οὐδὲν ἐπιεικέστερον ἀκλήρου . καίτοι εἰ σὺ τούτοις ἀρκούμενος ὀρθῶς φρονήσεις , ὁ θεὸς οὐκ ὀρθῶς ἐποίησε τοῦτο μὲν πρόβατα | ||
ὄνομα , φρόνησις καλουμένη . κἂν δὲ καὶ τὰς ἄλλας φρονήσεις λέγῃ , οὐδὲν ἄτοπον , ἐπεὶ κἀκεῖναι περὶ τὰ |
ἐπὶ τῶν συνετῶς βιούντων , δοκούντων δέ τισι μαίνεσθαι . Θάμυρις γάρ τις ἰδὼν μαστιγούμενον οἰκέτην παρὰ δεσπότου αὐτοῦ ἐν | ||
ρις θηλυκὰ ὀξύνεσθαι , πλὴν τοῦ Ὤγυρις , πανήγυρις , Θάμυρις . Ἐρύθρας δὲ βασιλεὺς , ἀφ ' οὗ τὸ |
χαροποί , μυωποί , γρυπαί , ἄρρωστοι , ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς | ||
Ἰνδοῖς . εἰσὶ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν μικραὶ καὶ αἰσχραί , ὥσπερ οἱ ἄνδρες : καὶ οἱ ἵπποι αὐτῶν |
ὁ δὲ Ἀπόλλων προσποιεῖται μὲν πάντα εἰδέναι καὶ τοξεύειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ἰατρὸς εἶναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ καταστησάμενος ἐργαστήρια τῆς | ||
Θρᾳκὶ ἐκείνῳ καὶ τῷ ἀνὰ τὸν Κιθαιρῶνα μεταξὺ βουκολοῦντι καὶ κιθαρίζειν μελετῶντι ; Ὥστε ἤν ποτε , ὦ Λυκῖνε , |
[ ἀξύστατον ] ] ἄνισον . στόμφακα ] μεγαλορρήμονα . κρημνοποιόν ] σκληρολέκτην . ὀρεχθεῖν ] κινηθῆναι πρὸς ὀργήν . | ||
καθάπτεται δὲ ὅμως αὐτοῦ λέγων ” στόμφακα “ καὶ ” κρημνοποιόν “ . πρῶτον ] εἶναι δηλονότι , τάττεσθαι δῆλον |
Ἀντιγενείδαν , Ἀργᾶν δ ' ᾄδειν καὶ κιθαρίζειν Κηφισόδοτον τὸν Ἀχαρνῆθεν , μέλπειν δ ' ᾠδαῖς τοτὲ μὲν Σπάρτην τὴν | ||
Ἡρωδιανὸς Ἀχάρνης βαρύτονον . τὰ τοπικὰ ὡς ἀπὸ ὀξυτόνου , Ἀχαρνῆθεν . μήποτε δ ' ἀπὸ τοῦ Ἀχαρνεύς ἡ παραγωγή |
δικαίως κεκλῆσθαι . Ὅσα μὲν οὖν μὴ φανερὸς ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν , οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ παραγνῶναι τοὺς | ||
, ὃν ἐκάλουν αὐλοποιὸν Ἀθήνησιν , αὐτὸς δὲ οὔτε αὐλοὺς ἐγίγνωσκεν οὔτε ἄλλο τι τῶν ἐν βαναυσίοις , οὐδὲ γὰρ |
γαστρὸς καὶ τῆς περὶ αὐτὴν τερατουργίας ; διὰ τοῦτο λίθῳ ἀπεικάσθη . καὶ τὰ χρώματα μέντοι διάφορα : τῷ μὲν | ||
τῶν Καρμανίων , καὶ ταῦτα πρὸς μίμησιν τῆς Διονύσου βακχείας ἀπεικάσθη Ἀλεξάνδρῳ , ὅτι καὶ ὑπὲρ ἐκείνου λόγος ἐλέγετο καταστρεψάμενον |
κιθαρίζειν δηλοῖ τὸ καὶ ὅτε οὐ κιθαρίζει κιθαρίζει καὶ ὅτε κιθαρίζει , ὅπερ ψεῦδος , τὸ λέγειν ὅτι δύναμιν ἔχει | ||
τὸ δὲ πάντως δύναται κιθαρίζειν δηλοῖ τὸ καὶ ὅτε οὐ κιθαρίζει κιθαρίζει καὶ ὅτε κιθαρίζει , ὅπερ ψεῦδος , τὸ |
περιφέρειαν διαπορεύεται ἤπερ τὸ Ε ἀρξάμενον ἀπὸ τοῦ Θ τὴν ΘΜΗ περιφέρειαν διαπορεύεται , καὶ τὸ Ε ἀρξάμενον ἀπὸ τοῦ | ||
χρόνῳ τὸ Ε σημεῖον ἀρξάμενον ἀπὸ τοῦ Θ σημείου τὴν ΘΜΗ περιφέρειαν δια - πορεύεται , ἐν τούτῳ τὸ κατὰ |
. Οὕτω Δάφνις ἄεισεν ἐμίν , οὕτω δὲ Μενάλκας : Αἴτνα μᾶτερ ἐμά , κἠγὼ καλὸν ἄντρον ἐνοικέω κοίλαις ἐν | ||
διέτριβε : καὶ Ὅμηρος τὴν Ἴδην φησὶ μητέρα θηρῶν . Αἴτνα μᾶτερ : ἐν Σικελίᾳ γὰρ τὰ πράγματα . ὅσς |
δὲ μᾶλλον πραγματείας καὶ μεθόδους συνιστῶσιν ἢ ὑφ ' ἑτέρων συστάσας μετίασι περὶ τὴν γνῶσιν τοῦ σώματος . αἰσχρὸν οὖν | ||
ὑποκείμενα χρῶνται τοῖς ἐπινοήμασιν , οἷον οὐδεπώποτε ᾐσθήμεθα τὰς ἀγέλας συστάσας ἐπὶ τὸν νομέα . χρῶνται δὲ καὶ οἱ πολιτικοὶ |
Ἔρωτα τίς ἦν θεός , ἁλίκα τόξα χερσὶ κρατεῖ , χὠς πικρὰ βέλη ποτικάρδια βάλλει : πάντα δὲ κἀν μύθοισι | ||
ἀδυνατεῖ δ ' οὐδὲν θεός . ὡς πολὺν ζήσων χρόνον χὠς ὀλίγον , οὕτως διανοοῦ . ἐγγύας ἄτα ἐστὶ θυγάτηρ |
ἐρατή , θνητῶν θρέπτειρα προπάντων , ἡ πρώτη ζεύξασα βοῶν ἀροτῆρα τένοντα καὶ βίον ἱμερόεντα βροτοῖς πολύολβον ἀνεῖσα , αὐξιθαλής | ||
δ ' οὔτ ' ἂρ σκαπτῆρα θεοὶ θέσαν οὔτ ' ἀροτῆρα οὔτ ' ἄλλως τι σοφόν : πάσης δ ' |
πάϊς ἀμφιγυήεις τεύξει ' ἀσκήσας , ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει , τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων . Τὴν | ||
αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν , δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων , βρυχώμενος ἥσει ῥήματα γομφοπαγῆ , πινακηδὸν ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι . Ἔνθεν |
συνεσχημένων , συνέβη τὸν Ἡσίοδον τοῦτον πρόβατα ἐν τῷ Ἑλικῶνι ποιμαίνειν . Φασὶ δὲ , ὡς ἐννέα τινὲς ἐλθοῦσαι γυναῖκες | ||
' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται . τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει , ἐκ θεοῦ δ ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ |
ἴσως μετρίως ἔχει . Πέλαγος δὲ οὐδείς πω διὰ τέλους ᾖσεν οὔτε ποιητὴς οὔτε λογογράφος , ἀλλ ' Ὅμηρος λέγει | ||
τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν κλέα . τοῦ δὲ Πάριδος τί ἄρα ᾖσεν ἡ λύρα , εἰ μὴ μέλη μοιχικὰ καὶ οἷα |
σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα , | ||
φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι |
λύπην μεταβληθῆναι εἰς ὄρνιν : καὶ ἡ μὲν Πρόκνη εἰς ἀηδόνα μετεβλήθη ὡς καὶ ἡ Φιλομήλα εἰς χελιδόνα : πρὸς | ||
εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀηδόνα , οὐ τρυγόνα , οὐ τέττιγα . ἤσθιον δι |
ὑποδεδραμηκός : πληγὴν σιδήρῳ : ἰδὼν τὸν πόδα πρὸς τὸ πλήττεσθαι ἐπι - τήδειον . καὶ εὐτρεπισμένον τὸ σκέλος πρὸς | ||
δοκεῖ ; κλαίωμεν ἢ λέγωμεν ; ἐοίκατε τῷ μὲν ἔργῳ πλήττεσθαι , τὸν δὲ λόγον ἀπαιτεῖν . ῥητέον δὴ καὶ |
εἰς τὰς λατομίας ἐνεβλήθη : ἐν αἷς ποιῶν τὸν Κύκλωπα συνέθηκε τὸν μῦθον εἰς τὸ περὶ αὑτὸν γενόμενον πάθος , | ||
δρακόντων πλείους ἦσαν κεφαλαὶ αἱ συρίξασαι : ὧν κατὰ μίμησιν συνέθηκε . τινὲς δὲ πολυκέφαλον , φασὶν , εἶπεν , |
ἐσεῖδε τὴν νέα τὴν Ἀττικὴν ὁ Πολύκριτος , ἔγνω τὸ σημήιον ἰδὼν τῆς στρατηγίδος , καὶ βώσας τὸν Θεμιστοκλέα ἐπεκερτόμησε | ||
τέχνης ἀθανάτοις ἐκέλευον ἀρήιον ἵππον ἀνάψαι , ὕστερον Ἀργείοιο μόθου σημήιον εἶναι . φραζομένοις δ ' ἐπὶ τοῖσι παναίολα γυῖα |
ἔξωθεν παρὰ τὰ ὑποκείμενα χρῶνται τοῖς ἐπινοήμασιν , οἷον οὐδεπώποτε ᾐσθήμεθα τὰς ἀγέλας συστάσας ἐπὶ τὸν νομέα . χρῶνται δὲ | ||
, ἐκέλευσεν αὐτόν , ὡς ἡμεῖς ἔκ τε τῶν πεπραγμένων ᾐσθήμεθα καὶ τῶν εὖ εἰδότων ἐπυθόμεθα , ἐν μὲν τῷ |
αὐτὸν τρόπον ἀπολογεῖσθαι ὅνπερ κἀγὼ κατηγόρηκα . Ἐγὼ δὲ πῶς κατηγόρηκα ; ἵνα καὶ ὑπομνήσω ὑμᾶς . Οὔτε τὸν ἴδιον | ||
, δίδωσι γὰρ ἀλλ ' ὡς οὐ πεποίηκεν , ἃ κατηγόρηκα , ἢ πεποιηκὼς περὶ τὴν ἑορτὴν ἀδικεῖ , τοῦτο |
καὶ ἀρχὰς ἀποδειχθῆναι καὶ τοὺς ὁμολογουμένως συκοφάντας ὑπάγεσθαι πάντες ταὐτὰ ἐγιγνώσκομεν : ἐπεὶ δέ γε οὗτοι ἤρξαντο ἄνδρας καλούς τε | ||
καὶ περὶ τούτων εἶναι διαφωνίαν . ὡς οὖν εἰ μὴ ἐγιγνώσκομεν , εἰ τύχοι , τὸ περὶ τοῦ τὰς ἀδελφὰς |
καθαίρει . πράσα δὲ θερμαίνει καὶ οὐρεῖται καὶ διαχωρεῖται καὶ χρέμπτεται . ῥαφανὶς δ ' ἀγαθὴ μὲν πρὸς φλέγμα , | ||
καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀλκιβιάδης ἐκ τῶν γυναικῶν ἐξίτω . τί ληρεῖς |
μέν , ὦ Μνήσιππε , γενναῖα τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἃ κατέλεξας . τὸ γὰρ δύο ὄντας οὕτω μέγα τόλμημα τολμῆσαι | ||
. νῦν δ ' , ἐπεὶ ἤδη σήματ ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς ἡμετέρης , τὴν οὐ βροτὸς ἄλλος ὀπώπει , |
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈ | ||
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν . |
μὴ παραυτίκα πτύσαι αἷμα , ἀλλ ' ἐν τῇ σαρκὶ σπάδων γένηται , καὶ ἡ σὰρξ σπασθεῖσα εἰρύσῃ ἰκμάδα ὀλίγην | ||
Μέδων Μέδωνος , ὅτε δὲ Μέδοντος διὰ τοῦ ο : σπάδων σπάδωνος : ὅτε δὲ σπάδοντος διὰ τοῦ ο : |
δέρμα αὐτοῦ . . . , . ≌ Συναγ . λέξ . χρησίμ . . , . : πυρσοκόρσου . | ||
Ψυχοστασίαι οὕτως φησὶ τὸ ὄνομα , ταχυβήμων . Συναγ . λέξ . χρησίμ . . . . , : αὐρίβατον |
πολὺ ἐναντιοῦσθαι νέοις καὶ οὐχ ἥκιστα ἐς τοὺς ἐρῶντας τὸ ἀνάλγητον , ὅπου καὶ Μελανίππῳ τότε ἐθέλοντι ἐθέλουσαν ἄγεσθαι Κομαιθὼ | ||
. ἀσκητέον ὦν ποττὰν μετριοπάθειαν ἴμεν , ὡς τό τε ἀνάλγητον εἰς ἴσον τῷ ἐμπαθεῖ φεύγωμες , μηδὲ μέζον φύσιος |
, τὸν μὲν βουκολέων , τὸν δ ' ἄργυφα μῆλα νομεύων : ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι | ||
ἀοιδᾶς . Δάφνις ἐγὼν ὅδε τῆνος ὁ τὰς βόας ὧδε νομεύων , Δάφνις ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων |
οὐσίας κατὰ βάθος , ὅτε τὴν ἄτομον πρὸς τὴν καθόλου παρέβαλε , δεικνὺς ὅτι μᾶλλον οὐσία , καὶ ὅτε τὴν | ||
. ” ἐμφατικῶς τὸ ἐν πολέμῳ πῦρ ἐπιτεθὲν τῷ Ἀχιλλεῖ παρέβαλε τῷ ἐν πολεμουμένῃ ἁπτομένῳ . Σ . Ω : |
πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους , καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης , ἐλέγχων τοὺς ἐγρηγόρους | ||
' ἀνοιστέος λόγος ἐπ ' ὄνομα τοὐμὸν κεῖς ' ὅθενπερ ἠρξάμην . καλοῦσι Μελανίππην , Χίρωνος δέ με ἔτικτε θυγάτηρ |
ὀλίγην κατηγόρει τοῦ ἀνδρὸς ψευδῆ τεκμαιρόμενος ἀληθέσι καὶ οὐ γενησόμενα εἰκάζων γεγενημένοις : ἐκέλευέ τ ' ἀποθέμενον αὐτὸν τὴν ἀρχὴν | ||
: ταῖς οὖν ἐπὶ τῷ καρπῷ τῆς πίτυος φαινομέναις ἐντομαῖς εἰκάζων τὸ ἔργον τὸ ἐκ τῆς ὁπλῆς οὐκ ἂν ἁμαρτάνοι |
, τί μετρεῖς ἢ τί ἱστάνεις : εἶθ ' οὕτως ἐπιδείκνυε τὸν ζυγὸν ἢ τὸν μέδιμνον . ἢ μέχρι τίνος | ||
ἕνεκα . ἐπιδείκνυ : τὸ προστακτικὸν Ἀττικῶς , ἀντὶ τοῦ ἐπιδείκνυε . τὸ θέμα αὐτοῦ δείκνυμι , ὥσπερ καὶ ὄλλυμι |
κέκλοφα φλυαρῶν ] ἔξω τῆς ἀληθείας λέγει οἶδα ] ὅτι ἔκλεψεν τοιοῦτο ] οὐδενός ] ἐν οὐδενί ὑγιαίνειν ] τὰς | ||
τὴν δίκελλαν ἀπολέσας ἐπεζήτει , μή τις παρόντων τήνδ ' ἔκλεψεν ἀγροίκων . ἠρνεῖθ ' ἕκαστος . οὐκ ἔχων δ |
ἅπτεται φρενῶν . Εἶἑν . Ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνθανες ; Κλέπτων ἐπιορκεῖν καὶ βλέπειν ἐναντίον . Ὦ Φοῖβ | ||
μυρίοις . Ταῦτα ἤκουες παρὰ τοῖς φιλοσόφοις , ταῦτ ' ἐμάνθανες ; οὐκ οἶσθ ' , ὅτι στρατεία τὸ χρῆμά |
[ ] μωκᾶσθαι ? [ ] καὶ μορφάζειν καὶ ? μειδιᾶν [ ] καὶ ὑπανίστασθαί [ ] ? τισιν ? | ||
ὄζων πολέμου . εἰ γάρ που τὴν ἐρωμένην προσέπαιζε καὶ μειδιᾶν , ὡς εἰκός , ἐπειρᾶτο , ἦν αὐτῷ καὶ |
τῷ χρόνῳ Ἑζεκίου λαλῶν λόγους ἀνομίας ἐν Ἱερουσαλήμ , καὶ κατηγορήθη ὑπὸ τῶν παίδων Ἑζεκίου καὶ ἔφυγεν εἰς τὴν χώραν | ||
κατηγορίαν αὐτῆς , ὡς καὶ μνημονικῶς καὶ ἐπιμελῶς περὶ ἑκάστου κατηγορήθη . αἱ δὲ ἀκούσασαι ἐρήσονται τί οὖν ἐποιήσατε ; |
οὐδὲ στάθμην τινὰ ἐπιστῆσαι , ἣ τὸ σκολιὸν αὐτοῦ καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει μὴ προσαρμόττουσα ; καίτοι οὐδὲ ἀπορεῖτε βασανιστῶν | ||
ἐχόντων ἐξηρτημένον τὸ σῶμα ; Φαμὲν οὖν ὅτι ἐνταῦθα τὴν διάστροφον ἐκδοχὴν ἐπιρραπίζει : βούλεται γὰρ εὔτροχα ὄντα τὰ ὀχήματα |
πρὸς ὑμᾶς τῶν τέως κεκρυμμένων ὁμολογῆσαι λόγων . διττὸν ἡμῖν ἐνοικεῖ γένος , ὦ φίλοι , διτταὶ δ ' αὐτῷ | ||
διελόμενοι ἔχουσι , συνοικίαν καλοῦμεν , ὅπου δ ' εἷς ἐνοικεῖ , οἰκίαν . Ἐὰν δ ' εἰς ἓν δήπου |
Νεφελῶν πρὸς τὴν τοῦ ἀνδρὸς κατηγορίαν : διὰ τοῦτο οὕτως ἐπεγράφη Θ τὸ δρᾶμα . Θ διτταὶ δὲ φέρονται Νεφέλαι | ||
Νεφελῶν πρὸς τὴν τοῦ ἀνδρὸς κατηγορίαν : διὰ τοῦτο οὕτως ἐπεγράφη . διτταὶ δὲ φέρονται Νεφέλαι . οἱ δὲ κατηγορήσαντες |
, τὸ σὸν δὲ ὅπως σοι σῶμα πέπραγεν , οὐ μηνύεις ὥσπερ οὐ πλείονος οὔσης ἡμῖν ὑπὲρ ἐκείνου φροντίδος ἢ | ||
ὅτι κρατεῖς , ὅτι δὲ οὐ καὶ αὐτὸς ἡμῖν ταῦτα μηνύεις , ἄχθομαι . καὶ γὰρ τὰς τῶν Ὀλυμπιονικῶν νίκας |
σώματος , ἀκολούθει παντὶ τῷ ἰσχυροτέρῳ . λέγειν δὲ Σωκράτης ἐμελέτα ὁ πρὸς τοὺς τυράννους οὕτως διαλεγόμενος , ὁ πρὸς | ||
ἀσπάζεται μὲν αὐτὸν ὁ ἀδελφός , οὐδὲν δὲ ἧττον ἀνελεῖν ἐμελέτα , κρύφα δὲ Ἀμύτιος εἰς πρᾶξιν ἀγαγεῖν τὴν μελέτην |
ἐστὶ δ ' Ἀρίων ὁ Μηθυμναῖος , ὃν ἡ ἐκκλησία δοξάζει Ἰωνᾶν τὸν μακάριον προφήτην , τοῦτον λέγουσιν ἐν Τάραντι | ||
ἀμβροσίαν δὲ τὰς ἀτμίδας αἷς ὁ ἥλιος τρέφεται , καθὰ δοξάζει καὶ Δ . . . . , . ὅτι |
ἐστὶν καὶ ὁ εἰς Κρατερὸν τὸν Μακεδόνα γραφείς , ὃν ἐτεκτήνατο Ἀλεξῖνος ὁ διαλεκτικός , φησὶν Ἕρμιππος ὁ Καλλιμάχειος ἐν | ||
. οὕτως εὐτράπελόν τι χρῆμα τὴν σὴν φύσιν ὁ θεὸς ἐτεκτήνατο . καὶ μόνος ὧν ἴσμεν οὐχ ὅτι ῥᾳθυμεῖς , |
: οὗ γὰρ τὸ μέγιστον ἔργον ἐστὶ παιδιά , ἁδρὸν γελάσαι , σκῶψαί τιν ' , ἐκπιεῖν πολύν , οὐχ | ||
ὁ Δημόκριτος , εἰ ταῦτα εἶδε ; κατ ' ἀξίαν γελάσαι ἂν ἐπὶ τῷ ἀνδρί ; καίτοι πόθεν εἶχεν ἐκεῖνος |
γεωμετρικός ; Πάντως δήπου , ὦ Σώκρατες . Ἦ καὶ ἀστρονομικὸς καὶ λογιστικός τε καὶ μουσικὸς καὶ ὅσα παιδείας ἔχεται | ||
ὥστε ὁ αὐτὸς μὲν εἶναι γεωμετρικός , ὁ αὐτὸς δὲ ἀστρονομικὸς καὶ τεκτονικὸς καὶ εἴ τι τοιοῦτον , θεῷ δὲ |
δὲ εἰσάγει : καὶ ὃ μέν , ὡς πρόκειται , παραιτεῖται πίνειν μεγάλοις ποτηρίοις , ὃ δὲ τὸν Σωκράτην παράγει | ||
ἀοιδήν ] ἢ ὡς Ἀρίσταρχος ὡς οὐ κείμενον τὸν σύνδεσμον παραιτεῖται , ἵνα μὴ ἐξ αὐτοῦ τὸ ὁμοιόπτωτον πρόσωπον νοῆται |
ἐποιεῖτε , ταῦτα λέξω . βίᾳ γὰρ ὑμῖν ἐφάσκετέ με ξυνεῖναι καὶ διαλέγεσθαι , καὶ πάντα ποιοῦντες οὐκ ἔχειν ὅπως | ||
δὲ ἐς Σικελίαν τε καὶ τὸν πορθμὸν ἀπεώσατο , καὶ ξυνεῖναι τότε ὑπὲρ ὅτου ἐκέλευσεν αὐτὸν πεζῇ κομίζεσθαι . Τὰ |
ἢ τῷ Διὶ θύσοντας : τραγῳδίαν δ ' ἐπαγγεῖλαι καὶ κιθαρῳδίαν ἀνδράσιν , οἷς μήτε θέατρόν ἐστι μήτε σκηνὴ πρὸς | ||
κρίνει δι ' αὐτῆς . αὐλῳδίαν τοίνυν καὶ λυρῳδίαν καὶ κιθαρῳδίαν ἐξευροῦσα , τὴν μὲν τῶν Μουσῶν μιᾷ δωρεῖται , |
λιμναῖος καὶ ποτάμιος . οὗτος δὲ καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . σάλπη κρείττων ἡ φθινοπωρινή , ὑγρόν τι καὶ λευκὸν καὶ | ||
τοῦ ὀπτοῦ : οὗτος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὐκοίλιος . σάλπη σκληρά , ἄστομος : κρείσσων δ ' ἡ ἐν |
[ τούτων ] . Ἀλλ ' ὡς [ χρήματα ] ἀφείλεσθε ἐμοῦ ; [ ἀλλ ] ' ὡς τῶν [ | ||
ἐπεί μ ' ἀφέλεσθέ γε δόντες „ ἀντὶ τοῦ ἐμοῦ ἀφείλεσθε . Ἰωνικόν : συνέβη τρωθῆναι τὸν Ἀλέξανδρον ἵππον ἀντὶ |
παραγαγὼν εἰς τὸ δικαστήριον , ὧν ᾐτιᾶτο , τούτων καὶ ᾕρηκεν [ καὶ εἷλεν ] ; ἢ ποῖον πόρον ὑμῖν | ||
αἴσθηται προσάγον αὐτῇ τὸ θήραμα καὶ ἕτοιμον εἶναι λαβεῖν , ᾕρηκεν εὐθὺς ἐγχανοῦσα , καὶ ἅμα συνέσχε πλείους . Κυνῶν |
τοῦ θείου χοροῦ ἐπάξιον . ἐπεὶ πῶς ποτε αὐτὸς ὁ Μανιχαῖος περὶ τούτων ἐγένετο ἱκανὸς διαλαβεῖν καὶ τῷ ποτε αὐτὰ | ||
εἰ μὲν γὰρ οὐδεὶς σοφός , τί δήποτε αὐτὸς ὁ Μανιχαῖος ἐῶ γὰρ τοὺς ἄλλουςοὐ μόνον σπουδαῖος εἶναι λέγει , |
ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς . ἀναπαύσεται κατακλινεὶς ὡς λέων ἢ σκύμνος λέοντος , μάλα καταφρονητικῶς δεδιὼς οὐδένα , φόβον τοῖς | ||
θυμῷ , ἀλλ ' αὐτοῦ μίμναζε παρέστιος ἐξέτι τυτθοῦ , σκύμνος ἀεξηθείς , ὀλίγον βρέφος , ἤθεσι παιδὸς σύντροφος : |
δὲ ἀμφισβητεῖται , καὶ ὅτι μὴ αὐτῷ ἀεὶ καὶ ὅτι χωριστός : χωριστὸς δὲ τῷ μὴ προσνεύειν αὐτόν , ἀλλ | ||
τὸ μὲν γὰρ αἰσθητικὸν οὐκ ἄνευ σώματος , ὁ δὲ χωριστός . ταῦτα γὰρ ἄντικρυς περὶ τοῦ δυνάμει νοῦ διορίζεται |
μὲν ἐν τῇ Πιερίᾳ φασίν , ἐν δὲ τῷ Ἑλικῶνι χορεύειν , οἱ περὶ αὐτῶν μῦθοι , τῆς μὲν Πιερίας | ||
καλή πρὸς ἓν ἐκληπτέον , καλλίχορος , διαπρέπουσα ἐν τῷ χορεύειν . . ἕν . . αὐτίκα δ ' εἰς |
κυπαιρίσκω . Ἔρως με δηὖτε Κύπριδος ϝέκατι γλυκὺς κατείβων καρδίαν ἰαίνει . τοῦτο ϝαδειᾶν ἔδειξε Μωσᾶν δῶρον μάκαιρα παρσένων ἁ | ||
βαθυσκοπέλου διὰ βήσσης αἵματος ἱμείρουσα , τό οἱ μάλα θυμὸν ἰαίνει : ὣς τῆμος Δαναοῖσιν Ἀρηιὰς ἔνθορε κούρη . Οἳ |
γράψον . Γ πρῶτον δ ' ὅ τι πράττει Γ Σοφοκλέης Γ : γελοῖα ταῦτα : ὡς γὰρ περὶ σπουδαίων | ||
κρίσιν κἄλεγχον αὐτοῖν τῆς τέχνης . Κἄπειτα πῶς οὐ καὶ Σοφοκλέης ἀντελάβετο τοῦ θρόνου ; Μὰ Δί ' οὐκ ἐκεῖνος |
πρᾶγμα ; θερμούς , ὦ τέκνον . ἀλλ ' ἦ παραφρονεῖς ; κριβανίτας , ὦ τέκνον , λευκοὺς δὲ πάνυ | ||
ἔλαχε κληρουμένη , μὴ ' γώ ς ' ἀφήσω . παραφρονεῖς , ὦ γρᾴδιον . ληρεῖς : ἐγὼ δ ' |
, οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος . πῶς , ὦ ταλαίπωρ ' , ἦτε πάσχοντες τάδε ; ἐπεὶ πετραίαν τήνδ | ||
ἀφῇ με μηδὲν ἀντειπὼν ἔπος . Λέγ ' , ὦ ταλαίπωρ ' , αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει : τὰ πολλὰ |
κακῶς ἔχειν ἀλλ ' ὀρθῶς : πᾶς γὰρ ἀποκρινόμενος ἐρεῖ θαυμάζοντι ξένῳ , τὴν παρ ' αὐτοῖς ἀήθειαν ὁρῶντι , | ||
Εὐβούλου τοῦ Ἀταρνείτου τὸν ποιητὴν Περσῖνον ἀμελούμενον εἰς Μιτυλήνην ἀπελθόντα θαυμάζοντι γράψαι , διότι τὰς Φωκαίδας , ἃς ἔχων ἦλθεν |
ὑμετέρων συμμάχων , ταῦτα τὰ χωρί ' ἃ νῦν οὗτος διέσυρε , τὸ Σέρριον καὶ τὸ Μυρτηνὸν καὶ τὴν Ἐργίσκην | ||
ἀλλὰ χαλεπὸν πολεμεῖν Φιλίππῳ καλῶς αὐτῷ κατεσκευασμένων τῶν πραγμάτων . διέσυρε μὲν καὶ ἐν αὐτῇ τῇ θέσει τὴν ἀντίθεσιν , |
τὰ δέοντα ποιεῖν , μή πως ὀκνήσας κινδύνῳ περιπέσῃ . Ὥρας δέ ποτε χειμῶνος τυγχανούσης , μύρμηκες σῖτον ἡλίαζον βραχέντα | ||
ἐν πενιχρᾷ ἐσθῆτι ἢ ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ γαυρούμενον . Ὥρας δέ ποτε χειμῶνος τυγχανούσης , μύρμηκες σῖτον ἡλίαζον βραχέντα |
οὐ γὰρ τῆλε νεὸς κυανοπρῴροιο βοσκέσκονθ ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι : τὰς δὲ περιστήσαντο καὶ εὐχετόωντο θεοῖσι , φύλλα | ||
ἡ δὲ ῥὶς αὐτῶν μακρὰ καὶ οἱ μυκτῆρες ἀνεῳγμένοι , εὐρυμέτωποι : βριαροί , ψεῦσται δὲ καὶ ἐπιθέται καὶ τῇ |
εἰ Σωκράτης ἄνθρωπός ἐστι , λέγοις : καὶ ἄνθρωπος καὶ σιμὸς καὶ Ἀθηναῖος εἶπον ἄν σοι : τὸ ἓν ἤρκει | ||
. ἦ ῥά γέ τοι σιμός : τινὲς διὰ τὸ σιμὸς τὸν Θεόκριτόν φασι κωμάζειν , ἐπεὶ καὶ ἐν τοῖς |
εἰ τοιοῦτος δὴ ἀνὴρ ἐμπαιδεύσοι σφίσιν , τουτὶ μὲν οὐκ ἀμούσως παρῃτήσατο τὴν ἀηδόνα φήσας ἐν οἰκίσκῳ μὴ ᾄδειν , | ||
. ἱάν ] βοήν . Μαριανδηνοῦ ] † οὗτος γὰρ ἀμούσως ἐθρήνει . πέμψω ] σοί . ἰαχὰν ] η |
. τῆς δὲ ὄρνιθος ἀπολωλυίας , ἐπῳάζει αὐτός , καὶ ἐκλέπει τὰ ἐξ ἑαυτοῦ νεόττια σιωπῶν : οὐ γὰρ ᾄδει | ||
λιμναῖόν ἐστι : τίκτει μὲν γὰρ ᾠὰ ἐν γῇ καὶ ἐκλέπει καὶ τὸ πολλὸν τῆς ἡμέρης διατρίβει ἐν τῷ ξηρῷ |
Ἀπολλώνιε , καὶ πολλὰ ἴσως διακηκοὼς μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα οὐ δίει ταῦτα , οὐδὲ τὸ εἶδος ἡμῖν τοῦ Ἀχιλλέως ἀνατυποῖς | ||
καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ Ὑπέρβολος : τοῦτον ὡς φιλόδικον |
διαφυλάξειν πάλιν ἐρᾶν πατρίδος , πάλιν γονέων ἐπιθυμεῖν , ὥσπερ ἐπιλανθανόμενον τῶν πρὸς τὸν φίλον αὐτῷ περὶ φιλίας συνθηκῶν : | ||
, ἀνεπιτήδειον . ἐπιλήσμονα ] ἀμνήμονα , ἀμαθῆ . , ἐπιλανθανόμενον . σκαλαθυρμάτιά ⌈ τινες νοοῦσι [ φασι ] τὰ |
παντελὴς αὐτὸν καθέξει στέρησις , ὥσπερ δὴ καὶ ὁ ἥλιος ὄμνυσι τῷ Διί . μζʹ Βαβαὶ ὦ μιαρέ Πῶς μιαρὸν | ||
λέγει μηδέπω ἐμφανίσας ἑαυτὸν , καὶ γελοίως καθ ' ἑαυτοῦ ὄμνυσι . ναβαισατρεῦ : Βαρβαρίζων συγκατατίθεται ὁ βάρβαρος θεός . |
ἰχθύων αὖθις ἀπονήχεται . οὗτός τοι καὶ τὴν ἀγέλην τὴν σύννομον παραλαβὼν σὺν αὐτοῖς ἐκείνοις χωρεῖ καὶ τοῖς δελφῖσιν ὁμόσε | ||
ἡ θήλεια ὑπομένῃ καὶ αὐτή : εἶτα ἐμπλήσας ἕκαστος τὴν σύννομον τὸ ἐντεῦθεν οὐκ οἶδεν αὐτήν . συμπλέκονται δὲ οὐκ |
καλοῦ τὸ πλέον ἑκάστοτε νέμων . οὕτω μὲν οὖν δεῖ φίλαυτον εἶναι , καθάπερ εἴρηται , ὡς δὲ οἱ πολλοί | ||
ὅλως ἀεὶ τὸ καλὸν ἑαυτῷ περιποιοῖτο , οὐδεὶς αὐτὸν ἐρεῖ φίλαυτον οὐδὲ ψέξει . ὁ μὲν οὖν πρῶτος λόγος φίλαυτον |
εἰς ΥΣ πάντα σύνθετα συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ Υ προπαροξύνεται : σύνοφρυς λεύκοφρυς κάλλιχθυς δίβραχυς . Τὰ εἰς ΥΣ θηλυκὰ ἐκτείνοντα | ||
λιγυρῶς ἀνεβάλλετ ' ἀείδεν : κἤμ ' ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν |
ὁ τᾶς μέθας ἐραστάς : μετὰ κρότων , μετ ' ὠιδᾶς τέρπει με κἀφροδίτα : πάλιν θέλω χορεύειν . Ὅτ | ||
ὁ τᾶς μέθας ἐραστάς : μετὰ κρότων , μετ ' ὠιδᾶς τέρπει με κἀφροδίτα : πάλιν θέλω χορεύειν . Ὅτ |
Κρίτωνι λυτρώσασθαι , καὶ φιλόσοφον ἀπειργάσατο . Ἀλλὰ καὶ λυρίζειν ἐμάνθανεν ἤδη γηραιός , μηδὲν λέγων ἄτοπον εἶναι ἅ τις | ||
: ὁ Σωκράτης ἐπίσταται νῦν γράμματα : ἃ ἐπίσταται νῦν ἐμάνθανεν : ὁ Σωκράτης ἄρα νῦν μανθάνει γράμματα . ἔτι |
ὄρνιθος ἀηδοῦς ἥσει δύσμορος , ἀλλ ' ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς θρηνήσει , χερόπλακτοι δ ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι καὶ | ||
ὁ κλαυθμός , ὁ υἱὸς ὁ μὴ γενόμενός μοι , θρηνήσει σῃ τὸ πρᾶγμα . . ἐγχανὼν ] κατακλαύσας ῶν |
τοῖο δ ' Ἀπόλλων πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροῒ φῶτ ' ἐλεαίρων καὶ τεθνηότα περ : περὶ δ ' αἰγίδι πάντα | ||
μήτηρ : μηδέ τί μ ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ ' ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς |
τῆς δὲ Θουκυδίδου καὶ Γοργίου τὴν μεγαλοπρέπειαν καὶ σεμνότητα καὶ καλλιλογίαν εἴληφε . καὶ εἰς μὲν τὸ διδάξαι τὸν ἀκροατὴν | ||
ἐργάσασθαι λέξιν καλὴν ἐν τῷ συντιθέναι τὰς φωνάς , ὅσα καλλιλογίαν ἢ μεγαλοπρέπειαν ἢ σεμνότητα περιείληφεν ὀνόματα , εἰς ταὐτὸ |
καταγέλα . οὐδὲν γὰρ διαφέρει ἢ διψῆν πυρέσσοντα ἢ ὡς λυσσώδη ὑδροφόβον εἶναι . ἢ πῶς ἔτι δυνήσῃ εἰπεῖν τὸ | ||
: ἢ ὅτι τὸν Ἄργον κύνα ἀναιρεῖ , τουτέστι τὰ λυσσώδη καὶ ἄτακτα ἐνθυμήματα . . ΚΥΝΕΟΝ ΤΕ ΝΟΟΝ . |
δὲ ὅτι υἱὸς Ἡσιόδου † Μνασέας ἐστί : Φιλόχορος δὲ Στησίχορόν φησι τὸν ἀπὸ Κλυμένης : ἄλλοι δὲ Ἀρχιέπης . | ||
ὀλίγα ὀφειλόντων καὶ εὐτελῆ . Πάντα ὀκτώ : οἱ μὲν Στησίχορόν φασιν ἐν Κατάνῃ ταφῆναι πολυτελῶς πρὸς ταῖς ὑπ ' |
οὐχ ὁμολογοῦνται παρὰ σοῦ εὐδαίμονες εἶναι , ἀλλὰ περί τινων ἐπιστημόνως ζῶντα σὺ δοκεῖς μοι ἀφορίζεσθαι τὸν εὐδαίμονα . καὶ | ||
: ὄνομα βοτάνης * . περὶ κεράστου * εὖ : ἐπιστημόνως εὐκόλως δολόεντα δὲ εἶπε τὸν κεράστην , ἐπεὶ ἐν |
τοιαῦτα ἅπερ οὗτος ἐξημαρτηκόσιν . . . . . . Κινησίας . Ἐπειδὴ πάντες κατέδαρθον , ἐσκευασμένος τῶν χαλκωμάτων ὅσα | ||
τὸ μῆκος καὶ τὴν ἰσχνότητα . ὅτι δὲ ἦν ὁ Κινησίας νοσώδης καὶ δεινὸς τἄλλα Λυσίας ὁ ῥήτωρ ἐν τῷ |
εἴχετο τοῦ πρὸς Μαγνέντιον ἔργου . Καὶ δὴ μάχαις ἑτέραις περικόψας αὐτῷ τὰς ἐλπίδας , συνήλασεν εἰς Λούγδουνον , οὗ | ||
τῆς ἀροτριάσεως , ὅτι τότε ἐστὶν ὁ ἄριστος , καὶ περικόψας διὰ τὸ εἰπεῖν καὶ τὴν ἄνοιαν τῶν μὴ προετοιμασάντων |
. ὃς οὐκ ἔδωκ ' αἰτοῦντι Σοφοκλέει χορόν , τῷ Κλεομάχου δ ' , ὃν οὐκ ἂν ἠξίουν ἐγὼ ἐμοὶ | ||
πᾶσαν καναχῶν ὁλόφωνος ἀλέκτωρ . Ἴτω δὲ καὶ τραγῳδίας ὁ Κλεομάχου διδάσκαλος , παρατιλτριῶν ἔχων χορὸν Λυδιστὶ τιλλουσῶν μέλη πονηρά |
κἂν ἴδῃς ἄλλον νέμοντα τὰς βοῦς , ἐμοῦ μνημόνευσον . Δόρκων μὲν δὴ τοσαῦτα εἰπὼν καὶ φίλημα φιλήσας ὕστατον ἀφῆκεν | ||
πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον , ὃν ὁ Δόρκων ἐδωρήσατο : ἀλλὰ τοῦτο φίλημα καινόν : ἐκπηδᾷ μου |
ἡ δ ' ἀνδρὶ ἰκέλη Τρώων κατεδύσεθ ' ὅμιλον , Λαοδόκῳ Ἀντηνορίδῃ κρατερῷ αἰχμητῇ , Πάνδαρον ἀντίθεον διζημένη , εἴ | ||
: καταλέλοιπε δὲ τὸ διζημένη . ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ὁμοιωθεῖσα Λαοδόκῳ ἀνάγκην εἶχεν ἀνθρώπινα ἐπιτηδεύειν . . . . ἀμφὶ |
δεῖπνον εἰσήιεσαν πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ψάλλουσαι καὶ ἄιδουσαι γυναῖκες : ἔψαλλον δὲ αὗται καὶ ἦιδον ἐκείνου δειπνοῦντος . . . | ||
μου , ἀνελάμβανον τὸ ψαλτήριον καὶ τὸν μισθὸν τῆς ἀνταποδόσεως ἔψαλλον , καὶ κατέπαυον αὐτὰς τῆς ὀλιγωρίας τοῦ γογγυσμοῦ . |
ἐκ φωτὸς ἀμυδρὸν ἐκ φανοτέρου , καὶ δὴ καὶ οὐσίαι συνοῦσαι ταῖς δυνάμεσι ταύταις , ἵνα μὴ γίνηται ἄνευ οὐσίας | ||
γραφέτω Διονύσιος προσέταξεν γράφειν Διονύσιον . διὰ τί μέντοι αἱ συνοῦσαι πτώσεις εὐθεῖαι πλάγιοι γίνονται , ἀκριβώσομεν ἐν τῷ περὶ |
ἔπαθε . ὠμηστὴς λέων ] ἤγουν ὥσπερ λέων ὠμοφάγος . ἐξεπίσταμαι ] ἤγουν καλῶς οἶδα διακρίνειν τὰς ὁμιλίας τῶν συνόντων | ||
κανόνα οἱ παλαιοὶ ποιηταὶ καὶ μέτρων εἰδήμονες , καὶ αὐτὸς ἐξεπίσταμαι . Κλῖναι δὲ τὸ ΚΛΙ , εἰ καὶ σκυτεύς |
κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει . μάντις δ ' ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς . ἄνθρωπος ὤν , τοῦτ ' ἴσθι καὶ | ||
ὡς Ὅμηρος ὑπεμφαίνει μικρὸν τοὺς Σολύμους ἔθνος μάχιμον , οὓς εἰκάζει καὶ λέοντι διὰ τὸ κατὰ πρόσωπον γενναιοτάτως μάχεσθαι , |
* παίζειν Γ ἐκ πολλῆς εἰδήσεως τοῦ ἑλληνισμοῦ . Γ μυρρίνας : μυρρίναις γὰρ ἐστεφανοῦντο οἱ ἄρχοντες . καὶ μυρρινῶν | ||
περὶ μίαν τράπεζαν πολλὰς κλίνας τιθέντες , παρὰ μέρος ἑξῆς μυρρίνας ἔχοντες ᾖδον γνώμας καὶ ἐρωτικὰ σύντονα . ἡ δὲ |
ὄϊς μέντοι † ἀβυδινὰς οὐκ ὄψει ποτὲ λευκάς , ἀλλὰ μελαίνας . ἡ δὲ αἲξ τὴν τοῦ πνεύματος εἰσροὴν καὶ | ||
αἷμ ' ἀνθρώπου : τοίου μιν θάρσευς πλῆσε φρένας ἀμφὶ μελαίνας , βῆ δ ' ἐπὶ Πατρόκλῳ , καὶ ἀκόντισε |
τῆς λεωφόρου καὶ ἐς ὕλην ἐπήδησε καὶ εὐθὺς τὸν ἄθλιον Χαρικλέα περιρρήγνυσι δένδρῳ . ὁ δέ , ὡς ἀπὸ μηχανῆς | ||
λόγῳ τὴν κρίσιν ἐπισπεύσας ἐξανέστην : ἑώρων γὰρ ὑπερκατηφῆ τὸν Χαρικλέα παρὰ μικρὸν ὡς θανάτου κατάκριτον . ὁ δ ' |
καὶ ἰχθύες ἀκολούθως ἐποίησε καὶ Ἀρχίλοχος : πολλὰς δὲ τυφλὰς ἐγχέλυας ἐδέξω . οἱ δ ' Ἀττικοί , καθὼς Τρύφων | ||
γὰρ ὁ Λαρισσαῖος ἀκούσας διηγουμένου τινὸς ἐν ὕδατι ζώσας ἰδεῖν ἐγχέλυας , ἔφησε τουτί . Οὐ δύνασαι Θέτιδος καὶ Γαλατείας |
λαμπετόωντι ἐίκτην . ἐξ ἐνεργείας δὲ αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι πλοχμοί θ ' , οἳ χρυσῷ τε καὶ | ||
Ὀρχομενὸς παρὰ τὴν τῶν Χαρίτων ὄρχησιν , ὡς Εὐφορίων Ὀρχομενὸν Χαρίτεσσιν ἀφαρέσιν ὀρχηθέντα . ἐπορχούμενος . ὀρχήστρα , ὀρχηστρίς , |
σοφὴν θεῶν ὑμνῳδὸν ἰατρόν θ ' ἅμα . κλύω δὲ Λυδὰς Βακτρίας τε παρθένους ποταμῷ παροίκους Ἅλυι Τμωλίαν θεὸν δαφνόσκιον | ||
ὅτε μειδιῶσι . καὶ ἐρῶσιν οἱ γενναῖοι καὶ ὑποποιοῦνται τὰς Λυδὰς αἰκάλλοντες αὐτὰς τέχνῃ . κἀκεῖνο αὐτῶν ἔτι : σκληροὶ |
δήσαντας μαστιγοῦν . οὕτω δὲ τοῦ σώματος ἤδη πονήρως διακειμένου Ἀντίμαχον μεταπεμψάμενος τῶν μὲν γεγενημένων οὐδὲν εἶπεν , ἔλεγε δ | ||
, κατὰ δὲ Σιμωνίδην . Χῖος , κατὰ δ ' Ἀντίμαχον . . . . . καὶ Νίκανδρον . . |
ἐρείσασα , κἂν ὁ αἰπόλος ἀπάγῃ , θρηνήσει καθάπερ λωτοῦ ἀποσπωμένη . ἐν δὲ τοῖς κρημνοῖς τοῦ ὄρους λίβανοί τε | ||
, ἡ δὲ ἀδελφὴ τὸν αὐτὸν ἔχουσα λόγον τῇ ψυχῇ ἀποσπωμένη τοῦ ἀνδρὸς τοῦ σώματος ἔμελλεν ἀποσπασθήσεσθαι ὑπὸ τοῦ δαίμονος |