καιρίῳ μένει . γλουτὸν καὶ στέρνα καὶ ὅσα περὶ τοῦ γυμνοῦ τοῦ Πέλοπος ἐλέχθη ἄν , καλύπτει ἡ γραφή :
λέγειν αὐτῇ τινα κεῖται Πάτροκλος , νέκυος δὲ δὴ ἀμφιμάχονται γυμνοῦ : ἀτὰρ τά γε τεύχε ' ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ
6259835 γενειου
δέρμα γίνεται περί τε ἐξάνθησιν καὶ ψίλωσιν τρι - χῶν γενείου καὶ κεφαλῆς : ἁρμόζει δὲ καὶ τοῖς νύκτωρ ὑπὸ
ἤγουν κεῖρε . λευκήρη ] † τὴν λευκὴν πολιὰν τοῦ γενείου . ἄπριγδ ' ] † διόλου ἀπὸ τοῦ ἀπρίξ
6027033 γεωργου
τι νομισθήτω καὶ τούτῳ τιμάσθω παλαιὰ φιλία . Ἀκούω παῖδα γεωργοῦ κομίζειν ἐπί τι τῶν ἀναγκαίων δᾷδα ἡμμένην , τούτου
ἐνθήκας ἀπολωλεκότων τῶν ποριστῶν , μηδενὸς δὲ ἐωμένου , μὴ γεωργοῦ , μὴ ναυκλήρου , μὴ ἐμπόρου , μὴ τεχνίτου
5896954 ὀφθαλμου
λοξὴν μὲν κατὰ βρέγματος , εὐθεῖαν δὲ κατὰ τοῦ ἑτέρου ὀφθαλμοῦ , σιμὴν δὲ κατὰ γενείου , ἐγκύκλιον δὲ κατὰ
τινα αἰτίαν , ἤτοι διὰ πόνον κεφαλῆς ἢ δι ' ὀφθαλμοῦ , κοιμηθῆναι ἄγει εἰς ὕπνον γεννικῶς ὡς ὑπνωτικὸν φάρμακον
5635284 νεκρου
ἢ Ἀργεῖος : δειλαία νεκροῦ μορφά : ἥτις εἰμὶ δειλαία νεκροῦ μορφὴ καὶ νεκρῶν ἄγαλμα : ἄγαλμ ' , ἢ
, κυνίδιον δὲ Μελιταῖον ἑαυτὸ ἐνέβαλε εἰς τὴν θήκην τοῦ νεκροῦ καὶ συνετάφη . πέπυσμαι δὲ καὶ Αἰθιόπων εἶναι ἔθνος
5604362 ξιφους
καὶ οὐ φρόνιμον . ὁ δὲ ὀργισθεὶς ἀνεῖλεν αὐτὴν μετὰ ξίφους . ἧς ἐκπνεούσης . μετὰ θάνατον Πενθεσιλείας ἠράσθη αὐτῆς
, ἐθεράπευσέ τινα τρωθέντα τὴν δεξιὰν χεῖρα , χωρήσαντος τοῦ ξίφους μεταξὺ τῶν δύο ὀστῶν τοῦ τε πήχεως καὶ τῆς
5601177 μαιωτικου
μή , τοὐναντίον . Εὐήνωρ δὲ καὶ Εὐρυφῶν ἐπὶ δίφρου μαιωτικοῦ καθίσαντες τοῖς αὐτοῖς ὑπεθυμίασαν . ἅπερ ψευδῆ : καὶ
μὲν οὖν δύναιτο ἡ γυνὴ καθῆσθαι , καθίσαντες αὐτὴν ἐπὶ μαιωτικοῦ δίφρου , περιστείλαντες ἰσχυρῶς ἱματίοις , ὥστε μηδὲν ἄλλο
5587992 μεγαλου
καὶ ἐκάθισεν ὁ ποιμὴν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγγέλου τοῦ μεγάλου , κἀγὼ παρεστάθην αὐτῷ . λέγει μοι : Περίζωσαι
ἅμα καὶ ἀπὸ ξυνθήματος πέντε μὲν καὶ τριάκοντα ἐκ τοῦ μεγάλου λιμένος ἐπέπλεον , αἱ δὲ πέντε καὶ τεσσαράκοντα ἐκ
5573985 ἀπεταμε
σταθμωσάμενος γὰρ ὅκως ἐξελεύσεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῦ ποδός , ἀπέταμε τὸν ταρσὸν ἑωυτοῦ . Ταῦτα δὲ ποιήσας , ὥστε
μάγου τούτου τοῦ Σμέρδιος Κῦρος ὁ Καμβύσεω ἄρχων τὰ ὦτα ἀπέταμε ἐπ ' αἰτίῃ δή τινι οὐ σμικρῇ . Ἡ
5544709 ποδος
ξὺν ἱδρῶτι , περὶ θάνατον . Κρίτωνι ἐν Θάσῳ , ποδὸς ὀδύνη ἤρξατο ἰσχυρὴ ἀπὸ δακτύλου τοῦ μεγάλου ὀρθοστάδην περιιόντι
, μῆκος ποδῶν ιϚ , πάχος δακτύλων ιβ , πλάτος ποδὸς καὶ τετάρτου . Τὰ ξύλα ταῦτα περιστομίσι καὶ χελωνίοις
5425168 πρεσβυτου
, τέκνον : ὡς παῖς ἔτ ' ἀπτὴν πούς τε πρεσβύτου φιλεῖ χειρὸς θυραίας ἀναμένειν κουφίσματα . εἶἑν , πάρεσμεν
καὶ γυμνὸν ἐκεῖσε ἥκοντα . Ἤδη γάρ ποτε καὶ ἄλλοτε πρεσβύτου ἀνδρὸς ἤκουσα διεξιόντος ὅπως τὰ ἐκεῖ πράγματα ἔχοι ,
5386217 ζωντος
, ὑφ ' ἧς πληγῆς ὕστερον ἀπέθανεν . ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε
δὴ λαβεῖν τὸ ἐπὶ μέρους λεχθὲν ἐφ ' ὅλου τοῦ ζῶντος σώματος : ἀνάλογον γὰρ ἔχει τὸ μέρος πρὸς τὸ
5328610 θωρακιου
παραβάτας δύο . ὁ δὲ στρατιώτης ἐλέφας ἐπὶ τοῦ καλουμένου θωρακίου ἢ καὶ νὴ Δία τοῦ νώτου γυμνοῦ καὶ ἐλευθέρου
προὔχουσι μικρὸν ἐπ ' εὐθείας ἐξωτέρω . ἐπὶ δὲ τοῦ θωρακίου εἰς ὕψος ἀνήκουσα καὶ ὀξεῖα γιγνομένη ἐστὶν ἡ λεγομένη
5301350 διφρου
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο :
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ '
5275990 τενοντος
κοῖλον ἀντικάρδιον καὶ σφαγή . τὰ δ ' ἀπὸ τοῦ τένοντος ἐπὶ τοὺς ὤμους καθήκοντα ἐπωμίδες , ὦμοι δ '
, Κύπρος , Μικρὰ Ἀσία . κυριεύει δὲ τοῦ σώματος τένοντος καὶ τραχήλου , καταπόσεως , κυρτώσεως , χοιράδων ,
5246701 χειρα
ἐστιν ὁδήγει με : ἄλλως : ἔκτεινε τὴν παλαιάν σου χεῖρα ἐμοὶ τῇ νέᾳ ἅμα προσαναβαίνων : ἄλλως : ἐμοὶ
: κυκλωθεὶς δ ' ὑπὸ τῶν πολεμίων τοῦ πλήθους τὴν χεῖρα τιτρώσκεται καὶ γνωσθεὶς ὑπ ' αὐτῶν ὅστις ἐστὶ κύκλῳ
5204943 Αἰθιοπος
τὸ λευκὸν θεωρεῖσθαι καὶ τὸ μέλαν , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ Αἰθίοπος : καὶ γὰρ ὁ Αἰθίοψ κατὰ μὲν τοὺς ὀδόντας
σκώληξ σκώληκος , Κύκλωψ Κύκλωπος , μώλωψ μώλωπος , Αἰθίοψ Αἰθίοπος , χωρὶς τοῦ ἀλώ - πηξ ἀλώπεκος : τοῦτο
5178926 προτομην
ὀνυχίτου γένος . Ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας . Οὗτος φορούμενος οὐκ
ὀνυχίτου γένος : ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας : οὗτος φορούμενος οὐκ
5153783 χειλους
ὧν τοὺς μὲν εἴκοσιν ὑπὲρ τὸ προϋπάρχον βάθος πληροῦν μέχρι χείλους τὸ ῥεῖθρον , τοῖς δ ' εἴκοσιν ὑπέρχυσιν εἶναι
τῇ γνώμῃ , βεβαίως καὶ ἀκλινῶς , ἐπὶ τοῦ ποταμίου χείλους , τοῦτο δέ ἐστιν ἐπὶ τοῦ στόματος καὶ τῆς
5145454 γεροντος
γενόμενον , εἰκὸς δὲ καὶ σὲ παρεῖναι καιομένου τότε τοῦ γέροντος . Οὐδὲ ἀνῆλθον , ὦ πάτερ , εἰς Ὀλυμπίαν
ὃ δ ' Ἄβαντα μετῴχετο καὶ Πολύειδον υἱέας Εὐρυδάμαντος ὀνειροπόλοιο γέροντος : τοῖς οὐκ ἐρχομένοις ὃ γέρων ἐκρίνατ ' ὀνείρους
5125954 σφυρου
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν σφυρὸν σὺν πτέρνῃ
, εἰ μή τι κωλύει : βέλτιον δ ' ἀπὸ σφυροῦ ποιεῖσθαι τὴν ἀφαίρεσιν . διαστήσαντες δ ' ὅσον ἑπτὰ
5115107 ἱματιου
κατὰ τῆς ὄψεως οὕτως ὡς καὶ τὸν τύπον διὰ τοῦ ἱματίου θεωρεῖσθαι . ἔπειτα : ἀντὶ τοῦ δή : ἡ
. τὸ δὲ πρᾶγμα παγγέλοιον ἦν , κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου προκῦπτον μικρὸν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ κατουρῆσαν πολλάκις ,
5102976 γελωντος
τε καὶ ἐσκίρτα . τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόρρωθεν ἑστῶτος καὶ γελῶντος λύκος παριὼν ἐθεάσατο καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη : „
, καὶ ἐκ λείποντος μόνον , ὡς ἐπὶ τοῦ μὴ γελῶντος καὶ κωλυομένου ἱερᾶσθαι . δοκεῖ δὲ καὶ τὸ κατὰ
5099811 ἀντικνημιου
τὴν ἐπίφυσιν , κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ ἐπὶ πέρατα τοῦ ἀντικνημίου καὶ τῆς περόνης , πρὸς μὲν ἄλληλα συνδεῖται νευροχονδρώδει
τὸ ἐκτὸς τοῦ σφυροῦ , καὶ νέμεται ἄνω παρὰ τοῦ ἀντικνημίου τὴν ἀντιβεβλημένην κερκίδα : παρὰ δὲ τὴν γαστροκνημίην οἷον
5096562 πληγην
μικροῦ τοὺς νικήσαντας , λαμπροὺς δὲ τοὺς βαρβάρους τοὺς Ἀττικὴν πληγὴν οὐκ ἐνεγκόντας . οὐκ εἶδες , Μίκων , ἐπὶ
, ἱστάμενοι πρὸς τὴν διάδοσιν τοῦ πάθους , καὶ τὴν πληγὴν ἐν τοῖς ἀναισθήτοις θλίβοντες , ἵνα μὴ συνάψει πρὸς
5082618 προσωπου
, ὥς φησιν Ἀριστοτέλης : οὐ γὰρ ἐκ τοῦ αὑτῶν προσώπου λέγουσιν , ἀλλ ' ἐπὶ τὸ ἀρχαῖον ἀναφέρουσιν ,
προκειμένου μετώπου παρειμένον ἐῶμεν . τὸ δὲ ἥμισυ κατὰ τοῦ προσώπου παρειμένον ἐπ ' εὐθείας κατὰ κορυφὴν ἐπὶ ἰνίον ἀπάγομεν
5078841 πεσοντος
δὲ διαδήματος ὑπὸ τούτων ἀρθέντος καὶ πάλιν εἰς τὴν λίμνην πεσόντος εἷς τῶν ἐρετῶν προσνηξάμενος καὶ βουλόμενος ἀσφαλῶς σῶσαι τὸ
πολεμοῦντά οἱ , τὸν δ ' ἐν κυνηγεσίοις , αὐτοῦ πεσόντος ἀμελήσαντα καὶ τὸ διάδημα περιθέμενον ἔτι κειμένου . ὁ
5074266 δεξιαν
. τῶν δὲ πρὸς αὐτὸν πρεσβευσαμένων περὶ διαλύσεως ὡμολόγησε καὶ δεξιὰν αὐτοῖς ἔπεμψε νόμῳ Περσικῷ καὶ τὴν πολιορκίαν διαλύσας παρεκάλει
σημαίνει : χρὴ γὰρ τὸν ἔφηβον ἐν τῇ χλαμύδι τὴν δεξιὰν ἔχειν ἐνειλημένην διὰ τὸ ἀργὴν εἶναι εἰς ἔργα καὶ
5028099 Πηγασου
εἰς Κόρινθον ἀπατῆσαι ὡς ἕξων γυναῖκα , καὶ ἐπιβιβάσας τοῦ Πηγάσου εἰς μέσην ῥῖψαι τὴν θάλασσαν . τὸ αἰδοῖον δείκνυσι
ὕψους καὶ εἰς κάραν πνέειν . ὑπερποτᾶτο τὸ ὑπερεπέτετο ? Πηγάσου πτεροῖς : Ὅμηρος μὲν Λάμποντα καὶ Φαέθοντα ἵππους λέγει
5027584 λαμπρου
ὥστ ' ἐπισκιάζειν ; ὅλως δὲ τοῦ διαφανοῦς καὶ τοῦ λαμπροῦ μᾶλλον ἔοικε τὴν φύσιν ἢ τοῦ λευκοῦ λέγειν .
τῶν Χηλῶν ὁ προηγούμενος τοῦ ἐν ἄκρᾳ τῇ βορείᾳ χηλῇ λαμπροῦ [ καὶ τοῦ Ὕδρου ὁ ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ
5020296 τιλλε
καὶ χοιροψάλας Διόνυσος ὁ τίλλων τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . τίλλε . προπέμψω . Κάδμου πολῖται ] ἡ εἴσθεσις τοῦ
ῥα κύμασι πορφυρέοισιν ἐκλύζετο πολλὰ δακρύων ἄχρηστον μετάνοιαν ἐμέμφετο , τίλλε δὲ χαίτας , καὶ πόδας ἔσφιγγεν κατὰ γαστέρος ,
5002690 ἀμφιμαχονται
ἔδοξε λέγειν αὐτῇ τινα κεῖται Πάτροκλος , νέκυος δὲ δὴ ἀμφιμάχονται γυμνοῦ : ἀτὰρ τά γε τεύχε ' ἔχει κορυθαίολος
μὴ ὤφελλε γενέσθαι . κεῖται Πάτροκλος , νέκυος δὲ δὴ ἀμφιμάχονται γυμνοῦ : ἀτὰρ τά γε τεύχε ' ἔχει κορυθαίολος
4991180 θρονου
θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά , καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρου : καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον .
τὸν θρόνον τὸν βασίλειον . εἶναι δὲ κλίνας ἑκατέρωθεν τοῦ θρόνου ἀργυρόποδας , ἐφ ' ὧν οἱ ἀμφ ' αὐτὸν
4991011 ἰσχιου
πρὸ τῆς κενώσεως τοῦ παντὸς σώματος δριμέσι χρήσηται κατὰ τοῦ ἰσχίου φαρμάκοις , σφηνώσας τὸ πλῆθος δυσιατότατον κατασκευάσει τὴν διάθεσιν
κινῆσαι τὴν κνήμην ἄνευ τοῦ μηροῦ : ἀπὸ δὲ τοῦ ἰσχίου μέχρι τῆς κατὰ τὸ γόνυ διαρθρώσεως συνέχειά τις φυλάττεται
4988479 κυνος
ὁ δὲ ἄρρωστος τῆς χρονίας νόσου ἀπαλλάσσεται . Σπλῆνα δὲ κυνὸς θερμὸν ἐπιθεὶς σπληνικῷ ἐν τῷ σπληνί , ἰαθήσεται .
, οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀΐτας , ἆμος ἑψάνδρα
4982028 ἱμαντος
δέοιτ ' ἂν σκευῶν ἀντλητῆρος , ἀντλίας , ἱμονιᾶς , ἱμάντος , κάλου , σχοινίου , κάδου , τροχαλίας ,
: κυρίως ἐπὶ τοῦ ζῴου ἀκουστέον : ἢ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος τοῦ περιδεδεμένου τοῖς τραχήλοις τῶν κυνῶν . ὃς λύκως
4973735 παιει
ἠλύγην . Ὁ δὲ νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας ξυνηγορεῖν εἰς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν : κᾆτ ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ
καὶ ἔριδας λύοντα καὶ οἰκοδομημάτων γῆρας ἀποξύοντα . καὶ οὓς παίει τε καὶ δεῖ , τούτους ἀπεύξαιτ ' ἂν μὴ
4969400 κρημνου
δύναμιν , καὶ πόλιν ἔκτισε πλησίον τῆς θαλάσσης ἐπί τινος κρημνοῦ τὴν ὀνομαζομένην Λεύκην , ἔχουσαν ἱερὸν ἅγιον Ἀπόλλωνος .
Ὀρίγανος ὀφθαλμιῶσι κακὸν πινομένη καὶ ὀδοῦσιν . Ἡ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ κόρη πεσοῦσα , ἄφωνος : ῥιπτασμὸς αὐτὴν εἶχεν :
4966709 ἑστωτος
Αἴγειρον ἀπόκοψον , καὶ κατὰ τῆς ἀποκοπῆς τοῦ στελέχους τοῦ ἑστῶτος ἐν τῇ γῇ ζύμην ὕδατι λύσας ἐπίχεε , καὶ
πονηρίᾳ ψυχὴν εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ὀρθοῦ λόγου . καὶ οὕτως ἑστῶτος τοῦ νόμου καὶ τὰ αὐτὰ ἀεὶ φθεγγομένου τὴν ἀξίαν
4963944 βρεγματοϲ
παραλαμβάνεται , μυρρίνη ῥόδα γλήχων , κατάπλαϲμα δὲ κατὰ τοῦ βρέγματοϲ καὶ τοῦ μετώπου , πολύγονον λεῖον μετὰ πάληϲ ἀλφίτου
τόπῳ , ϲμηγμάτων διαφόρων ϲυνθέϲειϲ ἀναγράψαντεϲ καὶ ἐπιθεμάτων κατὰ τοῦ βρέγματοϲ ἢ καὶ ὅληϲ τῆϲ κεφαλῆϲ προεξυρηϲμένηϲ ἐπιτι - θεμένων
4947414 μετωπου
ἅπαν ἔξω τῆς καιροῦ φύσεως , τὴν δὲ κατὰ τοῦ μετώπου κόμην , ὅτι προσιόντος μὲν αὐτοῦ λαβέσθαι ῥᾴδιον ,
ἢ τοὺς ὀδόντας . οἱ τοίνυν πηρωθέντες τὸν ἕτερον ἐπὶ μετώπου ἑστᾶσι , τῶν λοιπῶν προβαλλομένων αὐτούς , ἵνα οἱ
4936033 προειρημενου
ἐκπνοὴν ἔχει καὶ ὑφ ' οὗ περιφέρεται εἶναι 〚 τοῦ προειρημένου μεγέθους . 〛 ἴσον 〚 δὲ 〛 τῇ γῇ
ἱπποφορβοὶ εὖ καὶ καλῶς , καὶ ἐάν ποτε δεηθῶσι τοῦ προειρημένου σαρκίου εἰς ἐπιβουλήν τινος , ὡς ἐξάψαι οἱ ἔρωτα
4931315 ξυμμετρως
ὅ τι μάθοι μνημονεύων . φωνὴ δὲ ἦν τῷ Ἀσσυρίῳ ξυμμέτρως πράττουσα , τὸ γὰρ λογοειδὲς οὐκ εἶχεν , ἅτε
μὴ κεκολασμένος . ἐχέτω καὶ τοῖν σκελοῖν μακρῶς μᾶλλον ἢ ξυμμέτρως καὶ τῆς ὀσφύος ὑγρῶς τε καὶ εὐκόλως διά τε
4911438 λοιδορουντος
κεχρημένον ἐφ ' ὥρᾳ τῷ σώματι , τὸν δὲ Κικέρωνα λοιδοροῦντος εἰς μαλακίαν καὶ κίναιδον ἀποκαλοῦντος , εἶπε τοῦτο Κικέρων
! ! ! ! ! ! ! ] οντος καὶ λοιδοροῦντος [ ! ! ] τατησ [ ! ! !
4899543 κανθου
. Ὁ μὲν αἰγίλωψ ὄγκοϲ ἐϲτὶν ἀποϲτηματώδηϲ μεταξὺ τοῦ μεγάλου κανθοῦ καὶ τῆϲ ῥινόϲ : δυϲίατον δὲ τὸ πάθοϲ διά
νευρώδηϲ ἐϲτὶν τοῦ ἐπιπεφυκότοϲ ὑμένοϲ ὑπεροχὴ ἐκφυομένη μὲν ἀπὸ τοῦ κανθοῦ , προϊοῦϲα δὲ μέχρι τῆϲ ϲτεφάνηϲ : ὅταν δὲ
4889319 κατιοντος
ἀμπελίνῳ καρπῷ , τῷ περ αὐτοὶ ἐμπιπλάμενοι μαίνεσθε οὕτως ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν ὑμῖν ἔπεα κακά
πίνοντι τὰ τοῦ ψόφου περί τε στήθεα καὶ κοιλίην , κατιόντος τοῦ πόματος , οἷον δὲ κάκιστον : φάμενος δὲ
4876520 μυος
οἱ λοιποὶ δὲ δύο μύες ὑμενώδεις ὄντες ἀνωτέρω τοῦ στρογγύλου μυὸς ἔχουσι τὴν θέσιν : ἐκφύονται μὲν γὰρ ἔκ τε
γίγνεσθαι τὸ σύμπτωμα , ἐπὶ δὲ τῶν διὰ παράλυσιν τοῦ μυὸς , τοῦ τραχήλου , τῆς κύστεως , καὶ ἐν
4874146 στηθους
ἔσται συνιδεῖν . βουλόμενος δὴ θεωρεῖν , εὑρήσεις ταῖς τοῦ στήθους διαφοραῖς ἀκολούθως ἔχοντας ἡμᾶς καὶ τοὺς πνεύμονας : ὡς
Ὀργυιά . ἔκτασις τῶν δύο χειρῶν σὺν τῷ πλάτει τοῦ στήθους , παρὰ τὸ ὀρέγειν καὶ ἐκτείνειν τὰ γυῖα ,
4856831 ἐξοπισθ
λέγῃ συνίημι : καινὰ ῥήματα πεπορισμένος γάρ ἐστι . γυναικὸς ἐξόπισθ ' ἐλευθέρας βλέπω μόνην θεράπαιναν κατόπιν ἀκολουθεῖν καλὴν ἐκ
Τὸ κνῖσος ὀπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας . Ὀλίγα τραύματ ' ἐξόπισθ ' ἔχων τῆς δειλίας σημεῖα κοὐχὶ τοῦ θράσους .
4851658 ἀπεκοπη
τε τόνος περισπασθήσεται , οὐδενὸς ἐμποδίου ὄντος : εἰ δὲ ἀπεκόπη , τὸ μὲν ι οὐχ ἕξει , τὸν δὲ
οὖν ὁ Ἰνδὸς καὶ τῶν σκελῶν ἓν ἀποκόψαι , καὶ ἀπεκόπη : ὃ δὲ ὡς ἐξ ἀρχῆς ἐνέφυ εἴχετο ,
4849310 ἐξῃρημενου
κεκλιμένος ἐπὶ τὸ κατὰ φύσιν ἔχον μέρος , τοῦ πριαπίσκου ἐξῃρημένου , καὶ τὸ μὲν ὑγιὲς σκέλος τάσσεται ὑπὸ τὴν
' ἀντίοι ἔσταν ἅπαντες : περὶ δὲ τοῦ ἑνὸς καὶ ἐξῃρημένου λέγει Διὸς ἔνθα ποιεῖ τὸν Ποσειδῶνα λέγοντα : τρεῖς
4848040 χωρησαντος
, ὡς ἔτι Βρασίδας ηὐτύχει : καὶ ἔμελλον ἐπὶ μεῖζον χωρήσαντος αὐτοῦ καὶ ἀντίπαλα καταστήσαντος τῶν μὲν στέρεσθαι , τοῖς
δ ' ἔτι τοῦ θέρους καὶ πρὸς τὸ ἀκμαῖον ἤδη χωρήσαντος , μείω μὲν τῷ ἐξ ἀναλογίας χρόνῳ τὰ ποσὰ
4842717 χρωτος
εἰδῆι . κόσμον μὲν ἀμφὶ κρατὶ χρυσέας χλιδῆς στολμόν τε χρωτὸς τόνδε ποικίλων πέπλων οὐ τῶν Ἀχιλλέως οὐδὲ Πηλέως ἀπὸ
τείνουσι τὰ πάσχοντα , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἀφιστάμεναι τοῦ χρωτὸς ἤτοι οὐ τείνουσι τὰ μὴ πάσχοντα ἢ ἐπ '
4838636 ἑταιρου
Σεβαστοῦ αὐτοκράτορος σφόδρα χαίροντος τῷ βρώματι , Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἑταίρου ὄντος αὐτῷ καὶ πέμποντος φοίνικας συνεχῶς . τῶν ἀπὸ
ἀντὶ τοῦ τῷ ἀνδρί . καὶ Ὅμηρος ” ἀχνύμενός περ ἑταίρου ” ἀντὶ τοῦ ἑταίρῳ . Καὶ τὸ τῷ κυρίῳ
4835547 ὠτιου
τῷ στόματι τοῦ υἱοῦ αὐτῆς ἐπιθείσης τοῖς ὀδοῦσιν αὐτοῦ τοῦ ὠτίου αὐτῆς γενναίως δραξάμενος ἀπέκοψεν αὐτό . τῆς δὲ βοησάσης
εἰς μέσον τὴν μὲν ἐκ ῥινός τινος τὴν δὲ ἐξ ὠτίου τὴν δὲ ἐκ κεφαλῆς ἀνῃρεῖτο , καὶ πάλιν ἀνελόμενος
4833456 παισον
καὶ ἀναλκῆ πληγὴν ἐπαγάγῃς , ἀλλὰ κατὰ τῶν στέρνων ἀντίαν παῖσον , ἵνα μή μου δειλίαν ὁ ἐρώμενος καταψηφίσηται καὶ
Ἀΐδη , δέξαι μ ' , ὦ Διὸς ἀκτίς , παῖσον : ἔνσεισον , ὦναξ , ἐγκατάσκηψον βέλος , πάτερ
4827913 Ἀχελωου
Λῖνος : Μελπομένης δὲ , ἢ κατά τινας Τερψιχόρης καὶ Ἀχελώου , Σειρῆνες : Τερψιχόρης δὲ , ἢ Μελπομένης καὶ
τῆς εἴτε Χαλκίδος εἴτε Χαλκίας τοῦ ὄρους , μεταξὺ τοῦ Ἀχελώου καὶ τῆς Πλευρῶνος ἱδρύων αὐτήν , Ἀπολλόδωρος δέ ,
4826126 αὐχενος
τὸ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος ἤλυθ ' ἀκωκή . ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο
καὶ μή τι παυσώμεσθα δρῶντες εὖ βροτούς δεινὸς κολαστὴς πέλεκυς αὐχένος τομεύς μικρὸν δὲ ποδὸς χαλάσαι μεγάλῃ κύματος ἀλκῇ στείχει
4824527 παιδιου
εἶδος συκῆς μέλανα καρπὸν ποιούσης . ἐξεθρεψάμην : ὡς ἐπὶ παιδίου εἶπεν Γ ἢ ἀνθρώπου τὸ Γ “ ἐξεθρεψάμην ”
καταμήνια , καὶ τὰς μήτρας μᾶλλον στομοῦσθαι , οἷα τοῦ παιδίου χωρήσαντος διὰ σφέων καὶ βίην καὶ πόνον παρασχόντος :
4823935 νεανισκου
τοῦτο παρέσχεν αὐτῇ τὸ ἔργον εὑρεσιλογεῖν προφάσεις σκεπτομένῃ κατὰ τοῦ νεανίσκου , αἷς αὐτὸν ἀμυνεῖται : παραγενομένῳ γὰρ ἐξ ἀγορᾶς
κακοῦ τινος τραγῳδοποιοῦ ἀκρόασιν ποιούμενος [ καὶ ] λέγοντός τινος νεανίσκου ὅτι ἐξελεύσεται ” οὐκ ἐμοῦγε ” ἔφη „ πρότερος
4810752 σκελους
καὶ προβιβαζομένης τῆς τοῦ μηροῦ κεφαλῆς , καὶ τοῦ μὲν σκέλους τῇ κατατάσει ἐκτεινομένου , τοῦ δὲ πάσχοντος κατ '
τρέψει πάντως αὐτάς . καθεύδουσί τ ' ἐφ ' ἑνὸς σκέλους ἑστῶσαι καὶ τὰς κεφαλὰς ταῖς πτέρυξι ἐπικαλύπτουσιν . φύλακες
4803719 αὐλητου
ἦσαν ἄνδρες , ἐξ ὧν ὁ χορὸς συνεστὼς προκαταρχομένου τοῦ αὐλητοῦ τὸ μέλος προεφέρετο . οἱ δὲ κεφαλὰς ἀκούουσι τὰ
κήρυκι τὸν πόδ ' ἀναπαρῶ . αὐλεῖν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖσιν αὐλητοῦ κακοῦ μέλλοντος ὁ Στρατόνικος εὐφήμει , μέχρι σπείσαντες εὐξώμεσθα
4800255 βουβωνος
ἀπέθανεν , ὡς Ποδαλειρίου υἱὸς διασαπεὶς τὸν πόδα μέχρι τοῦ βουβῶνος καὶ σκωλήκων ζέσας : ὅτεπερ καὶ ἐφωράθη φαλακρὸς ὤν
σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο , πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου
4796900 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
4791686 ἐχομενου
Ἕξις λέγεται ἕνα μὲν τρόπον ἐνέργεια τοῦ ἔχοντος καὶ τοῦ ἐχομένου , τουτέστιν ἡ σχέσις αὐτή , ὥσπερ πρᾶξίς τις
' αὐτοῦ ἐγένετο , ἀπὸ τοῦ Ὑπερβερεταίου μηνὸς ἕως τοῦ ἐχομένου ἔτους τοῦ Ὑπερβερεταίου . Ἱκετείαν δ ' αὐτοῦ ποιησαμένου
4790712 τεθνεωτος
, ἡγούμενος δεῖν τὴν αὑτοῦ πονηρίαν κληρονόμον εἶναι τῶν τοῦ τεθνεῶτος χρημάτων . ὃ δὲ πάντων δεινότατον , ὦ ἄνδρες
τὸ συμβεβηκὸς περί τινας τῶν οἰκείων τοῦ κρινομένου ἢ τοῦ τεθνεῶτος . . . καὶ ὁ Λυσίας ἐν τῷ ὑπὲρ
4778597 ταυρου
τὸ τοῦ Ἱππολύτου : οὗ πᾶσα μὲν χθών : οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες :
γυναῖκας ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν ξυλίνην
4765580 σμικρου
, οὐδὲν ἄτοπον , ὥσπερ τῶν διαγραμμάτων ἐνίοτε τοῦ πρώτου σμικροῦ καὶ ἀδήλου ψεύδους γενομένου , τὰ λοιπὰ πάμπολλα ἤδη
Σοφοκλεῖ αὖ προσελθὼν καὶ Εὐριπίδῃ τις λέγοι ὡς ἐπίσταται περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν καὶ περὶ μεγάλου πάνυ σμικράς
4761821 ταφου
Ἀπολλώνιε , σοφοῖς γὰρ πρὸς σοφοὺς ἐπιτήδεια , τοῦ τε τάφου ἐπιμελήθητι καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ Παλαμήδους ἀνάλαβε φαύλως ἐρριμμένον
. πέποιθ ' : ἀρωγὰς [ δ ' ] ἐκ τάφου πέμπει πατήρ . νεκροῖσί νυν πέπισθι μητέρα κτανών .
4760120 παραμεσου
διαιρῶν , ἔνιοι δὲ τὴν μεταξὺ τοῦ τε μέσου καὶ παραμέσου δακτύλου φλέβα καὶ συγχωρήσαντες ῥεῖν τῷ αἵματι μέχρι περ
ἀντίχειρας τάσσεται καὶ κρατεῖται ὑπό τε τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ παραμέσου δακτύλου . ἕλκεται δ ' ἡ μὲν ἀρχὴ τῆς
4736945 ἐκγονου
, οἷον ὁ παῖς τοῦ ἀνδρὸς καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἐκγόνου , ἐπειδὴ πλησίον ἐστὶ τοῦ πατρὸς τοῦ πρώτου κινήσαντος
ὁ πατὴρ τοῦ υἱοῦ πρότερος ὑπάρχει καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἐκγόνου , ἐπειδὴ πλησίον ἐστὶ μᾶλλον τοῦ πατρός . χρόνῳ
4733198 ἰχθυος
, καὶ ἔχουσιν ἰοῦ τὸ στόμα ἔμπλεων καὶ ὅτου ἂν ἰχθύος ἀπογεύσωνται , ἄβρωτον ἀπέφηναν αὐτόν . ἤδη δὲ καὶ
. Εὐφράνωρ ὁ ὀψοφάγος ἀκούσας ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανεν θερμὸν ἰχθύος τέμμαχος καταπιὼν ἀνεφώνησεν : ἱερόσυλος ὁ θάνατος . Κίνδων
4718005 ἐπισυμβεβηκοτος
κρανίον ἐπὶ παίδων κατά τι μέρος ἐκ παραπιεσμοῦ , μηδενὸς ἐπισυμβεβηκότος ὀχληροῦ , εἴωθε πάλιν μετεωρίζεσθαι ἰσούμενον τῷ κατὰ φύσιν
πεπραγμένου μόνου τὴν κρίσιν ἔχουσι μηδενὸς ἔξωθεν παραλαμβανομένου μηδ ' ἐπισυμβεβηκότος , ἀλλ ' ὄντος μὲν ἀνευθύνου τοῦ πεπραγμένου ,
4717466 ἀριστεραν
ἡ ἀριστερὰ χεὶρ τὴν δεξιὰν συμπληροῖ οὔτε ἡ δεξιὰ τὴν ἀριστεράν , οὐχ ὁ ἀντίχειρ τὸν λιχανόν , οὐχ αἱ
φαῦλα , ἐμπαθὴς δὲ ἔσται περὶ τὴν κεφαλὴν καὶ ὅρασιν ἀριστεράν . μάλιστα δὲ εἰσί τινες , οἳ καὶ ἐπηρεάζονται
4712742 ἀλεκτρυονος
τί πρὸς ταῦτ ' εἶφ ' ; ὅ τι ; ἀλεκτρυόνος μ ' ἔφασκε κοιλίαν ἔχειν . “ ταχὺ γοῦν
ἀρξάμενος ὅπως ἐς Πυθαγόραν μετεβλήθης , εἶτα ἑξῆς ἄχρι τοῦ ἀλεκτρυόνος : εἰκὸς γάρ σε ποικίλα καὶ ἰδεῖν καὶ παθεῖν
4707732 ταχυτατου
Ψαύμιδος . Καμαρίνα νύμφη . ἐν . χαριεστάτῃ . τοῦ ταχυτάτου δίφρου . * * τοῦ ἐξ ἡμιόνων ἅρματος .
καταυγάζων ὕμνοις πανταχοῦ ἐκπέμπω ταύτην τὴν ἀγγελίαν καὶ ἵππου παντὸς ταχυτάτου καὶ ναὸς ταχείας θᾶττον , εἴπέρ τινι θείᾳ μοίρᾳ
4704829 ὠμου
στῆθος ἐπερονῶντο , οὐχ ὡς ἡμεῖς κατὰ τὴν κατάκλειδα τοῦ ὤμου . . τρίγληνα μορόεντα : ἡ διπλῆ ὅτι τρίγληνα
. Κεφ . πβʹ . Ἡ μεσότης κατὰ τοῦ πεπονθότος ὤμου , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐπ ' εὐθείας ἐπὶ
4701112 δεομενου
σε ἐρωτᾷ Σωκράτης . Ἀλλ ' ἀποκρινοῦμαι , σοῦ γε δεομένου . ἀλλ ' ἐρώτα ὅτι βούλει . Καὶ μὴν
λοβὸν ὠτὸς τοῦ πλησίον , ἔπειτα κατὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ δεομένου σκέπης : ἀπὸ δὲ τούτου ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ
4699164 αἰδοιου
, μηδὲ γνάθου τὸ λεπτὸν , μηδὲ τὸ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δέρμα . Ἀρχὴ δὲ ἰήσιος ἀποδεδειγμένη μὲν οὐκ ἔστιν
τῆϲ τῶν οὔρων ἐκδόϲεωϲ , οὐδενὸϲ τῶν εἰρημένων ἀλλὰ τοῦ αἰδοίου δηλοῦται ἡ ἕλκωϲιϲ . προποτιϲτέον τοίνυν τοὺϲ ἑλκωθένταϲ τὰ
4686012 σφυρον
τῆς κεφαλῆς παρὰ τὰς σφαγὰς διὰ τῆς ῥάχιος ἐς τὸ σφυρὸν τὸ ἐκτὸς τοῦ ποδὸς καὶ ἐς τὸ μεταξὺ τοῦ
Ἀριστοφάνη τὴν εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασίαν . καὶ τὸ περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή οὕτως ἐξηγοῦνται . μήποτε μέντοι γενικώτερόν
4682142 Κυκλωπος
' εἰς ἔσχατον ἐλθών ζωός , καὶ σπήλυγγα φυγὼν ὀλοοῖο Κύκλωπος , δηναιὸν κλέος ἔσχεν , ἐσιγάθη δ ' ἂν
οἱ γοῦν περὶ τὸν Ὀδυσσέα καίπερ ὄντες ἐν τῷ τοῦ Κύκλωπος σπηλαίῳ : ἔνθα δὲ πῦρ κείαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ
4679340 ποδα
δεινὰ πεσόντες . κολοιόν τις συλλαβὼν καὶ δήσας αὐτοῦ τὸν πόδα λίνῳ τῷ ἑαυτοῦ παρέδωκε παιδί . ὁ δὲ μὴ
ἀστέρων . ὁ μὲν οὖν ἑπόμενος τῶν ὑπὸ τὸν δεξιὸν πόδα τοῦ Ἡνιόχου ἐπ ' εὐθείας γ καὶ τῶν ἐν
4671962 παππου
τοῖς Ταρκυνίου ἐγγόνοις , τὸν δ ' ἀξιοῦντα τῶν τοῦ πάππου δωρεῶν κληρονομεῖν ἁπάντων ἀνθρώπων παρανομώτατον ἀποφαίνων καὶ πονηρότατον καὶ
τριβὴν λαμβάνων τῶν κατὰ πόλεμον ἔργων οὐχ ἥττων ἐγένετο τοῦ πάππου . οὐ μὴν ἀλλὰ τούτου εὑρεθέντος . . .
4668358 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
4664731 χαλινου
, οἵτινες οὐ δυνάμει πείθονται χειρὸς οὔτε μὴν βίᾳ κατάγχονται χαλινοῦ , ἀλλ ' οὕτως εἰσὶν εὐάγωγοί τε καὶ ἥμεροι
καὶ ἐλαίου συγχριόμενον τεταρταΐζοντας ἰᾶται . Τὸ δὲ κρίκιον τοῦ χαλινοῦ αὐτοῦ τὸ μικρὸν ὁ ποιήσας δακτύλιον καὶ φορῶν φεύξεται
4653340 μετωπωι
σιγᾶι δ ' ὅ γ ' ἐπικλοπάδαν [ ἐνέρεισε ] μετώπωι : διὰ δ ' ἔσχισε σάρκα [ καὶ ]
ὀφθαλμοὺς ἀποστέλλειν κυανοῦ χρόαν . κέρας δὲ ἔχειν ἐπὶ τῶι μετώπωι ὅσον πήχεως τὸ μέγεθος καὶ ἡμίσεος προσέτι : καὶ
4634509 ἀποιδεει
ὑπερώην : ἢν δὲ φλέγμα συστῇ ἐς τὴν ὑπερώην , ἀποιδέει καὶ ἐμπυΐσκεται . Ὅταν οὕτως ἔχῃ , καίειν τὸ
ἡ νειαίρη πυριφλεγέθης ἐστὶ , καὶ ἐς τὸ ἰσχίον ἐνίοτε ἀποιδέει , καὶ ὀδύνη ἴσχει τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τοὺς
4634083 ἐκφερομενην
χάριτος καὶ τοξότιδος καὶ μήνιδος μὴ ἔχοντα διχῶς τὴν γενικὴν ἐκφερομένην τὴν αἰτιατικὴν ἔχουσιν εἰς α καὶ εἰς ν ,
παραγομένην , ἔχει τὴν παραλήγουσαν τοῦ ἐνεστῶτος διὰ τοῦ η ἐκφερομένην : οἷον , ἔλαβον , λήβω : ἔτακον ,
4629221 αἰχμην
θεοῦ . αἰχμὴν ] + ἤγουν τὸ δόρυ αὐτοῦ . αἰχμὴν ] καὶ τὸν κοντόν . Ξ ἔχει ] βαστάζει
ἀσθενὴς μάχη . ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο . μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ
4619954 φεροντος
καὶ ἡμέρας τοῦ ἀπὸ ἡλίου ἐπὶ σελήνην καὶ τὰ ἴσα φέροντος ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου κατὰ τὰ ἑπόμενα τῶν ζῳδίων ,
ἐλέγξας ἀκριβῶς ἀποφαίνεται τούτους αὐτόχθονας εἶναι . Πολλὰς δὲ αὐτοῦ φέροντος ἀποδείξεις τῆς τούτων ἀρχαιότητος , οὐκ ἀναγκαῖον ἡγούμεθα περὶ
4616749 αἱμορραγουντοϲ
, ἢ ϲικύαν κούφην κατὰ τοῦ κατ ' εὐθὺ τοῦ αἱμορραγοῦντοϲ μυκτῆροϲ ὑποχονδρίου πρόϲθεϲ μεγάλην τε καὶ ἐπιμόνωϲ , ἢ
μὲν πρώταϲ ἐπιβολὰϲ δ ἢ ε κατ ' αὐτοῦ τοῦ αἱμορραγοῦντοϲ ἀγγείου ποιουμένων ἡμῶν , ἐντεῦθεν δὲ ἐπὶ τὴν ῥίζαν
4607345 φαρετραν
φασιν , ὅτι θεωρεῖς τόδε τῆς ἐμῆς στολῆς ἤτοι τὴν φαρέτραν τὴν ἀπολειφθεῖσαν ἀπὸ τῶν ἐμῶν ὅπλων . . .
ὑπ ' ἐμοῦ διὰ τὴν συμφοράν . ὀιστοδέγμονα ] τὴν φαρέτραν . σεσωσμένον ] τὸν ἐναπομείναντα ἤτοι τοὺς περιλειφθέντας ὀιστούς
4605537 ἀθλητου
τῆς Ἄρεως διακονίας ἐκβάλλομεν τὸν ἀδίκοις ἐπιχειροῦντα σφαγαῖς καὶ προπέτειαν ἀθλητοῦ τὸν Δία μισεῖν ὑπειλήφαμεν καὶ ταῦτα Μουσῶν μὲν καὶ
, ἀλλ ' ἀναχωρεῖ , τουτέστιν ἀνακωχὴν ποιεῖται τοῦ πολέμου ἀθλητοῦ τρόπον διαπνέοντος καὶ συλλεγομένου τὸ πνεῦμα , μέχρις ἂν
4604418 τραχηλου
. προχειρότερον δὲ γίνεται κατὰ τὰς ἀποτέξεις , ἐπεκτεινομένου τοῦ τραχήλου . διάφορον δ ' ἔχει καὶ τὸ μέγεθος ,
ἐνείρας ἐς τὴν μήτρην , διελεῖν τοὺς ὤμους ἀπὸ τοῦ τραχήλου ἐπερείσαντα τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ : ἔχειν δὲ χρὴ πρὸς
4603033 κατεαγυιαν
ἐπιδεῖξαι Ἀλέξανδρος , ὥσπερ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν κλεῖν κατεαγυῖαν καὶ πεπηρωμένον τὸ σκέλος , τὴν πίστιν δὲ πρὸς
δῆθεν ἐστὶν οἳ ἁμαρτάνουσιν . Σπουδὴ μὲν οὐ πολλὴ χεῖρα κατεαγυῖαν χειρίσαι , καὶ παντὸς δὲ ἰητροῦ , ὡς ἔπος
4599544 κυησω
κύσω : κύω τὸ κατὰ γαστρὸς ἔχω , ὁ μέλλων κυήσω , ἐξ οὗ καὶ κύησις ἡ μετὰ τὴν σύλληψιν
τὸ παρὰ τὴν κοινὴν εἶναι συνήθειαν : τοίνυν οὐδὲ τὸ κυήσω οὐδὲ τὸ φερήσω καὶ τὰ ἄλλα πάντα , ἅπερ
4596967 διασχων
, ἑτέραν ὤρυσσε τάφρον ἴσην , οὐ πολὺ τῆς προτέρας διασχών , ἐς τὴν ἤπειρον ἀφορῶσαν . δύο τε ἐπικαρσίας
συναντῶσιν . λίποντο : κατελείποντο . Ὤρεξε : ἔδωκεν . διασχών : ἐμβαλών . ἀνασχών : ἐνδιδοὺς , ἐμβάς .
4590807 ὀνυχος
κατάστρεψον , τέκνον , τὰν ἡμίναν . κἠκρατηρίχημες ἐκ τοῦ ὄνυχος γὰρ τὸν λέοντα ἔγραψεν . τορύναν ἔξεσεν . κύμινον
ἔτι ὦ Φαῖδρε Ἰσοκράτης : ᾔδει γὰρ ὁ Σωκράτης ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα καὶ τὸν Ἰσοκράτην δὲ γνῶναι ᾔδει οἷός
4587636 Πολυδωρου
' ἄρ ' Ἀτρείδῃ Θέτις ὤπασε καγχαλόωντι ἀργύρεον θώρηκα θεηγενέος Πολυδώρου : δῶκε δ ' ἄρα Σθενέλῳ βριαρὴν κόρυν Ἀστεροπαίου
: μία τῶν δούλων αὐτῆς ἔρχεται φέρουσα τὸ σῶμα τοῦ Πολυδώρου . ἦν γὰρ πεμφθεῖσα ὑπὸ τῆς Ἑκάβης ἐπὶ τῷ
4584260 οὐραν
δὲ αὐτὸν περιέρχονται χρυσῷ προσεικασμέναι ἀπὸ τῶν βραγχίων ἐς τὴν οὐρὰν καθήκουσαι , μέση δὲ αὐτὰς διατέμνει ἀργύρῳ προσεικασμένη .
κύνας τοὺς οἰκουροὺς ἵνα μὴ ἀποδιδράσκωσι τετέχνασται ἐκεῖνο . τὴν οὐρὰν αὐτῶν καλάμῳ μετρήσαντες χρίουσι τὸν κάλαμον βουτύρῳ , εἶτα
4571855 ὀφθαλμω
“ καί μοι ἤδη μεταμέλει ὅτι δεῦρο ἀνιὼν οὐχὶ τὼ ὀφθαλμὼ τοῦ ἀετοῦ ἐνεθέμην τοὺς ἐμοὺς ἐξελών : ὡς νῦν
ἐγὼ δὲ ἡσυχῇ μειδιάσας καὶ πρὸς τὸν Ἀθηναῖον ἠρέμα τὼ ὀφθαλμὼ παραβαλών , Παιδιᾶς , ἔφην , καὶ γέλωτος ,

Back