πλήττουσιν . πεποίηται ⌈ δὲ [ δ ' ] αὐτῷ χαριέντως . ἐδιδάχθη ἐπὶ ἄρχοντος Ἀμεινίου διὰ Φιλωνίδου ἐν τῇ
οὐκ ἔστιν ὄνομα ἀλλ ' ἐπίρρημα , ἀντὶ γὰρ τοῦ χαριέντως 〚 . Πρόσκειται πᾶν ὄνομα 〛 οὐδέτερον διὰ τὴν
6814263 Διονυσοδωρος
. Αὐτίκα δέ γε , ἦ δ ' ὃς ὁ Διονυσόδωρος , ἄν μοι ἀποκρίνῃ , ὦ Κτήσιππε , ὁμολογήσεις
ἐρέσθαι [ τὸν Εὐθύδημον ] εἰ καὶ ὀρχεῖσθαι ἐπίσταιτο ὁ Διονυσόδωρος : ὁ δέ , Πάνυ , ἔφη . Οὐ
6788127 στωμυλον
τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν , λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν , καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ
φαρμακεύτριαν πεπορισμένος καταγοητεύει τοὺς ἀθλίους νεανίσκους . τί γὰρ καὶ στωμύλον ἔχει ; τί δὲ ὁμιλητικὸν καὶ ἡδὺ φέρει ;
6701419 Ὀρθως
γάρ που ἐν ἑαυτῷ ὅλῳ τὸ ἓν ἐφάνη ὄν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις τὸ ἕν ;
μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾶν δρᾶν μηδ ' ὁτιοῦν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν μιμήματα μὲν ἂν ἑκάστων ταῦτα εἴη τῆς
6698841 ἐγελα
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει
6686914 κομψος
βλεφάρων αὐθημερινῶν ποιητῶν λῆρον ἀφέντα . τίς δὲ σύ ; κομψός τις ἔροιτο θεατής . ὑπολεπτολόγος , γνωμοδιώκτης , εὐριπιδαριστοφανίζων
πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ κόμπος ἡ ἔπαρσις . γράφεται δὲ καὶ κομψός : κρεῖττον δὲ τοῦ κομψός τὸ κομπός . σπονδαῖς
6630776 Εὐθυδημος
Κτήσιππος διὰ τὰ παιδικά . Ὅταν σιγᾷς , ἔφη ὁ Εὐθύδημος , οὐ πάντα σιγᾷς ; Ἔγωγε , ἦ δ
ἐσχημάτικε τὰ πραχθέντα : ὁ δὲ Δημοσθένης καὶ Μένανδρος καὶ Εὐθύδημος ἄραντες ἀπὸ τοῦ ἑαυτῶν στρατοπέδου εὐθὺς ἔπλεον πρὸς τὸ
6630645 παλαισμα
νέων καὶ ποιμέσι νέων . ἀλλὰ καὶ τὸ τελευταῖον ἀκήκοα πάλαισμα , τὸν πρεσβύτην , καὶ ταῖς συνθήκαις ὑμῶν ἡσθεὶς
ἡσυχία , τοσαύτη δὲ σιωπή : καὶ γὰρ εἴ τι πάλαισμα θαύματος ἦν ἄξιον , σιγῇ τοῦτο ἐθαυμάζετο . τῆς
6622752 ἀγαμαι
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν .
6606219 παιζων
Γ τὸν ὀδελόν ] λέγει δὲ τὸ τοῦ ἀνδρὸς μόριον παίζων . τὸν Ποτείδα ] ἀντὶ τοῦ τὸν Ποσειδῶ .
ἠπήσασθαι ” , σὺ δὲ λέγε ἀκέσασθαι τὸ ἱμάτιον : παίζων γὰρ τὰς Ἡσιόδου ὑποθήκας Ἀριστοφάνης εἶπε τοῦτο . Ἀγαθὸς
6591521 ἀπαιδευτως
, καὶ τὰ τοιαῦτα : καὶ οὕτω διόλου προβαίνουσιν οἱ ἀπαιδεύτως τοιοῦτον εἶδος τῶν στοχασμῶν προδεχόμενοι . Ἐρῶν τις ἑταίρας
καὶ ἀδύνατόν ἐστιν αὐτὴν συναληθεύειν , καθάπερ , φησίν , ἀπαιδεύτως τινὲς τοῦτο ὑπελάμβανον , μάρτυρα παράγοντες τὸν Ἡράκλειτον ,
6575691 Ἀληθη
εὑρόντες ἐπειθόμεθ ' ἄν , ἄμουσον δέ , ἠπιστοῦμεν ; Ἀληθῆ . Νῦν δέ γ ' , οἶμαι , εἴ
οἶμαι οὕτω καλῶς ὡς δρεπάνῳ τῷ ἐπὶ τούτῳ ἐργασθέντι . Ἀληθῆ . Ἆρ ' οὖν οὐ τοῦτο τούτου ἔργον θήσομεν
6575475 Λεοντινου
ἂν οἶμαι λόγοις ἀληθινοῖς ἁρμόσειεν . ταύτῃ καὶ τὰ τοῦ Λεοντίνου Γοργίου γελᾶται γράφοντος “ Ξέρξης ὁ τῶν Περσῶν Ζεύς
, μετὰ δὲ ταῦτα Ἡροδίκου τοῦ Σηλυβριανοῦ καὶ Γοργίου τοῦ Λεοντίνου ῥήτορος καὶ φιλοσόφου , ὡς δέ τινες , Δημοκρίτου
6571558 Κριτων
ἔφη , πείθου καὶ μὴ ἄλλως ποίει . Καὶ ὁ Κρίτων ἀκούσας ἔνευσε τῷ παιδὶ πλησίον ἑστῶτι . καὶ ὁ
ἀληθῶς ; ἐπιθυμῶ δ ' ἔγωγ ' ἐπισκέψασθαι , ὦ Κρίτων , κοινῇ μετὰ σοῦ εἴ τί μοι ἀλλοιότερος φανεῖται
6571190 ἐκπληττομαι
, . . . , . Ἄγη : σημαίνει τὸ ἐκπλήττομαι καὶ τὸ θαυμάζω : γέγονε παρὰ τὸ ἄζω ἢ
ἀντὶ τοῦ φθονεῖν : τὸ δὲ ἀγῶ τὸ θαυμάζω καὶ ἐκπλήττομαι , γίνεται παρὰ τὸ χαίνω : κατ ' ἐπιτάσιν
6566917 Προδικον
Προδίκῳ παρ ' ἐμοῦ : Ὅτι οὐκ ὀρθῶς Καλλίμαχος τὸν Πρόδικον ἐν τοῖς ῥήτορσι καταλέγει . σαφῶς γὰρ ἐν τούτοις
τῶν προσκαίρων τῆς Κακίας ἡδονῶν . ἐπὶ καθαιρέσει Σωκράτους τὸν Πρόδικον νῦν μέγαν ἀποφαίνει διαφόρως . οὗτος δὲ σοφιστὴς ἦν
6552268 Δεινομαχος
ἀπιών . “ ” Νῦν οὖν , “ ἔφη ὁ Δεινόμαχος , ” οἶσθα κἂν ἐκεῖνο , ἄνθρωπον ποιεῖν ἐκ
καὶ αὐτῶν ἐκείνων εὐαγωγότεροι πρὸς τὸ ψεῦδος . ὁ γοῦν Δεινόμαχος , “ Εἰπέ μοι , ” ἔφη , “
6535295 Τερψιων
Θηβαῖος καὶ Κέβης καὶ Φαιδώνδης καὶ Μεγαρόθεν Εὐκλείδης τε καὶ Τερψίων . Τί δέ ; Ἀρίστιππος καὶ Κλεόμβροτος παρεγένοντο ;
γέροντα Θούκριτον ζῆν ἔτι ; Δικαιότατον μὲν οὖν , ὦ Τερψίων , εἴ γε ὁ μὲν ζῇ μηδένα εὐχόμενος ἀποθανεῖν
6512868 Νικια
πείθειν καὶ σὲ καὶ τούτους . ἀλλ ' , ὦ Νικία , τί οὐ λέγει πότερος ὑμῶν ; Ἀλλ '
εὐνὰν ὀρθρευοίσᾳ . Οὐδὲν ποττὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο , Νικία , οὔτ ' ἔγχριστον , ἐμὶν δοκεῖ , οὔτ
6500716 κωμῳδων
ταῦτα πρότερος Κρατῖνος ἐν Πανόπταις δράματι περὶ Ἵππωνος τοῦ φιλοσόφου κωμῳδῶν αὐτὸν λέγει : ἀφ ' οὗ στοχαζόμενοί τινές φασιν
οὕτως ὅπως οἷός τε εἶ , ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾶγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις [ εὐλαβήθητι ]
6500304 Κλεινια
τοιούτου κινδύνου διαφυγὴν εὑρήσει ; πάντως οὐ ῥᾴδιον , ὦ Κλεινία . καὶ γὰρ οὖν πρὸς μὲν ἄλλα οὐκ ὀλίγα
τείχη . γάμων δ ' ἦν ἔμπροσθεν ταῦτα , ὦ Κλεινία , νῦν δ ' ἔπειπερ λόγῳ γίγνεται , καὶ
6489602 Μενιππον
πολλῶν ἄνοιαν , ἐπέπληττε δὲ οὐδενί , ἀλλὰ καὶ τὸν Μένιππον παροξυνόμενον ὑπὸ τῶν τοιούτων ἐσωφρόνιζέ τε καὶ κατεῖχε ξυγγιγνώσκειν
μὴ ἀνιέντος ἔμπουσά τε εἶναι ἔφη καὶ πιαίνειν ἡδοναῖς τὸν Μένιππον ἐς βρῶσιν τοῦ σώματος , τὰ γὰρ καλὰ τῶν
6487026 Προδικος
εἶτα εἰς τὴν Ἀθηνᾶν , καὶ παμμήκη λόγον ἀπετείνατο . Πρόδικος ἐγέλασεν : ἐπειδὴ ὁ Πρόδικος τὴν τῶν ὀνομάτων εὗρεν
, ἔφην ἐγώ , πρῴην ἐν Λυκείῳ ἀνὴρ σοφὸς λέγων Πρόδικος ὁ Κεῖος ἐδόκει τοῖς παροῦσι φλυαρεῖν οὕτως , ὥστε
6482321 γραφεις
χαλκοτύποι καὶ οἱ τέκτονες καὶ οἱ σιδηρεῖς καὶ σκυτεῖς καὶ γραφεῖς πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον : ὥστε τὴν πόλιν ὄντως
ἀνάγκης ἑπομένην δημιουργεῖ , καθάπερ οἵ τε πλάσται καὶ οἱ γραφεῖς . Σωπάτρου . Οὐκ ἀκριβῶς ἐνταῦθα λέγει : οὐ
6471104 Ἀσπασια
ὠδῖσιν . ἐκ δὴ τούτων ἐν πενίᾳ μὲν ἐτράφη ἡ Ἀσπασία , σωφρόνως μέντοι καὶ καρτερῶς . ὄνειρος δὲ αὐτῇ
ἐν τῷ πρὸς Αἰσχίνην τὸν Σωκρατικὸν , οὗ διάλογος ἐπιγραφόμενος Ἀσπασία . μνημονεύουσι δ ' αὐτῆς πολλάκις καὶ οἱ ἄλλοι
6462612 Εὐκρατης
τῆς νόσου ἐπικληθείς . καὶ ῥᾷον ἐδόκει ἤδη ἔχειν ὁ Εὐκράτης καὶ τὸ νόσημα τῶν συντρόφων ἦν : τὸ ῥεῦμα
. ὅτι μὲν οὐκ οἰκόσιτος ἦν χθές , οἶσθα : Εὐκράτης γάρ με ὁ πλούσιος ἐντυχὼν ἐν ἀγορᾷ λουσάμενον ἥκειν
6461202 γελασας
κατὰ παιδίων προυνικῶν ἕτοιμον ὠνήσω μορμολύκιον . “ ὁ δὲ γελάσας λέγει ” Αἴσωπε , εἴσελθε εἰς τὸν ἐνδότερον τρίκλινον
λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι . γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν : Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ
6431407 ἐπιλησμων
ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσθαι , οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι . ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπιεικέστερα Σωκράτης λέγειν
οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή . Ὄναρ ἰδὼν ἢ
6404309 πεδων
Λείπει σκόπει . ὁρᾷς θέαμα : Λίαν ἀσφαλῶς ὁ Ἥφαιστος πεδῶν τὸν Προμηθέα , φησίν : ὁρᾷς θέαμα ὀδυνηρὸν καὶ
προδοσίαν : ὅπου καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ παιδεύων ξύλου καὶ πεδῶν ἠνείχετο : καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἔμπουσα ἐκαλεῖτο καὶ
6403945 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
6397097 ἀθυμων
: „ τοῦ χάριν , ὦ δέσποτα , οὕτω διατελεῖς ἀθυμῶν ; ἐμοὶ προσανάθου , χαίρειν εἰπὼν τῷ λυπεῖσθαι :
. ταῦτα ἔγραφον ἀσθενοῦντος Κλεο - βούλου , νοσεῖ δὲ ἀθυμῶν , ὅτι αὐτοῦ καταθέουσι δύο κανθάρω . ἢν οὖν
6376865 γελωτοποιος
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ
6369553 Πανυ
ἐπιστήμη , καὶ δὴ καὶ ἀνεπιστημοσύνης ἡ αὐτὴ αὕτη ; Πάνυ γε . Ἰδὲ δὴ ὡς ἄτοπον ἐπιχειροῦμεν , ὦ
Τὰ τῶν πολλῶν ἄρα νόμιμα τὰ τῶν κρειττόνων ἐστίν . Πάνυ γε . Οὐκοῦν τὰ τῶν βελτιόνων ; οἱ γὰρ
6356606 μωραινειν
παραπληξίαν ἀποπληξίαν . καὶ τὰ ῥήματα εὐ - ηθίζεσθαι , μωραίνειν , ἀνοηταίνειν , ἐμβεβροντῆσθαι , ληρεῖν , παραπεπλῆχθαι .
ἐρίων . βιβάζει : συζυγεῖ , ὀχεύει . βλακεύεσθαι : μωραίνειν , καὶ βλακεύματα αἱ εὐήθειαι . βλάξ : μαλακός
6345470 Κλεινιου
πολὺς καὶ ὁ γέλως παραβάλλειν τοῖς ἐμοῖς παιδικοῖς καὶ τὸν Κλεινίου καὶ τὸν Ἱππαρίνου . ὀκνῶ δὲ ἐγὼ φάναι δι
δὲ Ῥωμαίων . ἐθεασάμην καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην τὸν καλὸν τὸν Κλεινίου , οὐκ οἶδ ' ὅπου , πλὴν ἐθεασάμην ἐν
6343612 Σιμμιας
δεῖ γὰρ καὶ Κέβητα πείθειν . Ἱκανῶς , ἔφη ὁ Σιμμίας , ὡς ἔγωγε οἶμαι : καίτοι καρτερώ - τατος
, τοῦτο πέπεισμαι . Καὶ ὀρθῶς γε , ἔφη ὁ Σιμμίας . Ἔτι τοίνυν , ἔφη , πάμμεγά τι εἶναι
6340766 Φρυνιχου
προσταχθὲν Θηραμένει κομίσαι τὰς νῆας ὡς Ἀστύοχον Φρύνιχος : περὶ Φρυνίχου ʃ ἐγκώμιον Φρυνίχου βουλομένων : ἀξιούντων ὑπομείναντας : ἀντὶ
: Τοὺς φόβους τοῦ ἐπικειμένου πολέμου . . τὸ δὲ Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐπεὶ ὁ τραγικὸς Φρύνιχος ἐν Ἀνταίῳ δράματι
6318284 Κρωβυλος
ἐν προχοαῖς . * Ἅλικες αἵ τε κόμαι καὶ ὁ Κρωβύλος , ἃς ἀπὸ Φοίβῳ πέξατο μολπαστᾷ κῶρος ὁ τετραετής
] Ἡγησάνδρου ἀδελφὸς ἦν Κρωβύλος . ἐκαλεῖτο δὲ οὐ μόνον Κρωβύλος , ἀλλὰ καὶ Ἡγήσιππος καὶ ἐκωμῳδήθη ὡς αἰσχρὸς τὴν
6311267 Προδικου
καὶ πόρρω τῆς εἰωθυίας σοι εὐλαβείας , καὶ ἐγγύς τι Προδίκου τοῦ Κείου καὶ Πρωταγόρου τοῦ Ἀβδηρίτου καὶ Γοργίου τοῦ
τε καὶ πράξεις τὰς τοιαύτας ποιήσεις . . καὶ γὰρ Προδίκου μυρία τινὰ ἀκήκοα περὶ ὀνομάτων διαιροῦντος . . .
6308305 Διοτιμα
ταῦτα μὴ ἐννοῇς ; Ἀλλὰ διὰ ταῦτά τοι , ὦ Διοτίμα , ὅπερ νυνδὴ εἶπον , παρὰ σὲ ἥκω ,
τῶν καλῶν ἐστιν ὁ Ἔρως , ὦ Σώκρατές τε καὶ Διοτίμα ; ὧδε δὲ σαφέστερον : ἐρᾷ ὁ ἐρῶν τῶν
6298328 ἐσιωπα
Φ . . : ἡ Νιόβη διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν λύπην ἐσιώπα , καὶ οἷον τὸ τοῦ Ἀχιλλέως , ὅταν ἐστάλησαν
μήλῳ κέχρημαι : ἐκεῖνο Ἔριδος , τοῦτο Ἔρωτος , ἐκεῖνο ἐσιώπα , τοῦτο φθέγγεται . μὴ ῥίψῃς , μὴ φάγῃς
6296363 Ἀρισταινετου
μὲν Ζηνόθεμις σκύφον ἀράμενος ἀπὸ τῆς τραπέζης κείμενον πρὸ τοῦ Ἀρισταινέτου ῥίπτει ἐπὶ τὸν Ἕρμωνα , κἀκείνου μὲν ἅμαρτε ,
: Ἢ οἵη ποτ ' ἄρ ' ἥ γ ' Ἀρισταινέτου ἐν μεγάροισι δῖα Κλεανθὶς ἄνασς ' ἐτρέφετ ' ἐνδυκέως
6283687 Ἀσπασιαν
Νὴ Δία , ὦ Σώκρατες , μακαρίαν γε λέγεις τὴν Ἀσπασίαν , εἰ γυνὴ οὖσα τοιούτους λόγους οἵα τ '
τέχνην δεινός . Ἀλλὰ καὶ διδασκάλους ἐπιγέγραπται τῆς τέχνης , Ἀσπασίαν τὴν Μιλησίαν , καὶ Διοτίμαν τὴν Μαντινικήν : καὶ
6277670 παππα
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ
6276597 Τιμωνος
ἀπ ' ἀνδρός . κατὰ τοῦτο τῆς χώρας φαίνεται πύργος Τίμωνος , ὃς μόνος εἶδε μηδένα τρόπον εὐδαίμονα εἶναι γενέσθαι
, ὡς οὐδὲν ἄρα ἦτε ὡς πρὸς Τίμωνα καὶ τὸν Τίμωνος πλοῦτον , ᾧ γε οὐδὲ ὁ βασιλεὺς Περσῶν ἴσος
6262613 Κυνουλκος
ἕψοντες οὐδὲν προσδέονται τούτων τῶν σοφισμάτων . Ἐπὶ τούτοις ὁ Κύνουλκος , φησί , πιεῖν ᾔτησεν δηκόκταν , δεῖν λέγων
, τουτέστιν τῶν φιλίαν ἄδολον συντηρεῖν δυναμένων , ἃς ὁ Κύνουλκος τολμᾷ λοιδορεῖν , τὰς μόνας τῶν ἄλλων γυναικῶν τῷ
6260951 Καλλικλεις
λέγε μοι , ἐάν τίς σε ταῦτα ἐξετάζῃ , ὦ Καλλίκλεις , τί ἐρεῖς ; τίνα φήσεις βελτίω πεποιηκέναι ἄνθρωπον
λέγεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μόνον γε , ὦ Καλλίκλεις , ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν αὐτῶν . Νὴ τοὺς
6255506 αἱρουμαι
ὀρφανήν . εἰ δὲ μὴ δύναμαι ζῆν ὡς εὐγενής , αἱροῦμαι θάνατον ἐλεύθερον . ” τούτων ἀκούων δὲ ἔκλαιε προφάσει
τουτέστιν ἐκ δειλίας κινεῖ με ὁ φόβος φθέγξασθαι ἃ μὴ αἱροῦμαι . ὤπασας ] παρέσχες τοῖς ἀνδράσιν . ὤπασας ]
6252543 κωμῳδοποιος
μυστήρια ταῦτα ἐκάλεσεν : ἢ ἴσως καὶ τῶν φιλοσόφων ὁ κωμῳδοποιὸς ⌈ οὗτος ⌈ μετ ' εἰρωνείας καθαπτόμενος . ἀναιροῦμαι
Ἑρμησιάνακτα περὶ τούτου τοῦ Ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα
6248839 Τιμων
] Ἐντελλόμενος ταύτην . Δᾶμον ] Δῆμον . Γεραίρων ] Τιμῶν ταῖς αὑτοῦ ἀρεταῖς . Τράποι ] Πορεύσοιτο εἰς τὸ
] Ἐντελλόμενος ταύτην . Δᾶμον ] Δῆμον . Γεραίρων ] Τιμῶν ταῖς αὑτοῦ ἀρεταῖς . Τράποι ] Πορεύσοιτο εἰς τὸ
6236782 Κεβης
νῦν ἡμῖν παροῦσαν . Ἀλλ ' εἰκός , ἔφη ὁ Κέβης , τοῦτό γε φαίνεται . ὃ μέντοι νυνδὴ ἔλεγες
ἢ σοὶ οὐ δοκεῖ οὕτως ; Ἔμοιγε , φησὶν ὁ Κέβης . Οὐκοῦν , ἦ δ ' ὅς , καὶ
6232281 Εὐθυφρων
Πολλὴ ἀνάγκη . Καὶ τῶν θεῶν ἄρα , ὦ γενναῖε Εὐθύφρων , ἄλλοι ἄλλα δίκαια ἡγοῦνται κατὰ τὸν σὸν λόγον
οὔ ; Οὐκ ἄρα τὸ θεοφιλὲς ὅσιόν ἐστιν , ὦ Εὐθύφρων , οὐδὲ τὸ ὅσιον θεοφιλές , ὡς σὺ λέγεις
6232065 εὐτραπελον
οἷον τὸ ἐπὶ διαχύσει τῶν ἀκροατῶν χωρίς τινος ὕβρεως : εὐτράπελον δὲ τὸ μετὰ σεμνότητος χαριέντως λεγόμενον : γεφυρισμὸς δὲ
ἀνασεσυρμένην καλοῦσι δὲ τὸν μὲν σκωπτικὸν ἐπίχαριν , τὸν δὲ εὐτράπελον ἐπιδέξιον , τὸν δ ' ἀνασεσυρμένον ἄπλαστον καὶ ἁπλοῦν
6229845 Γοργιας
ὑφορᾶσθαι τὸν παιδευόμενον . οὐ γὰρ ἁπλῶς ἀληθὲς ὃ ἔλεγε Γοργίας : ἔλεγε δὲ τὸ μὲν εἶναι ἀφανὲς μὴ τυχὸν
: “ Τίνα ταύτην ἀπώλειαν , καὶ τίς ἐστιν ὁ Γοργίας ; δαίμων γάρ μοί τις αὐτὸν ἐμήνυσε νύκτωρ :
6226461 Ἐφιππος
Αἰξί : τοῦδε νῦν γεῦσαι λαβών . καὶ ὁ Οὐλπιανὸς Ἔφιππος , ἔφη , ἐν Πελταστῇ ἔνθ ' ὄνων ἵππων
Ἀσκάλωνι λίμνῃ διὰ τὴν ὕβριν καὶ ὑπὸ ἰχθύων ἐβρώθη . Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζων φησίν : ὁπότε τῷ Γηρυόνῃ ναέται
6223166 μετριαζων
ἐτόλμησεν οὕτως ἁπλῶς ἀποφήνασθαι διὰ τὸ μὴ παντελῶς θαρρεῖν : μετριάζων οὖν ἔφη “ δοκέει μοι ” ἀντὶ τοῦ νομίζω
τοῖς τρόποις κεράννυσθαι , οὕτως καὶ τὸν Ἔρωτα : ὃς μετριάζων μέν ἐστιν εὔχαρις , ἐπιτεινόμενος δὲ καὶ διαταράττων χαλεπώτατος
6222127 ψαλτης
πολλὰ πίων ἐμεθύσθη ἔφη : ὅτι γὰρ ἐπίβουλος καὶ ἐναγὴς ψάλτης ὡς βοῦν ὑπὸ φάτνῃ δειπνίσας ἀπέκτεινεν . ἀποδημήσας εἰς
οἷον δότης πλύτης θύτης χάρτης Κράτης : διὰ τοῦτο τὸ ψάλτης ἀναλογώτερόν ἐστι κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον βαρυνόμενον τοῦ παρὰ
6219435 ἐπιστελλων
τὴν χάριν . Καλῶς ποιεῖς φίλον τέ με νομίζων καὶ ἐπιστέλλων , εἰ καὶ μήπω συνεμίξαμεν , ἐπεὶ καὶ αὐτὸς
ἡμῖν Εὐσέβιος λαβών τε καὶ κατέχων καὶ περὶ ἑτέρων μὲν ἐπιστέλλων , τοῦτο δὲ παραλείπων . δίκη ταῦτα , ὡς
6213772 Κειου
, φιλοσοφίας ἐπεθύμησε . γενόμενος δὲ ἀκουστὴς Προδίκου τε τοῦ Κείου καὶ Γοργίου τοῦ Λεοντίνου καὶ Τισίου τοῦ Συρακουσίου ,
καιροῦ παρὰ τοῖς Ἕλλησι , καὶ μέντοι καὶ Προδίκου τοῦ Κείου τὴν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν ἀκριβολογίαν . μάλιστα δὲ πάντων
6208426 αὐλησαι
παλαιὸν στέλλεσθαι . ἄλλοι δὲ καὶ αὐτὸν τὸν θεόν φασιν αὐλῆσαι , καθάπερ ἱστορεῖ ὁ ἄριστος μελῶν ποιητὴς Ἀλκμάν :
ἐν τῷ πρώτῳ περὶ μουσικῆς ἐπὶ τῷ Πύθωνί φησιν ἐπικήδειον αὐλῆσαι Λυδιστί . . : καὶ ἡ μιξολύδιος δὲ παθητική
6204439 φιλοδικος
πεποιημένον δὲ τοῦτο παρὰ τὸ φιλεῖν τὰς Κλέωνος πράξεις : φιλόδικος δὲ οὗτος καὶ συκοφάντης . φίλο ] φιλόδικος .
τὰ δικαστήριά ἐστι διατριβόντων δικαστῶν ἢ καὶ συκοφαντῶν , ἤγουν φιλόδικος καὶ γράφων ψηφίσματα . πανδελετίους : Πανδέλετος συκοφάντης καὶ
6197527 Οὐδετερον
Κύλινδρος . , ] σημείωσαι τὸν κύλινδρον ὀρθὸν ἱστάμενον . Οὐδέτερον ἄρα . , ] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν γὰρ τοῦ
νῦν ἀνακομιστέον ἢ τὸν πατέρα ἐνταῦθα ἀναμενητέον . ” “ Οὐδέτερον , ” εἶπον : “ ποίῳ γὰρ ἴδοιμι προσώπῳ
6181896 Δικαιοπολις
ἔλεγε σωρόν . Γ μόλις γ ' ἐνέδησα : ὁ Δικαιόπολις λέγει τὸν συκοφάντην . διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους
ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει ” . Γ οὗτος ] ὁ Δικαιόπολις . Γ Ἡράκλεις : διπλῆ : εἶτα ἕπεται δυὰς
6176681 στωμυλια
δέ τις ἦν αὐτοῦ περὶ τὸ πρόσωπον , καὶ ἄκαιρος στωμυλία λαλοῦντος κατηγόρει καὶ αὕτη τὸν τρόπον αὐτοῦ . πάντα
φιλοπαιγμοσύνη , παιδιά , γέλως , κομψεία , χαριεντισμός , στωμυλία , φιλοσκωμμοσύνη εὐσκωμμοσύνη σκῶμμα , τωθασμός . ῥήματα δὲ
6175042 λεληθα
, εἴ τι ᾔσθησαί με φίλτρον ἐπιστάμενον ὃ ἐγὼ εἰδὼς λέληθα ἐμαυτόν . Λέγε δή μοι , ἔφη , εἴ
ὅτι : μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους . λέληθα γάρ , ὦ ἑταῖρε , ταύτην ἔχων τὴν τέχνην
6171918 Γοργια
τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ . Εὐκαταφρόνητόν ἐστι , Γοργία , πένης , κἂν πάνυ λέγῃ δίκαια : τούτου
. οὐκοῦν ὡδὶ γίγνεται „ Δοκεῖ τοίνυν μοι , ὦ Γοργία , εἶναι ἐπιτήδευμα τεχνικὸν μὲν οὒ , ψυχῆς δὲ
6161390 ἀποτηγανιζειν
' , εἶπεν ἡ Γλυκέριον , μέλλει γὰρ ὥσπερ μαινίδας ἀποτηγανίζειν , φησί , μοῦ τὸ λῄδιον . ὁ τοῦ
. Βοάσομαι τἄρα τὰν ὑπέρτονον βοάν . Ἡδὺ δ ' ἀποτηγανίζειν ἄνευ συμβολῶν . Ὦ χρυσοκέφαλοι βεμβράδες θαλάσσιαι . Τὸν
6160762 Παιζεις
, Σάτυρε , καὶ τὴν παροῦσαν τύχην . ” “ Παίζεις , ὠγαθέ : συγκαθεύδεις . ” “ Οἶδα μὲν
γυναῖκας . ” Καὶ ὁ Σωσθένης σπουδάσας εἶπε : “ Παίζεις ; ” “ Ποῖ παίζω ; ” ἔφη :
6160654 Κλειτοφων
ὁ δὲ κρούσας τὴν σορόν , “ Ἐπεὶ τοίνυν ἀπιστεῖ Κλειτοφῶν , ” ἔφη , “ σύ μοι , Λευκίππη
: Ἐμοὶ Φοινίκη γένος , Τύρος ἡ πατρίς , ὄνομα Κλειτοφῶν , πατὴρ Ἱππίας , ἀδελφὸς πατρὸς Σώστρατος , οὐ
6158258 διασυρει
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν .
6153557 ὀσφραινομαι
θαυμάζων ἱππέων ἔφοδον . προφάσεις δὲ ἐξευρίσκουσι γελοίως . κρομμύων ὀσφραίνομαι : Τοῦτο γὰρ συμβαίνει , τὸ δακρύειν ἀκουσίως ,
ἐστιν ; Ἱππέας ὁρῶ . Τί δῆτα κλάεις ; Κρομμύων ὀσφραίνομαι . Ἐπεὶ προτιμᾷς γ ' οὐδέν ; Οὐδέν μοι
6151978 Φαιδρε
' ἂν ἐμοὶ εἶπες ἡδίω . Καὶ γάρ , ὠγαθὲ Φαῖδρε , ἐννοεῖς ὡς ἀναιδῶς εἴρησθον τὼ λόγω , οὗτός
καὶ οὕτω διατρίψαντα εἰς ἑσπέραν οἴκοι ἀναπαύεσθαι . Ὦ φίλε Φαῖδρε , ποῖ δὴ καὶ πόθεν ; Παρὰ Λυσίου ,
6146482 ἠκροωντο
τῇ παιδιᾷ τὰ πρὸς σπουδὴν ἐκμελετῶντες : οἱ δὲ κιθαρῳδῶν ἠκροῶντο τὰς ἡρωικὰς πράξεις ἐν μέλει καὶ ῥυθμῷ ποιούντων .
πολλοί φασι , Πυθικὴ πανήγυρις , ἐπειδὴ ἑτεροδόξως τῆς μουσικῆς ἠκροῶντο , ὡς δὲ ἔνιοι , τὰ παισθέντα περὶ αὐτῶν
6141631 Θρασυμαχου
τι δοκεῖ οὕτως : ἀπορῶ μέντοι διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ἀκούων Θρασυμάχου καὶ μυρίων ἄλλων , τὸν δὲ ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης
καὶ τὰς ἐπιθέτους κατασκευὰς βέλτιον ἀποδειξαμένους . ἡ μὲν οὖν Θρασυμάχου λέξις , εἰ δὴ πηγή τις ἦν ὄντως τῆς
6141521 κατερω
αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται καὶ σοφίαν ἐπασκεῖ . ὦ θεώμενοι , κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ , νὴ τὸν Διόνυσον τὸν
ἐστὶν ἄδηλον . ἓν δὲ τὸ πάντων λοίσθιον ἤδη πᾶσιν κατερῶ θνητοῖσι κακόν : καὶ δὴ γὰρ ἅλις βίοτόν θ
6137975 Ἐγωγε
τραγῳδίαν ποιοῦντες . ἢ οὐ μιμήματε ἄρτι τούτω ἐκάλεις ; Ἔγωγε : καὶ ἀληθῆ γε λέγεις , ὅτι οὐ δύνανται
μετὰ δικαιοσύνης : τοῦτο δὲ φῂς μόριον ἀρετῆς εἶναι ; Ἔγωγε . Οὐκοῦν συμβαίνει ἐξ ὧν σὺ ὁμολογεῖς , τὸ
6137242 Σιμωνιδου
οὖν ἐκ συμποσίου ἀπελύσαντο . Λεωπρέπης ὁ Κεῖος ὁ τοῦ Σιμωνίδου πατὴρ ἔτυχέ ποτε ἐν παλαίστρᾳ καθήμενος : εἶτα μειράκια
Λακε - δαιμονίων , ὡς Χαμαιλέων φησὶν ἐν τῷ περὶ Σιμωνίδου , οὐ προσίενται οὔτε φιλοσοφίαν οὔτε ῥητορικὴν διὰ τὰς
6135498 γελοιαζειν
σκῶμμα , τωθασμός . ῥήματα δὲ παίζειν , γελᾶν , γελοιάζειν , κομψεύεσθαι , χαριεντίζεσθαι , στωμύλλεσθαι , σκώπτειν ,
ἀπὸ πάσης εὐθυμίας καὶ πληρώσεως τὸ καυχᾶσθαι καὶ σκώπτειν καὶ γελοιάζειν , ἀπὸ δὲ τῆς ἀλλοι - ούσης τὴν γνώμην
6133621 Σολωνι
ἕταροι καὶ οἶκος πάντη : φαμὶ δὲ ἐγὼν ποτανεστάταν ἐσεῖσθαι Σόλωνι τὰν Λίνδον δαμοκρατεομέναν . καὶ ἁ νᾶσος πελαγία ,
παρ ' ἡμῖν νομοθέταις ἐρρῶσθαι φράσαντες , καὶ πολλὰ χαίρειν Σόλωνι καὶ Δράκοντι καὶ τοῖς ἄλλοις εἰπόντες ἅπασι , τὸ
6131914 Φιλοκλεων
κύων . οἰκέται δύο Σωσίας καὶ Ξανθίας : Βδελυκλέων : Φιλοκλέων : χορὸς γερόντων σφηκῶν : παῖδες : κύων :
. εἶτ ' ἐξήλλετο ] ἐπ ' αὐτοὺς ἀνέβαινεν . Φιλοκλέων : ἰδίως εἶπε τῇ φράσει τῷ ⌈ μὲν υἱῷ
6127379 Ἀληθεστατα
, οὔτ ' ἔπειτα γενήσεται οὔτε γενηθήσεται οὔτε ἔσται . Ἀληθέστατα . Ἔστιν οὖν οὐσίας ὅπως ἄν τι μετάσχοι ἄλλως
ὃς ἂν τὰ ὀνόματα εἰδῇ εἴσεται καὶ τὰ πράγματα . Ἀληθέστατα λέγεις . Ἔχε δή , ἴδωμεν τίς ποτ '
6126923 διαλεγομενου
πνευστιᾷς , κἀκείνου ἔνδον τινὶ τῶν φίλων πρὸς ὃν ἦλθεν διαλεγομένου , μηδὲ ὅπου καθίζῃς ἔχων ὀρθὸς ὑπ ' ἀπορίας
τε καὶ καλῷ . ἐγὼ δὲ ἡδέως μὲν ἀκούω Σωκράτους διαλεγομένου , ἀναγκαῖον δέ μοι ἐπιμεληθῆναι τοῦ ἐγκωμίου τῷ Ἔρωτι
6123588 Ἀναξανδριδης
πρὸς τὸν Ἀργᾶν οὗτος ; ἡμέρας δρόμῳ κρείττων . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἡρακλεῖ : ὃ μὲν γὰρ εὐφυής τις εἶναι
τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως [ ποτήρια ]
6116154 Ὀρθοτατα
μεγίστου ἡ σκέψις , ἀγαθοῦ τε βίου καὶ κακοῦ . Ὀρθότατα , ἦ δ ' ὅς . Σκόπει δὴ εἰ
ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες ὀρθῶς θήσομεν ; Ὀρθότατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον τούτου τοῦ
6114688 Ἑρμογενες
. ἐκ τούτου εἶπέ τις : Σὸν ἔργον , ὦ Ἑρμόγενες , λέγειν τε τοὺς φίλους οἵτινές εἰσι καὶ ἐπιδεικνύναι
' ἄλλου ὁτουοῦν . Ἴσως μέντοι τὶ λέγεις , ὦ Ἑρμόγενες : σκεψώμεθα δέ . ὃ ἂν φῂς καλῇ τις
6112199 τραγῳδοποιοι
, οὕτω καὶ τρέχω τρόχος . τραγῳδοὶ καὶ κωμῳδοὶ καὶ τραγῳδοποιοὶ καὶ κωμῳδοποιοὶ διαφέρουσι . τραγῳδοὶ μὲν γὰρ καὶ κωμῳδοί
καὶ κωμῳδοί εἰσιν οἱ ὑποκριταὶ τῆς κωμῳδίας καὶ τραγῳδίας , τραγῳδοποιοὶ δὲ καὶ κωμῳδοποιοὶ οἱ ποιηταὶ τῶν δραμάτων . τύραννον
6110781 Φρυνιχος
. . Π . ἰδεῶν ; . . . : Φρύνιχος ἐν τῆι Σοφιστικῆι παρασκευῆι παρατίθεται τὸ ὑπόξυλος ῥήτωρ καὶ
ὁ Κύνουλκος : ἀλλ ' , ὦ χοιρίον εὐάρτυτον , Φρύνιχος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν τῷ Ἐφιάλτῃ μνημονεύει τοῦ ἡδυλόγου διὰ
6107908 κωμῳδιοποιος
Ἑρμησιάνακτα περὶ τούτου τοῦ ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδιοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα
' Ἐρυθραῖς ἀγαθὴ θηρεύεται αἰγιαλῖτις . Ναυσικράτης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐπαινεῖ τὰς Αἰξωνικὰς τρίγλας λέγων : μετ ' αὐτῶν
6089371 Χαρικλης
διακονουμένης ποτὸν ἐδεξάμην . ἐνθεαστικῶς ταῦτα τοῦ Καλλικρατίδου βοῶντος ὁ Χαρικλῆς ὑπὸ τοῦ σφόδρα θάμβους ὀλίγου δεῖν ἐπεπήγει τακερόν τι
ὁπόσου πωλεῖ ; Ναὶ τά γε τοιαῦτα , ἔφη ὁ Χαρικλῆς : ἀλλά τοι σύγε , ὦ Σώκρατες , εἴωθας
6087938 ἰσχνοφωνος
εὔλογος πέφυκα , γλῶσσα δ ' ἐστί μοι δύσφραστος , ἰσχνόφωνος , ὥστε μὴ λόγους ἐμοὺς γενέσθαι βασιλέως ἐναντίον .
Λίβυες γὰρ βάττους τοὺς βασιλεῖς λέγουσιν . οἱ δὲ ὅτι ἰσχνόφωνος ἦν , καὶ περὶ τῆς φωνῆς πυνθανόμενον ἡ Πυθία
6082143 Ἀρταξατης
” “ ποίησον οὕτως ” εἶπε βασιλεύς . Ἐλθὼν δὲ Ἀρταξάτης καὶ προσκυνήσας τὴν βασιλίδα “ καλεῖ σε ” φησίν
τι δύνασθαι προσθεῖναι τοῖς λόγοις : ἀποσιωπήσαντος δὲ εὐθὺς μὲν Ἀρταξάτης ἠπίστατο πόθεν ἐτρώθη . οὐδὲ γὰρ πρότερον ἀνύποπτος ἦν
6079853 Λεοντινος
, , , . . . . Γ . ὁ Λεοντῖνος ἐπὶ τέρματι ὢν τοῦ βίου καὶ γεγηρακὼς εὖ μάλα
. . . δηλοῖ δὲ τοῦτο Γ . τε ὁ Λεοντῖνος ἐν πολλοῖς πάνυ φορτικήν τε καὶ ὑπέρογκον ποιῶν τὴν
6079021 σκωπτων
βαρυτόνους ἢ βαρυφώνους τοὺς ἀμφὶ Σωκράτη καὶ Σιμύλον ὑποκριτάς , σκώπτων ἐκάλεσε βαρυστόνους . Γόης . Ὁ ἀπατεὼν καὶ ψεύστης
ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Θεόφιλος δ ' ἐν Ἰατρῷ ἅμα σκώπτων αὐτοῦ καὶ τὸ ἐν λόγοις ψυχρόν : πᾶς δὲ
6075565 Παφλαγων
ὁ Κλέων . Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ
μετὰ δὲ ταῦτ ' ἀπόλλυται . Ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλης ὁ Παφλαγών , ἅρπαξ , κεκράκτης , Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων .
6075095 σοφως
καὶ μαθεῖν οὐ δεῖται , ἀλλὰ καταδύεται καὶ ἀναδύεται πάνυ σοφῶς καὶ ὡς ἤδη χρόνου πεπαιδευμένη τοῦτο . ἀετὸς δέ
τε ἐσθίει ῥᾳδίως . τὰ δὲ μικρὰ ἰχθύδια διαθηρῶσι πάνυ σοφῶς . παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ ἔρχονται καὶ τὴν
6074058 ἐκβοησαι
πολεμίους ἔθει : καί οἱ καὶ ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους ἔπεισιν ἐκβοῆσαι τοσόνδε : ‚ ἀλλ ' οὔ τοι τὸν πάντα
τῶν ἐπὶ τὸ βῆμα ἀναβάντων : ” τοὺς δὲ δικαστὰς ἐκβοῆσαι , “ Κατάβα , κατάβατουτέστι ” κατάβηθι . ὁ
6073149 μειδιασας
λατομίας . τότε μὲν οὖν διὰ τὴν εὐτραπελίαν τῶν λόγων μειδιάσας ὁ Διονύσιος ἤνεγκε τὴν παρρησίαν , τοῦ γέλωτος τὴν
αἴλουρος ἀπ ' Αἰγύπτου ἦλθεν εἰς Βαβυλῶνα ” ; κἀκεῖνος μειδιάσας φησί : „ καὶ πῶς , ὦ βασιλεῦ ,
6068415 Πωλος
τέτταρα ταῦτα μόρια ἐπὶ τέτταρσιν πράγμασιν . εἰ οὖν βούλεται Πῶλος πυνθάνεσθαι , πυνθανέσθω : οὐ γάρ πω πέπυσται ὁποῖόν
ἔστιν τὸ μέγα δύνασθαι ; Οὔχ , ὥς γέ φησιν Πῶλος . Ἐγὼ οὔ φημι ; φημὶ μὲν οὖν ἔγωγε
6065813 ἐσιγησεν
Ἡ μὲν δὴ ταῦτ ' εἰποῦσα καὶ πολλὰ προεμένη δάκρυα ἐσίγησεν : ὀδυρομένων δὲ καὶ τῶν ἄλλων γυναικῶν καὶ πολλὰς
πάθω καὶ ἐγὼ εἴ τι μοι ἀπόκειται . οὐχ ἁπλῶς ἐσίγησεν ἀλλὰ μετὰ φόβου . πείσομαι ] πάθω . πείσομαι
6063456 Κλεινιας
τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῇ δ ' ὑστεραίᾳ παραγενόμενος ὁ Κλεινίας ἔφη Θέρσανδρον διὰ τῆς νυκτὸς ἀποδεδρακέναι : τὴν γὰρ
ἐκώκυεν ὁ πατήρ , ἑτέρωθεν δὲ καθ ' αὑτὸν ὁ Κλεινίας : “ Ἐγώ μου τὸν δεσπότην ἀπολώλεκα . τί
6062276 Μενανδρου
καὶ μέντοι καὶ βιάσασθαι ὑπὲρ τὰ μικρὰ μειράκια τὰ τοῦ Μενάνδρου ἐν ταῖς παννυχίσιν ἀκόλαστα . λαγνίστατον δὲ καὶ ὁ
ποιεῖν . ἵνα μή τις , φησί , ἐκεῖνον τοῦ Μενάνδρου λαρυγγίσῃ : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν .

Back