ἀπότρεπε λέγων , οἷον ἐὰν ὁ ἐναντίος δίκαιον ἀπο - φήνῃ , σὺ ἐπιχείρει δεικνύναι , ὡς ἔστιν αἰσχρὸν ἢ
ἄριστοι . ” ὣς ἄρα φωνήσας ' ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη φήνῃ εἰδομένη : θάμβος δ ' ἕλε πάντας Ἀχαιούς .
6041087 ἐκπωματος
αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ . † ) ἐκπώματος ἤτοι ποτηρίου εἶδος τοσούτου καὶ μέτρου . κοτύλην τὸ
Θηρίκλειον κύλικα καὶ τὴν Δεινιάδα . Σέλευκος δ ' εἰπὼν ἐκπώματος εἶναι γένος τὸν δεῖνον παρατίθεται Στράττιδος ἐκ Μηδείας :
5786776 τυψωμαι
ἐὰν τυφθῶϲι Μέϲου ἀορίϲτου καὶ μέλλοντοϲ αʹ Ἑν . ἐὰν τύψωμαι τύψῃ τύψηται Δυ . ἐὰν τυψώμεθον τύψηϲθον τύψηϲθον Πληθ
ὅπέρ ἐστιν ὑποτακτικοῦ βʹ ἀορίστου καὶ μέλλοντος . Τὸ ἐὰν τύψωμαι χρόνου μέν ἐστιν αʹ ἀορίστου μέσου καὶ μέλλοντος ,
5759460 καε
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ πάθους . ὑγρὸς ἄκανθος ὁ εὐκαμπὴς καὲ εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον .
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ πάθους . ὑγρὸς ἄκανθος ὁ εὐκαμπὴς καὲ εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον .
5680438 ποιῃς
καὶ σὺ τοῦτο συγχωρήσαις ἄν , ὡς ἐπειδάν τι ὅσιον ποιῇς , βελτίω τινὰ τῶν θεῶν ἀπεργάζῃ ; Μὰ Δί
, μὴ αἰσχρὸς φανῇς , ἐὰν πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς ; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος
5641763 θειο
ὑποκαταβὰς γράφει οὕτως : ἀπὸ τοῦ θείς καὶ βλείς γίνεται θεῖο εὐκτικὸν καὶ βλεῖο , οὗ χρῆσις ἐν Ἰλιάδι .
' , αὐτὸς νῦν ὄνομ ' εὕρεο , ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ : πολυάρητος δέ τοί ἐστι .
5589121 θεντος
Πέλαγος † ἀνεχώρησεν . Τευταμίδου δὲ τοῦ Λαρισσαίων βασιλέως πένταθλον θέντος ἐπὶ τῇ τοῦ πατρὸς τελευτῇ Περσεὺς ἀγωνιζόμενος δίσκῳ βαλὼν
ἔχον δὲ καταδρομὴν τοῦ τε νόμου τῶν θεωρικῶν καὶ τοῦ θέντος αὐτόν . πέπτωκε δὲ ἀκολούθως τοῦτο τὸ μέρος .
5568460 γνωριζοις
μέλοι δ ' ἄν , εἰ οὓς ἐπέστησε τοῖς πράγμασι γνωρίζοις τε καὶ δικαστηρίου χρῄζοντας εὐμενῶς δέχοιο . ταῦτά τε
τραγῳδίας ἐπέραστον ἐκεῖνον ποιητήν . λέγω δὲ ὡς ἀπὸ τούτων γνωρίζοις αὐτόν , μηδέ σε οὕτω θεσπέσιον χρῆμα καὶ φίλον
5534606 θαυμαζοιμ
, σοφιστῇ : ὅτι δέ ποτε ὁ σοφιστής ἐστιν , θαυμάζοιμ ' ἂν εἰ οἶσθα . καίτοι εἰ τοῦτ '
γε ἄλλως οἶσθα τούτων πέρι , ἐξ ὧν αὐτὸς λέγεις θαυμάζοιμ ' ἄν . ἀλλὰ γὰρ οὐ τούτους ἐπιζητοῦμεν τίνες
5500927 σχεθω
. τῷ πελάζω καὶ ἐμπελάζω παράκειται τὸ ἐμπελαδόν , τῷ σχέθω σχεδόν , τῷ κρίνω κριδόν καὶ διακριδόν , φαίνω
ἀσκηθής , † οὐ παρβεβλημένος † . εἴρηται παρὰ τὸ σχέθω κατὰ σύνθεσιν καὶ ἔκτασιν καὶ τροπὴν ἀσκηθής , ὁ
5449996 ἀργω
. τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ γεωργῶ τὸ γεωργός ,
, Αἴγισθος , ὁ αἶγα θηλάσας : καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργῶ οὖν τοῦ σημαίνοντος τὸ φαίνω ἄργυφος , καὶ πλεονασμῷ
5432758 μισθαριον
' οὐδενός . Τί λέγων ἀποτρώγειν ἀξιώσει νῦν ἐμοῦ τὸ μισθάριον ; μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῦ . Οὗ δὴ λέγεται
' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ κναφεὺς δ
5421364 Θηρικλειον
οὕτως : ὡς δ ' ἐδείπνησαν καὶ Διὸς σωτῆρος ἦλθε Θηρίκλειον ὄργανον , τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνογόνου σταγόνος πλῆρες
τὰ ποτήρι ' , οὐ τὸν οἶνον πιόμενοι . τὴν Θηρίκλειον δεῦρο καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας .
5412688 γνοιητε
ἵν ' εἰδῆτε . Οὐ τοίνυν μόνον ἐκ τούτων ἂν γνοίητε , ὅτι δεινὸν οὐδ ' ὁτιοῦν πέπονθεν τὸν ἄνθρωπον
συμβουλεύω ἐγὼ γνῶναι ὑμᾶς αὐτούς . μάλιστα δ ' ἂν γνοίητε , εἰ ἀναλογίσαισθε ἐπὶ τίνι ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν
5411915 ἀποβαλεις
αὐτῆς : εἰ δ ' αἰδῶ καὶ καταστολὴν καὶ ἡμερότητα ἀποβαλεῖς , οὐδὲν ἡγῇ τὸ πρᾶγμα ; καίτοι ἐκεῖνα μὲν
δὴ μεθ ' ἡμῶν καὶ εὖ σε ποιήσομεν „ : ἀποβαλεῖς μὲν γὰρ τὴν βλαβερωτάτην δόκησιν , κτήσῃ δὲ τὴν
5409431 μνηστευεσθαι
. τὸ μνηστεύειν [ ? ] τοῦ [ ? ? μνηστεύεσθαι ] διαφέρει [ ] . μνηστεύειν [ ] αὑτῷ
παρθένον γὰρ οὔ . ἐν δὲ Ζυγῷ ἀνεπιτήδειον γαμεῖν , μνηστεύεσθαι αἴσιον . ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τμήματι τοῦ Σκορπίου
5352698 δαπανημα
' ὡς πρὸς ἑαυτό : οὕτω γὰρ ἔσται καὶ τὸ δαπάνημα μέγα , καὶ πρέπον τῷ ἔργῳ , ἂν τὸ
καὶ ἀγαθά . γιγνώσκω μὲν οὖν ὅτι ἐν τούτοις οὔτε δαπάνημα οὔτε κίνδυνον οὔτε μηχάνημα ἀξιόλογον οὐδὲν διηγοῦμαι : ἀλλὰ
5326223 ἀργυραμοιβος
ἀλλ ' ὀργῆς ἄξια . καὶ ὁ δικάζειν εἰσιὼν καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς διαιρείτω καὶ διακρινέτω τὰς φύσεις τῶν πραγμάτων ,
ἠξίωσε προσρήσεως : οὓς μὲν γὰρ ἂν οὗτος ἀποδοκιμάσῃ καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς ἐκ τοῦ τῆς ἀρετῆς νομίσματος , κεκιβδηλευμένοι νεωτεροποιοὶ
5297734 ὁρμασω
Διὸς ἀπωτάτω κεῖται καλὸς θησαυρὸς ὅτῳ προσέβα ποίαν δῆθ ' ὁρμάσω , ταύταν ἢ κείναν , κείναν ἢ ταύταν ;
τύχα δέ μοι ξυνάπτοι ποδὸς ἅλματι † εὐκλείας χάριν ἔνθεν ὁρμάσω τᾶσδ ' ἀπὸ πέτρας πηδήσασα πυρὸς ἔσω † σῶμά
5296455 τετιμωρημενος
εἰς ἑαυτὸν οἰκείαις συμφοραῖς κέχρηται , τῆς δ ' ἁμαρτίας τετιμωρημένος ἑαυτὸν ἔχει τὴν δίκην , οὐ συνηδομένων μὲν οὐδὲ
κακοπαθοῦντι . Ἀφριόων : μαινόμενος . τετιημένος : κεκοπιασμένος , τετιμωρημένος , τιμωρούμενος . Ἱδρῶτ ' : ἢ δρόμον ,
5294450 συγκεκραμενην
τοῦ λόγου μὲν δύναμιν οὐκ ἐπίφθονον , ἤθει δὲ χρηστῷ συγκεκραμένην ἔχειν . ὁ προκαταγινώσκων δὲ πρὶν ἀκοῦσαι σαφῶς αὐτὸς
. Τὴν δουρίληπτον δύσμορον νύμφην ὁρῶ Τέκμησσαν , οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην . Οἴχωκ ' , ὄλωλα , διαπεπόρθημαι , φίλοι
5292282 περιθῃ
καὶ χρηματίζουσιν : ὥστε εἴ τις τὴν δορὰν τῆς αἰγὸς περιθῇ ἐπιληπτικῷ καὶ ἀπαγάγῃ πρὸς ποταμὸν ἢ θάλασσαν , παραχρῆμα
καλῶς , οὕτω καὶ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα ὅ τι ἂν περιθῇ ἡ τύχη . καὶ γὰρ αὕτη , φησὶν ὁ
5291683 κεχηνοτος
, ὥστε λήσεις τῷ χρόνῳ . κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένη . ἐγὼ δ ' ὑπερῶ
ἔχων , καὶ ὁ Ἀριστοφάνης : κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . λέγουσι δὲ καὶ ἅμαξαν δασέως καὶ καθημαξευμένα καὶ
5288319 Ῥητορικη
Τοῦτο μὲν ἀπίθανον : οὐ γὰρ οἷόν τε , ὦ Ῥητορική , μόνον αὐτὸν ἀπολογεῖσθαι κατὰ σχῆμα τοῦ Διαλόγου ,
τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων , οἱ δικασταὶ τιμῶσιν . Ῥητορική . Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Εὐκλείδην περὶ χωρίου :
5284428 εὐπορησεις
τοιαῦτα δὲ τοῖς προειρημένοις ὁμοιοτρόπως μετιὼν ἐγκωμίων καὶ ψόγων πολλῶν εὐπορήσεις . Αὐξήσεις δὲ καὶ ταπεινώσεις συλλήβδην ἅπαντα τὰ τοιαῦτα
καὶ ὅλως ἀγωνιστικώτερόν ἐστι τὸ κεφάλαιον : διὸ καὶ πολλῶν εὐπορήσεις ἐπιχειρημάτων μετὰ τὸ προηγούμενον . λέγε δὲ τὴν τοῦ
5280439 Ἀτεχνως
Λέσβου κείμενον : Ἰσοκράτης Πανηγυρικῷ , Ἡρόδοτος ἐν Ϛʹ . Ἀτεχνῶς : περισπωμένως μὲν ἀντὶ τοῦ σαφῶς ἢ βεβαίως ἢ
υ ἄτερπνος , , . . α . * . Ἀτεχνῶς : ἀδόλως : τέχνη γὰρ ὁ δόλος : Ὅμηρος
5278662 κακκαβη
ῥηματικὸν ὄνομα κάβη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κακκάβη . ἀναλογώτερον δὲ θέλουσι λέγειν ἡ κάκκαβος θηλυκόν :
. κάκκαβος ἐπὶ ἀρσενικοῦ . . . . . . κακκάβη , , : κακκάβη : σκεῦος πρὸς ἕψησιν ἐπιτήδειον
5276628 καινου
καὶ πυθόμενον τίνων αὐτῷ δεῖ , φησί , ” βιβλαρίου καινοῦ καὶ γραφείου καινοῦ καὶ πινακιδίου καινοῦ , “ τὸν
: ἐπέδειξα τοίνυν ὑμῖν ἀσεβῆ Φρύνην , κωμάσασαν ἀναιδῶς , καινοῦ θεοῦ εἰσηγήτριαν , θιάσους ἀνδρῶν ἐκθέσμους καὶ γυναικῶν συναγαγοῦσαν
5272941 καρπωσαιτο
δ ' εἶναι μέτριος αὐτός τε ἂν ταύτην τὴν δόξαν καρπώσαιτο , τοῖς τε βουλομένοις ὕστερον εὐέμβατον ἀπολίποι τὴν ἀκρόπολιν
. Ἔστι δὲ οὗτος , ὃς ἀπορεῖ , τί ἂν καρπώσαιτο ὁ νοῦν ἔχων εἰς ἀγαθοῦ μοῖραν οὐδὲν πληττόμενος ,
5271398 ἐκτεινω
: ἀπὸ τοῦ α ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ σπίζω τὸ ἐκτείνω , διὰ τὸν ὀξὺν αὐτοῦ συριγμὸν ἢ διὰ τὸ
ἀσπὶς ἀπὸ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ σπίζω τὸ ἐκτείνω , ἡ μὴ ἐκτεταμένη ἀλλὰ δηλονότι στρογγύλη : ἐκ
5252222 Ἀγαθου
μ ' , ὁρᾷς . Ἔριφος Μελιβοίᾳ : ἐκπεπήδηκας πρὶν Ἀγαθοῦ πρῶτον Δαίμονος λαβεῖν , πρὶν Διὸς σωτῆρος . Θεόφραστος
Διονύσου τὰς Νύμφας ὀνομασθῆναι . ὅτι δὲ δοθείσης τῆς τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος κράσεως ἔθος ἦν βαστάζεσθαι τὰς τραπέζας ἔδειξεν διὰ
5250868 καταληψομεθα
τὰ πολλὰ Πρωταγόρας ἔνδον διατρίβει , ὥστε , θάρρει , καταληψόμεθα αὐτόν , ὡς τὸ εἰκός , ἔνδον . “
καὶ πάλιν περὶ τοῦ ὑποκειμένου αὐτῇ , ἵνα τελεώτερον αὐτὸ καταληψόμεθα . φησὶ γὰρ ὅτι πᾶσα τέχνη περὶ γένεσίν ἐστι
5217252 παυσαιο
τρίτος δὲ ὁ Ἀρκάς . Γ βακίζων : εἰ μὴ παύσαιο Γ μεμνημένος Βάκιδος . Γ Βάκιδος μνημονεύων . Γ
πίε καὶ αὖθις πίε καὶ πολλάκις : οὕτω γὰρ ἂν παύσαιο ἐπὶ τοῖς Ἀριστοτέλους ἀγαθοῖς ἀνιώμενος . καὶ γὰρ Κλεῖτον
5217193 λαγχανων
παίδων ἀπαλλαττόμενος καὶ δεκαταλάντους δίκας ἑκά - στῳ τῶν ἐπιτρόπων λαγχάνων Ἄργας . Ὁ Δημοσθένης Ἄργας ἐκλήθη ὡς κακῶν ἔργων
νῦν συκοφαντούμεθα , ἀλλὰ καὶ Πανταίνετος αὐτός . ὅτε γὰρ λαγχάνων Εὐέργῳ τὴν δίκην εἴασεν ἐμέ , τότ ' ἐμαρτύρει
5216864 Εἰποις
ἐπιθυμῶν , ἀσχάλλων δὲ τὸ μὴ καταλαμβάνειν τὸ ζητούμενον . Εἴποις ἂν ἰδὼν αὐτὸν πάθος πάσχειν κόρης ἐπίτεκνος ἄρτι γευομένης
οἱ ὕστερον τὰς μουσουργοὺς καὶ κιθαριστρίας καὶ ὀρχηστρίας ἐπεισήγαγον . Εἴποις τὰ τρία παρὰ τῇ αὐλῇ : τοῖς ἐπὶ θάνατον
5213143 ἐπιθυμησειε
μήκιστόν ἐστιν ἀνύσαι , τοσοῦτον ἐπέχουσαι . εἰ δ ' ἐπιθυμήσειε σκιᾶς , δένδρον ἦν αὐτῷ χρυσοῦν ἡ σκιά .
, ἀλλὰ χρόνωι ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἄμεινον . καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . πὰρ πυρὶ χρὴ τοιαῦτα λέγειν
5205440 Αἰξιν
. νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις . Ποσείδιππος Δημόταις . Εὔπολις Αἰξίν . ἰδίως δὲ ἐσχημάτικεν τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ
γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν . Εὔπολις Αἰξίν : ” ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν , σκάπτειν , νεᾶν
5201492 μετανιπτριδ
δ ' ἦν Δαίμονος Ἀγαθοῦ μετάνιπτρον . Νικόστρατος Ἀντερώσῃ : μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς Ὑγιείας ἔγχεον . ΜΑΣΤΟΣ . Ἀπολλόδωρος
καὶ παρ ' Ὤκιμον χαλκώματα . Κἀγώ , φιλτάτη , μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας
5200115 ὀξυγαρον
ὀξόγαρον βάρβαρον , ὀξύγαρον γὰρ * * * : ” ὀξύγαρον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται ” . ὀξύβαφον , οὐχὶ ὀξόβαφον
ὅτι νῦν τινες τῶν Ποντικῶν ἰδίᾳ καθ ' αὑτὸ κατασκευάζονται ὀξύγαρον . πρὸς ταῦτα ἀπαντήσας ὁ Ζωίλος ἔφη : Ἀριστοφάνης
5200081 διεφθορας
ἑτέρων , διέφθορε δὲ ἕτερον . Ἀριστοφάνης ἐν Ὥραις : διέφθορας τὸν ὅρκον ἡμῶν . Μένανδρος ἐν Ἀδελφοῖς : εἰ
τὸ μάταιος , οἷον : μαινόμενε , φρένας ἠλέ , διέφθορας : παρὰ τὸ ἠλός ἠλῶν ἠλῶς ἐπίρρημα σημαῖνον τὸ
5199456 ἑρμηνευομενον
πρότερον ὧν ἐμέμνητο . τὴν μὲν οὖν μνήμην Ἐφραΐμ , ἑρμηνευόμενον καρποφορίαν , ὁ ἱερὸς ὀνομάζει λόγος , τὴν δὲ
ὄνομα τοῦ θεοῦ τὸν Ὄμφιν εὐεργέτην ὁ Ἑρμαῖός φησιν δηλοῦν ἑρμηνευόμενον . . : Παράκεινται δ ' αὐτῷ ὄρη Ῥοδόπη
5188717 εὐχαριστειν
τρόπον ἐπεισχεομένων . ἀλλὰ γὰρ καὶ ἐπὶ τούτοις θεῷ προσῆκον εὐχαριστεῖν , ὅτι καίτοι κατακλυζόμενος οὐκ ἐγκαταπίνομαι βύθιος : ἀλλὰ
ῥᾴδιον ἐξ ὀλίγου μηδὲ εἶναι . ἀλλὰ γὰρ τὸ μὲν εὐχαριστεῖν τῷ μεταβάλλοντι τὰ πράγματα χρόνῳ καὶ τὸ τοὺς τὰ
5180880 πενιχρον
] ἐπὶ τῆς . διασύρει τῶν φιλοσόφων τὸν βίον ὡς πενιχρὸν καὶ ἐπίπονον καὶ ἐνδεῶς ἔχοντα καὶ αὐτῆς τῆς ἀναγκαίας
ἐν ἀγαθοποιοῦ ὁρίοις ᾖ , τὸ μὲν γένος ἐλεύθερον , πενιχρὸν δὲ καὶ ὑποτεταγμένον καὶ δούλια ἔργα ποιεῖν σημαίνει .
5178062 ἐδιδους
, εἰπέ μοι , νομίζεται ; σὺ γὰρ οὐκ ἂν ἐδίδους μὴ στρατοὺς ἄγοντί μοι ? [ : τὸ μὴ
Ἀλλὰ πλουσιωτέρῳ μὲν ἄν , εἰ ἐσωφρόνεις , ἢ ἐμοὶ ἐδίδους : νῦν δὲ κἀγὼ δέξομαι . ἐπεύχομαι δέ ,
5178044 Ἐξον
, νῦν βούλεται ὁ θεῖος Γρηγόριος διαπαῖξαι καὶ εἰπεῖν ὅτι Ἐξὸν καὶ ἡμῖν τὸν Ἰουλιανὸν καλεῖν ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν
οὐδὲν σεμνὸν ἐξευρίσκεται . Ἄρξαντος ἀνδρὸς δημόσια τὰ χρήματα . Ἐξὸν καθεύδειν τὴν ἐρωμένην ἔχων . Μὴ καταγελᾶτε τοῖς ἐμοῖς
5175015 νηφοντα
τὸν μεθύοντα , ἀλλὰ τὸν πεπωκότα μὲν τοῦ οἴνου , νήφοντα δὲ θεωρεῖν , ὡς καθευδήσει , καὶ ὡς πολλῷ
αὐτὸν εἶναι μὴ τὰ δεινότατα πάσχοντα . καὶ τοῦτο μὲν νήφοντα ἐπιθυμεῖν μέθης , ὡς τότε ἀπαλλαγησόμενον τῶν συμφορῶν ,
5168734 Κακου
καλοὺς τρόπους . Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα . Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν . Καλὸν τὸ γηρᾶν
νήχεσθαι διδάσκεις : ἐπὶ τῶν διδασκόντων τινὰς ἃ ἐπίστανται . Κακοῦ κόρακος κακὸν ὠόν : Κόραξ τις συνετὸς ἀνὴρ κεχρῆσθαι
5168419 τρεχε
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε ,
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν
5160428 Μηδεποτε
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ
5157285 λοιδορεις
τις ἂν , περίεστι . καὶ τὴν μέν γε τραγῳδίαν λοιδορεῖς , πάλιν δ ' ἐπαινῶν τι τῶν συγγραμμάτων τῶν
τούσδ ' ἐπέστελλον δόμους . καὶ τὰς προπομποὺς δῆτα τάσδε λοιδορεῖς ; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν . ἀλλ
5155373 ἐῳη
σάρκα : ὥσπερ δέρμα εἴ τις ἀλείψειεν ἐλαίῳ πολλῷ καὶ ἐῴη ἀναπιεῖν , καὶ , ἐπὴν ἀναπίῃ , πιέζῃ τὸ
; Τοῦ πρὸς τί παράδειγμά ποτε ἀποβλέψας ἂν τὸ μὲν ἐῴη πάντας μανθάνειν τοὺς νέους , τὸ δ ' ἀποκωλύοι
5154188 ἐκκλησιαζων
καλῶ , εἴπερ ἅπαντες οὗτοι πλείους τὸν ἀριθμὸν ἢ δῆμος ἐκκλησιάζων . καί , νὴ τοὺς θεούς , πολλὴν ὑμῖν
δορυφόρων ταραττομένους . γινέσθω δὴ μέρος τῶν χρωμάτων ὁ δῆμος ἐκκλησιάζων καὶ τὸ γέρας ἐκτίνων ἐμοί . τὸν ἀντιλέγοντα μὴ
5152611 Ληναιος
δεῖται τοῦ θεοῦ ὡς ὑπὲρ ἀδελφοῦ τινος ἢ υἱοῦ ὁ Ληναῖος τοῦ ἵππου οἰκτεῖραι τὸν ἱκέτην , καὶ ταῦτα ἀδικήσαντα
ἐρρώσθη δὲ τῷ ἵππῳ τὸ ὄμμα . καὶ ὁ μὲν Ληναῖος χαριστήριά τε καὶ ζωάγρια ἀπέθυεν , ὁ δὲ ἵππος
5149521 ἀθρησον
αἰρόμενος πόνους Δίωι παιδὶ συναντλεῖ ; καὶ μὰν τόνδ ' ἄθρησον πτεροῦντος ἔφεδρον ἵππου : τὰν πῦρ πνέουσαν ἐναίρει τρισώματον
χωρεῖν , συνῳδὰ τοῖς λόγοις μου πράττειν : δεῦρ ' ἄθρησον : δεῦρο εἰς ἐμὲ βλέψον , ἵνα κἂν διὰ
5148998 δαιτων
τόνδε μολοβρὸν ἄγεις , ἀμέγαρτε συβῶτα , πτωχὸν ἀνιηρόν , δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα ; ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους ,
ἢ ἀπὸ τοῦ πτώσσειν , ὡς Ὅμηρος : πτωχὸν ἀνιηρὸν δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα , καὶ ἐτυμολογῶν φησιν ἀλλὰ πτώσσων βούλεται αἰτίζων
5148353 Ὀρθως
γάρ που ἐν ἑαυτῷ ὅλῳ τὸ ἓν ἐφάνη ὄν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις τὸ ἕν ;
μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾶν δρᾶν μηδ ' ὁτιοῦν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν μιμήματα μὲν ἂν ἑκάστων ταῦτα εἴη τῆς
5146235 τλαιης
καί κεν ἐς ἠῶ δῖαν ἀνασχοίμην , ὅτε μοι σὺ τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι . ” τὸν
ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο Λυκάονος υἱὲ δαΐφρον . τλαίης κεν Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰόν , πᾶσι δέ κε
5143251 προωλης
δὲ τῷ ἐπαράτῳ προσήκοι ἂν καὶ ὁ ἐξάγιστος , ἐξώλης προώλης πανώλης . τὸ μέντοι ἐπαρασαμένους ἀναλύειν τὴν ἀρὰν ἀναράσασθαι
. Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα παρὰ ῥῆμα σύνθετα εἰς
5138400 μετανιπτριδα
τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην , ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Φιλόξενος δ
. Καλλίας δ ' ἐν Κύκλωψι : καὶ δέξαι τηνδὶ μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον
5137080 κολοκυντην
φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους . καὶ τί ποτ '
οὖν τὸ μὲν κρίνον ἐπὶ τοῦ τεθνηκότος , τὴν δὲ κολοκύντην ἐπὶ τοῦ ὑγιοῦς . Ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις :
5132961 ἐνδεχοιτ
τῶν τῆς ψυχῆς ἔργων καὶ παθημάτων ἴδιον τῆς ψυχῆς , ἐνδέχοιτ ' ἂν αὐτὴν καὶ χωρίζεσθαι τοῦ σώματος : εἰ
καὶ διαίρεσιν ἀπείρου καὶ δυνάμει ἀπείρου , οὐκ ἐνεργείᾳ , ἐνδέχοιτ ' ἂν ἐν πεπερασμένῳ χρόνῳ καὶ ἅπτεσθαι παντὸς καὶ
5132515 κομιζομενου
τὸν ἴακχον . . . Ὥσπερ γὰρ ἀγαθοῦ φανέντος τοῦ κομιζομένου τὴν χάριν , μεθέξειν ἡ πόλις τὸ μέρος τῆς
τῆς μεγάλης πόλεως πάντα ἀγείρας τὸν ὅμιλον , ἔτι δὲ κομιζομένου διὰ τῆς θαλάττης ᾤμωζεν . ἥψατο δὲ ταῖν χεροῖν
5126523 λωποδυται
τὸν ἐχθρὸν ἔσπευδεν καὶ τρίτον ὁ γὰρ ἀνῃρηκὼς Δημάδης οὐ λωποδύται , καὶ τεκμήριον ὁ Δημοσθένης νεκρὸς τῆς ἐσθῆτος οὐκ
πολλοῖς ἀνθρώποις . ἐξ οὗ δὲ ὥσπερ οἱ φῶρες καὶ λωποδύται φεύγουσι τὰ μέσα * * * τοῦ ὀργάνου οὐκ
5119326 ὁμολογησῃς
τούτων πέρι νυνί : ἐάν τι σὺ ἐν τοῖς λόγοις ὁμολογήσῃς μοι , βεβασανισμένον τοῦτ ' ἤδη ἔσται ἱκανῶς ὑπ
δή ; Εὖ οἶδ ' ὅτι , ἅν μοι σὺ ὁμολογήσῃς περὶ ὧν ἡ ἐμὴ ψυχὴ δοξάζει , ταῦτ '
5118423 φθειρου
βʹ : ὀχυρώματα . καὶ στηρίγματα . ἔρρε βʹ : φθείρου . ἢ ἐπὶ κακῷ ἔρχου . ἐρύσαι βʹ :
ταράσσειν : τάραξον * ἀπόερσον : ῥῖψον ἄφελε ἀπόρριψον , φθείρου διάφθειρε * ἐνιτέτροφεν : ἔγκειται ἔνεστι τεθραμμένον ἐν ταῖς
5117813 ἀποχει
γὰρ τἀληθὲς καιρὸς οὐκ ἦνἐν μυχῷ τινι τῆς οἰκίας ἀνακλαυσάμενος ἀποχεῖ τὴν τῶν δακρύων φοράν . εἶτ ' ἀπονιψάμενος λογισμῷ
. Τὸ ἐπέχειν ἀντὶ τοῦ ἀποχεῖν . τὸ γὰρ πνεῦμα ἀποχεῖ καὶ δέχεται ἕτερον . Ἡ δὲ γυνὴ ὅταν ἐν
5116393 ἀρεσκῃ
πεύκης γε κἀγὼ καὶ ξύλων ἐπηγνύμην . Ἢν δ ' ἀρέσκῃ ταῦτ ' Ἀθηναίοις , καθῆσθαί μοι δοκῶ εἰς τὸ
δοκῇ πᾶσι τοῦθ ' οὕτως ἔχειν , ἢ ὅταν οὕτως ἀρέσκῃ τοῖς ἐνδόξοις τῶν παλαιῶν φιλοσόφων ἢ ποιητῶν : οὕτω
5115656 ἀπελθω
κέρδος : ὑποτιθεμένη ἐμοὶ κερδίσαι τὴν βασιλείαν , ἐὰν προλαβὼν ἀπέλθω κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου . λέγουσα ἡ ἀρὰ κέρδος
: εἰς τὸν αἰθέρα τὸν οὐράνιον , φησὶ , πετασθεὶς ἀπέλθω εἰς τὸ ὑψιπετὲς μέλαθρον , ἔνθα ὁ Ὠρίων ἢ
5114176 Χελωνης
ἀποσχάζων ἔκχεε τὸ ὑγρόν . Σκευασία αἵματος χελώνης θαλασσίας . Χελώνης θαλασσίας αἷμα σκευαστέον οὕτως : ἐπὶ ξυλίνου ἢ ὀστρακίνου
ἐπίθες εἰς τὸν ὀμφαλόν . [ Περὶ αἱμοῤῥοούσης . ] Χελώνης καύκαλον ὑποκάπνισον . [ Πρὸς καύστραν . ] Ὠὰ
5111862 ἐνθου
, ἵν ' ᾖ , μίαν ἡμέραν ἐάσας ἀδίκαστον . ἔνθου : ἐπὶ τοῦ ψωμοῦ καὶ τοῦ ἀκόλου οὕτω λεκτέον
ἀκρατισμοῦ λέγεται . καὶ Μένανδρος “ παλαιὸν ἐντραγεῖν ” . ἔνθου ] φάγε . Γ ἔνθου ] χαῖρε . ἔνθου
5111709 Καιρῳ
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς .
5108264 ψηφισηται
θέσφατα . χρῶνται δ ' αὐτοῖς , ὅταν ἡ βουλὴ ψηφίσηται , στάσεως καταλαβούσης τὴν πόλιν ἢ δυστυχίας τινὸς μεγάλης
σαφῶς , πλὴν ἐάν τινας ὁ δῆμος ἢ ἡ βουλὴ ψηφίσηται : τούτους δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν ,
5106316 κακκαβην
ἀλλ ' οὐ καθώς . Κάκκαβον μὴ λέγε , ἀλλὰ κακκάβην διὰ τοῦ η , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Δαιδάλῳ .
ἀλλ ' οὐ καθώς . Κάκκαβον : διὰ τοῦ η κακκάβην λέγε , τὸ γὰρ διὰ τοῦ ο ἀμαθές :
5099628 μισγοις
δ ' εὖ λείαινε , τά κεν ξυλοειδέα πάντα Ἀκταίῳ μίσγοις συγκεράσας μέλιτι . Ἱλήκοις ὃς τήνδε μάκαρ τεκτήναο ,
ὕδατι οὕτως ἑψεῖν , ἀνήθου καὶ ἁλὸς μικρὸν ἐμβάλλοντα . μίσγοις δ ' ἂν τοῦ κέγχρου τὸ ἤθημα καὶ εἰς
5098676 Γενοιτο
τὸ ἐγένετο μαντεύμασι : τὸ δὲ γένοιτο οὐκ ὀρθόν . Γένοιτο ] Ἐγένετο . Ἀκέσματ ' ] Θεραπείας , ἰάσεις
, καὶ τὰ λείψανα τῶν ξύλων ἐπὶ πολὺ σωθῆναι . Γένοιτο δ ' ἂν οὗτος , ὅντινα καὶ Μωυσῆς ἀνέγραψεν
5098516 θηρικλειον
, συνάψας καρπίμοις κισσοῦ κλάδοις ἔστεψα . θηλυκῶς δὲ τὴν θηρίκλειον εἶπε Μένανδρος ἐν Θεοφορουμένῃ : μέσως μεθύων τὴν θηρίκλειον
Διόνυσον ἀνακηρύττεσθαι κατὰ τὰς πόλεις ἁπάσας . : Βομβυλιός : θηρίκλειον Ῥοδιακὸν , οὗ περὶ τῆς ἰδέας Σωκράτης φησίν :
5098277 φυτευσον
ῥίζας , περίβαλε αὐτὰς τῷ κοπέντι ἐλλεβόρῳ , καὶ οὕτως φύτευσον . Τὸν θύμον συλλέξας ὅταν ἀνθῇ καὶ ξηράνας τρίψον
τὸ ἐντὸς ὃ βούλει καταγράψας , καὶ συνδήσας πάλιν παπύρῳ φύτευσον περιπλάσας πηλῷ καὶ ὑείᾳ κόπρῳ , καὶ σύγχωσον .
5084643 ἐνδυσῃς
πήχεώς γε τῷ θανάτῳ παρίσταται . } Ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς ποτέ , οὐδὲν ἐποίησας , ἂν λόγοις ὀνειδίσῃς .
, προσδόκα καὶ μὴ φυγεῖν . ἐὰν ὁρῶν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς , μᾶλλον ἀπέδυσας αὐτόν , ἂν ὀνειδίσῃς . ἀνὴρ
5084482 διδαξῃ
τριταῖον πυρέξαντος , ἵνα δι ' αὐτοῦ τό τε πρᾶγμα διδάξῃ , καὶ τὴν διδασκαλίαν σαφεστέραν ποιήσηται . χρὴ εἰδέναι
καὶ αἰσχρὰ καὶ οὐ καλὰ ποιούντων . ἐὰν δέ τις διδάξῃ τὸν ἵππον ἐν χαλαρῷ μὲν τῷ χαλινῷ ἱππεύειν ,
5084471 ὀψοφαγειν
τὸ ὀψοφαγεῖν . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις δευτέραις : οὐδ ' ὀψοφαγεῖν οὐδὲ κιχλίζειν . Κηφισόδωρος Ὑί : οὐδ ' ὀψοφάγος
δὲ καὶ ὁ ὀψοφάγος , ὦ ἑταῖροι , καὶ τὸ ὀψοφαγεῖν . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις δευτέραις : οὐδ ' ὀψοφαγεῖν
5083594 προοιτ
Ἀντιφάνης : ἧττον ἀποσταίην ὧν ἂν προειλόμην ἢ Καλλιμέδων γλαύκου προοῖτ ' ἂν κρανίον . Εὔβουλος : ὃς μόνος βροτῶν
καὶ ἀψευδὴς ἐπαινέτης , καὶ ῥῆμα οὐδὲ σμικρὸν ἑκὼν εἶναι προοῖτ ' ἂν οὗ τὰς εὐθύνας οὐχ ἕξει δοῦναι φιλοσοφίᾳ
5083321 ἀκαληφην
, ὃ δή τινες κνῆστρον καλοῦσιν , ἄλλοι δὲ τὴν ἀκαλήφην , ἤγουν τὴν ἀγρίαν κνίζαν . ἡ δὲ πριόνεσσι
. Χρύσιππός τέ φησι : μήποτ ' ἐλαίαν ἔσθιε , ἀκαλήφην ἔχων . χειμῶνος ὥρᾳ βολβοφακῆν , βαβαί . βολβοφακῆ
5082084 σκαπτε
πράσσεις καὶ ἀδιάφορον ἐφ ' οὗ ἡ πρᾶξις . Ἔνδον σκάπτε , ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν
χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε , ὦ Τίμων , βαθείας καταφέρων . ἐγὼ δὲ
5080859 οἰνοφορον
ἔθος Σπάρτηι μελέτημά τε κείμενόν ἐστι : πίνειν τὴν αὐτὴν οἰνοφόρον κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα ,
Ξενοφῶν , κεράμιον , ἀμφορεύς ἀμφορίσκος , σταμνίον , ἀγγεῖον οἰνοφόρον ὑάλου ἢ κεράμου πεποιημένον , πίθος ἢ πιθάκνη :
5075876 εὑροντος
αʹ τῆς στροφῆς . Τὸ θʹ Στησιχόρειον ἐξ ἐπιτρίτων Στησιχόρου εὑρόντος αὐτό : δεύτεροι δὲ οἱ ἐπίτριτοι . ἑξῆς δὲ
Μυλάντειοι θεοί . ἀπὸ Μύλαντος ἀμφότερα , τοῦ καὶ πρώτου εὑρόντος ἐν τῷ βίῳ τὴν τοῦ μύλου χρῆσιν . Μύλασα
5075300 κελευῃ
περιμένειν ἔχουσι ξίφη καὶ ποιεῖν , ὅ τι ἂν αὐτοῖς κελεύῃ . ἵνα δὲ μηθὲν ἐν τῇ συλλήψει τῶν πολιτῶν
πῶς οὐκ εὐεργέτην τε νομιστέον καὶ πᾶν ὅ τι ἂν κελεύῃ ποιητέον ; ἐγὼ μὲν οὖν , γράψαι γὰρ ἐκέλευεν
5074944 γεωργου
τι νομισθήτω καὶ τούτῳ τιμάσθω παλαιὰ φιλία . Ἀκούω παῖδα γεωργοῦ κομίζειν ἐπί τι τῶν ἀναγκαίων δᾷδα ἡμμένην , τούτου
ἐνθήκας ἀπολωλεκότων τῶν ποριστῶν , μηδενὸς δὲ ἐωμένου , μὴ γεωργοῦ , μὴ ναυκλήρου , μὴ ἐμπόρου , μὴ τεχνίτου
5073764 οἰκειουμενος
συμπαρῶσι , κἀκεῖνοι συμμεριοῦσι , πρότερος μέντοι ὁ ἀνατολικώτερος ἢ οἰκειούμενος τῷ ζῳδίῳ . ὅμοια δὲ ἀποτελέσματα ἔκ τε τῆς
χαρίζεται δωρεάν . θεωρητικοῦ γὰρ τίς ἀμείνων βίος ἢ μᾶλλον οἰκειούμενος λογικῷ ; διὰ τοῦτο καὶ τῆς τῶν θνητῶν ζῴων
5064515 ῥηϊστα
, ἡσυχαζέτω ὡς μάλιστα τῷ σώματι . Οὗτος οὕτω μελετώμενος ῥήϊστα ἂν διάγοι ἐν τῷ νουσήματι : ἡ δὲ νοῦσος
αἰεὶ ἁπαλῆς ἑψῶν διδόναι ἐσθίειν . Οὕτω γὰρ ἂν μελετώμενος ῥήϊστα διάγοι , καὶ ἡ νοῦσος ἐκλείποι ἂν ἐνιαυσιαίη :
5062714 δερμ
, τὴν Ἀχιλλέως μοι Σαρκικὸν γὰρ εἶχε χρῶτα καὶ τὸ δέρμ ' ὅμοιον . Βλαστεῖ δ ' ἐπὶ γῆς δένδρεα
οὐδ ' ἐτρύπησεν κρόκην . πλύνον καταπλυντήριζε . . πολύτορον δέρμ ' ἐχίνου . . . Σκύθης ὄνειον δαῖτα στατῆρσι
5061019 ἀναβηθι
ὁ δεῖνα , εἴ τι ἔχεις , καὶ σύνειπε . ἀνάβηθι . Πολλά με τὰ παρακαλοῦντα ἦν , ὦ ἄνδρες
καὶ τὴν δεκάδι πολυπλασιαζομένην ἑβδομάδα . . . § : ἀνάβηθι , ὦ ψυχή , . . . ἐν ἀριθμοῖς
5057511 αἰσχυνοιμην
φιλοτίμως συμβέβηκεν αὐτοῖς , ἐξ ὧν εἰκότως ἦσαν σπουδαῖοι , αἰσχυνοίμην ἂν εἴ τι τούτων φανείην παραλιπών . ἄρξομαι δ
προεμένωι καὶ ποιῆσαι λέγειν ἐπαίνους ὑπὲρ ἡμῶν . ἀλλ ' αἰσχυνοίμην ἄν , εἰ τὴν πρὸς ὑμᾶς εὔνοιαν παρὰ τούτων
5056705 γεγεννηκοτος
Ἡρακλῆς ἐγέννησεν ὑπερμέγεθες ᾠόν , ὃ συμπληρούμενον ὑπὸ βίας τοῦ γεγεννηκότος ἐκ παρατριβῆς εἰς δύο ἐρράγη . τὸ μὲν οὖν
Τριῶν ἔοικα πατέρων παῖδα τὸν Γάϊον δεδέχθαι , τοῦ τε γεγεννηκότος καὶ σοῦ τοῦ θείου τε καὶ ὁμωνύμου καὶ ἔτι
5052191 Ξανθια
τήμερον ἡμῖν . Οὗτος , τί πάσχεις , ὦ κακόδαιμον Ξανθία ; φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι . κακὸν ἄρα ταῖς
λέγει , ὅτι οὐκ ἂν ἄλλος ᾔτησέ σε , ὦ Ξανθία , σπόγγον , ἀλλ ' ἐσιώπησεν ἄν . 〚
5052165 διορισον
ὁπότερ ' ἂν ἡγῇ φίλον εἰρῆσθαί σοι , τοῦτο ἡμῖν διόρισον . Ἀλλ ' ἡμᾶς τε ἥμερον , ὦ ξένε
Ἆρα οἷα ἔστιν ἢ οἷα φαίνεται ; τοῦτο γὰρ ἔτι διόρισον . Πῶς λέγεις ; ἔφη . Ὧδε : κλίνη
5050420 εὐστομειν
ταῦτα ταῖς ἑορταῖς ἀποδώσομεν : καὶ τοὺς μὲν παῖδας κελεύομεν εὐστομεῖν , κἀν τοῖς διδασκαλείοις καὶ κατ ' οἰκίαν προδιδάσκοντες
. τὰ δὲ τῆς γλυκύτητος ὑφειμένα , προσλαμβάνοντα δ ' εὐστομεῖν διὰ τὴν ποσὴν στῦψιν εὐστομαχώτερα . εἶναι δὲ αὐτῶν
5050240 ἀποσταιη
εἴπῃς , ἄπαγε . ἀποκλείσω Λυσίαν ; εἴθε μὴ αὐτὸς ἀποσταίη φθάσας . Ἀλλ ' ἐπανέρχεται αὖθις . Ἀπολώλεκας ἡμᾶς
οὖν μὴ † τῆς εὐλόγου προφάσεως καὶ εὐλαβείᾳ τοῦ θείου ἀποσταίη τοῦ τὰς φιάλας αἰτεῖν , ἐκπέμπειν τὸ ὑπὲρ αὐτῶν
5047256 παραληφθειη
περιβολή : τὰ γὰρ ποιοῦντα τὴν περιβολήν , εἰ πλείονα παραληφθείη κατὰ ταὐτόν , οἷον ἐπεμβολαὶ καὶ τὰ τοιαῦτα ,
εἰ δὲ διά τι κατ ' ἀρχὰϲ ἡ φλεβοτομία μὴ παραληφθείη , καὶ προϲωτέρω τῆϲ ἑβδομάδοϲ οὐδὲν ἄτοπον φλεβοτομεῖν τῆϲ
5046807 Ῥοδιακος
τοῦ Αἰγινήτου φόρτος ἢ δοῦλος Αἰγινητικός , ὡς τοῦ Ῥόδιος Ῥοδιακός . Αἰγιναῖος δὲ ὁ ἔποικος ἢ κέραμος ἢ ὀβολὸς
καὶ τὸ οὐδέτερον Τύριον . καὶ τὸ κτητικὸν Τυριακός ὡς Ῥοδιακός . ἐκλήθη δὲ καὶ Παλαίτυρος καὶ τὸ ἐθνικὸν Παλαιτύριος
5042522 ἀμποτε
τῶν γάμων ἀρᾶται . εἴθ ' ] ἄν ποτε , ἄμποτε . ὤφελ ' ] ἔπρεπε , ἔμελλε , ὤφελον
] νόμισμα , τρεῖς ὀβολούς . ἀπόλοιο κτλ . ] ἄμποτε ἵν ' ἀπολεσθείης ἕνεκεν τῆς ἀναισχυντίας , εἴθε φθαρείης
5037962 λαθω
νομίζων χάριν ἡμῖν , ὑπομιμνῄσκω , ἀλλ ' ἵνα μὴ λάθω τι παθὼν τούτων ἀνάξιον : οὐδὲ γὰρ ὑμῖν ἂν
ἕνεκα κἂν ἐμαυτὸν διερευνῴμην τί λέγω , φοβούμενος μή ποτε λάθω οἰόμενος μέν τι εἰδέναι , εἰδὼς δὲ μή .

Back