ἐφεκτικη :
9999949 ἀπεθετο
πυλης ἀγροικος εἰναι νομιζομενος . εἰσελθων δε το μεν πιλιον ἀπεθετο , γνωρισθεις δε ἐδεξιουτο παντας ὡς ἐπι σωτηριᾳ της
ὁτι ἀλλου θυοντος , ἡρπασεν ὀρνεον το κωλον και ἐκεισε ἀπεθετο . Ἡ δε Ταπροβανη της Ἀφρικης νησος ἱερα :
9999949 στατηρα
σταθμα , στασιμα ὠνομασεν ἐν Ὑϊ Κηφισοδωρος ὁ κωμικος . στατηρα δ ' οἱ της κωμῳδιας ποιηται την λιτραν λεγουσιν
ἐξερχεται τε πανταχος ' ἠδη πιομενη , δεχεται δε και στατηρα και τριωβολον , προσιεται δε και γεροντα και νεον
9999949 κουρευς
' ἐμου τον φαλακρον ἐξυπνισεν . Σχολαστικος και φαλακρος και κουρευς συνοδευοντες συνεθεντο προς τεσσαρας ὡρας βιγλευσαι . ἐλαχεν οὐν
ποιμενας , ἐν δε Χρυσῳ γενει Εὐπολιδος ἐπειθ ' ὁ κουρευς τας μαχαιριδας λαβων ὑπο της ὑπηνης κατακερει την εἰσφοραν
9999948 Καρχηδονιος
δεξασθαι , και παρηλθεν εἰσω των στρατηγων ἀγνοουντων . Ἀμιλκας Καρχηδονιος , ἀριστος των ἐν Λιβυῃ στρατηγων , πολλους πολεμους
λοιπῃ χρειᾳ ἀναπαυσας ἑως Μεσσηνης διεσωσε . Καρθαλων μεν ὁ Καρχηδονιος μετα την ναυαγιαν των Ῥωμαιων πολιορκησας Ἀκραγαντα ταυτην εἱλε
9999948 Ἀρχιγενης
. Ἐπι δε των μη κατεχοντων την τροφην , φησιν Ἀρχιγενης , σικυαν ὡς μεγιστην κουφην τῳ στομαχῳ ἠ τῳ
και ὁμοιως χρωμαι . οὑτω μεν οὐν αὐτῳ χρηται και Ἀρχιγενης ἐπ ' ἐμφραξει μυκτηρων : τῳ δε προτερῳ τῳ
9999948 τεθαρρηκοτως
ἀληθινοις θηριοις , οἱς συνηθεις ὀντες οἱ των Ἰνδων ἱπποι τεθαρρηκοτως προσιππευον : τοις δ ' ἐγγισασιν ἡ τε ὀσμη
δειν εἰς τας ναυς ἀπιεναι , οἱ δε μενειν και τεθαρρηκοτως παραταξασθαι . ἐτι δ ' αὐτοις τεθορυβημενοις ἐπεφανησαν οἱ
9999948 φαινοιτο
εἰναι σον εὑρημα : και ἐγω εἰπον ὁτι τουτο εἰ φαινοιτο σοι οὑτως ἐχειν , πολλων ἀν εἰης λογων ἐμε
περι αὐτων ἐρω . εἰ δε τι βλασφημον ἠ τραχυ φαινοιτο ἐχων ὁ λογος , οὐ τον διελεγχοντα ἐμε ,
9999947 συλλογῳ
Ἀχαιοις ἐκκλησιαν ἀθροισας ὁ ποιητης τον Τυδεως ἀνιστησι ῥητορα τῳ συλλογῳ και διδωσιν ἐπη τῳ νεανισκῳ τοιαυτα , ἁ ἀν
ὁτι τῳ προτερος λεγειν πλεονεκτει λοιδοριαις και σκωμμασιν ἐμφραττων τῳ συλλογῳ τας ἀκοας , πως ἀν τις πολλην ἐπιστομισειε φημην
9999947 στρατευσῃ
καταλλασσῃ τῃ γυναικι α ἐαν κοινωνησῃς , βλαπτῃ β ἐαν στρατευσῃ , ταχυ προκοπτεις γ οὐκ ? ἐστιν ? ?
προκοπτεις ἀρτι Ϛ οὐ κοινωνεις ἀρτι τῳ πραγματι ζ ἐαν στρατευσῃ , μετανοησεις η μετα φοβου ἐρωτησον και ἀκουεις ἀληθειαν
9999947 Πελοποννησος
οὐχ ὑπερσυντελικος . . . + . Ἀπια : ἡ Πελοποννησος , ποταμου , και Μελιτης της Ὠκεανου , τελευταιον
Ἰωνια , ” ἐκ δε θατερου ” ταδ ' ἐστι Πελοποννησος οὐκ Ἰωνια . „ Ἀλεξανδρος δε της Ἰνδικης στρατειας
9999947 χαλεποτητα
ὁρωντες οἱ Λακεδαιμονιοι τεταραγμενην την δυναμιν των ἐναντιων δια την χαλεποτητα της διαβασεως , καιρον ἐλαβον εὐθετον προς την ἐπιθεσιν
πασιν μεσον τεμειν , τοις τε φευγουσιν της ἀρχης την χαλεποτητα ὑμιν και τοις της ἀρχης παλιν ἐρωσιν τυχειν ,
9999947 ἀπελιπεν
δε κρινας ἐχεσθαι του πολεμου , Πνυταγοραν μεν τον υἱον ἀπελιπεν ἡγε - μονα των ὁλων ποιησας ἐν τῃ Κυπρῳ
γε : τρις γαρ τελειος ὑπαρχουσα οὐδ ' ἐπιδοσιν αὐξησεως ἀπελιπεν , ἀλλα και δυο κυβων ἁμα συνθεσις , του
9999947 Σιμωνιδης
οὐ σπονδη , οὐκ ἀπαρχη θεοις , ἀλλ ' ὡσπερ Σιμωνιδης ἐφη περι της ἀκοσμου γυναικος , ἀθυστα δ '
ὀνομαζει αὐτον . . . . . : Φερεκυδης και Σιμωνιδης φασιν , ὡς ἡ Μηδεια ἀνεψησασα τον Ἰασονα νεον
9999947 ἐτειχισαν
πρωτοι το Καπιτωλιον και το Παλατιον και τον Κυρινον λοφον ἐτειχισαν , ὁς ἠν οὑτως εὐεπιβατος τοις ἐξωθεν ὡστ '
πλειστον μερος ἐν θαλασσῃ , τας ἀπο της γης προσοδους ἐτειχισαν και πυργους πυκνους ἐποιησαν , και ταφρον ὀρυξαντες μεγαν
9999946 καιροϲ
τηϲ ἐπιϲημαϲιαϲ διδωϲι ταϲ τροφαϲ : και γαρ οὑτοϲ ὁ καιροϲ πλειϲτον ἀπεχει του μελλοντοϲ παροξυϲμου . ἐτι δε και
μηδενοϲ κωλυοντοϲ των προρρηθεντων ἐπι του ϲυνοχου πυρετου , ἠδη καιροϲ τηϲ του ψυχρου δοϲεωϲ . ἐφ ' ὡν μεν
9999946 Ἀλεξανδρευσι
δημαρχων νομον , ἀνευ στρατιας Πομπηιον ἐχοντα ῥαβδουχους δυο διαλλαττειν Ἀλεξανδρευσι τον βασιλεα . Και Πομπηιος μεν ἐδοκει τῳ νομῳ
ἐπιχρυσοι και θυμιατηρια και τρυβλια . ΒΗΣΣΑ ποτηριον παρ ' Ἀλεξανδρευσι πλατυτερον ἐκ των κατω μερων , ἐστενωμενον ἀνωθεν .
9999946 κατακλυσμῳ
ὁ δικαιος και ἐν τῳ μεγαλῳ και ἐπαλληλῳ του βιου κατακλυσμῳ , μηπω δυναμενος διχα αἰσθησεως ψυχῃ μονῃ τα ὀντα
και Ἠλεκτρας της Ἀτλαντος θυγατρος καταλιπων την Σαμοθρᾳκην ἐν τῳ κατακλυσμῳ κατασκευασας σχεδιαν και εἰς τα κατα την Τροιαν μερη
9999946 Ἀθηνησι
. Τα ἐξ ἁμαξων : ἐπι των ἀπερικαλυπτως σκωπτοντων : Ἀθηνησι γαρ ἐν τῃ των Χοων ἑορτῃ , οἱ κωμαζοντες
και φιλοσοφοις εὑρετο παρ ' αὐτης δια του βασιλεως τον Ἀθηνησι θρονον . ὁ δ ' , ὡσπερ οἱ θεοι
9999945 γεωμετρικη
προς Η : και ἐσται των Ζ Γ Η εὐθειων γεωμετρικη μεσοτης , τουτεστιν ἀναλογια κυριως . κἀν δια το
περι της ἀριθμητικης μεσοτητος . Ἡ δε ἐπι ταυτῃ συνεχης γεωμετρικη μεσοτης κυριως ἀναλογια μονη καλουμενη δια το ἀνα τον
9999945 ἐπανηκε
τον πωλον περι την νυσσαν : ἠτοι προς το προκειμενον ἐπανηκε . νυσσα δε ἐστιν ὁ καμπτος , καθ '
ἑαυτων ἐξεταζεσθαι . των μεν γαρ το συννουν και σκυθρωπον ἐπανηκε και τας φροντιδας ἐχαλασεν ὀργας τε και λυπας ἐπραυνε
9999945 ἀπεστερησε
Νειλῳ και τοις μετα τουτους μεγαλοις . ταυθ ' ἡμας ἀπεστερησε μεν των παρα σου περι του λογου γραμματων ,
προοπτησαντα χλιαινειν παλιν , ἠ μη προοπτησαντα συντελειν ταχυ , ἀπεστερησε της τεχνης την ἡδονην . εἰς τους σοφιστας τον
9999945 καθαρτικα
τους τοπους ἐγκαθισμασιν . Ἐπειδη δε οὐ μονον τα τοιαυτα καθαρτικα της ὑστερας προς συλληψιν ἐνεργει , ἀλλα και ἀλλας
νοϲημαϲιν ἐν τῳ η λογῳ κεφαλαιῳ ξγ . Ἐρρινα κεφαληϲ καθαρτικα . χρειαϲ δε καλουϲηϲ και δια ῥινων καθαιρειν χρη
9999944 δευτερῳ
μεταφυτευσις τον καρπον ποιει . και τα μεν ἐνριζα τῳ δευτερῳ ἐτει , ἠ και θαττον τον καρπον ἀποδιδωσι :
Πυρρον Μολοσσον Αἰακιδην και Τρωαδα . Λυσιμαχος δε ἐν τῳ δευτερῳ των Νοστων [ . ] φησι Προξενον * *
9999944 κατεπλαγη
κρηνας και ἀρτους ἠν φερειν . Στιλπων δ ' οὐ κατεπλαγη την ἐγκρατειαν καταφαγων σκοροδα και κατακοιμηθεις ἐν τῳ της
εἰς το χωριον και εἰδε τε τους περι Ἁβροκομην και κατεπλαγη την εὐμορφιαν και εὐθυς μεγα κερδος νομιζων ᾐτησατο ἐκεινους
9999944 ἐστρατευσε
θυσας εὐωχειτο . ὁ δε Θειοδαμας ἐλθων εἰς την πολιν ἐστρατευσε καθ ' Ἡρακλεους , και εἰς τοσαυτην ἀναγκην κατεστη
Οὐολουσκοι δε και Ἑρνικες , ἐφ ' οὑς ὁ Κασσιος ἐστρατευσε , γνωμην μεν ἐποιησαντο δῃουμενης της χωρας περιοραν και
9999944 ἐξαιρετως
τε Βυβλῳ και Τυρῳ και κατα πολλα της Συριας μερη ἐξαιρετως ἱερουργουμενας , και οὐχι δεισιδαιμονιας ἑνεκα το τοιουτον ὑπομεινας
οὐδεις ἀν εἰποι . το πλαττομενον οὐν τουτον τον τροπον ἐξαιρετως σχημα καλειται , και ἡμεις περι τουτου ποιουμεθα τον
9999943 Χρυσης
των λογων ἀποδιδωσιν , ὡσπερ ἐν ἀρχῃ πεποιηται αὐτῳ ὁ Χρυσης ἐν τοις προς τους Ἑλληνας λογοις χρησιμωτατῳ προοιμιῳ κεχρημενος
σπονδειακα , περι ὡν μελλει λεγειν , οἱον δια το Χρυσης Χρυσου και Περσης Περσου και Ξερξης Ξερξου . Προσκειται
9999943 ἐσπουδακεν
ταις ἐκμυζησεσιν τα βρεφη μη ἐπιχορηγουμενου τοσουτου γαλακτος , ὁσον ἐσπουδακεν ἐπισπασασθαι , αἱ δε ἀγαν σηραγγωδεις κινδυνον ἐπαγουσι πνιγμου
τι : περιτρεχει κυκλῳ τηρουσα τουτο , καταπιειν δ ' ἐσπουδακεν , ἑτεραι διωκουσιν δε ταυτην . ταὐτον ἠν .
9999943 μαντειῳ
. εἰ δ ' εἰη μεν Ὀλυμπιονικας , βωμῳ τε μαντειῳ ταμιας Διος ἐν Πισᾳ , συνοικιστηρ τε ταν κλειναν
, ὑστερον δε και οἱ πορρωθεν ἀφικνουντο και ἐχρωντο τῳ μαντειῳ και ἐπεμπον δωρα και θησαυρους κατεσκευαζον , καθαπερ Κροισος
9999943 πελαγια
τευθιδες και οἱ ἱερακες οἱ θαλαττιοι και ἡ χελιδων ἡ πελαγια . και αἱ μεν τευθιδες ἐπι μηκιστον ᾀττουσι τοις
ἡ Λευκη διαρμα πεντακοσιων σταδιων , ἱερα του Ἀχιλλεως , πελαγια . Εἰτα Βορυσθενης ποταμος πλωτος ἐφ ' ἑξακοσιους σταδιους
9999942 ἠρωτησεν
] ἐνθυμημα . ἀντιβολω ] παρακαλω . ἀνηρετ ' ] ἠρωτησεν . ὁ Σφηττιος ] ὁ ἀπο τοπου Σφηττου .
, ἐν ταις χερσιν αὐτων κρατουντας ξιφη ἠκονημενα , και ἠρωτησεν Ἁβρααμ τον ἀρχιστρατηγον : Τινες εἰσιν οὑτοι ; και
9999942 διεβαλλετο
ὁ Παυσων ζωγραφος πενης σκωπτολογος . Λυσιστρατος : ἐπι μαλακιᾳ διεβαλλετο . ἐν ἐνιοις δε και πενης ὁ αὐτος και
Θεαγενους ὑηνια Γ : μωρια Γ και ἀμαθια . Γ διεβαλλετο γαρ ὁ Θεαγενης Γ εἰς μαλακιαν και Γ ὡς
9999942 πολυιστωρ
παρισταμενοι βασιλει ” . Ἀφακη , πολις Λιβυης , ὡς πολυιστωρ ἐν Λιβυκων τριτῃ . το ἐθνικον Ἀφακιτης δια το
ἐθνικον Θυμιατηριος . Θυνη , πολις Λιβυης , ὡς ὁ πολυιστωρ Ἀλεξανδρος . ὁ πολιτης Θυναιος ὡς Δωδωναιος . Θυνια
9999942 ἐνικα
ἐβουλευσαμεθα περι του τι χρη ποιειν , ἀλλ ' εὐθυς ἐνικα σοι το πραγμα ἐπιτρεπειν ὡς εὐνῳ τε ἡμιν και
ἐπιοντι ἐτει [ ᾡ ἠν Ὀλυμπιας , ᾑ το σταδιον ἐνικα Κροκινας Θετταλος , Εὐδιου ἐν Σπαρτῃ ἐφορευοντος , Πυθοδωρου
9999942 ἐσπουδακοτα
Ἀκακιον ἐπεμψας , οἰδα σοι χαριν , ἐδεικνυ γαρ τον ἐσπουδακοτα και βουλομενον ἐργον ἰδειν , ἀλλος δ ' ἀν
πως ἀν , πυθομενος ] μηδε ἑν του πραγματος , ἐσπουδακοτα μ ' αἰσθοιο συλλαβοις τε μοι ; ἐσπουδακοτα ;
9999942 ἐμηχανησατο
οὐ προσηνεγκεν ἑτεραν πειραν ἰσχυροτεραν . βασιλευς δε ὁ μεγας ἐμηχανησατο και ἐξευρεν ὁτῳ ἀν μονῳ ἐγω ὑπεικαθοιμι και ὑποσχοιμι
? διεταξατο , της των ? τῃδε ἑνεκα ? εὐκοσμιας ἐμηχανησατο θειαν τινα μεθοδον , την πολιτικην φημι γνωσιν ,
9999942 δερματοϲ
τρωθεντοϲ δια την ϲυνεχειαν αὐτου . δει οὐν την του δερματοϲ τρωϲιν διατηρειν ἀκολλητον , ἱνα δι ' αὐτηϲ οἱ
αὐτικα δη μαλα πληθοϲ μεν ἀνειϲιν ἀτμου θερμου δια του δερματοϲ προαγγελλον ἱδρωταϲ : ἐμετοϲ τε ἐπιφαινεται χοληϲ και ἡ
9999942 ἀκολουθα
συμφερον και το καλον και το ἡδυ και τα τουτοις ἀκολουθα , καθαπερ ἐν ἀρχῃ διειλομην , κοινα πασι τοις
και οἱ μεν ἀγενητον αὐτον και ἀϊδιον φυσιν φασκοντες οὐκ ἀκολουθα εἰπον τοις γενητον αὐτον δογματισασιν . εἰκασμῳ γαρ ταυτα
9999941 πικροτητα
ἐν ὠσι σκωληκας ὁ χυλος της ποας ἀναιρει δια την πικροτητα . Καρδαμου το σπερμα καυστικης μετεχει δυναμεως ὡσπερ το
και τουϲ ἐν ὠϲι ϲκωληκαϲ ὁ χυλοϲ ἀναιρει δια την πικροτητα : ὁ δε ἐν τῃ ἁλμῃ τιθεμενοϲ καρποϲ ἀποπλυθειϲ
9999941 ἀφαιρεθεισης
μη χρωμενων , ἀπηλλοτριωται δ ' αὐτων , της χρειας ἀφαιρεθεισης δια το εἰς ἐνια ἀπρεπες . Δεδειγμενου δ '
ἀλλα τινα φυσιν ἐν μεθοριῳ , καθαπερ ἀπο ἀμπελου κληματιδος ἀφαιρεθεισης εἰς ἑτερας ἀμπελου γεννησιν . Διο φησιν : ἑνεκα
9999941 νομαδες
ἐξ ἀρχης Ταυλαντιοι τε και Μαχαονες ἐκαλουντο το παλαιον , νομαδες οἱ πλειους αὐτων και αὐτονομοι και ἀβασιλευτοι ἐκ πολλου
. κακοβιοι τε δη και γυμνητες εἰσι τα πολλα και νομαδες : τα τε βοσκηματα αὐτοις ἐστι μικρα , προβατα
9999941 οἰκονομιᾳ
ἐργασιᾳ ὀδοντων , και σπλαγχνων ὑποδοχῃ , και τῃ ἐνδον οἰκονομιᾳ , προσγινομενης αὐτῳ της ὑποτροφης . Ἠσαν δε που
οὑτω γαρ ἀν ἀρτιος ὁ λογος τῃ καθ ' αὑτον οἰκονομιᾳ ἀποδοθειη . Του τοινυν ψυχικου τουτου πνευματος , ἐπι
9999941 ἐπεκληθη
πεπληρωται δ ' ὁ κυκλος . ἐντευθεν ἠδη και τριοδιτις ἐπεκληθη και των τριοδων ἐποπτης ἐνομισθη δια το τριχως μεταβαλλειν
οὑτως ἀπωλετο του σανδαλιου αὐτου ἐκβρασθεντος ὑπο του πυρος . ἐπεκληθη δε και κωλυσανεμας δια το ἀνεμου πολλου ἐπιθεμενου τηι
9999941 Δημοσθενες
αὐτῳ : ὁ δε δημος ὁ Ἀθηναιων ποι καταφυγῃ , Δημοσθενες ; προς ποιαν συμμαχων παρασκευην ; προς ποια χρηματα
λαβειν , και προς τουτοις ἐν τῳ ψηφισματι γραψαντος ὠ Δημοσθενες σου και ἑτερων πολλων , ζητειν την βουλην περι
9999941 ἀπαλλαγην
βηξ μονος εἰχε ῥᾳστωνην , ἀλλ ' οὐδε οὑτος τελειαν ἀπαλλαγην . εἰ δε ποτε ἐδοξε την ὑλην πασαν εἰς
' ἀσυμφωνιαν ἐλαττουμενοι . διο και Πυθαγοραν φασι την ἐντευθεν ἀπαλλαγην ποιουμενον μονοχορδιζειν τοις ἑταιροις παραινεσαι δηλουντα ὡς την ἀκροτητα
9999941 κατεσκευασε
τρισμυριους νεανισκους ἐπιλεξας και παιδευσας τα πολεμικα των ἐργων ἀντιταγμα κατεσκευασε τῃ Μακεδονικῃ φαλαγγι . νβʹ . Ὡς Ἁρπαλος δια
ὑποτροχον δε πασαν τροχοις στερεοις τεσσαρσιν ὀκταπηχεσι το ὑψος . κατεσκευασε δε και κριους ὑπερμεγεθεις και χελωνας δυο κριοφορους .
9999941 ἐζητησεν
ἀλλων πολιτων οὐ κοινην , ἀλλ ' ἰδιαν την σωτηριαν ἐζητησεν . Ἀγανακτω δε μαλιστα ὠ ἀνδρες , ἐπειδαν ἀκουσω
ἀναιρεσεως . Τουτο δ ' ἐντος οὐ πολλου χρονου παις ἐζητησεν οὐδε δωδεκα ἐτη γεγονως τον δεσποτην ἀποκτειναι : και
9999941 Ἀνδρομαχου
οὐκ ἀξιον . και ἡ δι ' ἐχιδνων δε θηριακη Ἀνδρομαχου , περι ἡς πλειστα ὁ Γαληνος διεξηλθεν , χρησιμως
ἐπιτιθει . παραδοξως δε ποιει και ἡ δι ' ἐχιδνων Ἀνδρομαχου , ὡς ἐμπλαστρος ἐπιτιθεμενη . Ὑπο σφηκων ἠ μελισσων
9999941 θαυμασειεν
παντων ὡν μνημονευομεν ἀμφοτεροις τοις εἰρημενοις πεπρωτευκοτα . διο και θαυμασειεν ἀν τις εἰκοτως , εἰ στερησαι σφας αὐτους ἀνδρος
σωφρονα πασιν ἐπιδειξας . ὁ και μαλιστ ' ἀν τις θαυμασειεν : των γαρ ἀλλων ἐπι μεν της πραοτητος ταπεινων
9999940 κατεστρεψε
. ὁ οὐν Σκυθης ἐν Περσαις μεγα ὀλβιος ὠν γηρᾳ κατεστρεψε τον βιον . Εὐθυμος ὁ Λοκρος των ἐν Ἰταλιᾳ
τἀλλα ἀπαρακαλυπτως ἡδυπαθει . βιους δε προς τα ὀγδοηκοντα ἀσιτιᾳ κατεστρεψε . Βιβλια δε αὐτου φερεται ταδε : περι ἀπαθειας
9999940 μετηνεγκε
και τον Ἡρακλεα , τον δε Δια εἰς το Καπετωλιον μετηνεγκε κατασκευασας αὐτῳ ναϊσκον . Περιπλους δ ' ἐστι της
δε Θεστυλιδα ὁ Θεοκριτος ἀπει - ροκαλως ἐκ των Σωφρονος μετηνεγκε Μιμων : . . . [ και μ '
9999940 ἐθεραπευσεν
τις ἐγενετο ἰατρος ἀφυης ὁς τον ποδα τινος ἀλγουντος κακως ἐθεραπευσεν . . . , . . , . .
ὁ Ἀννιβας ἐπεμεινε τε τῃ σεμνολογιᾳ και τον Σκιπιωνα λαθων ἐθεραπευσεν ὡς καθελοντα τον ἀμεινονα Ἀλεξανδρου : διαλυομενης δε της
9999940 κυβερνητης
ὁδου ἐπανελθειν μη δυνηθεντες , ταυτα ὁρων οὐχ ὡς ἀπειρος κυβερνητης εἰασεν ὁπως ἐτυχε φερεσθαι οὐδε κινδυνευειν , ἀλλ '
: μακροτατω δε των ἐκπεμφθεντων προὐχωρησεν Ἱερων ὁ Σολευς ὁ κυβερνητης , λαβων και οὑτος παρ ' Ἀλεξανδρου τριακοντορον .
9999940 τρισαριστεα
ἐν ἀντιληψει τῃ κατα νομον , ὡς ἐπι του τον τρισαριστεα μοιχευοντα ἀνελοντος δια τον νομον τον τους μοιχους κελευοντα
φυλαττειν δοκει . οἱον τον μοιχον ἀναιρεισθαι νομος , μοιχον τρισαριστεα τις ἀναιρων κρινεται δημοσιᾳ . ἐνταυθα γαρ το ὑπο
9999940 σφραγις
και δυσεπουλωτα και χρονια και σηπεδονωδη και πλαδαρα . Λημνια σφραγις τα τοιαυτα ἑλκη ὠφελει μεγαλως προσκομιζομενη κατα συστασιν πηλωδη
ὁ χυλος : Σαμιος ἀστηρ προς πασας ὁμοιως και Λημνια σφραγις . προς δ ' αἱματος θρομβωσεις ποιει πυτια ποθεισα
9999940 ἐξειργασαντο
ἐκκλησιαις δεομενοι , τα δε καταμονας συντυγχανοντες : και τελος ἐξειργασαντο τους ἀνδρας μεγαλας ὑποτεινοντες ἐλπιδας αὐτοις , εἰ τα
περι ταυτην ἐσχον την φυσιν . ἀλλ ' οἱ μεν ἐξειργασαντο ἐν τοις αὑτων λογοις , οἱ δε οὐκ ἐν
9999940 δαιμονι
τεταρταιων ἀπηλλαχθαι δι ' αὐτου φησοντας και νυκτωρ ἐντετυχηκεναι τῳ δαιμονι τῳ νυκτοφυλακι . οἱ καταρατοι δε οὑτοι μαθηται αὐτου
οἰκουσιν ἀφθονεστατην τε χρημασιν . Μη τρηχυς ἰσθι . Ὠ δαιμονι ' ἀνδρων , μη φθονερον ἰσθ ' ἀνδριον .
9999940 θεατρα
τον γαρ προ του χρονον οὑτω κεκολασμενος ἀτακτως ἐς τα θεατρα ἐφοιτα και ἐπι την τουτων ἠχω . εὐδοκιμουντι δε
φρονησας εἰκοτως περιιστατο των πολλων , οὐδεμιαν φιλοτιμιαν περι τα θεατρα ποιουμενος . διο τοσουτον αὐτον ἐβλαπτε τουτο ὁσον ὠφελει
9999940 ἀληθεα
ψευδεσι ἰκελα περι του ἀνδρος τουτου , τα δε μετεξετερα ἀληθεα : περι μεντοι τουτου γνωμη μοι ἀποδεδεχθω πλοιῳ μιν
ἱπποτα Νεστωρ : “ τοιγαρ ἐγω τοι , τεκνον , ἀληθεα παντ ' ἀγορευσω . ἠ τοι μεν τοδε καὐτος
9999940 κοιλια
ἐξουρειϲθαι ποιειν φηϲιν ὁ Διουϲκουριδηϲ . ἡ δε τηϲ γαληϲ κοιλια πινομενη παντοϲ ἀλεξιφαρμακον θηριου λεγεται . Κοκκοϲ Κνιδιοϲ ὁ
ΓΘ ἀλλως : τοις βοϊδιοις . ἡ γαρ του βοος κοιλια βολιτους ἐχει . λεγει δε φαυλοις εἰδεσιν ἐν αὐτοις
9999940 μανεισα
φανεντος ἀλλου . Ἀρα τις τορευσε ποντον ; ἀρα τις μανεισα τεχνα ἀνεχευε κυμα δισκωι ; ἐπι νωτα της θαλαττης
ἀκουσα ἡ μητρυια πεφονευκε τον προγονον ἠ ἑκουσα και μη μανεισα : και ἡ μεν στασις ἐστι , το δε
9999939 Εὐρυσθεως
Ἡραν τουτοις ἐπαγων , ὡς αὐτην ταυτα Ἡρακλει δι ' Εὐρυσθεως ἐπαγγελλουσαν , το οὐ πιστον του λογου ἀποκρυπτειν ἐθελοι
δε και οἱ ἀλλοι Ἡρακλειδαι και οἱ συν αὐτοις ἀποθανοντος Εὐρυσθεως κατοικιζονται παλιν ἐν Θηβαις . ἐν δε τουτῳ και
9999939 ἐξουσιᾳ
πρωτα ἐπιτρεψαντες αὐτοις και το ἀνοητον της ἀρχης μεγαλῃ καθοπλισαντες ἐξουσιᾳ , ὁτε Κοιντιον Καισωνα τῳ παρελθοντι ἐνιαυτῳ κρινειν ἐπ
το βρεχειν ἠν , φησιν , ἐπι τῃ του Διος ἐξουσιᾳ , και μη των Νεφελων ἠν τουτο ἐργον ,
9999939 μαλακοτητι
κρατιστους δε τους ὀθονια ποιουντας τῃ τε λεπτοτητι και τῃ μαλακοτητι διαπρεπη , τας τε οἰκησεις ἀξιολογους και κατεσκευασμενας φιλοτιμως
κρατιστους δε τους ὀθονια ποιουντας τηι τε λεπτοτητι και τηι μαλακοτητι διαπρεπη , τας τε οἰκησεις ἀξιολογους και κατεσκευασμενας φιλοτιμως
9999939 φυσικα
. Παιτος βασιλει βασιλεων τῳ μεγαλῳ Ἀρταξερξῃ χαιρειν . Τα φυσικα βοηθηματα οὐ λυει την ἐπιδημιην λοιμικου παθους : ἁ
οὐν ζητει ἐν τοις ψυχικοις . ἐρχου δε εἰς τα φυσικα . ἀλλα των φυσικων προηγειται ἡ πεινα . διο
9999939 ἀποφαινῃ
και κατ ' ἰδιαν ἐξηγησαμεθα , συ δε πρωτον μεν ἀποφαινῃ γνωμην των μαντεων , ὡς παντες δια θεων ἠ
ἑκαστου ὡν λεγεις ποτερον αὐτος ταυτα λεγεις και γνωμην σαυτου ἀποφαινῃ , ἠ ἐμε ἐρωτᾳς . Ἀλλ ' ἐγωγε σε
9999939 δεησομεθα
ποιητικον , ἐδειξεν ὁτι οὐδε το ὑλικον , ἐπει οὑτως δεησομεθα ἑτερας ὑλης , και ἐσται οὑτως προ της γενεσεως
' ἀνδρα ἑκαστον . πολυ δ ' ἐτι τουτων μαλλον δεησομεθα μητοι θεους γε ποιειν ὀδυρομενους και λεγοντας ὠμοι ἐγω
9999939 μελαινῃ
γενηται , πεμψω ς ' ἠπειρονδε , βαλων ἐν νηϊ μελαινῃ , εἰς Ἐχετον βασιληα , βροτων δηλημονα παντων ,
νηας . ἀμφι δε τοι τῃ ἐμῃ κλισιῃ και νηϊ μελαινῃ Ἑκτορα και μεμαωτα μαχης σχησεσθαι ὀϊω . Ὡς ἐφαθ
9999939 ἐνεπιπτεν
δειν των ἐσχατων . σπανιως δε που πραγμα οὑτως ἐνδοιαζομενον ἐνεπιπτεν , ὡστε μεχρι της ἐσχατης ψηφου της των ἀπορωτατων
πολλους των Ἑλληνων μετεωρους εἰναι προς καινοτομιαν εἰς πολλην ἀγωνιαν ἐνεπιπτεν . Ἀθηναιοι μεν γαρ Δημοσθενους δημαγωγουντος κατα των Μακεδονων
9999939 ἀπεδημησεν
Βοιωτου Σχοινεως ἐχων την κλησιν . εἰ δε ὁ Σχοινευς ἀπεδημησεν οὑτος παρα τους Ἀρκαδας , εἰεν ἀν και οἱ
εἰ τελευτησειεν ἀταφον μενειν , ἐχων τις γυναικα και υἱον ἀπεδημησεν , ὑπο καταποντισταις γενομενος ἐδηλωσε τοις οἰκοι περι λυσεως
9999938 φανεισα
ἐκ της Ταναγρας , ἐκελευσε κατ ' ὀναρ ἡ Δημητηρ φανεισα αὐτοις ἀκολουθησαι τῳ γινομενῳ ἠχῳ , και ὁπου ἀν
, οὐδ ' ἠν γενηται . Ῥαφη δε ἐν ἑλκει φανεισα , ὀστεου ψιλωθεντος , πανταχου της κεφαλης του ἑλκεος
9999938 μακαριοι
δε Ξενοφων ἐπειθεν , ὁ δε Διογενης ὠνειδιζεν . Ὠ μακαριοι μεν των δραματων οἱ ὑποκριται , μακαριοι δε των
κατ ' ἐνιαυτον θηριον τικτει . μεγας γαρ , ὠ μακαριοι , κατα τον Θεοφιλου Κιθαρῳδον , θησαυρος ἐστιν και
9999938 γεωμετρικα
οἱπερ ἐκαλουντο πολιτικοι , οἱ δε περι τα μαθηματα , γεωμετρικα και ἀστρονομικα , οἱπερ ἐκαλουντο μαθηματικοι . και οἱ
ἀποβαλλοντας ἐρχεσθαι δει προς τον λογον , ὡς προς τα γεωμετρικα προσαγομεν , ὡς προς τα μουσικα : εἰ δε
9999938 κτεινῃ
μη ποιειν ἐξεστιν οὐδε λεγουσιν . Ἐαν δε τις πατερα κτεινῃ , ὑποβλητον αὐτον οἰονται . Ἐαν δε τινα προσταξῃ
πατριδος ἀναγκαζετω κατα νομον . ἐαν δε ξενος ἀκων ξενον κτεινῃ των ἐν τῃ πολει , ἐπεξιτω μεν ὁ βουλομενος
9999938 ἐξενικησεν
δραν , και οὑτω την Ἀλφειαιαν θεον Ἐλαφιαιαν ἀνα χρονον ἐξενικησεν ὀνο - μασθηναι . Ἐλαφιαιαν δε ἐκαλουν οἱ Ἠλειοι
Ἀρτεμιδος σφισιν ἐπελθειν νομιζοντες . οὐ μην και αὐτικα γε ἐξενικησεν Αἰγειραν ἀντι Ὑπερησιας καλεισθαι , ἐπει κατ ' ἐμε
9999938 φυλαττοιτο
ἀριθμον ἑν εἰη , οὐκετ ' ἀν ἡ κινησις μια φυλαττοιτο , οἱον εἰ Κορισκος ἁμα βαδιζοι και λευκαινοιτο :
το Ἀθηναιων ὡς ἐν Ὑμηττῳ χρυσου ψηγμα πολυ φανειη και φυλαττοιτο ὑπο των μαχιμων μυρμηκων . οἱ δ ' ἀναλαβοντες
9999938 χρυσουν
μεν ξανθων ἱππων ἀγελας , αἰγων τ ' ἀγελην , χρυσουν τε σακος * * * φιαλην τε λεπαστην ,
καινον χρυσιον ] τωι προτερωι ἐτει ἐπι Ἀντιγενους Ἑλλανικος φησι χρυσουν νομισμα κοπηναι . και Φιλοχορος ὁμοιως το ἐκ των
9999938 ἀποριᾳ
' αὐτων τον οὐρανον . Παντα γαρ που τα τοιαυτα ἀποριᾳ ὀψεως , και ἀσθενειᾳ δηλωσεως , και γνωμης ἀμβλυτητι
προτιμωσιν ἁπαντων το καλλος ; ἀλλ ' ἱνα μη δοξωμεν ἀποριᾳ των περι καλλους λογων περι ταὐτα διατριβειν ἀει ,
9999938 δικαστηριῳ
ἐαν συμβῃ με πεσοντα ἀποθανειν , ⌈ ἠγουν ἐν τῳ δικαστηριῳ με θαψατε . ⌈ δρυφακτα ἐλεγετο * [ ἐνταυθα
τε κατηγορουμενος και ὁ διωκων , καλως ἀν ὡς ἐν δικαστηριῳ και κρισει αὐτων ὀντων ἐλεγομεν εἰναι τον λογον εἰδους
9999937 μελικρατῳ
ἀργος , ἡπαρ μεγα ἐχων . τουτου ἡ χολη συν μελικρατῳ ποθεισα ἡπατικους ἀκρως ἰαται . το δε ἡπαρ αὐτου
χρω . Εἰ δε κολπος εὐθυς ἐξ ἀρχης γενοιτο , μελικρατῳ κλυσας ἐπιμελως , σπογγον καινον ἐφ ' ἱκανον μετα
9999937 ἀλγηδονες
του δεινου και ὡς ὁτι μαλιστα τρεποντος , ἰσχουσι τε ἀλγηδονες τον πληγεντα ἀπαυστοι , και ὁλος ὀγκουται , συχναι
δυο ἀδελφοι πλησιον μιᾳ φλογι κρυφθωσι χθονι : μεριμναι και ἀλγηδονες τῃ μητρι οὐ καλως φησι ταυτα ὁ ἀγαμεμνων ἐχρην
9999937 ἀπηλθες
Διος : οὐκ ἀκρωτηριαζομενην την Βοιωτιαν ἐστεναξας , ἀλλ ' ἀπηλθες μετα του στεφανου προς τον ἀπανθρωπον : εἰτα προσθες
λεγομενα που ἀπηλθες ; ἀπηλθες που : πως ἀπηλθες ; ἀπηλθες πως . παρειπετο οὐν και τῳ η ταὐτον .
9999937 καθαρῳ
των νεφων ἐστιν , ἐν αὐτῳ τῳ [ τε ] καθαρῳ και αἰθριῳ ἀερι , ἡ δε ἑτερα πολυ κατωτερω
τ ' ἐστι θερμαινειν , ἀλλ ' ἠδη τις ἐν καθαρῳ της μεσημβριας ἐρριγωσε της καταβολης ἐπελθουσης . ἀν οὑτω
9999937 μακαιρα
ἀστρων εἱλειται φυσει ἀεναωι και ῥευμασι δεινοις . ἀλλα , μακαιρα θεα , καρπους αὐξοις πολυγηθεις εὐμενες ἠτορ ἐχουσα ,
μνημοσυνηισιν . Φερσεφονη , θυγατερ μεγαλου Διος , ἐλθε , μακαιρα , μουνογενεια θεα , κεχαρισμενα δ ' ἱερα δεξαι
9999937 ἐδοξεν
ἐτη ιʹ και μηνας θʹ . Ἐμοι δ ' οὐκ ἐδοξεν ὡς τινες κατα την ἑπταζωνον τα ὁρια ὑπεθεντο ,
, τους γε μην σκυμνους αὐτης κομιζων προηλθε , και ἐδοξεν ἐπι τουτῳ θαυμαζεσθαι ὁ Περδικκας . πεπιστευται δε οὐ
9999937 χρισμα
: πολλα δε γινεται περι Κιλικιαν και ποιουσιν ἐξ αὐτων χρισμα . Φασι δε και εἰς τα σπουδαια των μυρων
τους διδυμους και περιναιον και ὀσφυν . Ἐκ των Ῥουφου χρισμα ἐνεργον , ἐντεινον το αἰδοιον ] . Σμυρνης ,
9999937 κολλυρια
και ἐτι βαθυτερων ὀντων βραχυ , προϲαγειν τα ἀπουλουν δυναμενα κολλυρια , οἱον ἐϲτι το του Κλεωνοϲ . και περι
ὀδυνηϲ ϲφοδραϲ μη παρουϲηϲ , ἀποκρουϲτικα παραληπτεον ἐπ ' αὐτων κολλυρια , πραϋνοντα το ϲφοδρον αὐτων τηϲ δηξεωϲ τῃ μιξει
9999937 συστατικα
και μη ἠσαν ἐναντια , ἀδυνατον τα δυο εἰναι ἡμων συστατικα : ἰδου γαρ και ἡ λογικη και ἡ ἀλογος
οὐ σαφετεραις τοις πολλοις ἐχρησαντο παραδοσεσι , τα ἀναγκαια και συστατικα και ὡν νυν χρεια παραδραμοντες . Ἡμεις δε χρειωδες

Back