Ψαύμιδος . Καμαρίνα νύμφη . ἐν . χαριεστάτῃ . τοῦ ταχυτάτου δίφρου . * * τοῦ ἐξ ἡμιόνων ἅρματος .
καταυγάζων ὕμνοις πανταχοῦ ἐκπέμπω ταύτην τὴν ἀγγελίαν καὶ ἵππου παντὸς ταχυτάτου καὶ ναὸς ταχείας θᾶττον , εἴπέρ τινι θείᾳ μοίρᾳ
6257221 σακους
γίνεσθαι κατὰ συγκοπήν . . . ΣΑΚΕΥΣ . Οἱονεὶ τοῦ σάκους . Οἱ γὰρ Δωριεῖς οὕτω κλίνουσι : τὸ σάκος
ἔχουσα τὸ ἐντός . θ κοιλογάστορος ] ἤτοι τοῦ κυκλοτεροῦς σάκους τοῦ κοιλογάστορος ἤγουν τοῦ κοίλην ἔχοντος τὴν γαστέρα .
5842547 Ἀρηϊθοος
Φερεκύδης δὲ Κητέως . . . . Η , : Ἀρηΐθοος ὁ Βοιωτὸς , ἄριστος τῶν κατ ' αὐτὸν ἀνθρώπων
καὶ ἀρήγω ἀρηγών , . , . * . ? Ἀρηΐθοος : ὄνομα : ἡ χρῆσις εἰς τὸ Ἄρνη .
5832178 Τιταν
ἔπειθ ' ὑπ ' αὐτοὺς θήκαμεν παρεμβολήν . ἐπεὶ δὲ Τιτὰν ἥλιος δυσμαῖς προσῆν , ἐπέσχομεν , θέλοντες ὄρθριον μάχην
, γαῖά τε καὶ πόντος πολυκύμων ἠδ ' ὑγρὸς ἀήρ Τιτὰν ἠδ ' αἰθὴρ σφίγγων περὶ κύκλον ἅπαντα . .
5816778 Ὠριωνος
Πλειόνης , ἐδιώκοντο πέντε ὅλους ἐνιαυτοὺς κατὰ Βοιωτίαν ὑπὸ τοῦ Ὠρίωνος μετὰ καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν συγγενέσθαι ζητοῦντος αὐταῖς ,
ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ κοινὸς Ποταμοῦ καὶ ποδὸς Ὠρίωνος ἐπιτέλλει . Ἱππάρχῳ ἐτησίαι ἄρχονται πνεῖν . κεʹ .
5725191 Φαεθων
μέσσον ἀν ' οὐρανὸν ἀμφιπολεύῃ , ὡρονόμον δ ' ἐπέχῃ Φαέθων , Τιτὰν δέ τε δύνῃ , τῆμος ἄρ '
, τοῦτον εὑρήσειν ἐν τῇ περὶ Ἀπολλωνίαν λίμνῃ . † Φαέθων † φησὶ τὸν ἐν Βοσπόρῳ ποταμὸν οὕτως εἶναι ψυχρόν
5635438 Σωστρατου
τὴν Ἀρκαδίαν τὴν εὐάνορα : κεῖνος , ὦ παῖ τοῦ Σωστράτου , καὶ τὰ λοιπά . * ὁ Ἑρμῆς .
ταῦτ ' ἐστίν : Δείναρχος ὁ ῥήτωρ υἱὸς μὲν ἦν Σωστράτου , Κορίνθιος δὲ τὸ γένος , ἀφικόμενος δὲ εἰς
5635073 αἰολος
προστακέντος ἰοῦ , ὃν τέκετο θάνατος , ἔτρεφε δ ' αἰόλος δράκων , πῶς ὅδ ' ἂν ἀέλιον ἕτερον ἢ
διὰ πλατέος πεδίοιο . Καί νύ κεν ἐσσυμένως ἐξ Ἄργεος αἰόλος ἵππος νίκησεν μάλα πολλὸν ἐφεζομένου Σθενέλοιο , εἰ μὴ
5612003 χρυσεον
τις ἐλθὼν μετὰ ἀσφαλείας γεωργῇ ; ποῦ δὲ εὕρῃ τὸ χρύσεον εἰρήνης πρόσωπον ; ποῖον γῆς μέρος ἐραστὰς οὐκ ἔχει
. ὑμνωιδούς τε κόρας ἤλυθεν ἑσπέριόν τ ' ἐς αὐλὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων , δράκοντα πυρσόνωτον
5606943 μνηματος
Πελοπόννησον ἐπὶ Ὀρέστου βασιλεύοντος . οὐ πόρρω δὲ τοῦ Ὕλλου μνήματος Ἴσιδος ναὸς καὶ παρ ' αὐτὸν Ἀπόλλωνός ἐστι καὶ
τε Οἰνομάου γῆς χῶμα περιῳκοδομημένον λίθοις ἐστὶ καὶ ὑπὲρ τοῦ μνήματος ἐρείπια οἰκοδομημάτων , ἔνθα τῷ Οἰνομάῳ τὰς ἵππους αὐλίζεσθαι
5601665 Ἱππου
δύμου ἐπιτέλλει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ κοινὸς Ἵππου καὶ Ἀνδρομέδας ἑσπέριος ἀνατέλλει . θʹ . ὡρῶν ιε
τῆς Λύρας ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιδ : ὁ κοινὸς Ἵππου καὶ Ἀνδρομέδας ἑσπέριος ἀνατέλλει . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ
5571682 δισκου
μὲν διαμέτρους αὐτῶν ἴσας ὑπάρχειν , τὸ δὲ τοῦ πρώτου δίσκου πάχος ἐπίτριτον μὲν τοῦ δευτέρου , ἡμιόλιον δὲ τοῦ
. καὶ ἄλλα δὲ ἡμῖν ἐστι γυμνάσια τοιαῦτα πυγμῆς καὶ δίσκου καὶ τοῦ ὑπεράλλεσθαι , ὧν ἁπάντων ἀγῶνας προτίθεμεν ,
5496396 βαινων
Μιλησίου ἀρχιτέκτονος τοῦ οἰκοδομησαμένου τοῖς Ἀθηναίοις τὸν Πειραιᾶ . Ἴσα βαίνων Πυθοκλεῖ Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Αἰσχίνου ἀντὶ τοῦ
αὐτοῦ φυλάξω ὡς λύκος , ἐπ ' ἄλλο καὶ ἄλλο βαίνων , τοῦ ἐχθροῦ ἄλλοτε ἄλλα πράγματα διαψηλαφῶν , ὥστε
5484975 Ἀνδρομεδα
Λυδίαν παῖσαν οὐδ ' ἐράνναν . . . ἔχει μὲν Ἀνδρομέδα κάλαν ἀμοίβαν . . . Ψάπφοι , τί τὰν
δύνει δὲ ὅλος Ποταμὸς Ὠρίων παρ ' ὀλίγον Κήτους λοφιὰ Ἀνδρομέδα [ Δελτωτὸν ] Κασσιέπεια Κηφεὺς ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ὀσφύος
5478012 Ποσειδαωνι
τρυφὴν καὶ ὑπερηφανίαν ἐπιλαθόμενος αὑτοῦ : Μνᾶμ ' ἀρετᾶς ἀνέθηκε Ποσειδάωνι ἄνακτι Παυσανίας , ἄρχων Ἑλλάδος εὐρυχόρου , πόντου ἐπ
τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν , ἕρξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι , ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα
5477620 πυματας
προμάχοις συῒ εἴκελος ἀλκήν , Μηριόνης δ ' ἄρα οἱ πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας . Καὶ ὅτι δεῖ τοὺς δυνάμει διαφέροντας
κατ ' αὐτήν τέσσαρας , ἑπτὰ δ ' Ἄρης , πυμάτας δύο δ ' ἔλλαχε Φαίνων . Τὰ δὲ ὅρια
5471195 καλλικομος
δὲ μέτα τριτάτην Ἑλένην τέκε θαῦμα βροτοῖσι : τήν ποτε καλλίκομος Νέμεσις φιλότητι μιγεῖσα Ζηνὶ θεῶν βασιλῆϊ τέκε κρατερῆς ὑπ
Μήνη Στίλβοντι συνάπτοι , ἢν μὲν ἅμ ' Ἑρμείῃ καὶ καλλίκομος Κυθέρεια φαίνηται , καὶ Ζηνὸς ὑπ ' ἀκτίνεσσιν ὁρῷτο
5470105 Κενταυρος
τ [ ] ἐραννὰν ἐπὶ δαῖτα ? [ ] ὀρικοίτας Κένταυρος [ ] αἰτεῖ δέ με παίδατα ? [ ]
ἠεροειδῆ καὶ προσκεκλιμένος μὲν ἐπ ' οὐδαίοιο χαμεύνης κεῖτο μέγας Κένταυρος , ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ ἱππείαισιν ὁπλαῖσι τανυσσάμενος θοὰ κῶλα
5436477 αἰετου
' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά μιν Κρόνου ? ? ?
γὰρ ζῷον ὁ αἰετός . τὸ δὲ ἀγκυλοχείλης ἐπίθετον τοῦ αἰετοῦ , ὁ ἐπικαμπεῖς τὰς χηλὰς ἔχων . ἐπὶ δὲ
5435731 ἠλεκτροισιν
δ ' Εὐρυμάχῳ πολυδαίδαλον αὐτίκ ' ἔνεικε , χρύσεον , ἠλέκτροισιν ἐερμένον , ἠέλιον ὥς : ἕρματα δ ' Εὐρυδάμαντι
πρὸς δώματα πατρός χρύσεον ὅρμον ἔχων , μετὰ δ ' ἠλέκτροισιν ἔερτο , καὶ ἐν Πηνελόπης δώροιςἄλλους τε γὰρ τῶν
5420706 ἐϊσην
Ἄρηϊ Πριαμίδης : πρόσθεν δ ' ἔχεν ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην ῥινοῖσιν πυκινήν , πολλὸς δ ' ἐπελήλατο χαλκός :
ἐβεβήκει Πριαμίδης , πρόσθεν δ ' ἔχεν ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην κοῦφα ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων . Μηριόνης δ
5418665 διφρου
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο :
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ '
5418140 Ἀρητος
ὡς ἔχων τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν παρὰ τῷ Ὁμήρῳ , οἷον Ἄρητος ὡς λέβητος . Καὶ πάλιν ὡς τὰ σπονδιακὰ ,
: πόλις Χαλκιδέων . Θεόπομπος κδ . . Ἄρης : Ἄρητος . . . . χωρίον Εὐβοίας : Θεόπομπος κδ
5406366 Ἑρμειας
τὸν Κορίνθιον . : Παρὰ δὲ Ναυκρατίταις , ὥς φησιν Ἑρμείας ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Περὶ τοῦ Γρυνείου Ἀπόλλωνος ,
τῆς ἡδονῆς ἐστιν , οὐχὶ τῶν φίλων φίλος . ὅτι Ἑρμείας ὁ Κουριεὺς τοὺς στωικοὺς στώακας καλεῖ , ἐμπόρους λήρου
5404694 καλλιπαρῃος
χεῖρας ἀνέσχον : ἣ δ ' ἄρα πέπλον ἑλοῦσα Θεανὼ καλλιπάρῃος θῆκεν Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν ἠϋκόμοιο , εὐχομένη δ '
Ἀχιλλεὺς εὗδε μυχῷ κλισίης ἐϋπήκτου : τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο καλλιπάρῃος . Ἄλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταὶ
5402569 Κυκνου
ὅτι ὁ Τένης φύσει μὲν ἦν Ἀπόλλωνος , ἐπικλήσει δὲ Κύκνου . διὰ τοῦτο οὖν ἀνεῖλε Μνήμονα ὁ Ἀχιλλεὺς ὡς
Κατεβλήθη δὲ ἡ μεγάλη ἰσχὺς τοῦ ἀνδρὸς , ἤγουν τοῦ Κύκνου . Κατέπεσε γὰρ , ὥσπερ καταπίπτει δρῦς , ἢ
5400031 ἠλασε
σὺν Ἔρωτι ? : [ τεὴν ] Πόθος ? ? ἤλασε μορφήν . Κάλλινον ? ? ? εὐπατέρεια τεὸν ?
ἐξαιρέθησαν . Λύκιοι δέ , ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν , ἐπεξιόντες καὶ μαχόμενοι ὀλίγοι
5380440 ἡνιοχου
γνήσιος πατὴρ ἐπιτροπεύει καί , εἰ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν , ἡνιόχου καὶ κυβερνήτου τρόπον ἡνιοχεῖ καὶ πηδαλιουχεῖ τὰ σύμπαντα ,
τίθενται τὸν συμβατήριον λόγον | προτείνοντες , ἵν ' οὗτος ἡνιόχου τρόπον ἐπιστομίζῃ τὴν ἐπὶ πλέον αὐτῶν φοράν . ἔστι
5378202 Ἀμυθαονος
μὲν Ἀντίμαχος [ . ] , Ταλαοῦ τοῦ Βίαντος τοῦ Ἀμυθάονος τοῦ Κρηθέως τοῦ Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός ,
οἰκιῶν ἐπλανῶντο ἀνὰ τὴν χώραν , ἐς ὃ Μελάμπους ὁ Ἀμυθάονος ἔπαυσε σφᾶς τῆς νόσου , ἐφ ' ᾧ τε
5374892 καπρου
χηνός , χοίρου , βοός , ἀρνός , οἰός , κάπρου , αἰγός , ἀλεκτρυόνος , νήττης , κίττης ,
δ ' ἑξῆς : τοῦ κρατοβρῶτος τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀτρέστου κάπρου χώραν διδόντες . τοῦ Τυδέος υἱοῦ Διομήδους . κρατοβρὼς
5368328 γενειου
δέρμα γίνεται περί τε ἐξάνθησιν καὶ ψίλωσιν τρι - χῶν γενείου καὶ κεφαλῆς : ἁρμόζει δὲ καὶ τοῖς νύκτωρ ὑπὸ
ἤγουν κεῖρε . λευκήρη ] † τὴν λευκὴν πολιὰν τοῦ γενείου . ἄπριγδ ' ] † διόλου ἀπὸ τοῦ ἀπρίξ
5367681 Φωσφορος
ζῴδιον ὡς ἔγγιστα ἑνὶ μηνί . Κατώτερος δὲ τούτου κεῖται Φωσφόρος , ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἀστήρ : οὗτος δὲ ὡς
ὁ μὲν στίλβων τὰς πλείστας μοίρας εἴκοσιν , ὁ δὲ Φωσφόρος τὰς πλείστας πεντήκοντα . Τρεῖς δ ' οἱ ἄλλοι
5356762 θρεψε
ἀνδρείᾳ , ὡς καὶ Ὅμηρός φησι : τοὺς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα καὶ πολὺ καλλίους μετά γε κλυτὸν Ὠρίωνα
' Ἀδˈράστοιο Λυγκεῖ τε φˈρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ : θρέψε δ ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος . ὁ δ ' ὄλβῳ
5346898 στιχου
τὸ μῆνιν μέρος ἐστὶ τοῦ στίχου , ἤτοι ὅλου τοῦ στίχου μέρος ἐστὶν ἢ τοῦ ἄειδε θεὰ Πηληιάδεω Ἀχιλῆος .
ἃς καὶ παραθήσομεν ἐν τῷ δεκάτῳ σελιδίῳ κατὰ τοῦ αὐτοῦ στίχου . ὁμοίως δ ' , ἐπειδὴ καί , ὅταν
5345334 ἀνασσων
θαλίαις καὶ κώμοις ἡδέσιν ὀνομαστὴν ἀποδεικνύειν . Λύκιε καὶ Δάλοιο ἀνάσσων : ὦ Λύκιε Ἄπολλον καὶ τῆς Δήλου βασιλεύων καὶ
Ἄρης ἀνθεῖ νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν . ὕπατ ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας , ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα , Ζεῦ
5334740 παγκρατιου
δὲ καὶ ἐς αὐτὸν Ἡρακλέα ὡς πάλης τε ἀνέλοιτο καὶ παγκρατίου νίκας . μετὰ δὲ Ὄξυλονδιέθηκε γὰρ τὸν ἀγῶνα καὶ
ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεάν ἐμίανε κατ ' αἶσαν ἐν περισθενεῖ μαλαχθείς παγκρατίου στόλῳ : καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ
5330991 ἐυπλοκαμος
οὕτω πινόμενα λέγει ὁ ποιητής : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη . . . ἣ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροίηλε
ἀντιθέοιο ] ? [ ] ου ? ? Τριοπίδαο Μήστρη ἐυπλόκαμος , Χαρίτων ἀμαρύγματ ] ' ἔχουσα : τὸν δ
5323836 ἑζομενη
οὗ δὴ χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρῃκία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον : Ἀργεῖος οὐκ Ἀργεῖος : Ἀργεῖος ἠναγκασμένος ,
παλλομένη κραδίην : τὸ γὰρ ὡς ὕπαρ εἶδεν ὄνειρον . ἑζομένη δ ' ἐπὶ δηρὸν ἀκὴν ἔχεν , ἀμφοτέρας δέ
5317647 πλοκον
, ἀλλ ' ἢ σάφ ' ᾔνει τόνδ ' ἀποπτύσαι πλόκον , εἴπερ γ ' ἀπ ' ἐχθροῦ κρατὸς ἦν
τεὰν τελετὰν ? [ ] ? ? μελίζοι [ ] πλόκον στεφάνων [ ] κισσίνων [ ] κρόταφον [ ]
5315168 Πολυποιτης
Κάλχας καὶ ἕτεροι , Ἀμφίλοχος , Λεοντεύς , Ποδαλείριος , Πολυποίτης ἐν Ἰλίῳ λιπόντες τὰς ναῦς αὐτῶν εἰς Κολοφῶνα πεζῇ
ἑξῆς ἐστὶ τοῦ λόγου , τῶν αὖθ ' ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης , οὐκ οἶος , ἅμα τῷ γε Λεοντεύς ,
5310703 παρανατελλει
, μεγέθους αʹ , κράσεως Ἀφροδίτης καὶ Διός . πάλιν παρανατέλλει λαμπρὸς ἀστὴρ ὁ καλούμενος Ἀντάρης μοίρας ιϚʹ , λεπτῶν
, μεγέθους βʹ , κράσεως Ἀρεως μόνου . ἔτι δὲ παρανατέλλει τὸ Νεφέλιον ἀπὸ μοίρας θʹ ἕως μοίρας ιεʹ :
5307799 συος
τὸ δὲ ἐκτίσαντο ἀντὶ τοῦ ᾤκησαν , ὡς τὸ ὀρεικτίτου συός παρὰ Πινδάρῳ [ . ] , ἀντὶ τοῦ ὀρειοίκου
εἷλεν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ συός τε θήρα , περὶ οὗ σαφὲς οὐδὲν οἶδα εἰ
5299173 φαιδιμος
ἀτιμᾷ τοῖον ἐόντα . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός : “ ὦ πάτερ , ἦ τοι ἐμὸν
Τρώεσσι μάχοιτο . τόν ῥα τόθ ' ἁπτόμενον νέκυος βάλε φαίδιμος Ἕκτωρ χερμαδίῳ κεφαλήν : ἣ δ ' ἄνδιχα πᾶσα
5287517 χαλκεος
ἀνάεδνον αἰτεῖ τὴν Κασσάνδραν . . οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος : ἡ διπλῆ ὅτι χαλκοῖ οἱ θώρηκες , πρὸς
: ] ἐννέα δ ' αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων ἐκ γαίης κατιών , δεκάτῃ κ ' ἐς
5280773 λοιβας
παγάς τ ' οὐρειᾶν ἐκ μόσχων Βάκχου τ ' οἰνηρὰς λοιβὰς ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν , ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται
τρίτον Διὸς Σωτῆρος , καθὰ καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἐπιγόνοις : λοιβὰς Διὸς μὲν πρῶτον ὡραίου γάμου Ἥρας τε – ×
5276634 πορφυρεαις
δὲ Ἀπολλώνιος ἐπὶ τοῦ βλέπειν . λιγνύν : κάπνον . πορφυρέαις ἑλίκεσσιν : ταῖς τοῦ καπνοῦ συστροφαῖς πορφυριζούσαις , ταῖς
ψαλμοῖσιν ἀντίσπαστ ' ἀείδοντες μέλη σφηκῶσαι λάμπει δ ' ἐπὶ πορφυρέαις παρῇσι φῶς ἔρωτος τό γε μὴν ξείνια δούσας ,
5273103 ἱππουριν
. κρατὶ δ ' ἐπ ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν . εἵλετο δ
κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν , ἵππουριν , δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : εἵλετο δ
5271498 ἐσπειρεν
εἰς θεοὺς διένειμεν ὁ δημιουργὸς , λέγων ὅτι τὰς μὲν ἔσπειρεν εἰς γῆν , τὰς δὲ εἰς ἥλιον : εἶπε
, τῇ Πελοπίᾳ δὲ ὁ πατὴρ ἐμίχθη καὶ τὸν Αἴγισθον ἔσπειρεν : οὗτος δ ' ἀπέκτεινε μὲν μετὰ τῆς Κλυταιμνήστρας
5266659 Ἰχθυς
λαμπρὸς ἀστὴρ καὶ μέγιστος γνωριζόμενος πᾶσιν καὶ λέγεται ὁ νότιος Ἰχθὺς ἐν μοίραις δέκα , πρώτου μεγέθους , κράσεως Ἑρμοῦ
' ἐναλλάσσονται πρὸς πρώτην Σεπτεβρίου , τὴν δὲ δευτέραν ὁ Ἰχθὺς ἀπὸ τοῦ νότου παύει , τὴν δὲ τριτάτην τὸ
5259727 ἐριουνιος
ἀστράγαλοι ἡ ἔσοπτρος Δῶρον ἀλεξικάκοιο Διὸς θνητοῖσιν ὀπάσσαι κεκλόμενος Μαίης ἐριούνιος ἦλθε κομίζων υἱός , ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς
ἰσχύειν , ἐξ οὗ καὶ σῶκος ὁ ἰσχυρός : σῶκος ἐριούνιος . . . . , . ἄντυξ : ἡ
5259252 Δελτωτου
Ἀθηνᾶ καὶ ἡ οὐρὰ τοῦ Κήτους καὶ τὸ γʹ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ ὁ Κυνοκέφαλος ὁ τὰ λύχνα φέρων καὶ ἡ
τῷ τρίτῳ δεκανῷ ἡ κεφαλὴ τοῦ Κήτους , τὸ ὑπόλοιπον Δελτωτοῦ καὶ κέρκις τῆς Αἰλούρου , Περσεὺς δὲ κατακέφαλα καὶ
5259239 λεοντος
καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν συνθέμενοι πρὸς ἀλλήλους ἐξῆλθον ἐπὶ ἄγραν . λέοντος δὲ αὐτοῖς περιτυχόντος ἡ ἀλώπηξ ὁρῶσα τὸν ἐπηρτημένον κίνδυνον
πρὸς οἴκους κλιμάκων προσαμβάσεις , ὡς πασσαλεύσηι κρᾶτα τριγλύφοις τόδε λέοντος ὃν πάρειμι θηράσας ' ἐγώ . ἕπεσθέ μοι φέροντες
5257379 Ἀρεος
ἐπίθετόν ἐστι τοῦ Ἄρεος : Ἁρμονίαν γὰρ τῆς Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεος θυγατέρα εἶχεν ὁ Κάδμος . φεῦ φεῦ ] διὰ
τοὺς μὲν [ ] τὸν δὲ βίῃ ἀέκοντος [ ] Ἄρεος υἷα κελαινὸν [ ] ἀλλ ' οὔ τις δυ
5252964 Μελαμποδος
ἐξ Ἄργεος ἄνδρα κατακτάς , μάντις : ἀτὰρ γενεήν γε Μελάμποδος ἔκγονος ἦεν , ὃς πρὶν μέν ποτ ' ἔναιε
Αἰγιαλέως , ὄντες Νηλεῖδαι τὰ πρὸς μητρός , ἀπὸ δὲ Μελάμποδος γενεαί τε ἓξ καὶ ἄνδρες ἴσοι μέχρις Ἀμφιλόχου τοῦ
5249638 πατˈρος
ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν ἱκόμαν οἴκαδ ' , ἀρχαίαν κομίζων πατˈρὸς ἐμοῦ , βασιλευομέναν οὐ κατ ' αἶσαν , τάν
ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκˈρυφον οἶμον , πατˈρὶ δὲ πατˈρὸς ἐνέπˈνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον : Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα
5242337 Τυνδαρεου
οὐκ ἰσοσυλλαβεῖ τῇ γενικῇ : διὸ ἀπὸ μὲν τοῦ Τυνδάρεος Τυνδαρέου Τυνδαρέῳ πρὸ μιᾶς ὁ τόνος , ἀπὸ δὲ τοῦ
βοῶπις Αἰτωλ ? ? ? ? [ ἣ μὲν [ Τυνδαρέου θαλερὸν λέχος ] εἰσαναβᾶσα Λήδη ἐυπλόκαμος ? [ ἰκέλη
5242295 μενεπτολεμος
: „ ἰδίως δέ „ πρὸ Φθίων δὲ Μέδων τε μενεπτόλεμός ” τε Ποδάρκης . οἱ μὲν πρὸ Φθίων μεγαθύμων
τ ' ἀντίθεος καὶ Ἰάλμενος ὀβριμόθυμος , Θάλπιος Ἀμφίμαχός τε μενεπτόλεμός τε Λεοντεύς : σὺν δ ' Εὔμηλος ἔβη θεοείκελος
5236084 Ἀρκτος
' ἕλεν ὕπνος . ἆμος δὲ στρέφεται μεσονύκτιον ἐς δύσιν Ἄρκτος Ὠρίωνα κατ ' αὐτόν , ὃ δ ' ἀμφαίνει
τοῦ πανσέπτου καὶ παντάρχου . Τέλος τοῦ πρώτου βιβλίου . Ἄρκτος θηρίον ἐστί , ζῷον δασὺ καὶ νωθρόν , κατὰ
5230614 ἀργυρεον
οἱ κάλαμοι ἐμπεπήγασιν , ὡς τό : ἐπὶ δ ' ἀργυρέον ζυγὸν ἦεν καὶ τὰς τῶν ἐρεσσόντων καθέδρας , καὶ
οἱ κάλαμοι ἐμπεπήγασιν , ὡς τό : ἐπὶ δ ' ἀργυρέον ζυγὸν ἦεν καὶ τὰς τῶν ἐρεσσόντων καθέδρας , καὶ
5229818 ἐτευξεν
αὐτοὺς ἔρδει θεράποντας : πολλάκι δ ' ὀφθαλμοῖσι σίνος λιποφεγγὲς ἔτευξεν , καὶ γονέας νούσοις ψυχμῷ καὶ βηχὶ χαλέπτει .
, ὑγιέα ἐπαλθέα νοῦσον ἔτευξεν ] ἰάσιμον τὸ νόσημα ἐποίησεν ἔτευξεν ] ἀντὶ τοῦ κατασκευάζει ἤν γε μέν : ὡς
5211474 κρανι
. καὶ νεαροῦ μεγάλου τ ' αὐλωπία ἐν θέρει ὠνοῦ κρανί ' ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ : καὶ παράθες
καὶ τὴν ἄρδαν ἀπ ' ἐμοῦ σπόγγισον . ὅστις παρέθηκε κρανί ' ἢ τραχήλια . ὦλεν ὀβελίαν σποδεῖν , ἄρτου
5209079 παρδαλεην
δηιοτῆτι . : Λ . ἀθετοῦνται ἀμφότεροι : ὁ γὰρ παρδαλέην ἀνειληφὼς καὶ τοξικὴν στολὴν ἔχων οὐκ ἂν προκαλοῖτο εἰς
σκέποντα καὶ ἄφετα ἐξαρτώμενα , οἷον πήραν ἢ λεοντῆν ἢ παρδαλέην : Ἀρριανὸς δὲ καὶ διφθέρας καθάπτεσθαι λέγει . .
5207331 Ἀγχιαλην
εἶναι Ἀσσυρίοις γράμμασι τοιάνδε „ Σαρδανάπαλλος ὁ Ἀνακυνδαράξεω παῖς ” Ἀγχιάλην καὶ Ταρσὸν ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . ἔσθιε πῖνε „
ἔχων . οὗ καὶ ἐπιγέγραπται τῷ μνήματι : Σαρδανάπαλος Ἀνακυνδαράξεω Ἀγχιάλην ἔδειμε καὶ Ταρσὸν μιῇ ἡμέρῃ , ἀλλὰ νῦν τέθνηκεν
5202002 ἀργυροπεζα
δηλοῖ τὸν πόδα , καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ συντεθέντα , ἀργυρόπεζα : τετράπεζα : τράπεζα . Τὰ εἰς α λήγοντα
' ἄπληστον ἄμυξα . ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ
5201067 Σιμοεντος
οὐδέτερον τὴν διὰ τοῦ ντ κλίσιν ἐκώλυσεν , Σιμόεις γὰρ Σιμόεντος φαμὲν τὸ κύριον , κἂν μὴ ποιῇ οὐδέτερον :
ἔνθ ' ἴθυσε μάχη πεδίοιο ἀλλήλων ἰθυνομένων χαλκήρεα δοῦρα μεσσηγὺς Σιμόεντος ἰδὲ Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος
5200737 ἀλεκτρυονος
τί πρὸς ταῦτ ' εἶφ ' ; ὅ τι ; ἀλεκτρυόνος μ ' ἔφασκε κοιλίαν ἔχειν . “ ταχὺ γοῦν
ἀρξάμενος ὅπως ἐς Πυθαγόραν μετεβλήθης , εἶτα ἑξῆς ἄχρι τοῦ ἀλεκτρυόνος : εἰκὸς γάρ σε ποικίλα καὶ ἰδεῖν καὶ παθεῖν
5200199 ἠλασεν
εὗρε τῆς κακῆς συνωρίδος φέρτερον ἡνίοχον : χανδὸν πιὼν γὰρ ἤλασεν . προσεσκώφθη δὲ ὑπὸ Σωφίλου τοῦ κωμικοῦ ἐν δράματι
ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν . Ἦ ῥα καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος σμερδαλέῳ : μέγα δ ' ἀμφὶ σάκος
5195234 δαιδαλεου
θεάων . τὴν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου καλοῦ δαιδαλέου : ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν : κέκλετο δ
ἔσω δρόμον ἁμέρας , ὅθεν αἰθέρος ἅρμα προσίπταται ; ὦ δαιδαλέου καμάτου τέχνας : ὀλίγη λίθος ἐνδέδυται πόλον , τὸν
5193041 Καπρου
τῶν συμμάχων , παρεσκευάζοντο ὡς μάχην συνάψοντες ἐπὶ τῷ καλουμένῳ Κάπρου σήματι . Μεσσηνίοις μὲν οὖν Ἠλεῖοι καὶ Ἀρκάδες ,
δὴ εἰκότα καὶ οὕτως ἐσκληθέντος τοῦ παγκρατίου κρατηθεὶς ὑπὸ τοῦ Κάπρου ὅμως ἐχρήσατο ἐς τοὺς πύκτας θυμῷ τε ἐρρωμένῳ καὶ
5189583 ἐκλυε
ἔντοσθε χαράδρης , τῶν δέ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν : ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε πόνος
. ” ὣς ἔφατ ' εὐχόμενος : τοῦ δ ' ἔκλυε μητίετα Ζεύς , αὐτίκα δ ' ἐβρόντησεν ἀπ '
5185985 τρυφαλειαν
σάκεος σέλας αἰθέρ ' ἵκανε καλοῦ δαιδαλέου : περὶ δὲ τρυφάλειαν ἀείρας κρατὶ θέτο βριαρήν : ἣ δ ' ἀστὴρ
πιστὸς ἑταῖρος , ἀπώλεσε τὰ προκατειλεγμένα , λέγω ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν καὶ καλὰς κνημῖδας καὶ θώρηκα : ἕτερα γὰρ ἀντὶ
5185648 Στιλβων
ἔλαχεν Πυρόεις μετὰ τούσδε . Τὰ δὲ ὅρια οὕτως : Στίλβων ἐν τούτῳ προτέρας ἓξ ἔλλαχε μοίρας , τὰς δ
πρεσβυτέρας δίδωσι γυναῖκας ἢ καὶ πόρνας , εἰ καὶ ὁ Στίλβων μετ ' αὐτῶν πλήρης προϊσταμένων . εἰ δὲ καὶ
5184392 ἰχθυος
, καὶ ἔχουσιν ἰοῦ τὸ στόμα ἔμπλεων καὶ ὅτου ἂν ἰχθύος ἀπογεύσωνται , ἄβρωτον ἀπέφηναν αὐτόν . ἤδη δὲ καὶ
. Εὐφράνωρ ὁ ὀψοφάγος ἀκούσας ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανεν θερμὸν ἰχθύος τέμμαχος καταπιὼν ἀνεφώνησεν : ἱερόσυλος ὁ θάνατος . Κίνδων
5184105 Ἱπποδαμεια
, ἅρμα δὲ πρώτην κατασκευάσασαν διὰ τοῦτο ἱππίαν κεκλῆσθαι . Ἱπποδάμεια : Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Τιμόθεον ἀγοράν φησιν εἶναι
Ἀτρέως , ἐλέους ἔτυχε παρὰ Πέλοπος διὰ τὸν ἔρωτα . Ἱπποδάμεια δ ' ἀνέπειθεν Ἀτρέα καὶ Θυέστην ἀναιρεῖν αὐτὸν ,
5179433 ὑος
τὸ ἐντελὲς ὀνομαζόμενον δεῖπνον , μία ὄρνις ἑκάστῳ καὶ κρέας ὑὸς καὶ λαγῷα καὶ ἰχθὺς ἐκ ταγήνου καὶ σησαμοῦντες καὶ
ταυτησί , ἔτι βαθέος ὄρθρου , Ἱπποκράτης , ὁ Ἀπολλοδώρου ὑὸς Φάσωνος δὲ ἀδελφός , τὴν θύραν τῇ βακτηρίᾳ πάνυ
5178863 τικτεν
περικλυτός ὅν ποτε Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα παρ ' Ἀσωποῖο ῥοῇσι τίκτεν , ἄμωμον ἔχοντα δέμας καὶ ἐπίφρονα μῆτιν . Κηφεύς
Διονύσου Βακχῶν : Θυὰς γὰρ ἡ Βάκχη . Μόνον ἀθανάτα τίκτεν ] * Ὅσους παῖδας ἡ Θέτις ἐγέννα , ἐν
5177216 τριτατην
δευτέραν εἰκοστὴν κρύπτεται ὁ Τοξότης καὶ Δίδυμοι ἀνίσχουσι πρὸς τὴν τριτάτην ταύτης : τὴν δωδεκάτην τὴν διπλὴν φαίνονται μὲν Ὑάδες
τὸν Σελασφόρον , δευτέραν Ἀφροδίτην τε , Ἑρμῆν δὲ τὴν τριτάτην , τετάρτην τὴν Σελήνην τε , τὴν πέμπτην δὲ
5171055 χερσαιου
σπέρμα κἄπειτα κόψας τε καὶ σήσας ῥύμματι χρῷτο . κροκοδείλου χερσαίου κόπρος λαμπρόν τε καὶ τετανὸν ἐργάζεται τὸ πρόσωπον :
δὲ ἄρα ὀστράκοις αὐτοῖς ἐκκαθαίρει τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων . χερσαίου δὲ ἐχίνου καυθέντος ἡ σποδιὰ πίττῃ προσανακραθεῖσα εἶτα μέντοι
5170302 ἀγλαος
δι ' ὑμᾶς πᾶσι μόνιμοι διὰ παντός . εἴ τις ἀγλαός : ἀνδρεῖος νῦν : αἱ γὰρ τρεῖς ἀρεταὶ δι
. * ὅγ ' : ὁ δράκων ἄγλαυρος δὲ ἤτοι ἀγλαός , καλός , λαμπρός , εὐτραφής , ὡραῖος φαίνεται
5164436 ἠϊξεν
δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται : τῷ ἐϊκυῖ ' ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη , κὰδ δ ' ἔθορ
ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον Ἠριγενείης . Νὺξ δὲ μελαγκρήδεμνος ἀφεγγέα κῶνον
5162791 δολιχον
: ταῦτα δὲ ἤμελλον δοῦναι γέρας τοῖς νικῶσιν . . δολιχόν ἐστι τὸ ἑπτάκις ἀνελθεῖν καὶ κατελθεῖν , ἤγουν πλεονάκις
' , οἳ ναίουσιν Ἀχιλλῆος δρόμον αἰπὺν , στεινὸν ὁμοῦ δολιχόν τε , καὶ αὐτῆς ἐς στόμα λίμνης . Τῶν
5161056 πτηνου
κάθειρξις , σύλληψίν τε εἰρῆσθαι τὸ πάθος διὰ τὸ ἁρπαγῇ πτηνοῦ ἐοικέναι τὰ γιγνόμενα . ἀλλὰ τούτους μὲν τοὺς μύθους
δὲ ζῷον ἅπαν ἢ ὁλόπτερον ἢ σχιζόπτερον , ὡς τοῦ πτηνοῦ ζῴου τῆς διαφορᾶς ταύτης οὔσης , ἀλλ ' οὐχὶ
5158743 Φηρας
τῷ Ἀχιλλεῖ „ Καρδαμύλην Ἐνόπην ” τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν Φηράς τε ζαθέας ἠδ ' Ἄν - „ θειαν βαθύλειμον
δώσει εὖ ναιόμενα πτολίεθρα Καρδαμύλην Ἐνόπην τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν Φηράς τε ζαθέας ἠδ ' Ἄνθειαν βαθύλειμον καλήν τ '
5157192 ἀμπετασας
, ὥραν ἐχούσης γάμου : τὸν πλόκαμον ἀναπλώσας : βόστρυχον ἀμπετάσας : διὰ τί δὲ μὴ τὸν σὸν βόστρυχον ἐπὶ
παράμουσος ἑορταῖς ; οὐκ ἐπὶ καλλιχόροις στεφάνοισι νεάνιδος ὥρας βόστρυχον ἀμπετάσας λωτοῦ κατὰ πνεύματα μέλπηι μοῦσαν ἐν ἇι Χάριτες χοροποιοί
5156023 Ἰδας
Μελέαγρος Οἰνέως , Δρύας Ἄρεος , ἐκ Καλυδῶνος οὗτοι , Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως ἐκ Μεσσήνης , Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης
παρθένον ἐφρούρει . [ Ἰδὼν δὲ αὐτὴν χορεύουσαν ? ] Ἴδας ὁ Ἀφάρητος καὶ ἁρπάσας ἐκ χοροῦ ἔφυγεν . Ὁ
5152295 ἀμφιπολον
ἀπήλασεν Εὐρύλοχος , ἐδέξατο δ ' ἐν Ἐλευσῖνι Δημήτηρ καὶ ἀμφίπολον ἐποίησεν . ἀπ ' αὐτοῦ δὲ καὶ ἡ Σαλαμὶς
αὐτὸς ὁ Ὀδυσσεύς : ἀθετεῖ [ καὶ ] Ζηνόδοτος . ἀμφίπολον ταμίην ὀτρυνέμεν ὅττι τάχιστα κρύβδην : κείνη γάρ κεν
5149048 κεροεσσα
δακρύοισι πεφυρμένος ἰνδάλλοιτο . ἢν δέ γε Ταῦρον ἔχῃσι παλίμφοιτος κερόεσσα , ἀνέρος ἀφνειοῦ ἐνὶ δώμασιν ἠλασκάζων δμὼς ὀλοὸς κρύπτοιτο
ἐς χέρας εἶσιν ἄνακτος . Ταύρῳ δ ' ἐμβεβαυῖα παλίμφοιτος κερόεσσα πέμπει πρὸς σθεναρὸν κτῆμα βροτόν , οὐδέ κε ῥεῖα
5147643 χαλκεον
ἀκόντισεν Ἰδομενῆος : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος , αἰχμὴ δ ' Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
ἀποκτείνῃ . Δείσας δὲ ὁ Ἀκρίσιος , ὑπὸ γῆν θάλαμον χάλκεον κατασκευάσας , Δανάην τὴν αὑτοῦ θυγατέρα ἐφρούρει . Ταύτης
5144280 ἑσπεριος
. ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς
δύνει , καὶ ὁ ἐν τῷ ἑπομένῳ ὤμῳ τοῦ Ἡνιόχου ἑσπέριος δύνει . Καίσαρι νότος πνεῖ . Ϛʹ . ὡρῶν
5143418 Σιδονιων
δ ' Ἡφαίστοιο : πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως , Σιδονίων βασιλεύς , ὅθ ' ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε κεῖσέ με
κηώεντα , ἔνθ ' ἔσάν οἱ πέπλοι παμποίκιλα ἔργα γυναικῶν Σιδονίων , τὰς αὐτὸς Ἀλέξανδρος θεοειδὴς ἤγαγε Σιδονίηθεν ἐπιπλὼς εὐρέα
5141145 ἡρωϊ
δῖον ἀνῆκεν , αὐτὸς δ ' αὖτ ' ἐπὶ Πατρόκλῳ ἥρωϊ βεβήκει , στῆ δὲ παρ ' Αἰάντεσσι θέων ,
ἐκτελέσω , μή μοι μεταμώνια νήματ ' ὄληται , Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον , εἰς ὅτε κέν μιν μοῖρ ' ὀλοὴ
5140224 κρατηρ
: περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα καὶ τρίπους χρυσοῦς , ἐφ
ὥστε κατὰ λόγον τρίτον τῷ Διὶ σπένδεταί τε καὶ ὁ κρατὴρ τρίτος τίθεται . Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καὶ Διὸς σωτῆρος σπονδὴ
5138287 δησεν
οὔ τι παλίσσυτος ἵκετ ' ὀπίσσω . τῶ μιν ἀμηχανίη δῆσεν φρένας : ἀλλὰ καὶ ἔμπης πᾶσαν ἐφημοσύνην Θέτιδος μετέειπεν
τηλοῦ ἐπὶ ψαμάθοις , ἐκ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῇ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός , ἧς ἄρ ' ἀνώγει τοξεύειν : ὃς
5137924 δομῳ
κατὰ δῶμα , αὐτὰρ ἐγὼ Θήβῃσιν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ ἐν δόμῳ Ἠετίωνος , ὅ μ ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν δύσμορος
ῥά γ ' ἄτεκνος ; οὔκ , ἀλλὰ τριετῆ παῖδα δόμῳ λιπόμαν . * Ἀμύντου † τασπσαρος ! ἄτρεστον Λακεδαίμονα
5136464 θαλερην
ὠκείης ἐπὶ νηὸς ἄγων ἑλικώπιδα κούρην Αἰσονίδης , καί μιν θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν . καί ῥ ' ἥ γε
περιαλγέι ποίας δρέψασθαι νεοκμῆταςὃ γὰρ προφερέστατον ἄλλων χώρῳ ἵνα κνῶπες θαλερὴν βόσκονται ἀν ' ὕλην . πρώτην μὲν Χείρωνος ἐπαλθέα
5133248 ἑῳος
ὡρῶν ιδ : ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἑπομένου Διδύμου ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : Κύων ἑσπέριος
ἔτει Ἀδριανοῦ κατ ' Αἰγυπτίους Ἐπιφὶ βʹ εἰς τὴν γʹ ἑῷος ὁ τῆς Ἀφροδίτης τὸ πλεῖστον ἀπέστη τοῦ ἡλίου τῆς
5131916 κρατι
Φλεγραῖον Ἄρης ὑπὸ χερσὶ Μίμαντα : χρυσείην δ ' ἐπὶ κρατὶ κόρυν θέτο τετραφάληρον λαμπομένην , οἷόν τε περίτροχον ἔπλετο
οἶδ ' ὁποίου πρῶτον ἄρξωμαι τὰ νῦν . γέγηθα , κρατὶ δ ' ὀρθίους ἐθείρας ἀνεπτέρωσα καὶ δάκρυ σταλάσσω ,
5130320 ἑπτακι
κόχλῳ ἀμήσατο φαρμάσσεσθαι , ἑπτὰ μὲν ἀενάοισι λοεσσαμένη ὑδάτεσσιν , ἑπτάκι δὲ Βριμὼ κουροτρόφον ἀγκαλέσασα , Βριμὼ νυκτιπόλον , χθονίην
ἅπαξ αʹ , ὀκτάκι δὲ ὀκτὼ τῷ δὶς δύο , ἑπτάκι δὲ ἑπτὰ τῷ τρὶς γʹ , ἑξάκι δὲ ἓξ
5126966 μαρμαιρων
ἐστιν ὁμίχλης ἠελίου δύνοντος ἐπὶ κλίσιν ἠριγενείης . αὐτὰρ ὃ μαρμαίρων ἀκρέσπερος ἔρχεται ἀστήρ οὐρανὸν αἰγλήεντα διαυγέα πρῶτα χαράσσων :
κατὰ σκοπιὰς Παλλήνης φύεται ἀστέριος καλὸς λίθος οἷά τις ἀστὴρ μαρμαίρων , λυχνίς τε πυρὸς φλογὶ πάμπαν ὁμοίη . Ἴστρον
5120807 πυματην
γὰρ [ ] αὐτοκασιγνητ [ ] διογενὴς [ ] ἐς πυμάτην ? πιπτ ? ? [ ! ! ! !
νεαροῦ μεγάλου ταυλωπία ἐν θέρει ὠνοῦ κράνιον , ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ : καὶ παράθες θερμὸν ταχέως καὶ τρῖμμα
5114891 Ἀντιλοχου
τεθῆναι . [ καὶ Νέστωρ μὲν οὐκ ἠξίωσε μετ ' Ἀντιλόχου ταφῆναι δι ' αὐτὸν ἀποθανόντος , οἴκαδε τὰ ὀστᾶ
μάλιστα ἐς ἔννοιαν ἑαυτοῦ ἀφικέσθαι λέγει , ξυμβαίνοντος ἑαυτῷ τοῦ Ἀντιλόχου τὴν ἡλικίαν τε καὶ τὸ μέγεθος , πολλοῖς δὲ

Back