. καὶ νεαροῦ μεγάλου τ ' αὐλωπία ἐν θέρει ὠνοῦ κρανί ' ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ : καὶ παράθες
καὶ τὴν ἄρδαν ἀπ ' ἐμοῦ σπόγγισον . ὅστις παρέθηκε κρανί ' ἢ τραχήλια . ὦλεν ὀβελίαν σποδεῖν , ἄρτου
8366116 πυματην
γὰρ [ ] αὐτοκασιγνητ [ ] διογενὴς [ ] ἐς πυμάτην ? πιπτ ? ? [ ! ! ! !
νεαροῦ μεγάλου ταυλωπία ἐν θέρει ὠνοῦ κράνιον , ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ : καὶ παράθες θερμὸν ταχέως καὶ τρῖμμα
7394699 ξηρανθῃ
δ , ϲὺν ὄξει δριμυτάτῳ ἡμικοτυλίῳ λέαινε , μέχρι ἂν ξηρανθῇ , καὶ ἀνελόμενοϲ χρῶ μήλην βάπτων καὶ ἐπικυλίων τῷ
ᾖ , διαπλάσσειν φθόεις , εἶτα ξηραίνειν : ὅταν δὲ ξηρανθῇ , κατακαίειν ὡς δυνατὸν μάλιστα : εἶτα ἐπειδὰν ψυχθῇ
7390776 νεαρου
ἀνὰ ⋖ μηʹ , βάτου χυλοῦ ⋖ ιϚʹ , βουτύρου νεαροῦ ⋖ μηʹ , λυκίου ἰνδικοῦ ⋖ κδʹ , αἵματος
, λυπεῖ δὲ οὐδὲ ἕν . ἡμερωθείς γε μὴν ἐξέτι νεαροῦ πραότατός ἐστι καὶ ἐντυχεῖν ἡδύς , καὶ ἔστι φιλοπαίστης
7322430 Ὠριωνος
Πλειόνης , ἐδιώκοντο πέντε ὅλους ἐνιαυτοὺς κατὰ Βοιωτίαν ὑπὸ τοῦ Ὠρίωνος μετὰ καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν συγγενέσθαι ζητοῦντος αὐταῖς ,
ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ κοινὸς Ποταμοῦ καὶ ποδὸς Ὠρίωνος ἐπιτέλλει . Ἱππάρχῳ ἐτησίαι ἄρχονται πνεῖν . κεʹ .
7263391 οἰνῃ
κελέβῃ , κεράσαι δὲ σὺν ὄξεϊ , πολλάκι δ ' οἴνῃ ἢ ὕδατι : χραισμεῖ δὲ καὶ ἐνθρυφθέντα γάλακτι .
, τὰ δὲ διπλόα δέρκεται ὄσσοις οἷα χαλικραίῃ νύχιος δεδαμασμένος οἴνῃ . ὡς δ ' ὁπότ ' ἀγριόεσσαν ὑποθλίψαντες ὀπώρην
7178935 μοσχου
, ἀλόης ἀνὰ γοβ . ἄμβαρος γοα . μαστίχης , μόσχου , ἀνὰ γράμματα στ . εἰ δὲ παρείη καὶ
καὶ λυκῆ ἡ τοῦ λύκου , καὶ μοσχῆ ἡ τοῦ μόσχου , ὡς Ἀναξανδρίδης εἴρηκεν ἀρκτῆ λεοντῆ παρδαλῆ μοσχῆ κυνῆ
7138749 Χειμων
ὁπότε καὶ οἱ ἐχθροὶ σώζειν αὐτὸν ἐθέλοντες οὐ δύναιντο . Χειμὼν δ ' ἔτυχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐξ ἠοῦς ,
τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα
7094512 γλαυκου
ἰχθύσι μὲν ῥίνης ἢ φάγρου ἢ γαλεοῦ τοῦ μεγάλου τοῦ γλαυκοῦ , ἢ τῶν ἀλλῶν τῶν τοιούτων , πᾶσιν ἐν
οὔλην ἕρπυλλον , λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον / πορφυρέην γλαυκοῦ τε χελιδονίοιο πέτηλα / καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν
7079684 ἀγροτερης
δὲ κύμινα χέαις βλαστόν τε κονύζης , ἄμμιγα δ ' ἀγροτέρης σταφίδος λέπος : ἶσα δὲ δάφνης σπερμεῖα κύτισόν τε
Οἴτην καὶ βαθὺν εὐδένδρου πρῶνα πατεῖς Φολόης , τοῦτό σοι ἀγροτέρης Διονύσιος αὐτὸς ἐλαίης χλωρὸν ἀπὸ ⌋ δρεπάνῳ θῆκε ταμὼν
7077072 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
7076183 Κυων
ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἐπιτέλλει . ὡρῶν ιε : Κύων ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ
ἐπὶ πλέον ἄχρι παρ ' αὐτὸν Κρητῆρα , φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς :
7068671 Λαγωου
μεταξὺ τοῦ Κήτους καὶ τοῦ „ Πηδαλίου τεταγμένοι ὑποκάτω τοῦ Λαγωοῦ ἐν οὐδενὶ ” ἄστρῳ καταριθμοῦνται , ἀλλ ' εἰσὶν
καὶ πάντα κατέρχεται Ὠρίωνος , πάντα γε μὴν ἀτέλεστα διωκομένοιο Λαγωοῦ . Ἀλλ ' οὐχ Ἡνιόχῳ Ἔριφοι οὐδ ' Ὠλενίη
7057874 καμπη
δὲ μὴ σήπηται ὁ καρπὸς ἐν τῷ δένδρῳ , μηδὲ κάμπη αὐτοῦ ἅπτηται , σαύρου χλωροῦ τῇ χολῇ περιάλειφε τὸ
αὐτῶν τυμβευθήσεται ἀντὶ τοῦ καταποθήσεται ὑπὸ τῶν θαλασσίων θηρίων : κάμπη δὲ τὰ κήτη . πολλῶν * γὰρ * ἐν
7057140 καταπαστον
οἰνοφόρου βότρυος χαίτην ἀποβάλλῃ , τῆμος ἔχειν ὀπτὸν σαργὸν τυρῷ κατάπαστον , εὐμεγέθη , θερμόν , δριμεῖ δεδαιγμένον ὄξει :
. Οὑμοὶ δέ γ ' αὖ λέγουσιν ὡς ἁλουργίδα ἔχων κατάπαστον καὶ στεφάνην ἐφ ' ἅρματος χρυσοῦ διώξεις Σμικύθην καὶ
7031401 φαρυγος
παχὺν αὐχένα , κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ : φάρυγος δ ' ἐξέσσυτο οἶνος ψωμοί τ ' ἀνδρόμεοι :
: τῶι δ ' ὕπνωι παρειμένος τάχ ' ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα . δαλὸς δ ' ἔσωθεν αὐλίων †
7028093 αἰνυμενος
δέρμα λέοντος . τοῦ κεράσας κρητῆρα μέγαν χρυσοῖο φαεινὸν σκύπφους αἰνύμενος θαμέας ποτὸν ἡδὺν ἔπινεν . καί ῥ ' ὁ
τοῦ ταχέος : σκαρθμὸς ὁ πούς αἰνύμενος ] λαμβάνων : αἰνύμενος ἐκ τοῦ αἴνυμαι , τὸ ἀφαιροῦμαι καὶ λαμβάνω μογέοντι
7011556 πεταλοισι
ἀπὸ σπληδοῖο φαείνεται ὅστις ἐπαύρῃ . τῷ ἴκελος Περσεῖος ὑποτρέφεται πετάλοισι , τοῦ καὶ σμερδαλέον νεύει κάρη αἰὲν ὑποδράξ ἐσκληκός
Ἀετύλου φησὶν οὕτως : Τίς δὴ τῶν νῦν , τοσάδε πετάλοισι μύρτων ἢ στεφάνοισι ῥόδων ἀνεδήσατο νίκας ἐν ἀγῶνι περικτιόνων
7003385 ἐριφου
' αἰγιδίων κατὰ ταὔθ ' ἃ μὴ τυρὸν ποιεῖ , ἐρίφου : διὰ τὴν ἐπικαρπίαν γὰρ τῶν ἁδρῶν ταῦτ '
. „ τοῦ δὲ λύκου αὐλοῦν - τος καὶ τῆς ἐρίφου ὀρχουμένης οἱ κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ
6995829 συος
τὸ δὲ ἐκτίσαντο ἀντὶ τοῦ ᾤκησαν , ὡς τὸ ὀρεικτίτου συός παρὰ Πινδάρῳ [ . ] , ἀντὶ τοῦ ὀρειοίκου
εἷλεν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ συός τε θήρα , περὶ οὗ σαφὲς οὐδὲν οἶδα εἰ
6974952 Δελφις
, καὶ ἐκεῖ κατοικήσας ὁ Καστάλιος , οὗ ὁ υἱὸς Δέλφις ἐπεκράτησε τῶν τόπων , καὶ ἀπ ' αὐτοῦ Δελφοὺς
κἠξαπίνας ἅφθη κοὐδὲ σποδὸν εἴδομες αὐτᾶς , οὕτω τοι καὶ Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ ' ἀμαθύνοι . ἶυγξ , ἕλκε
6974291 σιζει
, χρωσθείς , ὁμοῦ τι πρὸς τέλος δρόμου περῶν , σίζει κεκραγώς , παῖς δ ' ἐφέστηκε ῥανῶν ὄξει ,
. εὐθὺς γὰρ κείνη καθάπερ τοὔλαιον ἅμ ' ἧπται καὶ σίζει . τὸν δ ' ἔλοπ ' ἔσθε μάλιστα Συρακούσαις
6972316 ῥοιης
, βάλανον δὲ μετεξέτεροι καλέσαντο , ἐχθρὰ δ ' ἐλαίης ῥοιῆς τε πρίνου τε δρυός τ ' ἀπὸ πήματα κεῖται
' αὐτῇσι στέφανοι ἐπιβέβληνται ἄνω τῆς ἀκάνθου τοῦ ἄνθεος καὶ ῥοιῆς [ ἄνθους ] καὶ ἀμπέλου πεπλεγμένοι : καὶ οὗτοι
6946435 ὀπωρην
ἀνηέξητο καὶ εἰς στόμα χεῖλος ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα
τῆϲ ἄλληϲ τροφῆϲ , ὁκοῖα ἐν ϲυγκοπῇ μοι λέλεκται : ὀπώρην ϲτύφουϲαν , οὖα , μέϲπιλα , μῆλα κυδώνια ,
6943232 βοτρυος
νῦν εἰρημένον ὅτι εἰς τὴν σάρκα ἡ δύναμις , τοῦ βότρυος δ ' ὁ χυλὸς ἐν αὐτῇ τῇ σαρκὶ καὶ
αὐτοῖς τὸ θέρος παρεῖχε . Μετοπώρου δὲ ἀκμάζοντος καὶ τοῦ βότρυος , Τύριοι λῃσταὶ Καρικὴν ἔχοντες ἡμιολίαν , ὡς ἂν
6942091 καθευδε
μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , μὴ κενῶς πόνει . Φιλῶ σε Ὀνήσιμε ,
τὴν δικαιοσύνην . ὀρθῶς ἔφην . τοῦτο ποίει καὶ ἐπιγράψας κάθευδε ἀναπεσὼν ὥσπερ Ὀδυσσεὺς μηκέτι μηδὲν φοβούμενος . ποιήσω εἶπε
6920642 ἑῳος
ὡρῶν ιδ : ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἑπομένου Διδύμου ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : Κύων ἑσπέριος
ἔτει Ἀδριανοῦ κατ ' Αἰγυπτίους Ἐπιφὶ βʹ εἰς τὴν γʹ ἑῷος ὁ τῆς Ἀφροδίτης τὸ πλεῖστον ἀπέστη τοῦ ἡλίου τῆς
6916663 Αἰξ
μετίασι δυόμενοι : νότια . Ἐν δὲ τῇ ιθῃ Εὐκτήμονι Αἲξ δύνει . Ἐν δὲ τῇ καῃ Εὐδόξῳ Σκορπίος ἑῷος
ἐπιτέλλει : καὶ χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ κγῃ Εὐδόξῳ Αἲξ ἑῴα δύνει . Ἐν δὲ τῇ κϚῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς
6915737 τεττιξ
ἐκτεινόμενον τὸ ι : φοῖνιξ , βέμβιξ , πέμφιξ , τέττιξ , σκάνδιξ , πέρδιξ , χοῖνιξ . Πτολεμαῖος δὲ
Φαίδραν , φάσκουσαν αὐτὸν φιλεῖν παρὰ πάντας ἀνθρώπους . Ἀκάνθιος τέττιξ : ἐπὶ τῶν ἀφώνων καὶ ἀμούσων : οὐκ ᾄδουσι
6908427 ὁλμου
ἀροῖ : ἐπὶ τῶν εὖ καὶ καλῶς γεωργούντων . Ἐπὶ ὅλμου ἐκοιμήσω : ἐπὶ τῶν μαντείας ποριζομένων ἔκ τινων ἐνυπνίων
μυλοειδεῖ . * μυλόεντι : ἢ λιθώδει * θυείης : ὅλμου λίθου τοῦ ἰγδίου ἰγδίου * ἐν : σὺν οἷς
6905149 καιομενος
φασὶν εἰπεῖν , ὅτι τότε τελευτήσει Μελέαγρος , ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν
πᾶσαν ὥραν . Ἀπόλλων δὲ καὶ αὐτὸς τῆς παιδὸς πόθῳ καιόμενος ὀργῇ τε καὶ φθόνῳ εἴχετο τοῦ Λευκίππου συνόντος καὶ
6900617 κρυπτεται
ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ ἐν τῷ
ιδ ∠ ʹ : ὁ ἐπὶ τῆς καρδίας τοῦ Λέοντος κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει , δυσαερία . ιζʹ . ὡρῶν
6899963 θρυαλλις
εἰσι μακρόβια , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ λύχνου εἰ λεπτὴ ἡ θρυαλλίς ἐστι καὶ πλεονάζει τὸ ἔλαιον , ἀντέχειν ἐπὶ πλέον
ἴα , κρόκος , λωτός , νάρκισσος , ὑάκινθος , θρυαλλίς , σισυμβρία , ἕρπυλλον , ἀνεμῶναι . οἱ δὲ
6896774 ἀρνειον
ἐτέχθη . τούτου δὲ ὑπονοθεύσας τὴν γυναῖκα Θυέστης ἔκλεψε τὸν ἀρνειόν . μὴ δυνηθεὶς οὖν κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν δεῖξαι ὁ
ἐν Ἀττικαῖς λέξεσιν : ἄρνα , εἶτα ἀμνόν , εἶτα ἀρνειόν , εἶτα λιπογνώμονα , μοσχίαν δὲ τὸν πρῶτον .
6883718 μυοχοδων
διμήνου ἐπιμένων καὶ φαλακρώϲειϲ ἰάϲῃ . Ὀριβαϲίου πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ . μυοχόδων # α ὄνθουϲ καμήλου ε κεκαυμένουϲ κριθῆϲ κεκαυμένηϲ δράκα
ἕως οὗ ἐρυθρὸν γένηται . ἄλλο . κριθῶν κεκαυμένων καὶ μυοχόδων ἴσον μετὰ ὄξους κατάχριε . ἁπάντων δὲ τῶν εἰρημένων
6864549 χειμεριη
ὡς δ ' ὅταν ἀπροφάτως ἱστὸν νεός , εὖτε μάλιστα χειμερίη ὀλοοῖο δύσις πέλει Ὠρίωνος , ὑψόθεν ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο
δὲ πανίχνια σημήναντο . ναὶ μὴν ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ
6861374 δευει
μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , τέμνει , δεύει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ ,
, τάδε γίνεται ? ? [ ] ? [ : δεύει ? [ ] μάλ [ ' ] αὔτω τὼ
6861318 ἱσταμενοιο
ἰσαίεται ἀμφοτέρῃσιν , φθίνοντος θέρεος , τοτὲ δ ' εἴαρος ἱσταμένοιο . Σῆμα δέ οἱ Κριὸς Ταύροιό τε γούνατα κεῖται
δὲ Βορῆν σαλαγεῦντος ἐπὶ δροσεροῖο Νότοιο : Εὔρου δ ' ἱσταμένοιο θέειν Ζεφυρίτισιν αὔραις : κινυμένου Ζεφύρου δὲ θοῶς εἰς
6852283 πιονος
, ὧιτινί κεν Πυθῶνι θεοῦ χρήσας ' ἱέρεια ὀμφὴν σημήνηι πίονος ἐξ ἀδύτου : οὔτε τι γὰρ προσθεὶς οὐδέν κ
γόγγρου μὲν γὰρ ἔχεις κεφαλήν , φίλος , ἐν Σικυῶνι πίονος ἰσχυροῦ μεγάλου καὶ πάντα τὰ κοῖλα : εἶτα χρόνον
6846958 προθορων
βλέμμα . Ἐπικλίνουσι : ἐπιβάλλουσιν . Τις : αὐτῶν . προθορῶν : προπηδήσας ἢ προδραμών . ἑτέρης : μιᾶς .
βλέμμα . Ἐπικλίνουσι : ἐπιβάλλουσιν . Τις : αὐτῶν . προθορῶν : προπηδήσας ἢ προδραμών . ἑτέρης : μιᾶς .
6845493 χρυσολιθος
αὐτὰ πρῶτον τὸ θεῖον ὕδωρ : πνευματοῖ δὲ ὕστερον ὁ χρυσόλιθος . Οὐκοῦν σημειωσώμεθα ὅτι , δύο βαφῶν ὄντων κατὰ
ἀποπλύσει : μελάνωσις δὲ , ὅταν πρὸ τῆς ἀποπλύσεως ὁ χρυσόλιθος μιγῇ : ἐξίσχνωσις δὲ , ὅταν ἐν τῷ χρυσολίθῳ
6843801 Ὠριων
. Τοῦ Ἰουλίου τὴν πρώτην τε μέχρι καὶ τῆς τετάρτης Ὠρίων ἀνίσχει καὶ κρυπτὸν ἄστρον σὺν τῷ Στεφάνῳ , τὴν
φησιν : ἐκ τούτου οὖν Αἴλιοι χρηματίζουσιν . οὕτως [ Ὠρίων ] , . , . . Αἱμασιά : τὸ
6843201 πεταλοισιν
ἄλθεα πίσαις , ἄλλοτε βουκέραος χιληγόνου ὅ ῥα κεραίας εὐκαμπεῖς πετάλοισιν ὑπηνεμίοισιν ἀέξει , ἀτμενίῳ μέγ ' ὄνειαρ ὅτ '
βοτανώδεσι τόποις ἐν καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν .
6840480 βαπτων
ΑΡΙϹΤΟΜΕΝΟΥϹ ] Βοηθοί ] ? Γόητεϲ ] ? κόγχος ἦν βαπτῶν ἁλῶν . ὅ γέ τοι Σικελὸς ταῖς βεμβραφύαις προσέοικεν
. ἀγάγετε ἐν τῷ οἴκῳ . . οὔθ ' ἱματίων βαπτῶν : βαπτὰ γὰρ ἱμάτια φοροῦσιν οἱ νυμφίοι , πρὸς
6840089 ποτισον
μέλιτος δίδου φαγεῖν καὶ θαυμάσεις : ἢ καλάμου ῥίζαν καύσας πότισον μετὰ οἴνου κύλικος ἑνός . [ Εἰς τὸ στῆσαι
δηλητήρια φάρμακα . ] Πήγανον καὶ σῦκον καὶ κάρυον τρίψας πότισον μετ ' οἴνου , ἢ τῆς νύσσης τὸ αἷμα
6837642 ἑσπεριος
. ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς
δύνει , καὶ ὁ ἐν τῷ ἑπομένῳ ὤμῳ τοῦ Ἡνιόχου ἑσπέριος δύνει . Καίσαρι νότος πνεῖ . Ϛʹ . ὡρῶν
6836802 ἠριγενεια
πρωΐας : “ ἀλλὰ μάλλ ' ἦρι νέονται . ” ἠριγένεια ἤτοι ἡ τὸ ἦρι γεννῶσα ἢ ἐν τῷ ἦρι
τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς , βάν ῥ ' ἴμεν ἐς
6829893 παραστατει
ἔχων εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην ἐμήνφόβος γὰρ ἀνθ ' ὕπνου παραστατεῖ , τὸ μὴ βεβαίως βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ ὅταν δ
ῥανῶν ὄξει , Λίβυς τε καυλὸς ἐξηρασμένος ἀκτῖσι θείαις σιλφίου παραστατεῖ . εἶτ ' οὐκ ἐπῳδούς φασιν ἰσχύειν τινές ;
6826011 ῥοῳ
? Ἄρεος οἴστρῳ , ὑγρὴ δ ' αἱματόεντι [ ] ῥόῳ φοινίσσετο γαῖα . αὐτὰρ ὁ δυσμενέεσσιν [ ] ἄναξ
γλαυκοῦ , ἢ τῶν ἀλλῶν τῶν τοιούτων , πᾶσιν ἐν ῥόῳ καὶ ὀριγάνῳ ἠρτυμένοισι : κρέας δὲ ἐσθιέτω ἀλέκτορος ὀπτὸν
6822345 τινασσων
δίφροι πεπονήατο δηριόωντε : καὶ τοῦ μὲν προπάροιθε Πέλοψ ἴθυνε τινάσσων ἡνία , σὺν δέ οἱ ἔσκε παραιβάτις Ἱπποδάμεια :
κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα
6818860 Σειριος
πορευθῶ ; ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑψιπετὲς ἐς μέλαθρον , Ὠαρίων ἢ Σείριος ἔνθα πυρὸς φλογέας ἀφίησιν ὄσσων αὐγάς , ἢ τὸν
, ἐπὶ τῆς Παρθένου Στάχυς Προτρυγητήρ , ἐπὶ τοῦ Κυνὸς Σείριος , καὶ εἴ τινα τούτοις ὅμοια . ὁ δὲ
6816236 ἱππουριν
. κρατὶ δ ' ἐπ ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν . εἵλετο δ
κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν , ἵππουριν , δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : εἵλετο δ
6810821 ἠμος
μινύθοντας ἡρῶσσαι Λιβύης τιμήοροι , αἵ ποτ ' Ἀθήνην , ἦμος ὅτ ' ἐκ πατρὸς κεφαλῆς θόρε παμφαίνουσα , ἀντόμεναι
ὄψ ' ἀρόσῃς , τόδε κέν τοι φάρμακον εἴη : ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον , τέρπει
6808501 χευεν
ἐβάλοντο . Ὕῃ ταυροκέρωτι Διωνύσῳ κοτέσασα Ῥειώνη ἄμυδις βλαψίφρονα φάρμακα χεῦεν , ὅσς ' ἐδάη Πολύδαμνα , Κυτηϊὰς ἢ ὅσα
ἄρ ' ἔφη , βλεφάρων δὲ κατ ' ἀθρόα δάκρυα χεῦεν . οἵη δ ' ἀφνειοῖο † διειλυσθεῖσα δόμοιο ληιάς
6806047 λαμπεται
ὑπὲρ τῶν καταρρακτῶν μεθόριον Αἰγύπτου λέγω καὶ Αἰθιοπίαςἐν μὲν Ἐλεφαντίνῃ λάμπεται πάντα , καὶ νεῲ καὶ ἄνθρωποι καὶ στῆλαι ,
ἡ μὲν νεφοῦται καὶ ὕεται ἡ δὲ αἰθρίᾳ καὶ ἡλίῳ λάμπεται , κατὰ τοῦτο μόνον διάφοροι . αἱ δὲ ἀπὸ
6803552 σκευαζε
' ἀμίαν φθινοπώρου , ὅταν πλειὰς καταδύνῃ , πάντα τρόπον σκεύαζε . τί σοι τάδε μυθολογεύω ; οὐ γὰρ μὴ
λίην , ὥσπερ γαλῇ ὀψοποιούντων . σιτευτὸν καὶ χηνὸς ὁμοῦ σκεύαζε νεοττόν , ὀπτὸν ἁπλῶς καὶ τόνδε . εἶθ '
6802347 βατραχου
καὶ τῆϲ φύϲεωϲ ἡμῖν ἐξηγούμενοϲ οὕτωϲ λέγει : ὁ φρῦνοϲ βατράχου εἶδοϲ εἶναί μοι δοκεῖ , ὑδρόβιον δὲ τὸ ζῷον
σὺν ἐλαίῳ ἐπιτίθει καὶ τὰ ὅμοια . Ὁ φρύνος εἶδος βατράχου ἐστίν : ἐκ τῆς λιμνοβίου δὲ φύσεως μεταβεβηκὼς ἐπὶ
6798942 πλακους
συλλαβῇ . Ταῦτα μὲν περὶ τοῦ τιμῆς . Τὸ δὲ πλακοῦς πλακοῦντος καὶ Σιμοῦς Σιμοῦντος γέγονε τοῦτον τὸν τρόπον :
θᾶττον πλέκειν κέλευε πόρκων πυκνοτέρους . τράγημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμύγδαλα . ἐγὼ δὲ ταῦθ ' ἥδιστά γ
6798476 κοψον
, καὶ ἀπαφρίζων , ἐξαίρετον ποιήσεις . Λαβὼν σεύτλου ῥίζαν κόψον , καὶ βάλε εἰς τὸν οἶνον , καὶ μετὰ
καὶ ἄδολα ἐπιλεξάμενος , ἵνα μὴ ἀποτύχῃ τὸ βοήθημα , κόψον καὶ σῆσον πάνυ λεπτῷ κοσκίνῳ καὶ δίδου τῷ πάσχοντι
6797061 στρουθοιο
γένεθλον ἐμοῖς ἴδον ὀφθαλμοῖσιν ἀμφίδυμον , μέγα θαῦμα , μετὰ στρουθοῖο κάμηλον : τὴν ἔμπης κούφοις μεταρίθμιον οἰωνοῖσι καὶ πτερόεσσαν
ὥς φησι Ὀρειβάσιος , καὶ τούτου παλαιοτάτου ἴσχεις ] ἔχεις στρουθοῖο : ἤτοι τοῦ νεοττοῦ τῆς ὄρνιθος κατοικάδος ] κατοικιδίου
6788972 Προκυων
Λαγωός , καὶ τοῦ Κυνὸς τὰ ἐμπρόσθια , καὶ ὁ Προκύων , καὶ τοῦ Ὕδρου ἡ κεφαλή : δύνει δὲ
πάλιν ἀστὴρ Διδύμων πρώτιστον τὴν μοῖραν ἀνατέλλει , ὁ δὲ Προκύων Καρκίνου γὰρ πρὸς μοῖραν τὴν ἑβδόμην ὁ κοινὸς Ἀνδρομέδας
6782005 Φαεθων
μέσσον ἀν ' οὐρανὸν ἀμφιπολεύῃ , ὡρονόμον δ ' ἐπέχῃ Φαέθων , Τιτὰν δέ τε δύνῃ , τῆμος ἄρ '
, τοῦτον εὑρήσειν ἐν τῇ περὶ Ἀπολλωνίαν λίμνῃ . † Φαέθων † φησὶ τὸν ἐν Βοσπόρῳ ποταμὸν οὕτως εἶναι ψυχρόν
6779455 πανημεριος
, πολλῶν δὲ ἐπ ' αὐτοῦ καθαγιζομένων θυμάτων ὃ δὲ πανημέριος καὶ ἐς νύκτα ἐξάπτεται . ἕως δὲ ὑπολάμπει ,
: ὃς δέ κ ' ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς πανημέριος πολεμίζῃ , θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ καὶ τὰ ἑξῆς
6778072 βαλλε
Οὗτος αὐτός ἐστιν , οὗτος : βάλλε , βάλλε , βάλλε , βάλλε , παῖε παῖε τὸν μιαρόν . Οὐ
ἔα τριάκοντα ἡμέρας , μεθ ' ἃς διυλίσας τὸν οἶνον βάλλε εἰς πέντε ξέστας μέλιτος ξέστην α καλῶς τετριμμένου ,
6776278 ἀλθαινει
ἄλλῳ οὕτως : ἀλθαίνει τότ ' ἔνερθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίης ἀλθαίνει ] ὑγιαίνει γέντα ] κρέατα γέντα ] τὰ μέλη
ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα
6774833 πηληκα
, νηὸς ἀποπροθορών , ἄμυδις δ ' ἔχε παμφανόωσαν χαλκείην πήληκα , θοῶν ἔμπλειον ὀδόντων , καὶ ξίφος ἀμφ '
γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι σταίη , ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε , τοῖος ἐὼν οἷόν
6763376 ἐπιτελλει
: ἐν δὲ τῇ ια ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος ὅλος ἐπιτέλλει . [ . . . . . . Φεβρουάριος
δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἐπιτέλλει . λʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ : ὁ
6759383 γερανος
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ
6755995 δαλος
ὕπνωι παρειμένος τάχ ' ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα . δαλὸς δ ' ἔσωθεν αὐλίων † ὠθεῖ † καπνὸν παρευτρέπισται
ὥσπερ δαλόν , διαφέρειν δὲ ταύτηι , ἧι ὁ μὲν δαλὸς ἀνωφερὲς ἔχει τὸ πῦρ , ὁ δὲ αἰθὴρ κατωφερές
6754947 ξουθαι
ἐρχόμενα τραφεροῦ ἐπὶ ὄψιον αὖλιν . Οὐδ ' ἂν ἔτι ξουθαὶ μεγάλου χειμῶνος ἰόντος πρόσσω ποιήσαιντο νομὸν κηροῖο μέλισσαι ,
, εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι ἀχεῦσιν ποικιλότραυλα μέλη . ξουθαὶ δ ' ἀδονίδες μινυρίσμασιν ἀνταχεῦσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγαρυν
6753461 ἐμβαλε
δρόσου , καὶ καθαρίως ἐκθλίψας καὶ διηθήσας ἐκ τῶν γιγάρτων ἔμβαλε τὸ γλεῦκος εἰς ἕτερον ἀγ - γεῖον γεγανωμένον τῷ
τῇ παλαιᾷ τρυγὶ τοῦ οἴνου : κατεάξας τε καὶ σήσας ἔμβαλε εἰς ἕκαστον ἀμφορέα ἡμιμόδιον , καὶ ἀνατάραξον τὸν οἶνον
6753264 βρυων
ἥδιστος βίος , εὐρωτιῶν , ἀκόρητος , εἰκῇ κείμενος , βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις . ἔπειτ ' ἔγημα
: ὁ γάρ μ ' εὐγενέτας μακραίων Σπάρτας μέγας ἁγεμὼν βρύων ἄνθεσιν ἥβας δονεῖ λαὸς ἐπιφλέγων ἐλᾶι τ ' αἴθοπι
6752875 Ἰχθυς
λαμπρὸς ἀστὴρ καὶ μέγιστος γνωριζόμενος πᾶσιν καὶ λέγεται ὁ νότιος Ἰχθὺς ἐν μοίραις δέκα , πρώτου μεγέθους , κράσεως Ἑρμοῦ
' ἐναλλάσσονται πρὸς πρώτην Σεπτεβρίου , τὴν δὲ δευτέραν ὁ Ἰχθὺς ἀπὸ τοῦ νότου παύει , τὴν δὲ τριτάτην τὸ
6751433 σιαλοιο
τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις
λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους
6749056 ἐπιδηϲον
τῷ θερμῷ ἐλαίῳ καὶ θύμου λειοτάτου βραχὺ ἐμπάϲαϲ ἐπιτίθει καὶ ἐπίδηϲον κούφωϲ καὶ ϲυνεχῶϲ τῇ ἐμβροχῇ ταύτῃ κέχρηϲο μέχρι τῆϲ
οἰνομέλιτοϲ καὶ ἀναλαβὼν ἐρίῳ μαλακῷ ἐπιτίθει ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν καὶ ἐπίδηϲον . τῇ δὲ ἑξῆϲ ϲπόγγον ἐξ ὕδατοϲ θερμοῦ ἀποπυριάϲαϲ
6743109 εὐηρεα
ἀνέρι , καὶ λύσιν ἄλγους ὦκα φέρει , πρὶν ἀιστῶσαι εὐήρεα γυῖα : εἰ δέ τε λοίγιον ἄστρον ὁμοδρομέοι κεροέσσῃ
συνιόντες ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Φωσφόρος ἢ Φαέθων τελέους ' εὐήρεα τμῆσιν . αὕτως δ ' , εἰ φλέβα κεῖραι
6740613 χροιῃσιν
ὁτὲ δὲ στροφάδας παρὰ πέτρην φυκίδας ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον . ΠΕΡΚΗ . καὶ ταύτης Ἐπίχαρμος ἐν
ὁτὲ δὲ στροφάδας παρὰ πέτρην φυκίδας ἀλφηστήν τε καὶ ἐν χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον ἢ πέρκαισι καθηγητὴν μελάνουρον τοῖσί κε θηρήσαιο
6738434 ἀφυσσων
νασμόν , ἔνθα Τερμιεὺς ὁρκωμότους ἔτευξεν ἀφθίτοις ἕδρας , λοιβῆς ἀφύσσων χρυσέαις πέλλαις γάνος , μέλλων Γίγαντας κἀπὶ Τιτῆνας περᾶν
δέ τε φέρτεροι . ” ἀφραδέως ἀνεπιστημόνως , ἀπείρως . ἀφύσσων ἀπαντλῶν . Ἀφροδίτης . ἐπὶ μὲν τῆς θεοῦ “
6736206 σκωρια
οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς ὅσα καὶ ἡ σκωρία τοῦ σιδήρου . Λίθος νάξιος καὶ τὸ τῆς ναξίας
φ . Σής : ὁ σκώληξ . Σκώρ : ἡ σκωρία : οἱ δέ , τὸ κόπρον . Κρῖ :
6732493 κοπτων
ἐξυϲμένων # ʹ β : τὰϲ ῥίζαϲ τοῦ πολυποδίου κεκαθαρμέναϲ κόπτων ἁδρομερῶϲ ἕψε μετὰ τοῦ γλυκέοϲ , ἐπιβάλλων καὶ τὸ
κόπτων τὴν θύραν ; ταὐτὸν λέγει τῷ τίς ἐστιν ὁ κόπτων τὴν θύραν ; : ὥσπερ καὶ ὁ Πορφύριος ἐν
6729541 πετηλα
βαθὺ λήιον : οἵ γε μὲν ἤμων αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα βριθόμενα σταχύων , ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν : οἳ
λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον / πορφυρέην γλαυκοῦ τε χελιδονίοιο πέτηλα / καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : / οὔπω
6727144 Ἠελιου
' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήϊα λεπτὰ ποιοῦσα . δεῦρο καὶ Ἠελίου θύγατερ πολυφάρμακε Κίρκη , ἄγρια φάρμακα βάλλε , κάκου
. Ἀλλ ' ἀπὸ ῥείθρου ὄρθριος Ἠριγένεια δυωδεκάωρος ὁδεύει , Ἠελίου λάμποντος ὁμόδρομος : ἱσταμένη δὲ ἀργυφέη πτερόεσσα χαράσσετο σύνδρομος
6726474 φαεινον
Βεμβινήταο πελώρου δέρμα λέοντος . τοῦ κεράσας κρητῆρα μέγαν χρυσοῖο φαεινὸν σκύπφους αἰνύμενος θαμέας ποτὸν ἡδὺν ἔπινεν . καί ῥ
ἐΰφρονα καρπὸν ἀρούρης ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ : φέρε δὲ κρητῆρα φαεινὸν κῆρυξ Ἰδαῖος ἠδὲ χρύσεια κύπελλα : ὄτρυνεν δὲ γέροντα
6722365 Μητροδωρῳ
ιδ ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Αἲξ ἑῷος δύνει . Μητροδώρῳ καὶ Εὐκτήμονι καὶ Καλλίππῳ χειμῶνος περίστασις . Δημοκρίτῳ βρονταί
χειμὼν κατὰ θάλασσαν . λʹ . Εὐδόξῳ ἐτησίαι πνέουσιν . Μητροδώρῳ καὶ Καλλίππῳ ἀνεμώδης κατάστασις . αʹ . Αἰγυπτίοις ζέφυρος
6718528 ὀδοντι
σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς
] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ .
6715187 συρων
κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων ,
μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων
6709096 σποδος
ἀκούσω τοὺς σεμνοὺς ἔρωτας εἰς ἄλλον αὐτὴν μετατεθεικέναι , οὐ σποδός μοι πάντες οἱ θησαυροὶ γενήσονται ; καὶ ἀποθνήσκων τὰς
ἐν δὲ τούτοις μέσοις βωμός , ἐν ᾧ πολλή τε σποδός , καὶ πῦρ ἄσβεστον φυλάττουσιν οἱ Μάγοι : καὶ
6708827 γεντα
γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή : καί τε βοὸς νέα γέντα περιφλίοντος ἀλοιφῇ τηξάμενος κορέσαιο ποτῷ εὐχανδέα νηδύν . ναὶ
χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ ἀμμίγδην ἁλίοιο καθεψηθέντα χελύνης γυίοις ἥ
6707261 θαλασσιου
κύν ' Ὠρίωνος ἐπίκλησιν καλέουσιν , ” ἐπὶ δὲ τοῦ θαλασσίου “ δελφῖνάς τε κύνας καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι
ἐμβαλών ἁλὸς δὲ ἔμπλεα κύμβην : ἀντὶ τοῦ πεπληρωμένον τοῦ θαλασσίου [ κύματος ] ὕδατος τὸ τρυβλίον . μετ '
6706473 εἰαρος
Ἀλκμὰν δὲ διὰ τοῦ σ τὴν εὐθεῖαν ἐκφέρει : ἁλιπόρφυρος εἴαρος ὄρνις . καὶ τὴν γενικήν : οἶδα δ '
' ὥς τ ' ἢ ἀνέμων ἰαχὴ πέλε λάβρον ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει
6704889 ἰῳ
δ ' ὅ γε τόξα τιτύσκετο : τὸν δὲ παραφθὰς ἰῷ ἐυγλώχινι βάλεν βουβῶνος ὕπερθε Ποίαντος φίλος υἱός . Ὃ
ὁ ἐχῖνος τὸν ὄφιν σφαιρικῶς εἱλεῖται , ἐπειγόμενος δὲ τῷ ἰῷ ἀναιρεῖν αὐτὸν ὁ ὄφις καὶ θυμῷ σφίγγων ἑαυτὸν ἀναιρεῖ
6703836 ξηρανας
λείωσον ἄχρις ἂν καταποθῇ ἡ ὑδράργυρος εἰς ὄξος : καὶ ξηράνας ἀνένεγκαι αἰθάλας ἄχρις ἂν λευκανθῇ : καὶ ἐπίβαλε ἐκ
γάρ ἐστιν ἢν ὁ ἥλιος ἀνασπάσας τὴν ἰκμάδα καὶ τάχιστα ξηράνας τὴν χώραν ὑπερζέσῃ , ἀκμαιοτέραν τὴν ἀκτῖνα προσβαλὼν ἅτε
6701446 ἀμμιγα
καὶ σκιεροῦ κάτθες ὑπὲρ δαπέδου . αὐτίκα δὲ σκίλλην τριχοειδέσιν ἄμμιγα φλοιοῖς σταιτὶ περιπλάσσας θάλπε κατὰ φλογιῆς , ὄφρα κεν
μετὰ θερμοῦ οἴνου ἔργα ] τοὺς κόπους διαθρύπτοιο ] διαθρύψαιο ἄμμιγα ] ὁμοῦ ἄμμιγα ] τῷ οἴνῳ ποιπνύων ] κατὰ
6694489 σμαραγδος
τῆς Ψεφὼ καλουμένης χώρας . καὶ ἐν Κύπρῳ ἥ τε σμάραγδος καὶ ἡ ἴασπις . οἷς δὲ εἰς τὰ λιθοκόλλητα
μὴ ὀπτηθέντος : ἐπεὶ εἰς τὰ χρυσοχοϊκὰ χωνεῖα συλλιπαίνεται ὁ σμάραγδος καὶ ἔρχεται εἰς τὸ χωρῆσαι αὐτὸν ἐκεῖθεν , καὶ
6691499 θαλψας
θηρία φυκιόεντας ] βρυώδεις ὧν ] ἐξ ὧν πάσαιτο ἐσθιέτω θάλψας ] θερμάνας ἐν φλογιῇ ] ἐν τῷ πυρί κάλχης
κυλίει : ὀκτὼ δὲ καὶ εἴκοσι μερῶν τοῦτο δράσας καὶ θάλψας αὐτήν , εἶτα μέντοι τῇ ἐπὶ ταύταις προάγει τὸν
6686908 λιβανον
β . τὴν ἴριν κόπτε καὶ σῆθε , τὸν δὲ λίβανον λείου λεπτότατα , εἶτα ἐπιβαλὼν αὐτῷ τὴν ἴριν λειοτάτην
τετριμμένον , δαφνόκοκκα καὶ κύμινον καὶ μαστίχην καὶ σμύρναν καὶ λίβανον καθαρὸν κοπανήσας καθ ' ἓν ἕκαστον καὶ ἕνωσον αὐτὰ
6686221 δεπαϊ
καὶ ὑπίσχετο ἱερὰ καλά : πολλὰ δὲ καὶ σπένδων χρυσέῳ δέπαϊ λιτάνευεν ἐλθέμεν , ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί ,
ὀρθόκερως βοῦς ἤλασεν ἀπ ' ἐσχάτων γαίας Ὠκεανὸν περάσας ἐν δέπαϊ χρυσηλάτῳ βοτῆράς τ ' ἀδίκους κτείνας δεσπόταν τε †
6684444 στεροπην
, Νεστορίδη , τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ , χαλκοῦ τε στεροπὴν κατὰ δώματα ἠχήεντα χρυσοῦ τ ' ἠλέκτρου τε καὶ
κελεύθοις θραυομένων νεφέων , ἀνεμοθρόος εἰς τόκον ἕρπει , καὶ στεροπὴν τίκτουσα θοὴν ἀκίχητον ἐλαύνει , φαινομένην κρύπτουσα χαράγματα πυκνὰ
6681896 τιθει
δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί . φύσας μέν ῥ ' ἀπάνευθε τίθει πυρός , ὅπλά τε πάντα λάρνακ ' ἐς ἀργυρέην
τῇ τε τετάρτῃ ἡμέρᾳ ὀρύζην μόνον ἕψει ἐν ὕδατι καὶ τίθει μέλι καὶ τρέφου μετὰ ἄρτου καὶ οἴνου τὸ ἀρκοῦν
6681145 φυλλοισιν
δὲ διαχανῇ , θῆλυ . Τὸ αὐτὸ τοῦτο ἐπιτυλίξας ἐν φύλλοισιν ὀπτᾷν , καὶ ἢν μὲν πήγνυται , ἄῤῥεν κύει
εἶτα τρίβολον τὸ παραθαλάσσιον κόψας ξὺν τῇ ῥίζῃ καὶ τοῖσι φύλλοισιν , ὅσον κόγχην , καὶ τὸ εὐάνθεμον τὸ χλωρὸν
6680943 πυρην
στεῖραν βοῦν , ἥ τις ἀρίστη , ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ ' ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν , Τειρεσίῃ δ ' ἀπάνευθεν
ὡς τὰ τοῦ φοίνικος . τῶν δὲ μεταξὺ σὰρξ καὶ πυρήν , ὥσπερ ἐλάας καὶ κοκκυμηλέας καὶ ἑτέρων . ἔνια

Back