' ὁσα συμφερει τῃ πολει , και περι των ἐν Ἀμφικτυοσι και περι των ἀλλων ἁπαντων , και διεξηλθε λογον
ἐκτινοντων δ ' αὐτων τα ὀφληματα οἱ μεν ἱερομνημονες ἐν Ἀμφικτυοσι κατηγορουν των Φωκεων και το συνεδριον ἠξιουν , ἐαν
9999878 Ἀμαζονες
: Νεπτουνις ἡ Ἱππολυτη ἐκαλειτο ἀφ ' ἡς και αἱ Ἀμαζονες Νεπτουνιδες . ἐπεστρατευσαν δε τῃ Ἀττικῃ αἱ Ἀμαζονες και
γαρ και ἀρσενικως , ὡς παρα Κρατινῳ : ἱν ' Ἀμαζονες ἀνδρες ἐασιν : ἀλαζων ἀλαζονος : το γαρ ἐθνικον
9999878 θεραπευθῃ
καθαιρειν την κεφαλην και καιειν τας φλεβας : κἠν ἀρχομενος θεραπευθῃ ταυτα , ἱσταται το κακον και οὐ χωρεει ἐπι
ἐπιδεχεται . τα δε χρονιζοντα ἐν τῳ πνευμονι ἑλκη κἀν θεραπευθῃ ποτε , καταλειπει γε τι λειψανον ἐν αὐτῳ τυλωδεϲ
9999877 τρισκαιδεκα
οὑς ἀποκτεινων ὁ Οἰνομαος ἀνεβαλλετο τον της θυγατρος γαμον ἐπι τρισκαιδεκα ἠδη νεοις . ἀλλα ἡ γη νυν ἀνθη φυει
ἀπερχεται μισθον οὐκ ὀλιγον της ἀγγελιας προλαβων . ἑωθεν δε τρισκαιδεκα ἡκουσιν κομιζοντες , ἑκαστος ὡς πολλα εἰπε και ὡς
9999875 ἐτυγχανες
και μαλιστ ' εἰ και προτερος αὐτος εὐ ποιησας τουτον ἐτυγχανες . εἰθ ' ὡν οὐκ ἀν ποτ ' αὐτος
οὐ γαρ οἰδα τι ἀν δεινοτερον ἐπασχομεν , εἰ ἀπων ἐτυγχανες , οὑ νυν παροντος βλαπτομεθα . εἰ δ '
9999869 κοιλιᾳ
ἀληθως ἐστι θειος : „ ἐπι τῳ στηθει και τῃ κοιλιᾳ πορευσῃ „ : περι μεν γαρ τα στερνα ὁ
πιτταν . εἰχον γαρ οἱ Λακεδαιμονιοι τριηρεις . κενῃ τῃ κοιλιᾳ : ἀντι του πενης ὠν ἀναξιως ἐκ των κοινων
9999868 Ἀλεξανδροιο
' ἐμμεμαυια δι ' οὐρεος , ἡχι και ἀλλαι Νυμφαι Ἀλεξανδροιο νεκυν περικωκυεσκον . Τον δ ' ἐτι που κρατερον
τῃ δ ' ἀρα διφρον ἑλουσα φιλομειδης Ἀφροδιτη ἀντι ' Ἀλεξανδροιο θεα κατεθηκε φερουσα : ἐνθα καθιζ ' Ἑλενη κουρη
9999865 τρισκαιδεκατῃ
Θεοπομπος μεν ἐφη ὁ Χιος ἐν ταις Ἑλληνικαις κἀν τῃ τρισκαιδεκατῃ δε των Φιλιππικων Ἀγησιλαῳ τῳ Λακωνι εἰς Αἰγυπτον ἀφικομενῳ
θεσθαι Τηλεγονον και Ἀντικλειαν . Πολυβιος δ ' ἐν τῃ τρισκαιδεκατῃ των ἱστοριων Φιλιππου του καταλυθεντος ὑπο Ῥωμαιων κολακα γενεσθαι
9999863 Καταπλασμα
ἠ λεκιθου , και ὀλιγου οἰνου , καταπλασσε . [ Καταπλασμα ὀφθαλμων . ] Καλως ποιει πιτυος φλοιος και ἀλφιτα
φυλλων , βατου ἀκρεμονων ἰσα ἑψησας ἐν ὑδατι ἐγκαθιζε . Καταπλασμα . Κυτινους ὀξυμελιτι προσλαβων , ἠ κηκιδα ἠ βαλαυστιον
9999861 μακαρεσσι
, ἱνα μιν περι παντα καλυπτοι , ὀφρ ' εἰη μακαρεσσι θεοις ἑδος ἀσφαλες αἰει , γεινατο δ ' οὐρεα
ἠδ ' Ἀρκαδιης ] πολυμηλου ἀφνειος ἠνασσε [ , φιλος μακαρεσσι θεοισιν ] ? [ ] ? : ἡ οἱ
9999860 κορυν
Τι οὐν οὐχι και συ , ὠ Ἀθηνα , την κορυν ἀφελουσα ψιλην την κεφαλην ἐπιδεικνυεις , ἀλλ ' ἐπισειεις
προθελυμνῳ : ἀσπις δ ' ἀσπιδ ' ἐρειδε , κορυς κορυν , ἀνερα δ ' ἀνηρ , ψαυον δ '
9999860 Αἰγυπτοιο
ἐς πατριδα γαιαν , πριν γ ' ὁτ ' ἀν Αἰγυπτοιο , διιπετεος ποταμοιο , αὐτις ὑδωρ ἐλθῃς ῥεξῃς θ
στοματων εἱλιγμενος εἰς ἁλα πιπτει , ὑδασι πιαινων λιπαρον πεδον Αἰγυπτοιο . οὐ γαρ τις ποταμων ἐναλιγκιος ἐπλετο Νειλῳ ,
9999860 διηλλαξε
ἐσται καταφανης ἡ τε προαιρεσις του ἀνδρος , ἡι χρησαμενος διηλλαξε τους προ αὐτου , και ἡ δυναμις . ἀρχαιοι
ἐσται καταφανης ἡ τε προαιρεσις του ἀνδρος , ᾑ χρησαμενος διηλλαξε τους προ αὐτου , και ἡ δυναμις . ἀρχαιοι
9999860 κολλωδες
και μιξαντες τον καρπον του παλιουρου . Τουτου γαρ συμμιγεντος κολλωδες μεν το παν πολυ μαλλον γινεται , δοκει δ
οἰνον , ἠ ἐμβληθηναι εἰς τους πιθους , παχυ και κολλωδες ᾐ το γλευκος , μονιμωτερος ἐσται ὁ οἰνος :
9999858 τεσσαρεσκαιδεκα
Εὐναπιου Χρονικης ἱστοριας της μετα Δεξιππον νεας ἐκδοσεως ἐν βιβλιοις τεσσαρεσκαιδεκα . ἀρχεται μεν της ἱστοριας ἀπο της Κλαυδιου βασιλειας
πεντακισχιλιοι , ἱππεις δε ἑξακισχιλιοι ἑκατον , ἐλεφαντες δε ἑκατον τεσσαρεσκαιδεκα . Ἀντιγονος δ ' ἐκ μετεωρων τοπων κατιδων την
9999858 σανιδες
δυο ὑποκεισθωσαν ἀπο ιδ ποδων . Ἐσονται οὐν περικειμεναι αἱ σανιδες : ἡ μεν μια ιβ ποδων ἡ φαινομενη :
το καταστρωμα . τα δε ξυλα ἐφ ' ὡν αἱ σανιδες ἐπικεινται , κανονια και σταμινες . το δε συνεχον
9999857 ἐνεγραφη
εὐπρεπειαν και λαμπροτητα εὐγενειας , ἐθυε τοις θεοις , και ἐνεγραφη εἰς την ἱερωσυνην εἰς τον Λευκιου Δομιτιου τοπον τετελευτηκοτος
και διαλεγομενος , ἀλλα και χρηματα πλειστα ἐξελεξε και φυλαις ἐνεγραφη πολεων μικρων τε και μειζονων . παρηλθε και ἐς
9999857 ἀσωδεες
σημαινει πτυελου πληθος ἐν τῳ πλευμονι . Οἱ φρικωδεες , ἀσωδεες , κοπιωδεες , ὀσφυαλγεες , κοιλιας καθυγραινονται . Τα
τῃσι κινησεσι μετα ἀδυναμιης κατακεκλασμεναι , περι κρισιν ἐνοχληθεισαι , ἀσωδεες , ἐφιδρουσι πολλῳ : κοιλιαι καθυγρανθεισαι ταυτῃσι , κακον
9999857 φαλαγγια
' ἡμερας πεντηκοντα ἐκ των ᾠων πουλυποδια ἐξερπει ὡσπερ τα φαλαγγια πολλα . ὁ δε θηλυς πουλυπους ὁτε μεν ἐπι
περι θηριων και Ἀριστοτελης φησιν ὁτι ἐν γυργαθοις γεννωσι τα φαλαγγια , τικτει δε ὑπερ τα τριακοντα , γεννηθεντα δε
9999857 ἀπηγγελλετο
: ὡς δε τοις Φωκευσιν ἡ Κριτολαου συμφορα και Ἀχαιων ἀπηγγελλετο , ἀπελθειν ἐκ της Ἐλατειας κελευουσι τους Ἀρκαδας .
. Ὁ δε εἰκοτως ὡσπερ ὑβριοπαθει ὁτι συμπαθεια τις αὐτῳ ἀπηγγελλετο μηδεν ὁλως των κακων πλημμελησαντι , εἰς ἀποκρισεις δε
9999857 μακαιρ
Αἱ τρισσαι τοι ταυτα τα παιγνια θηκαν ἑταιραι , Κυπρι μακαιρ ' , ἀλλης ἀλλη ἀπ ' ἐργασιης : ὡν
εἰς ω : Σιμμιας ὁ Ῥοδιος „ Ζηνος ἑδος Κρονιδαο μακαιρ ' ὑπεδεξατο Δωδω „ . ἠδυνατο δε ἡ Δωδωνος
9999856 νομῳ
νομων . οὐδε γαρ κεκωλυκας ταυτα , ὠ βασιλευ , νομῳ , ἀλλ ' ἑν εἰπων δειν μη ποιειν τἀλλα
. οὐκουν ἐπειδαν ὁ ἀγελαρχης νους παραλαβων την ψυχης ἀγελην νομῳ φυσεως διδασκαλῳ χρωμενος εὐτονως ἀφηγηται , δοκιμον αὐτην και
9999855 ὀρνιθες
, ἐπειδη τυφλος ὠν ἠρωτα την ἑαυτου θυγατερα πως αἱ ὀρνιθες ἱπτανται , και παρ ' αὐτης ἀκουων ἐλογιζετο κατα
ἐφικτῳ τοις βουλομενοις λαβειν νευοντων των κλαδων . οἱ τε ὀρνιθες κατᾳδουσιν , οἱ μεν ἐν τοις ὀρεσιν συγκαθημενοι ,
9999855 ἀπελυθη
και οὑτως αὐτην ὀνομασαντος , καθαπερ αὐτος δεθεις των κωλων ἀπελυθη ὑπο γυναικος , οἱ δε , θυγατρος του ἀρχιλῃστου
δοντος τῳ Θεμιστοκλει λογον και μαθοντος ὡς οὐδεν ἠδικησεν , ἀπελυθη της τιμωριας . δοξας δε παραδοξως ὑπ ' ἐχθρου
9999854 ἀδειᾳ
των πολεμουντων ἀωρι των νυκτων και τουθ ' ὑπορυττοντες ἐν ἀδειᾳ πολλα τουτου κατεσπασαν εἰς ἐδαφος μερη , ὡστ '
. ὁ δε σοφος οὑτος Λυκοφρων οὐκ οἰδ ' ὁποιᾳ ἀδειᾳ τους Φαιακας και Δαυνιους ἠτοι τους Καλαβρους Αὐσονας καλει
9999854 γεγραφθω
, και δια των Α , Λ σημειων μεγιστος κυκλος γεγραφθω ὁ ΑΛ . και ἐπει ἐν σφαιρᾳ δυο κυκλοι
ΖΚ και ἡ ΖΔ , περι δε την ΚΔ τμημα γεγραφθω , ὁ δεχεται την ὑπο των ΚΖΔ . ἐφαψεται
9999854 τερμινθινη
μηδεν ἐχοντι στυψεως . των δε φαρμακων ἐπιτηδειος ἐστι ῥητινη τερμινθινη καθ ' ἑαυτην ἐπι παιδων , γυναικων και ἁπαλοσαρκων
ἐχοντι στυψεως . των δε φαρμακων ἐπιτηδειος ἐστι ῥητινη ἡ τερμινθινη , καθ ' ἑαυτην μεν ἐπι παιδιων και γυναικων
9999854 φιλανθρωπιᾳ
εἰ μη τουτο , γοητευθεντα και φενακισθεντα τῃ περι τἀλλα φιλανθρωπιᾳ και ταυτ ' ἐλπισαντα παρ ' αὐτου . οὐκ
θειοις ἐρυμασιν ἐνεσχεθησαν , εὐσεβειᾳ , δικαιοσυνῃ , πραοτητι , φιλανθρωπιᾳ . ἐξιτε οὐν ἠδη θαρσουντες ἐκ των τειχισματων :
9999854 ἐνῃ
ὀνομαζεσθαι το πραγμα και λεγεσθαι , ἑως ἀν ὁ τυπος ἐνῃ του πραγματος περι οὑ ἀν ὁ λογος ᾐ ,
δ ' ὁτε και ἀνω : τουτῳ ἠν μεν ὀδυνη ἐνῃ ἐν τῃ γαστρι , ὑπεξαγειν πρωτον φαρμακῳ ἠ χυλῳ
9999853 Καινεα
] φερεις [ ] [ ] . Λαπιθην δε σε Καινεα φαιην ; [ Καινεος ἐκβλαστησας ] ? . ἀπ
ὡσπερ ὁ παρ ' Ὁμηρῳ Νεστωρ εἰσαγει ἑαυτον τοις περι Καινεα και Ἐξαδιον συμβουλευσαντα , ὁτι πειθηνιοι ἠσαν αὐτῳ ,
9999852 ἀπελυσε
τοξευσας τον ἀετον ἀπεκτεινε , τον Προμηθεα δε κακης μεριμνης ἀπελυσε . ταυτα δε ἠν πασχων ὁ Προμηθευς δια δυο
παρεσπονδηκοτων ὑμων και ἐς πρεσβεις ἁμαρτοντων , ἡ τε πολις ἀπελυσε , κἀγω καταχθεντας ἐς το στρατοπεδον προς ὑμας ἠδη
9999852 λανθανετω
και τῃ πατριδι πολλα ἀναθηματα και δωρεας παρεχοντα . μεν λανθανετω δε σε μηδε τουτο ὡς των ἀστερων ὀντων παντων
μηδ ' ἐκειν ' ὑμας , ὠ ἀνδρες Ἀθηναιοι , λανθανετω , ὁτι των αἰσχιστων ἐστιν παντας ἀνθρωπους ἰδειν και
9999851 μανθανε
Σιμωνιδης ἁμα , δεκας ἀριστη παντελης πληρεστατη . την τραγικην μανθανε και κωμῳδιαν . ἀμφω προς ὠφελειαν εὑρηνται βιου :
σαφως ] † ἀληθως , φανερως ἐκμανθανε ] † ἠγουν μανθανε Σχολη ἡ διατριβη των παιδων , και ἡ ἀδεια
9999851 κολοκυνθης
τον στομαχον κυστιν πληρωσας ὑδατος ψυχρου ἠ χιονα ἐπιβαλλε ἠ κολοκυνθης ξεσματα . Ἐκκαιομενοις ἀδιψον καταποτιον : σικυου ἡμερου σπερματος
λεκιθων , καρυων , ζωμου , πολφων , οἰνου , κολοκυνθης . Εἱς οἰωνος ἀριστος ἀμυνεσθαι περι δειπνου . ὡς
9999851 φαλαγγες
νηας , στησε δ ' ἀγων ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες . ἐς δε την Ὀδυσσειην ταδε ἐποιησεν , ὡς
„ στησε δ ' ἀγων , ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες ” , „ μαρτυρι χρησασθαι τῳ ποιητῃ του την
9999850 θυμιαμα
και ἐκειθεν ὁμοιως ἐκφερεται τα προειρημενα φορτια [ και ] θυμιαμα το λεγομενον μοκροτου . Οἱ δε κατοικουντες ἐμποροι σκληροτεροι
θυμιατε μινδακα . Ἀκηκοας συ δεσποτ ' ἠδη πωποτε το θυμιαμα τουτο ; Εἰς την ἑσπεραν χορταζομεσθα πασιν ἀγαθοις .
9999850 λογιζεσθε
. το δε φιλομμειδης Ἀφροδιτη , κἀν ἐγω παραλειψω , λογιζεσθε . ὁ δε Ἐρως και ἀνεκαγχασεν εὐστοχως την Αἰητου
ἠ διειναι , ὡς ἀν τις μηδετερου δικαιως τυχοι . λογιζεσθε γαρ , εἰ μεν , ὠ ἀνδρες Θηβαιοι ,
9999850 ϲωματοϲ
φλεγμαινοντων , ὡϲ εἰ γε φλεγμαινοιεν ὠμων χυμων πεπληρωμενου του ϲωματοϲ ἀνελπιϲτοϲ ὁ καμνων ἐϲτιν των ϲφυγμων οὑτω τραπεντων .
, και ὁμοιωϲ ὑδρωπικοιϲ περιτεινεται αὐτοιϲ ἡ ἐπιφανεια ὁλου του ϲωματοϲ , τα τε οὐρα ἐπεχεται . βοηθει δε αὐτοιϲ
9999850 ἀριθμητικῃ
τε και γεωμετρικῃ ταυτην ἐκδεχεσθαι , ἐφαμεν δε ἡμεις τῃ ἀριθμητικῃ μονῃ ὑπεναντιον τι πασχειν , συλληψεται ἡμιν κἀκεινο :
πλευρας ἐκ των ἀριθμων . διο εἰρηται και ἐν τῃ ἀριθμητικῃ πραγματειᾳ ὁτι προτερα ἐστι πασων των ἐπιστημων ἡ ἀριθμητικη
9999849 δεκαδι
ἀποριων . παλιν γαρ μοναδος προστιθεμενης δεκαδι ἠτοι τῃ ὁλῃ δεκαδι ῥητεον γινεσθαι την προσθεσιν ἠ τῳ τελευταιῳ μερει της
μεν πως ὡς ὑπασπιστου της τετραδος και αὐτη γαρ ἐν δεκαδι μεσοτης ὠφθη συν αὐτῃ τῃ ἑβδομαδι , ὡστε ἀναγκαιως
9999849 Ὀλυμπιασι
Προμαχος ὁ Δρυωνος , ἀνελομενος παγκρατιου νικας , την μεν Ὀλυμπιασι , τρεις δ ' Ἰσθμιων και Νεμεᾳ δυο :
: οὐ καλως . ἀκουοι Ὀλυμπιασι . ἀλλαχου : ἀκουσαι Ὀλυμπιασι . [ ἀν ] ἀγνωτες . το ἀν ἐν
9999848 κινδυνωδες
, κακιον γιγνεται : το τε γαρ ξανθον ἀκρητον ἐον κινδυνωδες , το δε λευκον και γλισχρον και στρογγυλον ἀλυσιτελες
. ἐνθεν τοι και ἀνθρωπῳ δηγμα ἀνθρωπου μιαρον ἐστι και κινδυνωδες οὐδενος θηριου μειον . Ἐν ὡρᾳ θερειῳ , ἀμητου
9999847 ἐβουλομεθα
ὀντας και τα ὁπλα ἐχοντας ἐν χερσιν , οὐτε προτερον ἐβουλομεθα μαχην συναπτειν οὐτε νυν ἐτι θαρσουμεν ἐπι τοιουτοις συμμαχοις
δη γελοιοτατον , πασαι γαρ ἐπι ταὐτον ἀνισταμεναι ἀλληλας λανθανειν ἐβουλομεθα : θατερᾳ δε οἱ ἀνθρωποι ὑπο την λοχμην παρηρχοντο
9999847 σιγμα
ἱν ' ἐν τῃ συνεχει καθ ' εἱρμον ἐπιφορᾳ το σιγμα συναπτηται τῳ ἑπτα . ὡστε λεληθοτως ἐκφωνεισθαι σεπτα .
ὡς πολλων τουτῳ προσκρουοντων δια το ἀδυνατον εἰναι ἀποσχεσθαι του σιγμα και δια το μη δοκιμαζειν , ἐποιησε : πριν
9999846 χειλεα
: των δ ' ἐλεησαντων κοτυλην τις τυτθον ἐπεσχε : χειλεα μεν τ ' ἐδιην ' , ὑπερῳην δ '
και των δ ' ἐλεησαντων κοτυλην τις τυτθον ἐπεσχε και χειλεα μεν τ ' ἐδιηνε και δακρυοεις δε τ '
9999846 Καρες
δια δεος ἐασαντων ἐκει και φυγοντων , οἱ περι Σαμον Καρες ἁτε βαρβαροι ὑπονοησαντες αὐτοματως ἀποδεδρακεναι προς τι λυγου θωρακιον
' ἁρματοεντα διφρον συνεπηξατο πρωτη : φορτηγους δ ' ἀκατους Καρες ἁλος ταμιαι . τον δε τροχον γαιας τε καμινου
9999846 μαθησεσθε
δη του αὐτου λογου την τε δικην οὐκ εἰσαγωγιμον οὐσαν μαθησεσθε , και την ὁλην ἐπιβουλην και πονηριαν τουτουι του
ἀν δυνωμαι δια βραχυτατων τους λογους . ὁθεν οὐν ῥᾳστα μαθησεσθε περι αὐτων , ἐντευθεν ὑμας και ἐγω πρωτον πειρασομαι
9999846 Ἀλλη
ὁσημεραι εὐχομενοι εὐ ἐχειν πυνθανεσθαι ταυτην λιαν ἐχομεν ἐρωτικως . Ἀλλη . Συνηθως εὐφρανας , δεσποτα , τῃ των γραμματων
τῳ βʹ ὁρῳ ἐτη παʹ . ἐτελευτα ἐτων παʹ . Ἀλλη . Τραϊανου ἐτος ιηʹ Θωθ ιδʹ εἰς ιεʹ ὡρα
9999846 θυμιατηρια
στεφανος ἐπεκειτο ἐκ μυριων κατεσκευασμενος χρυσων . ἐπομπευσε δε και θυμιατηρια χρυσα τριακοσια και πεντηκοντα , και βωμοι δε ἐπιχρυσοι
. μεθ ' οὑς Νικαι χρυσας ἐχουσαι πτερυγας , φερουσαι θυμιατηρια ἑξαπηχη , ζῳωτους ἐνδεδυκυιαι χιτωνας , μετα δε ταυτας
9999846 γραμμη
ἀλλ ' οὐχ ἡνωμενον : οὐδε γαρ τα πολλα σημεια γραμμη . Ὁλως δε ἠ αὐτοτελες τουτο το ἑν ἠ
τμηματων περιεχομενοις ὀρθογωνιοις : ὁπερ ἐδει δειξαι . Ἐαν εὐθεια γραμμη τμηθῃ , ὡς ἐτυχεν , το ὑπο της ὁλης
9999845 ῥητορικα
ὡςτε μηδεν ἡμας δυνασθαι διαφυγειν . τα τοινυν ἰδια και ῥητορικα ἠθη τουτοις διαιρειται : κατα ἐθνη , γενη ,
, οἱον ῥητορσι τε και γραμματισταις , αὐτους δε τα ῥητορικα ἠ τα γραμματιστικα οὐκ ἐργαστεον . τῳ γαρ ὀντι
9999845 φυσωδες
και λεπτυντικης . ἡ δε ῥιζα προς τοις εἰρημενοις και φυσωδες τι κεκτηται και ἀφροδισιαστικον . το δε σπερμα το
οὑτος γαρ μεγα εἰχε το αἰδοιον . γινεται δε δια φυσωδες πνευμα : και δει γυμνασια ἐπιταττειν και θερμην διαιταν
9999845 Θεσσαλια
δε πˈροσθεν πτερα δεξατο νικαν . Ὀλβια Λακεδαιμων , μακαιρα Θεσσαλια . πατρος δ ' ἀμφοτεραις ἐξ ἑνος ἀριστομαχου γενος
την φρασιν ἀντι του μετεβαλλε τους οἰκητορας ἡ τε νυν Θεσσαλια καλουμενη : προτερον γαρ Ἠμαθια ἐκαλειτο ʃ Αἱμονια τα
9999845 συμπεπληρωσθω
. κεισθω τῃ ΑΗ ἰση παλιν ἡ ΓΤ , και συμπεπληρωσθω ὁμοιως το ΓΦ στερεον . ἐπει ἐστιν ὡς ἡ
και ἀναγεγραφθω ἀπο της ΑΒ τετραγωνον το ΑΔ , και συμπεπληρωσθω το ΑΖ παραλληλογραμμον . και ἐπει το ΒΖ το
9999845 ἐξεπλευσε
ἐπεδειξατο , ὁστις παραλαβων πασας πολεις ἐφ ' ἁς ἀρξων ἐξεπλευσε στασιαζουσας δια το τας πολιτειας κινηθηναι , ἐπει Ἀθηναιοι
της γυναικος ἀναιρεσιν και του Περδικκου , τον στολον ἀναλαβων ἐξεπλευσε και κατηντησεν εἰς Τυρον . ὁ δε της πολεως
9999844 Ἡρακλεα
ἐπι τῳ κατηγορειν , Βουσιριν δε ἐπι τῳ ξενοκτονειν και Ἡρακλεα παλιν ἐπι τῳ ἀθλειν , παραιτητεον . . .
ἠχθη πρωτη . βʹ . Ὀσορχω ἐτη ηʹ , ὁν Ἡρακλεα Αἰγυπτιοι καλουσι . γʹ . Ψαμμους ἐτη ιʹ .
9999844 φλεγμονηϲ
των ἐν ταιϲ θερμαιϲ και ξηραιϲ κραϲεϲι γιγνομενων πυρετων χωριϲ φλεγμονηϲ και ϲηψεωϲ . ὁϲοι την κραϲιν πικροχολοι και την
ἠ φοινικων ἠ μυξων ἠ φακηϲ : ἐνδιδουϲηϲ δε τηϲ φλεγμονηϲ ἠ ἀκμαζουϲηϲ μικτεον αὐτοιϲ το μελι , ὁ ἐν
9999844 Κρατηρ
ἐκτεταμενας τας χειρας ἀνω και ὁ νωτος της Ὑδρας και Κρατηρ και Κυμβαλα και οἱ Φρυγιοι Αὐλοι και τα μεσα
Ὑδρος [ τε και Κρατηρ ] ἑως Κορακος . παρειται Κρατηρ . Ἰχθυων ἀνατελλοντων ἀνατελλει νοτιος Ἰχθυς οὐχ ὁλος Ἀνδρομεδας
9999844 στεφανῳ
, και ὁπως Λεοννατος ἐπι τῳδε ἐστεφανωθη προς Ἀλεξανδρου χρυσῳ στεφανῳ ἐν Μακεδοσιν . ἐνταυθα σιτος ἠν νενημενος κατα προσταγμα
και το θεατρον ἡμιν λαμπροτερον , ἐπ ' ἰσης τῳ στεφανῳ και τῳ κηρυγματι : ὡσπερ οὐν ἡ Θετις ἡ
9999843 λαμβανῃς
συμβουλευομενος καταμανθανεις τους φρονιμους , οὑτω και των θεων πειραν λαμβανῃς θεραπευων , εἰ τι σοι θελησουσι περι των ἀδηλων
προς το ὀα στιξον , ἱνα προς το ἀπυων ἐξωθεν λαμβανῃς ἐσται λογιζομενος καθολικον το γυναικοπληθης ὁμιλος δια πασας τας
9999843 ἡμισειᾳ
τῳ ΑΕΖ τριγωνῳ , ἡ ἀρα ΑΒ τῃ ΕΗ τῃ ἡμισειᾳ της ΕΖ ἰση ἐστιν , ὡς ἐν τῳ προ
τῃ ΗΘ ἰση : ἡ ἀρα ΑΗ ἰση ἐστι τῃ ἡμισειᾳ της ΖΘ . ἐαν ἀρα δια των ΖΘ ,
9999843 θηριωδες
το των νεμομενων τας χωρας ἐκεινας ἀμορφον και ἀκαθαρτον και θηριωδες . τα δε λοιπα του τεταρτημοριου μερη περι το
οἰδε γαρ Ἱπποκρατης και ἐμμεσα ἐναντια . ιβʹ . Το θηριωδες φθινοπωρον , καρδιαλγιαι και το φρικωδες και τα μελαγχολικα
9999843 ἀπεδωκε
και κοσμοτοκος ἀρχη σωτηριον ἑλκυσασα τῳ βιῳ τυπον τον κοσμον ἀπεδωκε τῳ κοσμῳ : διεζευγνυ τον μεν οὐρανον γης ,
τα χρηματα ἁ ἠν μοι παρ ' αὐτῳ , και ἀπεδωκε παντα ὀρθως και δικαιως . Ἀνθ ' ὡν ἐγω
9999843 χολωδεσι
πλειους αὐτων . τοιαυτα μεν οὐν τα γνωρισματα της ἐπι χολωδεσι και θερμοις χυμοις γινομενης κωλικης διαθεσεως . θεραπευειν οὐν
πληθει χυμων ὠμων συγκοπτομενους διαγινωσκειν χρη . Τους δε ἐπι χολωδεσι και λεπτοις χυμοις συγκοπτομενους ἐνεστι σοι διαγινωσκειν οὑτω :
9999843 Θουκυδιδης
παυσασθαι τον πολεμον ἐστιν ὁ Κλεων . ὁπερ οὐν και Θουκυδιδης ἱστορει δια τουτων : “ ἐπειδη και ἡ ἐν
ἑκατερον αὐτων . και ὁριστικῳ συντασσεται ῥηματι και ἀπαρεμφατῳ . Θουκυδιδης ἐν δʹ : ” ἐφ ' ᾡ φυλακῃ τῃ
9999843 ἐτολμησεν
ὑπνος . Πυθαγορας δε ὁ Σαμιος πρωτος ἐν τοις Ἑλλησιν ἐτολμησεν εἰπειν , ὁτι αὐτῳ το μεν σωμα τεθνηξεται ,
βασιλικων ἁπαντων , ἐγνωσαν πολεμιους ὀντας . εἱς οὐν ἐκεινων ἐτολμησεν ἀγνοων ἐξοπισθεν βαλειν τον Κυρον ἀκοντιωι : της δε
9999843 πυρωδες
Αἰγυπτιοι : πνευματικωτατον γαρ το ζωιον παντων των ἑρπετων και πυρωδες ὑπ ' αὐτου παρεδοθη : παρ ' ὁ και
περι την γλωσσαν στρυφνοις και δριμεσι , λαμπρον δε το πυρωδες λευκον , τα δε ἀλλα ἐκ τουτων : ἐν
9999843 ἐμελησε
ἠ ἀναγινωσκειν . ταυτας δε τας σχεσεις καλουσιν , οἱς ἐμελησε της τουτων τεχνολογιας , των προτασεων ὑλας , και
τας λειτουργιας : σεμνη γαρ ἡ ἀναπαυσις και βεβηκυια : ἐμελησε γαρ τῳ ῥητορι του μη διολου καλλωπιζειν δοκειν .
9999842 ἐδεξαμεθα
νεκρων , και μεγαν αἱματος κρατηρα πολιτικου στησαντες οὑτως ἀν ἐδεξαμεθα την ὀφειλομενην μοιραν . τοιουτων ὑμιν δυσσεβηματων εἰσηγητης ,
την νυκτα μεθ ' ἡν του κινδυνου την πειραν ἁπαντες ἐδεξαμεθα , ἐλαθεν οὐκ οἰδ ' ὁπως ἐξενεγκειν της πολεως
9999842 ἐδηλωσεν
] * Δια του εἰπειν δελφινων το ἐν νησῳ οἰκειν ἐδηλωσεν : ἐν γαρ τῃ θαλασσῃ ἡ νησος , της
αὐτην δυναμιν ἐχει : ἀλλα περι ἑνος εἰπων περι παντων ἐδηλωσεν . οὐ γαρ δηπου ἐαν μεν τις πατραλοιαν ἠ
9999842 δεκαδα
ἀποθανοντων Σπαρτιατων . Δεκαζεσθαι . ἐρρηθη μεν ἀπο του κατα δεκαδα φθειρεσθαι δωροις . ὁτε γαρ βουλοιντο τινες ἀρχης τυχειν
γαρ εἰκαδα οὑτω καλουσιν . την δε εἰκοστην πρωτην ὑστεραν δεκαδα . και την μετα ταυτην θʹ φθινοντος , ἑως
9999842 κοιλιη
ἱδρωσῃ , μηδε οἱ ἡ κυστις διηθῃ , μηδε ἡ κοιλιη χαλᾳ , διαιρεται ὁ σπλην ὑπο του ποτου ,
ἀφιεναι , ἠν μη ἀσθενης ᾐ : ἠν δε ἡ κοιλιη μη ὑποχωρεῃ , ὑποκλυζειν μαλθακῳ κλυσματι , και θωρηξιων
9999842 κανθαρῳ
βουλομενος οὐν το γενος το των ἀετων σπανισθηναι συνεβουλευε τῳ κανθαρῳ διαλλαγας προς τον ἀετον θεσθαι . του δε μη
ἠσθιεν ” : ἀποθανων γαρ ἠν ὁ Κλεων . τῳ κανθαρῳ : οὐχ ὡς πινοντος του κανθαρου , ἀλλ '
9999842 Στρεψιαδην
πασχομεν , ἡ δε ἱππικη ἐγενετο αἰτια του παθειν τον Στρεψιαδην , ἁ φησιν : ὁθεν και εἰκοτως ἐκαλεσεν αὐτην
. παρακελευεται τον πρεσβυτην εὐφημειν χρη : ταυτα προς τον Στρεψιαδην . παρακελευεται γαρ αὐτον σιωπαν και εὐφημειν , ἱνα
9999841 λογικῃ
ἡ τεκτονικη πηχυν και κανονα . και εἰ χρωνται τῃ λογικῃ και αἱ ἀλλαι τεχναι , οὐκ ἀτοπον : και
ἐμπρεπες οὐκ ἐδοξεν εἰναι την ἐπι κακιαν ὁδον ἐν ψυχῃ λογικῃ δι ' ἑαυτου δημιουργησαι : οὑ χαριν τοις μετ
9999841 Ἀνα
Ποσειδιππῳ τῳ ονο [ υριππῳ ] ! τῳ ῥητορι και Ἀνα ? ? [ βῳ ] και Πραξιφανῃ τῳ Μιτυληναιῳ
μεν ὡσπερ ἀγριαι τινες αἱ δ ' ἡμεροι τυγχανουσιν . Ἀνα λογον δε και αἱ ἀπυρηνοι των πυρηνωδων και αἱ
9999841 μνημονευω
ὁς ἐδοκει πεπορνευσθαι , ἀλλ ' ἐγω , ἐφη , μνημονευω ὁτε ὁ Κορυδος ὀβολου ἠν . ἠν δε και
ὀχουμενοι . περι μεν οὐν ἐθνων και πολεων τρυφης τοσαυτα μνημονευω . περι δε των κατ ' ἀνδρα ταδ '
9999841 φιλη
Σεμπρωνιος Γρακχος . Καραυιν δε πολιν , ἡ Ῥωμαιων ἠν φιλη , δισμυριοι Κελτιβηρων ἐπολιορκουν : και ἐπιδοξος ἠν ἁλωσεσθαι
. συ δ ' ] † ἀποστροφη το σχημα . φιλη ] προσφιλες ἐμοι ἠ ἐκεινῳ . κοσμον ] †
9999841 ἀλεξιφαρμακα
φυλλον ὁμοιον σκιλλῃ : χρησθαι δε αὐτῳ προς τε τα ἀλεξιφαρμακα και τας μαγειας : οὐ μην ὀρυττειν γ '
μιξασα ἐδωκεν Ἰασονι ἡ Μηδεια . ἀντιτομα δε εἰπε τα ἀλεξιφαρμακα κατα μεταφοραν την ἀπο των ῥιζοτομων : ἁπλουστερον γαρ
9999841 ἀρτηριᾳ
ϲτυψεωϲ : ὁθεν και τραχυτηταϲ ἐκλεαινει , οὐ ταϲ ἐν ἀρτηριᾳ μονον , ἀλλα και ἐν ψωρωδει κυϲτει : ἐϲτι
ἐν τῃ τραχειᾳ ἀρτηριᾳ ἑλκων , ὁϲα ἐν τῃ τραχειᾳ ἀρτηριᾳ γιγνεται ἑλκη κατα τον ὑπαλειφοντα αὐτην ἐνδον ὑμενα και
9999841 μεμνησθε
προθυμως σε τους λοιπους ἡμων ἀνταφεστιαν . Ἀρ ' οὐν μεμνησθε ὁσα ὑμιν και περι ὡν ἐπεταξα εἰπειν ; Τα
ἀποκτεινῃ , εὐθυς ἐγραψεν ἀγωγιμον εἰναι . τουτο φυλαττετε και μεμνησθε , ὁτι παντων ἐναντιωτατον ἐστι τῳ κρινειν το μη
9999841 εὑρεθεισα
και βηξ ἐγενετο . ἐγενετο οὐν ὁ βηξ και ποτε εὑρεθεισα ἡ δυναμις ἐῤῥωμενη ἀπεδιωξε τον χυμον : ἀπεδιωξε μεντοι
συντυχουσα “ λεγε ἀντι του ” κατα τυχην φανεισα και εὑρεθεισα “ συντασσων το ” ἡμιν “ προς το ”
9999840 ἐλαιῳ
κυαμους τριψας λειον , διπλασιον δε ἐστω της ῥαφανου , ἐλαιῳ διειναι , ὁσον τεταρτημοριον κοτυλης , τουτο ἐγχειν χλιαρον
τῳ δε της ἀγριας μαλαχης χυλῳ εἰ τις χρισαιτο συν ἐλαιῳ , οὐτε ὑπο σφηκων πληγησεται , και τον φθασαντα
9999840 μαλακῃ
γης ἐστρωμενα περι τον καυλον και τον πυθμενα , ἐλαιᾳ μαλακῃ ὁμοια , στενοτερα δε και μακροτερα : καυλια σπιθαμης
ὑστερον δε τῳ χρονῳ παραφθαρεντος του ὀνοματος τηβεννος ἐκληθη . μαλακῃ δε και πολυτελει ἐσθητι χρησθαι πλουσιοις μεν ἀγαθον και
9999840 Πολιτειᾳ
ἀμαθεις . Ἀγνωμονες , οἱ κακογνωμονουντες . Πλατων δε ἐν Πολιτειᾳ Ἀγνωμονας ἐφη τους γνωσιν μη ἐχοντας ἀλλ ' ἀνεπιστημονας
, ἀντι του ἐλθετω : Νομων θʹ . Ἑλξις Πλατων Πολιτειᾳ . Ἐμαλακισθη . ἐνεδωκε και ἀσθενως διετεθη ὑπο δειλιας
9999839 ἐλευθερῳ
ἀγνοεις . εἰ δε ᾐδεις , ὁτι αὐτοπραγια μεν οἰκειοτατον ἐλευθερῳ , οἰκετῃ δ ' ἀλλοτριον , ἐπεπαιδευσο ἀν αὐθαδειαν
του πυρεττοντος πολυ ἀθλιωτερος , διπλασια γουν ἐσθιει ματην . ἐλευθερῳ το καταγελασθαι μεν πολυ αἰσχιστον ἐστι , το δ
9999838 ἀφαιρεισθω
Φιλισκος ἀφῃρεθη το εἰναι ἀτελης , αἱδε ἐγενοντο , μη ἀφαιρεισθω δε αὐτον τα περι τῳ βλεμματι και τῳ φθεγματι
. ἐστω ἑξ και ἑξ : ἀπο θατερου των ἑξ ἀφαιρεισθω τυχον τρια και προστεθεισθω θατερῳ [ β ] :
9999838 δορκαδες
νεβροτοκοι και ζορκες , τουτεστιν αὐτοι οἱ ἐλαφοι και αἱ δορκαδες . * κινωπησταις : ἑρπησταις κινουμενοις ἑρπυστικως * ζορκες
μεν και ὀρνιθες , διακεινται δε λεοντες τε ὁλοι και δορκαδες και συες και τιγρεων ὀσφυες , τα γαρ λοιπα
9999838 ἑψηματοϲ
κεκαθαρμενων ἀνα # αϲ ὀροβων λευκων λελεπιϲμενων λειοτατων # β ἑψηματοϲ και μελιτοϲ το ἀρκουν : εἰϲ ἀναληψιν διδου κοχλιαριον
αὐτηϲ βαλων ἐν αὐτῃ χωριϲ του ϲπερματοϲ και πληϲαϲ αὐτην ἑψηματοϲ ἠ οἰνου γλυκεοϲ παλαιου ἐα βρεχεϲθαι ἡμεραν και νυκτα
9999838 χρυσα
περιουσιαν και τα ἐπι Θρᾳκης κτηματα και ἐν Σκαπτησυλῃ μεταλλα χρυσα . δοκει οὐν τισιν ὑιδους εἰναι του Μιλτιαδου ἠ
φορων σχιαστας δια μαργαριτων και κλαβια ἀνα πεντε , και χρυσα ψελια εἰς τας χειρας αὐτου , ἐν δε τῃ
9999838 Ἀμαζονα
ὑστερον φασιν Ἡρακλεους ἰδιοστολον πλευσαι τον Θησεα , και την Ἀμαζονα λαβειν αἰχμαλωτον , πιθανωτερα λεγοντες . Βιων δε .
: οὐδεις γαρ ἀλλος ἱστορηται των μετ ' αὐτου στρατευσαντων Ἀμαζονα λαβειν αἰχμαλωτον . . . , : Φιλοχορος δε
9999838 Σικελια
Μαρκιανος . Σικελια ἡ νησος Σικανια προτερον ὠνομαζετο , εἰτα Σικελια ἐκληθη , ὡς φησι Ἑλλανικος Ἱερειων της Ἡρας β
δε Κυκλαδων κρατιστη ἐστιν ἡ Ναξος : διο μικρα λεγεται Σικελια . Ἐκ δεξιων δε αἱ Σποραδες . Ἡ δε
9999838 ἀπελαυσε
ἐκ τουτων δη τα πολλα και μεγαλα ὀνειδη παλαι τε ἀπελαυσε φιλοσοφια και νυν ἀπολαυει , ὁταν δη τινες ἐνιοτε
τυ γενος , ἀλλοτριος ὠν του Περσων αἱματος ἐπιξενωθεις ἡμιν ἀπελαυσε της προς ἁπαντας χρηστοτητος , ἐπι τοσουτον ὡς πατερα
9999838 λουτρῳ
ἀνεϲαϲ , α χυλῳ πτιϲϲανηϲ χρω . χρη ἐν τῳ λουτρῳ ἐμβαλλειν το ϲμηγμα τῳ βρεγματι , προδιαϲτειλαντι ταϲ τριχαϲ
σπερματος # α , μελιτος # β . διδου ἐν λουτρῳ ἠ προ λουτρου δι ' οἰνομελιτος ἠ χρυσαττικου κυαμου
9999837 ἀλευρῳ
τῳ γαλακτι ἀπεφθῳ ϲυμμετρωϲ καθαιρειν , εἰτα ϲπογγῳ πυριαϲαντα καταπλαϲϲειν ἀλευρῳ ὀροβινῳ ἠ πυρινῳ ἐν μελικρατῳ ἑφθῳ , ἐνιοτε και
τῳ μελικρατῳ , και ἐπειδαν διαλυθῃ , ἑψειται ὁμου τῳ ἀλευρῳ . αὑτη ἡ κατασκευη ἀνυσιμωτερα ἐστι προς ἀμφω ,
9999837 ἐδεισε
ὀρεσιν ἠλατο , και ἀνδρι ὑλουργῳ περιτυγχανει : ὁ δε ἐδεισε και ἀφιησι τον πελεκυν , το δε θηριον ὁ
Ἠλασεν οὑτος και κατ ' Ἰστρου , και ποταμον οὐκ ἐδεισε βαρβαρον κρυσταλλῳ πεδια μιμουμενον . . . Ἐπει δε
9999837 διῃρησθω
ὡς ἀφ ' ἑνος τετραγωνῳ . Ἀριθμος γαρ ὁ αβ διῃρησθω εἰς δυο ἀριθμους τους αγ , γβ . λεγω
του σπερματος ὀντων των καυλων . Ταυτα μεν οὐν ταυτῃ διῃρησθω . των δε ἀρτι εἰρημενων μερων πειρατεον ἑκαστον εἰπειν
9999837 ἀμιγες
την θαλατταν κατα μεν την πρωτην ἐκβολην σωζουσιν το ῥευμα ἀμιγες ἀλλῃ φυσει πικροτερᾳ , και τοις ναυταις θαλαττιοις προσπλευσασιν
κρειττον , ὁτι το μεν ληθῃ κεκραται , το δε ἀμιγες και ἀκρατον ἐξ ἀρχης ἀχρι τελους διαμενει . Και
9999837 συγκοπῃ
δε ἐπροθυμουντο . . ΜΕΓΑΣ ΤΡΙΠΟΣ ΕΝΤΟΣ ΑΓΩΝΟΣ . Τριπος συγκοπῃ Αἰολικῃ του υ : ἐστι δε τριπους κρατηρ μεγας
ἀπεχθηρω . . . . ἀπειλητην : ἀπειλω ἠπειλησατην και συγκοπῃ της σα συλλαβης ἀπειλητην . ἠ ἀπο του ἀπειλω
9999836 ἡμιφωνα
ἑαυτα φωνειται και μεθ ' ἑτερων και ἐστιν αὐτοτελη : ἡμιφωνα δ ' ὁσα μετα μεν φωνηεντων αὐτα ἑαυτων κρειττον
το θ : οὐδενος δε πεφυκε προταττεσθαι των ἀφωνων τα ἡμιφωνα . τουτοις ἐπιφερεται τριτον κωλον τουτι πολυβατον οἱ τ
9999836 χωριῳ
ἀρ ' ἐν Πισᾳ ἐλσαις ὁλον τε στρατον : ἐν χωριῳ τινι χωριζομενῳ της Ὀλυμπιας κατα την των γεωγραφων βουλην
μιαν ἐν τῳ μεταξυ του τε Καπιτωλιου και του Παλατιου χωριῳ , συμπεπολισμενων ἠδη των λοφων ἑνι περιβολῳ και μεσης

Back