τι νομισθήτω καὶ τούτῳ τιμάσθω παλαιὰ φιλία . Ἀκούω παῖδα γεωργοῦ κομίζειν ἐπί τι τῶν ἀναγκαίων δᾷδα ἡμμένην , τούτου
ἐνθήκας ἀπολωλεκότων τῶν ποριστῶν , μηδενὸς δὲ ἐωμένου , μὴ γεωργοῦ , μὴ ναυκλήρου , μὴ ἐμπόρου , μὴ τεχνίτου
6874940 γειτονος
ἀπειλητῆρα χανὸν σπήλυγγος ἐναύλων φρικαλέων ὤϊξε σεσηρότα πορθμὸν ὀδόντων , γείτονος ἀσθμαίνοντος ὀπιπεῦον βοὸς εἶδος , ταυρείης στυγέον ταναὴν γλωχῖνα
τοῖς μεγέθεσιν ἢ καὶ τῶν ἐγγὺς μὲν πραττομένων καὶ παρὰ γείτονος ἴσως , μὴ μέντοι γε ἐν αὑτοῖς ἐχόντων τὰς
6711344 θεραποντος
χρηστὸν , πένητα δὲ ἄλλως : ὃς μετά τινος αὐτῷ θεράποντος ἐλθὼν εἰς Ἀπόλλω ἐρωτᾷ περὶ τοῦ ἰδίου παιδὸς ,
Καὶ πρόκατε δὴ κατ ' ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος ,
6532580 σκευους
πάσης τῆς ὑγρᾶς οὐσίας πάρεστιν ὁρᾶν . Ὁπόταν γὰρ ἐκ σκεύους ὑγρὸν ἔχοντος καὶ στερεόν τι ἐν αὐτῷ σῶμα ἄρωμεν
πλοίου φαμὲν διὰ τὸ ἐοικέναι κέρατι ζῴου : καὶ πόδας σκεύους λέγομεν τὰ ἔσχατα καὶ ἀνέχοντα τὰ ἄνωθεν , διὰ
6418760 νοσουντος
τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος ἐς τὰ Κελτικὰ ἔθνη ξὺν ἑτέρῳ , νοσοῦντος δὲ θατέρου καὶ λεγομένου τοῦ βασιλέως διαγράφειν πολλὰς τῶν
τὰ ἀρρωστήματα συμβαίνειν ἔφη καὶ Δημοσθένης . οὕτω καὶ κυβερνήτου νοσοῦντος , ὅλον συμπάσχει τὸ σκάφος : καὶ χορὸς ἀβάκχευτος
6373293 ξενου
δὲ τοὔμπαλιν , σύ μοι γενοῦ τιμωρὸς ἀνδρός , ἀνοσιωτάτου ξένου , ὃς οὔτε τοὺς γῆς νέρθεν οὔτε τοὺς ἄνω
καὶ μεστοὶ λάπης . Μένανδρος δ ' ἐν Τροφωνίῳ : ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή . τίνος ; ποδαποῦ ;
6353508 δεσποτου
, δεύτερον ἀγωνιστὴν τοῦ δράματος ἔχουσα δήμιον δοῦλον , σφαγέα δεσπότου , μαστιγίαν ἀνδρὸς ἀλιτήριον , ὃς ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου
κάλλος , ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα . Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν . Ὡς ἡδὺ τῷ σωθέντι μεμνῆσθαι πόνων
6237052 παιδιου
εἶδος συκῆς μέλανα καρπὸν ποιούσης . ἐξεθρεψάμην : ὡς ἐπὶ παιδίου εἶπεν Γ ἢ ἀνθρώπου τὸ Γ “ ἐξεθρεψάμην ”
καταμήνια , καὶ τὰς μήτρας μᾶλλον στομοῦσθαι , οἷα τοῦ παιδίου χωρήσαντος διὰ σφέων καὶ βίην καὶ πόνον παρασχόντος :
6231697 παππου
τοῖς Ταρκυνίου ἐγγόνοις , τὸν δ ' ἀξιοῦντα τῶν τοῦ πάππου δωρεῶν κληρονομεῖν ἁπάντων ἀνθρώπων παρανομώτατον ἀποφαίνων καὶ πονηρότατον καὶ
τριβὴν λαμβάνων τῶν κατὰ πόλεμον ἔργων οὐχ ἥττων ἐγένετο τοῦ πάππου . οὐ μὴν ἀλλὰ τούτου εὑρεθέντος . . .
6227413 καθευδοντος
' ἑκατέραν δυνάμει , ἐπεὶ ἡ λέγουσα κατάφασις περὶ τοῦ καθεύδοντος ὅτι ὁρᾷ συναληθεύει τῇ ἀποφάσει τῇ μὴ ὁρᾶν αὐτὸν
καὶ κειμένου πλησίον ἥδετο , καὶ κνυζωμένου παρέβλεπε , καὶ καθεύδοντος τῇ προβοσκίδι τὰς μυίας ἀπεσόβει καλάμου κλαδὶ τοῦ παραβαλλομένου
6225477 λοιδορουντος
κεχρημένον ἐφ ' ὥρᾳ τῷ σώματι , τὸν δὲ Κικέρωνα λοιδοροῦντος εἰς μαλακίαν καὶ κίναιδον ἀποκαλοῦντος , εἶπε τοῦτο Κικέρων
! ! ! ! ! ! ! ] οντος καὶ λοιδοροῦντος [ ! ! ] τατησ [ ! ! !
6211190 Αἰθιοπος
τὸ λευκὸν θεωρεῖσθαι καὶ τὸ μέλαν , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ Αἰθίοπος : καὶ γὰρ ὁ Αἰθίοψ κατὰ μὲν τοὺς ὀδόντας
σκώληξ σκώληκος , Κύκλωψ Κύκλωπος , μώλωψ μώλωπος , Αἰθίοψ Αἰθίοπος , χωρὶς τοῦ ἀλώ - πηξ ἀλώπεκος : τοῦτο
6170192 νεκρου
ἢ Ἀργεῖος : δειλαία νεκροῦ μορφά : ἥτις εἰμὶ δειλαία νεκροῦ μορφὴ καὶ νεκρῶν ἄγαλμα : ἄγαλμ ' , ἢ
, κυνίδιον δὲ Μελιταῖον ἑαυτὸ ἐνέβαλε εἰς τὴν θήκην τοῦ νεκροῦ καὶ συνετάφη . πέπυσμαι δὲ καὶ Αἰθιόπων εἶναι ἔθνος
6160092 τοιχου
χωρῆϲαι τὸν ἄνθρωπον , ἢ βάθρον ἴϲον τούτῳ ἐγγὺϲ ἀποθέϲθαι τοίχου παρατεταμένον τῷ τοίχῳ κατὰ μῆκοϲ μὴ πλέον ἀπέχον ποδὸϲ
μηχανᾶσθαι : τῶν λίθων παρασκευάσασθαι ἕνα ἐξαίρετον εἶναι ἐκ τοῦ τοίχου ῥηιδίως καὶ ὑπὸ δύο ἀνδρῶν καὶ ὑπὸ ἑνός .
6154300 Κοιρανου
πίθῳ μέλιτος ἀποθανόντος ὁ Μίνως ἐν τῷ τύμβῳ κατώρυξε τὸν Κοιράνου Πολύιδον , ὃς ἰδὼν δράκοντα ἑτέρῳ δράκοντι τεθνεῶτι πόαν
συμβεβηκότων , εἰς τὴν ὕλην ἔδραμε , συνεπισπωμένη μάντιν τὸν Κοιράνου Πολύιδον : παρ ' οὗ πᾶσαν πολυπραγμονήσασα τὴν ἀλήθειαν
6151661 ἐραστου
Ἀνακρέοντος ᾠδὰς καὶ ἐπαίνους καὶ ὅσα εἰκὸς ἦν παρὰ ποιητοῦ ἐραστοῦ . Εἰ δή τις παραβάλλοι ἔρωτα ἔρωτι , τυραννικὸν
ὡς κατειργάσατο τὸ κάλλιστον ἔργον , ἔφευγεν ὤκιστα εὐθὺ τοῦ ἐραστοῦ . μετῄεσαν δὲ αὐτὸν οἱ δορυφόροι , καὶ διέφυγεν
6129925 παιδαγωγου
τὸ κεκολάσθαι καὶ τὸν μὲν παῖδα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν , τὸν δὲ ἄνδρα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ
ἰδοὺ ἥκω σοι ” , ἔφη „ βασιλεῦ , ῥήτωρ παιδαγωγοῦ δεόμενος , ῥήτωρ ἡλικίαν περιμένων „ καὶ πλείω ἕτερα
6124605 σῳζομενου
εἴην ἂν ἐγὼ καὶ ἀπολλυμένου τούτου κατὰ λόγον ἀνεπιτίμητος καὶ σῳζομένου πάλιν οὐδαμῶς ἐπαινούμενος , ὅτι μηδὲ τοῦτο εἰργαζόμην ἐγώ
τὸ μὲν ἀποβαλόντα τὸ δὲ σῴζοντα , ἐκ δὲ τοῦ σῳζομένου τὸ λοιπὸν ἀναλαμβάνοντα . ἔχει γὰρ ὧδε ὅταν ὁ
6104562 κηπου
ὧν καὶ Ὑπερείδης . . ἄνδηρα : μέρος τι τοῦ κήπου , ὥσπερ ἡ πρασιὰ καὶ ὁ ὀχετός : Δίδυμός
καὶ τερπνὸν ἔχοντας οὐδέν . ἡμῖν δὲ καὶ τοῦ Ἀλκίνου κήπου καὶ τοῦ χρυσᾶ μῆλα φέροντος , ἐφ ' ἃ
6083025 Οἰκλεους
οὗτος δ ' ὁ μάντις ] τὸν υἱὸν λέγω τοῦ Οἰκλέους , ἤγουν τὸν Ἀμφιάρεων . σώφρων καὶ δίκαιος καὶ
Ἀδράστου ῥηθεὶς τοῦ Ταλαοῦ παιδὸς εἰς τὸν μάντιν Ἀμφιάραον τὸν Οἰκλέους υἱὸν , ὃν διαστᾶσα καὶ ἡ γῆ ἐδέξατο ἅμα
6080500 ἱματιου
κατὰ τῆς ὄψεως οὕτως ὡς καὶ τὸν τύπον διὰ τοῦ ἱματίου θεωρεῖσθαι . ἔπειτα : ἀντὶ τοῦ δή : ἡ
. τὸ δὲ πρᾶγμα παγγέλοιον ἦν , κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου προκῦπτον μικρὸν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ κατουρῆσαν πολλάκις ,
6077448 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
6059797 ἐκγονου
, οἷον ὁ παῖς τοῦ ἀνδρὸς καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἐκγόνου , ἐπειδὴ πλησίον ἐστὶ τοῦ πατρὸς τοῦ πρώτου κινήσαντος
ὁ πατὴρ τοῦ υἱοῦ πρότερος ὑπάρχει καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἐκγόνου , ἐπειδὴ πλησίον ἐστὶ μᾶλλον τοῦ πατρός . χρόνῳ
6056831 αὐλητου
ἦσαν ἄνδρες , ἐξ ὧν ὁ χορὸς συνεστὼς προκαταρχομένου τοῦ αὐλητοῦ τὸ μέλος προεφέρετο . οἱ δὲ κεφαλὰς ἀκούουσι τὰ
κήρυκι τὸν πόδ ' ἀναπαρῶ . αὐλεῖν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖσιν αὐλητοῦ κακοῦ μέλλοντος ὁ Στρατόνικος εὐφήμει , μέχρι σπείσαντες εὐξώμεσθα
6056325 ἐδολοφονησεν
ἀπέκτεινεν ἀπέκτονεν , ἀπέσφαξεν , ἀπεχρήσατο διεχρήσατο , καθεῖλεν , ἐδολοφόνησεν , ἀνελών , ἀποσφάξας , ἀποκτείνας , ἀποχρησάμενος διαχρησάμενος
διὰ τῶν ἑαυτοῦ στρατιωτῶν φρουροῦντα , κρίνας αὐτὸν ἀλλότρια φρονεῖν ἐδολοφόνησεν . ἐστράτευσε δὲ καὶ εἰς Μακεδονίαν καὶ πολλοὺς ἔσχε
6050145 φιλου
ἐστιν ἢ καλῶς ἔχειν ἢ μηδὲν εἶναι καὶ στερηθῆναι πάτρας φίλου τ ' ἀδελφοῦ φιλτάτης τε συγγόνου . καὶ πρῶτα
ὡς δὲ ἐκεῖνος ἀπῆρε , τὴν ὀροφὴν ἐποιούμην ἀντὶ τοῦ φίλου . πρὸς ἣν ἀναβλέπων κείμενος ἐπὶ τῆς κλίνης νῦν
6044753 μαινομενου
πλησίον ὥσπερ ὁ κλέπτης , ἀλλὰ τέλος ἔχει τὴν τοῦ μαινομένου σωτηρίαν . πᾶσα δὲ πρᾶξις ἀπὸ τοῦ τέλους τὸ
δόξω εἶναι , ἐπειδὴ τὸ τὴν ἀλήθειαν λέγειν οὐκ ἔστι μαινομένου . τοσοῦτον οὖν , φησὶν , ἔξω γενήσομαι μανίας
6027033 γυμνου
καιρίῳ μένει . γλουτὸν καὶ στέρνα καὶ ὅσα περὶ τοῦ γυμνοῦ τοῦ Πέλοπος ἐλέχθη ἄν , καλύπτει ἡ γραφή :
λέγειν αὐτῇ τινα κεῖται Πάτροκλος , νέκυος δὲ δὴ ἀμφιμάχονται γυμνοῦ : ἀτὰρ τά γε τεύχε ' ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ
6026167 τεκνου
ἀνδρὸς θάνατον τεκνόποινος , ἤτοι ποινὴν καὶ τιμωρίαν εἰσπράττουσα τοῦ τέκνου αὐτῆς , τουτέστι τῆς Ἰφιγενείας . οὐ δεισήνορα ]
θ ' ὑπειδόμην τὴν σὴν ἃ πείσηι τ ' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς ,
5995179 καταλειφθεντος
ἐπισφαλές ἐστιν . νέος ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνον καταλειφθέντος αὐτῷ εἶδε χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν καὶ θέρος εἶναι
οὐδενὸς ἔτι λέγουσιν ὀφθῆναι , πολλὴν ζήτησιν αὐτῶν ποιουμένου τοῦ καταλειφθέντος τῆς πόλεως ἡγεμόνος . ὡς δὲ τῇ κατόπιν ἡμέρᾳ
5975055 γεγεννηκοτος
Ἡρακλῆς ἐγέννησεν ὑπερμέγεθες ᾠόν , ὃ συμπληρούμενον ὑπὸ βίας τοῦ γεγεννηκότος ἐκ παρατριβῆς εἰς δύο ἐρράγη . τὸ μὲν οὖν
Τριῶν ἔοικα πατέρων παῖδα τὸν Γάϊον δεδέχθαι , τοῦ τε γεγεννηκότος καὶ σοῦ τοῦ θείου τε καὶ ὁμωνύμου καὶ ἔτι
5974951 κατωρυξε
τὴν οὐσίαν ἐξαργυρισάμενος καὶ χρυσοῦν βῶλον ποιήσας ἔν τινι τόπῳ κατώρυξε συγκατορύξας ἐκεῖ καὶ τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ καὶ τὸν νοῦν
Στρυμόνα μετὰ τοῦ στρατεύματος διελθὼν τά τε ὀστᾶ τοῦ Ῥήσου κατώρυξε παρὰ τὸν ποταμὸν καὶ τὸ χωρίον ἀποταφρεύσας ἐτείχιζε πρὸς
5964005 ἐμπορου
Ἀρτέμιδι , εἰ βασιλεύσειε , τὸν οἶκον ἅπαντα καθιερώσειν τοῦ ἐμπόρου . Ἦν δέ τις Κροίσῳ φίλος , ἀνὴρ Ἴων
ἡ δὲ πόλις Σῖρις νῦν Πόλιον λέγεται ἀπὸ Πόλιδος Κασέως ἐμπόρου . Σῖρις πόλις Σικελίας πλησίον τοῦ Μεταποντίου καὶ ποταμός
5959912 νεανιου
τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν . Ἐμπεδοκλῆς δὲ σπασαμένου τὸ ξίφος ἤδη νεανίου τινὸς ἐπὶ τὸν αὐτοῦ ξενοδόχον Ἄγχιτον , ἐπεὶ δικάσας
τοῦ πόματος καὶ ἐφθάρησαν ὑπὸ τῶν πολεμίωνδι ' ἔρωτα Πριηνέως νεανίου . . . , . , Ἀρριανὸς δὲ καὶ
5959427 ἀγροικου
ὡς καὶ Καλλιπύγου Ἀφροδίτης ἱερὸν ἱδρύσασθαι , δυεῖν θυγατέρων ἀνδρὸς ἀγροίκου ταύτην ἱδρυσαμένων . ἐπείπερ οὐσίας λαμπρᾶς ἐπελάβοντο πλουσίου τινὸς
. τοιοῦτοι δ ' ἦσαν οὓς ἐποίει γρίφους , οἷον ἀγροίκου τινὸς ὑπερπλησθέντος καὶ κακῶς ἔχοντος , ὡς ἠρώτα αὐτὸν
5957870 οἰκετου
παραδοῦσα καὶ τὴν κεφαλὴν στέψασα τῷ διαδήματι , τῷ δὲ οἰκέτου σχῆμα περιέθηκεν : τὸν δέ τινα καλὸν εἶναι ἐκόσμησεν
οἷον ἐπὶ τῆς κατὰ θέλησιν εἰδήσεως , ὡς εἴ τινος οἰκέτου πεπραχότος τι ἄτοπον ἐξετάζομεν , εἰ μετὰ γνώμης τοῦ
5943827 νυμφιου
Ὅταν στρατιώτας καταλέγωσι , τουτῳὶ νύκτωρ ἀλειφέτω τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Ἀπόφερε τὰς σπονδάς . Φέρε τὴν οἰνήρυσιν ,
γένυν ; οὐ μὴν δέμας γ ' εὔρυθμον [ ὧδε νυμφίου ] : τοιῶνδε λέκτρων [ εἵνεκ ' εἰς ]
5943440 ἐχομενου
Ἕξις λέγεται ἕνα μὲν τρόπον ἐνέργεια τοῦ ἔχοντος καὶ τοῦ ἐχομένου , τουτέστιν ἡ σχέσις αὐτή , ὥσπερ πρᾶξίς τις
' αὐτοῦ ἐγένετο , ἀπὸ τοῦ Ὑπερβερεταίου μηνὸς ἕως τοῦ ἐχομένου ἔτους τοῦ Ὑπερβερεταίου . Ἱκετείαν δ ' αὐτοῦ ποιησαμένου
5942719 παιδος
: δεῖ δὲ αὐτὸν σοῦ βοηθοῦντος ἥττω γενέσθαι τῆς τοῦ παιδὸς καὶ δόξης καὶ εὐπορίας . Γένους μὲν ἕνεκα καὶ
, θάνατον δὲ τῆς μητρὸς ἑκούσιον , ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς ἀτιμίᾳ περιλύπου γενομένης , δοκεῖ κατεψεῦσθαι . . .
5930787 πυκτου
: καὶ ἐγὼ τὸ μὲν πρῶτον , ὡσπερεὶ ὑπὸ ἀγαθοῦ πύκτου πληγείς , ἐσκοτώθην τε καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα
καὶ πὺξ παίειν . εἴποις δ ' ἂν ἐπὶ τοῦ πύκτου χεῖρες ὡπλισμέναι , χεῖρες ὁπλίτιδες : καὶ τὰ ὅπλα
5917004 δαλῳ
ἀκάνθας : ἐπὶ τῶν περί τι εὐδοκιμούντων . Πῦρ ἐπὶ δαλῷ ἐλθόν : ἐπὶ τῶν ταχέως γινομένων . Πυῤῥίχην ἐνόπλιον
καὶ ἀποθανεῖν Μελέαγρον ὑπὸ Ἀπόλλωνος . τὸν δὲ ἐπὶ τῷ δαλῷ λόγον , ὡς δοθείη μὲν ὑπὸ Μοιρῶν τῇ Ἀλθαίᾳ
5908344 νεου
ἡ τύχη με κατέστησεν ἐπίτροπον τοῦ σώματος τοῦ σοῦ , νέου παντελῶς ὄντος , καὶ τῆς ὅλης βασιλείας , ἀπ
δυνατὸν εἶναι παντὶ τρόπῳ πότερον εἴδωλον καὶ ψεῦδος ἀποτίκτει τοῦ νέου ἡ διάνοια ἢ γόνιμόν τε καὶ ἀληθές . ἐπεὶ
5900476 βουκολου
. Λαρινοὶ βόες : ἐπὶ τῶν εὐτραφῶν . ἀπὸ Λαρίνου βουκόλου τοῦ ἐν Ἠπείρῳ κλέψαντος τὰς Ἡρακλέους βοῦς , ὡς
ἄλλων ἕκαστος ἀνεχώρησεν ἀπὸ τῆς φρουρᾶς καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ βουκόλου μοιχευομένης ὁ ἀνήρ . ἡ δὲ τηνικαῦτα ἔνδον εἶχε
5897736 Συχεμ
εἴκοσι μηνῶν ἓξ , ἀποκτεῖναι τόν τε Ἐμμὼρ , καὶ Συχὲμ τὸν υἱὸν αὐτοῦ , καὶ πάντας τοὺς ἄρσενας ,
Σίκιμα ἐλθεῖν πανηγύρεως οὔσης , βουλομένην θεάσασθαι τὴν πόλιν : Συχὲμ δὲ τὸν τοῦ Ἐμμὼρ υἱὸν ἰδόντα ἐρασθῆναι αὐτῆς ,
5863737 ἑταιρου
Σεβαστοῦ αὐτοκράτορος σφόδρα χαίροντος τῷ βρώματι , Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἑταίρου ὄντος αὐτῷ καὶ πέμποντος φοίνικας συνεχῶς . τῶν ἀπὸ
ἀντὶ τοῦ τῷ ἀνδρί . καὶ Ὅμηρος ” ἀχνύμενός περ ἑταίρου ” ἀντὶ τοῦ ἑταίρῳ . Καὶ τὸ τῷ κυρίῳ
5859319 μαρψαντος
γηγενὴς ἀπὸ Ἐρεχθέως . κέλωρ υἱὸς τοῦ γίγαντος Θησέως τοῦ μάρψαντος τὰ ὅπλα δηλονότι τοῦ Αἰγέως ἐκ τῆς κοίλης πέτρας
ἐλαφρόν * ἤμερσε : ἐστέρησε , ἠφάνισε ἀπεστερήθη ἐστέρησε * μάρψαντος : περιλαβόντος τοῦ ἀετοῦ περιλαβόντος διὰ τῶν ὀνύχων τοῦ
5852212 γεροντος
γενόμενον , εἰκὸς δὲ καὶ σὲ παρεῖναι καιομένου τότε τοῦ γέροντος . Οὐδὲ ἀνῆλθον , ὦ πάτερ , εἰς Ὀλυμπίαν
ὃ δ ' Ἄβαντα μετῴχετο καὶ Πολύειδον υἱέας Εὐρυδάμαντος ὀνειροπόλοιο γέροντος : τοῖς οὐκ ἐρχομένοις ὃ γέρων ἐκρίνατ ' ὀνείρους
5842654 θαλαμου
' ἄγεθ ' , ὑμῖν τεύχε ' ἐνείκω θωρηχθῆναι ἐκ θαλάμου : ἔνδον γάρ , ὀΐομαι , οὐδέ πῃ ἄλλῃ
μεταπέμπεται . ἔθος δ ' εἶχεν αὐτῇ προσιέναι ἅτε τοῦ θαλάμου φύλαξ , ἔτι τε καὶ ἐπὶ συνουσίᾳ αὐτοῦ διεβάλλετο
5834016 τεκτονος
ἐπιτροπευτικὸς ἀνήρ , τοῦτον πειρᾷ ὠνεῖσθαι , ὥσπερ , ὅταν τέκτονος δεηθῇς , καταμαθὼν εὖ οἶδ ' ὅτι ἄν που
ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων λεʹ , ὧν τελευταῖος : ἔργον δικαίας τέκτονος τάδ ' ὧδ ' ἔχει . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι
5832613 κηπωρου
τρέφονται : οἱ ὑπὸ μητρυιᾶς τρεφόμενοι τοῖς μητέρας ἔχουσιν . κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ ἔπεσεν . ὁ δὲ ἀνιμήσασθαι αὐτὸν
ἐπὶ βουβῶσι πυρετοῖς ἐπιβήσσουσιν . Ἐν Ἤλιδι , ἡ τοῦ κηπωροῦ γυνὴ , πυρετὸς εἶχεν αὐτὴν ξυνεχής : καὶ φάρμακα
5831766 ἐπιμηκεϲ
. ἔϲτι δὲ τῇ χρόᾳ τεφρώδηϲ | , ϲτόμα ἔχει ἐπίμηκεϲ , λεπτῇ καὶ κολοβῇ οὐρᾷ κέχρηται : ὀδόνταϲ δὲ
τὴν κατάταϲιν οὕτωϲ εἰργάϲατο : Δεῖ , φηϲίν , ξύλον ἐπίμηκεϲ οἷον ϲτειλειὸν ἐκ τῶν ἄκρων ϲχοίνῳ δήϲαντα κρεμάϲαι πλάγιον
5826808 παραδεισου
Γαβριήλ , ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν δρακόντων καὶ χερουβείν . ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά
τοῖς δὲ Χερουβὶμ καὶ τῇ φλογίνῃ ῥομφαίᾳ τὴν ἀντικρὺ τοῦ παραδείσου πόλιν οἰκείως δίδωσιν , οὐχ ὡς ἐχθροῖς μέλλουσιν ἀντιστατεῖν
5815403 σκυλακος
ναίει δεινὸν λελακυῖα . τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλλῆς γίνεται , αὐτὴ δ ' αὖτε πέλωρ κακόν
λόγον , δείξω δὲ κέλευθον . καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : “
5815061 βαλανεως
. . . . βασιλίς : ἡ τοῦ βασιλέως , βαλανέως : ἀπὸ τοῦ βασιλεύς βασιλῆος Ἰωνικῶς γίνεται , βασιλίς
τοῦ βασιλέως γυνή , ὡς καὶ βαλανίς , ἡ τοῦ βαλανέως . ῥητορική . λέγει δὲ Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ
5807651 ἀδελφιδου
ἰστέον , ὅτι τὰ εἰς δους λήγοντα εἰς ου , ἀδελφιδοῦ , ἔστι δὲ ὁ ἀνεψιός , ὁ θυγατριδοῦς τοῦ
γὰρ αὐτὰ οὐ Δίωνος ἀλλὰ τοῦ ὑέος , ὄντος μὲν ἀδελφιδοῦ αὐτοῦ κατὰ νόμους ἐπιτροπεύοντος . τὰ μὲν δὴ πεπραγμένα
5799557 μειρακιου
τῇ Ἀσπασίᾳ : καί πως ἔπρεψεν αὐτῇ καὶ τὰ τοῦ μειρακίου , καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ τῆς ὥρας αὐτῇ πρὸς
μονωθεὶς ὁ νεανίσκος μᾶλλον ὑπήκοος αὐτῷ γένηται . τοῦ δὲ μειρακίου ταῖς γενομέναις παρανομίαις προσκόπτοντος καὶ φανεροῦ καθεστῶτος ὅτι τιμωρήσεται
5795962 κωλυσαντος
τοῖς νεωρίοις ἀγνοοῦντας τὰ περὶ τὴν Γέλαν , εἰσῆλθον οὐδενὸς κωλύσαντος , καὶ τὴν μὲν οἰκίαν τοῦ Διονυσίου διήρπασαν γέμουσαν
τῆς κληρουχίας πολίτευμα κινεῖν ἑνὸς τῶν δημάρχων Σέξτου Τιτίου , κωλύσαντος δὲ τοῦ δήμου καὶ εἰς ἐπιτηδειοτέρους ὑπερθεμένου καιρούς .
5792702 πρεσβυτου
, τέκνον : ὡς παῖς ἔτ ' ἀπτὴν πούς τε πρεσβύτου φιλεῖ χειρὸς θυραίας ἀναμένειν κουφίσματα . εἶἑν , πάρεσμεν
καὶ γυμνὸν ἐκεῖσε ἥκοντα . Ἤδη γάρ ποτε καὶ ἄλλοτε πρεσβύτου ἀνδρὸς ἤκουσα διεξιόντος ὅπως τὰ ἐκεῖ πράγματα ἔχοι ,
5773980 ἀνελοντος
πρόσωπον δέ , ὡς ἐπὶ τοῦ τὸν εὐνοῦχον ὡς μοιχὸν ἀνελόντος , κατὰ τόπον δέ , ὡς ἐπὶ τοῦ τὸ
τετρακόσια ἐμπρήσαντος ἄστη καὶ μυριάδας ἀνδρῶν τριάκοντα ἐν μόναις μάχαις ἀνελόντος ἐπί τε τὴν Ῥώμην πολλάκις ἐλάσαντος καὶ ἐς ἔσχατον
5772909 ἀνδριαντος
αὐτῷ . Πίπτει δὲ ὑπὸ πλήθους τραυμάτων πρὸ τοῦ Πομπηίου ἀνδριάντος . Καὶ οὐδεὶς ἔτι λοιπὸν ἦν ὃς οὐχὶ νεκρὸν
καὶ πάλιν ἐξ ἀμούσου μουσικός . ἐπὶ μέντοι γε τοῦ ἀνδριάντος οὐχ ὥρισται ἀλλ ' ἀόριστον ὑπάρχει τὸ τοιοῦτον :
5769552 Συρακοσιου
αὐλητοῦ καὶ μάγου . περὶ δὲ τῆς ὑπὸ Ἱέρωνος τοῦ Συρακοσίου κατασκευασθείσης νεώς , ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἦν ὁ γεωμέτρης
τὰς ἐν τῇ τρίτῃ βύβλῳ : οὐδὲ τὴν Ἑρμοκράτους τοῦ Συρακοσίου πρὸς Καμαριναίους : οὐδὲ τὴν Εὐφήμου τοῦ πρεσβευτοῦ τῶν
5767413 πενθερου
. ἀπαυλία δ ' ἐν ᾗ ὁ νυμφίος εἰς τοῦ πενθεροῦ ἀπαυλίζεται ἀπὸ τῆς νύμφης . οἱ δὲ καὶ τὰ
: διὰ γὰρ τὴν οἰκειότητα αἱ οἰκίαι κοιναί εἰσι τοῦ πενθεροῦ καὶ τοῦ γαμβροῦ . πάγχρυσον κορυφάν : τὸ μὲν
5759033 μασωμενος
. Κᾆθ ' ὥσπερ αἱ τίτθαι γε σιτίζεις κακῶς : μασώμενος γὰρ τῷ μὲν ὀλίγον ἐντίθης , αὐτὸς δ '
οὖν διαγιγνώσκειν καλῶς δυνήσομαι ὥσπερ πρότερον τὰ πράγματ ' ἔτι μασώμενος ; πολλῷ γ ' ἄμεινον : καὶ λέγεται γὰρ
5752233 ἀκροποδος
λοιπῶν ἐνδόξων πρὸς στρατείας . ὁ δ ' ἐπὶ τοῦ ἀκρόποδος Ὠρίωνος καὶ ἐν Ταύρῳ μοίρας λάμπει εἴκοσι ἑπτὰ λεπτὰ
ιβ νο ζ ∠ ʹ γʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἀκρόποδος τοῦ ἑπομένου Διδύμου . . . . . Διδύμων
5751308 ἐκπωματος
αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ . † ) ἐκπώματος ἤτοι ποτηρίου εἶδος τοσούτου καὶ μέτρου . κοτύλην τὸ
Θηρίκλειον κύλικα καὶ τὴν Δεινιάδα . Σέλευκος δ ' εἰπὼν ἐκπώματος εἶναι γένος τὸν δεῖνον παρατίθεται Στράττιδος ἐκ Μηδείας :
5747135 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
5731961 θρονου
θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά , καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρου : καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον .
τὸν θρόνον τὸν βασίλειον . εἶναι δὲ κλίνας ἑκατέρωθεν τοῦ θρόνου ἀργυρόποδας , ἐφ ' ὧν οἱ ἀμφ ' αὐτὸν
5730383 πλουσιου
ὠφέλησε , διασκευὴν τοῦ πάθους , ἠθοποιΐαν , καταδρομὴν τοῦ πλουσίου , παροξυσμὸν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν τῶν δικαστῶν , καὶ
φιλίαν αὐτῷ : ἔχεις δὲ καὶ ἄλλην ἠθοποιΐαν παρὰ τοῦ πλουσίου : προςελθὼν γὰρ εἶπεν , ἐσφάλην , ἔγνων ὅτι
5729951 ταφου
Ἀπολλώνιε , σοφοῖς γὰρ πρὸς σοφοὺς ἐπιτήδεια , τοῦ τε τάφου ἐπιμελήθητι καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ Παλαμήδους ἀνάλαβε φαύλως ἐρριμμένον
. πέποιθ ' : ἀρωγὰς [ δ ' ] ἐκ τάφου πέμπει πατήρ . νεκροῖσί νυν πέπισθι μητέρα κτανών .
5718152 μεμηνοτος
σκιάν τε γὰρ ἀποφαίνει καὶ βλέμμα γινώσκει ἄλλο μὲν τοῦ μεμηνότος , ἄλλο δὲ τοῦ ἀλγοῦντος ἢ χαίροντος . καὶ
Ἀσκληπιάδης ὁ ἰατρός . ἔφησε γάρ σε ποιῆσαι ταῦτα ἃ μεμηνότος ἦν , καὶ εἰπὼν ἔπεισεν οὓς ἔπεισε , καὶ
5717502 νεανισκου
τοῦτο παρέσχεν αὐτῇ τὸ ἔργον εὑρεσιλογεῖν προφάσεις σκεπτομένῃ κατὰ τοῦ νεανίσκου , αἷς αὐτὸν ἀμυνεῖται : παραγενομένῳ γὰρ ἐξ ἀγορᾶς
κακοῦ τινος τραγῳδοποιοῦ ἀκρόασιν ποιούμενος [ καὶ ] λέγοντός τινος νεανίσκου ὅτι ἐξελεύσεται ” οὐκ ἐμοῦγε ” ἔφη „ πρότερος
5716119 κελωρ
νῦν μέλλω θροεῖν . Ὁ δεύτερος δέ , τοῦ πεφασμένου κέλωρ ἐν ἀμφιβλήστροις ἔλλοπος μυνδοῦ δίκην , καταιθαλώσει γαῖαν ὀθνείαν
Πίερες . Ἑνικά . Ὁ Νέστωρ τοῦ Νέστορος , ὁ κέλωρ τοῦ κέλωρος : τὰ εἰς ωρ βαρύτονα διὰ τοῦ
5708907 βραδυνοντος
. ὡς δέδοικά γεὃ φρονῶ γὰρ εἰρήσεταιμὴ μέλλοντός σου καὶ βραδύνοντος τὰ γένεια ἐπέλθῃ καὶ τὴν τοῦ προσώπου συσκιάσῃ χάριν
Ἀγριππεῖον , προιούσης δὲ ἤδη τῆς ἡμέρας καὶ τοῦ Ἡρώδου βραδύνοντος ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως καὶ τέχνην
5707989 Ψωφιδα
τὴν μητέρα ἀποκτείνας ἔφυγεν ἐξ Ἄργους , τότε ἐς τὴν Ψωφῖδα ἐλθών , Φηγίαν ἔτι ἀπὸ τοῦ Φηγέως ὀνομαζομένην ,
λόγων ἐστὶν Ἔρυκος τοῦ ἐν Σικανίᾳ δυναστεύσαντος παῖδα εἶναι τὴν Ψωφῖδα , ᾗ συγγενόμενος Ἡρακλῆς ἀγαγέσθαι μὲν αὐτὴν ἐς τὸν
5705022 οἰναριου
τινὸς ἑταίρας , ᾗ ὄνομα ἦν Γνώμη , καὶ τοῦ οἰναρίου ἐπιλιπόντος εἰσφέρειν ἐκέλευσεν ἕκαστον δύο ὀβολούς , Γνώμην δὲ
ναυτικῶς . Ἤσθιε δὲ ἀρτίδια καὶ μέλι καὶ ὀλίγον εὐώδους οἰναρίου ἔπινε . παιδαρίοις τε ἐχρῆτο σπανίως , ἅπαξ ἢ
5703974 Ἀντιλοχου
τεθῆναι . [ καὶ Νέστωρ μὲν οὐκ ἠξίωσε μετ ' Ἀντιλόχου ταφῆναι δι ' αὐτὸν ἀποθανόντος , οἴκαδε τὰ ὀστᾶ
μάλιστα ἐς ἔννοιαν ἑαυτοῦ ἀφικέσθαι λέγει , ξυμβαίνοντος ἑαυτῷ τοῦ Ἀντιλόχου τὴν ἡλικίαν τε καὶ τὸ μέγεθος , πολλοῖς δὲ
5701318 Συβαριτου
δὲ λέγει τὸν Ἀριστείδου βίον ἡδὺν ἀλλὰ τὸν Σμινδυρίδου τοῦ Συβαρίτου καὶ τὸν Σαρδαναπάλου , καίτοι κατά γε τὴν δόξαν
περὶ τῶν ἐν Καρχηδόνι Πέπλων . περὶ δὲ ΣΜΙΝΔΥΡΙΔΟΥ τοῦ Συβαρίτου καὶ τῆς τούτου τρυφῆς ἱστόρησεν Ἡρόδοτος ἐν τῇ ἕκτῃ
5700847 κρατηρος
τῶν κατασκευασμάτων ἑτέρου παρ ' ἕτερον λέγω δὲ πρῶτον ἀργυροῦ κρατῆρος , εἶτα χρυσοῦ , πάλιν ἀργυροῦ καὶ χρυσοῦπαντελῶς ἀνεξήγητος
ἐκέλευσε μηδὲν ὑπομιγνύντας ἀλλήλοις , ὡς μήτε ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ κρατῆρος πίοι Ὀρέστης , μήτε ἐκεῖνος ἄχθοιτο καθ ' αὑτὸν
5696887 πεφονευμενου
ἐποίησεν . τὴν Περσίδα τὴν ἔχουσαν αὐτῶν τὴν ἑστίαν . πεφονευμένου . οὐκ ἀληθῶς . αὐτά : ἀντὶ τοῦ τὰ
. ἐπήδησας . φεῦ . ἕνεκα πεφονευμένου . μετὰ μόχθων πεφονευμένου . τοῦ . φανερὰ . τῶν . λίαν .
5688075 Ἀνταιου
συμπεσεῖν δ ' ἀκμᾷ βαρύς . καί τοί ποτ ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδˈμεϊᾶν μορφὰν βραχύς , ψυχὰν δ
: οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν , Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακˈλέα κούραν τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες
5683339 σκυτεως
ὑπὸ ἀνθρώπου φυσιολόγου , ὡς ἂν καὶ ὑπὸ τέκτονος καὶ σκυτέως γελασθείης καταγινώσκων ὅτι ἐν τῷ ἐργαστηρίῳ ξέσματα καὶ περιτμήματα
καὶ συντεθέντα ἀληθεύεσθαι κατ ' αὐτοῦ , ὡς ἐπὶ τοῦ σκυτέως τοῦ ἀγαθοῦ ἐδείχθη ἐν τῷ Περὶ ἑρμηνείας , μήτε
5683208 κατεφιλει
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον
5681811 Βελλεροφοντου
. τῷ θρόνῳ δὲ ἡρώων ἐπειργασμένα Ἀργείων ἐστὶν ἔργα , Βελλεροφόντου τὸ ἐς τὴν Χίμαιραν καὶ Περσεὺς ἀφελὼν τὴν Μεδούσης
ἀπατῆσαι . ἐνυπνίῳ δ ' ᾇ τάχιστα πείθεσθαι : τοῦ Βελλεροφόντου δὲ τὸ ὄναρ διηγησαμένου εἶπεν ὁ Πολύιδος ὡς τάχιστα
5680847 θαλαττιου
οὐδέν , ὁ Τίμων σου , περὶ τοῦ κυνὸς τοῦ θαλαττίου ἱστορῶν γράφει καὶ ταῦτα : ἀλλ ' οὐ πολλοὶ
τὸ πάθος , ὡς εἰ λέγοι τις πλευμονίαν ἀπὸ τοῦ θαλαττίου ζῴου ὄντος ἀναισθήτου . οἱ δ ' ἀπὸ τοῦ
5679960 ἐρωντος
μέντοι διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων , οἷς ἔφη διαφέρειν τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ τοῦ μή , ἐν κεφαλαίοις ἕκαστον ἐφεξῆς
πέφυκεν ὁρᾶν ὀξύτερον οὑτοσὶ ὁ πάνυ ἐραστὴς ἐμοῦ τοῦ μὴ ἐρῶντος , ἀλλ ' ἔγωγε τοῦ σοῦ κάλλους αἴσθομαι οὐδενὸς
5674105 βοωντι
τὸ καὶ αὐτὸν κράζοντα ἦχον ποιεῖν σαθρόν . ψοφοῦντι ] βοῶντι , ὡς ἐπὶ τῶν κεκλασμένων . Γ κατωκάρα :
σπαραττομένῳ συσπαράττεται , καὶ ἀλγοῦντι τῷ σώματι συναλγεῖ , καὶ βοῶντι συμβοᾷ . Ὦ ποῦς , ἀφήσω σε ; ὁ
5672073 αἰτιωμενου
ταῦτα οὖν ἰδὼν ὁ ταῦρος ἐξῆλθεν . τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν μαθεῖν θέλοντος ἔφη ὁ ταῦρος
τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου αὐτὸν ὡς ἀχάριστον , εἴγε πολλὰ ὠφελούμενος παρ '
5670200 λακκου
δὲ ἀθροίσωσι συχνήν , οὕτω ἐς τοὺς ἀμφορέας ἐκ τοῦ λάκκου καταχέουσι . Ὅ τι δ ' ἂν ἐσπέσῃ ἐς
μηδ ' ἂν ἀξιῶσαι προσιδεῖν ; οὐκ ἂν οὖν ἐκ λάκκου πίοι , ᾧ δίδωσιν ὁ θεὸς τὰς ἀκράτους μεθύσματος
5659943 ἐρωσα
λυγγῶν καὶ λαγωῶν . ὀλιγοδρανέων : ὀλιγοδυναμέων . Ἱμείρουσα : ἐρῶσα . στυγέουσα : μισοῦσα . Τόσα : πολλά .
τῇ καλῇπῶς γὰρ οὐ καλὴ τοῦ γε παρὰ σοὶ κάλλους ἐρῶσα ; τούτων δὴ τῶν γενναίων ἐγγόνων οὐχ ἥττω σοι
5647346 ποικιλου
ἔκειτο δ ' ἀργὸς ὥσπερ ὗς ἀποθνῄσκων , γέροντος ἀνδρὸς ποικίλου τε τὴν γνώμην σοφίῃ διδαχθεὶς ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν
ὡς πολλῶν ὁμοῦ πάσας νοήσεις . Τοῦ γὰρ θεάματος ὄντος ποικίλου ποικίλην καὶ πολλὴν τὴν νόησιν ἅμα γίγνεσθαι καὶ πολλὰς
5642320 γελωντος
τε καὶ ἐσκίρτα . τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόρρωθεν ἑστῶτος καὶ γελῶντος λύκος παριὼν ἐθεάσατο καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη : „
, καὶ ἐκ λείποντος μόνον , ὡς ἐπὶ τοῦ μὴ γελῶντος καὶ κωλυομένου ἱερᾶσθαι . δοκεῖ δὲ καὶ τὸ κατὰ
5637634 καταβαλλων
τοῦτο ποιεῖ : καὶ ὅταν ἀνιστῆται ὑπὸ τῶν κυνῶν , καταβάλλων [ γὰρ ] καὶ παραβάλλων τὸ ἕτερον οὖς πλάγιον
ὡς ἐὰν σκληρὰν ἐάσῃς καὶ στύφουσαν , ἀπολεῖ μὲν ὁ καταβάλλων τὰ σπέρματα , φύσει δὲ ἐκείνη ἀντὶ φρονήσεως καὶ
5637589 πλοιαριου
τὴν θήραν ἐξορμῶσα καὶ ἐξ οὗπερ ἐτάχθη πολλάκις κατὰ χώραν πλοιαρίου μένειν , ἐμφύει τοὺς ὀδόντας τοῦ ἀσπαλιευτοῦ τῷ σώματι
. λέμβος καὶ λέμφος διαφέρει . λέμβος μὲν γάρ ἐστι πλοιαρίου τινὸς εἶδος , λέμφοι δὲ παρὰ Ἀττικοῖς οἱ κορυζώδεις
5626601 αἰπολου
φηγὸς εἶχεν ἀρχαίη : ἐν τῇ δ ' ἔκειτο ῥωγὰς αἰπόλου πήρη , ἄρτων ἑώλων πᾶσα καὶ κρεῶν πλήρης .
φίλε , τῷ Συβαρίτα . ἰστέον , ὅτι τοῦ μὲν αἰπόλου τὸ ὄνομά ἐστι Κομάτας , ὃς καὶ Εὐμάρα τοῦ
5620609 ἀμπελωνα
πῶς αὐτὸς ἤδη φοβερός ἐστι γινώσκω . ” Ἀνὴρ γεωργὸς ἀμπελῶνα ταφρεύων καὶ τὴν δίκελλαν ἀπολέσας ἐπεζήτει , μή τις
τῷ Συλεῖ ὡς γεωργὸς δοῦλος ἐστάλη εἰς τὸν ἀγρὸν τὸν ἀμπελῶνα ἐργάσασθαι , ἀνεσπακὼς δὲ δικέλλῃ προρρίζους τὰς ἀμπέλους ἁπάσας
5619115 νεωτατου
ἐκδικώτατοί τε γίνονται καὶ λεωργότατοι . καὶ τούτου μὲν ὡς νεωτάτου καταφρονοῦσι , τὸν δὲ πατέρα ἐκερτόμουν καὶ τὴν μητέρα
αὐτῷ πίστιν ἀψευδοῦς ὁμολογίας γενέσθαι τὴν ὡς αὐτὸν ἄφιξιν τοῦ νεωτάτου παιδός , οὗ χάριν καὶ τὸν δεύτερον κατεσχηκέναι ῥύσιόν
5618744 κλαδου
τὴν ὁμοίαν ῥάμνον κατὰ τὸ μέγεθος , τουτέστι οὕτω μικρὸν κλάδου ῥάμνον . ῥάμνος δὲ φυτὸν ἀκανθῶδες . * μηκωνίσι
εἰς πολλὰ μέρη τεμνομένου κόμης ἄκρης τοῦ βλαστοῦ , τοῦ κλάδου τῆς ἄκρης . * χυτόν : ὑγρόν , χλωρόν
5616108 τριβωνος
κινήσῃς οὐδεμίαν ἀσπίδα , ἀλλ ' ἀπὸ σκυτάλλης μόνον καὶ τρίβωνος : ἐπὶ τῶν πειθηνίων . Οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς
ἴσως μὲν ὀξύτερον ὁρῶν , ἴσως δὲ καὶ παρὰ τοῦ τρίβωνος τοῦτο λαβών , βοήσας ἀπέβη , κἀγὼ ταὐτὸ ποιῶ
5612895 διαρραγεντος
τινες οἰηθέντες ἀρραγῆ τοῦτον ἔχειν τὴν σύμπηξιν καὶ διαπερῶντες , διαρραγέντος τοῦ παγετοῦ , εἰς τὸ βάθος κατέδυσαν . ποῖος
καὶ καλῶς ποιεῖς . εἴ τις οὖν ὑπὸ τοῦ πλησίον διαρραγέντος αὐτῷ τοῦ χιτωνίσκου καὶ πληγὰς εἰληφὼς προσδράμοι τοῖς βασιλείοις
5608387 καινου
καὶ πυθόμενον τίνων αὐτῷ δεῖ , φησί , ” βιβλαρίου καινοῦ καὶ γραφείου καινοῦ καὶ πινακιδίου καινοῦ , “ τὸν
: ἐπέδειξα τοίνυν ὑμῖν ἀσεβῆ Φρύνην , κωμάσασαν ἀναιδῶς , καινοῦ θεοῦ εἰσηγήτριαν , θιάσους ἀνδρῶν ἐκθέσμους καὶ γυναικῶν συναγαγοῦσαν
5606450 πωλουσα
πωλοῦσαν . . λεκυθόπωλις λέγεται ἡ τὰ ὑέλινα ἀγγεῖα κυρίως πωλοῦσα . . τοσουτονὶ : Μέγα . . ἐνέκραγες :
, εἷς ἀπὸ ἑκάστης φυλῆς , πάντα τὰ δημόσια τέλη πωλοῦσα : ἐπώλει δὲ καὶ τὰ κτήματα τὰ δημευόμενα .

Back