πολὺ ἐναντιοῦσθαι νέοις καὶ οὐχ ἥκιστα ἐς τοὺς ἐρῶντας τὸ ἀνάλγητον , ὅπου καὶ Μελανίππῳ τότε ἐθέλοντι ἐθέλουσαν ἄγεσθαι Κομαιθὼ
. ἀσκητέον ὦν ποττὰν μετριοπάθειαν ἴμεν , ὡς τό τε ἀνάλγητον εἰς ἴσον τῷ ἐμπαθεῖ φεύγωμες , μηδὲ μέζον φύσιος
7449971 γλωσσηι
Μεσοποταμίαι . Ἀρριανὸς ἐν ι Παρθικῶν . ἡ δὲ φάλγα γλώσσηι τῆι ἐπιχωρίωι τὸ μέσον δηλοῖ . . Χωχή :
ἕληται . μισθὸν μοχθήσαντι δίδου , μὴ θλῖβε πένητα . γλώσσηι νοῦν ἐχέμεν , κρυπτὸν λόγον ἐν φρεσὶν ἴσχειν .
7403705 ὀρειτην
σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα ,
φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι
7230610 δυσομαι
καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐτοπροαίρετον , ἐν οἷς ἀπειλεῖ δύσομαι εἰς Ἀίδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω . καὶ ἐπὶ
ἀπειλοῦντος ἐκλείψειν , εἰ στρατηγήσοι Κλέων . παρὰ τὸ ὁμηρικὸν δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω . φασὶ γὰρ
7123717 ἐπισπερχει
αὐτοῦ . . τὸ πρᾶγμα ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . ἐπισπέρχει θεὸς ] ἐπισπεύδει ἡ τύχη , ἢ ὁ Ἀπόλλων
] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . θ ἐπισπέρχει ] σπουδάζει . ἐπισπέρχει ] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει
7103652 παντολμος
. καὶ φιλοκίνδυνος , ῥιψοκίνδυνος , θρασύς , τολμηρός , πάντολμος , παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός ,
, οὔτε ἀπιστῷ κομιδῇ . Τί γὰρ οὐκ ἂν ἐθελήσασα πάντολμος ψυχὴ ἐπιτεχνήσαιτο ; Διὰ μέσου δὴ ἥκων πίστεως καὶ
7080710 ἀλοχωι
ἔσομαι , λέγε , παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις
κακόνυμφε κηδεμὼν τυράννων , παισὶν οὐ κατειδὼς ὄλεθρον βιοτᾶι προσάγεις ἀλόχωι τε σᾶι στυγερὸν θάνατον . δύστανε , μοίρας ὅσον
7073302 μησομαι
δρῶ ] δράσω , πράξω . μήσομαι ] βουλεύσομαι . μήσομαι ] μηχανήσομαι . τολμήσω ] ὑπομείνω . τολμήσω ]
φασι συναίρεσιν εἶναι τοῦ ὁποία : ἑρμηνεύτριαν : τί σοι μήσομαι : βουλεύσομαι μηχανήσομαι : κομματικὴ ἡ διάνοια ὡς ἐν
7073247 ἐμπληκτον
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν ,
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν
7065151 αἱματηρα
] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται .
ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ '
7052628 θαλειαν
δὲ χαμαιστρώτου ἔπι τείνας εὐρείης στιβάδος , παρέθηκ ' αὐτοῖσι θάλειαν δαῖτα ποτήριά τε , στεφάνους δ ' ἐπὶ κρασὶν
μελοποιός . ὅτι Σέλευκός φησι τὴν παρ ' Ὁμήρῳ δαῖτα θάλειαν στοιχείων μεταθέσει δίαιταν εἶναι : τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ
7034227 κραιπνως
' εἴην ἢ ἔνθα , μενοινήῃσί τε πολλά , ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη : ἵκετο δ ' αἰπὺν
ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἀίξῃ νόος ἀνέρος ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη . ἡ διπλῆ ὅτι τὸ
7027431 μικροφθαλμος
Κρόνου δυσειδὴς ἔσται ὁ κλέπτης , μέλας , μυωπάζων , μικρόφθαλμος , ῥυτίδας ἐν τῷ σώματι ἔχων , χλωρός ,
ἔσται ὁ κλέπτης , μέλας , μυωπάζων τοὺς ὀφθαλμούς , μικρόφθαλμος , ῥυτίδας ἐν τῷ σώματι ἔχων , ψεύστης ,
7003098 βριαοντα
ὧν τὸ μὲν δηλοῖ τὸ βριάει , τὸ δὲ τὸ βριάοντα χαλέπτει . οὐχ ἁπλῶς δέ , ἀλλὰ καὶ διὰ
Ἡσιόδου συμβαίνει , Ῥεῖα μὲν γὰρ βριάει , ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει οὗτος ὁ δικαστής τε καὶ ἡγεμὼν , ὅπως
6999250 πορσυνων
ς ' ἀπέστειλεν βροτῶν . Φανοτεὺς ὁ Φωκεύς , πρᾶγμα πορσύνων μέγα . Τὸ ποῖον , ὦ ξέν ' ;
μὴ δύνασθαι ὑπερβαλέσθαι αὐτόν . τροπικῶς δὲ λέγει συνήθως . πορσύνων ] διδούς . πημονὴν ] τιμωρίαν . ἀρκύστατον ]
6997530 πηδητικον
. θοῦρος : ὁρμητικὸς , πολεμιστής : καὶ θοῦρον τὸν πηδητικὸν καὶ ταχὺν , οἱονεὶ θοῶς δρούων : παρὰ τὸ
δὲ πλεονάσειεν ὁ ἀήρ , τὸ τηνικαῦτα καὶ κοῦφον καὶ πηδητικὸν καὶ ἀνέδραστον γίνεται τὸ ζῷον καὶ ψυχῇ καὶ σώματι
6995469 σπλαγχνοισι
κάμπη δὲ τὰ κήτη . πολλῶν * γὰρ * ἐν σπλάγχνοισι καμπέων καὶ κητῶν τυμβευθήσεται νήριθμος καὶ ἀμέτρητος ἐσμὸς βρωθεὶς
Ὁκόταν τὸ τῆς ψυχῆς θερμὸν τῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τοῖσι σπλάγχνοισι καὶ τῇσι φλεψὶ γένηται πλέον τοῦ ἐν τούτοισι τοῖσι
6991503 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
6987014 χαλεπηι
ἀλευόμενος , ὑβρίζηι πλούτωι κεκορημένος , οἱ δὲ δίκαιοι τρύχονται χαλεπῆι τειρόμενοι πενίηι ; Ταῦτα μαθών , φίλ ' ἑταῖρε
Μήποτ ' ἐπὶ σμικρᾶι προφάσει φίλον ἄνδρ ' ἀπολέσσαι πειθόμενος χαλεπῆι , Κύρνε , διαβολίηι . εἴ τις ἁμαρτωλῆισι φίλων
6971217 βιαται
δὴ μέγιστα ἔρχομαι ἐρέων : νόμαιά τε κινέει πάτρια καὶ βιᾶται γυναῖκας κτείνει τε ἀκρίτους . Πλῆθος δὲ ἄρχον πρῶτα
τὰν ἀλάθειαν βιᾶται . σημείωσαι τὸ δοκεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν βιᾶται . κύριον . τὸ δοκεῖν κύριόν ἐστιν . κατατείνας
6969389 Μισω
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι ,
6961126 ἀριγνωτος
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . .
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν :
6959670 τεοισι
ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε μήδεσιν : ὁ Ἱπποκλέας , φησὶ , ταῖς
ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε μήδεσιν : ὁ Ἱπποκλέας , φησὶ , ταῖς
6947951 μανιωδες
ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν ,
. ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς
6940724 ἀθυμος
προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός ,
] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν
6940620 Μηδε
τὸ δὲ δεύτερον παρῆκεν ὡς διὰ τῶν ἄκρων εἰσφερόμενον . Μηδὲ κατὰ τοῦ Α ἕτερον . πάλιν τὸ πρῶτον σχῆμα
Ὅλῳ καὶ παντί , ἔφη , διαφέρει τὸ φείδεσθαι . Μηδὲ Ἕλληνα ἄρα δοῦλον ἐκτῆσθαι μήτε αὐτούς , τοῖς τε
6927739 ἐπιφυομενον
τῇδε φιλοτιμίᾳ τῇ κακίστῃ δαιμόνων ἐκριπισθέντες ἀπολώλασιν . ἄνθος προσώπῳ ἐπιφυόμενον , οἷον οὐδὲ εἷς λειμὼν νοτερός τε καὶ ἁβρὸς
ἀνέδραμον καὶ παρὰ τὴν ἡλικίαν ἥβησαν , καὶ πολὺ τὸ ἐπιφυόμενον ἦν πολέμιον γένος . οἱ μὲν οὖν παλαιοὶ μῦθοι
6919623 Μενος
οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ
τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ
6906956 καταδαπανᾳ
ἐᾷ . εἰ δέ τις τολμήσειε τοῦτο , ταχέως λαβόμενος καταδαπανᾷ τοῦτον * . . . λέγων τὸν λόγον .
τοῖα : οὕτως νεμέθων δέ , ἤγουν νέμων , κατατρώγων καταδαπανᾷ καὶ δαμάζει . * νεμέθων : νεμόμενος * ἀχλύς
6897198 ὀζοχρωτος
, τί δράσω ; δυσὶ κακοῖς μερίζομαι . Ὀζόστομος καὶ ὀζόχρωτος , ὁμοῦ ἐν θεάτρῳ καθεζομένων , συνέβη μέσον αὐτῶν
ψεύστης , κρυψίνους , σκολιόφρων , δασύς , στυγνοπρόσωπος , ὀζόχρωτος . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Ἄρεος ἔσται ξανθός ,
6883663 θυμιασαι
πῶς ἄρα . . θύσειεν : Ὅτι καὶ ἐπὶ τοῦ θυμιάσαι τὸ θύειν . ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ βοὸς σφάξειεν
πῦον : ἢν δὲ μὴ , τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον .
6879090 ἀπειργει
πρὸς ἑσπέρην δὲ τῆς Ἰνδῶν γῆς ὁ ποταμὸς ὁ Ἰνδὸς ἀπείργει ἔστε ἐπὶ τὴν μεγάλην θάλασσαν , ἵναπερ αὐτὸς κατὰ
κίνδυνον εἰπών ” ξύλον ἄιδ ' ἐρύκει “ . οὐκοῦν ἀπείργει . ὁ δὲ ποιητὴς οὐκ εἰς ἅπαξ παρορίζει τὸ
6865175 ἀκεστρια
ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν ἀκεστρίς καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστος , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος
ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων : παρὰ τὸ ἀκῶ ἐντεῦθεν ἀκεστής καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστον , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος
6861550 ψυχᾳ
τοῦ τάφου ἐπιγεγραμμένον ἔχει : πιὲν φαγὲν καὶ πάντα τᾷ ψυχᾷ δῶμεν : κἀγὼ γὰρ ἕστακ ' ἀντὶ Βακχίδα λίθος
φόβοι , ἐξαμμέναι μὲν ἐκ σώματος , ἀνακεκραμέναι δὲ τᾷ ψυχᾷ : καὶ ἐξαγγελλόμεναι ὀνόμασι ποικίλοις : ἔρωτες γὰρ καὶ
6854181 φθονερον
' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός : τάδε σῖγά τις βαΰζει : φθονερὸν δ ' ὑπ ' ἄλγος ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις .
μέγα ἀγαθόν . , Βίων ὁ σοφιστὴς , ἰδών τινα φθονερὸν σφόδρα κεκυφότα , εἶπεν ἢ τούτῳ μέγα κακὸν συμβέβηκεν
6853998 σκομβρον
γράφεται θυμῷ . θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ
ὅτι φαῦλον ἔφυ καὶ ἀκιδνὸν ἔδεσμα . ἀλλὰ τριταῖον ἔχειν σκόμβρον , πρὶν ἐς ἁλμυρὸν ὕδωρ ἐλθεῖν , ἀμφορέως ἐντὸς
6850451 σιγως
φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως
φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ .
6848562 κιχλη
ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα
φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι
6846226 μετριη
μὴ μὴν πολλῷ . Κατάτασις δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ μετρίη ἀρκέει , τῇ μὲν κατατείνειν τὴν κνήμην , τῇ
, ἐγκεφάλου διαϲφύξιεϲ , ὀφθαλμῶν πρήϲιεϲ , ἤχων ἀκοή . μετρίη ὀξυφωνίη κεφαλῇ ὀνηϊϲτόν . ἔπειτα δὲ καιρὸϲ αἰώρηϲ ἐϲ
6845850 λαγωβολον
πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' ,
ὁ δὲ Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων
6840996 Κερδος
δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι . Φίλοις ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι . Κέρδος αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει .
βίῳ : Ἀγαθοποιὸς δ ' εἰ πάρεστι τῷ τόπῳ , Κέρδος δίδωσιν ἐκ βροτῶν πενεστάτων . Καὶ ταῦτα βίβλος Βαβυλωνίων
6838551 στυγειν
ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ ' οἵ τε φύντες ἀρνοῦνται στυγεῖν . δεινὸς γὰρ ἕρπειν πλοῦτος ἔς τε τἄβατα καὶ
εἰς τὸ ἦμαρ τῆς ζωῆς τὸ ὑπὸ Μοιρῶν δεσποζόμενον . στυγεῖν ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἴστω τίς . φῶτ '
6837762 ἐθελουργος
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος ,
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών ,
6835340 Πειθου
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα ,
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε ,
6831044 Τοια
γεγράφθαι δὲ πρὸς τοὐπίγραμμαοὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Τοῖα παθόντ ' οἶμαι καὶ Τάνταλον αἴθοπος ἰοῦ μηδαμὰ κοιμῆσαι
τειρόμενός περ ἀργαλέως : Ἥρη γὰρ ἐνέπνευσεν μέγα κάρτος . Τοῖα δ ' ἄρ ' ἐν μέσσοισι δολοφρονέων ἀγόρευεν :
6830165 κακουργον
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν
6826900 ταχυπουν
' ἀπὸ στρατιᾶς κῆρυξ , νεοχμῶν μύθων ταμίας , στείχει ταχύπουν ἴχνος ἐξανύτων . τί φέρει ; τί λέγει ;
, περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ταχύπουν . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς
6821215 φηληξ
ἐσχάρια καρπεύειν κηρύκιον κύπασσις κωνῆσαι μυρίδιον νεβρίδα παραλοῦται σπινός τέλειον φήληξ οὐ γὰρ τίθεμεν τὸν ἀγῶνα τόνδε τὸν τρόπον ὥσπερ
. φήληξ , ὄλυνθος , σῦκον καὶ ἰσχὰς διαφέρει : φήληξ γὰρ τὸ ἄγριον σῦκον λέγεται , ὄλυνθος δὲ τὸ
6820009 ἡσυχαιον
ἥ γε τῶν κηρύκων παρουσία καθίστησιν αὐτοὺς καὶ ἐς τὸ ἡσυχαῖον ἄγει . ταυτὶ μὲν οὖν σοι μέση τις πολέμου
ἔστ ' οἰμωγμός . ἐν κείνῃ τὸ πᾶν σπουδαῖον , ἡσυχαῖον , ἐς βίαν ἄγον . ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις
6819733 γεγηθοτα
γαμβρῷ τὴν φιάλην καὶ δωρούμενος λαμπρὸν κατασκευάζει τὸν λαμβάνοντα καὶ γεγηθότα . ὁ δ ' ὄλβιος : οὗτος δέ ἐστιν
δὲ τῆς μάχης παρίστησι τὸν πρῶτον θεὸν καὶ ἐπὶ τούτῳ γεγηθότα . Ἐκ δὲ τῶν προειρημένων ἅμα καὶ τοῦτο ὑποδεικνὺς
6818159 ἐπιφραδεως
οἰκείηνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι , καὶ δ ' ἂν ἐπίκρυφον οἶμον ἐπιφραδέως ἀνέλοιο , δεικήλῳ δ ' ἐνὶ τῷδε φάοι πανδῖα
. ” Ὧς ἔφαθ ' : Ἥρη δ ' αὖτις ἐπιφραδέως ἀγόρευσεν : “ Οὔτι βίης χατέουσαι ἱκάνομεν οὐδέ τι
6809139 ἰφθιμον
. πρέποντες : ὄνομα ἰχθύος . Ἴφθιμοι : ἰσχυροί : ἴφθιμον τὸ ἰσχυρὸν , καὶ ὁ μὲν Ἡρόδοτος σύνθετον αὐτὸ
ἔγχεα χερσὶν ἔχοντες , οἵ ἑ μέγαν περ ἐόντα καὶ ἴφθιμον καὶ ἀγαυὸν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος
6808655 νεμεσω
οὔτε παρὰ τῶν ὁρώντων ἀκούειν οὔτε ἀναγράφειν οἴομαι δεῖν , νεμεσῶ δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις , ὅσοι πλείω τῶν συγχωρουμένων
οἱ δὲ ἐν μὲν ταῖς τραγῳδίαις ἐχέτωσαν χώραν , οὐ νεμεσῶ τοῖς ποιηταῖς τῶν ὀνομάτων : ἐν δὲ τῷ βίου
6803613 εὐμαθια
εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία ,
. Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως
6802899 προσιδεσθαι
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι
6801936 ἀρτιπους
καὶ ἐκφυγεῖν ταχέως ; ἡ δὲ Ἄτη σθεναρά τε καὶ ἀρτίπους , φθάνει δὲ πᾶσαν ἐπ ' αἶαν , ὥς
, οὐκ εἰδὼς τὴν ὁδόν ; Ὀξυδερκὴς τότε πως καὶ ἀρτίπους γίνομαι πρὸς μόνον τὸν καιρὸν τῆς φυγῆς . Ἔτι
6796095 ἀπεκτατο
Τρῶας μάχεαι πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ μοῦνος : ἀτάρ τοι ἑταῖρος ἀπέκτατο , τεύχεα δ ' Ἕκτωρ αὐτὸς ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται
κτῆμι ἔκταμαι ἐκτάμην ἔκτασο ἔκτατο καὶ μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ἀπέκτατο . . . . ἀπεμυθεόμην : ἀπηγόρευον , ἐκώλυον
6795309 κατεδραθον
ἐν τοῖς συνθέτοις τῇ συγκοπῇ , καδδραθέτην λέγων ἀντὶ τοῦ κατέδραθον καὶ ὑββάλλειν ἀντὶ τοῦ ὑποβάλλειν . καὶ ἐπὶ τοῦ
ἐπέδησε φίλα βλέφαρ ' ἀμφικαλύψας ; οὐ γάρ πω τοιόνδε κατέδραθον , ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς ᾤχετ ' ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ
6791803 ὀργιλον
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν
6790799 ξιφιῃ
. ἀνέρος : ἁλιέως . ἀλκῇ : δυνάμει . Ἐπὶ ξιφίῃ : κατὰ ξιφίου . ὁπλίζονται : τεχνῶνται , μηχανῶνται
, πάντες ἀταρτηροῖς ὑπὸ νύγμασιν ἰὸν ἱέντες . Τρυγόνι δὲ ξιφίῃ τε θεὸς κρατερώτατα δῶρα γυίοις ἐγκατέθηκεν , ὑπέρβιον ὅπλον
6783984 κασιγνητῳ
Πύλον ἐκ Φυλάκης καὶ ἐτείσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα , κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα ἠγάγετο πρὸς δώμαθ ' : ὁ δ
ἐν μαλακοῖσιν , ἐπὶ ψαμάθοις ' ἁλίῃσι , πάρ τε κασιγνήτῳ Θρασυμήδεϊ καὶ πατέρι ᾧ . δῶκε δ ' ἄρα
6781011 ἠρινη
ἦλθέ πω σίδηρος , ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἠρινὴ διέρχεται , Αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις , ὅσοις
ὅσα τοῖς θερμοῖς ἀρδευόμενα βελτίω καθάπερ ἥ τε μηλέα ἡ ἠρινὴ καὶ ὁ μύρρινος : καὶ γὰρ οὕτως ἀπύρηνος ὥσπερ
6780641 ἑσσατο
δ˘˘˘˘ο ? [ – ! – – – ] ? ἕσσατο [ ! ! ! ! ! ! ] α
. μνάσθηθ ' ὅτι τοι ? ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι [ ] βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ τιμάεντι πέραν
6776642 Στηθος
νόσον : καὶ γὰρ οἱ ὦμοι ἀδελφοί εἰσιν ἀλλήλων . Στῆθος ὑγιὲς καὶ ἀπαθὲς ἀγαθόν . τὸ δὲ λάσιον καὶ
ἐπισπᾶσθαι πρὸς ἐπικαμπίαν . Στέρνον . παρὰ τὸ στερεόν . Στῆθος . ὅτι ἕστηκεν ἀσάλευτον : ὡς δὲ ἄλλοι ,
6773907 λοιδορουμενον
τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον , συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ πάνδημα ἐκεῖνα τοῦ Ἡσιόδου περὶ
ᾖ . Ἥδιον οὐδὲν οὐδὲ μουσικώτερον ἔστ ' ἢ δύνασθαι λοιδορούμενον φέρειν : ὁ λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος
6773266 ἀφρονα
φαμεν . ἦ γάρ ; Ναί . Κακὸν δὲ τὸν ἄφρονα καὶ δειλόν ; Πάνυ γε . Ἀγαθὸν δὲ αὖ
καὶ ἀμαθῆ , καθάπερ ὗς , τὰ δὲ δειλὰ καὶ ἄφρονα , ὡς ἔλαφος , τὰ δὲ ἐπίβουλα καὶ ἀνελεύθερα
6772023 βοσιν
πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα , τουτέστι τροφήν . . ΘΥΣΑΝΟΙ . Παρ
λέξις * ἐπὶ τῶν μελισσῶν λέγεται παρὰ τὸ τιθέναι τὴν βόσιν . καὶ Ὅμηρος ἔνθα δ ' ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι
6771706 βελτερος
τοῦ ἀβέλτερος μετὰ τοῦ στερητικοῦ α , τοῦτο παρὰ τὸ βέλτερος : τὸ θηλικὸν , ἀβελτηρία : καὶ τροπῆ τοῦ
εἰς τὸ Περὶ συγκριτικῶν . . . . . . βέλτερος : βέλτερος : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος
6771333 Σον
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος
6754488 ἐπονειδιστοτερον
τοῦ Κρόνου συμπροσγενόμενος ἐπὶ τὸ ἀσελγέστερον καὶ ἀκαθαρτότερον ἢ καὶ ἐπονειδιστότερον ἑκάστῳ τῶν ἐκκειμένων πέφυκε συνεργεῖν , ὁ δὲ τοῦ
εἰ δὲ ἐπονείδιστον ἀθλητῇ μισθοῦ ξυγχωρῆσαι τὸν Ὀλυμπίασι κότινον , ἐπονειδιστότερον βασιλεῖ χρημάτων προέσθαι τὸν στέφανον τῆς ἀρετῆς . καὶ
6754291 ἀπομυττεσθαι
ἔτι καὶ νῦν ἐστι Πέρσαις καὶ τὸ πτύειν καὶ τὸ ἀπομύττεσθαι καὶ τὸ φύσης μεστοὺς φαίνεσθαι , αἰσχρὸν δέ ἐστι
σώματα στερεοῦσθαι . νῦν δὲ τὸ μὲν μὴ πτύειν μηδὲ ἀπομύττεσθαι ἔτι διαμένει , τὸ δ ' ἐκπονεῖν οὐδαμοῦ ἐπιτηδεύεται
6751037 βαρυθυμον
ἐν δὲ Σκορπίῳ ἰσχυρόν , δολερόν τε τὰ ἤθη καὶ βαρύθυμον , ὁμοίως καὶ ἐν Τοξότῃ , ἐν δὲ Αἰγοκέρωτι
ἐν δὲ Σκορπίῳ ἰσχυρόν , δολερόν τε τὰ ἤθη καὶ βαρύθυμον , ὁμοίως καὶ ἐν Τοξότῃ , ἐν δὲ Αἰγοκέρωτι
6749132 μωρον
σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν
ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς
6749042 τερπου
κακὸς γὰρ ἀνὴρ τόδε ῥέζει : ἀλλὰ μάλ ' εὔκηλος τέρπου φρένα τέρπε τ ' ἐκεῖνον . Ἡμῶν δ '
δεῖν φέρειν . σὺ δὲ κἀκείνων ἀκούσας καὶ ταῦτα ἀναγνοὺς τέρπου καλαῖς ἐλπίσιν . Χάριτας ὀφείλω τῷ χρηστῷ Μακεδονίῳ μεγίστης
6748682 σφαξ
τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον
σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ
6743666 ποδαρια
τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδι ' ἄττα , ποδάρια , ῥύγχη τινά , ὠτάρι ' ὕει ' ,
, ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδια , ποδάρια , ῥύγχη , ὠτάρια , ὕειον ἡπάτιον ἐγκεκαλυμμένον :
6739586 στομαργος
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα
6736527 γηραι
ἑκάστην δῦνεν ἄχος : σὺν δέ σφι πατὴρ ὀλοῷ ὑπὸ γήραι ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν . αὐτὰρ ὁ τῶν
τῆι δίκηι πικρόν . ὦ τέκνον , οὐχ ἅπαντα τῶι γήραι κακά , Ἐτεόκλεες , πρόσεστιν : ἀλλ ' ἡμπειρία
6736150 ὑπνω
ἐρώτησις . . μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνω κοιμήσωνται : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος μὴ νοήσας τὸ
[ ] . λυσιμελεῖ τε πόσωι , τακερώτερα δ ' ὕπνω καὶ σανάτω ποτιδέρκεται : οὐδέ τι μαψιδίως γλυκήνα !
6736073 καρηβαριη
ϲκοτόδινοϲ , καὶ τὰ γυῖα λύονται : κεφαλῆϲ πόνοϲ , καρηβαρίη : τὰϲ φλέβαϲ τὰϲ ἑκάτερθεν τῆϲ ῥινὸϲ ἀλγέει ἡ
κορυφῆς . πυρετὸς πρὸς χεῖρα ὀξὺς , ὑποδάκνων : δευτεραίῳ καρηβαρίη , γλῶσσα ἐπεκαύθη , ῥὶς ὀνυχογραφηθεῖσα οὐχ ᾑμοῤῥάγησεν :
6735996 παλιγκοτον
ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν : ἀντὶ τοῦ ἡττηθέν . παλίγκοτον : εἰς τοὐπίσω τὸν κότον ἀποβαλὼν καὶ εἰς λήθην
[ καὶ ὅταν τὴν εὐδαιμονίαν εἰς ὕψος ἄγῃ ] . παλίγκοτον : τὸ χαλεπὸν καὶ ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν
6733823 ἀδυνασια
μαλακία , ἀμβλύτης , βραδυτής , μελλησμός , ἀδυναμία , ἀδυνασία , ἀσθένεια , ἀργία , ἀρρωστία , ὄκνος ,
Ἀ . . . , ἀδυναμία ἐρεῖς ὡς Δημοσθένης καὶ ἀδυνασία ὡς Ἀ . καὶ Θουκυδίδης [ , . ,
6733706 αἰσιμα
τούτου πᾶν τὸ πρόσωπον φλεχθείη , ὡς πάντες ἐπίσταιντ ' αἴσιμα ῥέζειν . Παραχειμάζων δὲ ἐν τῇ Σάμῳ , ταῖς
ὁ ποιητής : ὃς ἄν μιν χανδὸν ἕλῃ μηδ ' αἴσιμα πίνῃ . πολλῆς δ ' ἐμφάσεως καὶ σεμνότητος γέμει
6731624 κωφον
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς
6729075 μελανουρον
. Σπεύσιππος δ ' ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ἐμφερεῖς φησιν εἶναι μελάνουρον καὶ κορακῖνον . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ φησι
ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον ἢ πέρκαισι καθηγητὴν μελάνουρον . ὅτι δὲ καὶ πληκτικός ἐστιν Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ ἐν
6728852 ἁδεα
ἄμμε βαρύνει . εἴαρι πάντα κύει , πάντ ' εἴαρος ἁδέα βλαστεῖ , χἀ νὺξ ἀνθρώποισιν ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς
ῥήματα φράσδεις : ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις , ὡς ἁδέα χαίταν . ] χείλεά τοι νοσέοντι , χέρες δέ
6727247 εὐκαρδιος
, οἱονεὶ κραδερὸς ὤν . Ἀπὸ τοῦ κραδία , ὁ εὐκάρδιος καὶ ἀνδρεῖος , ἢ ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω
καὶ μάθῃς ἀφ ' ὧν διέζων ὥς τ ' ἔφυν εὐκάρδιος . Οἶμαι γὰρ οὐδ ' ἂν ὄμμασιν μόνην θέαν
6726875 ἀργαλεοις
κρυόεντι συνάπτοι δερκομένοιο Στίλβοντος , δειναῖς νεύρων νούσοισι χαλέπτει . ἀργαλέοις δὲ σίνεσσι βροτοὶ κάμνουσι , καὶ Ἄρης ὁππότε δύνῃσιν
, χέρσῳ δὲ Ποσειδάωνα σέβοιμι : μηδέ μ ' ἐν ἀργαλέοις ὀλίγον δόρυ κύμασι πέμποι , μηδ ' ἀνέμους νεφέλας
6725570 δαινυται
οὔτε βροτοῖσιν οὔτε θεοῖς , εἴ πέρ τις ἔτι νῦν δαίνυται εὔφρων . Ἣ μὲν ἄρ ' ὣς εἰποῦσα καθέζετο
δίκην γῆν κατὰ πᾶσαν ἔχει . Οὐδὲ λέων αἰεὶ κρέα δαίνυται , ἀλλά μιν ἔμπης καὶ κρατερόν περ ἐόνθ '
6722365 βελεμνοις
' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος
. Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης
6721793 παλιγκοτος
ἵν ' ἔστ ' ἐκεῖνος ὑψηλὸς πάγος τρηχύς τε καὶ παλίγκοτος ἐν τῷ κάθηται ἐλαφρίζων μάχην . Ἐπὶ τοῦτον τὸν
σύνθετα . παλίμβολος , παλίμπρατος , παλιγκάπηλος , παλίντροπος , παλίγκοτος : τὸ γὰρ παλίνορσος ποιητικόν , καὶ τὸ παλιντράπελος
6712661 περιστελλουσα
τοῖς κρείττοσι τοῦ παρισταμένου τὴν κακίαν ὅσον ἐφ ' ἑαυτῇ περιστέλλουσα , οἷον ὅταν πτωχὸν πλούσιον καλῶμεν καὶ τὴν χολὴν
περιηγόμην : καὶ κλεινὸν αὐτὸν καὶ ἀοίδιμον ἐποίουν κατακοσμοῦσα καὶ περιστέλλουσα . καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς
6712015 ἐλαφροτατος
δ ' ἐπόρουσε ποσὶ κραιπνοῖσι πεποιθώς . ἠΰτε κίρκος ὄρεσφιν ἐλαφρότατος πετεηνῶν ῥηϊδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν , ἣ δέ
δυνάμει . δμηθῆναι : ὑποταχθῆναι , δαμασθῆναι . Ἠνεμόεις : ἐλαφρότατος . ῥόθος : ἦχος . Κελαινόρινον : ἔχοντα κελαινὸν
6712003 νυκτικοραξ
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον :
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν
6711273 ἀτηρον
μικροῖς μεγάλα πορσύνειν κακὰ οὐδ ' , εἰ γυναῖκές ἐσμεν ἀτηρὸν κακόν , ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν . ἡμεῖς γὰρ
, τάρος γίνεται , καὶ κατὰ ἀναδίπλωσιν τάρταρος , ὥσπερ ἀτηρὸν ἀταρτηρὸν , δάπτω δαρδάπτω . . . ΑΙ ΔΕ
6710698 ὑηνια
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ
6707870 μοχθωι
μὴ τύχοιμι δίδωμι τήνδε σοῖσι προσπολεῖν δόμοις . πολλῶι δὲ μόχθωι χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς : ἀγῶνα γὰρ πάνδημον εὑρίσκω
τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ μόχθωι γυμνὸς ἐὼν ζωστῆρι καλύπτετο , καὶ σφυρὰ τείνων δεξιὸν
6707254 θρωσκει
ἐκχωρήσας δαίμονι , ὅστις τὴν ὀξύτητα τοῦ πυρὸς προσβάλλων † θρώσκει αὐτὸν † αἰσθητικῶς καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὰς ἀνομίας αὐτὸν
ἀγκοίνῃσι λίνοιο κυκλωθεὶς ξιφίης μέγα νήπιος ἀφροσύνῃσιν ὄλλυται , ὃς θρώσκει μὲν ὑπεκδῦναι μενεαίνων , ἐγγύθι δὲ τρομέων πλεκτὸν δόλον
6705873 Λυκιδα
Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων . προλογίζει
εἰς ἔτος ἄλλο δακρῦσαι . Λῇς νύ τί μοι , Λυκίδα , Σικελὸν μέλος ἁδὺ λιγαίνειν , ἱμερόεν γλυκύθυμον ἐρωτικόν
6703624 ναα
ἔνδοθεν κέαρ , κέλευσέ τε κατ ' οὖρον ἴσχεν εὐδαίδαλον νᾶα : Μοῖρα δ ' ἑτέραν ἐπόρσυν ' ὁδόν .
: ἔν τε ναῒ τὸ σύσταμα τῶ σώματος περὶ τὰν νᾶα ἔκ τινων ἀνομοίων καὶ ἐναντίων συνέστακεν , καὶ ποτὶ
6700441 ἀνακοπτεται
παροξυσμοῦ κατέχεται , κατὰ δὲ τὸν παροξυσμὸν αὐτὸν εἰς ἔμετον ἀνακόπτεται , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ σπέρμα βεβαίως
ὅτι παῖδας ἀγαθοὺς ἀπολώλεκε . κἀντεῦθεν ἡ ἡδονὴ τῆς εὐδαιμονίας ἀνακόπτεται , ἥτις αὐτῷ ἐκ τῶν ἀγαθῶν ἐνεργειῶν περιγίνεται .

Back