ἀτμὸν ἔνθεον , αὐτόθεν ἐγκύμονα τῆς δαιμονίου καθισταμένην δυνάμεως παραυτίκα χρησμῳδεῖν κατ ' ἐπίπνοιαν : οὕτως ἀπὸ τῆς τῶν ἀρχαίων
ἔχῃ τὸ κτῆμα , ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν . ἅτε οὖν οὐ τέχνῃ ποιοῦντες καὶ πολλὰ λέγοντες
6023516 χρησμῳδιας
τὸ τέλος τῷ πρώτῳ λόγῳ , πῶς ἔσχε τὰ τῆς χρησμῳδίας τῆς περὶ τῶν ἐτῶν καὶ πῶς ἅπαντα ἀπέβη ;
: τί εἰκὸς συμβουλεῦσαι ἂν τὸν ἄνδρα τοῦτον καταδεέστερον τῆς χρησμῳδίας τοῦ θεοῦ ; Ἐγὼ μὲν οἶμαι , οὐδὲ αἰνίγματος
6007697 κιθαρισαι
κυμβάλων καὶ τυμπάνων καὶ τῶν ὀργιαζόντων : καὶ Ἀπόλλωνα μὲν κιθαρίσαι , τὰς δὲ Μούσας αὐλῆσαι , τοὺς δ '
ἐλπίδος ἐμπλήσας τοὺς θεατάς , ἐπειδή ποτε καὶ ᾆσαι καὶ κιθαρίσαι πάντως ἔδει , ἀνακρούεται μὲν ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον
5965306 περδικι
αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω θαυμαστόν : πέρδικι δὲ μετεῖναι αἰδοῦς ὑπέρσεμνον τοῦτο ἐκ τῆς φύσεως τὸ
σύνθετα ὁμοίως τοῖς ἁπλοῖς κλίνεται , καλλίτριχος ὁμήλικος . τῷ πέρδικι , τὸν πέρδικα , ὦ πέρδιξ . Δυϊκά .
5938815 πανσοφος
προ [ ] ἐπὶ τοῦ τραχὺ ἀκούει . τὸ δὲ πάνσοφος ἡ εἰωθυῖά ἐστι τοῦ Σωκράτους εἰρωνεία : τὸ γὰρ
ἀγχιστεύει . οὔκουν δεοίμην ἂν εὔχεσθαι ἔτι , καθάπερ ὁ πάνσοφος Πλάτων , ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ γένους τοῦ ἀνθρωπίνου ,
5927166 ἀκκιπησιον
τὰ δεῖπνα περιφερομένῳ ἐστεφανωμένων καὶ τῶν φερόντων αὐτὸν καλούμενόν τε ἀκκιπήσιον . ἀλλ ' οὗτος μὲν μικρὸς καὶ μακρορυγχότερός ἐστι
τῆς Ἀπικίου τρυφῆς τὸν ἔλοπα καλούμενον τοῦτόν φησιν εἶναι τὸν ἀκκιπήσιον . ἀλλ ' ὅ γε Ἀρχέστρατος περὶ τοῦ Ῥοδιακοῦ
5860158 οἰνοχοῳ
κρέα . Σάκᾳ δέ , φάναι τὸν Ἀστυάγην , τῷ οἰνοχόῳ , ὃν ἐγὼ μάλιστα τιμῶ , οὐδὲν δίδως ;
. τοῦτον ἐγὼ κρίνω μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν ζωροτέρῳ χρώμενον οἰνοχόῳ . ἀσκοπυτίνην τινὰ δίψους ἀρωγόν ἐπὶ χρήμασιν δ '
5842270 ἐλοπα
ἀφύαις τὰς Αἰνάτιδας καλουμένας ἀφύας , τῷ δὲ γλαυκίσκῳ τὸν ἔλοπα καὶ τὸν ὄρφον ἀντιπαρατιθεῖσα , πρὸς δὲ τὰς Ἐλευσινιακὰς
καὶ συναγελαζόμενον . Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Μούσαις τὸν μὲν ἔλοπα καταριθμεῖται , τὸν δὲ κάλλιχθυν ἢ καλλιώνυμον ὡς τὸν
5841371 προσερχομενων
, καὶ πολλάκις ἰχθύων εὐερμίᾳ περιτυγχάνει τῇ τῆς ἐπιθυμίας ὁρμῇ προσερχομένων . δεῖ δὲ τῷ πρώτῳ θηρατῇ τὴν αἱρεθεῖσαν ὡραίαν
εἴρηκε διὰ τὸ τραχὺ καὶ ξύειν αὐτοῦ τὰς σάρκας τῶν προσερχομένων . κρεαγρέπτους * τὰς κρεαγρεπτούσας , * τραχείας ,
5838603 ἐπαιζε
δὲ πάλιν ἠγάγετο , ἀναφέρουσαν τὸ γένος ἐς Κόμοδον . ἔπαιζε δὲ γάμους οὐ μόνον ἀνθρωπείους , ἀλλὰ καὶ τῷ
' οὐχ ὑπὸ ἀγνοίας ἀλλ ' ὑπὸ τρυφῆς καὶ πονηρίας ἔπαιζε , βαβαὶ οἷα τὰ θεῖα παίγνιά ἐστιν . Εἰ
5827308 Σιληνον
ἀνα - μνήσομαι οἷσιν ἐγένετο , Βίωνι ὃς κατέκειτο παρὰ Σιληνὸν , Κρατίῃ τῇ παρὰ Ξενοφάνεος , Ἀρέτωνος παιδὶ ,
Φορμίωνατὰ χρέα ὁπόσοις ὤφειλε διαλύουσιν . ἐνταῦθα Ἀθηνᾶ πεποίηται τὸν Σιληνὸν Μαρσύαν παίουσα , ὅτι δὴ τοὺς αὐλοὺς ἀνέλοιτο ,
5803108 συστησω
' ἦν φρονηματίας ὥστ ' ἐρομένου τινός , ” τίνι συστήσω τὸν υἱόν ; “ , εἰπεῖν , ” ἐμοί
ἦ αὐτοὶ ταύτας ἐπαίδευσαν ; Οὐδὲν οἷον τὸ ἐπισκοπεῖσθαι . συστήσω δέ σοι ἐγὼ καὶ Ἀσπασίαν , ἣ ἐπιστημονέστερον ἐμοῦ
5793735 βωμολοχον
λείπει τὰ κρέα . Γ θυμέ ] ψυχή . Γ βωμολόχον ] πανοῦργον , λῃστρικόν . Γ ἔξευρέ τι ]
Φιλόχορος β Ἀτθίδος οὐ γὰρ , ὥσπερ ἔνιοι λέγουσιν , βωμολόχον τινὰ καὶ κόβαλον γίνεσθαι νομιστέον τὸν Διόνυσον . .
5778152 Σμινθιον
ἔνθεν τοι καὶ τὸν Ἀπόλλω τὸν παρ ' αὐτοῖς τιμώμενον Σμίνθιον καλοῦσί φασιν . ἔτι γὰρ καὶ τοὺς Αἰολέας καὶ
τοῦ στρατοπέδου , πάσας ἤδη φωνὰς ἠφίει τὸν Ἀπόλλωνα καλῶν Σμίνθιον , Τενέδιον , Χρύσιον , Καλλίτοξον , πάντα ὀνομάζων
5773768 Ἀσπασιως
, ὁ ζῶν . καὶ ἀλίβας ὁ νεκρὸς εἴρηται . Ἀσπασίως , σπῶ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι
ἅμ ' ἄμφω δάκρυ κατὰ βλεφάροιιν ἐλείβετο ἡδὺ γοώντων . Ἀσπασίως δ ' ἄρα τώ γε παρ ' ἀλλήλοισι κλιθέντε
5765354 κιθαριζοντι
[ νοῦ ] τοῦ ὄντος ; Ὅμοιος γὰρ ὁ λογιζόμενος κιθαρίζοντι εἰς κιθάρισιν καὶ μελετῶντι εἰς ἕξιν καὶ ὅλως τῷ
ἐστι τὸ ἴον . σύντροπον , κοινόν . κτῆμα : κιθαρίζοντι γὰρ τῷ Ἀπόλλωνι αἱ Μοῦσαι χορεύουσιν . . Τὸ
5758310 κιθαριζοντα
ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ὅπερ φασὶν εἰρηκέναι τὸν Κύκλωπα κιθαρίζοντα τὴν Γαλάτειαν : εἰσάγει γὰρ ὁ Φιλόξενος ἐν τῷ
ἔχει ὅτε οὐ κιθαρίζει τότε κιθαρίζειν , ὡς ἅμα εἶναι κιθαρίζοντα καὶ μὴ κιθαρίζοντα . ἀλλὰ φανερὸν ὅτι οὐ καλῶς
5738398 ἐκπιοντι
τῇ τῶν Χοῶν ἑορτῇ ἆθλον θέντος στέφανον χρυσοῦν τῷ πρώτῳ ἐκπιόντι χοᾶ πρῶτος ἐξέπιε Ξενοκράτης ὁ φιλόσοφος καὶ λαβὼν τὸν
χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις . καὶ Σοφοκλῆς Πανδώρᾳ : καὶ πλῆρες ἐκπιόντι χρύσεον κέρας τρίψει γέμοντα μαλθακῆς ὑπ ' ὠλένης .
5735291 καλλωπισμος
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ]
5725144 διεξιουσι
ποικιλώτατοι θῶμα μυρίον παρείχοντο ἐξ αὐλῆς τε ἐς τὰ οἰκήματα διεξιοῦσι καὶ ἐκ τῶν οἰκημάτων ἐς παστάδας , ἐς στέγας
ἔπειτα ᾄδεται λογοποιοῖς καὶ ποιηταῖς , ὁποῖός τις ἦν , διεξιοῦσι τὸν ἐπ ' αὐτῷ γενόμενον ὕμνον . Τὸν δὲ
5721920 Ἀπικιου
τὴν Ῥωμαικὴν ἱστορίαν ἐκδεδωκότι τῇ Ἑλλήνων φωνῇ . περὶ δὲ Ἀπικίου τοῦ καὶ αὐτοῦ ἐπὶ ἀσωτίᾳ διαβοήτου ἐν τοῖς πρώτοις
, . . . Ἀπίκια : εἴδη πλακούντων : ἀπὸ Ἀπικίου τινὸς Ῥωμαίου εὐτρυφήτου ἐπινοήσαντος , . , . *
5710254 Ναρκισσος
δὲ αὐτὸν ἦσαν Ὑάκινθός τε ὁ Λακεδαιμόνιος καὶ ὁ Θεσπιεὺς Νάρκισσος καὶ Ὕλας καὶ ἄλλοι καλοί . καί μοι ἐδόκει
τε καὶ διαυγοῦς ὕδατος , εἱστήκει δὲ ἐπ ' αὐτῇ Νάρκισσος ἐκ λίθου πεποιημένος . παῖς ἦν , μᾶλλον δὲ
5703888 Πλουτωνι
ἐλάσαντα σωθήσεσθαι : καὶ γάρ φασι τὸ ζῷον ἀνακεῖσθαι τῷ Πλούτωνι . γυναικὶ δὲ οὐδαμῶς ἀγαθός ἐστιν ὁρώμενος οὔτε προσιὼν
ἀλλὰ καὶ τῷ τριττῷ Διὶ , Διὶ , Ποσειδῶνι , Πλούτωνι , καὶ ἔτι αὐτῷ τῷ ἐξῃρημένῳ ἑνὶ Διί .
5687596 Ἐνδυμιωνα
ἱστορία παρὰ Φερεκύδῃ . . . , , : Τὸν Ἐνδυμίωνα Ἡσίοδος μὲν Ἀεθλίου τοῦ Διὸς καὶ Καλίκης παῖδα λέγει
' ἄκοιτιν : ἣ ? [ δ ' ἔτεκ ' Ἐνδυμίωνα ] φίλον ? ? ? μακάρεσσι θεοῖσι : [
5680873 Θεσπιδος
ὅθεν τοῦτο καὶ ἐπεφώνησαν . καὶ Χαμαιλέων ἐν τῷ περὶ Θέσπιδος τὰ παραπλήσια ἱστορεῖ . : Αἰσχύλος δέ φησιν :
δ ' Ἀριστόξενος ὁ μουσικὸς καὶ τραγῳδίας αὐτὸν ποιεῖν καὶ Θέσπιδος αὐτὰς ἐπιγράφειν . Χαμαιλέων τε τὰ παρ ' ἑαυτῷ
5678469 κρουομενη
καὶ ἅμα ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ἡ γὰρ κιθάρα κρουομένη τοιοῦτον μέλος ποιεῖ , θρεττανελὸ θρεττανελό . τινὲς ἀγροικικὴν
παρὰ τὰς προπόσεις μινυρίσματα , καὶ ἡ τοῖς ἐλεφαντίνοις δακτύλοις κρουομένη λύρα ἔρρει . κεῖται δὲ ἡ πάσαις μέλουσα Χάρισι
5672956 κυριευσιν
. ἄλλα ὠφέλιμον . Ὤμου τὸ μέσον ἁλλόμενον πολλῶν ἀγαθῶν κυρίευσιν καὶ δούλῳ δηλοῖ καὶ ἐλευθέρῳ . Ὠμοπλάτης εὐώνυμος ἁλλόμενος
τὸν μέσον κυρίευσιν τινῶν πραγμάτων σημαίνει . Δάκτυλος ὁ μέγας κυρίευσιν χρημάτων δηλοῖ . Περὶ τὴν εὐώνυμον χεῖρα : Δάκτυλος
5671003 στραγγευεσθαι
γὰρ τὸ ἐπικάμπτεσθαι τῷ σώματι , κυπτάζειν δέ ἐστι τὸ στραγγεύεσθαι . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις χώρει , τί κυπτάζεις ἔχων
μὲν λέγεται τὸ ἐπικάμπτεσθαι τῷ σώματι : κυπτάζειν δὲ τὸ στραγγεύεσθαι . κωμῳδὸς καὶ τραγῳδὸς λέγεται ὁ χορευτὴς καὶ ὁ
5669795 Ἀορνῳ
θάλατταν . ἐμύθευον δ ' οἱ πρὸ ἡμῶν ἐν τῷ Ἀόρνῳ τὰ περὶ τὴν νέκυιαν τὴν Ὁμηρικήν : καὶ δὴ
Βεσβίῳ Πυριφλεγέθοντα καὶ Ἀχερουσίαν λίμνην καὶ νεκυομαντεῖον τὸ ἐν τῷ Ἀόρνῳ καὶ Βάιον καὶ Μισηνὸν τῶν Ὀδυσσέως ἑταίρων τινάς ;
5652246 Ἀγροικῳ
τ . πέμπειν : τὸ πομπεύειν . Μένανδρος Ὑποβολιμαίῳ ἢ Ἀγροίκῳ : Μικρὰ Παναθήναι ' ἐπειδὴ δι ' ἀγορᾶς πέμποντά
ὑποτρίψας τι μέρος πνῖξον καθαρύλλως . Ἀντιφάνης δ ' ἐν Ἀγροίκῳ : καὶ πρῶτα μὲν αἴρω ποθεινὴν μᾶζαν , ἣν
5647157 τιμωμενου
ταῦρον τελευτήσαντα καὶ ταριχευθέντα εἰς σορὸν ἀποτίθεσθαι τῷ ναῷ τοῦ τιμωμένου δαίμονος , κἀντεῦθεν Σορόαπιν κληθῆναι καὶ Σάραπιν συνηθείᾳ τινὶ
' Αἴγυπτον πόλεσιν ἱερὸν θεοῦ τοῦ μάλιστα παρ ' ἑκάστοις τιμωμένου . πρὸς δὲ τὰς ἐργασίας τῶν μὲν Αἰγυπτίων οὐδένα
5639673 Μεμνημαι
ἀναγκαῖα λέγειν διανοῇ , γυμνάσια καὶ διαπονήσεις τῶν σωμάτων . Μέμνημαι γάρ , ὦ γενναῖε , τῶν ἀπ ' ἀρχῆς
εἰς ἓν ἔθνος ἀποβλέποντες ἐν αὐτῇ τοῦτο εὔδαιμον πλάττοιμεν ; Μέμνημαι , ἔφη . Τί οὖν ; νῦν ἡμῖν ὁ
5635991 ζηλωτην
, ὡς ἐγώ ποτέ σου ἤκουον μεγαλαυχουμένου πολλὴν σοφίαν καὶ ζηλωτὴν σαυτοῦ διεξιόντος ἐν ἀγορᾶι ἐπὶ ταῖς τραπέζαις . ἔφησθα
, μὴ εἶναι ἀξιόπιστον . Ὁ δὲ Θεόφραστος Παρμενίδου φησὶ ζηλωτὴν αὐτὸν γενέσθαι καὶ μιμητὴν ἐν τοῖς ποιήμασι : καὶ
5629025 Ὠγυγος
σὺν αὐτῷ θεοὺς λεγομένους , ἔνθα φησίν , ” Καὶ Ὤγυγος ἡττηθεὶς ἔφυγεν εἰς Ταρτησσόν , τότε μὲν τῆς χώρας
ἐνόπλους , ἐξ ὧν εἰσιν οἱ Θηβαῖοι . ὁ δὲ Ὤγυγος υἱὸς ἦν Ποσειδῶνος καὶ Ἀλίστρας . Λύκος δὲ ἐν
5618269 Κοροπαιος
πολίτης Κορωπαῖος . Νίκανδρος ἐν Θηριακοῖς ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντείας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν . οἱ δὲ ὑπομνηματίσαντες αὐτὸν
, μάντιν ἐνὶ ζωοῖσι γεράσμιον , ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν : μὶξ δὲ κονυζῆεν φυτὸν
5614861 κοσμιῳ
. πᾶσα γὰρ ἀσέβεια φιλεῖ γίγνεσθαι ἐὰν μή τις τῷ κοσμίῳ Ἔρωτι χαρίζηται μηδὲ τιμᾷ τε αὐτὸν καὶ πρεσβεύῃ ἐν
, οἱ δέ , ὥσπερ Ἑλλανοδίκαι τῷ πρεσβυτάτῳ , εἵποντο κοσμίῳ ἅμα καὶ σχολαίῳ βαδίσματι . ἐπεὶ δ ' ἐκάθισαν
5598141 Πριηνεις
τὸν ἀπόγονον Πηνέλεω καὶ Αἴπυτον Νειλέως παῖδα ἔσχον οἰκιστάς . Πριηνεῖς μὲν δὴ ὑπὸ Ταβούτου τε τοῦ Πέρσου καὶ ὕστερον
: οἰκισταὶ δὲ Μυοῦντος μὲν Κυάρητος ἐγένετο ὁ Κόδρου , Πριηνεῖς δὲ Ἴωσιν ἀναμεμιγμένοι Θηβαῖοι Φιλώταν τε τὸν ἀπόγονον Πηνέλεω
5597485 μιγεισης
ἡ ἀπούρησις ἂν τῷ πεπονθότι , καὶ τραγακάνθης τῷ πάσματι μιγείσης . Σπουδαίως δὲ τῇ ἑλκώσει βοηθεῖ καὶ τοῦ ὀρθοῦ
θέρμων πικρῶν τὸ ἄλευρον ἑψηθὲν μετὰ μέλιτος , ὀλίγης ἀσβέστου μιγείσης , καταπλασσόμενον . Κοινὴ θεραπεία ὀζαινῶν καὶ πολύπων ξηρᾶναι
5595727 τερατωδεις
Τιτυόν . ἀλλ ' ἐροῦμεν , ὅτι οἱ ποιηταὶ τοὺς τερατώδεις κατὰ τὸ σῶμα Γῆς εἶναί φασιν . οὕτω γὰρ
Κυζίκου μήτηρ . τούς : τοὺς Δολίονας . ἔκπαγλοι : τερατώδεις . προὔτυψεν : ὥρμησεν , ἐπέλασεν . λιμὴν ὑπέδεκτο
5595705 κεχαρισαι
ἄκων περιφορὰν τῶν νεκρῶν ὡς τὸν νεκρόν . Σφόδρα μοι κεχάρισαι , Σιμία , νὴ τοὺς θεοὺς ταυτὶ προείπας :
μου καὶ οὐκ ἐγκαταλιποῦσα τὴν ἐρημίαν αὐτῆς ἔμοιγε πασῶν ἡδίστην κεχάρισαι δωρεάν . μετὰ ταῦτα τῶν παιδίων ἑκάτερον προσαγόμενος καὶ
5594205 ἀρχαιοτατον
πᾶν τὸ ἀρχαῖον ὠγύγιόν φασι διὰ τὸ πολὺ αὐτὸν γενέσθαι ἀρχαιότατον . σπαρτὸς δὲ λεὼς οἱ Θηβαῖοι : Κάδμου γὰρ
ἀνήκει μόνων . ποιηθῆναι δὲ τὸν ναὸν τῷ Ἀπόλλωνι τὸ ἀρχαιότατον δάφνης φασί , κομισθῆναι δὲ τοὺς κλάδους ἀπὸ τῆς
5593197 ἐπιγελαν
τὸν δὲ πότον ἦν συμπαρειληφώς τινας ἐκ τῆς πόλεως τῶν ἐπιγελᾶν εἰθισμένων ἅπαντα τοῖς τρέφουσιν αἰεὶ πρὸς χάριν . βουλόμενος
κρειττόνων , δεσπότας , οὐ συγγενεῖς κτήσηι . . μὴ ἐπιγελᾶν τῶι σκώπτοντι : ἀπεχθὴς γὰρ ἔσηι τοῖς σκωπτομένοις .
5588785 ἱκετευοντα
δὲ παρὰ Προμηθέα καὶ ὀφθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ , οἰκτείρει ἱκετεύοντα καὶ κτείνει τὸν ἀετόν , ὃς αὐτοῦ τὸ ἧπαρ
γενόμενον καὶ μὴ δυνάμενον τὴν γλῶτταν κινῆσαι , νεύμασι δὲ ἱκετεύοντα συνεπιλαβέσθαι αὐτῷ , αὐτοῦ που μένειν τοῦτον παρεκελεύσατο τέσσαρσι
5588543 Σιμια
τῶν νεκρῶν ὡς τὸν νεκρόν . Σφόδρα μοι κεχάρισαι , Σιμία , νὴ τοὺς θεοὺς ταυτὶ προείπας : τὸν μάγειρον
ἔφης ἔχοντα πεῖραν ἥκειν πολυτελῶν πολλῶν τε δείπνων ἐπιλαθέσθαι , Σιμία , πάντων ποιήσω , θρῖον ἂν δείξω μόνον παραθῶ
5587638 μαστῳ
γε τῆς μὲν μητρὸς οὕτως εἴχετο ὥσπερ οἱ πρὸς τῷ μαστῷ παῖδες , τὸν δὲ ἀδελφὸν ὡς παῖδα ἠσπάζετο ,
τῶν Ἠλείων τοὺς στρατηγούς , νήπιον παῖδα ἔχουσαν ἐπὶ τῷ μαστῷ , λέγειν ὡς τέκοι μὲν αὐτὴ τὸν παῖδα ,
5586492 νηφουσαν
καιρίαν : μὴ φρονοῦσαν ὡς θάνῃς : παραφρονοῦσαν , μὴ νήφουσαν . προσυπακουστέον τὸ καλῶς ἂν ἔχοι : ἄλλως :
σπάσας εἱστιάθη καὶ διετέλεσε μεθύων τὴν μετ ' ὀρθότητος λόγου νήφουσαν μέθην . οὗτός ἐστιν ὃν Ἰσαὰκ ὠνόμασαν οἱ χρησμοί
5585551 σολοικιζοντα
Οἰνώπαν , ὃς καὶ Κύκλωπα εἰσήγαγε τερετίζοντα καὶ ναυαγὸν Ὀδυσσέα σολοικίζοντα , ὁ αὐτός φησι . . : Ἀριστόξενος δέ
ψόφοι , ὦ Παρθενί . Ἆρά γε ὁ γνῶναι τὸν σολοικίζοντα δεινὸς οὗτος καὶ φυλάξασθαι μὴ σολοικίσαι δυνατός ; Ἐμοὶ
5579000 Δυσκολος
σὺ κρείττω πυρέττειν , ἰδοὺ κλίνη : ἀναπεσὼν πύρεττε . Δύσκολος ἀστρολόγος παιδὸς νοσεροῦ γένεσιν λέγων , πολυχρόνιον αὐτὸν τῇ
Οὕτω μου ἐκχυθῇ τὸ αἷμα , ἐὰν εἴπω ὑμῖν . Δύσκολος μέλιτος κεράμιον ἀγοράσας συνεχῶς ἠρωτᾶτο , πόσου ἠγόρασε .
5576802 ἀπομνημονευουσιν
πειρῶνται , τῶν τοιούτων δέ , τῶν δοκούντων μυθικῶν , ἀπομνημονεύουσιν ὡς οὐδὲν ἀπιστοῦντες ὅ τι ἂν εἰς τὸ θεῖον
πολιτείᾳ Ζάλευκον τὸν Λοκρὸν παρὰ τῆς Ἀθηνᾶς τοὺς νόμους λαμβάνειν ἀπομνημονεύουσιν . . : περὶ γὰρ τῆς Ὁμήρου ποιήσεως γένους
5575234 ἀλεξικακον
περικεκαυμένος στάχυς . Ἐφέσια γράμματα : φωναὶ φυσικὸν ἐμπεριέχουσαι νοῦν ἀλεξίκακον , ἃς καὶ Κροῖσος ἐπὶ πυρᾶς εἶπεν . [
ἐνεόφρων . οἶνος γὰρ πυρὶ ἶσον ἐπιχθονίοισιν ὄνειαρ ἐσθλόν , ἀλεξίκακον , πάσης συνοπηδὸν ἀοιδῆς . ἐν μὲν γὰρ θαλίης
5566202 ὡραιοτατον
, ἐτόλμησε τὸν Ἀλκιβιάδου υἱὸν φιλῆσαι , ὄντα εὐπροσωπότατον καὶ ὡραιότατον ; Ἀλλ ' εἰ μέντοι , ἔφη ὁ Ξενοφῶν
ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεύς , ταώνων ἰδεῖν μέγιστόν τε καὶ ὡραιότατον , οὐκ ἀξιοῖ σὺν τοῖς ἀγελαίοις τρέφειν , ὡς
5564349 Λυπης
Λίθοις τὸν Ἥλιον βάλλει : ἐπὶ τῶν διακενῶς κοπιώντων . Λύπης δὲ πάσης γίνετ ' ἰατρὸς χρόνος : . Διφίλου
αὐτῷ ἡ χαλᾷ φωνή . * : ἐμοὶ λέγειν : Λύπης γάρ εἰσι ταῦτα αἴτια ἐμοί : σοὶ δὲ τῷ
5560104 στασω
ταὶ δὲ τραγεῖαι : ἤγουν τὰ δέρματα τῶν ἐρίφων . στασῶ δὲ κρατῆρα : . . . παρόσον ἔλαιον ἐκτίθησι
ταὶ παρὰ τὶν ὄσδοντι κακώτερον ἢ τύ περ ὄσδεις . στασῶ δὲ κρατῆρα μέγαν λευκοῖο γάλακτος ταῖς Νύμφαις , στασῶ
5559841 Εἰλειθυιας
Διός , Ἡλίου , Ἑρμοῦ , Ἀπόλλωνος , Πανός , Εἰλειθυίας , ἄλλων πλειόνων . τὸν δ ' ἀέρα προσαγορεῦσαί
πολιορκῶν οὐδὲν ἀνύσει διὰ τὸ ἐπικοινωνεῖν τῷ Αἰγοκέρωτι τὸ τῆς Εἰλειθυίας ζῴδιον ἀκέφαλον ὄν , ἐν δὲ ταῖς τελευταίαις ὥραις
5558901 αὐχημα
. ποιηταῖς . Οἶον ἀποιχομένων ] οἶον καὶ μόνον τὸ αὔχημα τῆς δόξης , ἤτοι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ ἔπαινος
πατέρων . . . : μετέρχεται ἐπὶ τὸ δίκαιον κεφάλαιον αὔχημα : τὸ φρόνημα αὔχημα ἐκάλεσεν ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς :
5557281 Ἐφορωι
καὶ λογογράφων . ὁ δ ' ἵνα μὴ δόξηι κατακολουθεῖν Ἐφόρωι . . . . . . , : ,
λογογράφων . ὁ δ ' ἵνα μὴ δόξηι ταὐτὰ λέγειν Ἐφόρωι , πρὸς τῶι κατεψεῦσθαι ἐκείνου καὶ τῶν λοιπῶν †
5554066 Ἰαλεμου
φρουρὰν τοῦ σώματος κατὰ τὸν ὁρῶντα τῶν ὀφθαλμῶν λαμβάνοντες . Ἰαλέμου ψυχρότερος : Ἰάλεμον τὸν θρῆνον φασί . λέγουσι δὲ
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γυμνότερος Ἰαλέμου : ἐπίῤῥημα θρήνου . Τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν οἰκτρῶν
5553993 πολυχρηματον
, καὶ τὸ ἐμπόριον οὐ παντελῶς ἄπωθεν ἦν μέγα καὶ πολυχρήματον , ἡ Δῆλος , δυναμένη μυριάδας ἀνδραπόδων αὐθημερὸν καὶ
παιδία μεθῆκεν ἀπαθεῖς ἀπιέναι . καὶ τὴν πόλιν διήρπαζε , πολυχρήματον ἐν τοῖς μάλιστα τότε οὖσαν . Ὧδε μὲν δὴ
5549727 θεατρικον
* . ταύτας δὴ τὰς ἐπιτιμήσεις ἀπολύσασθαι βουλόμενος ἐχούσας τι θεατρικὸν καὶ τῶν πολλῶν ἀγωγόν , περὶ μὲν ἐμαυτοῦ τοσοῦτον
καὶ τὰ ἐπίθετα καλλωπισμοῦ χάριν κεῖται : τὸ γὰρ οὔτε θεατρικὸν * * ἀλλ ' ἀναγκαῖον τῆς λέξεως σχῆμα τοιοῦτ
5544162 Οἰνοπιωνος
† κάλλος ἔχει Μίλητός τε Χίος τ ' ἔναλος πόλις Οἰνοπίωνος . Τυρσηνὴ δὲ κρατεῖ χρυσότυπος φιάλη , καὶ πᾶς
. ἀφίκοντο δὲ καὶ Κᾶρες ἐς τὴν νῆσον ἐπὶ τῆς Οἰνοπίωνος βασιλείας καὶ Ἄβαντες ἐξ Εὐβοίας . Οἰνοπίωνος δὲ καὶ
5544055 κεχαρισμενως
κοινὸν λόγον : ὅπως τὸν ὕμνον ἀποτίσωμεν προσφιλῶς τε καὶ κεχαρισμένως τῷ ἐγκωμιαζομένῳ . φίλαν ἐς χάριν : εἰς χάριν
Ζῶν τε γὰρ ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ συνὼν αὐτῷ , κεχαρισμένως ἐκείνῳ καὶ καθ ' ὑπηρεσίαν ἀνέγραφε , μόνων ἁπτόμενος
5543287 Φαλακρος
. Φαέθοντα τόκον : ἐπιφανῆ καὶ καταπληκτικὸν τὴν πρόσοψιν . Φαλακρὸς κτένα , Εὐνοῦχος παλλακήν , Κωφὸς αὐλητήν , Κάτοπρον
Φαλάριδος ἀρχή : ἐπὶ τῶν ὠμῶς τῇ ἀδικίᾳ χρωμένων . Φαλακρὸς κτένα : ἐπὶ τῶν εἰς μηδέν τι συντελούντων :
5542168 καταλελειπται
πρὸς τὴν γῆν ἡ νομή : μικρόν μοί σου μέρος καταλέλειπται ἐν ὄψει τοῦ μείζονος : αὕτη δὲ ἐν ὀλίγῳ
ὀρθαῖν τούτων ἑκάτερον . ἀφῃρημένης οὖν τῆς ὑπὸ ΓΑΔ ὀρθὴ καταλέλειπται ἡ ὑπὸ ΓΑΒ , ἡμίσεια τῶν δύο ὑπάρχουσα ,
5536912 γωνοειδη
δὲ καὶ ἄκολλα διὰ τὸ μηδὲν ἔχειν σκαληνὲς , ἀλλὰ γωνοειδῆ τε εἶναι καὶ πολυκαμπῆ . Ταῦτα μὲν εἰ κωλύει
καὶ λεπτὸν καὶ γωνοειδῆ καὶ καμπύλον . ἁλμυρὸν δὲ τὸν γωνοειδῆ καὶ εὐμεγέθη καὶ σκολιὸν καὶ ἰσοσκελῆ . πικρὸν δὲ
5534025 θεραπευταις
τὸν Κῦρον λαβόντα τῶν κρεῶν διαδιδόναι τοῖς ἀμφὶ τὸν πάππον θεραπευταῖς , ἐπιλέγοντα ἑκάστῳ : Σοὶ μὲν τοῦτο ὅτι προθύμως
καὶ ἓν κάλλος διωκτὸν εἶναι , ἀλλὰ τοῖς μὲν Ἄρεος θεραπευταῖς Ἀρεϊκόν τε καὶ φιλοπόλεμον , τοῖς δὲ Ἀπόλλωνος θιασώταις
5532157 ἀριστευσαντα
νυκτὸς ὅλης ἐφ ' ἑνὸς σχήματος αὐτόν φασι , καὶ ἀριστεύσαντα αὐτόθι παραχωρῆσαι Ἀλκιβιάδῃ τοῦ ἀριστείου : οὗ καὶ ἐρασθῆναί
οἱ τῶν Σκυθῶν λογάδες διὰ τὸ ἐπὶ πλείστοις διατίθεσθαι . ἀριστεύσαντα δὲ ἐν ταῖς ὕστερον πρὸς Ῥωμαίους μάχαις καὶ τὸ
5531357 Νομιζουσι
σφι ἐδέδοκτο ἐκ τοῦ φανεροῦ τοῖσι Πέρσῃσι πολεμίους εἶναι . Νομίζουσι δὲ ταῦτα καὶ διαβεβλημένοισι ἐς τοὺς Πέρσας ἐν τούτῳ
ἐνύδριες ἐν τῷ ποταμῷ , τὰς ἱρὰς ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι
5529935 ἐμπολαιον
παντὶ δήλη , ὅστις Ἑρμῆν καλεῖ λόγιον καὶ ἀγοραῖον καὶ ἐμπολαῖον : ἐναγωνίῳ δὲ καὶ ἀντὶ χορηγοῦ καθέστηκεν . Ὅμηρος
: καταχρηστικῶς δὲ πᾶς πωλῶν κάπηλος λέγεται . ἀλλ ' ἐμπολαῖον : Ποιήσατε πράτην . . πραγματευτήν . . πραγματευτικόν
5528332 κριθεντι
νικῆσαι . Τοῦ μέντοι ἄθλου ἐκστῆναι τῷ μετ ' αὐτὸν κριθέντι Καλαμόδρυϊ τῷ Κυζικηνῷ ἀθλητῇ . : Μιθριδάτου δ '
ἐπὶ τῆς δικαιοδοσίας , ἀφ ' ἧς οὐκ ἦν τῷ κριθέντι ἀναβολὴ τῆς δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα . οὐ μέντοι
5527822 κραναας
εἰκὸς δή που πρῶτον ἁπάντων ἴφυα : φῦναι καὶ τὰς κραναὰς ἀκαλήφας . στίλβη θ ' ἣ κατὰ νύκτα μοι
κνίδας Εὔπολις ἀκαλήφας ὀνομάζει καὶ Ἀριστοφάνης , ὃ μὲν εἰπὼν κραναὰς ἀκαλήφας , ὃ δὲ ἀκαλήφαις ἐστεφάνωσθαι . Δίφιλος δὲ
5527626 καττιτερον
ἐρυθρὸν καὶ λευκόν . Εἶναι δέ τινα λόγον πρὸς τὸν καττίτερον : συμβάλλεσθαι δ ' οὐ μεγέθους χάριν ἀλλὰ τῆς
ἐπ ' αὐτοῖς . ὁπότε δὲ ἐκ τούτων ἀρξάμενον ἐτόλμησε καττίτερον εἰπεῖν καὶ κάττυμα καὶ πίτταν , εἶτα ἀπερυθριᾶσαν καὶ
5524167 Γαλη
Ἄμασιν τοῦτο ἔλεγον . ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γαλῇ χιτών
τρίτον ἐκείνων ἀλλὰ κατ ' ἰδίαν Φιλάληθες ἢ Ἐνόδιον . Γαλῆ δὲ γυναῖκα σημαίνει πανοῦργον καὶ κακότροπον καὶ δίκην :
5523847 διθυραμβῳ
διὰ τὸ ἐλαύνεσθαι αὐτὸν διὰ βοῆς καὶ λέγεσθαι . Χάριτες διθυράμβῳ : οὕτως ἀκουστέον : αἱ τοῦ Διονύσου διθυράμβων ἐν
, ἐπειδὴ καὶ δέκα φυλαί . διαγωνίζονται δ ' ἀλλήλοις διθυράμβῳ , φυλάττοντος τοῦ χορηγοῦντος ἑκάστῳ χορῷ τὰ ἐπιτήδεια .
5523811 μειδιασαι
αὑτὰς καθέζεσθαι , γραῖά τις Ἰάμβη σκώψασα τὴν θεὸν ἐποίησε μειδιᾶσαι . διὰ τοῦτο ἐν τοῖς θεσμοφορίοις τὰς γυναῖκας σκώπτειν
τε ἀφαιροῦσαν τοῦ κατὰ τῶν προσώπων καί τινα αὐτῶν καὶ μειδιᾶσαι πείθουσαν . ἔπεισε δὲ καὶ πατέρα θανάτῳ παιδὸς κείμενον
5517193 γυψιν
βρέφος ἔμβρυον ἔνδοθι γαστρός , μηδὲ τεκοῦσα κυσὶν ῥίψηι καὶ γυψὶν ἕλωρα . μηδ ' ἐπὶ σῆι ἀλόχωι ἐγκύμονι χεῖρα
ταῖς ὑαίναις ἡ αὐτὴ παρέσχεν . εὐωδία δὲ καὶ μύρον γυψὶν αἴτια θανάτου . κύκνων δὲ κώνειον ὄλεθρος . κάμηλον
5515700 ἀνακτοροις
τοῦ θεοῦ ταμίαν τε πάντων πιστόν , ἐν δ ' ἀνακτόροις θεοῦ καταζῆι δεῦρ ' ἀεὶ σεμνὸν βίον . Κρέουσα
ψήφωι μιᾶι , τὸν ἱερὸν ὡς κτείνουσαν ἔν τ ' ἀνακτόροις φόνον τιθεῖσαν . πᾶσα δὲ ζητεῖ πόλις τὴν ἀθλίως
5514359 Στιλβιδης
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων , Ἀμφοτερὸς ἢ Στιλβίδης ; Γ πιέζει Γ : ἀντὶ τοῦ “ λυπεῖ
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων ἀμφοτέρων ; ἢ Στιλβίδης ; Ἱερόκλεες βέλτιστε χρησμῳδῶν ἄναξ καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα
5514231 Θασιοις
τοῦ παρόντος γένωμαι , λαβὲ τὰ ψηφίσμαθ ' ἃ τοῖς Θασίοις καὶ Βυζαντίοις ἐγράφη . λέγε . Ἠκούσατε μὲν τῶν
. . . . . . . . . . Θασίοις οἰναρίοις καὶ Λεσβίοις τῆς ἡμέρας τὸ λοιπὸν ὑποβρέχει μέρος
5510336 ἐκεχειριας
ἄλλό ἐστιν , ἢ διάλυσις καὶ ταραχὴ τῆς ἐν σώματι ἐκεχειρίας , ἐπειδὰν αὖθις συμπεσόντα ἀλλήλοις τά τε ὥσπερ πόλεως
πολὺ τῶν σπονδοφόρων καὶ τῶν κηρύκων τῶν ἐν τοῖς πολέμοις ἐκεχειρίας κομιζόντων ἱερώτερος . βούλεται μὲν οὖν καὶ προθυμεῖται καθ
5509792 ἀνακεχωρηκος
τὸ στόμιον τῆς μήτρας σκληρὸν καὶ μεμυκὸς καὶ ἔνθερμον καὶ ἀνακεχωρηκὸς ὑποπίπτειν , καὶ μάλιστα τῆς φλεγμονῆς οὔσης περὶ τὸν
δὲ τὸ παράσημον τῆς λέξεως ἐναγκαλίζονται , εἴ πού τι ἀνακεχωρηκὸς ὄνομα ἢ ῥῆμα εἴρηται , τοῦτο θηρῶντες καὶ πανταχοῦ
5503387 εὐχαλκοις
γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῦδος Ἕλλησιν μάχης , αὐθημερὸν φράξαντες εὐχάλκοις δέμας ὅπλοισι ναῶν ἐξέθρῳσκον : ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο πᾶσαν
ἐλέγχεις μ ' ἕνεκα συλλαβῆς μιᾶς . κατεσκευασμένος λαμπρότατον ἰατρεῖον εὐχάλκοις πάνυ λουτηρίοισιν , ἐξαλείπτροις , κυλιχνίσιν , σικύαισιν ,
5503263 Νεμεαιον
παραμυθίαν ποριζομένους θάψαι τὸν παῖδα καὶ ἐπιτάφιον ἀγῶνα θέσθαι τὸν Νεμεαῖον , καθ ' ὃν οἱ κριταὶ φαιὰς ἐσταλμένοι στολὰς
ἀντὶ τοῦ σπέρμα : ὁ δὲ τόνος ὡς τέναγος . Νεμεαῖον δέ , ὅτι ἐν Νεμέᾳ εὑρέθη ἡ βοτάνη αὕτη
5503068 θεοπρεπως
χειροποιήτους , ἀλλ ' ὑπ ' αὐτῆς τῆς φύσεως ἀνειμένας θεοπρεπῶς . κατὰ πάντα δὲ τὸν τῆς περιφερείας κύκλον οὔτ
τρίτην νομοθετικήν . ἡ μὲν οὖν κοσμοποιία παγκάλως πᾶσα καὶ θεοπρεπῶς μεμήνυται , λαβοῦσα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ γενέσεως οὐρανοῦ καὶ
5501601 πανηγεμονι
ἐπ ' ἄλλους δὲ αἱ ἁμαρτίαι . θεῷ γὰρ τῷ πανηγεμόνι ἐμπρεπὲς οὐκ ἔδοξεν εἶναι τὴν ἐπὶ κακίαν ὁδὸν ἐν
ἐπ ' ἄλλους δὲ αἱ ἁμαρτίαι . θεῷ γὰρ τῷ πανηγεμόνι ἐμπρεπὲς οὐκ ἔδοξεν εἶναι τὴν ἐπὶ κακίαν ὁδὸν ἐν
5493162 θεοφιλη
τε καὶ ἀπέκλυσε ταῦτα . Ὅστις , ἀμπελουργέ , μὴ θεοφιλῆ σε ἡγεῖται σφόδρα , αὐτὸς ἀπήχθηται τοῖς θεοῖς :
καλλίστᾳ δρόσῳ , τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι : Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα
5488658 Κηρυξι
. . λέοντος : πυρροκεφάλου , ξανθοτρίχου . Αἰσχύλος ἐν Κήρυξι σατύροις . . , . : κακοποιεῖν . Αἰσχύλος
φαίης δ ' ἂν καὶ σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντείου δορᾶς ,
5483566 θυμιασαι
πῶς ἄρα . . θύσειεν : Ὅτι καὶ ἐπὶ τοῦ θυμιάσαι τὸ θύειν . ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ βοὸς σφάξειεν
πῦον : ἢν δὲ μὴ , τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον .
5473861 διθυραμβοποιος
. . Ἄτλας : ὄρος Λιβύης . Πολύϊδος δὲ ὁ διθυραμβοποιὸς παρίστησιν αὐτὸν ποιμένα γεγονέναι , καί φησιν ὅτι παραγενόμενος
καὶ οὗτος τῶν σφόδρα λεπτῶν . ἢ ὅτι καὶ οὗτος διθυραμβοποιὸς κοῦφος . φησὶν οὖν , βούλει τῷ Λεωτροφίδῃ τὴν
5473713 πραμνιον
κέρας κατακαύσας , ὠμήλυσιν κριθέων ξυμμῖξαι διπλασίην , ἐπὶ οἶνον πράμνιον ἐπιπάσσουσα πινέτω , καὶ ἵσταται . Ἕτερον ὁμοίως ποτόν
δέ , φησὶν Ἐπαρχίδης , ἡ ἄμπελος ἡ τὸν Ἰκάριον πράμνιον φέρουσα ὑπὸ τῶν ξένων μὲν ἱερά , ὑπὸ δὲ
5473705 μουσειον
πολὺς δ ' ἀνεῖρπε κισσὸς , εὐφυὴς κλάδος , χελιδόνων μουσεῖον . ἀντὶ τοῦ βάρβαρα καὶ ἀσύνετα . καὶ γὰρ
κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον βιβλιοθήκη τις ἦν ἔμψυχος καὶ περιπατοῦν μουσεῖον , καὶ κρίνειν γε τοὺς παλαιοὺς ἐπετέτακτο , καθάπερ
5472152 θαλπεσιν
κεραυνὸν , κατ ' οὐδὲν ἴσον τοῖς μεσημβρινοῖς τοῦ ἡλίου θάλπεσιν , ἀλλὰ φλέγοντα καὶ ἀπολλύντα . . δρᾶν ]
τοῖς μέλλουσι δεινοῖς , ἱδρῶτι καὶ πνεύματι καὶ ἄσθματι καὶ θάλπεσιν ἀσκιάστοις καὶ κρυμοῖς ὑπαίθροις ἐγγυμναζόμενα . Παραπλησίως δὲ γυμναζέτω
5467145 ἐπωνυμῳ
ἐγεῖραι : πάνυ γὰρ τὸ Πολυνείκης ἐπώνυμον τῇ φιλονεικίᾳ . ἐπωνύμῳ ] τῷ τὴν φιλονεικίαν δηλοῦντι διὰ τοῦ ὀνόματος .
γε σώφροσιν , ἐπὶ δὲ τῇ τοῦ θείου Πυθαγόρου δικαίως ἐπωνύμῳ νομιζομένῃ πολὺ δήπου μᾶλλον ἁρμόττει τοῦτο ποιεῖν : ἐκ
5462653 πανσοφον
παναγές , πανώλης , πάντολμος , παμμίαρον , παμπόνηρον , πάνσοφον , παντελές , πάνδεινον , πάνδηλον . καὶ τὰ
μιμώμεθα , ὦ παῖδες , καὶ τὴν Ἀπόλλωνος λύραν τὴν πάνσοφον . πῶς οὖν ἐκείνην ὁ θεὸς ἥρμοζε ; Κολοφὼν
5462420 Τραγικος
ἰσχυρῶς νοσούντων . εἰώθασι γὰρ στεφανοῦν σελίνοις τὰ μνήματα . Τραγικὸς πίθηκος : ἐπὶ τῶν παρ ' ἀξίαν σεμνυνομένων .
ἀπελευθερωσάντων , ἐν δὲ τῷ τέως δουλεύοντες ἔτι συνῴκουν . Τραγικὸς πίθηκος : Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . ἔοικε
5459947 καλλιωνυμον
καὶ ἰχθύων σκορπίον , δράκοντα , κόκκυγα , κωβιὸν , καλλιώνυμον , τούτους ἑφθοὺς καὶ ψυχροὺς διδόναι . Διδόναι δὲ
δ ' ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλοπα . Ἱκέσιος δ ' ἐν τοῖς περὶ
5458898 συνθεουσα
, οἷον γραμμὴ συνθέουσα δηλονότι κινήσει . Ἀλλ ' αὕτη συνθέουσα πῶς μετρήσει τὸ ᾧ συνθεῖ ; Τί γὰρ μᾶλλον
. Τοῦτο δὲ συνεχὲς δεῖ εἶναι , ἢ ἐφέξει ἡ συνθέουσα . Ἀλλ ' οὐκ ἔξωθεν δεῖ τὸ μετροῦν λαμβάνειν
5458828 ἐπιταφιοι
ἐπὶ κεφαλῆς ἢ γνάθου ἢ κροτάφου . Ἐπιστήματα , στῆλαι ἐπιτάφιοι . Ἐπιστολή , ἐπίσκηψις , ἐντολή . καὶ ὁ
! ? ! ! ! τῶν ? περιοδικῶν . . ἐπιτάφιοι . ! ` [ ] | ! ! νι
5454035 διθυραμβων
διθυράμβῳ , ἀντὶ τοῦ τὸν διθύραμβον προσλαβοῦσαι ; αἱ τῶν διθυράμβων χάριτες αἱ τῷ Διονύσῳ ᾀδόμεναι πόθεν ἐφάνησαν ; τοῦτο
καὶ κάτω γίγνοιτ ' ἄν . ἡγοῦμαι μὲν τοίνυν καὶ διθυράμβων εἶναι Πλάτωνα ποιητὴν ἄριστον : πῶς γὰρ οὔ ;
5453454 ἐγκριτεον
. Φυγαδεῦσαι καὶ φυγαδευθῆναι : ἐπισκέψεως πολλῆς δεῖται , εἰ ἐγκριτέον τοὔνομα τοῖς δοκίμοις . εἰ τοίνυν εὕροις , βεβαιώσεις
δ ' ὅλος ὁ θάμνος σὺν τῇ ῥίζῃ ἀγάσυλλος : ἐγκριτέον δὲ τὸ εὔχρουν καὶ ἄξυλον , λιβανίζον τοῖς χόνδροις
5451906 ὀλιγοδεϊας
συμβέβηκεν , αἳ τῆς ψυχῆς ὑποτέμνονται τὴν πολυτέλειαν εὐκολίας καὶ ὀλιγοδεΐας ἔρωτας ἐντίκτουσαι κατὰ τὴν πρὸς θεὸν ἐξομοίωσιν . ἔστι
| ἅλες , ὁ μὲν σύμβολον τοῦ μηδὲν ἥδυσμα εὐωδέστερον ὀλιγοδεΐας εἶναι καὶ ἐγκρατείας παρὰ σοφίᾳ δικαζούσῃ , οἱ δ
5451699 ἐπιτετηδευμενον
σεμνόν , τὸ σῶφρον , τὸ σαφές , τὸ μὴ ἐπιτετηδευμένον , τὸ ἀρχαῖον τοῦ θείου φιλοσόφου , περὶ οὗ
καταγίνεσθαι περὶ τὸν καλλωπισμὸν τοῦ λόγου ἐπιβεβουλευμένον τε καὶ διαπρεπῶς ἐπιτετηδευμένον αὐτὸν ἀποδείκνυσιν . εἰκότως δὲ λόγου ἐπιβουλὴν τὸ κομμωτικόν

Back