| κατ ' ἀρετὴν τῷ φιλαρέτῳ . ἐπεὶ γὰρ ὁ φιλάρετος φιλοτοιοῦτος πρὸς τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς πράξεις κατ ' αὐτὰς | ||
| καὶ τὸ ὄνομα οὕτως ἂν ἔχοι , καὶ λέγοιτο ἂν φιλοτοιοῦτος εἰκότως καὶ ὁ ὡς δεῖ καὶ ὁ μὴ ὡς |
| , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων ἀπ ' αὐτῆς | ||
| τε τὸ τέλος τὴν αὐτὴν φυλάττει γραφήν : οἷον , φίλιππος : ἱππόδρομος : ἱππαλεκτρυών : τὸ Ἰώσηπος οὐ παρὰ |
| οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | ||
| [ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ |
| ἄνθρωπος οὐ καλός ἡ αὐτή ἐστι τῇ οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος καλός : ὥστε τῇ ἔστιν ἄνθρωπος καλός καταφάσει ἅμα ἀληθεύσει | ||
| τέκνον , ” φησί , “ καὶ ὁ περίπατός σου καλός ἐστιν . ” Ἑρμηνεία . Οἷς μοχθηρίᾳ τρόπων κωλύζεται |
| , ἑκάστῳ δὲ τῷ φιλοδικαίῳ τὰ δίκαια καὶ ὅλως τῷ φιλαρέτῳ τὰ κατ ' ἀρετὴν ἀνάγκη λέγοντα καλὰ ἢ πράττοντα | ||
| ἀκαθάρτων παρασκευῶν : ἱκανὴ γὰρ καὶ αὕτη παρὰ θεοῦ τῷ φιλαρέτῳ δωρεά . διὰ τοῦτο ἐπὶ τῆς ὑπονοηθείσης διεφθάρθαι ψυχῆς |
| , ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν : ἀθετεῖται ὅτι γελοῖος , εἰ ἡ μελία ἐπετήδευσε μὴ ἀποτεμεῖν τὸν ἀσφάραγον | ||
| καὶ τί λέγουσιν ἕκαστον ὁρίζονται : ὁ δὲ μηδὲν συνιδὼν γελοῖος ἂν εἶναι δόξειεν ἐπιζητῶν τί ἐστι γραμμὴ καὶ τῶν |
| βλεφάρων αὐθημερινῶν ποιητῶν λῆρον ἀφέντα . τίς δὲ σύ ; κομψός τις ἔροιτο θεατής . ὑπολεπτολόγος , γνωμοδιώκτης , εὐριπιδαριστοφανίζων | ||
| πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ κόμπος ἡ ἔπαρσις . γράφεται δὲ καὶ κομψός : κρεῖττον δὲ τοῦ κομψός τὸ κομπός . σπονδαῖς |
| σφοδραί . Οἶνος ἄνωγε γέροντα καὶ οὐκ ἐθέλοντα χορεύειν . Οἶνος καὶ ἀλήθεια : ἐπὶ τῶν ἐν μέθῃ τὴν ἀλήθειαν | ||
| : ὁ μηδὲν λαμπρὸν γράφων . Λέγεται δὲ καὶ : Οἶνος καπνίας , ὁ κεκαπνισμένος : καί : Κάπνιος ἄμπελος |
| ' ἄρα παπταίνεσκον ἐς Ἴλιον ἀχνύμεναι κῆρ ληιάδες καὶ πολλὰ κινυρόμεναι γοάασκον κρύβδην Ἀργείων μέγ ' ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔχουσαι | ||
| , χερσί τε καὶ μύθοισιν ἐδεικανόωντο ἕκαστον . Ἀπολλώνιος . κινυρόμεναι : μέλπουσαι , ᾄδουσαι : ἀπὸ τῆς κινύρας , |
| λύκος ὅμοιον κυνί , οὕτω καὶ κόλαξ καὶ μοιχὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλῳ . πρόσεχε τοιγαροῦν , μὴ ἀντὶ κυνῶν | ||
| μὲν προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . Κληθεὶς ἐπὶ δεῖπνον ὁ παράσιτος Ἀρχεφῶν ὑπὸ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως ἡνίκα κατέπλευσεν εἰς Αἴγυπτον |
| καὶ πάλιν ὅτι ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ζῴοις οὐκ ἔστιν εὐεργετικὸς ἀλλ ' ἀνόμοιος ἐν πᾶσι , τό τε θυμικὸν | ||
| πολλὰ ] δυναμένων καὶ οὐ περιουσιάζεσθαι πάντως , ἵνα τις εὐεργετικὸς ᾖ , δέοντος , ὡς εἴρηται καὶ τὸ ξενίων |
| * Ἲς καὶ Λᾶρις ποταμοὶ Ἰταλίας . * ποτὰ ὁ ποτός ἐστι . νῦν δὲ τὸ σχῆμα μεταπλασμός ἐστιν ἀπὸ | ||
| γυμνὸς γίνεται γυμνής , ὁμαλός ὁμαλής , τρανός τρανής , ποτός ποτήςλαμβάνεται γὰρ καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ ὁ τύπος : ἐδητύος |
| κωκυτὸς ἐπεῖχε μυρίος , οἰμωγαί τε ἠκούοντο θαμιναὶ καὶ φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον , γύναια δὲ πολλὰ διαπληκτιζόμενα καὶ τὰς | ||
| ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς καλοῦμεν Ἀπόλλωνος . ᾄδουσι δ ' οὐχὶ θρηνῶδες ὥσπερ αἱ ἀλκυόνες , ἀλλ ' ἡδύ τε καὶ |
| καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν εὐτράπελος , ἡ δ ' ὑπερβολὴ βωμολοχία , ὑπερβαλλόντως τινὸς χρωμένου τῷ γελοίῳ καὶ οὔτε ὡς | ||
| ἡ εὐτραπελία καὶ ἐπιδεξιότης , ἧς παρ ' ἑκάτερα ἡ βωμολοχία καὶ ἡ σκληρότης καὶ ἡ ἀγριότης ἐστίν : ἄμφω |
| τινα αἴσθῃ καταγέλαστον καὶ τοῦ παντὸς ἡμαρτηκότα , τούτῳ καὶ εὐμενὴς εἶ καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἄγασθαι οὐκ ὀκνεῖς τὴν σοφίαν | ||
| προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν , ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν . ἐπεὶ δ ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς |
| οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα , ὥσπερ πολέμιον , ἀλλὰ τοῖσι στρουθίοις χαυνοῦς ' ὁμοίως ἧσε , παρεμυθήσατο , ἐποίησέ θ | ||
| ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα ὥσπερ πολέμιον , ἀλλὰ τοῖσι στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως : ἧς ἐπαρεμυθήσατο ἐποίησέ θ ' |
| ἦτορ ἵκανε . Τοὺς δ ' ἔλσας ἀνὰ ἄστυ , νομεὺς ὣς αἰόλα μῆλα , ἤιεν ἐς πεδίον , χθόνα | ||
| ἡμᾶς ἔροιτο , ὁ τῷ σώματι ἀγαθὸς νομοθέτης τε καὶ νομεὺς τί ἐστιν ταῦτα ἃ διανέμων ἐπὶ τὸ σῶμα βέλτιον |
| καταφρονῶν δούλων , ὥσπερ ὁ ἱκανῶς πεπαιδευμένος , ἐλευθέροις δὲ ἥμερος , ἀρχόντων δὲ σφόδρα ὑπήκοος , φίλαρχος δὲ καὶ | ||
| ἰᾶται τῷ ξηραίνειν ἄνευ τοῦ θερμαίνειν . Ἀσταφὶς ἡ μὲν ἥμερος πεπτική τέ ἐστιν ἅμα καὶ στυπτικὴ καὶ διαφορητικὴ μετρίως |
| καὶ περὶ τοὺς αὐχένας , πρός τε τοὺς ἀστυγείτονας μετάγοντες πωλοῦσιν εὐτελῶς : τὸν μὲν γὰρ χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν | ||
| , πριᾶσθαί με : ἀκούω γάρ , φησίν , ὅτι πωλοῦσιν αὐτόν . Καὶ ἀπέστειλεν εὐνοῦχον τοῖς Ἰσμαηλίταις , ᾔτειτο |
| καὶ ἐπιδίδωσιν , ἢ τό γε ἔλαττον ἐμὲ μιμεῖται καὶ ζηλοῖ τοῦ φίλτρου : ἀλλ ' , οἴμοι τῆς συμφορᾶς | ||
| ; Πῶς ; Ὅταν αὐτοῦ παῖς γενόμενος τὸ μὲν πρῶτον ζηλοῖ τε τὸν πατέρα καὶ τὰ ἐκείνου ἴχνη διώκῃ , |
| τρόπον : ἕως δ ' ἂν ᾖ οὗτος ἄπληστος ἀνελεύθερος ἀλαζὼν δειλός , ἐν ἐνδείᾳ καὶ σπάνει ἔσται . Καὶ | ||
| . Γ ὡς ἀλαζὼν Γ : ὡς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀλαζὼν φαίνεται . Γ Ἱεροκλέης Γ : οὗτος μάντις ἦν |
| ηὐξήθη δὲ διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας : καὶ γὰρ ἱπποτρόφος ἐστὶν ἀρίστη καὶ καλλίκαρπος , καὶ πολλοὺς ἄνδρας ἀξιολόγους | ||
| τὴν ἱπποτροφίαν ταύτην ὁ Διομήδης ἐχρήσατο , αὐτός τε ὁ ἱπποτρόφος ὡς ἀγριώτερος ἰδεῖν ἢ αἱ ἵπποι , πρὸς αἷς |
| πάντων τῶν ἀνθρωπίνων . ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος Ἀχιλλεῖ ἢ | ||
| , ; , ; , . . Ἀσκληπιόδοτος ἀποθάνωμεν χρηματισμός οἰκονομικὸς δὲ ὢν καὶ γεωργικός , ἀποθανόντος αὐτῷ τοῦ πατρός |
| Οὐκοῦν τῶν μανθανόντων οἱ διδάσκαλοι διδάσκαλοί εἰσιν , ὥσπερ ὁ κιθαριστὴς καὶ ὁ γραμματιστὴς διδάσκαλοι δήπου ἦσαν σοῦ καὶ τῶν | ||
| φησιν οὕτω : περὶ αὐτῷ εἶχε κιθαριστὰς καὶ κιθαρῳδούς . κιθαριστὴς μέν ἐστιν ὁ μόνον ψάλλων , κιθαρῳδὸς δὲ ὁ |
| εὔγλωττος καὶ εὔστομος ὡς τὰ κρόταλα “ . κίναδος : ἀπατητικός . εἴρηται δὲ ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ἀλώπεκος . κοινῶς | ||
| , τούτῳ ὑπάρχει λέγειν γόης , ἀπατεών , ἐπίβουλος , ἀπατητικός ἐξαπατητικός , δολερός , ὕπουλος , ποικίλος , πολύτροπος |
| καὶ μέγα : μὴ βάλλετε χόρτον αἰγῶν , οὐ τόδε πεινῶντι θεῶι ? ? [ ] ! ! κον , | ||
| αἰσθητήν , ἔδει τὸ αὐτὸ ἡδὺ εἶναι καὶ ἐν τῷ πεινῶντι καὶ ἐν τῷ κεχορτασμένῳ . δέδεικται οὖν ὅτι οἱ |
| . φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ | ||
| μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ |
| ὁμοίους τινὶ τῶν πρώην κεκριμένων λέξει λόγους : ἢ ὅτι τεχνικώτατος οὗτός ἐστιν ἐν τοῖς λόγοις καὶ ἴσως ἂν καὶ | ||
| οὐκ ἐκκρούεται αὐτῶν ἡ κίνησις ὑφ ' ἑτέρας κινήσεως . τεχνικώτατος δ ' ἐστὶ κριτὴς ἐνυπνίων ὅστις δύναται τὰς ὁμοιότητας |
| πάντα μετέωρα νῦν ἐστι , βουλόμενα ἰδεῖν Μένανδρον καὶ ἀκοῦσαι φιλαργύρων καὶ ἐρώντων καὶ δεισιδαιμόνων καὶ ἀπίστων [ καὶ πατέρων | ||
| μόνον δὲ ταῦτα ἠθικὰ προσήκει καλεῖν , ὅσα δυσκόλων ἢ φιλαργύρων ἢ παρασίτων ἔχει πρόσωπα , ἀλλὰ κἀκείνας τὰς ὑποθέσεις |
| ἀνὴρ ποῖός τις ; . . . τοισιν ἄριστος : εὐγνώμων , φιλόμουσος , ἐρωτικός , εἰς ἄκρον ἁδύς , | ||
| κυμαίνοντα . . . Πανταχοῦ γὰρ οἶμαι καλὸν χρήστης , εὐγνώμων καὶ δίκαιος . . . Ἀρρήτῳ πόθῳ τὸ πλησιάζον |
| . Κ Π . : ἴσως οὖν ἐνόμισαν ἀπὸ τοῦ ἡδύς εἶναι παραγωγὸν τὸ ἥδυμος , ὡς ἔτυμος ἐτήτυμος . | ||
| ἐπιθετικὰ διὰ τοῦ Ε κλινόμενα δισύλλαβα ὄντα ὀξύνεται : ἠύς ἡδύς ταχύς βραδύς ὠκύς . τὸ δὲ ἥμισυς προπαροξύνεται καὶ |
| [ ! ] ? [ ! ! ] [ ὁ φιλοπράγμων ] ἐγ ? [ ˘˘˘⚔ – × | – | ||
| πρὸς ἀργύριον βλέπων , παλίμπρατος , συκοφάντης , δικορράφος , φιλοπράγμων πολυπράγμων , κακοπράγμων , ὡς Ὑπερείδης ἔφη , καταπολιτευόμενος |
| , εὐτελὴς ὑπερβολῇ , ὁ δ ' ἄσωτός ἐστι , πολυτελής , θρασὺς σφόδρα . εὐώνυμον λέγουσιν , οὐ μόνον | ||
| καὶ ἀηδίαν ἐμποιοῦντας τοῖς δαιτυμόσιν . Ἄβρωνος βίος : ὁ πολυτελής . Ἄβρων γάρ τις ἐγένετο πλούσιος . ὅθεν καὶ |
| κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς | ||
| οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς |
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
| συσχηματιζόμενος εὐεργετικὸς εἶναι καὶ πολὺ μᾶλλον ἀγαθοποιός , ἀγαθοποιῷ δὲ ἤπιος αὐτὸ μόνον , καὶ κακοποιὸς κακοποιῷ , κατὰ δὲ | ||
| καὶ Ἰωνικῇ τροπῇ ἠγηλάζει . Ἤπιος . παρὰ τὸ ἔπος ἤπιος , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η , ἤπιος |
| ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . καὶ αἱ παροιμίαι δὲ ἀρσενικῶς οἴδασιν αὐτό : τάριχος ὀπτὸς εὐθὺς ἂν | ||
| καταληκτικὸν ἤτοι ἑφθημιμερές , ὃ καὶ παροιμιακὸν καλεῖται ὅτι πολλαὶ παροιμίαι τούτῳ τῷ μέτρῳ εὕρηνται . Τὸ εʹ ὅμοιον τῷ |
| οὐ τολμᾷ . τοιαύταις ἐμαυτὸν ἐλπίσιν ἐξέδωκα , καί μοι πιθαναί πως ἐδόκουν . οὐ γὰρ ἐβουλόμην προφάσεως εὐπορεῖν ἐπὶ | ||
| . τῶν γὰρ γνωμῶν αἳ μὲν ἀληθεῖς , αἳ δὲ πιθαναί εἰσιν : ἀληθεῖς μέν , ὅταν λέγωμεν : οὐ |
| πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας . Σκέλη δὲ καὶ κωλῆνες εὐθύτου ' ρίφου . Ἐλλιμένιον ὃ δοῦναι πρὶν εἰσβῆναί | ||
| , φῦσκαι , ἀλλᾶντες , χόλιξ καὶ χολίκια ὕεια , κωλῆνες τεταριχευμένοι , σχελίδες ὁλόκνημοι αἱ πέρναι , ἤνυστρον : |
| , οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Διὸς ζηλωτὴς καὶ οὗτος ὁ φιλάνθρωπος ἀτεχνῶς . τῶν δὲ ἄλλων Κῦρον μὲν φιλοπέρσην καλῶ | ||
| , ἅπερ οὐκ ἐάσει καθ ' ὑμῶν ἰσχῦσαι ψῆφος ὑμετέρα φιλάνθρωπος . Εὔβουλος ἐγράψατο Ἀρίσταρχον ἐπὶ τῷ Νικόδημον πεφονευκέναι : |
| τί οὖν ; ἆρα γε πονηρὸς ὁ Ὀδυσσεύς , ὅτι πολύτροπος ἐρρέθη , καὶ μή , διότι σοφός , οὕτως | ||
| ἀποτίθεσθαι , ποικιλωτάτην δὲ καὶ ὀφθῆναι θαυμασιωτάτην ἑτέραν ἀναλαμβάνειν : πολύτροπος γὰρ ὢν ὁ βίος ποικιλωτάτου δεῖται τὴν σοφίαν τοῦ |
| Ἀγκύρᾳ Μάξιμος , εὐγενής , εὐγενέστερος Κόδρου , φασί , πρᾷος , ἐκ τοῦ δικαίου πλουτῶν , οὐ τὴν τοῦ | ||
| ἐπαινεῖται : ὃς δὴ ὁ πρᾷός ἐστι . δοκεῖ γὰρ πρᾷος εἶναι ὁ ἀτάραχος καὶ μὴ ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους |
| μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
| διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
| αὐτὸν γυμνάζει ; ἀλλ ' ὁ μὲν Ἡρακλῆς ὑπὸ Εὐρυσθέως γυμναζόμενος οὐκ ἐνόμιζεν ἄθλιος εἶναι , ἀλλ ' ἀόκνως ἐπετέλει | ||
| ὃς ἦν παρεστώς , ἠμέλησεν . ἔπειτα καὶ ὁ μὲν γυμναζόμενος τόξῳ ἔνθα μηδένα ᾤετο βαδιεῖσθαι τυχών τινος παρὰ προσδοκίαν |
| Τρώεσσι μεδέσθην . ἤτοι Ἀθηναίη ἀκέων ἦν οὐδέ τι εἶπε σκυζομένη Διὶ πατρί , χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει : | ||
| αρι τὸ ἐπιτατικὸν ἐπίρρημα καὶ τὸ σκύζεσθαι , ἡ ἄγαν σκυζομένη : σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς . οὕτως Ἀρτεμίδωρος , |
| ἑκάστῳ τῶν ἐν τῷ ψηφίσματι πολλάκις τῇ κεφαλῇ συνεπινεύσας , ὑπομειδιῶν καὶ γεγανωμένος ἢ προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον , ” ἀποδέχομαι | ||
| καὶ ὀρέγει οἱ τὴν παιώνιον χεῖρα , καὶ παῖς νεαρὸς ὑπομειδιῶν καὶ οὗτος . τί δὲ ἄρα νοεῖ ὁ παῖς |
| φησὶ περὶ ἑταίρας Ἕφιππος : ἐκολάκευσεν ἡδέως , ἐφίλησεν οὐ συμπιέσασα τὸ στόμα ὥσπερ πολέμιος , ἀλλὰ τοῖσι στρουθίοισι χαυνοῦσα | ||
| λυπούμενος τύχῃ τις ἡμῶν , ἐκολάκευσεν ἡδέως : ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα ὥσπερ πολέμιος , ἀλλὰ τοῖσιν στρουθίοις χανοῦς |
| ὁ Ζεὺς οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους | ||
| ἐπιμε - λείας ὁπόσης ἔτυχον πρὸς αὐτοῦ , ὅτι τε μειλίχιος καὶ εὐόμιλος καὶ τὸ μεγαλουργὸν ἔχοι τῷ δικαίῳ ἀνακεκραμένον |
| [ ἀρρενικῶς καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται | ||
| . ἀποπεφασμένος κίναιδος ἐγένετο πάσῃ μὲν ἀκολάστῳ χαρισάμενος ἡδονῇ [ θηλυδρίας τε καὶ ἀνδρόγυνος ὤν ] , μόνῳ δὲ τῷ |
| καὶ καθ ' αὑτὸ ἀγαπητὸν τοῖς ὑπηκόοις ἡ τῶν βασιλέων φιλαδελφία , καὶ τὸ κυβερνᾶσθαι πλείοσιν ἐκ μιᾶς γνώμης τιμιώτερον | ||
| ἐκ τοκέων ἁγιωτέρων , οὐδέν , ὡς ἔοικε , διενήνοχε φιλαδελφία φιλανθρωπίας . νῦν δὲ λίαν στενοῦς αὐτῇ καὶ περιγραπτοὺς |
| ὀδυρομένους ἢ φυγὴν δυσχεραίνοντας ἢ γῆρας ἢ νόσον αἰτιωμένους σὺν γέλωτι παρεμυθεῖτο , οὐχ ὁρῶντας ὅτι μετὰ μικρὸν αὐτοῖς παύσεται | ||
| , ἀναμένων ἅμα τὰ ἐν τῷ δήμῳ γιγνόμενα , σὺν γέλωτι αὐτὸν ἐφεώρα : καὶ γὰρ ἤστην διαφόρω . ὡς |
| Νεαλύτη καὶ Ὤκιμον , φησὶν Ἀναξανδρίδης . οὔκ ἐσθ ' ἥδιστον ἀποθανεῖν , φησὶ Φιλέταιρος , βινοῦνθ ' ἅμα , | ||
| τὴν θάλατταν ἡμεροῦσα , καὶ ταῖς νήσοις ἐγκαταμίγνυται , θεαμάτων ἥδιστον , ἤπειρος ἐν νήσοις , καὶ τούτων ἐνίων νοτιωτέρα |
| ἢ τεττάρων ἐπὶ τὰς παρασκευὰς ὧν ἐλέγομεν . ὁ γὰρ γεωργός , ὡς ἔοικεν , οὐκ αὐτὸς ποιήσεται ἑαυτῷ τὸ | ||
| ὡς ἐκδιδαχθέντα σε καὶ ἐκμελετήσαντα τὰ τοῖς ἀνθρώποις ὀνήσιμα οὐ γεωργός , οὐχ ὑλοτόμος , οὐ βουκόλος , οὐχ ὁστισοῦν |
| κατὰ παιδίων προυνικῶν ἕτοιμον ὠνήσω μορμολύκιον . “ ὁ δὲ γελάσας λέγει ” Αἴσωπε , εἴσελθε εἰς τὸν ἐνδότερον τρίκλινον | ||
| λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι . γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν : Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ |
| καὶ σοί ; Ἔμοιγε . Οὐκοῦν ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος , εἴ τις τούτου ἐν τῇ πόλει | ||
| ] Κυδώνιον : Κρητικόν . μονιὸν δάκος : [ ὗς ἄγριος ὃς ἂν μὴ συναγελάζηται ] ? ? ἑτέροις . |
| ῥηθήσεται μαλακός , διότι ἡττήθη ὑπὸ τῶν λυπῶν , ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστι . καὶ ὁ Καρκῖνος τραγικὸς ἦν , ὁ | ||
| τὴν ἔλλειψιν ἀποκλίνειν , καθόσον οὐ τιμωρητικός ἐστιν ἀλλὰ μᾶλλον συγγνωμονικός . ἡ δὲ ἔλλειψις κακίζεται , εἴτε ἀοργησία καλεῖται |
| καταγγέλλει βραχείᾳ καὶ διακεκομμένῃ φωνῇ : οὕτω γὰρ ὁμιλεῖν εἰώθει βραδύγλωσσος ὤν . Ὁ δὲ τὸν τρόπον μὴ ἀγνοήσας , | ||
| υ : οἷον , ὀξὺς , ὀξύθυμος : βραδὺς , βραδύγλωσσος : ταχὺς , ταχύγραφος : κατὰ δὲ τὸ τέλος |
| Δίκη γὰρ καὶ διὰ σκότου βλέπει . τόν θ ' ὑμνοποιὸν δόναχ [ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς | ||
| : κακὸν γὰρ ἄνδρα χρὴ κακῶς πάσχειν ἀεί . τὸν ὑμνοποιὸν δόναχ [ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς |
| ἀντιτιθείς , ἴσως τὰς κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας . γενναῖαι κύνες Λάκαιναι , Ἀρκάδες , Ἀργολίδες , Λοκρίδες , Κελτικαί , | ||
| ὧδέ πως λέγοιτο : τριήρεις προσεδοκῶντο εἰς Κιλικίαν πολλαὶ μὲν Λάκαιναι , πολλαὶ δὲ Περσίδες , Κύρῳ ναυπηγηθεῖσαι ἐπ ' |
| . δεῖ γὰρ τὸν μέλλοντα ὀρθῶς λέγειν , περὶ ὧν ἐπίσταται , περὶ τούτων λέγεν . πάντ ' ὦν [ | ||
| ὡσεὶ ⌈ εἶπεν Γ [ ἔλεγεν ] “ οὐδὲν ἄλλο ἐπίσταται πλὴν τὸ κλέπτειν ” . Γ παρὰ τὴν παροιμίαν |
| πλουσίαν θεμιστεῖον : δίκαιον πολυμάλῳ : πολυθρέμμονι δρέπων : ἀνθολογῶν ἀγλαΐζεται : καλλωπίζεται δεδαλμένοι : πεποικιλμένοι ἐμήσατο : ἐβουλεύσατο ἐοικός | ||
| ἦν σπουδαίου ἄνευ τοῦ εὐωχεῖσθαι κιθαρίζειν . ἀμφίβολον οὖν πότερον ἀγλαΐζεται μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ μουσικὰ συζητῶν παρὰ τὸ δεῖπνον , |
| καὶ τούτους εἰδέναι , τὴν δὲ σύμπασαν τέχνην αὐτὸς ἑωυτὸν ἐδιδάξατο , θείᾳ φύσει κεχρημένος , καὶ τοσοῦτον ὑπερβεβηκὼς τῇ | ||
| ταῖς νόσοις φάρμακα παισί τε ἑαυτοῦ παρέδωκε καὶ τοὺς ξυνόντας ἐδιδάξατο , τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι , |
| ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ | ||
| ἔφυσας , διὰ ταῦτα καὶ βρέφος ἀξιοῖς νομίζεσθαι γέρων καὶ πανοῦργος ὤν ; Τί δαί σε μέγα ἠδίκησα ὁ γέρων |
| ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | ||
| κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς |
| ἀνελευθεριότης οὐδαμῶς : οὔτε γὰρ αὐξανομένου τοῦ πλούτου βελτίων ὁ ἀνελεύθερος γίνεται , καὶ δαπανωμένου πολλῷ χείρων . ἔπειτα καὶ | ||
| καὶ ἔστιν ὑψαύχην ὡς ἂν ἄρρην , ἡ δ ' ἀνελεύθερος καὶ δουλοπρεπὴς καὶ πανουργίᾳ χαίρουσα οἰκόσιτος , οἰκοφθόρος : |
| τὰ δένδρα , ἡ πάρδαλις τοῦ πιθήκου δολερωτέρα οὖσα τοιαῦτα παλαμᾶται . ἑαυτὴν ὑπέρριψε δένδρῳ , καὶ κεῖται ὑπτία , | ||
| ἡ ἀπαίδευτος καὶ ἀμαθὴς τῇ τε ἄλλῃ καὶ ταύτῃ ἐπίσπαστα παλαμᾶται , καὶ μέντοι καὶ ἐς τὸ ἀπόφημόν τε καὶ |
| ἐπὶ γ ' οὖν τοῦ Διομήδους Καὶ βουλῆ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος : ὅ τε πλοῦτος ὅτε μὲν κακίας | ||
| μὴν , ὃν ὁ Ἀπόλλων ἐφίλησεν : ἐλθόντας δὲ καὶ ὁμήλικας ἐν Αἰγίνῃ νικᾶ . Νίσου τ ' ἐν εὐαγκεῖ |
| ἀπὸ τῆς ἔχθρας τῆς ἐσομένης φέρειν . ὅτι μὲν γὰρ δυσμενὴς ἐπὶ τούτοις ἐκεῖνος καὶ πάντα ἐπιβουλεύσει τρόπον καὶ συνεργῶν | ||
| ἐπιστολῆς εἰς Βαβυλῶνα ἡκούσης , ὑφ ' ἧς ἂν αὐτοῖς δυσμενὴς ἐπανῆκεν ἐκεῖνος , ψηφίζονται παρὰ συγγενῆ με γυναῖκα εἰσιόντα |
| , φησὶν , ἐγὼ κατὰ πολλὰ πολλῶν διαφέρω ἀνθρώπων καὶ ἀνόμοιός εἰμι , ἐπεὶ οὐχ , ὥσπερ ἂν ἕτεροι , | ||
| θεῷ φίλος , ὅμοιος γάρ , ὁ δὲ μὴ σώφρων ἀνόμοιός τε καὶ διάφορος καὶ ὁ ἄδικος , καὶ τὰ |
| νόμων δηλοῖ . Φαρμακῶν δ ' ἐστὶν ὁ ὑπὸ φαρμάκων βεβλαμμένος , ὣς καὶ Θ . ἐν πέμπτῳ καὶ δεκάτῳ | ||
| δερκομένῳ τίνες ἐσθλά , τίνες κακὰ τεκμαίρουσιν , Ἠέλιος φαυλοῖσι βεβλαμμένος , Ἀφρογενής τε Ζηνὸς ἐπεσσυμένου ἢ καὶ παρεόντος ἅμ |
| ' εἰσιόντ ' , ἐὰν λυπούμενος τύχῃ τις ἡμῶν , ἐκολάκευσεν ἡδέως , ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα ὥσπερ πολέμιον | ||
| ' εἰσιόντ ' , ἐὰν λυπούμενος τύχῃ τις ἡμῶν , ἐκολάκευσεν ἡδέως , ἐφίλησεν , οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα , |
| ἀγαθός : πᾶς σκυτεὺς ἀγαθὸς εὐφυῶς κατασκευάζει τὰ πέδιλα : Σίμων ἄρα εὐφυῶς κατασκευάζει τὰ πέδιλα . ἐνταῦθα παρὰ τὸ | ||
| καὶ Σίμων ἐμέ : δύο ἐγένοντο ἡγεμόνες , Νίκων καὶ Σίμων . Ὑπερίσχυσε δὲ ὁ Σίμων κακοτροπώτατος ὢν , ὥστε |
| , ῥᾴδιος , πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων , | ||
| μὲν ψόγου δύστροπος , κακοήθης , εἴρων , ἐπίβουλος , δολερός , ὕπουλος , ἐπίσκιος : τοῦ δ ' ἐπαίνου |
| . Ι Μ Ο Ρ . ὃν Χείρων ἐδίδαξε , δικαιότατος Κενταύρων : ἡ διπλῆ ὅτι Ὅμηρος δεδιδάχθαι μέν φησιν | ||
| ἐκ τοῦ Περὶ βασιλείας . Βασιλεύς κ ' εἴη ὁ δικαιότατος , δικαιότατος δὲ ὁ νομιμώτατος . ἄνευ μὲν γὰρ |
| καὶ ἀλύπως τοῖς συγγινομένοις . καλεῖται δὲ ἡ τοιαύτη ἀρετὴ εὐτραπελία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν εὐτράπελος , ἡ δ ' | ||
| τῆς λέξεως σχήματι , εὐαρμοστία , εὐρυθμία , εὐήθεια , εὐτραπελία , εὐπραγία , εὐπρέπεια , εὐταξία , εὐτυχία , |
| φιλημάτων . . . . . . ἀγεννῶς οὐκ ἐῶ παίζειν . τίθημι κοττάβεια σφῷν ἐγὼ τασδί τε τὰς κρηπῖδας | ||
| Ἄρτι . πρὸ ὀλίγου χρόνου πεποιημένος . Ἀρτιάζειν , τὸ παίζειν ἄρτια ἢ περιττὰ καρύοις ἢ ἀστραγάλοις τοιούτοις . Πλάτων |
| δ ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη : καίτοι καὶ γενεᾷ τίμιος , ὦ παῖ , παῖ , καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε | ||
| καὶ συμμάχους , καὶ σὺν ὑμῖν μὲν ἂν οἶμαι εἶναι τίμιος ὅπου ἂν ὦ , ὑμῶν δὲ ἔρημος ὢν οὐκ |
| ἀτυχίαις , ὁ δὲ ὀξὺς ἐν ταῖς ὀργαῖς . Οὔτε εὐπαθεῖν , οὔτε εὐτυχεῖν ἀεὶ τοὺς αὐτοὺς δυνατόν . Τὸν | ||
| ἐνδεεῖς , οὐκέτι δὲ ἰδιῶται . καὶ ἆρα τούτους εἴασεν εὐπαθεῖν τὰ πατρῷα κομισαμένους , ὧν δὲ ἀφελόμενος ἀπέδωκε , |
| . ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται σχέτλιος , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος καὶ ἐν δημοσίαις ἀσχολίαις : | ||
| σοφίαν . , . . τετράγωνος σεμνὸς δὲ ἦν καὶ εὐσχήμων τὰ πάντα καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου τεταγμένος , ὡς |
| πανουργίαι συνέθηκε ταύτην τὴν αἰτίαν , ὥσπερ δι ' ἐκεῖνα κράτιστος ἂν ἦν ἀνήρ , οὕτω διὰ ταῦτα κάκιστος ἀνήρ | ||
| ἐπ ' ἄκρων τῶν ποδῶν . Οὗτος ὁ τρόπος παραπολὺ κράτιστος ἐμβολῆς ὤμου : δικαιότατα μὲν γὰρ μοχλεύει , ἢν |
| εὐγενείας . Ἦν καὶ Πολύαινος Ἀθηνοδώρου Λαμψακηνός , ἐπιεικὴς καὶ φιλικός , ὡς οἱ περὶ Φιλόδημόν φασι . καὶ ὁ | ||
| οἱ φαῦλοι γέμουσι . φαίνεται τοίνυν ὅτι οὐδὲ πρὸς ἑαυτὸν φιλικός ἐστιν ὁ μοχθηρός , ὅτι οὐδὲν φιλητὸν ἔχει . |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων | ||
| διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις |
| ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων | ||
| ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν |
| τοῦ ἀγαθοῦ καὶ δηλονότι τοῦ καλοῦ . Ὅτῳ δέ τις ἄγαται καί ἐστι συγγενής , τούτου ᾠκείωται καὶ πρὸς τὰς | ||
| ἄρα Ὁμήρου ἐπιλελῆσθαι , ὃς τά τε ἄλλα τοῦ ἀνδρὸς ἄγαται καὶ ὅτι παῦρα ἐφθέγγετο , καίτοι , ἐκεῖνος ἔφη |
| , πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
| , πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
| ἂν καὶ ἔπειτα γένοιτο , μηχανώμενος καὶ συμβάλλων καὶ λογιζόμενος μνημονικώτατος ἂν εἴη πάντων , ὅσῳ καὶ δημιουργὸς σοφώτατος . | ||
| μητέρα , ἢ τὴν τῶν Μουσῶν μητέρα . ὁ γὰρ μνημονικώτατος σοφώτατός τέ ἐστι καὶ πάνθ ' ὅσα βούλεται πράττειν |
| – – – – ] ἆγον , πατὴρ δ ' εὔβουλος ἥρως πάντα σάμαινεν Πριάμῳ βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν | ||
| εἰς τὸν ἐκείνου ἀπαρτισμὸν συμβαλλόμενον . ἔστι τοίνυν ἁπλῶς μὲν εὔβουλος ὅ τε ἀπλανῶς τὸ ἁπλῶς τέλος εἰδὼς καὶ ὀρθῶς |
| καὶ λύκων καὶ κριῶν δέ , καὶ τὸ ἔτι θαῦμα σατύρων μορφὰς κήτη ἔστιν ἃ περιφέρει καὶ γυναικῶν ὄψιν , | ||
| Σάτυρος ὁ τῆς κωμῳδίας οὗτος ὑποκριτὴς τῶν Σοφοκλέους ἀνέμνησέ με σατύρων , οὓς ἐκεῖνος εἰσήγαγεν οὕτω πρὸς ἀσέλγειαν μεμηνότας , |
| ' ἂν διαφερόντως . τελευτησάντων δὲ γονέων ταφὴ μὲν ἡ σωφρονεστάτη καλλίστη , μήτε ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων μήτ ' | ||
| τοῦ προσώπου σεμνότητα μετὰ γλυκύτητος εἰργάσατο , ὥσπερ ἂν ἡ σωφρονεστάτη παρθένος . Καὶ περὶ μὲν γλυκύτητος καὶ ἐν τοῖς |
| κακός σε δαίμων καὶ κακὴ τύχη λάβοι . μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὐκ εἰσὶν φίλοι . πᾶσιν | ||
| χαίρομεν : πλήρης γὰρ ἄρτων ἡ πόλις . Μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα . Γαστέρας αὐταῖσι μήτραις καὶ καλῶν ζωμῶν πλέας |
| ἂν καὶ παγγενεί , πανστρατιᾷ , παναισχές , παμπρασία , πανδαισία , πανθοινία , παγκαρπία , πανοπλία . Ἀντιφῶν δὲ | ||
| στῖφος αὐτῶν φαίνεται καὶ πυκνὸν καὶ γοργὸν ὥσπερ μᾶζα καὶ πανδαισία . Νὴ Δί ' , ἡ γὰρ σφῦρα λαμπρὸν |
| ὁ πολίτης αὐτῆς Ἰασεύς , ἀφ ' οὗ Χοιρίλος ἐὼν Ἰασεύς . Ἴασος δὲ τὸ Ἄργος καὶ Ἰάσιοι οἱ κατοικοῦντες | ||
| κειμένη , ἡ καὶ ὀξυτόνως λεγομένη . ὁ πολίτης αὐτῆς Ἰασεύς , ἀφ ' οὗ Χοιρίλος ἐὼν Ἰασεύς . Ἴασος |
| ληίτιδες ἔν τε δόμοισιν ἔν τε χοροῖς ἀγορῇ τε καὶ εἰλαπίνῃσι μέλοντο , εἰσόκε τις θεὸς ἄμμιν ὑπέρβιον ἔμβαλε θάρσος | ||
| . Ἄροσιν : : ἔν τε χοροῖς ἀγορῇ τε καὶ εἰλαπίνῃσι μέλοντο , ψυχρά ἐστιν ἡ Θρᾴκη , διὸ τοὺς |
| διδόντων . Ὁμοία τῇ : Δέχεται καὶ βῶλον ἀλήτης . Ἀγαθὸς ψάλτης , ἀγαθὸς ζωμοποιός : ὡς οὐδὲν διάφορον ἡ | ||
| . Ἀγαθὸς ἀνὴρ λέγοιτ ' ἂν ὁ φέρων τἀγαθά . Ἀγαθὸς ἂν εἴη χὠ φέρων καλῶς κακά . Εὐκαταφρόνητός ἐστι |
| , τρυφαί εἰσι βλαβεραί ; Πᾶσα , φησί , πρᾶξις τρυφή ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ὃ ἐὰν ἡδέως ποιῇ : καὶ | ||
| ἀντὶ τῶν πατρῴων περίεστι βδελυρία , συκοφαντία , θράσος , τρυφή , δειλία , ἀναίδεια , τὸ μὴ ἐπίστασθαι ἐρυθριᾶν |
| ' ἄν . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη : Ἀλλὰ καὶ φιλόνικος Ἀντισθένης ἐστίν , ὃ στρατηγῷ προσεῖναι ἐπιτήδειόν ἐστιν : | ||
| , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , πρὸς τὰ δεινὰ θαρραλέος , φιλόνικος , νίκης ἐραστής , εὐκλείας ἐραστής , ἄδωρος , |
| ὁ μὴ λυπούμενος ἐπὶ τῇ τῶν αὐτῶν τούτων παρουσίᾳ , ἀκόλαστος δὲ ὁ ἐπὶ ἀπουσίᾳ τινῶν λυπούμενος , σώφρων δὲ | ||
| εἶναι : ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος : τοιοῦτος δὲ ὁ ἀκόλαστος : ὁ δὲ ἔλαττον τοῦ δέοντος τὰ τοιαῦτα ζητῶν |
| μέν , εἰ μνημονικός , εἶτα , εἰ κατὰ φύσιν αἰδήμων , ἀλλὰ μὴ πλαττόμενος τοῦτο , μὴ μεθυστικὸς μὴ | ||
| τῷ πιστὸς εἶναι πλέον σου ἔχει , εἰ ἐν τῷ αἰδήμων . οὐ γὰρ εὑρήσεις : ἀλλ ' ὅπου κρείττων |
| κοὐδενὶ συνήντα τῶν βαδιζόντων χαμαί , εἶθ ' ὅτι τοιοῦτο κτῆμ ' ἐκέκτηθ ' ὧι λίθους ἅπαντας ἐπόει τοὺς ἐνοχλοῦντας | ||
| μο [ μᾶλλον δετ ? [ τέχνην α ! [ κτῆμ ' ἐστι ς [ ἄπληστος ε ? [ πάντ |
| δωμάτιον , καὶ οἱ μὲν ἀνεπαύοντο , ὁ δ ' ἑστιάτωρ τὸ δεῖπνον ηὐτρέπιζε μάλα ἀσμένως , ὅτι τοιούτους ὑπεδέξατο | ||
| ἐρωτικῶν ἐλέχθησαν . καὶ γὰρ τὰς γαμετὰς ὁ καλὸς ἡμῶν ἑστιάτωρ ἐπαινῶν Ἕρμιππον ἔφη ἐν τοῖς περὶ Νομοθετῶν ἱστορεῖν ὅτι |