λιμναῖος καὶ ποτάμιος . οὗτος δὲ καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . σάλπη κρείττων ἡ φθινοπωρινή , ὑγρόν τι καὶ λευκὸν καὶ
τοῦ ὀπτοῦ : οὗτος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὐκοίλιος . σάλπη σκληρά , ἄστομος : κρείσσων δ ' ἡ ἐν
8685782 ὀρφος
εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς παχύνει καὶ σμήχει . ὀρφὸς ἢ ὀρφώς , φησί , εὔχυλος , πολύχυλος ,
τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη , καὶ τῶν ἰχθύων ἰσικὸς , ὀρφὸς ἢ ἄλλος τις τῶν σκληροσάρκων , καὶ τῶν πεπόνων
8615537 φαγρος
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας ,
' ἄλλων δὲ πελάγιον , οἷον χρύσοφρυς , γλαῦκος , φάγρος , εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι . κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν
8583013 μαινιδες
Βοιώτιαι μὲν ἐγχέλεις , μῦς Ποντικοί , θύννοι Μεγαρικοί , μαινίδες Καρύστιαι , φάγροι δ ' Ἐρετρικοί , Σκύριοι δὲ
λόγῳ ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ ἐπεμνήσθην , οἷον χαλκίδες τριχίαι μαινίδες ψηστοὶ ἀφύαι . ἤδη δέ τι καὶ κατ '
8574145 κορακινος
. οὗτος δέ , φησί , καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . κορακῖνος δ ' ὁ ἐκ τοῦ Νείλου : ἥττων δ
περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων . θρίσσα ἐγκρασίχολος , μεμβράς , κορακῖνος , ἐρυθρῖνος . τριχίδων δὲ Εὔπολις : ἐκεῖνος ἦν
8465126 κνηκος
' αὐτῶν τῶν σπερμάτων , ὥσπερ ὁ ἄκανος καὶ ὁ κνῆκος καὶ πάντα τὰ ἀκανώδη : καθ ' ἕκαστον γὰρ
. ἁλικάκκαβον ἤτοι τὸ στρύχνον ὀνομαζόμενον . ἀτρακτυλὶς ἤτοι ὁ κνῆκος ὁ ἄγριος . ἄσφαλτον ἤτοι ἡ ἀγρία πίσσα λεγομένη
8464257 θυννιδες
σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς
σηπίαι ἑφθαί , μύραιν ' ἑφθή , κωβιοὶ ἑφθοί , θυννίδες ὀπταί , φυκίδες ἑφθαί , βάτραχοι , πέρκαι ,
8463148 θυννις
εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς
Κρατῖνος δ ' ἐν Πλούτοις φησίν : ἐγὼ γάρ εἰμι θυννὶς ἡ μέλαινά σοι καὶ θύννος , ὀρφώς , γλαῦκος
8399075 σπαρος
τῶν τεναγωδῶν τῶν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς τῶν μεγάλων . ὁ σπάρος δριμύς , ἁπαλόσαρκος , ἄβρομος , εὐστόμαχος , οὐρητικός
κόλλουρος , σκορπίοι ἠδὲ λύκοι καὶ σήπιαι ἠδὲ τραγίσκοι καὶ σπάρος ὀξυόδους καὶ κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ
8369899 θρᾳττα
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα ,
8360143 σκομβρος
. θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον
κυβίου προφέρουσα , κινητικὴ ὀρέξεως , πρὸς ἐκκρίσεις εὐόλισθος . σκόμβρος εὔστομος , δύσφθαρτος , δίψους ποιητική : κρατίστη δ
8336394 κρανειαι
εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι : ἐν δὲ πόαι ῥίζῃσι
σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες ,
8329716 σηπια
εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι πειρωμένους ὠφελεῖ
διὰ τί ἰχθύς ; διότι ἄκανθαν ἔχει . διὰ τί σηπία ; διότι σηπίον ἔχει . ταῦτα δὲ πάντα ἀνάλογον
8329224 κοκκυγες
μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι ,
ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . ΚΟΚΚΥΓΕΣ . Ἐπίχαρμος : κἀγλαοὶ κόκκυγες , οὓς παρσχίζομες πάντας , ὀπτᾶντες δὲ χἀδύναντες αὐτοὺς
8327346 πουλυποδειον
, ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον ,
ἀλλ ' ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ λαβοῦσα καὶ τοδὶ τὸ πουλυπόδειον . ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις
8322044 δρακαινις
θρίττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κωβιός ,
θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κάραβος ,
8316061 αἰολιας
φυκίς , βρίγκος , φάγρος , μύλος , λεβίας , αἰολίας , θρίττα , χελιδών , δρακαινίς , πουλυπόδιον .
σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς ,
8300961 εὐχυλος
] . ὁ δὲ κλιβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὔπεπτος καὶ πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος
κακοστομαχώτερος . ὁ δὲ κριβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος
8291380 κιχλη
ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα
φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι
8275112 λεβιας
κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών ,
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρίττα , χελιδών ,
8274847 γαλεος
ἄγε . καρῖδας ἔλαβον πρῶτον , ἀπεταγήνισα ταύτας ἁπάσας . γαλεὸς εἴληπται μέγας , ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ
ᾔτησας ἥκω δεῦρ ' ἄγων . ὁ πάππος ἦν μοι γαλεὸς ἀστερίας ἴσως . ἀναλφάβητος καὶ δὴ δεδειπνήκασιν αἱ γυναῖκες
8265187 ῥινη
ἀρίδοςπρίων , πέλεκυς , πρίστης ἡ καλουμένη ῥίνη : καὶ ῥίνη δὲ ὑπὸ Ξενοφῶντος εἴρηται . ἐν δὲ τοῖς ἔργοις
τρυγὼν νάρκη βοῦς καὶ ὁ λεγόμενος ἀετὸς καὶ γαλεὸς καὶ ῥίνη καὶ εἴ τι ἄλλο τούτοις ὅμοιον . ὅσοι δὲ
8248683 ἁπαλοσαρκος
ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος ,
διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς
8248634 φασιολοι
καὶ ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή . Πισσοί , φασίολοι , κύμινον , λιγυστικοῦ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα
, ὦχροι , λάθυροι , ἄρακοι . [ Πισσοί , φασίολοι , ] κύαμοι , λάθυροι , φακός , τυρός
8238037 ἀστομος
λευκὸν καὶ ἄβρομον ἀνίησιν . ὁ γρύλλος ὅμοιος ἐγχέλει , ἄστομος δέ . βῶξ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτον ὑγρὸν ἀνιείς
? περικάθαρμα . ἀλλ ' αὐτὸς ἔρχεται καταδιαβαίνων καρνάρις , ἄστομος , δεινὸς ἄγροικος ! ! ! ! ! δ
8216491 ἀλφος
ἀλφαίνειν , ἀληλεσμένα , ἀλήφατα ἄλφιτα . . . . ἀλφός : παρὰ τὸ ἐναλλάσσειν τὴν χροιάν . σημαίνει δὲ
. τὸ δὲ κῦφος τὸ ΚΥ μακρόν . τὸ δὲ ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα
8209421 ἀφακη
τῶν τετραπόδων ζῴων , οἷον ὄροβος μὲν ἀροτήρων βοῶν , ἀφάκη δὲ προβάτων . ” . / . : Φανίας
, ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , ἀφάκη μᾶλλον φακῆς , λιβανωτοῦ φλοιός , λύκιον , μαλαβάθρου
8202655 θρισσα
βελόνη καὶ ἀβλενής , δύσπεπτος , ὑγρός , εὐκοίλιος . θρίσσα , χαλκίς , εὐανάδοτα . κεστρεύς ἐστι καὶ θαλάσσιος
καὶ φαγρώριος ὃν καὶ φάγρον καλοῦσιν , ἔτι σίλουρος κιθαρὸς θρίσσα κεστρεὺς λύχνος φῦσα βοῦς : ὀστρακίων δὲ κοχλίαι μεγάλοι
8201542 ποταναι
καὶ μελάντερος τὸν νῶτον . Ἐπίχαρμος : σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες . τοῦτο δὲ σημειωτέον πρὸς Σπεύσιππον λέγοντα εἶναι
δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς γραῖαί τ ' ἐριθακώδεες .
8199820 φαγροι
οὗτοι : ὁ θύννος ἀγρεύεται κορακίνῳ , λάβραξ καρίδι , φάγροι χάννοις , συνόδοντες βωξὶν , ἴουλοι ἱππούροις , ὀρφοὶ
τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , γόγγροι , φάγροι καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ ζῴων κητώδη ,
8184891 βωκες
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Κανονίζει ὁ τεχνικὸς τὰ εἰς ρ λήγοντα :
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Ἑνικά . Ὁ λουτήρ τοῦ λουτῆρος , ὁ
8182675 ἠλακατηνες
οὗτοι , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος . κωβιός , ἠλακατῆνες καὶ κυνὸς οὐραῖον . Μνασέας ὁ Πατρεύς : Ἰχθύος
' ἀπείλημμαι μόνος . πρόσεισιν οἷον ἀψοφητὶ θρέμματος κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον . ἆρ ' ἐστὶ τοῦτ '
8179067 μιμαρκυς
κατεσθίων τὰς τρίχας . Γ τὴν μίμαρκυν : κυρίως μὲν μίμαρκυς ἡ λαγῴα χορδὴ ἡ ἐκ τῶν ἐντέρων . χρῶνται
οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο
8172063 μυλλος
τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα ,
φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα ,
8167241 ὀπτοι
σφαιρία ἢ σέσελι ἢ πέπερι ἢ καρκίνοι ποτάμιοι ἑφθοὶ ἢ ὀπτοί . Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν
, χορίων , πυρῶν , καρύων , χόνδρου . κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί
8161912 μιμαικυλα
τὸν εἰς Φερεκράτην ἀναφερόμενόν φησιν : ἀμυγδάλας καὶ μῆλα καὶ μιμαίκυλα καὶ μύρτα καὶ σέλινα κἀξ οἴνου βότρυς καὶ μυελόν
ὁρᾷς , φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα . Θεόφραστος : ἡ κόμαρος ἡ τὸ μιμαίκυλον φέρουσα
8147486 ἀμητες
; ναί . τοῦτ ' ἐκεῖν ' ἔστιν σαφῶς : ἄμητες , οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον
, ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φυστή ,
8141873 φυκις
δὲ οἱ πετραῖοι σχεδόν τι πάντες , οἷον κίχλη , φυκὶς , ἐλεφιτὶς , κωβιός : οἱ τοιοῦτοι δὲ καὶ
εἰμὶ γὰρ τέλειος , ἀλλά με πρῴην πρὸς τῇδε πέτρῃ φυκὶς ἔπτυσεν μήτηρ . νῦν οὖν ἄφες με , μὴ
8132520 βριγκος
γαλεοῦ , ῥίνης , σαῦρος , φυκία , φυκίς , βρίγκος , φάγρος , μύλος , λεβίας , αἰολίας ,
βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα ,
8129626 βικος
μελίνη , κέγχρος , καὶ ὅσα τοιαῦτα , φακός , βῖκος , σήσαμον , ἐρύσιμον , κάστανα , βάλανοι ,
σπερμάτων οἵ τε ἁπαλοὶ τυροὶ καὶ ὁ φακὸς καὶ ὁ βῖκος καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς καὶ μέλανες . Κεράτια
8129427 ναρκαι
καὶ λαγῲ καὶ γυναῖκες εἱλίποδες . Ἐπίχαρμος : ἦν δὲ νάρκαι βατίδες , ἦν δὲ ζύγαιναι , ῥίναι τε τραχυδέρμονες
: καὶ γὰρ τεσσαρακονθήμεροι ἀπαλλάσσονται : ἀλλ ' οὐδὲ αἱ νάρκαι ἐπιγίνονται ἰσχυραὶ , οὔτε αἱ καταψύξιες τῶν σκελέων τε
8126554 σισυμβρια
πρὸς τὸ εὐγλωττότερον . 〛 εἴδη φυταρίων . . . σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚
ἐν τοῖς στεφάνοις ἄνθη ῥόδα , ἴα , κρίνα , σισύμβρια , ἀνεμῶναι , ἕρπυλλος , κρόκος , ὑάκινθος ,
8115305 σατυριον
κῶνοι ἐδέσματα πολύσπερμα λέγεται καὶ ἔστιν : σκίγκος δὲ καὶ σατύριον φάρμακα : τροφαὶ δ ' ἅμα καὶ φάρμακα τό
ζύθος , ὀποὶ πάντες , καὶ μᾶλλον ὁ Κυρηναϊκός , σατύριον , σιλφίου ὀπὸς καὶ ἡ ῥίζα . σύκων ὀλιγοχρόνιος
8103386 βραχος
, τὸ τέλος , τὸ βάρος , τὸ ὑπὸ τὸ βράχος . Ἀφρόν : ἐπιφάνειαν , ποτὲ δ ' ὑπεράνω
ὕφορμον : ἔχει δὲ ἐκ δεξιῶν βράχη : καθορῶν τὸ βράχος κατάγου . Ἀπὸ Σεληνίδος ἐπὶ Ἀζὺ στάδιοι ηʹ .
8101560 ὀκριοεις
ὡς βροτὸς βροτόεις , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο ὀκριόεις . καὶ τὸ θηλυκὸν ὀκριόεσσα . . , :
καὶ σαῦραι χάνναι τε καὶ ὀρφέες ἠδὲ γαρίσκοι , κάραβος ὀκριόεις καὶ εὐόνυχες κήρυκες καὶ λεπάδες χῆμαί τε καὶ ὀξυέθειρες
8096960 σησαμιδες
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
: ταῦτα γὰρ καὶ ὁ τυρὸς προαγορεύει . κοπταὶ δὲ σησαμῖδες καὶ πυραμοὶ ἀγαθὰ πᾶσι , μάλιστα δὲ τοῖς δίκην
8089493 εὐκοιλιος
μὲν ἁπαλὴ καὶ εὔστομος καὶ εὔπεπτος , ἔτι δ ' εὐκοίλιος : ὁ δ ' ἀπ ' αὐτῆς χυλὸς λεπτυντικός
χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ δὲ καλουμένη κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος : ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς παχύνει καὶ
8089414 ψηττα
' ὑπόνοιαν . δέον εἰπεῖν μάχεσθαι , ἐκπιεῖν εἶπε . ψῆττα : Ὄρνεόν ἐστι τετμημένον κατὰ τὸ μέσον , ὡς
οἷον οἱ χυτοὶ οἱ τῷ δικτύῳ περιεχόμενοι , χρόμις , ψῆττα , θύννος , πηλαμύς , κεστρεύς , χαλκίδες καὶ
8085422 περκη
ἰχθύδια ὄντα , ἄβρωμα καὶ εὔφθαρτά ἐστιν , ἡ δὲ πέρκη τούτοις προσεοικυῖα κατὰ τόπους ὀλίγῳ διαλλάττει . οἱ δὲ
θαλαττίας ὕλης , καθάπερ ὁ Νειλαῖος κορακῖνος καὶ ἐν Ῥήνῳ πέρκη καὶ Τίβουρι λάβραξ , ὅς ἐστιν ἐπεστιγμένος . καὶ
8071534 λεπτυντικη
δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ γογγυλίς , φησί , λεπτυντική ἐστι καὶ δριμεῖα καὶ δύσπεπτος , ἔτι δὲ πνευματωτική
, οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος , ταριχευθεῖσα δὲ εὐκοίλιος καὶ λεπτυντική , ἡ δὲ μείζων συνοδοντὶς καλεῖται . ἡ δὲ
8070398 ποδοστραβη
λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα
τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ
8070150 πολυτροφος
φησί , εὔχυλος , πολύχυλος , γλίσχρος , δυσφθαρτός , πολύτροφος , οὐρητικός . τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ
τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος μέν ἐστι καὶ βαρεῖα , οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος
8069978 Κυδωνια
πολίτης Κυδωνιάτης καὶ Κύδων καὶ Κυδώνιος καὶ Κυδωναῖος , καὶ Κυδωνία θηλυκῶς καὶ Κυδωνίς , καὶ Κυδωνικὸς ἀνήρ . Κύζικος
ἐκ δὲ Ἑρμοῦ Κύδωνα , ἀφ ' οὗ ἡ πόλις Κυδωνία καλεῖται ἐν Κρήτῃ . Γαράμαντες ἔθνος Λιβύης . Γαράμαντα
8064700 τρομητα
τοῦ λεπτοκαρύου . βολβοὶ πεφθῆναι ῥᾴους οἱ δίσεφθοι . ὠὰ τρομητὰ καὶ ῥοφητά , θρίδακες , ἴντυβοι , μαλάχη ,
τοῦ λεπτοκαρύου . βολβοὶ πεφθῆναι ῥᾴους οἱ δίσεφθοι . ὠὰ τρομητὰ καὶ ῥοφητά , θρίδακες , ἴντυβοι , μαλάχη ,
8064227 χαραδριος
πληρωσάμενος . οὐκ ἐμπλησθεὶς ἀλλὰ προσδεὴς ὤν . χαραδριοῦ . χαραδριὸς ὄρνις τις ὃς ἅμα τῷ ἐσθίειν ἐκκρίνει . εἰς
κράζειν . [ ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκρύπτετο . ] χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς τὰ προκείμενα .
8064108 βατοι
ἐν τῷ κόσμῳ συμβαινόντων . Σίκυος πικρός ; ἄφες . βάτοι ἐν τῇ ὁδῷ ; ἔκκλινον . ἀρκεῖ , μὴ
, ἦν δὲ ζύγαιναι , πρήστιες , κἀμίαι τε καὶ βάτοι ῥίναι τε τραχυδέρμονες . ἐν δὲ Μεγαρίδι : τὰς
8062201 σχαδονες
. . ὦτα , λαγώς , σκόμβροι , σησαμίδες , σχάδονες . αὔριον αὐτὰ καλῶς λογιούμεθα . νῦν δὲ πρὸς
τό τε σκύφος : ὅπερ ὑπέσχου ποτήριον . σχαδόνων : σχάδονες τὰ τῶν κηφήνων κηρία . . . . ὥς
8060478 λεβιαι
κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει
περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ
8057686 σαυρος
, συνδυασθέντε συνηλθέτην ἐκ τῆς διαιρέσεως : καὶ ἑνωθεὶς ὁ σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ
γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
8055806 εὐπεπτος
πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος : οὔτε γὰρ ἱστάνει κοιλίαν
μέν ἐστι καὶ ἥκιστα κακόχυλος , σαρκωδὴς , τρόφιμος , εὔπεπτος , εὐανάδοτος κατὰ πάντα , τοῦ μύλλου κρείσσων :
8052116 θρανια
. καὶ δίφροι δὲ καὶ κλισμοὶ καὶ θρόνοι τῆς ξυλουργικῆς θρανία , σκολύθρια . κάλλιστοι δὲ οἱ Θετταλικοὶ δίφροι ,
Σκολύθρια . ταπεινὰ διφρία παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς , ἅ τινες θρανία καλοῦσιν . Σκολύθρια , ἅπερ ἐστὶ μικροὶ τρίποδες Θετταλικοὶ
8048245 κολιαι
' ὑπέροπλος ὀρκύνων γενεὴ καὶ πρημάδες ἠδὲ κυβεῖαι , καὶ κολίαι σκυτάλαι τε καὶ ἱππούροιο γένεθλα . ἐν τοῖς καὶ
ἄλλων οἱ σκληρόσαρκοι δύσφθαρτοι , οἱ ἁπαλώτεροι φθείρονται ῥᾳδίως . κολίαι εὔστομοι , κινητικοὶ κοιλίας : κράτιστοι δ ' οἱ
8046895 πωλυποι
, τευθίδα : Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ : πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
τε καὶ κίχλαι , λαγοὶ δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
8045867 καλαθισκος
καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον , ἡμιλάσταυρον , ἡμιφυές ἡμιώριον Ἰκόνιον κάθου καλαθίσκος κατάστικτον κατεγνυπωμένως κνύειν κοιτών κολλυβιστής κουρίδα κύμινον Κυραννή λεβήτιον
τὰ φύλλα θρία ὠνόμασεν . παλάθη κυρίως ὁ τῶν σύκων καλαθίσκος παῦρα ] ὀλίγα νῦν δὲ τὰ τῆς χαμαιπίτυος φησίν
8043593 ἀνδραφαξυς
παραπλέκεται καὶ τῶν λαχάνων τῶν ἑφθῶν τινα , βλίτον , ἀνδράφαξυς , καὶ τῶν ὠμῶν ἀνδράχνη καὶ μέση ῥαφανίς .
, θριδακίνη , ἴντυβοι : μαλάχη δὲ καὶ βλίτα καὶ ἀνδράφαξυς ὑδατωδέστατα λαχάνων ἐστίν . κύαμοι χλωροὶ ὑγραίνουσιν , ἐρέβινθοι
8038133 μεμβρας
“ ὀρφώς ” , ὡς ταώς καὶ λαγώς . Γ μεμβρὰς δὲ εἶδος ἀφύας . εἴρηχ ' ] εἴρηκεν .
“ ὀρφώς ” , ὡς ταώς καὶ λαγώς . Γ μεμβρὰς δὲ εἶδος ἀφύας . εἴρηχ ' ] εἴρηκεν .
8036042 τευθιδεϲ
καὶ κάραβοι καρίδεϲ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι
ἡ ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν
8035749 παλιουρος
, νυμφαία , φοίνικες , ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτόν , παλίουρος , ἱππούρεως ῥίζα , αἷμα πεπηγός , κύπερος ,
Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε Νασαμωνικῇ καὶ παρ
8035148 καραβος
τρέφουσι πρὸς ἀλλήλους ἡ μύραινα , ὁ πολύπους καὶ ὁ κάραβος , καὶ πῶς ἐν ἀμοιβαίοις φόνοις μετὰ πανουργίας καὶ
: χρύσοφρυς , ὃς κάλλιστος ἐν ἄλλοις ἵσταται ἰχθύς , κάραβος , ἀστακὸς αὖτε λιλαίετο θωρήσεσθαι ἐν μακάρων δείπνοις .
8034371 ἀμεργων
ὅτε πρώτιστον ἴδωνται : πολλάκι θερμία καλά , τοτὲ χρυσανθὲς ἀμέργων λείριά τε στήλῃσιν ἐπιφθίνοντα καμόντων καὶ γεραὸν πώγωνα καὶ
ὅτε πρώτιστον ἴδωνται : πολλάκι θελμια καλά , τοτὲ χρυσανθὲς ἀμέργων λείριά τε στήλαισιν ἐπιφθίνοντα καμόντων καὶ γεραὸν πώγωνα καὶ
8034258 Κυκλωψιν
οἷον λέβητι λέβησι Αἴασι , δυνάμει δέ , οἷον κόραξι Κύκλωψιν . ἐπεὶ οὖν τὸ καλοῖς οὐδετέρων οὐδέποτε λήγει εἰς
νῦν δ ' οὐδ ' ἀφύην κινεῖν δοκεῖς . Καλλίας Κύκλωψιν : πρὸς τῆς ἀφύης τῆς ἡδίστης . Ἀριστώνυμος Ἡλίῳ
8024221 κιχοριον
, καὶ μᾶλλον τῆϲ πόαϲ τὸ ϲπέρμα . Ϲέριϲ ἢ κιχόριον ἢ πικρὶϲ ὑπόπικρόν ἐϲτι λάχανον καὶ μᾶλλον τὸ ἄγριον
πίτυος : ἄνθη δὲ λευκόλινα : ῥίζα δ ' ὡς κιχόριον . Ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα χαμαιπίτυς , κλάδους ἔχουσα
8023755 θυϊα
ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν
σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα
8023503 βρυγμος
κύαμος , χόνδρος , τυρός , μέλι , σησαμίδες , βρυγμός , μνοῦς , μῆλον , κάρυον , γάλα ,
: βοτάνης εἶδος , ὃ βηκίαν καὶ βήκιον καλοῦμεν . βρυγμός : ἰδίωμα ποιοῦ ψόφου . βλιχῶδες : οἱ δὲ
8021293 ἡμεροκαλλες
: ἴον , Διὸς ἄνθος , ἴφυον , φλόγα , ἡμεροκαλλές . πρῶτόν τε ἀνθέων ἐκφαίνεσθαί φησι τὸ λευκόιον ,
τὰ προειρημένα πάντα σπείρεται , οἷον ἰωνία διόσανθος ἴφυον φλὸξ ἡμεροκαλλές : καὶ γὰρ αὐτὰ καὶ αἱ ῥίζαι ξυλώδεις :
8020853 ἀλεκτορις
, λαλοῦντος . ἀλεκτρυὼν ἀττικόν , ἀλέκτωρ παρὰ Ἀλεξανδρεῦσιν , ἀλεκτορὶς δὲ ἀλεκτορίδος ἐπὶ τῆς θηλείας , ὅθεν καὶ ”
καὶ τὰ μάλιστα ἀσύλληπτος ἦν . Ὄρνις κατοικίδιος ἡ καὶ ἀλεκτορὶς λεγομένη , πᾶσί ἐστι γνωστή . Ταύτης ἡ κόπρος
8017193 ἡμερις
μέμηλεν . ἡ δ ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο ἡμερὶς ἡβώωσα , τεθήλει δὲ σταφυλῇσι . κρῆναι δ '
] ? ἀλεγο [ [ ] ε διψαλέωι Κυνὶ κάρφεται ἡμερὶς [ ὕλη ] [ [ ] ων καὶ γούνατ
8016925 φασιλοι
' αὐτῶν ἄρτοι , κύαμοι , ὦχροι , δόλιχοι , φάσιλοι , λάθυροι , ἄρακοι , ἐρέβινθοι , ὄρυζα ,
μᾶλλον ὀπτά , καὶ ἔτι μᾶλλον ταγηνιστά , θέρμοι , φάσιλοι , πισσοί , σήσαμον , ἐρύσιμον , βάλανοι ,
8014145 ἀρκευθος
θυία μὲν φύεται καὶ εἰς ὕψος , ἐλάτη δὲ καὶ ἄρκευθος φύεται μὲν οὐκ εἰς ὕψος δέ , καθάπερ καὶ
φάρμακον κομίσαι τὸν δράκοντα ἐπάιδουσαν . . . ἡ δὲ ἄρκευθος δένδρον τι ἀκανθῶδες Ἀπόλλωνος ἴδιον ὡς ἱστορεῖται ἐν γ
8011541 θανατηφορος
ἕλκεται , ἔρχεται . Πικρός : ὁ πικροποιὸς , καὶ θανατηφόρος , ὁ ἰοβόλος : ἀλλοπαθὲς τὸ σχῆμα , ἐπειδὴ
ἔχεις . ἢ ἐπὶ βλάβῃ ἔχεις . κήρ γὰρ ἡ θανατηφόρος μοῖρα : τί κυνηγεσίων : ἀντὶ τοῦ ἐπιμελείας .
8010871 βελοναι
σοι μηλωτρὶς ἐπ ' ἄκρου τρῆμα ἔχουσα , οἷον αἱ βελόναι τὸ κύαρ , ἢ οἷον ἕλικα πρὸς τῷ πέρατι
σηπία , ὀρφώς , κάραβος , ἔσχαρος , ἀφύαι , βελόναι , κεστρεύς , σκορπίος , ἔγχελυς , ἄρκτος .
8010666 φιλυκη
τὰ δὲ ἄλλα ὥσπερ ἐνισταμένου τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ '
, ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον ὀξυάκανθος πρῖνος μυρίκη : τὰ
8008945 καρις
. Ἀκρίς : ὀξυτόνως τὸ ζῷον : παρὰ τὸ κάρη καρίς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀκρίς , ἡ κάραν
λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον ,
8008252 καπνιας
δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι :
οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς
8005792 μαλακοδερμα
πολύποδες , σηπίαι , τευθίδες , καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες ,
τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι δράκοντεϲ κόκκυγεϲ γαλιώνυμοι ϲκορπίοι τράχουροι
8005461 τραχουροι
ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι ,
ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι ,
7999972 ψητται
ὑπακτικά . τὰ δὲ πετραῖα , κωβιοί , σκορπιοί , ψῆτται , τὰ ὅμοια ξηρὰν δίδωσι τροφήν , εὔογκα δ
βάτραχοι , πέρκαι , συνόδοντες , ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι ,
7991171 φηνη
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες .
7989969 πεπονεϲ
ἥμεροϲ . Οὐρητικὸν ἔχουϲί τι καὶ οὗτοι , καθάπερ οἱ πέπονεϲ , ἀλλ ' ἧττον ἐκείνων , τῷ καὶ τὴν
πάνταϲ τρόπουϲ τῆϲ χρήϲεωϲ , κέγχροϲ ἔλυμον ὕδνα κολοκύνθη ἑφθὴ πέπονεϲ μηλοπέπονεϲ ϲίκυοι κοκκύμηλα ϲυκόμορα αἱ αὐϲτηραὶ καὶ ὀξεῖαι ϲταφυλαί
7988216 ὠχρων
τοῦτο ξυνέβη : πόνος : ἔμετος χολωδέων , πολλῶν , ὠχρῶν , καὶ πρασοειδέων , ὅτε πίοι : σπασμὸς εἶχε
θερμότερον , τά τε χρώματα τῶν οὔρων τῶν ὑπώχρων καὶ ὠχρῶν ἀφιστάμενα πρὸς τὸ ὑπόπυρρον χωρεῖ καὶ ὑπόξανθον : καὶ
7984237 χρεμπτεται
καθαίρει . πράσα δὲ θερμαίνει καὶ οὐρεῖται καὶ διαχωρεῖται καὶ χρέμπτεται . ῥαφανὶς δ ' ἀγαθὴ μὲν πρὸς φλέγμα ,
καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀλκιβιάδης ἐκ τῶν γυναικῶν ἐξίτω . τί ληρεῖς
7984080 γαρος
καθαρὸν ἐκβῇ , καὶ πωμάσας ἀποτίθεσο . Τὸ δὲ κάλλιον γάρος , τὸ καλούμενον αἱμάτιον , οὕτω γίνεται . λαμβάνεται
ἔρια κεκαυμένα , τρίχες κεκαυμέναι , καρκίνων ἡ τέφρα , γάρος , ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων . σφοδρότατα δὲ ξηραίνει
7978331 βουγλωσσοι
' ἀπ ' αἰγιαλῶν σκληρόσαρκοι καὶ κακόχυλοι , ἄστομοι . βούγλωσσοι , ψῆσσαι σκληρόσαρκοι , δύσφθαρτοι , εὔχυλοι , εὐέκκριτοι
τράγος οὐκ εὔχυλος , ἄπεπτος , βρωμώδης . ψῆττα , βούγλωσσοι εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος
7977505 κληθρα
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
τῆς λύπης γίνεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : σὺ παρὰ κλῆθρα ἵστασο : σοὶ γὰρ μέλει ἡ ἐκ τῶν οἴκων
7976105 ἀσφαλτιον
πρὸς τὸ δῆγμα τῆς ἐχίδνης καὶ μυγάλης . ] Τρίφυλλον ἀσφάλτιον ἕψε καὶ ἀφεψήματι θερμῷ τόπον ἀποδηχθέντα πυριᾷ . οὐδεὶς
, σχοίνου ἄνθος , τερμίνθου καρπός , τρίφυλλον ἡ καὶ ἀσφάλτιον , στρύχνου τοῦ ἁλικακκάβου ὁ καρπός , ὑπερικοῦ ὁ
7975017 Μυρρινη
ὀνόματα αὐτῶν Λαῒς , Κυρήνη , Λέαινα , Σινώπη , Μυρρίνη , Σκιώνη . . τὰς πόρνας : πολλαὶ γὰρ
Πλαγγών , Λύκα , Γνάθαινα , Φρύνη , Πυθιονίκη , Μυρρίνη , Χρυσίς , Κοναλλίς , Ἱερόκλεια , Λοπάδιον .
7971824 ἑλιχρυσος
κυπαίρω . καὶ Ἴβυκος : μύρτα τε καὶ ἴα καὶ ἑλίχρυσος , μᾶλά τε καὶ ῥόδα καὶ τέρεινα δάφνα .
κισσὸς κισσύβιον ] . ἐπανάληψις τὸ σχῆμα . ἑλιχρύσῳ : ἑλίχρυσος εἶδος φυτοῦ , οὗ τὸ ἄνθος χρυσοειδές . ἑλιχρύσῳ
7969925 δασυπους
πικροῦ . Τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον
, κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . . . τυρὸς χλωρός
7966189 στρομβος
γαστέρα λαμβανόμενα πάντα τὰ ὀστρακόδερμα , οἷον πορφύρα κῆρυξ ὄστρεον στρόμβος ἐχῖνος μῦς πελωρὶς χήμη κτένες [ καρκινάδες ] καὶ
+ . * + . . . Βέμβιξ : ὁ στρόμβος , ὃν οἱ παῖδες περιστρέφοντες καὶ παίοντες ἱμάντι παίζουσι
7965094 πιπω
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην
7960492 φιλυρα
δηλονότι . . φιλύρινον : Καλλίστρατος χλωρόν . ἡ γὰρ φιλύρα χλωρόν . χλωρὸς δὲ καὶ οὗτος . Εὐφρόνιος κοῦφον
τὰς θερινὰς στραφέντα τὰ φύλλα τῆς ἐλαίας , ὥσπερ ἡ φιλύρα , καὶ ἡ πτελέα , καὶ ἡ λεύκη .

Back