σκιάν τε γὰρ ἀποφαίνει καὶ βλέμμα γινώσκει ἄλλο μὲν τοῦ μεμηνότος , ἄλλο δὲ τοῦ ἀλγοῦντος ἢ χαίροντος . καὶ
Ἀσκληπιάδης ὁ ἰατρός . ἔφησε γάρ σε ποιῆσαι ταῦτα ἃ μεμηνότος ἦν , καὶ εἰπὼν ἔπεισεν οὓς ἔπεισε , καὶ
7141226 μαινομενου
πλησίον ὥσπερ ὁ κλέπτης , ἀλλὰ τέλος ἔχει τὴν τοῦ μαινομένου σωτηρίαν . πᾶσα δὲ πρᾶξις ἀπὸ τοῦ τέλους τὸ
δόξω εἶναι , ἐπειδὴ τὸ τὴν ἀλήθειαν λέγειν οὐκ ἔστι μαινομένου . τοσοῦτον οὖν , φησὶν , ἔξω γενήσομαι μανίας
7136985 ἀφροντιστου
πάνυ ἐπιεικῶν . Πρὸς σῆμα μητρυιᾶς κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν
Παιᾶσιν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου καὶ φιληδονοῦντος . Εὐχερὴς γὰρ ὁ πρὸς τὴν Δῆλον
7123741 εὐτυχουντος
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος .
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . .
7072953 παιδαγωγου
τὸ κεκολάσθαι καὶ τὸν μὲν παῖδα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν , τὸν δὲ ἄνδρα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ
ἰδοὺ ἥκω σοι ” , ἔφη „ βασιλεῦ , ῥήτωρ παιδαγωγοῦ δεόμενος , ῥήτωρ ἡλικίαν περιμένων „ καὶ πλείω ἕτερα
7052792 θρασυστομοισιν
γενναῖος . . εὐσεβής ] γρ . εὐγενής . . θρασυστόμοισιν ] ὑβρισταῖς . βίᾳ φρενῶν ] ἤγουν ἄκων .
θρασυστόμοισιν ] ἀναισχύντοις , στωμύλοις . θρασυστόμοισιν ] στωμύλοις . θρασυστόμοισιν ] ἀλαζονικοῖς . θρασυστόμοισιν ] ἀλαζόσι . θρασυστόμοισιν ]
6997213 Ἀντιασας
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα .
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ :
6996354 βραδυνοντος
. ὡς δέδοικά γεὃ φρονῶ γὰρ εἰρήσεταιμὴ μέλλοντός σου καὶ βραδύνοντος τὰ γένεια ἐπέλθῃ καὶ τὴν τοῦ προσώπου συσκιάσῃ χάριν
Ἀγριππεῖον , προιούσης δὲ ἤδη τῆς ἡμέρας καὶ τοῦ Ἡρώδου βραδύνοντος ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεως καὶ τέχνην
6977007 πυθομην
αἶθοψ , μούνοισι ξανθοῖς φοινισσόμενος στομάτεσσιν . ἔδρακον , οὐ πυθόμην , κεῖνόν ποτε θῆρα δαφοινόν , κοιρανικοῖς τ '
κεῖνος ἔβη κοίλην ἐπὶ νῆα μέλαιναν . εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα , τῶ κε μάλ ' ἤ
6970217 ἀποστραφεις
ῥυποῦντος καὶ κομῶντος καὶ ὠχρῶντος διὰ τὴν πολυχρόνιον συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἔκλαυσεν . καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς
, καὶ χεὶρ πρὸς ὑποχόνδρια ὡς ὀδυνωμένῳ : ὁτὲ δὲ ἀποστραφεὶς , ἔκειτο ἡσυχίην ἄγων . Ἀπύρετος δὲ διατελέως ,
6954172 ἐδολοφονησεν
ἀπέκτεινεν ἀπέκτονεν , ἀπέσφαξεν , ἀπεχρήσατο διεχρήσατο , καθεῖλεν , ἐδολοφόνησεν , ἀνελών , ἀποσφάξας , ἀποκτείνας , ἀποχρησάμενος διαχρησάμενος
διὰ τῶν ἑαυτοῦ στρατιωτῶν φρουροῦντα , κρίνας αὐτὸν ἀλλότρια φρονεῖν ἐδολοφόνησεν . ἐστράτευσε δὲ καὶ εἰς Μακεδονίαν καὶ πολλοὺς ἔσχε
6941021 θρηνουντος
οὐδαμῶς τε ἀδυνάτου καρτερεῖν , πολλὰ ὅμως ἀνάξια λέγοντος καὶ θρηνοῦντος ἑκάστοτε παρὰ τῇ θαλάττῃ διὰ πόθον τῆς πατρίδος :
πένθους ἐμοῦ , τοῦτο μὲν τὸν βασιλέα μετὰ τῶν ἄλλων θρηνοῦντος , τοῦτο δὲ τὸν ἑταῖρόν τε καὶ φίλον .
6933539 ἀσωτου
ἁπλοῦ παράδειγμα , λέγοντες μόνον τὸ πρόσωπον κρίνεσθαι ἐνταῦθα : ἀσώτου πατὴρ ἀφανὴς γέγονε , καὶ φεύγει φόνου . πρῶτον
ἔστιν ἁπλοῦς ἀτελὴς ἐκ μόνων προσώπων , ὅτε περὶ τοῦ ἀσώτου διελέγετο : δεικνὺς δὲ πάλιν , ὡς οὐκ ἔστι
6867294 αὐθεντης
οἷον , ὀξύντης : ἀγύρτης : ἐγέρτης : ὀρίντης : αὐθέντης : Λαέρτης : ποικιλτής : βιβύρτης . Τὰ εἰς
τί γὰρ ] τί προστέταχθε ποιεῖν περὶ ἀνδροφόνου γυναικός ; αὐθέντης ] ὁ τοῦ Ἀγαμέμνονος φόνος οὐκ ἦν αὐθέντης ,
6859631 χαιρησεις
. Ἔτι γὰρ μένεις ; Ἄπειμι : σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος . Τίς οὗτός ἐστιν
ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει , κἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων . Οὐ χαιρήσεις , ἀλλά σε κλέπτονθ ' αἱρήσω ' γὼ τρεῖς
6859420 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
6854823 κακιζοντος
. καὶ τὴν φύσιν κατ ' ἄμφω τιμῶντός τε καὶ κακίζοντος οἱ θηρῶντες προσῄεσαν . ὁ δὲ τοῖς μὲν κατηγορουμένοις
ὡς ἄν τις πιστεύσειεν ἀποφαίνω . ” δοκεῖ σοι ταῦτα κακίζοντος ἐκεῖνον εἶναι , ἤ τινος αὐθαδείας ἢ προπετείας μετασχεῖν
6848677 ἐξεσωσεν
μετὰ αὐξήσεως . Εὐριπίδης , ἀλλ ' ἥδε μ ' ἐξέσωσεν , ἥδε μοι τροφός , [ ἡ ] μήτηρ
θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου , ἀνθ ' ὧν αὐτὸς ἐξέσωσεν ἐκ δράκοντος ἐκεῖνον . . . . . .
6818561 φλυαρεις
τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ , συλλεξάμενον δ ' αὐτόν . φλυαρεῖς , Γοργία . οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου
δεῖνα , Μοσχίων : ἐγὼ τότε μικρὸν ἔτι μεῖνον . φλυαρεῖς πρός με . μὰ τὸν Ἀσκληπιόν , οὐκ ἔγωγ
6804593 λαιμαργου
ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη κυνώδης ὄρεξις . βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ
δ ' ὠὰ οὐχ ὅμοια . λάβροιο : ὁρμητικοῦ , λαιμάργου , ἰσχυροῦ . αἰετοῦ : εἶδος ἰχθύος : ἀετὸς
6801420 κλωψ
Λέων ἀγρεύσας μῦν ἔμελλε δειπνήσειν : ὁ δ ' οἰκότριψ κλὼψ ἐγγὺς ὢν μόρου τλήμων : τοιοῖσδε μύθοις ἱκέτευε τονθρύζων
δρυῶν : θὼψ ὁ πλάνος : κνὼψ εἶδος θηρίου : κλὼψ ὁ κλέπτης : σκὼψ ὁ σκώπτης : Ἀριστοτέλης δὲ
6800582 ὑπηνητην
. Παρμένων : παῖδ ' οὔτε γένυσιν πυρρὸν οὐθ ' ὑπηνήτην . θέρεος μέσῳ ἤματι : μεσούσης ἡμέρας ἢ ἐν
, παῖδα δὲ εἰς ἀεὶ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἑρμῆν ὑπηνήτην καὶ τὸν Ποσειδῶνα κυανοχαίτην καὶ γλαυκῶπιν τὴν Ἀθηνᾶν .
6792724 φρυαττομενον
Δημάδης δὲ ὁ ῥήτωρ ἐξ αὐλητρίδος ἐπαιδοποιήσατο Δημέαν , ὃν φρυαττόμενον ἐπὶ τοῦ βήματος ἐπεστόμισεν Ὑπερίδης εἰπών : οὐ σιωπήσῃ
χρυσῶν κυλίκων ἄφθονον πλῆθος κατασκευάζεσθαι , εἰ μὴ διὰ τὸν φρυαττόμενον μεγάλα τῦφον καὶ τὴν ἐπ ' αἰώρας φορουμένην κενὴν
6789250 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
6775730 θησσαν
Ὦ δώματ ' Ἀδμήτει ' , ἐν οἷς ἔτλην ἐγὼ θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι θεός περ ὤν . Ζεὺς γὰρ κατακτὰς
ἣν χαλκομίτρου . . . λέγουσι γενέσθαι θυγατέρα ἥντινα Κλήτην θῆσσαν ἤτοι δούλην τῆς Πενθεσιλείας λέγει . ἥντινα Κλήτην τὴν
6765612 ἠιτησατο
ἀναστένουσα καὶ τὸν Ἕκτορος τύμβον προσεννέπουσα . καί σφ ' ἠιτήσατο θάψαι νεκρὸν τόνδ ' , ὃς πεσὼν ἐκ τειχέων
γεραιά , κατθανεῖν Ἀχιλλέως φάντασμ ' Ἀχαιοὺς ἀλλὰ τήνδ ' ἠιτήσατο . ὑμεῖς δέ μ ' ἀλλὰ θυγατρὶ συμφονεύσατε ,
6759402 ἑηος
. . . . οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο
σὸν κατὰ θυμόν : οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο
6758397 ΘΒΛ
ὅλη μοιρῶν Ϙ # : ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΘΒΛ γωνία . ὥστε ἐπεί , οἵων ἐστὶν ἡ μὲν
τὸ ἄρα πρίσμα τὸ περιεχόμενον ὑπὸ δύο μὲν τριγώνων τῶν ΘΒΛ , ΕΖΗ , τριῶν δὲ παραλληλογράμμων τοῦ ΕΒΖΘ καὶ
6757637 παισαι
: νῦν δέ , μοι δοκεῖ , δεῖν ᾠηθήτην πρότερον παῖσαι πρὸς σέ . ταῦτα μὲν οὖν , ὦ Εὐθύδημέ
καὶ ἀίξαντος , ὡς εἶχε συγχύσεως καὶ θυμοῦ , ξιφήρους παῖσαι τὸν τοῦ πατρὸς καταδικαστήν , ὡσανεὶ φονέα , Ἄγχιτον
6750579 θυμωθεις
αὐτῶν . κέρατα δὲ τὰ ἑαυτοῦ ὁ κάραβος ἀνεγείρας καὶ θυμωθεὶς ἐς αὐτά , προκαλεῖται μύραιναν . οὐκοῦν ἣ μὲν
ἐκ τῶν ἴσων ἐκλέξασθαι τούτους προὐτρέπετο . καὶ ὁ λέων θυμωθεὶς τὸν ὄνον κατέφαγεν . εἶτα τῇ ἀλώπεκι μερίζειν ἐκέλευσεν
6750572 γεγεννηκοτος
Ἡρακλῆς ἐγέννησεν ὑπερμέγεθες ᾠόν , ὃ συμπληρούμενον ὑπὸ βίας τοῦ γεγεννηκότος ἐκ παρατριβῆς εἰς δύο ἐρράγη . τὸ μὲν οὖν
Τριῶν ἔοικα πατέρων παῖδα τὸν Γάϊον δεδέχθαι , τοῦ τε γεγεννηκότος καὶ σοῦ τοῦ θείου τε καὶ ὁμωνύμου καὶ ἔτι
6740152 Ματων
νόμῳ κατακλῇσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ Διογείτων νὴ Δία ἅπαντας
νόμῳ κατακλεῖσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ δὴ Διογείτων νὴ Δία
6733462 προστροπαιος
τραγικοὶ καὶ Ἀριστοφάνης : τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . προστρόπαιος : ὁ ἱκέτης , ὁ πρός τινα δεητικῶς τρεπόμενος
ἱκέτης ἔφαψαι πατρὸς ὅς ς ' ἐγείνατο . Θάκει δὲ προστρόπαιος ἐν χεροῖν ἔχων κόμας ἐμὰς καὶ τῆσδε καὶ σαυτοῦ
6731543 ὑπερφρονα
τῶι τέλει παράγραφος . μεγαλόμητις ] μεγαλόβουλος . περίφρονα ] ὑπέρφρονα . ἔλακες ] εἶπες . Μαίνεταί σου ἡ φρὴν
. τοῖς Σούσοις . νέα ] † ἤγουν μωρὰ καὶ ὑπέρφρονα . μνημονεύει ] † Ἀττικῶς τὸ μνημονεύω αἰτιατικῶς ὡς
6731337 μαστιγουμενος
δοῦλος αὐτομολεῖν παρεσκευασμένος , ἐπὶ τοῦ τροχοῦ γ ' ἕλκοιτο μαστιγούμενος . Ἡμῖν δ ' ἀγαθὰ γένοιτ ' . Ἰὴ
χρήσιμος ἡ φωνή . Σοφοκλῆς ὥσπερ ἀμπρευτὴς ὄνος . ἀεὶ μαστιγούμενος . . , . ἀμπρεύοντι : Εὐριπίδης Πρωτεσιλάῳ ἕπου
6730897 φιλιωσεις
ἥσυχος . θηρία δὲ πάντα ὑποτάξεις καὶ ἐχθροὺς κατὰ σοῦ φιλιώσεις . ἐὰν δὲ καὶ λύκου τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν ἐμβάλλῃς
] φιλίαι . καταλλαγαὶ ] φιλιώσεις . καταλλαγαὶ ] αἱ φιλιώσεις τοῦ Οἰδίποδος καὶ τῆς Ἰοκάστης . τὰ δ '
6722975 παραφρονω
. παραφρονῶ ] μαίνομαι . παραφρονῶ ] παράνους γίνομαι . παραφρονῶ ] τῶν φρενῶν ἐξίσταμαι : εἰπὼν γὰρ ταῦτα εἰς
φησιν αὐτὸν εἰπεῖν , Εἰ μὲν εἰμὶ Σοφοκλῆς , οὐ παραφρονῶ : εἰ δὲ παραφρονῶ , οὐκ εἰμὶ Σοφοκλῆς ,
6718479 προὐκαλεσατο
τοίνυν ταῦτα , φυγὼν δ ' ἃ τὸ πρῶτον αὐτὸς προὐκαλέσατο , ἔγωγ ' , ὅ τι ποτ ' ἐρεῖ
λαχὼν δὲ παρὰ μὲν τοῦ διαιτητοῦ ἀνείλετο τὸ γραμματεῖον , προὐκαλέσατο δ ' αὐτὸν ἐπιτρέψαι Λυσιθείδῃ , αὑτοῦ μὲν καὶ
6718035 Ἀλλου
, ὥστε μὴ δύνασθαι κατιεμένην καταπειρητηρίην ἐς βυσσὸν ἰέναι . Ἄλλου δὲ οὐδενὸς οὐδὲν ἐδυνάμην πυθέσθαι , ἀλλὰ τοσόνδε μὲν
δῆλον ὅτι ὁμολογήσουσιν , ὡς περὶ τὸ ἡγεμονοῦν γίγνεται . Ἄλλου δὴ ὄντος τοῦ πονοῦντος μέρους τοῦ πνεύματος τὸ ἡγεμονοῦν
6705552 ἀναδυναι
γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι , ἀντιλογίσασθαι , ἐπανορθώσασθαι , ἀναδῦναι , ἀναχωρῆσαι , μεταβουλεύσασθαι , μεταδοξάσαι , ἀναψηφίσασθαι ,
ἡ κρίσις ; Οὐκ οἶδα : πλὴν οὐχ οἷόν τε ἀναδῦναι πρὸς τοῦ Διὸς κεκελευσμένον . Ἓν τοῦτο , ὦ
6704520 ἀστρεπτον
. Ὅσσους : πόσους . ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν
στρεπτοὶ δέ τε καὶ θεοὶ αὐτοί ; ἢ τουναντίον , ἄστρεπτον τὸ θεῖον καὶ ἀτενὲς καὶ ἀπαραίτητον ; μετατίθεσθαι γὰρ
6700036 ἐξηρτημενος
, τὰ δέ γε τῆς στολῆς λευκὸν χιτῶνα ἔζωσται λεοντῆν ἐξηρτημένος καὶ κρηπῖδα ἐνῆπται , ἀκοντίῳ τε ἐπερείσας ἑαυτὸν ἕστηκε
] τῶν ἀδελφῶν . οὑφ ' ἡμῖν ] ἐξημμένος , ἐξηρτημένος καὶ ἐνιστάμενος . ἰὼ ἰὼ ] φεῦ . κακὰ
6698124 κατακτειναι
ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ , ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα ἄνδρα κατακτεῖναι : τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν , ὡς δή
. Τὰς φώκας δὲ οὐδὲ ἀγκίστρῳ ἑλεῖν οὔτε τριόδοντι ῥᾴδιον κατακτεῖναι : ἰσχυρόταται γὰρ αὐταῖς αἱ δοραὶ καὶ οὐκ ἂν
6696027 ἁμαρτανοντος
' ἄλλου ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς
πλείονος ποιήσεται τῆς ἔχθρας , κἂν φιλῇ ὅμως οὐκ ἀφέξεται ἁμαρτάνοντος . Ἓν γάρ , ὡς ἔφην , τοῦτο ἴδιον
6693529 θανατωσαι
. οἷς γὰρ οὐ πρόσεστι μεγαλόψυχον ἦθος , ὡς παίδων θανατῶσαι πατρίδα , ἐκεῖνοι τὸν τοῦτο διαπραξάμενον ἐκ τῆς αὑτῶν
αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ , ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου λήψῃ αὐτὸν θανατῶσαι ” : καίτοι ἐπιτίθεται μόνον , οὐκ ἀνῄρηκεν ,
6690127 Ἡροδικου
ἦν ἐπὶ τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων , ἀλλ ' ἤρξατο ἀπὸ Ἡροδίκου τοῖς Ἕλλησιν . ἄτοπα . ἄτοπα νῦν ἃ μὴ
καὶ τὴν σχολὴν διεδέξατο : ἀδελφὸς δὲ ἦν τοῦ ἰατροῦ Ἡροδίκου [ ] . Πορφύριος δὲ αὐτὸν ἐπὶ τῆς π
6684796 κατακειμαι
τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν
ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ
6680391 ἐκφευγω
. Φυλάττω ἐνεργητικῶς τὸ διατηρῶ . φυλάττομαι δὲ παθητικῶς τὸ ἐκφεύγω , οἷον , φυλάττομαι τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους . Σκοπῶ
ἁμαρτάνω . Τὸ δὲ ἀλείτω γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀλεύω τὸ ἐκφεύγω , ἵν ' ᾖ ἀλεύτω καὶ ἀλείτω . Ἡ
6679310 ἐφηκας
ὁ Κάδμος τὴν οἰκίαν καταλιπὼν ἦλθεν ἐνταῦθα , δυστυχῆ ἀκτῖνα ἐφῆκας , ἀνέτειλας : ἐπέβαλες ἀνέτειλας . ἐμφαντικὸν δὲ πάνυ
, ὡς δυστυχῆ Θήβαισι τῆι τόθ ' ἡμέραι ἀκτῖν ' ἐφῆκας , Κάδμος ἡνίκ ' ἦλθε γῆν τήνδ ' ,
6678648 διαμελλησας
τῆς ἔξω στρατιᾶς ἄρχειν . Καὶ ὁ Μάρκιος οὐθὲν ἔτι διαμελλήσας ἧκεν ἄγων τὴν δύναμιν ἐπὶ Κιρκαίαν πόλιν , ἐν
τῆς ἀληθείας ταλαίπωρον . Μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον οὐδὲν ἔτι διαμελλήσας ὁ Ταρκύνιος ἐπάγεται γυναῖκα τὴν Τυλλίαν οὔτε τοῦ πατρὸς
6669853 Εὐτραπελος
ἔλεγεν : Ἐκεῖ ὄρυττε καὶ μὴ παρὰ τὰ ἐμά . Εὐτράπελος χοῖρον κλέψας ἔφευγεν . ἐπεὶ δὲ κατελαμβάνετο , θεὶς
ἐνέπω . ἔπω δὲ ἔπος , ὡς τεύχω τεῦχος . Εὐτράπελος . παρὰ τὸ τρέπω ῥῆμα , οὗ βʹ ἀόριστος
6668444 ἐνεδιδου
καὶ αὐτῆς εἰς ἐπιθυμίαν ἐλθόντα συνεῖναι . ὡς δὲ ἤδη ἐνεδίδου τὸ σῶμα διὰ μῆκος χρόνου , χῶσαι αὐτῇ μέγαν
τὸ ἆσθμα νόσον . Ὡς δὲ ἐπιμείναντός μου αὐτόθι οὐκ ἐνεδίδου ἡ νόσος , διέπλευσα εἰς Ῥόδον , καὶ ἐδέξατο
6660374 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
6657964 ὑποβλεψας
αὐτῷ καὶ ὑπὸ τῆς ὀργῆς φρίξας τὴν χαίτην , καὶ ὑποβλέψας δεινόν , ὥσπερ ἀστραπή , μόλις δὲ ἀπεχόμενος τοῦ
αὐτῷ ἢ ἐκείνῳ προσόντα : ὁ δ ' ᾤχετό με ὑποβλέψας . καὶ ὡς περὶ Κρατύλου Αἰσχίνης , ὅτι διασίζων
6655472 παραιτησεις
καὶ γὰρ τούτων ἕκαστον ἢ συστέλλει πως , ὡς αἱ παραιτήσεις , ἢ ἀνίησιν , ὡς αἱ συγ - χωρήσεις
τὸ ἦθος καὶ ἡ ἀπαγγελία ἐνταῦθα ἐπιμελεστέρα . καὶ αἱ παραιτήσεις χρήσιμοι γίνονται . ἐνίοτε δὲ οὐδὲ διηγητέον ἐν τοῖς
6654957 κυψελην
Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ ἑξμέδιμνον κυψέλην : κυψέλη ἐστὶν εἶδος δεκτικὸν
ἢ ἵνα φαίνηται ἀγανακτῶν ἐν λόγοις . Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ
6654565 Υἱῳ
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε
6643291 πολυχειρ
διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ
νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς .
6640597 ὀμνυντος
ἐθαύμασα μὲν εἰ τοσοῦτον παρὰ σοὶ δυνήσομαι : τοῦ δὲ ὀμνύντος ὡς πάνυ δυνήσομαι , καὶ διεξιόντος , ὅθεν ὀμνύοι
διδάσκειν , καταγελᾷ δὲ αὐτοῦ ὡς μὴ δεόντως τὸν Δία ὀμνύντος μηδὲ δέον νομίζεσθαι . ὄντα τηλικουτονί : ἀντὶ τοῦ
6638240 σαντος
ζῶντός τε Μαρκίου πάντων ἐγένετο Ῥωμαίων ἐπιφανέστατος καὶ τελευτή - σαντος ἐκείνου τῆς βασιλείας ὑπὸ πάντων ἄξιος ἐκρίθη . ἐπειδὴ
Σπαραμείζου θεάσασθαι Σαρδανάπαλλον καὶ μόλις αὐτῶι ἐπετράπη ἐκείνου ἐθελή - σαντος , ὡς εἰσελθὼν εἶδεν αὐτὸν ὁ Μῆδος ἐψιμυθιωμένον καὶ
6628076 ἠισθομην
. ἀπωλόμεσθα πάντες , οὐ κείνη μόνη . ἀλλ ' ἠισθόμην μὲν ὄμμ ' ἰδὼν δακρυρροοῦν κουράν τε καὶ πρόσωπον
ἴσως ἀνθρώπινον . ἔκρυπτε τοῦτ ' , ἠισχύνετ ' : ἠισθόμην ἐγὼ ἄκοντος αὐτοῦ διελογιζόμην θ ' ὅτι ἂν μὴ
6622769 ἱπποβαμονα
ἑξῆς , φωτὸς ἀμυνομένου , τουτέστι τοῦ Εὐριπίδου ἀμυνομένου τὰ ἱπποβάμονα ῥήματα τοῦ φρενοτέκτονος ἀνδρός : τουτέστι τοῦ Αἰσχύλου .
σκινδαλάμων τε παραξόνια σμιλευματοεργοῦ φωτὸς ἀμυνομένου φρενοτέκτονος ἀνδρὸς ῥήμαθ ' ἱπποβάμονα . Φρίξας δ ' αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν ,
6617410 ἀρνουμενου
[ ] καὶ ἐκωμώιδησεν αὐτὸ ἐπὶ τοῦ ἀπαιτουμένου συμβολὰς καὶ ἀρνουμένου τοῦ αὐτοῦ εἶναι διὰ τὸ τὰ μὲν προσγεγενῆσθαι ,
ὁ Διονύσιος ἐμήνυσεν αὐτῷ τὸ γεγονός : τοῦ δ ' ἀρνουμένου καὶ ἀπιστοῦντος ἐπέστειλεν ἰδεῖν τὴν παραστιχίδα : καὶ εἶχε
6616501 ὑβριζομενος
ἔλεγεν , οὐδενὸς ἀκούοντος ἑτέρου , φυγεῖν μὲν ἐς Πομπήιον ὑβριζόμενος ὑπὸ τοῦ τότε ναυάρχου Καλουισίου , τὴν δὲ ναυαρχίαν
τις ὑπὸ τῶν νόμων ὁλοσχερεῖ ἀτιμίᾳ , ἀτιμάζεται δὲ ὁ ὑβριζόμενος ἔν τινι πράγματι . ἄττα ψιλούμενον καὶ δασυνόμενον διαφέρει
6615201 ὑπελθων
καὶ ἐμπίπτοντα ἐς τὸν βόθρον , ἀλλ ' ἢ πέτραν ὑπελθὼν πολυσκεπῆ ἢ ἐν ἄμμῳ βαθείᾳ ἑαυτὸν ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει
καὶ τὸ σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ
6612577 παιδολετωρ
Ἐρινὺν Ἔριν εἶπεν . ὑποκοριστικῶς Ἔριν εἶπε τὴν Ἐρινύν . παιδολέτωρ δ ' ἔρις : ὑποκοριστικῶς τὴν Ἐριννὺν Ἔριν εἶπεν
φρένας : οὐ γὰρ ἂν ἠράσατο τοῖς παισίν . θ παιδολέτωρ δ ' Ἔρις : ταῦτα παρορμᾷ : δῆλον δὲ
6610044 πεπεικας
[ ! ! ! ! ! ! ! ] ς πέπεικας ἐλθεῖν πρός μ ' ; ἐγὼ δ ' εἴρηκά
καὶ οἰκειότερον ἔχων ἢ σὺ σαυτῷ ; πῶς οὖν οὔπω πέπεικας σαυτὸν μαθεῖν ; νῦν οὐχὶ ἄνω κάτω ; τοῦτ
6604331 ὠδυρετο
πρὸς αὐτόν : ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι τῆς κατειληφυίας αὐτὸν ὠδύρετο τύχας , ὡς ἐκ μεγάλης ἐκπεσὼν εὐδαιμονίας ἐν ἡμέρᾳ
; καὶ πῶς ἂν ἔτι ἦν Σωκράτης , εἰ ταῦτα ὠδύρετο ; πῶς ἂν ἔτι ἐν τῇ φυλακῇ παιᾶνας ἔγραφεν
6602678 Σωκλης
ἄλλῳ : ἐξ ἠοῦς εἰς νύκτα καὶ ἐκ νυκτὸς πάλι Σωκλῆς εἰς ἠοῦν πίνει τετραχόοισι κάδοις , εἶτ ' ἐξαίφνης
τὸν Σωκλείδην τὸν ἑαυτοῦ πατέρα . ὁ δὲ Δίδυμος , Σωκλῆς ἐστι τὸ ὄνομα , φησί : παρήγαγε δὲ αὐτὸ
6601722 Κοιρανου
πίθῳ μέλιτος ἀποθανόντος ὁ Μίνως ἐν τῷ τύμβῳ κατώρυξε τὸν Κοιράνου Πολύιδον , ὃς ἰδὼν δράκοντα ἑτέρῳ δράκοντι τεθνεῶτι πόαν
συμβεβηκότων , εἰς τὴν ὕλην ἔδραμε , συνεπισπωμένη μάντιν τὸν Κοιράνου Πολύιδον : παρ ' οὗ πᾶσαν πολυπραγμονήσασα τὴν ἀλήθειαν
6601108 συμπλουν
ἐγχειρίσασθαι , εἰ ὀμόσει αὐτὴν ἕξειν γυναῖκα καὶ εἰς Ἑλλάδα σύμπλουν ἀγάγηται . Ὀμόσαντος δὲ Ἰάσονος , νυκτὸς ἐπὶ τὸ
Πείσανδρος . φησὶ δὲ ὑπερηφάνως , ὡς οὐ φέρεις με σύμπλουν , ἀλλὰ βοηθόν . χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον ,
6600149 κοσμιου
αὐτοὺς διώκειν μηδὲ παντοδαπὰς βάσεις , ἀλλὰ βίου ῥυθμοὺς ἰδεῖν κοσμίου τε καὶ ἀνδρείου τίνες εἰσίν : οὓς ἰδόντα τὸν
, καὶ δίψα δὲ ἡ τοιαύτη , πονηρόν . Ἐκ κοσμίου θρασεῖα ἀπόκρισις , κακόν . Φωνὴ ὀξείη , ὑποχόνδρια
6598247 ἀντερων
μετὰ ὑγιοῦς φρονήσεως ἦν ἂν ἡ κρίσις ἡ ὑμετέρα . ἀντερῶν : τῷ Κλέωνι δηλονότι . ἀλλὰ περὶ τῆς ἡμετέρας
, ἐπιθυμία , ἴυγξ , ἀντέρως , ἀφ ' οὗ ἀντερῶν καὶ ἀντεραστής , παρὰ δ ' Εὐπόλιδι καὶ ἀντερώμενος
6593048 ἐκφανῃς
οὐκ ἀνεξ ! ! ! [ ὀργῆς ἕκατι κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . φιλῶ τὰ γράμματα μισ [ χάρις ἐπὶ
αὐτὸν ἐχθρὸν γενόμενον . } Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . † ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν πάλιν γενέσθαι φίλον
6591924 Οὐδενος
τίνος ἔτι ἐνδεῖ πρὸς τὴν ὅλην τῆς εὐδαιμονίας συγκληρίαν ; Οὐδενὸς ἄλλου πάντως ἢ τοῦ γῆμαί τε εὐτυχῶς καὶ πατράσι
ἀπέπεμπεν ἐς Ῥώμην καὶ συνέπεμπεν ἄλλο παρ ' ἑαυτοῦ . Οὐδενὸς δὲ δεινοῦ περὶ Συρίαν φανέντος τάδε μὲν ἐχείμαζεν ἐν
6584862 χρυσομαλλου
ὅτι ὑπὸ τοῦ Φρίξου φησὶν ἀνατεθῆναι τῷ Ἄρει τὸ τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ δέρος . κεῖτο γὰρ λόχμᾳ : τῷ δασεῖ
θεῶν πρόνοιαν ἐκ τῆς Εὐρώπης εἰς τὴν Ἀσίαν ἐπὶ κριοῦ χρυσομάλλου , τὴν μὲν παρθένον ἀποπεσεῖν εἰς τὴν θάλατταν ,
6583565 μελαμπυγου
μήτηρ αὐτοῖς παρῄνει μηδὲν ἄδικον ποιεῖν , ἵνα μή τινος μελαμπύγου τυχόντες δίκην δώσουσιν . Ἐφίσταται οὖν αὐτοῖς Ἡρακλῆς ,
δὲ θηρίων ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει . μή τευ μελαμπύγου τύχηις . προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . πυρὸς
6583245 ἐγχειριζει
τοῦ Πορφυρογεννήτου καὶ φθάνοντι μέχρι τῆς ὀνομαζομένης Πύλης τῆς Χαρισοῦς ἐγχειρίζει δοὺς αὐτῷ καί τινας τῶν μηχανῶν καὶ μηχανοποιοὺς παίειν
δ ' ἀπ ' αὐτῶν τῶν συμβαινόντων ἐναργῆ τὴν κατάληψιν ἐγχειρίζει . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ καθ ' ὅσον ἂν
6582594 πειραζων
ὁ δὲ δεσπότης αὐτοῦ δυσχεράνας κατέκλεισεν αὐτὸν εἰς λάρνακα ξυλίνην πειράζων εἰ σώζουσιν αὐτὸν αἱ Μοῦσαι . δύο δὲ μηνῶν
ἀλκή καὶ μένος ἠύτε θηρὸς ἀέξετο : πῆλε δὲ χεῖρας πειράζων εἴθ ' ὡς πρὶν ἐυτρόχαλοι φορέονται μηδ ' ἄμυδις
6579842 δεργμα
γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ '
. . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων
6578209 ἐκπεπληρωκε
καὶ περὶ τοῦ διαλεκτικοῦ συλλογισμοῦ καὶ τὸν οἰκεῖον ἤδη σκοπὸν ἐκπεπλήρωκε . νῦν οὖν ἰδίᾳ μέλλει διαλαβεῖν καὶ διδάξαι περὶ
καθ ' ἕκαστον δὲ διακόσμασις τὸ ὅλον καὶ τὸ πᾶν ἐκπεπλήρωκε . τούτῳ δὲ τὰ ζῷα ἀκολουθεῖ διὰ τὸ τᾷ
6574766 Ἀρχαγαθος
πάντα Ἡρακλέους ζηλωταί . τραγικὸν γὰρ ἡ φακῆ ἐστιν , Ἀρχάγαθος ἔφη , ἧς καὶ ῥοφεῖν Ὀρέστην τῆς νόσου πεπαυμένον
καὶ ναυτικὰς δυνάμεις . δι ' ἃς αἰτίας ὁ μὲν Ἀρχάγαθος ὁρῶν τὴν βασιλείαν εἰς ἕτερον καταντῶσαν , ἀμφοτέροις ἐπιβουλεῦσαι
6573834 ἡλικιωτην
Ἑρμόλαον ἀλγήσαντα τῇ ὕβρει φράσαι πρὸς Σώστρατον τὸν Ἀμύντου , ἡλικιώτην τε ἑαυτοῦ καὶ ἐραστὴν ὄντα , ὅτι οὐ βιωτόν
Τυχιάδη , καὶ τὸν Πέλλιχον σκῶπτε κἀμὲ ὥσπερ τοῦ Μίνωος ἡλικιώτην παραπαίειν ἤδη δόκει . ” “ Ἀλλ ' ,
6572101 Τιμανδρην
δὲ μητέρα [ ἣν ὑπερήνορα ] νηλέι [ χαλκῶι . Τιμάνδρην δ ' Ἔχεμος ⌊ θαλερὴν ⌋ ποιήσατ ' ἄκοιτιν
εἰς Πελοπόννησον κατιόντα . ἐγάμησε δὲ τὴν Τιμάνδραν : Ἡσίοδος Τιμάνδρην , φησὶν , Ἔχεμος θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν .
6571686 προσεκυνησε
ἔκλαυσεν ὑφ ' ἡδονῆς Διονύσιος ἰδὼν καὶ ἡσυχῆ τὴν Νέμεσιν προσεκύνησε . μόνην δὲ Πλαγγόνα προσμεῖναι κελεύσασα τοὺς λοιποὺς προέπεμψεν
, γράμματα παρὰ βασιλέως δεξάμενος οὐκ ἐῶντος πολιορκεῖν , ἀναγνοὺς προσεκύνησε τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔθυσεν εὐαγγέλια ὡς μεγάλα δὴ ἀγαθὰ
6571241 ἀντιδουσα
ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων ἀναιρεθεῖσα . ἀντιδοῦσα τὸν ἑαυτῆς θάνατον ὑπὲρ τοῦ φόνου τοῦ Ἀγαμέμνονος :
ὡς καὶ τὸ πένθος αἰώνιον ἔχω : σὺ δ ' ἀντιδοῦσα : δοῦσα ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ψυχῆς τὴν σὴν ψυχήν
6567772 Ἀπιωμεν
τοὺς βαρβάρους Σόφακας λέγεσθαι . . . . . : Ἀπίωμεν δὲ πάλιν ἐπὶ τὸν Πολυΐστορα . Δημήτριός φησι τὸν
γυναῖκ ' ἐμοὶ ἐκδοτέον ἐστίν . Οὐ διαλλαγῶν ἐρᾷς . Ἀπίωμεν οἴκαδ ' αὖθις . Ὀλίγον μοι μέλει . Μάγειρε
6565146 ἀποθνῃσκω
ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους
ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ ,
6561131 πιτυαν
εἰ δὲ βούλει παύσασθαι , ἀπόπλυνε τὸν δάκτυλον . Λαγωοῦ πιτύαν ἢ λέοντος στέαρ χρίε τὸ αἰδοῖον : εἶτα τρία
' ὀξυμέλιτοϲ ἢ πύρεθρον ϲὺν οἴνῳ ἢ χαμαιλέοντοϲ ῥίζαν ἢ πιτύαν ἐρίφου ἢ ἀρνὸϲ ἢ γεντιανῆϲ ῥίζαν ἢ περιϲτερεῶνα :
6561031 Χαιρεφωντος
, γλυκὺ μέν , προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . τοῦ Χαιρεφῶντος καὶ σύγγραμμα ἀναγράφει Καλλίμαχος ἐν τῷ τῶν παντοδαπῶν πίνακι
ὄντας . καὶ τὸν κομήτην τουτονί : περὶ Σωκράτους καὶ Χαιρεφῶντος ⌈ τοῦτό [ ταῦτά ] φησιν . καὶ τουτονὶ
6559009 κυνοκεφαλῳ
λέγει δὲ κυνικῷ , οἷον πονηρῷ καὶ βιαίῳ . ΓΘ κυνοκεφάλῳ ] πονηρῷ δαίμονι καὶ βιαίῳ . πῶς , φησίν
Ὦ παμπόνηρε , πῶς οὖν κυνὸς βορὰν σιτούμενος μαχεῖ σὺ κυνοκεφάλῳ ; Καὶ νὴ Δί ' ἄλλα γ ' ἐστί
6558304 ὑπερτερου
εἰκόνα φέρον τοῦ αὐτοκάλλους , παρόντος δὲ τοῦ ἀυλοτέρου καὶ ὑπερτέρου κάλλους οὐ προτιμήσει τὸ ἐν αἰσθητοῖς κάλλος τοῦ ἐν
ιδα † γυναῖκα , τοῦ πρὶν εὐτυχοῦντος ὡς τοῦ δυσμενοῦς ὑπερτέρου γεγονότος . ἐν γὰρ τῇ ἁλώσει οὐ μόνον γραῖαι
6556403 Θεσεις
Περὶ ἡδονῆς ὡς Ἀριστοτέλης αʹ , Περὶ ἡδονῆς αʹ , Θέσεις κδʹ , Περὶ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ αʹ , Περὶ
αʹ , Περὶ καλοῦ αʹ , Θέσεις ἐπιχειρηματικαὶ κεʹ , Θέσεις ἐρωτικαὶ δʹ , Θέσεις φιλικαὶ βʹ , Θέσεις περὶ
6555923 Θειοδαμαντος
καί οἱ ὕλας ] οὗτος Ἡρακλέους ἐρώμενος , υἱὸς δὲ Θειοδάμαντος τοῦ Δρύοπος . καὶ Μνασέας μὲν οὕτως : Ἑλλάνικος
Ἡρακλεῖ γέγονεν ὁ πρὸς τοὺς Δρύοπας πόλεμος . τοῦ γὰρ Θειοδάμαντος ἀνελθόντος εἰς τὴν πόλιν , καὶ εἰπόντος ὡς Πολέμιος
6555183 παροινων
καρπὸν τῆς ἀρετῆς . Ἐν μὲν τοῖς συμποσίοις ὁ μὴ παροινῶν ἡδύτερος , ἐν δὲ τοῖς ἀγαθοῖς ὁ μὴ παρανομῶν
ὧν ἔπασχεν ἠμύνετο , διδάξω . Ὁ μὲν ὑβρίζων καὶ παροινῶν πάντ ' ἔδρα καὶ οὐδὲν ἠμύνετο : ὁ δὲ
6552566 κλυεις
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη
6552290 στυρακινου
. Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ , στυρακίνου γο Ϛʹ , δαφνίνου γο Ϛʹ , τερεβινθίνης ,
μυελοῦ ἐλαφείου γο δʹ , στύρακος γο αʹ , ἐλαίου στυρακίνου γο δʹ , ἐλαίου ἰρίνου γο Ϛʹ , πεπέρεως
6551414 Βεβαιον
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ
6546143 ἐπαλλετο
. ὁσάκις γὰρ ἔβλεπεν ὁ Ἀντίοχος τὴν μητρυιὰν τυχὸν διεξερχομένην ἐπάλλετο τὴν καρδίαν μάλιστα τῷ ταύτης ἔρωτι . τέθαπται δὲ
, αἰδούμενοι , φοβούμενοι , πνευστιῶντες [ ἡδόμενοι ] : ἐπάλλετο δὲ αὐτοῖς τὰ σώματα καὶ ἐκραδαίνοντο αὐτοῖς αἱ ψυχαί
6544565 αἰτιωμενου
ταῦτα οὖν ἰδὼν ὁ ταῦρος ἐξῆλθεν . τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν μαθεῖν θέλοντος ἔφη ὁ ταῦρος
τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου αὐτὸν ὡς ἀχάριστον , εἴγε πολλὰ ὠφελούμενος παρ '
6540049 ἀκουοντος
παρακαλεῖ , ὡς τοῦ νοῦ μόνου καὶ ὁρῶντος πάντα καὶ ἀκούοντος . ἡ δὲ ἀπαλλαγὴ τῶν κακῶν , ἣν ὀλίγοι
διαδικασθῆναι τοὺς Ἀθηναίους περὶ τοῦ χωρίου πρὸς τοὺς Μυτιληναίους , ἀκούοντος τῆς δίκης Περιάνδρου , ὃν καὶ τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι

Back