φιβαλέων Φερεκράτης : ὦ δαιμόνιε πύρεττε μηδὲν φροντίσας καὶ τῶν φιβαλέων σύκων τρῶγε τοῦ θέρους κἀμπιπλάμενος κάθευδε τὰς μεσημβρίας :
, τὴν μὲν τῶν † χελιδονέων , τὴν δὲ τῶν φιβαλέων ἰσχάδων , καὶ τῆς ψιθίας ἀσταφίδος καὶ μύρτων ἕτερον
8919237 πυρεττε
Εἰ δύνασαι σὺ κρείττω πυρέττειν , ἰδοὺ κλίνη : ἀναπεσὼν πύρεττε . Δύσκολος ἀστρολόγος παιδὸς νοσεροῦ γένεσιν λέγων , πολυχρόνιον
, ἀτὰρ καὶ Φερεκράτης ἐν Κραπατάλλοις : ὦ δαιμόνιε , πύρεττε μηδὲν φροντίσας καὶ τῶν φιβάλεων τρῶγε σύκων τοῦ θέρους
8023499 τρωγε
τοῦ κακοῦ , διδασκάλῳ τῇ πείρᾳ χρώμενος . οἷον : τρῶγέ τι γλυκὺ καὶ παρευθὺ γεῦσαι καὶ πικροῦ : καὶ
τοῦ κακοῦ , διδασκάλῳ τῇ πείρᾳ χρώμενος . οἷον : τρῶγέ τι γλυκὺ καὶ παρευθὺ γεῦσαι καὶ πικροῦ : καὶ
6525283 Κραπαταλλοις
. ἀγυιεὺς ὁ . . . κινοειδὴς . . . Κραπατάλλοις : “ ὦ δέσποτ ' ἀγυιεῦ . . .
: νοσώδη γὰρ εἶναι τότε , ὡς καὶ Φερεκράτης ἐν Κραπατάλλοις εἴρηκεν . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Προαγῶνι : κάμνοντα
6323492 τριωβολου
. οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον : τἀμὰ γὰρ διοίχεται . ἀτὰρ
ἐπίρρημα θαυμαστικόν οἴει ] ὑπολάβῃς τυραννίδα ] τὴν δύναμιν αὐτοῦ τριωβόλου ] τοῦ κἂν ] τὸ “ κἄν ” δηλοῖ
6306308 ταριχων
: τὰ δὲ πίονα διαχωρέει ἐπιεικέως : ξηρότατοι μὲν τῶν ταρίχων οἱ θαλάσσιοι , δεύτερον δὲ οἱ ποτάμιοι , ὑγρότατοι
“ ἔφη , ” δώσει ἐὰν τὸ πλοῖον αὐτοῦ τῶν ταρίχων ἀφίκηται . “ Αὐτὸς δὲ καὶ Ἀνύτῳ τῆς φυγῆς
6301898 καθευδε
μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , μὴ κενῶς πόνει . Φιλῶ σε Ὀνήσιμε ,
τὴν δικαιοσύνην . ὀρθῶς ἔφην . τοῦτο ποίει καὶ ἐπιγράψας κάθευδε ἀναπεσὼν ὥσπερ Ὀδυσσεὺς μηκέτι μηδὲν φοβούμενος . ποιήσω εἶπε
6216018 ῥοφειν
Γ ⌈ φησίν [ φησὶν οὖν ] , ὅτι τὸ ῥοφεῖν κακοῦ μοι αἴτιον ⌈ ἐγένετο Γ [ γέγονεν ]
γὰρ ἡ φακῆ ἐστιν , Ἀρχάγαθος ἔφη , ἧς καὶ ῥοφεῖν Ὀρέστην τῆς νόσου πεπαυμένον φησὶ Σόφιλος ὁ κωμικός .
6200413 κορακεων
Ἀχαιῶν , τοῦτο λέγων Ἀριστοφάνην εἰρηκέναι ἐν Λακωνικαῖς Γλώσσαις . κοράκεων δὲ σύκων εἶδος Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις παραδίδωσι διὰ τούτων
ἐγὼ πάρα . τῶν φιβάλεων μάλιστ ' ἂν ἢ τῶν κοράκεων . οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει
6198847 πιοις
. Ἔφιππος δέ φησι : τρεῖς πρὸς τέτταρας . οἶνον πίοις ἄν ; ὑδαρῆ μὰ τὴν γῆν , ἀλλὰ τρία
ἦσαν μεγάλαι . Ἀριστοφάνης Εἰρήνῃ τί δῆτ ' ἂν εἰ πίοις οἴνου κύλικα λεπαστήν ; ἀφ ' ἧς ἔστι λάψαι
6171536 θυμων
. νζʹ . Περὶ τῶν περιτεμνομένων . νηʹ . Περὶ θύμων τῶν ἐν αἰδοίοιϲ . νθʹ . Περὶ καθετηριϲμοῦ καὶ
Τιθύμαλλον ἢ Φιλιππίδην . ὕδωρ δὲ πίνειν βάτραχος , ἀπολαῦσαι θύμων λαχάνων τε καμπή , πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος
6147987 λεκιθου
ῥοδίνῳ τριβεῖσα , ἄχρις οὗ γλοιωθῇ , μιγνυμένης καὶ ὠοῦ λεκίθου ὀπτῆς , κισσοῦ φύλλων ξηρῶν κεκαυμένων ἡ τέφρα τριβεῖσα
, τῷ δὲ λευκῷ , ὃ δὴ τροφή ἐστι τῆς λεκίθου , τὰ φυσικά , τῷ δὲ ἔξωθεν ὀστρακώδει τὰ
6146458 φαυλιας
, ἐπικορίζεσθαι Ἕλληνες . ὑδρορόη Ἀττικοί , ὑδροχόα Ἕλληνες . φαυλίας ἐλαίας τὰς ἐκ κοτίνου μεταπεφυτευμένας ἐλαίας . φιλεῖ “
, τὰ δὲ φαυλότεροι φαυλίων μήλων . καὶ Ἀνδροτίων : φαυλίας καὶ στρουθίας , καὶ πάλιν : οὐ γὰρ ἀπορρεῖ
6145034 ῥυτων
, πιεῖν γέ τι ἁδρότερον ἢ τῶν Ῥοδιακῶν ἢ τῶν ῥυτῶν . ἀλλ ' ὁ πανὸς ὕδατός ἐστι μεστός .
πιεῖν δ ' ἔτι ἁδρότερον ἢ τῶν Ῥοδιακῶν ἢ τῶν ῥυτῶν . Ἐπίνικος δ ' ἐν Ὑποβαλλομέναις : καὶ τῶν
6087642 Ῥοδιακων
Λίνδιος ἐν Λίνδῳ χρείας γενομένης συλλογῆς χρημάτων . ἐπεὶ δὲ Ῥοδιακῶν ἱστοριῶν ἐμνήσθημεν , ἰχθυολογήσων καὶ αὐτὸς ὑμῖν ἔρχομαι ἀπὸ
χρεία ' στί μοι . εὖ οἶδα . καὶ τῶν Ῥοδιακῶν : ἥδιστα γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων αἴσχεα ποτηρίων εἴωθα
6065070 ζωμου
, ὄψον δὲ ἰχθὺϲ τρυφερόϲ , ὄρνιϲ κατοικίδιοϲ ἐκ λευκοῦ ζωμοῦ : ϲυνουϲίαϲ δὲ ἀπεχέϲθω . κεφαλῆϲ δὲ ϲφόδρα θερμανθείϲηϲ
ἀπὸ πάθους γινόμενον καὶ πάθος ποιοῦν , ὡς ἡ τοῦ ζωμοῦ γλυκύτης : αὕτη γὰρ καὶ ἀπὸ πάθους ἐγένετο ,
6064660 πρασων
καράβων τε καὶ ἀστακῶν , καὶ λαχανοφαγίης , μάλιστα δὲ πράσων καὶ κρομμύων , ἔτι δὲ θριδάκων ἑφθῶν , καὶ
ἐπὶ πέντε ἡμέρας χρῆσθαι , δέκα δ ' ἀντὶ τῶν πράσων , τῶν σκορόδων : τάδε πυρία , καὶ αὐτὴν
6052110 ἐτνους
σαφῶς . τωθάσεται . σκώψει , χλευάσει , λοιδορήσει . ἔτνους . ἔτνος εἶδος ὀσπρίου , ὅ τινες καλοῦσι πισσάριον
τρέχω ' π ' ἀφύας ἐγὼ λαβὼν τὸ τρύβλιον : ἔτνους δ ' ἐπιθυμεῖ , δεῖ τορύνης καὶ χύτρας ,
6019338 Οἰνου
δὲ θεὸς αὐτὸς κατέδειξε , σῶμα θνητὸν μὴ ἀπορῆσαι . Οἴνου δὲ λευκοῦ κοτύλας γʹ , μετὰ βλαστῶν μʹ τῆς
μήτρα χρῶ ὡϲ πάνυ δοκίμῳ . Προέψηϲιϲ τῆϲ νάρδου . Οἴνου παλαιοῦ λι ι δενδρολιβάνου φύλλων λι α ῥάϲδου λι
5992261 Θετταλῃ
: ” ἡ δ ' ἀνέῳγε τὴν θύραν ” καὶ Θετταλῇ : „ καὶ τὸ κεράμιον ἀνέῳχας : ὄζεις ,
Φερεκράτης Ἰπνῷ . τί οὐκ ἐπανεχώρησα δεῦρο κἀπέδραν ; Μένανδρος Θετταλῇ . . . εἶτ ' ἀπέδραν μόνος . ἀπηλιώτης
5988006 μετρητης
ἐννέα ὀβολῶν Ἀλεξανδρεινῶν : τοῦ δ ' οἴνου δραχμῆς ὁ μετρητὴς καὶ ἔριφος ὁ μέτριος ὀβολοῦ καὶ λαγώς . τῶν
. παρεκόπην διχοινίκῳ : ἀντὶ τοῦ “ ἐπλάνησέ με ὁ μετρητὴς μετρῶν τῇ ποσότητι δύο χοίνικας ” . οὐ τοῦτ
5983031 συκων
οὕτω : τῷ καὶ εὐκραδέης τριπετῆ ἐν νέκταρι μίξαις , σύκων αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν καὶ τὰ ἑξῆς , ἵνα
Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων , σύκων καὶ ἰσχάδων ὄπισθεν εἶπον . γογγύλῃ τῇ χειροπλήκτῳ χειρὶ
5949706 λεκιθουϲ
ἐρυϲιπελατώδηϲ οὖϲα , μελίλωτον ἑψήϲαϲ ἐν γλυκεῖ καὶ τρίψαϲ ἐπίβαλε λεκίθουϲ ᾠῶν ὀπτῶν ϲὺν ῥοδίνῳ ἢ μηλίνῳ ἢ κροκίνῳ καὶ
καὶ τῶν μικροτέρων χοίρων τὰ ἀκροκώλια καὶ ὠῶν δὲ τὰϲ λεκίθουϲ ῥοφεῖν καὶ τῶν ὀπωρῶν δὲ γεύεϲθαι τῶν μὴ δυϲπέπτων
5928526 δαπανωντων
μόχθους ἄλλων κατέδονται : ἐπὶ τῶν ἀργῶν καὶ τὰ ἀλλότρια δαπανώντων . Κιλίκιοι τράγοι : ἐπὶ τῶν δασυτάτων καὶ θρασυτάτων
ἔστι πάλιν λαβεῖν , ὡς παρὰ τῶν σωφρόνων , ὧδε δαπανώντων . Ἕως ἂν φοβῇ τὸν τρίβωνα καὶ τὴν πήραν
5926886 κρομμυων
διδόναι , ὥσπερ καὶ πόματα . ἀφεκτέον δὲ πράσων καὶ κρομμύων καὶ σκορόδων καὶ ταρίχων καὶ τῶν δυσωδῶν πάντων καὶ
καὶ μέλιτι μίξας συνέψησον καὶ τούτῳ χρῶ . ἄλλο . κρομμύων χυλίσματι μετὰ μέλιτος χρῶ . ἄλλο . κάρδαμον τρίψας
5915640 ναρκηϲ
ταύταιϲ ἐναντίαι , μάλιϲτα δὲ τευθίδων καὶ ϲηπιῶν καὶ πολυπόδων νάρκηϲ τε καὶ τῶν ϲελαχίων ἐδωδὴ καλῶϲ ἂν ἁρμόϲοι :
λαβοῦϲι παρέπεται γλώϲϲηϲ φλεγμονὴ καὶ λαλιᾶϲ ἐμποδιϲμὸϲ καὶ τρόμοϲ μετὰ νάρκηϲ τινὸϲ καὶ ἐκλύϲεωϲ : πελιοῦται δέ τινα μέρη τοῦ
5915213 σκοροδων
⌈ δὲ [ τὸ ” μυττωτεύσομεν “ ] ἀπὸ τῶν σκορόδων : μυττωτὸς γάρ ⌈ ἐστι κυρίως τὸ ἐκ σκορόδων
φησι τὸ ὄμφακας ἔχον . * ἀγλῖθες : αἱ τῶν σκορόδων κεφαλαί * κορίοιο : τοῦ κορίου λεπτοθρίοιο δέ ,
5907817 ὑποδηλοι
, ὥστε τὸ γλυκὺς ἀγκών [ παροιμιωδῶς ] μοχθηρίαν τόπου ὑποδηλοῖ . γνῶθι σαυτόν : ἀπόφθεγμα Χείλωνος . τάττεται δὲ
βιβλίων εἴρηται , καὶ τὰς νύκτας ἐπαίρεσθαι λαμπτῆρας ἀντιπεφραγμένους : ὑποδηλοῖ δὲ τὸν ἐκ κέρατος φανόν . . . :
5906069 Ἐφιππος
Αἰξί : τοῦδε νῦν γεῦσαι λαβών . καὶ ὁ Οὐλπιανὸς Ἔφιππος , ἔφη , ἐν Πελταστῇ ἔνθ ' ὄνων ἵππων
Ἀσκάλωνι λίμνῃ διὰ τὴν ὕβριν καὶ ὑπὸ ἰχθύων ἐβρώθη . Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζων φησίν : ὁπότε τῷ Γηρυόνῃ ναέται
5903956 διμυξον
, ὃ δὲ λυχνοῦχον , ὃ δὲ λύχνον , καὶ δίμυξον δὲ λύχνον ἕτερος , ἄλλος δὲ ἑλάνην , ὃ
λύχνου δὲ διμύξου τῶν κωμῳδῶν Φιλύλλιος μνημονεύει , καὶ Μεταγένης δίμυξον ἢ τρίμυξον , ἐμοὶ δοκεῖ . θρυαλλίδες δὲ τὰ
5890011 παροντοϲ
δὲ δριμύτερόν ϲοι φαίνοιτο , λιθάργυρον ἴϲον ἐπίβαλλε . μὴ παρόντοϲ δὲ τοῦ διὰ χάρτου ξηρίου χάρτην καύϲαϲ καὶ τὴν
εἴη χλωρόν , ἐναφεψεῖν αὐτὸ δεῖ τῷ ἐλαίῳ , μὴ παρόντοϲ δηλονότι τοῦ χαμαιμηλίνου ἐλαίου ἐν ᾧ βραχὲν τὸ ἄνθοϲ
5886650 τυρου
πάλην ἀλφίτου , εἶτα ἓν τοῦ φαρμάκου μέτρον καὶ τοῦ τυροῦ καὶ τοῦ ἀλφίτου ποιῆσαι , καὶ τοῦτο διδόναι πίνειν
θᾶττον εἰς Ἐλύμνιον ; Ἥδομαί γ ' ἥδομαι κράνους ἀπηλλαγμένος τυροῦ τε καὶ κρομμύων . Οὐ γὰρ φιληδῶ μάχαις ,
5877107 ἀρτων
κεφαλῆς . ἤσθιε δὲ καὶ αὐτὴ λίτρας κρεῶν δώδεκα , ἄρτων δὲ χοίνικας τέσσαρας καὶ ἔπινεν οἴνου χοᾶ . Λιτυέρσας
, εἶναι δὲ καὶ τὰς πλευρὰς ἰσχυρόν : ἐσθίειν δὲ ἄρτων μὲν χοίνικας ἕξ , κρεῶν δὲ λίτρας εἴκοσιν οἵων
5873970 ἐλαων
ὅτι τῶν ἄλλων καρπῶν καὶ φυτῶν ἁπλῶς μνημονεύσας ἐπὶ τῶν ἐλαῶν ἐπήγαγε τὸ “ ὧν ποθοῦμεν ” . καὶ ἴσως
κυοφορίαις , εἰ καὶ τρύγης ἀμπέλων αὐτουργοῦσα συμμετάσχοι καὶ συλλογῆς ἐλαῶν , εἰ δὲ παρείκοι , καὶ σπόρου καὶ ἀρόσεως
5852729 καπνελαιον
τὸ ὀψάριον . ἐὰν οὖν ἔχῃ λίτραν μίαν , βάλλε καπνέλαιον ξέστην ἕνα , καταλυθέντος τοῦ ἰχθύος , καὶ ἕψε
καὶ ἀπὸ λουτροῦ . ἑψῶν δὲ πρόσεχε μὴ ὑπερζέσῃ τὸ καπνέλαιον , ἐπεὶ ἐμπρησμὸν ποιεῖ . ἕψε οὖν αὐτὸ ἐν
5849555 ὀλυνθων
οὐκ ἀναφύει . Συκῆ εὔκαρπος μένει πεντεκαιδεκάτης οὔσης τῆς θεοῦ ὀλύνθων αὐτῇ περιαφθέντων ἢ καὶ φυκίων αὐτῇ περιαφθέντων θαλασσίων ἢ
μετὰ δὲ τὸ φάρμακον τὰς ὑστέρας κλύσαι τῷ ἀπὸ τῶν ὀλύνθων , καὶ μετακλύζειν στρυφνοῖσιν : ἢν ταῦτα παθοῦσα ὑγρανθῇ
5835977 κυαμων
καὶ μὴν παρῆν ἀνθράκιον ἡμῖν ἐν μέσῳ σείσων τε καὶ κυάμων μεστός : καὶ γὰρ ὁ σείσων ἀγγεῖον ᾧ κυάμους
σχῆμα καὶ βῆμα τοῦ σχῆμα καὶ τριώβολον . λζ . κυάμων ἀπέχου . λη . μολόχην ἐπιφύτευε μέν , μὴ
5828466 Ἐπινικος
ἐπιτηδεύειν νενομίκασι . ὅτι πολλοὶ ἐπαλφιτίζοντες τὸν οἶνον ἔπινον . Ἐπίνικος γοῦν πού φησι : γέροντα Θάσιον τόν τε γῆς
ἐπιβάλλοντες τῷ οἴνῳ , ὡς ὁ Δελφὸς Ἡγήσανδρος φησίν . Ἐπίνικος γοῦν , Μνησιπτολέμου ἀνάγνωσιν ποιησαμένου τῶν ἱστοριῶν , ἐν
5826591 σητανιων
, μέλιτος ὀξύβαφον τῶν πλατέων , ἔλαιον ἴσον , πυρῶν σητανίων χυλὸς , νίτρου ἀφρὸς , ὠὰ ἑπτά : κοτύλαι
ἐλλεβόρῳ ἀντισπάσαι : ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος
5815714 λουσθαι
: ἐδόκεέ οἱ τὸν πατέρα ἐν τῷ ἠέρι μετέωρον ἐόντα λοῦσθαι μὲν ὑπὸ τοῦ Διός , χρίεσθαι δὲ ὑπὸ τοῦ
, ἀπολαῦσαι θύμων λαχάνων τε κάμπη , πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι
5809081 ἑψομενου
ψάμμων , καὶ θαλάττης μέτρα , καὶ ξυνιέναι ἀτόπου λέβητος ἑψομένου ἐν Λυδοῖς . Καὶ δηλαδὴ πᾶσι τοῖς δεομένοις θεσπίζει
λείαν . ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸ διὰ φακοῦ κατάπλασμα , ἑψομένου τοῦ φακοῦ σὺν ὕδατι , ἔπειτα λεαινομένου καὶ μέλιτι
5807204 ἐπιφαγειν
γὰρ καὶ ὅπερ ὁ Μάγνος εἴρηκε τὸ ἐπεσθίειν καὶ τὸ ἐπιφαγεῖν . καὶ ὁ Αἰμιλιανὸς ἔφη : τὸ μὲν ἀσώτιον
: σκόροδον γὰρ αὐτῷ προσφέρει , ὅ φησι δεῖν αὐτὸν ἐπιφαγεῖν . ΓΘ νυν ] δή . ἐπέγκαψον ] ἐπίφαγε
5798309 πατησαι
ἐν τῷ ἡλίῳ καὶ πέντε ἐν τῇ σκιᾷ καὶ τότε πατῆσαι . δῶρα Διωνύσου : οὐκ οἶδεν ὁ Ὅμηρος δῶρον
. . . . Ἀτραπὸς οἷνος : τραπεῖν ἐστι τὸ πατῆσαι : ὅθεν καὶ τὸ πρὸ τοῦ πατηθῆναι γινόμενον ἀπόσταγμα
5790997 ὀπωρων
ὀλίγα , οἷον αἴγεια καὶ ἐλάφεια . τῶν δ ' ὀπωρῶν τὰ πλείονα φευγέτωσαν . τραγημάτων δὲ τὰς σταφίδας ὡς
δωδεκαθείῳ : ὁμοίως καὶ τὸ πράσον ὀλίγον . Τῶν δὲ ὀπωρῶν τῶν ξηρῶν ἀπέχεσθαι παντελῶς . Οἴνους δὲ τοὺς εὐωδεστάτους
5777519 ῥυπαρου
ὥϲτε κατὰ τὸν χιεϲμὸν ἀχάνειαν ἐκ πάντων γίνεϲθαι . καὶ ῥυπαροῦ μὲν ἔτι τοῦ ἕλκουϲ τυγχάνοντοϲ τὰ καθαίροντα παραλαμβάνειν ,
τε ὕδατι θερμῷ πολλῷ πρὸ τοῦ καταπλάττειν ἀμυχὰς ἐμβαλοῦμεν : ῥυπαροῦ δ ' ὄντος τοῦ ἕλκους , ἐπὶ τὰς ἀνακαθαρτικὰς
5770909 ῥοφηματων
ἐκ τῆϲ κενεαγγείηϲ , ἐν οἷϲι πολλάκιϲ ἀρήγει ἐκ τῶν ῥοφημάτων πληϲιάζειν τῇ κενώϲει , ἢν οὕτωϲ τύχῃ παροξυνομένη ἡ
ἢν δὲ πυρεταίνωσι , ῥοφήμασιν . Ἔστι δὲ τῶν μὲν ῥοφημάτων τάδε ἐπιτηδειότατα : ἔλυμος , φακῆ , ἄλητον ἑφθὸν
5770586 κνιδας
λέγουσι μὲν καὶ τὰς θαλασσίας , λέγουσι δὲ καὶ τὰς κνίδας Ἀττικοί . καὶ κνίδη μὲν ὅσον ἁπαλή ἐστιν ,
ἐν τοῖς λείοις καὶ πλαταμώδεσιν ἀπολυόμεναι μεταχωροῦσι . τὰς δὲ κνίδας Εὔπολις ἀκαλήφας ὀνομάζει καὶ Ἀριστοφάνης , ὃ μὲν εἰπὼν
5750266 καθαρθεντων
διὰ βηχόϲ , γλιχωνίτηϲ δὲ ἐπὶ τῶν διὰ τῆϲ κοιλίαϲ καθαρθέντων , καὶ μάλιϲτα εἰ μελανίζοντα ὑπίοι ϲὺν τοῖϲ πυώδεϲιν
μὲν οὐδὲν ὅλωϲ , ὠφελήθηϲαν δὲ οὐδὲν ἧττον τῶν ἰϲχυρῶϲ καθαρθέντων . Τίνεϲ μᾶλλον ἐπιτήδειοι πρὸϲ ἐλλέβορον . Ἄνδρεϲ πρὸϲ
5749540 νηϲτιϲ
# β τοῦ ἄρτου ἐϲθίειν , ὡϲ ἂν βούλοιντο . νῆϲτιϲ μέντοι γε χρῶ . ἐϲτὶ γὰρ ἀλυπότατον : κενοῖ
καὶ ἀναζέϲαϲ ἐν χυτριδίῳ μετὰ γλυκέοϲ ἢ ἑψήματοϲ ἡμικοτυλίου τοῦτο νῆϲτιϲ ἀπορροφῶν διακλύζου τὸ ϲτόμα καὶ ἀναγαργαρίζων ἀποφλεγμάτιζε : ταύτηϲ
5742202 αἰρας
οὐ πυρέττουσιν . “ ἄτοπον ἔφη τοῦ μὲν σίτου τὰς αἴρας ἐκλέγειν καὶ ἐν τῷ πολέμῳ τοὺς ἀχρείους , ἐν
τοῦ μὲν τηλίνου ἀλεύρου μέρη γʹ , ἐκ δὲ τῆς αἴρας μέρος αʹ . οὐκ ἀποτρέπω δὲ οὐδὲ τῶν ἐρεβίνθων
5736630 πεπειρων
δήξεις . Ἄλλο : Ἀμύλου ⋖ ηʹ , μύρτων μελάνων πεπείρων τῆς σαρκὸς ⋖ ηʹ , μήκωνος σπέρματος ⋖ ιϚʹ
μῶλυ , κεδρίδες , ἀμύγδαλον , σήσαμον πεπλυμένον , δαφνίδων πεπείρων τὸ ἐκτός . πινόμενα δ ' ἄγει τὰ καταμήνια
5736174 Κνιδιου
περὶ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς , καὶ βραχὺ δοτέον αὐτοῖς Κνιδίου ἢ Σαβίνου βραχεῖαν ἔχοντος στύψιν : εἰ δὲ ἡ
ταῦτα δὲ θαυμαϲτὰ καταπότια : ἀλόηϲ , εὐφορβίου , κόκκου Κνιδίου ἀνὰ # α , ῥέου # ∠ ʹ :
5736053 διασκοπων
ἐπιστάμενος τῷ μὲν ἔργῳ ἔτι ἐπ ' ἀμφότερα ἔχων καὶ διασκοπῶν ἀνεῖχε , τῷ δ ' ἐμφανεῖ τότε λόγῳ οὐκ
ἀπιέναι , οὐδεμιᾷ προσετίθετο γνώμῃ . τοῦτο γάρ ἐστι τὸ διασκοπῶν ἀνεῖχε ἀπάξειν : ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν δηλονότι . εὖ
5733179 ἑψημα
τινοϲ τῶν παραπληϲίων λεάναϲ μετὰ χυλοῦ ὑοϲκυάμου ὀλίγου καὶ ἐπιβαλὼν ἕψημα καὶ ῥόδινον ἐπίχριε . Ἄλλη λιπαρὰ πρὸϲ ἀχῶραϲ ψύδρακαϲ
ἕνεκα ἐν μέλιτι τὸ δρακόντιον ξύων λείχειν . Κἢν τὸ ἕψημα τὸ ἐν τῷ γάλακτι μὴ φάσκῃ δυνατὸς εἶναι ῥοφέειν
5712947 κλαυσον
τλάμονα , μή με παρένθῃς , στᾶθι δὲ καὶ βραχὺ κλαῦσον , ἐπισπείσας δὲ τὸ δάκρυ λῦσον τᾶς σχοίνω με
. καὶ νῦν ἄπελθε καὶ ἱκέτευσον ὑπὲρ τοῦ πατρός . κλαῦσον , καταφίλησον , εἰπὲ “ μῆτερ , ὁ πατήρ
5712345 ἀμυγδαλων
. . δραχ . βʹ . ἡ χαλβάνη μετ ' ἀμυγδάλων λειοῦται κατ ' ἰδίαν καὶ ἀναλαμβάνεται ὄξει σὺν τοῖς
γάρ τι καὶ ῥυπτικὸν τῶν κατὰ τὸν θώρακα παθῶν . ἀμυγδάλων οὖν λαμβανέτωσαν ἢ πιστακίων ἢ σταφίδων ἢ στροβιλίων καὶ
5711083 Ἀταρ
εἰς κοιλοτέραν ζωὴν καὶ εἰς ἐξέτασιν τοῦ Λυσίου λόγου . Ἀτὰρ Λυσίας ἦν Ἀκόλουθον ῥήτορι καὶ κάλλος ζητοῦντι φαινόμενον ἐν
ὀμφαλόν , κεἰ μὴ φυλάξεις , χορτάσω τὸν κάνθαρον . Ἀτὰρ ἐγγὺς εἶναι τῶν θεῶν ἐμοὶ δοκῶ : καὶ δὴ
5709456 λαμβανετωσαν
ἀνδράχνη . μὴ παρόντων δὲ τούτων μετὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν λαμβανέτωσαν καὶ τῶν ὄρνεων μὴ τῶν λιπαρῶν πάνυ . ἐσθιέτωσαν
εἰ δὲ μὴ ἡδέως ἔχοιεν , σὺν τοῖς κόκκοις αὐτὴν λαμβανέτωσαν ἄνευ τινὸς ἐδέσματος : εἰ δὲ ἡδέως ἔχοιέν τι
5709047 λαγῳων
, ἀλλαχοῦ δὲ λεκάνην καὶ ἀλλαχοῦ καί μοι λεκάνιον τῶν λαγῴων δὸς κρεῶν . ταῦτα δ ' ὅσα κατὰ φιάλας
Ἀλλ ' , ὦ πρὸ τοῦ πεινῶντες , ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων : ὡς οὐχὶ πᾶσαν ἡμέραν πλακοῦσιν ἔστιν ἐντυχεῖν πλανωμένοις
5707942 Στρατιωταις
δὲ καὶ αἱ Χῖαι κύλικες , ὧν μνημονεύει Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν .
ἐν Λακωνικαῖς Γλώσσαις . κοράκεων δὲ σύκων εἶδος Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις παραδίδωσι διὰ τούτων : τῶν φιβάλεων μάλιστ ' ἂν
5706311 ῥοφησαι
Κεδρίας κοχλιάρια δύο , ἐλαίου ὠμοτριβοῦς κύαθον ἴσα μίξας δὸς ῥοφῆσαι . τοῦτο πάντα πόνον παντελῶς ἀποθεραπεύει . ἔστι δὲ
τέσσαρσιν : ὁκόταν δὲ ζέσῃ , δοῦναι δὶς ἢ τρὶς ῥοφῆσαι . Λοχεῖα καθῆραι : τῆς ἀκτῆς τὰ φύλλα ἑψήσας
5703211 Οὐλπιανος
τινὸς κυνικοῦ τρίποδα τὴν τράπεζαν δυσχεραίνει ὁ παρὰ τῷ σοφιστῇ Οὐλπιανὸς καὶ λέγει : τήμερον ἐγὼ πράγματα ἕξω ἐξ ἀπραξίας
καὶ διώσομαι . νῦν δ ' ὁ συνεργὸς τοῦ μηχανήματος Οὐλπιανὸς τὰ μὲν ἔδωκε τοῖς ἐμοῖς πρὶν ὡς ἐμὲ εἰσελθεῖν
5696546 κοψιχος
, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ , ἐλαίῳ
, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ , ἐλαίῳ
5687607 νηϲτειϲ
ϲτραγγουριῶνταϲ δυϲουριῶνταϲ νεφριτικοὺϲ ἀπαλλάττει : πινέτωϲαν δὲ ἐπὶ ἡμέραϲ ιζ νήϲτειϲ καὶ εἰϲ κοίτην , ἐὰν δὲ καὶ ϲῖτον ϲὺν
εὐπατορίου φάρμακον ἡπατικὸν ἐμβάλλεται . τὸ δὲ ὄνειον ὀπτὸν ἐπιληπτικοὶ νήϲτειϲ ἐϲθίοντεϲ βοηθοῦνται . τὸ δὲ τοῦ κάπρου νεαρὸν ξηρανθὲν
5687556 ἑφθων
τροχοῦ καθημένους : οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ταὐτὸν ᾄσεται μέλος . ἑφθῶν μὲν σχεδὸν τρεῖς μνᾶς . λέγ ' ἄλλο .
καὶ ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν : τῶν δ ' ἑφθῶν οὐκ ἔστι μέτρον τὸ μὴ μολῦναι , ἀλλὰ τὸ
5687539 λεκυθους
πρὸς πυρετὸν ἁρμόζεσθαι δεῖ πτισάνης τε χυλὸν αὐτοῖς ἐπιδιδόναι καὶ λεκύθους ὠῶν καὶ μαλάχας ἀποζεσθείσας καὶ θριδακίνας ἴντυβά τε καὶ
ἑψήσας καὶ λειώσας ἐπιμελῶς ἐπίβαλλε τρύγα ὄξους καὶ ὠῶν ἀνέφθων λεκύθους βʹ καὶ ῥοδίνου βραχὺ καὶ μίξας ἅμα πάντα καὶ
5672783 ἐριφου
' αἰγιδίων κατὰ ταὔθ ' ἃ μὴ τυρὸν ποιεῖ , ἐρίφου : διὰ τὴν ἐπικαρπίαν γὰρ τῶν ἁδρῶν ταῦτ '
. „ τοῦ δὲ λύκου αὐλοῦν - τος καὶ τῆς ἐρίφου ὀρχουμένης οἱ κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ
5669247 ἑψηται
προσκαῆναι , ἄνπερ ἀτόρυτον τὸ ἑψώμενον ὅσον δή ποτε χρόνον ἑψῆται : δεῖ οὖν , διέφθων ἤδη σφόδρα ὄντων τῶν
, μαθεῖν ἐστι κἀπὶ τῶν ἑψημένων ἐδεσμάτων . Ἧττον γὰρ ἑψῆται , ἃ ἂν τύχῃ ἐν ἡλίῳ βάλ - λόντι
5662714 ἀπονυχιζειν
πηλὸν ὀργάζειν . κουρεύς , κουρίς , κείρειν ἀποκείρειν , ἀπονυχίζειν . κεροπλάστης . κομμωτής κομμώτρια , κομμωτική , κομμοῦν
καὶ ἐξονυχίζειν ἐπὶ τοῦ ἀκριβολογεῖσθαι τίθεται : τὸ δ ' ἀπονυχίζειν τὸ τὰς ὑπεραυξήσεις τῶν ὀνύχων ἀφαιρεῖν . Φλέϊνα τὰ
5661641 σχαδονας
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πύον , χόρια , χελιδόνια ,
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , χόρια , χελιδόνια ,
5658238 ἀναγιγνωσκομενων
: ἐκ μὲν γὰρ τῆς ὑποκρίσεως δηλοῦμεν τὴν ἀρετὴν τῶν ἀναγιγνωσκομένων : ἐκ τῆς μιμήσεως μὲν γὰρ ἐνάρετα δείκνυνται τὰ
ὑμεῖς δὲ τῶν τε κατηγορημένων μεμνημένοι καὶ τῶν νόμων ἀκούσαντες ἀναγιγνωσκομένων , τά τε δίκαια καὶ τὰ συμφέροντα ὑμῖν αὐτοῖς
5655516 κολοκυντας
ὑγιής : ὑγιώτερον : ζητεῖται τὸ παρὰ Σώφρονι „ ὑγιώτερον κολοκύντας „ πῶς οὐ λέγει ὑγιέστερον ; ῥητέον οὖν ,
' ἴδοις ἂν νιφομένους σύκων ὁμοῦ τε μύρτων : ἔπειτα κολοκύντας ὁμοῦ ταῖς γογγυλίσιν ἀροῦσιν , ὥστ ' οὐκ ἔτ
5651831 πολυτριχου
χρυϲιζούϲηϲ , ἣν Ῥωμαῖοι ῥωβίαν καλοῦϲιν , # β , πολυτρίχου δεϲμὰϲ β , ἀψινθίου δεϲμὴν α , θέρμων λελεπιϲμένων
ἐν χειμῶνι λεπτυντικοῖς , οἷον σελίνου καὶ ἀδιάντου [ καὶ πολυτρίχου ] , εἶτα ὀξυμέλιτι ἁπλῷ μετὰ ῥαφανίδων , εἶτα
5649369 ἐϲθιετωϲαν
' ὅτε φύλλα χλωρὰ τοῖϲ ὄψοιϲ ϲυγκαταμιγνύτωϲαν καὶ ἰχθύων εὐπέπτων ἐϲθιέτωϲαν οἴνῳ τε πλείονι καὶ λεπτῷ καὶ μὴ παλαιῷ χρήϲθωϲαν
θηρίου ἡ κεφαλὴ καυθεῖϲα ποτιζέϲθω ἢ ϲκόρδον μετὰ ἰρίνου : ἐϲθιέτωϲαν δὲ καὶ ϲταφίδαϲ . Τοῖϲ δὲ ὑπὸ ὕδρου δηχθεῖϲι
5642429 λουτριον
ταῦτ ' ἀεί . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους τραπέζης οἴμοι κακοδαίμων τῆς τόθ
Ἀριστοφάνης ἐν Ἥρωσιν μήτ ' ἀπόνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μηδὲ λούτριον . ἡ δὲ νέα κωμωιδία καὶ λουτῆρας λέγει .
5635071 Διφιλος
. ὅτι δὲ εἶχον ἐν ταῖς ληκύθοις ἀργύριον ἐνίοτε , Δίφιλος τῷ Ἀποβάτῃ : ὅτι δὲ λύσαντες τὴν λήκυθον ἐχρῶντο
ἐστὶν καὶ ἁπαλώτερος τοῦ ὀρκύνου . ταῦτα μὲν οὖν ὁ Δίφιλος εἴρηκεν . ὁ δὲ Ἀθηναῖος Μνησίθεος ἐν τῷ περὶ
5634407 ῥοιων
. Πάντων δὲ κάλλιον γῆν προετοιμάζειν ἐψυγμένην ἀργιλλώδη , ἢ ῥοιῶν φύλλα ξηρὰ καὶ σεσησμένα : καὶ ὅταν ὁ σῖτος
τοπικοῖς χρῶ . Ἐπὶ τοίνυν τῶν πολύπων τῷ διὰ τῶν ῥοιῶν χρησόμεθα : πάνυ γὰρ ἄκρως ἐνεργεῖ . λαμβανέσθωσαν δ
5632774 γυων
! ! [ . . . . . . . γυῶν ? [ ωνε [ τεν [ ωρτο ? [
[ δῆμος ] Ἀττικῆς . τετράγυον ? : [ τεσσαρῶν γυῶν ] . Στυμφαιΐδες ⌊ ⌋ : Ἠπειρωτικαί ? :
5629291 πλακουντων
ὁ μὲν κρεῶν καὶ ἰχθύων , ὁ δὲ ἄρτων καὶ πλακούντων . οἱ δὲ κατακλείσαντες ἔνδον ἐμὲ μετὰ τούτων καὶ
' ἀμητίσκων εἰς τὸν φάρυγγ ' εἰσεπέτοντο : τῶν δὲ πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον ἦν ἀλαλητός . μήτρας δὲ
5628114 νωδος
οὐκ ἔχω δὲ οὐδὲ μικρὰν φροντίδα χειμῶνος , ὥσπερ οὐδὲ νωδὸς ἀνὴρ καρύων καὶ καρυδίων παρόντος αὐτῷ ἀμύλοιο ἤτοι πλακοῦντος
, ἀποστῆσαί με ἔχει τῆς οἰκονομίας : ὅτε γὰρ ἔτι νωδὸς ἦν διένευέν μοι ὅτι ἐὰν ἔλθῃ ὁ δεσπότης μου
5626681 κεστρεως
: πᾶσαν εὐδαιμονίαν , ἢ πάσας πόλεις ὑποτελεῖς . Περὶ κεστρέως . Περὶ μορμύλου . Περὶ ξιφίου . Περὶ συνόδων
Ἀναξίλας Μάτωνα τὸν σοφιστὴν ἐπὶ γαστριμαργίᾳ διαβάλλων φησί : τοῦ κεστρέως κατεδήδοκεν τὸ κρανίον ἀναρπάσας Μάτων , ἐγὼ δ '
5621582 Κυθηριου
μὴ δυναμένων . τὰ δ ' αὐτὰ καὶ περὶ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου ἱστοροῦσι καὶ Ἀρχύτου καὶ ἄλλων πλειόνων , ὧν
οἶδας ὅτι τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις . ὁ δὲ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου Κύκλωψ ἐρῶν τῆς Γαλατείας καὶ ἐπαινῶν αὐτῆς τὸ
5621387 κωμῳδιοποιων
. τῶν δὲ καλουμένων φιβάλεων σύκων πολλοὶ μὲν μέμνηνται τῶν κωμῳδιοποιῶν , ἀτὰρ καὶ Φερεκράτης ἐν Κραπατάλλοις : ὦ δαιμόνιε
Ποππυζούσῃ φίλιχθυν εἶναι κοινῶς παραδίδωσι , καθάπερ καὶ ἄλλοι τῶν κωμῳδιοποιῶν , λέγων οὕτως : τοῖς ἰχθυοπώλαις ἐστὶ ἐψηφισμένον ,
5618925 Δειται
μετὰ προσδιορισμοῦ δὲ καὶ ἡ τὸ ὑπὸ μέσων δυναμένη . Δεῖται τούτου τοῦ θεωρήματος εἰς τὸ ἑξῆς : δεῖ γὰρ
δὲ πάντων ἡ ἀφαίρεσις ἀλλὰ πλείων τῶν μᾶλλον δεομένων . Δεῖται δὲ τὰ εὐβλαστοῦντα πολλῆς γινομένης οἷον ἐλάα δοκεῖ καὶ
5618780 ὀβολων
ὃν μεθυόντων προσέλαβον ὑμῶν , χοᾶς τρεῖς , δέκ ' ὀβολῶν ὁ χοῦς . Ἱκέσιος δ ' ἐν βʹ περὶ
ἐσθίουσιν , ὅσα δὲ ἀφροδισιάζουσιν , ὅπως δὲ περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον ; ” Τὸ δὲ πάντων δεινότατον ,
5617779 νεαρου
ἀνὰ ⋖ μηʹ , βάτου χυλοῦ ⋖ ιϚʹ , βουτύρου νεαροῦ ⋖ μηʹ , λυκίου ἰνδικοῦ ⋖ κδʹ , αἵματος
, λυπεῖ δὲ οὐδὲ ἕν . ἡμερωθείς γε μὴν ἐξέτι νεαροῦ πραότατός ἐστι καὶ ἐντυχεῖν ἡδύς , καὶ ἔστι φιλοπαίστης
5612892 ἑφθηϲ
ἐν ἀφεψήματι κωδιῶν καὶ μελιλώτων μετὰ ὠοῦ λεκίθου ὀπτῆϲ ἢ ἑφθῆϲ καὶ βραχέοϲ ῥοδίνου ἢ ψύλλιον ζέοντι ὕδατι βρέχων ἐπιτίθει
μιγνυμένου ϲυμμέτρου , μετὰ δὲ τὸ ἀνοιδῆϲαι καὶ ὄξουϲ , ἑφθῆϲ δὲ ἀκριβῶϲ γενομένηϲ ἐπεμβλητέον τοὺϲ ἅλαϲ λεπτούϲ , ἐπί
5611176 δελφακος
ἢ γλῶτταν ἢ σπλῆνά γ ' ἢ νῆστιν , ἢ δέλφακος ὀπωρινῆς ἠτριαίαν φέρετε δεῦρο μετὰ κολλάβων χλιαρῶν . μηδὲ
σκευοφορεῖον καὶ καμπύλον . Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε
5609142 καππαριν
προσφόρους ὑμῖν τροφάς , σκορόδια , τυρόν , κρόμμυα , κάππαριν . . . ἅπαντα ταῦτ ' ἐστὶν δραχμῆς .
πρῶτος τῶν μεγάλων ἡγήσεται , ἔχων ἐχῖνον , ὠμοτάριχον , κάππαριν , θρυμματίδα , τέμαχος , βολβὸν ἐν ὑποτρίμματι .
5608761 ὀβελιαν
ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας ,
ὠπτᾶτο . Ἀριστοφάνης : εἴτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ ὀβελιαφόροι οἱ ἐν ταῖς πομπαῖς
5607701 κυαθος
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή :
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι
5602139 ἑψουσα
ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀνδράφαξυν καλοῦσιν . Κοριαννοῖ Φερεκράτης . ἀδράφαξυν ἕψουσα εἶτα ὀκλὰξ καθημένη . , . . , .
ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀνδράφαξυν καλοῦσιν . Κοριαννοῖ Φερεκράτης . ἀδράφαξυν ἕψουσα εἶτα ὀκλὰξ καθημένη . , . . , .
5600990 Κἠν
διδόναι δὲ καὶ γάλα ὄνειον ὀκτὼ κοτύλας μέλι παραχέων . Κἢν μὲν ἀπὸ τουτέων καθίστηται , ἅλις : ἢν δὲ
ὄρθρου , καὶ ὄψιος εὑδέτω , καὶ πρώϊος ἐξεγειρέσθω . Κἢν μὲν ὑπὸ τούτων καθίστηται , ἅλις : ἢν δὲ
5594283 ἀκαληφας
Εὔπολις ἀκαλήφας ὀνομάζει καὶ Ἀριστοφάνης , ὃ μὲν εἰπὼν κραναὰς ἀκαλήφας , ὃ δὲ ἀκαλήφαις ἐστεφάνωσθαι . Δίφιλος δὲ ὁ
. Ὦ δεξιώτατον κρέας , σοφῶς γε προὐνοήσω : ὥσπερ ἀκαλήφας ἐσθίων πρὸ χελιδόνων ἔκλεπτες . Καὶ ταῦτα δρῶν ἐλάνθανόν
5594047 Φερεκρατης
ὧν καὶ ὠνόμαστο . ἀποπροσωπίζεσθαι δὲ τὸ καθαίρειν τὸ πρόσωπον Φερεκράτης εἶπεν : οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις . τοῦ δὲ
δ ' ἂν εἴη τῶν τὸν οἶνον πιπρασκόντων . καὶ Φερεκράτης μὲν εἴρηκε μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην ,
5593938 ἐσθιοις
καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι . κρέας δὲ τίνος ἥδιστ ' ἂν ἐσθίοις ; τίνος ; εἰς εὐτέλειαν . τῶν προβάτων μὲν
καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι . Κρέα δὲ τίνος ἥδιστ ' ἂν ἐσθίοις ; τίνος ; εἰς εὐτέλειαν . τῶν προβάτων μὲν
5593191 ἑψων
βραχέωϲ ἀναγραφεῖϲιν ἐπὶ τῶν διὰ πάχοϲ χυμοῦ ὀδυνωμένων , ἕκαϲτον ἑψῶν ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι προϲπλέκων . ποιεῖ δὲ πρὸϲ
διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας , ἀποκαθαίρων , ἑψῶν ἐν οἴνῳ ὅσον πέντε ῥίζας , καὶ σέλινα συμμίξας
5591439 χοιρειων
κίχλας ἐν ἑαυτῷ ἔχει καὶ ἄλλα ὀρνίθια ὑπογαστρίων τε μέρη χοιρείων καὶ μήτρας τόμους καὶ τῶν ᾠῶν τὰ χρυσᾶ ,
ἀφύσοις καὶ τὴν γαστέρα ὑπομαλάττειν τοῖς συνήθεσι , μήτε δὲ χοιρείων λαμβανέτωσαν κρεῶν μήτε ὅλως τῶν γλίσχρων καὶ παχυχύμων ἐδεσμάτων
5590777 αἰτιασαμενου
αὐτοὺς ὡς ψωμοὺς ἤσθιε . τοῦ δὲ Ξάνθου τὸν ἀρτοποιὸν αἰτιασαμένου καὶ „ τί δή ποτε , ὦ κατάρατε „
αὐτὸν καὶ θεασαμένου γυναῖκάς τε καὶ πολυτελῆ ὀψωνίαν , ἔπειτα αἰτιασαμένου , μικρὸν διαλιπών , “ δύνασαι , ” φησί
5586539 ἀπεχεσθω
μικρᾶς ὀνόματι πόλεως ἡ μεγάλη κεκλήσθω καὶ τῆς ἐκ βαλανείων ἀπεχέσθω τρυφῆς , ὧν οὐδὲν ἄλυπον , ἐπὶ δὲ τὴν
διεὶς οἴνῳ , δίδου πιεῖν νήστει πυκινά : καὶ σιτίων ἀπεχέσθω . Ἢν ἐν τόκῳ κάθαρσις ἴῃ πολλὴ , ἡ
5583216 σιλιγνιτου
ἑκάστου λειώσας , ἐπίβαλλε ἄρτου ξηροῦ κεκομμένου καὶ σεσησμένου , σιλιγνίτου τὸ ἴσον τῆς μιᾶς βοτάνης , καὶ ἑνώσας ἐπίβαλλε
δὲ τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἐκ δέκα θηρίων ἀθροισθέντι μιγνύειν ἀξιοῖ σιλιγνίτου ἄρτου μίαν οὐγγίαν , καὶ οὕτως ἀναπλάττειν τοὺς καλουμένους

Back